Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
Θεός,
ἀπώσω ἡμᾶς καὶ καθεῖλες
ἡμᾶς, ὠργίσθης καὶ οἰκτείρησας
ἡμᾶς |
Θεέ,
μᾶς ἀπώθησες καὶ μᾶς ἀπεμάκρυνες
ἀπὸ κοντά σου. Μᾶς κατεκρήμνισες,
ὠργίσθης ἐναντίον μας. Καὶ τώρα,
Κύριε, μετὰ τὴν τιμωρίαν μας, δεῖξε
πρὸς ἡμᾶς τὸ ἔλεός σου
καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου. |
Θεέ,
μᾶς ἔσπρωξες μακρὰν ἀπὸ σοῦ
καὶ ἐπέτρεψας νὰ διασπασθοῦν τὰ
σύνορά μας, ὠργίσθης καθ’ ἡμῶν. Καὶ
τώρα, μετὰ τὴν καθ’ ἠμῶν τιμωρίαν
σου, σπλαγχνίσου καὶ πάλιν ἠμᾶς.
|
4
συνέσεισας τὴν γῆν καὶ συνετάραξας
αὐτήν· ἴασαι τὰ συντρίμματα
αὐτῆς, ὅτι ἐσαλεύθη.
|
4
Συνεκλόνισες τὴν χώραν τῆς Παλαιστίνης
μὲ τὴν ἐπιδρομὴν καὶ τὰς
δηώσεις τῶν ἀλλοφύλων. Τὴν συνετάραξες
ὡσὰν μὲ σεισμοὺς μεγάλους καὶ
καταστρεπτικούς. Θεράπευσε, Κύριε, τὰ
συντρίμματα καὶ τὰ ἐρείπιά
της, διότι τὰ πάντα εἰς αὐτὴν
ἐσαλεύθησαν. |
4
Ἔσεισας τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης καὶ
μὲ τὴν εἰσβολὴν καὶ τὰς
δῃώσεις τῶν ἐχθρῶν τὴν συνετάραξας
ὡς διὰ σεισμῶν μεγάλων καὶ καταστρεπτικῶν.
Ἰάτρευσον τὰ συντρίμματα καὶ τὰ
ἐρείπιά της, διότι ἀπὸ τὰς ἐπιδρομὰς
τῶν ἐχθρῶν ἐσαλεύθη καὶ
κατεστράφη. |
5
Ἔδειξας τῷ λαῷ σου σκληρά, ἐπότισας
ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως. |
5
Παρεχώρησες νὰ ἴδῃ ὁ λαός
σου σκληρὰς δοκιμασίας. Μᾶς ἐπότισες
μὲ τὸν πικρὸν οἶνον τῆς ὀργῆς
σου. |
5
Ἔδειξας σκληρὰς δοκιμασίας εἰς τὸν
λαόν σου, μᾶς ἐπότισας μὲ τὸ ποτήριον
τῆς ὀργῆς σου οἶνον, προξενοῦντα
πονοκέφαλον καὶ ζάλην, κατάπικρον ποτήριον, ποὺ
μᾶς ἐμέθυσε καὶ μᾶς παρέλυσε.
|
6
῎Εδωκας τοῖς φοβουμένοις σε σημείωσιν
τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου.
(διάψαλμα). |
6
Ἔδωκες ὅμως, ἐν τῇ εὐσπλαγχνίᾳ
καὶ τῇ ἀγαθότητί σου, εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ εὐλαβοῦνται
τὸ ὄνομά σου, σημεῖον, διὰ νὰ
ἀποφύγουν τὸ ἐχθρικὸν τόξον
καὶ διασωθοῦν.
|
6
Ἔδωκας εἰς τοὺς φοβουμένους σε ἐκ
τῶν Ἰσραηλιτῶν σύνθημα καὶ σημεῖον
διὰ νὰ φύγουν ἐνώπιον τοῦ τόξου τῶν
ἐχθρῶν καὶ διασωθοῦν.
|
7
Ὅπως ἂν ρυσθῶσιν οἱ ἀγαπητοί
σου, σῶσον τῇ δεξιᾷ σου καὶ ἐπάκουσόν
μου. |
7
Διὰ νὰ γλυτώσουν οἱ ἀγαπητοί
σου καὶ μὴ ἐξοντωθοῦν ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς, σῶσε τους μὲ τὴν
ἀκατανίκητον δεξιάν σου καὶ κάμε
δεκτὴν εὐμενῶς τὴν προσευχήν
μου ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.
|
7
Διὰ νὰ γλυτώσουν οἱ ἀγαπητοί
σου καὶ μὴ ἐξοντωθοῦν μετὰ τὴν
ἧτταν ποὺ ἔπαθαν, σῶσε τους διὰ
τῆς ἀηττήτου δεξιᾶς σου καὶ ἄκουσε
τὴν προσευχὴν ἐμοῦ, τοῦ βασιλέως
των. |
8
Ὁ Θεός ἐλάλησεν ἐν τῷ
ἁγίῳ αὐτοῦ· ἀγαλλιάσομαι
καὶ διαμεριῶ Σίκιμα καὶ τὴν
κοιλάδα τῶν σκηνῶν διαμετρήσω.
|
8
Ὁ Θεός, ἐν τῇ ἁγιότητι
αὐτοῦ, ἐλάλησεν ἐπισήμως
καὶ εἶπε· Μὲ χαρὰν καὶ
ἀγαλλίασιν θὰ διαμοιράσω εἰς
σᾶς τὴν πόλιν Συχὲμ καὶ θὰ
καταμετρήσω τὴν κοιλάδα τῶν σκηνῶν,
ποὺ ἐκτείνεται πέραν τοῦ Ἰορδάνου,
ὅλην αὐτὴν τὴν χώραν, διὰ
νὰ τὴν διαμοιράσω πρὸς σᾶς.
|
8
Ὁ Θεὸς ἐλάλησεν ἐπισήμως ἐν
ὀνόματι τῆς ἁγιωσύνῃς του καὶ
ὑπεσχέθη τὰ ἑξῆς: Μὲ χαρὰν
καὶ ἀγαλλίασιν θὰ διαμοιράσω τὴν
πόλιν Συχέμ, ποὺ κεῖται πρὸς δυσμὰς
τοῦ Ἰορδάνου, καὶ θὰ διαμετρήσω τὴν
κοιλάδα τῶν σκηνῶν ἢ τῆς πόλεως Σουκκώθ,
ποὺ ἐκτείνεται πέραν τοῦ Ἰορδάνου,
τὰ δύο αὐτὰ σημεῖα τῆς Παλαιστίνης,
τὰ ὁποῖα ὑποδηλοῦν ὁλόκληρον
τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τὴν
ὁποίαν μοιράζω καὶ καταμετρῶ. |
9
Ἐμός ἐστι Γαλαάδ, καὶ ἐμός
ἐστι Μανασσῆ, καὶ Ἐφραΐμ κραταίωσις
τῆς κεφαλῆς μου, Ἰούδας βασιλεύς
μου· |
9
Διότι εἰς ἐμὲ ἀνήκει ἡ
χώρα Γαλαάδ, ἰδική μου εἶναι
ἡ περιοχὴ Μανασσῆ ἡ πέραν τοῦ
Ἰορδάνου. Ἐπίσης ἰδική
μου εἶναι καὶ ἡ ἐντεῦθεν τοῦ
Ἰορδάνου περιοχὴ Ἐφραίμ, ἡ
κραταιὰ αὐτὴ δύναμις περικεφαλαία
μου, ὅπως ἐπίσης καὶ φυλὴ τοῦ
Ἰούδα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
προέρχονται οἱ βασιλεῖς τοῦ λαοῦ
μου. |
9
Ἡ χώρα τῆς φυλῆς τοῦ Γαλαὰδ
καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ,
ἡ πρὸς Ἀνατολάς τοῦ Ἰορδάνου
εἶναι ἰδικαί μου καὶ τὸν Ἐφραὶμ
ἀνακηρύττω κράνος καὶ προμαχῶνα κραταιότατον
τῆς κεφαλῆς μου, ὁ Ἰούδας δὲ
εἶναι ὁ ὑπ’ ἐμοῦ ἐγκατασταθεὶς
ἡγεμών, ποὺ θὰ βασιλεύσῃ ἐπὶ
τῆς χώρας του. |
10
Μωὰβ λέβης τῆς ἐλπίδος μου,
ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ
τὸ ὑπόδημά μου, ἐμοὶ ἀλλόφυλοι
ὑπετάγησαν. |
10
Ἡ χώρα τῶν Μωαβιτῶν θὰ γίνῃ
λεκάνη, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν
ὁ ἐκλεκτός μου λαὸς θὰ πλύνῃ
τοὺς πόδας του. Εἰς τὴν χώραν
τῆς Ἰδουμαίας θὰ ἐκτείνω
τὸ ὑπόδημά μου καὶ θὰ
τὴν ὑποτάξω. Εἰς ἐμὲ ὅλοι
οἱ ἀλλόφυλοι ὑπετάγησαν καὶ
θὰ ὑποταχθοῦν. |
10
Οἱ Μωαβῖται εἶναι ὁ λέβης καὶ
ἡ λεκάνη, ἐντὸς τῆς ὁποίας θὰ
πλύνῃ τοὺς πόδας του ὁ ἐκλεκτὸς
λαός μου, ἐπὶ τὸν ὁποῖον ἐλπίζω,
καὶ ἐπὶ τῆς Ἰδουμαίας θὰ
ἐκτείνω τὸ ὑπόδημά μου, ὑποτάσσων
καὶ καταδούλων τοὺς κατοίκους αὐτῆς·
εἰς ἐμὲ πάντες οἱ ἀλλόφυλοι
ὑπετάγησαν. |
11
Τίς ἀπάξει με εἰς πόλιν περιοχῆς;
Ἢ τίς ὁδηγήσει με ἕως τῆς
Ἰδουμαίας; |
11
Ἔπειτα, λοιπόν, ἀπὸ τὰς μεγάλας
αὐτὰς ὑποσχέσεις τοῦ Κυρίου,
ποῖος θὰ μὲ φέρῃ νικητὴν
εἰς τὴν ὀχυρὰν πόλιν, ποῦ
εἶναι πρωτεύουσα τῆς Ἰδουμαίας;
Ποιὸς θὰ μὲ ὁδηγήσῃ τὸ
συντομώτερον μέχρι τῆς χώρας Ἰδουμαίας;
|
11
Αὐτὰ εἶπες καὶ ὑπεσχέθης.
Κύριε. Ποῖος τώρα θὰ μὲ φέρῃ νικητὴν
εἰς πόλιν περιτειχισμένην καὶ ὀχυράν, ὅπως
εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἰδουμαίας;
Ἢ ποῖος θὰ μὲ ὁδηγήσῃ
μέχρι τῆς Ἰδουμαίας ὡς ἀρχηγὸς
καὶ στρατηλάτης μου; |
12
Οὐχὶ σύ, ὁ Θεός, ὁ ἀπωσάμενος
ἡμᾶς; Καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ,
ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡμῶν;
|
12
Δὲν θὰ μᾶς ὁδηγήσῃς σύ,
ὦ Θεέ μου, ὁ ὁποῖος προηγουμένως
μᾶς εἶχες ἀπωθήσει ἀπὸ
κοντά σου; Καὶ σὺ δὲν θὰ ἐκστρατεύσῃς
μαζῆ μὲ τὰς ἰδικάς μας στρατιωτικὰς
δυνάμεις ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν
μας; |
12
Δὲν θὰ μὲ ὁδηγήσῃς σύ,
ὦ Θεέ, ὁ ὁποῖος τώρα μᾶς ἀπώθησας;
Καὶ δὲν θὰ ἐξέλθῃς μετὰ
τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεών μας, ὦ Θεέ,
στρατηγὸς καὶ κραταιὸς σύμμαχός μας;
|
13
Δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως,
καὶ ματαία σωτηρία ἀνθρώπου.
|
13
Δός μας βοήθειαν, διὰ νὰ σωθῶμεν
ἀπὸ τὴν δοκιμασίαν, ἡ ὁποία
μᾶς συνέχει, διότι ματαία καὶ
ἄκαρπος εἰς σωτηρίαν εἶναι κάθε
βοήθεια, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
ἄνθρωπον. |
13
Δός μας βοήθειαν διὰ νὰ σωθῶμεν ἀπὸ
τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς συνέχει,
διότι εἰς μάτην θὰ προσπαθήσω οἱοσδήποτε
ἄνθρωπος νὰ μᾶς σώσῃ.
|
14
Ἐν τῷ Θεῷ ποιήσομεν δύναμιν,
καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς
θλίβοντας ἡμᾶς. |
14
Μὲ τὴν βοήθειαν σου τοῦ Θεοῦ
μας θὰ δράσωμεν ἀποτελεσματικῶς καὶ
μετὰ δυνάμεως. Αὐτὸς ὁ ἴδιος
θὰ ἐκμηδενίσῃ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι μᾶς θλίβουν.
|
14
Διὰ τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ θὰ
δράσωμεν μετὰ δυνάμεως καὶ θὰ ἀνδραγαθήσωμεν,
καὶ αὐτὸς θὰ ἐκμηδενίσῃ
αὐτοὺς ποὺ μᾶς θλίβουν. |