Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω·
ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς
σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ
καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ.
|
εέ
μου, ποὺ εἶσαι ὁ Θεός μου, ἀπὸ
πολὺ πρωΐ, ἀπὸ τὰ χαράματα προσεύχομαι
πρὸς σέ. Σὲ διψᾷ καὶ σὲ
ποθεῖ ἡ ψυχή μου. Πόσες φορὲς
καὶ αὐταὶ αἱ αἰσθήσεις
τοῦ σώματός μου, εἰς τὴν ἔρημον
αὐτὴν χώραν τὴν δύσβατον καὶ
ἄνυδρον ἐπόθησαν νὰ ἴδουν καὶ
νὰ ἀπολαύσουν τὸν ἅγιόν
σου ναόν!
|
Θεέ, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος Θεός μου, τὸν
ὁποῖον λατρεύω καὶ εἰς τὸν ὁποῖον
ἀνήκω, πολὺ πρωῒ καὶ πρὶν ἀκόμη
ἐξημερώσῃ, προσεύχομαι πρὸς σέ. Σὲ
ἐπόθησε σφοδρῶς καὶ σὲ ἐδίψησεν
ἡ ψυχή μου, ἀλλὰ ποσάκις σὲ ἐδίψησε
καὶ ἡ σάρξ μου, μακρὰν τοῦ ἱεροῦ
σου, ἐν μέσῳ χώρας ἐρήμου, εἰς
τὴν ὁποίαν οὔτε νὰ βαδίσῃ κανεὶς
εὔκολα ἠμπορεῖ, οὔτε νερὸ εὑρίσκει
διὰ νὰ σβήσῃ τὴν δίψαν του, παρ’ ὅλας
ὅμως τὰς δυσκολίας καὶ στερήσεις αὐτὰς
τίποτε δὲν ἴσχυσε νὰ μειώσῃ τὸν
πρὸς σὲ πόθον μου. |
3
Οὕτως ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην
σοι τοῦ ἰδεῖν τὴν δύναμίν
σου καὶ τὴν δόξαν σου.
|
3
Μὲ τὴν δίψαν αὐτὴν ἐπαρουσιαζόμην
σωματικῶς καὶ ψυχικῶς ἄλλοτε εἰς
τὸν ἱερόν σου τόπον, διὰ νὰ
ἴδω καὶ σκεφθῶ τὴν δύναμίν
σου καὶ τὴν δόξαν σου.
|
3
Μὲ τοιαύτην δίψαν καὶ μὲ τόσον σφοδρὸν
πόθον παρουσιαζόμην κατὰ τὸ παρελθὸν ἐνώπιόν
σου ἐν τῷ ἁγίῳ τόπῳ τῆς
σκηνῆς σου, ἵνα διὰ τῆς πείρας ἀπολαύσω
τὴν δύναμιν καὶ βοήθειάν σου καὶ χωριζόμενος
τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου αἰσθανθῶ
τὴν δόξαν σου καὶ τὸ ἀνυπέρβλητον
μεγαλεῖον σου. |
4
Ὅτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ
ζωάς· τὰ χείλη μου ἐπαινέσουσί
σε. |
4
Σὲ ἐπόθησα καὶ σὲ ποθῶ
σφοδρῶς, Κύριέ μου, διότι τὸ
ἔλεός σου εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ
χιλιάδας καὶ χιλιάδας ζωάς. Τὰ
χείλη μου θὰ σὲ ὑμνοῦν καὶ
θὰ σὲ δοξολογοῦν.
|
4
Σὲ ἐπόθησα σφοδρῶς, Κύριε, διότι τὸ
ἔλεός σου εἶναι ἀνώτερον καὶ προτιμότερον
ἀπὸ μυρίας καὶ ἀναριθμήτους ζωὰς
μὲ οἰανδήποτε ἀπόλαυσιν καὶ
εὐτυχίαν συνοδευομένας. Τὰ χείλη μου θὰ
σὲ αἰνέσουν καὶ θὰ σὲ
δοξολογήσουν. |
5
Οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ
μου καὶ ἐν τῷ ὀνόματί
σου ἀρῶ τὰς χεῖράς μου.
|
5
Μὲ τὸν αὐτὸν τρόπον θὰ
σὲ εὐλογῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ
καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς
μου καὶ μόνον εἰς τὸ Ὄνομά
σου θὰ ὑψώνω τὰς χεῖρας μου,
καὶ πρὸς σὲ θὰ προσεύχωμαι.
|
5
Μετὰ τοῦ αὐτοῦ πόθου θὰ σὲ
ἀνυμνῷ καθ' ὅλην τὴν ζωήν μου καὶ
μόνον εἰς τὸ ὄνομά σου θὰ ἀνυψώνω
τὰς χεῖρας μου προσευχόμενος καὶ κανὲν
ἄλλο ὄνομα ἐκτὸς τοῦ ἰδικοῦ
σου δὲν θὰ λατρεύω, οὔτε θὰ ἐπικαλοῦμαι.
|
6
Ὡς ἐκ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλησθείη
ἡ ψυχή μου, καὶ χείλη ἀγαλλιάσεως
αἰνέσει τὸ στόμα μου. |
6
Μὲ τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐφροσύνην
τῆς προσευχῆς θὰ χορταίνῃ καὶ
θὰ εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου, ὅπως
θὰ ηὐφραίνετο τὸ σῶμα, ὅταν
θὰ ἔτρωγε λιπαρὰ καὶ νόστιμα
φαγητά. Μὲ χείλη πλημμυρισμένα ἀπὸ
ἀγαλλίασιν θὰ σὲ ὑμνῇ
τότε τὸ στόμα μου.
|
6
Τότε θὰ χορταίνῃ καὶ θὰ εὐφραίνεται
ἀπολαμβάνουσά σε ἡ ψυχή μου, ὅπως
θὰ ἐχόρταινε καὶ θὰ ηὐφραίνετο
τὸ σῶμα μου εἰς τράπεζαν μὲ λιπαρὰ
καὶ παχέα φαγητά· καὶ μὲ χείλη
ἀγαλλόμενα καὶ εὐφραινόμενα θὰ
σὲ ὑμνῇ τὸ στόμα μου.
|
7
Εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ
τῆς στρωμνῆς μου, ἐν τοῖς ὄρθροις
ἐμελέτων εἰς σέ·
|
7
Ὅταν, καθὼς πέφτω κατὰ τὴν νύκτα
εἰς τὸ στρῶμα μου, σὲ ἐνθυμοῦμαι
καὶ κοιμῶμαι μὲ τὴν παράστασιν
τοῦ μεγαλείου σου, τότε πολὺ πρωῒ
θὰ ἐξυπνῶ καὶ θὰ μελετῶ
τὰ μεγαλεῖα σου καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ.
|
7
Ὅταν κατὰ τὴν νύκτα σὲ ἐνθυμηθῶ
ἐπὶ τοῦ στρώματός μου, ὁ ἐπερχόμενος
ὕπνος δὲν συντελεῖ εἰς τὸ νὰ
σὲ λησμονήσω, ἀλλὰ πολὺ πρωῒ
καὶ πρὸ τῆς αὐγῆς ἐγειρόμενος
στρέφω τὸν νοῦν μου πρὸς σὲ καὶ
μελετῶ μὲ σκέψιν βαθεῖαν καὶ ἀπερίσπαστον
τὰ πρὸς ἐμὲ ἐλέη σου καὶ
τὴν ἄπειρον τελειότητά σου.
|
8
ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου, καὶ
ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων
σου ἀγαλλιάσομαι. |
8
Διότι σὺ κατὰ τὸ παρελθὸν ὑπῆρξες
βοηθὸς καὶ εἰς τὸ μέλλον θὰ
δοκιμάζω ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν
εὑρισκόμενος κάτω ἀπὸ τὴν
σκέπην τῶν πτερύγων σου.
|
8
Διότι πάντοτε εἰς τὸ παρελθὸν ἔγινες
βοηθός μου καὶ γεμᾶτος ἐλπίδα καὶ
διὰ τὸ μέλλον θὰ ἀγάλλωμαι στήριξων
τὴν πεποίθησή μου εἰς τὴν σκέπην καὶ
προστασίαν, τὴν ὁποίαν ἡ πρόνοιά σου θὰ
μοῦ παρέχῃ, σκεπάζουσά με στοργικῶς ὑπὸ
τὰς πτέρυγάς σου. |
9
Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω
σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ
δεξιά σου. |
9
Προσεκολλήθη πάντοτε ἡ ψυχή μου πρὸς
σέ. Σὺ δὲ ἥπλωσες τὴν δεξιάν
σου χεῖρα καὶ μὲ ἐστήριξες,
μὲ καθωδήγησες καὶ μὲ ἐπροστάτευσες.
|
9
Προσεκολλήθη καὶ διὰ τοῦ πόθου προσεδέθη
ἡ ψυχή μου εἰς σέ· σὺ δὲ μοῦ
ἔτεινες τὴν χεῖρα σου καὶ μὲ
τὴν παντοδύναμον δεξιάν σου μὲ ἐκράτησας
καὶ μὲ ἐβοήθησας. |
10
Αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν
τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς
τὰ κατώτατα τῆς γῆς.
|
10
Αὐτοὶ δὲ οἱ ἐχθροί μου,
οἱ ὁποῖοι μὲ πολεμοῦν, ματαίως
προσεπάθησαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴν
ζωήν μου. Θὰ ἀποτύχουν εἰς τὸ
ἔργον των, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι
θὰ φονευθοῦν καὶ θὰ κατέλθουν
εἰς τὸν ᾅδην, εἰς τὰ βάθη
τῆς γῆς.
|
10
Αὐτοὶ δὲ ποὺ μὲ πολεμοῦν,
ματαίως καὶ χωρὶς νὰ κατορθώσουν τίποτε
ἐζήτησαν τὴν ζωήν μου. Θὰ εἰσέλθουν
θανατούμενοι εἰς τὰ καταχθόνια καὶ τὰ
κατώτατα τῆς γῆς. |
11
Παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ρομφαίας,
μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται. |
11
Θὰ παραδοθοῦν εἰς σφαγὴν ρομφαίας,
τὰ σώματά των ἄταφα θὰ γίνουν
τροφὴ διὰ τὰς ἀλώπεκας.
|
11
Θὰ παραδοθοῦν εἰς χεῖρας, αἱ
ὁποῖαι κρατοῦν σπάθην καὶ θὰ
κατασφαγοῦν, τὰ πτώματά των δὲ θὰ
ἐγκαταλειφθοῦν ἄταφα, καὶ θὰ
κομματιασθοῦν εἰς μερίδας, αἱ ὁποῖαι
θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ ἀλώπεκας.
|
12
Ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται
ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται
πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ,
ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων
ἄδικα. |
12
Ἐγὼ ὅμως ὁ βασιλεὺς θὰ
εὐφρανθῶ μὲ τὴν προστασίαν καὶ
τὴν χαράν, τὴν ὁποίαν ὁ
Θεὸς μοῦ δίδει. Καὶ καθένας,
ὁ ὁποῖος ὁρκίζεται εἰς
τὸν ἀληθινὸν Θεόν, θὰ δοξασθῇ.
Ἐξ ἀντιθέτου θὰ φραγῇ καὶ
θὰ κλείσῃ τὸ στόμα ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι λαλοῦν ἀδικίας
καὶ ψεύδη. |
12
Ὁ βασιλεὺς ὅμως θὰ εὐφρανθῇ
διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν προστασίαν
τοῦ Θεοῦ· θὰ ἐπαινεθῇ δὲ
καὶ θὰ δοξασθῇ πᾶς, ὅστις ὁρκίζεται
ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
διότι ἀσφαλῶς θὰ φραγῇ καὶ θὰ
κλείσῃ τὸ στόμα τῶν λαλούντων ἄδικα.
|