Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οὶ
πρέπει ὕμνος, ὁ Θεός, ἐν Σιών,
καὶ σοὶ ἀποδοθήσεται εὐχὴ
ἐν Ἱερουσαλήμ.
|
ἰς
σέ, Κύριε, εἶναι πρέπον νὰ ἀναπέμπεται
κάθε δοξολογία εἰς τὴν Σιών.
Εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ πρέπει νὰ
ἐκπληρώνεται τὸ τάξιμον τοῦ
λαοῦ σου πρὸς σέ.
|
ἰς
σὲ καὶ ὄχι εἰς τὰ νεκρὰ
εἴδωλα, ὦ Θεέ, ἁρμόζει νὰ ἀναπέμπεται
ἐν τῇ Σιὼν ὕμνος, καὶ εἰς
σὲ ὡς ὀφειλόμενον χρέος θὰ ἀποδοθῇ
ἐν Ἱερουσαλὴμ ἡ εὐχὴ καὶ
τὸ τάξιμον, τὸ ὁποῖον ὁ λαός
σου ὑπεσχέθη κατὰ τὴν θεομηνίαν τῆς
ἐλλείψεως βροχῆς. |
3
Εἰσάκουσον προσευχῆς
μου· πρὸς σὲ πᾶσα σὰρξ
ἥξει. |
3
Ἄκουσε, Κύριε, καὶ κάμε δεκτὴν
τὴν προσευχήν μου, διότι κάθε ἀνθρωπίνη
σάρξ, ἀσθενὴς καθὼς εἶναι, πρὸς
σὲ θὰ ἔλθῃ νὰ ζητήσῃ
βοήθειαν. |
3
Εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου. Πρὸς
σὲ θὰ ἔλθῃ πᾶσα σὰρξ καὶ
ἀπὸ σὲ πᾶς περικείμενος τὴν
ἀσθενῆ ἀνθρωπίνην φύσιν θὰ ζητήσῃ
βοήθειαν. |
4
Λόγοι ἀνόμων ὑπερεδυνάμωσαν
ἡμᾶς, καὶ ταῖς ἀσεβείαις
ἡμῶν σὺ ἰλάσῃ.
|
4
Πολλαὶ καὶ διάφοροι ἀνομίαι
μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα ὑπερίσχυσαν,
ὑπεδούλωσαν τὴν θέλησίν μας,
ἡμαρτήσαμεν ἐνώπιόν σου. Σὺ
ὅμως, Κύριε, θὰ φανῇς ἐλεήμων
εἰς τὰς ἁμαρτίας μας καὶ θὰ
μᾶς συγχωρήσῃς.
|
4
Ἀνομίαι ποικίλαι μᾶς κατεκυρίευσαν ὑπερισχύσασαι
τῆς θελήσεώς μας. Ἀλλ’ εἰς τὰς
ἀσεβείας μας σὺ ὁ εὔσπλαγχνος
καὶ φιλάνθρωπος θὰ φανῇς ἵλεως καὶ
θὰ μᾶς τὰς συγχωρήσῃς.
|
5
Μακάριος ὃν ἐξελέξω καὶ προσελάβου·
κατασκηνώσει ἐν ταῖς αὐλαῖς
σου. Πλησθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς
τοῦ οἴκου σου· ἅγιος ὁ ναός
σου, |
5
Τρισευτυχισμένος ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον
σὺ ἐξέλεξες καὶ μὲ στοργὴν
ἐπῆρες κοντά σου. Αὐτὸς θὰ
μένῃ διαρκῶς εἰς τὰς ἱερὰς
αὐλὰς τοῦ ναοῦ σου. Ἐὰν
ἀξιώσῃς καὶ ἡμᾶς αὐτῆς
τῆς δωρεᾶς, θὰ χορτάσωμεν ἀπὸ
τὰ πλούσια ἀγαθὰ τοῦ οἴκου
σου. Ἅγιος εἶναι καὶ ἱερὸς ὁ
ναός σου. Ἀξιοθαύμαστος ὁ ναός
σου διὰ τὰ πλούσια ἔργα τῆς
δικαιοσύνης σου.
|
5
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον
ἐξέλεξας καὶ προσέλαβες ἵνα ὡς
λάτρης σου καὶ οἰκεῖος σου ἐπικοινωνῇ
πρὸς σέ, ἔχων παρρησίαν πλησίον σου. Θὰ
κατασκηνώσῃ ὁ τοιοῦτος ἐν ταῖς
αὐλαῖς σου. Ἐὰν ἀξιώσῃς
καὶ ἠμᾶς τῆς αὐτῆς κοινωνίας
καὶ παρρησίας, θὰ ἐμπλησθῶμεν ψυχικῶς
ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς
εὐλογίας τοῦ οἴκου σου· εἶναι
ἅγιος ὁ οἶκος καὶ ναός σου, θαυμαστὸς
διὰ τὰ φυλαττόμενα ἐν αὐτῷ σημεῖα
τῶν ἐπιφανειῶν σου, διὰ τὰς
πλάκας, διὰ τὴν ράβδον τοῦ Ἀαρών,
διὰ τὸ μάννα καὶ πρὸ παντὸς
διὰ τὸν διδάσκοντα τὴν δικαιοσύνην νόμον
σου. |
6
θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ. Ἐπάκουσον
ἡμῶν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ
ἡμῶν, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν
περάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν
θαλάσσῃ μακράν, |
6
Κάμε δεκτὴν τὴν προσευχήν μας σύ,
ὁ Θεὸς καὶ ὁ σωτήρ μας·
ἡ ἐλπὶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων
μέχρι καὶ τῶν περάτων τῆς γῆς
καὶ αὐτῶν ποὺ διαπλέουν θαλάσσας
καὶ κατοικοῦν εἰς νήσους μακράν.
|
6
Εἰσάκουσόν μας, ὦ Θεέ, σὺ ποὺ
εἶσαι ὁ Σωτήρ μας, ἀλλὰ καὶ
ἡ ἐλπὶς ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν
λαῶν τῆς γῆς ὁλοκλήρου μέχρι πασῶν
τῶν ἐσχατιῶν της, καθὼς καὶ
πάντων, ὅσοι κατοικοῦν ἢ πλέουν εἰς
μακρυνὰς θαλάσσας καὶ νήσους.
|
7
ἑτοιμάζων ὄρη ἐν τῇ ἰσχύϊ
αὐτοῦ, περιεζωσμένος ἐν δυναστείᾳ,
|
7
Σύ, ὁ ὁποῖος στερεώνεις μὲ
τὴν τεραστίαν δύναμίν σου τὰ
ὅρη, σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι
περιζωσμένος μὲ ἄπειρον ἰσχύν.
|
7
Σὺ εἶσαι ποὺ διὰ τῆς κραταιᾶς
δυνάμεώς σου στερεώνεις καὶ ἐδραιώνεις τὰ
ὅρη, ὥστε να παραμένουν ἀκίνητα, σὺ
εἶσαι ζωσμένος τὴν ἰσχὺν καὶ
δύναμιν, ὥστε μετὰ πολλῆς εὐκολίας
νὰ δύνασαι τὰ πάντα. |
8
ὁ συνταράσσων τὸ κῦτος τῆς θαλάσσης,
ἤχους κυμάτων αὐτῆς. Ταροχθήσονται
τὰ ἔθνη, |
8
Σύ, ὁ ὁποῖος ἀναταράσσεις
τὴν θάλασσαν καθ' ὅλον τὸ πλάτος
καὶ βάθος αὐτῆς, καὶ προκαλεῖς
τὴν βοὴν τῶν κυμάτων της. Ἀπὸ
ὅλας αὐτὰς τὰς μεγαλειώδεις
ἐκδηλώσεις τῆς δυνάμεώς σου
θὰ καταπλαγοῦν καὶ θὰ ταραχθοῦν
τὰ ἔθνη. |
8
Ὁ ὁποῖος συνταράσσει τὸ βάθος τῆς
θαλάσσης, καὶ ὅταν αὕτη ταραχθῇ, ποῖος
θὰ ὑποφέρῃ τὴν βοὴν τῶν
κυμάτων της; Οὕτω θὰ ταραχθοῦν καὶ
τὰ ἔθνη, |
9
καὶ φοβηθήσονται οἱ κατοικοῦντες τὰ
πέρατα ἀπὸ τῶν σημείων σου·
ἐξόδους πρωΐας καὶ ἑσπέρας τέρψεις.
|
9
Ἀπὸ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἔργα
σου θὰ τρομάξουν οἱ κατοικοῦντες μέχρι
καὶ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Θὰ τέρψῃς ὅμως καὶ θὰ
γοητεύσῃς τοὺς ἀνθρώπους μὲ
τὸ πρωϊνὸν φῶς, τότε ποὺ ἀρχίζει
ἡ πρωΐα καὶ μὲ τὸ ἠλιοβασίλεμμα,
τότε ποὺ ἀρχίζει ἡ ἑσπέρα.
|
9
καὶ θὰ φοβηθοῦν ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν
εἰς τὴν γῆν μέχρι τῶν ἐσχατιῶν
της, ἀπὸ τὰ σημεῖα σου καὶ τὰ
θαῦματά σου· ἀπὸ τῆς πλέον μακρυνῆς
ἀνατολῆς, ὁπόθεν βγαίνει καὶ ἔχει
τὰς ἐξόδους της ἡ πρωΐα, μέχρι τῆς
πλέον μακρυνῆς δύσεως, ὅπου ὑπάρχουν αἱ
ἔξοδοι τῆς ἑσπέρας, ὅλους ὅσοι
κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν θὰ τοὺς
τέρψῃς καὶ θὰ τοὺς εὐφράνῃς
μὲ τὰ σημεῖα τῆς δυνάμεώς σου, ἡ
ὁποία κατακρημνίζει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ
σώζει τοὺς δικαίους. |
10
Ἐπισκέψω τὴν γῆν καὶ ἐμέθυσας
αὐτήν, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι
αὐτήν· ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ
ἐπληρώθη ὑδάτων· ἡτοίμασας
τὴν τροφὴν αὐτῶν, ὅτι οὕτως
ἡ ἐτοιμασία. |
10
Ἐπεσκέφθης, Κύριε, μὲ εὐεργετικὴν
βροχὴν τὴν γῆν. Ἔρριψες ἄφθονο
νερὸ καὶ τὴν ἐμέθυσες, ἔβρεξες
πολύ, διὰ νὰ πλουτίσῃς τὴν
χώραν μας μὲ πλουσίαν καρποφορίαν.
Ὁ Ἰορδάνης, ὁ ποταμὸς τοῦ
Θεοῦ, ἐγέμισεν ἀπὸ ὕδατα.
Μὲ τὰς βροχάς σου ἡτοίμασας
πλουσίαν τροφὴν εἰς τοὺς κατοίκους
τῆς Παλαιστίνης. Διότι ἔτσι γίνεται
ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ καρποφορία
τῆς γῆς. |
10
Ἐπεσκέφθης τὴν γῆν καὶ τὴν ἐπότισας
δι' ἀφθόνου βροχῆς, μέχρι σημείου ποὺ νὰ
γίνῃ αὕτη σὰν μεθυσμένη· ἔρριψας
πλήθη βροχῶν, διὰ νὰ τὴν πλουτίσῃς
μὲ τὴν ἀφθονίαν τῆς καρποφορίας καὶ
τῆς συγκομιδῆς. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης,
ὁ διασχίζων τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας
τοῦ Θεοῦ, ἐγέμισεν ἀπὸ ὕδατα.
Ἡτοίμασας τὴν τροφὴν τῶν κατοίκων
της, διότι οὕτω διὰ τῶν ἀφθόνων καὶ
ἐγκαίρων βροχῶν συντελεῖται ἡ ἑτοιμασία
τῆς τροφῆς των. |
11
Τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον,
πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς,
ἐν ταῖς σταγόσιν αὐτῆς εὐφρανθήσεται
ἀνατέλλουσα. |
11
Πότισε, λοιπόν, τὰ αὐλάκια τῆς
γῆς μὲ τὰ πλούσια νερὰ τῆς
βροχῆς, πλήθυνε τὰ γεννήματα καὶ
τοὺς καρπούς της. Μὲ τὴν σιγαλὴν
ποτιστικὴν βροχὴν θὰ εὐφρανθῇ
ἡ χώρα μας, διότι θὰ πλημμυρίσῃ
ἀπὸ βλάστησιν.
|
11
Πότισε μέχρι μέθης τὰ αὐλάκια τῆς γῆς
δι’ ἀφθόνου βροχῆς, πλήθυνον τὰ γεννήματα
καὶ τοὺς καρπούς της· διὰ τῶν
σιγαλῶν σταγόνων τῆς βροχῆς θὰ εὐφρανθῇ
ἡ γῆ ἐκφύουσα καὶ ἀναβλαστάνουσα.
|
12
Εὐλογήσεις τὸν στέφανον τοῦ
ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου,
καὶ τὰ πεδία σου πλησθήσονται πιότητος·
|
12
Ὅλον τὸν κύκλον τοῦ ἐτησίου
χρόνου θὰ πλουτίσῃς, Κύριε,
μὲ τὰ ἀγαθά σου καὶ ἔτσι
αἱ πεδιάδες τῆς χώρας σου θὰ
πλημμυρίσουν ἀπὸ μεγάλην εὐφορίαν.
|
12
Ὁλόκληρον τὸ ἔτος, ποὺ σὰν στέφανος
κυκλοῦται καὶ ἐπιστρέφει κανονικῶς
εἰς τὰς αὐτὰς πάντοτε ἐποχάς,
θὰ τὸ εὐλογήσῃς μὲ τὰ
ἀγαθὰ τῆς καλωσύνης καὶ εὐεργετικότητός
σου, καὶ αἱ πεδιάδες θὰ γεμίσουν ἀπὸ
πάχος εὐφορίας καὶ καρποφορίας.
|
13
πιανθήσεται τὰ ὅρη τῆς ἐρήμου,
καὶ ἀγαλλίασιν οἱ βουνοὶ περιζώσονται.
|
13
Καὶ αὐτὰ τὰ ὅρη τῆς ἔρημου
καὶ τὰ βουνὰ θὰ παρουσιάσουν
πλουσίαν βλάστησιν. Θὰ περιβληθοῦν
τὴν ἀγαλλίασιν καὶ τὴν ὡραιότητα
τοῦ πρασίνου.
|
13
Πλήρη βλαστήσεως θὰ ἐμφανισθοῦν τὰ
ἀτείχιστα καὶ ἀκαλλιέργητα ὀροπέδια,
ὅταν θὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίδρασιν
τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, καὶ
τὰ βουνὰ κατακαλυπτόμενα ἀπὸ χλόην
θὰ περιζωσθοῦν ἀγαλλίασιν καὶ θὰ
παρουσιάζωνται χαρούμενα. |
14
Ἐνεδύσαντο οἱ κριοὶ τῶν προβάτων,
καὶ αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον·
κεκράξονται, καὶ γὰρ ὑμνήσουσιν.
|
14
Οἱ κριοὶ τῶν προβάτων, χορτασμένοι
ἀπὸ τὴν πλουσίαν βοσκὴν πεδιάδων
καὶ βουνῶν, θὰ ἐνδυθοῦν τὸ
νέον μαλλί των. Αἱ πεδιάδες θὰ
παράγουν ἄφθονον σῖτον. Δι' ὅλα αὐτὰ
ἄνθρωποι καὶ φύσις θὰ κραυγάσουν
καὶ θὰ ὑμνολογήσουν τὸν Κύριον.
|
14
Καὶ ἐπὶ τῶν χλοερῶν λειμώνων
τῶν βουνῶν, οἱ κριοὶ τῶν προβάτων,
οἵτινες κατὰ τὸ θέρος ἐκουρεύθησαν,
ἐνεδύθησαν τὸ νέον μαλλίον αὐτῶν.
Καὶ αἱ κοιλάδες θὰ παραγάγωσι πλῆθος
σίτου· καὶ διὰ τῆς καρποφορίας των θὰ
κράζουν, διότι σιωπηλῶς, ἀλλὰ καὶ
αἰσθητῶς εἰς τοὺς ἀποθαυμάζοντας
τῶν ἀνθρώπων ὀφθαλμοὺς θὰ ὑμνήσουν
τὸν Μέγαν τροφοδότην. |