Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ξομολογησόμεθά
σοι, ὁ Θεός, ἐξομολογησόμεθά
σοι καὶ ἐπικαλεσόμεθα τὸ ὄνομά
σου. |
ὰ
σὲ δοξολογήσωμεν, ὦ Θεέ. Θὰ
σὲ δοξολογήσωμεν διὰ τὴν προστασίαν
καὶ τὰς εὐεργεσίας, ποὺ μᾶς
παρέχεις καὶ θὰ ἐπικαλούμεθα
πάντοτε τὸ ἅγιον Ὄνομά σου.
|
ὰ
σὲ δοξολογήσωμεν ὅλοι μαζί, ὦ Θεέ, θὰ
σὲ δοξολογήσωμεν καὶ θὰ ἐπικαλεσθῶμεν
τὸ ὄνομά σου. |
3
Διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά
σου, ὅταν λάβω καιρόν· ἐγὼ
εὐθύτητας κρινῶ |
3
Ἐγὼ προσωπικῶς θὰ διηγηθῶ καὶ
θὰ διακηρύττω μεταξὺ τῶν ἄλλων
τὰς θαυματουργικάς σου ὑπὲρ ἡμῶν
ἐπεμβάσεις. Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾷ:
Ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ κατάλληλος
καιρός, τότε ἐγὼ θὰ κρίνω
καὶ θὰ δικάσω μὲ εὐθύτητα
καὶ δικαιοσύνην. |
3
Ὅπως ἕκαστος ἐξ ἡμῶν οὕτω
καὶ ἐγὼ θὰ διηγηθῶ καὶ
θὰ διακηρύξω ὅλα τὰ θαυμάσια, ὅσα
πρὸς προστασίαν μας ἐπετέλεσας. Ὅταν θὰ
ἔλθῃ ὁ ὑπ’ ἐμοῦ ὡρισμένος
κατάλληλος καιρός, λέγει ὁ Κύριος, τότε ἐγὼ
θὰ κρίνω καὶ θὰ δικάσω ἐν εὐθύτητι
καὶ δικαιοσύνῃ. |
4
Ἐτάκη ἡ γῆ καὶ πάντες
οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ, ἐγὼ
ἐστερέωσα τους στύλους αὐτῆς,
(διάψαλμα). |
4
Ἡ γῆ καὶ οἱ κάτοικοί της
θὰ λυώσουν ἀπὸ τὸν τρόμον
τῶν τιμωριῶν, ποὺ ἐγὼ θὰ
στείλω. Ἐγὼ ἔχω ἀκλόνητα
στερεώσει τοὺς στύλους τοῦ κόσμου
καὶ ἑπομένως δὲν θὰ σαλευθοῦν.
|
4
Ἔλειωσε καὶ ἔχασε τὴν συνοχήν
της ἡ γῆ καὶ μετ’ αὐτῆς ὅλοι
οἱ κάτοικοί της, ἕνεκα τοῦ τρόμου
καὶ τοῦ πανικοῦ ἐκ τῆς ἐπικειμένης
κρίσεώς μου, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς
κακίας καὶ τῶν ἀναστατώσεων καὶ τῶν
συνεχῶν πολέμων ποὺ ἐπικρατοῦν εἰς
αὐτήν. Παρὰ ταῦτα ὅμως αὕτη
θὰ παραμείνῃ ἀδιάσειστος, διότι ἐγὼ
ἰδιοχείρως ἐστερέωσα τοὺς στύλους
καὶ τὰ θεμέλιά τας. |
5
Εἶπα τοῖς παρανομοῦσι· μὴ παρανομεῖτε,
καὶ τοῖς ἁμαρτάνουσι· μὴ
ὑψοῦτε κέρας, |
5
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν διακήρυξιν αὐτὴν
τοῦ Θεοῦ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει:
Εἶπα, λοιπόν, καὶ ἐγὼ εἰς
τοὺς παρανόμους· μὴ παρανομεῖτε
πλέον. Καὶ εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς·
μὴ ἁμαρτάνετε καὶ μὴ σηκώνετε
τὸ μέτωπόν σας. |
5
Μετὰ τοὺς λόγους τούτους τοῦ Θεοῦ
εἶπα καὶ ἐγὼ εἰς τοὺς
παραβαίνοντας τὸν νόμον του· Μὴ παρανομεῖτε.
Καὶ εἰς τοὺς ἁμαρτάνοντας ἀσεβῶς
εἶπον· Μὴ ὑψώνετε ἀλαζονικῶς
καὶ αὐθαδῶς τὴν δύναμίν σας.
|
6
μὴ ἐπαίρετε εἰς ὕψος τὸ
κέρας ὑμῶν καὶ μὴ λαλεῖτε
κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν.
|
6
Μὴ ὑψώνετε ἐγωϊστικῶς τὴν
δύναμίν σας καὶ μὴ ἀλαζονεύεσθε
δι' αὐτήν. Μὴ προβάλλετε μὲ
ἀλαζονείαν τὴν ἰσχύν σας καὶ
καταφέρεσθε ἀδίκως ἐναντίον
τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ.
|
6
Μὴ σηκώνετε ὑψηλὰ τὴν δύναμιν σας,
ὡσὰν αὕτη νὰ ἦτο ἀήττητος
καὶ ἄθραυστος, καὶ μὴ λέγετε λόγους
ἀδίκους, βλασφήμους καὶ ἀσεβεῖς κατὰ
τοῦ Θεοῦ, ὡς νὰ θέλετε νὰ ἀναμετρηθῆτε
μὲ αὐτόν. |
7
Ὅτι οὔτε ἐξ ἐξόδων οὔτε
ἀπὸ δυσμῶν οὔτε ἀπὸ ἐρήμων
ὀρέων, |
7
Διότι σωτηρία καὶ διαφυγή σας δὲν
ὑπάρχει οὔτε ἀπὸ ἀνατολῶν,
οὔτε ἀπὸ δυσμῶν, οὔτε ἀπὸ
τὰς ἐρήμους ὀρεινὰς περιοχάς,
ποὺ εὑρίσκονται πρὸς νότον.
|
7
Διότι εἶσθε ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη
ἐγκεκλεισμένοι ἐν τῇ παλάμῃ
του καὶ δὲν δύνασθε νὰ διαφύγετε οὔτε
ἐξ ἀνατολῶν, ὁπόθεν αἱ ἔξοδοι
τοῦ ἡλίου, οὔτε ἐκ δυσμῶν, οὔτε
ἀπὸ τοὺς πετρώδεις καὶ ἐρημικοὺς
τόπους, ποὺ ἐκτείνονται πρὸς νότον τῆς
Παλαιστίνης. |
8
ὅτι ὁ Θεὸς κριτὴς ἐστι, τοῦτον
ταπεινοῖ καὶ τοῦτον ὑψοῖ.
|
8
Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κριτής, κύριος
τοῦ σύμπαντος, καὶ ἄλλον ἐν
τῇ παντοδυναμίᾳ του ἀνυψώνει,
ἄλλον δὲ ταπεινώνει.
|
8
Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κριτῆς καὶ
δικάζει, καὶ κατὰ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ
ταπεινώνει καὶ ἐξευτελίζει τοῦτον,
καὶ ὑψώνει καὶ δοξάζει ἐκεῖνον.
|
9
Ὅτι ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου
οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος,
καὶ ἔκλινεν ἐκ τούτου εἰς τοῦτο,
πλὴν ὁ τρυγίας αὐτοῦ οὐκ
ἐξεκενώθη, πίονται πάντες οἱ
ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς·
|
9
Καὶ τοῦτο, διότι εἰς τὸ χέρι
τοῦ Κυρίου ὑπάρχει ποτήρι γεμᾶτο
ἀπὸ ἀνόθευτον, χωρὶς νερό,
δριμύτατο κρασί, πότισμα διὰ κάθε
ἁμαρτωλόν. Ὁ Κύριος κλίνει τὸ
ποτήριον τοῦτο καὶ προσφέρει τὸ
πικρὸν περιεχόμενόν του τώρα μένεις
τοῦτον τὸν ἁμαρτωλόν, ἄλλοτε
εἰς ἐκεῖνον. Τὸ πικρὸν ὅμως
περιεχόμενον τοῦ ποτηρίου, παρ' ὅλα
τὰ ποτίσματα, δὲν ἐξεκενώθη
θὰ πιοῦν ἐν καιρῷ ὅλοι οἱ
ἁμαρτωλοὶ τοῦ κόσμου καὶ θὰ
τιμωρηθοῦν. |
9
Διότι ὑπάρχει εἰς τὴν χεῖρα τοῦ
Κυρίου ποτήριον γεμᾶτον ἀπὸ οἶνον
ἀνόθευτον καὶ χωρὶς νερόν, πλῆρες
ποτοῦ, τὸ ὁποῖον κερνᾷ εἰς
τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἔχει οὕτω
προχείρους καὶ γεμάτας τὰς τιμωρίας του κατ' αὐτῶν.
Καὶ κλίνει τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπὸ
τὸ στόμα αὐτὸ εἰς τὸ στόμα ἐκεῖνο.
Πλὴν δὲν ἐξεκενώθη ὁλοτελῶς
τὸ ποτήριον τοῦτο, ὥστε νὰ ἐκκενωθῇ
καὶ τὸ δριμύτατον καὶ πικρότατον κατακάθισμα
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν πυθμένα του.
Μένει τοῦτο, καὶ θὰ πίουν ἐξ
αὐτοῦ δοκιμάζοντες ἄκρατον καὶ αὐστηρὰν
τιμωρίαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς
γῆς, οἱ πεισμόνως παραμένοντες ἀδιόρθωτοι.
|
10
ἐγὼ δὲ ἀγαλλιάσομαι εἰς
τὸν αἰῶνα, ψαλῶ τῷ Θεῷ
Ἰακώβ· καὶ πάντα τὰ κέρατα
τῶν ἁμαρτωλῶν συνθλάσω, καὶ
ὑψωθήσεται τὰ κέρατα τοῦ δικαίου.
|
10
Τότε δὲ καὶ ἐγώ, ὅταν
θὰ βλέπω νὰ τιμωροῦνται οἱ ἀμετανόητοι
ἁμαρτωλοί, θὰ σκιρτῶ πάντοτε
ἀπὸ δικαίαν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν
καὶ θὰ ὑμνολογῶ τὸν Θεὸν
τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ὁ Θεὸς
διαβεβαιώνει: Ναί, θὰ συντρίψω ὅλας
τὰς δυνάμεις τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ
θὰ ὑψώσω τὰς δυνάμεις τῶν
δικαίων ἀνθρώπων. |
10
Ἐγὼ ὅμως μετὰ τῆς συναγωγῆς
τῶν φοβουμένων τὸν Κύριον θὰ σκιρτῶ
ἐξ ἀγαλλιάσεως, αἰωνίως θὰ ψάλλω ὕμνον
εἰς τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακὼβ
καὶ διὰ τῆς βοηθείας καὶ προστασίας
του θὰ συντρίψω ὅλα τὰ κέρατα καὶ
πᾶσαν τὴν δύναμιν τῶν ἁμαρτωλῶν
καὶ θὰ ὑψωθοῦν ἔνδοξα καὶ
ἀήττητα τὰ κέρατα καὶ αἱ δυνάμεις
τοῦ δικαίου καὶ εὐσεβοῦς ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |