Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
εῦτε
ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν
τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι ἡμῶν·
|
λᾶτε,
ἂς γεμίσῃ ἡ καρδία μας ἀπὸ
ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν διὰ τὸν
Κύριόν μας. Ἂς ἀλαλάξωμεν γεμᾶτοι
ἐνθουσιασμὸν πρὸς τὸν Κύριον
καὶ τὸν σωτῆρα μας. |
λθετε
νὰ ὑψώσωμεν φωνὰς ἀγαλλιάσεως
πρὸς τὸν Κύριον, νὰ ἐπευφημήσωμεν
μετ’ εὐγνώμονος ἐνθουσιασμοῦ τὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ σωτήρ
μας. |
2
προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς
ἀλαλάξωμεν αὐτῷ.
|
2
Χωρὶς ἀναβολὴν ἂς σπεύσωμεν
ἐνώπιόν του με δοξολογίας· μὲ
ψαλμοὺς ἂς τὸν δοξολογήσωμεν,
|
2
Ἂς σπεύσωμεν νὰ τὸν προϋπαντήσωμεν καὶ
νὰ ἐμφανισθῶμεν ἐνώπιον αὐτοῦ
μὲ δοξολογίας, καὶ διὰ ψαλμῶν ἂς
ἐπευφημήσωμεν αὐτόν. |
3
Ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος καὶ βασιλεὺς
μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν·
|
3
διότι ὁ Κύριος αὐτὸς εἶναι
Θεὸς μέγας, μέγας βασιλεὺς ἐπὶ
ὁλοκλήρου τῆς γῆς.
|
3
Διότι, ὁ Κύριος, εἶναι Θεὸς μέγας καὶ
βασιλεὺς μέγας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς γῆς.
|
4
ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ
τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ τὰ
ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν·
|
4
Εἰς τὰ παντοδύναμα χέρια τοῦ
εὑρίσκεται ὅλη ἡ γῆ μέχρι
καὶ τῶν περάτων αὐτῆς. Αἱ
πανύψηλοι κορυφαὶ τῶν ὀρέων
εἶναι ἰδικαί του. |
4
Διότι εἰς τὴν ἐξουσιαστικήν του χεῖρα
ἔχει πᾶσαν τὴν γῆν μέχρις αὐτῶν
τῶν ἐσχατιῶν της, καὶ αἱ πανύψηλοι
καὶ ἀπλησίαστοι κορυφαὶ τῶν ὀρέων
ἰδικαί του εἶναι. |
5
ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα,
καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν,
καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ
ἔπλασαν. |
5
Ἰδική του εἶναι ἡ θάλασσα, διότι
αὐτὸς τὴν ἔκαμε. Τὰ χέρια
του ἐπίσης ἔπλασαν τὴν ξηράν.
|
5
Διότι ἰδική του εἶναι ἡ θάλασσα καὶ
αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν
ξηρὰν αἱ χεῖρες του τὴν ἔπλασαν.
|
6
Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν
αὐτῷ καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον
Κυρίου τοῦ ποιήσαντος ἡμᾶς·
|
6
Ἐλᾶτε, ἂς προσκυνήσωμεν αὐτὸν
μὲ εὐγνωμοσύνην διὰ τὰς εὐεργεσίας
του, καὶ μὲ συντριβὴν διὰ τὰς
ἁμαρτίας μας ἂς πέσωμεν ἐνώπιον
του· ἂς κλαύσωμεν ἐν μετανοίᾳ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος
μᾶς ἔχει δημιουργήσει.
|
6
Ἔλθετε καὶ ἂς προσκυνήσωμεν ἐν εὐλαβείᾳ
αὐτὸν καὶ ἂς πέσωμεν ἐνώπιόν
του δουλικῶς καὶ ἐκ συντριβῆς διὰ
τὰς ἁμαρτίας μας, ἀλλὰ καὶ ἐκ
πλεοναζούσης συγκινήσεως καὶ χαρᾶς διὰ τὴν
ἀπολύτρωσίν μας ἂς κλαύσωμεν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς
ἔπλασεν, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐποίησε
λαόν του καὶ ἱερὰν συναγωγήν.
|
7
ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς
ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαὸς νομῆς
αὐτοῦ καὶ πρόβατα χειρὸς αὐτοῦ.
|
7
Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας καὶ
ἡμεῖς εἴμεθα ὁ λαός, τὸν
ὁποῖον μὲ στοργὴν διατρέφει
καὶ προστατεύει. Εἴμεθα τὰ πρόβατά
του, ποὺ τὰ καθοδηγεῖ μὲ τὸ
στοργικὸν παντοδύναμον χέρι του.
|
7
Ἂς τοῦ προσφέρωμεν ὁλόψυχον τὴν
λατρείαν μας, διότι αὐτὸς εἶναι ὁ
Θεός μας καὶ ἠμεῖς εἴμεθα λαὸς
τῆς βοσκῆς του ἀπολαμβάνοντες τὴν
ἐπιμελῆ φροντίδα του
καὶ
προστασίαν του· εἴμεθα πρόβατα προστατευόμενα καὶ
καθοδηγούμενα ὑπὸ τῆς χειρός του.
|
8
Σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ
ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς
καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐν τῷ
παραπικρασμῷ κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ,
|
8
Σήμερον, ποὺ τὸν καθένα μας καλεῖ
εἰς δρόμους σωτηρίας, εἴθε νὰ
ἀκούσετε τὴν πατρικὴν φωνήν
του, ἡ ὁποία μᾶς λέγει·
Μὴ κάνετε σκληρὰς καὶ ἀνυποτάκτους
τὰς καρδίας σας, ὅπως ἔγινε κατὰ
τὸν καιρόν, ποὺ μὲ κατεπίκραναν
οἱ πρόγονοί σας, τὴν ἡμέραν
κατὰ τὴν ὁποίαν μὲ ἐπροκάλεσαν
εἰς τὴν ἔρημον. |
8
Σήμερον, ὁπότε ὁ Θεὸς λαλεῖ πρὸς
τὸν καθένα μας καὶ μᾶς προσκαλεῖ,
εἴθε νὰ ἀκούσετε τὴν φωνὴν
αὐτοῦ, ἡ ὁποία λέγει: Μὴ κάνετε
διὰ τῆς ἀπειθείας σκληρὰς τὰς
καρδίας σας, ὅπως ἔγινε εἰς Ραφιδεὶν
καὶ Κάδης, κατὰ τὸν καιρὸν ποὺ
μὲ ἐπίκραναν οἱ προπάτορές σας,
κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐδοκίμαζαν
καὶ ἐπροκαλοῦσαν τὴν δύναμίν μου καὶ
τὴν δικαιοσύνην μου εἰς τὴν ἔρημον.
|
9
οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες
ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με καὶ
εἶδον τὰ ἔργα μου. |
9
Ἐκεῖ οἱ προπάτορές σας ἔθεσαν
εἰς πειρασμόν, ἔθεσαν ὑπὸ δοκιμὴν
τὴν δύναμίν μου, ἂν καὶ τόσας
καὶ τόσας φορὰς προηγουμένως εἶχον
ἴδει τὰ ἔργα μου. |
9
Ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον οἱ
πρόγονοί σας μὲ ἐπείραξαν, ἔθεσαν
μὲ τὴν ἀπείθειάν των ὑπὸ
ἔλεγχον καὶ δοκιμὴν τὴν δύναμίν μου
καὶ τὴν ἀγαθότητά μου, ἀλλ’ εἶδαν
τὰ ἔνδοξα ἔργα μου χωρὶς ὅμως
καὶ να διορθωθοῦν. |
10
Τεσσαράκοντα ἔτη προσώχθισα τῇ γενεᾷ
ἐκείνῃ καὶ εἶπα· ἀεὶ
πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ
δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς
μου, |
10
Ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη ἐβαρέθηκα,
ἀλλὰ καὶ ἠνέχθην, τὴν
γενεὰν ἐκείνην καὶ εἶπα·
πάντοτε αὐτοὶ πλανῶνται μὲ τὰς
ἁμαρτωλὰς ἐπιθυμίας τῆς πονηρᾶς
καρδίας των. Αὐτοὶ δὲν ἠθέλησαν
νὰ γνωρίσουν τοὺς δρόμους τῆς
παιδαγωγίας καὶ σωτηρίας, ποὺ ἐγὼ
τοὺς ἤνοιγα. |
10
Ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη ἠνέχθην μετ’
ἀπαρεσκείας τὴν γενεὰν ἐκείνην καὶ
εἶπα· Πάντοτε πλανῶνται θεληματικῶς
μὲ τὴν καρδία τους· αὐτοὶ δὲ
δὲν ἠθέλησαν νὰ γνωρίσουν τὰς μεθόδους
καὶ τοὺς τρόπους τῆς προνοίας μου, μὲ
τὰ ὁποῖα τοὺς ἐπροστάτευον.
|
11
ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου·
εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν
μου. |
11
Τόσον πολὺ ἐσκληρύνθησαν εἰς
τὴν ἁμαρτωλήν των πλάνην, ὥστε,
ὅταν ἐθύμωσα ἐναντίον των, ὠρκίσθηκα
καὶ εἶπα· Ὄχι, δὲν θὰ εἰσέλθουν
εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως,
εἰς τὴν γῆν, ποὺ ὑπεσχέθην
ἐγὼ εἰς τοὺς προγόνους των.
|
11
Καὶ τόσον πολὺ ἐπλανήθησαν, ὥστε,
ὅταν ἐθύμωσα ἐναντίον των, ὡρκίσθην
καὶ εἶπα: Ὄχι· δὲν θὰ ἔμβουν
εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως,
τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθην εἰς τοὺς
προγόνους των. |