Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
Θεός,
τὴν αἴνεσίν μου μὴ παρασιωπήσῃς,
|
Θεέ
μου, μὴ σιωπήσῃς ἐμπρὸς εἰς
τὴν προσευχήν, τὴν ὁποίαν μετὰ
δοξολογίας ἀπευθύνω πρὸς σέ.
|
Θεέ
μου, τὴν συνοδευομένην ὑπὸ αἰνέσεως
δέησίν μου μὴ παρέλθῃς ἐν σιωπῇ, χωρὶς
νὰ δείξῃς ἐνεργῶς τὴν συμπάθειάν
σου. |
2
ὅτι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα
δολίου ἀπ' ἐμὲ ἠνοίχθη,
ἐλάλησαν κατ' ἐμοῦ γλώσσῃ
δολίᾳ |
2
Διότι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ δολίου
ἀνθρώπου ἠνοίχθη ἐναντίον
μου. Ἄνδρες ἀσεβεῖς καὶ πονηροὶ
ἐστράφησαν ἐναντίον μου μὲ δολίαν
γλῶσσαν. |
2
Διότι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα δολίου ἠνοίχθη
συκοφαντικὸν ἐναντίον μου· ἄνδρες ἀσυνείδητοι
καὶ δόλιοι ἐλάλησαν κατ' ἐμοῦ μὲ
γλῶσσαν γεμάτην ψεῦδος καὶ δολιότητα,
|
3
καὶ λόγοις μίσους ἐκύκλωσάν
με καὶ ἐπολέμησάν με δωρεάν.
|
3
Μὲ περιεκύκλωσαν μὲ λόγια μίσους
καὶ μὲ πολεμοῦν χωρὶς καμμίαν
αἰτίαν καὶ ἀφορμήν.
|
3
καὶ μὲ λόγους πλήρεις μίσους μὲ περιεκύκλωσαν
καὶ μὲ ἐπολέμησαν χωρὶς ἀφορμὴν
καὶ αἰτίαν. |
4
Ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν
με, ἐγὼ δὲ προσηυχόμην·
|
4
Ἀντὶ νὰ μὲ ἀγαποῦν διὰ
τὴν καλωσύνην μου, μὲ συκοφαντοῦσαν·
ἐγὼ δὲ προσηυχόμην δι' αὐτούς.
|
4
Ἀντὶ νὰ μὲ ἀγαποῦν διὰ
τὴν πρὸς αὐτοὺς ἐκδηλωθεῖσαν
εἰλικρινῆ ἀγάπην μου μὲ διέβαλλον
καὶ μὲ ἐσυκοφάντουν, ἐγὼ δὲ
ἐνθέρμως ὑπὲρ αὐτῶν προσηυχόμην.
|
5
καὶ ἔθεντο κατ' ἐμοῦ κακὰ ἀντὶ
ἀγαθῶν καὶ μῖσος ἀντὶ
τῆς ἀγήπησεώς μου.
|
5
Μοῦ ἀνταπέδωσαν κακὰ ἀντὶ
ἀγαθῶν καὶ μῖσος ἀντὶ
τῆς ἀγάπης, ποὺ ἔτρεφα πρὸς
αὐτούς. |
5
Καὶ μοῦ ἀνταπέδωκαν κακὰ ἀντὶ
τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ἔπραξα εἰς
αὐτούς, καὶ μῖσος ἀντὶ τῆς
ἀγάπης ποὺ τοὺς ἔδειξα.
|
6
Κατάστησον ἐπ' αὐτὸν ἁμαρτωλόν,
καὶ διάβολος στήτω ἐκ δεξιῶν
αὐτοῦ· |
6
Βάλε ἀσεβῆ καὶ σκληρὸν αὐθέντην
ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν του κυρίως
ὑπευθύνου διὰ τὴν ἄδικον αὐτὴν
καταφορὰν καὶ ἀπὸ τὰ δεξιά
του ἂς σταθῇ διαβολικὸς κατήγορος.
|
6
Κατὰ τοῦ κυρίως ὑπευθύνου καὶ τοῦ
ὑποκινητοῦ τῆς κατ’ ἐμοῦ ἀδικίας
σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ἵνα καταστήσῃς
καὶ διορίσῃς ἐπ’ αὐτοῦ δικαστὴν
ἁμαρτωλὸν καὶ ἀπάνθρωπον, καὶ
ἶνα σταθῇ ἐκ δεξιῶν του σφοδρὸς
κατήγορος καὶ ἄσπλαγχνος διαβάλλων αὐτὸν
δι’ ὅλα ὅσα κατὰ τὸν βίον αὐτοῦ
ἐκακούργησεν. |
7
ἐν τῷ κρίνεσθαι αὐτὸν ἐξέλθοι
καταδεδικασμένος, καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ
γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν.
|
7
Ὅταν αὐτὸς θὰ δικάζεται, εἴθε
νὰ ἐξέλθῃ καταδικασμένος καὶ
ἡ προσευχή, τὴν ὁποίαν εἰς
τὴν ὥραν αὐτὴν τῆς ἀνάγκης
θὰ κάμῃ, ἂς καταλογισθῇ εἰς
αὐτὸν ὡς ἁμαρτία καὶ ἂς
γίνῃ εἰς καταδίκην του.
|
7
Ὅταν δικάζεται, εἴθε νὰ ἐξέλθῃ
ἐκ τοῦ κριτηρίου καταδεδικασμένος, καὶ ἡ
προσευχή του, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξ
ἀνάγκης καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς
κρίσεως καὶ τοῦ κινδύνου καταφεύγει, ἂς
τοῦ καταλογισθῇ ὡς ἁμαρτία.
|
8
Γενηθήτωσαν αἱ ἡμέραι αὐτοῦ
ὀλίγαι, καὶ τὴν ἐπισκοπῆν
αὐτοῦ λάβοι ἕτερος.
|
8
Αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς του ἂς
γίνουν ὀλίγαι καὶ τὸ ἀξίωμά
του εἴθε νὰ τὸ πάρῃ ἄλλος.
|
8
Ἂς γίνουν αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς
του ὀλίγαι καὶ εἴθε ἄλλος νὰ
λάβῃ τὸ ἀξίωμά του, αὐτὸς δὲ
νὰ ἐκπέσῃ τούτου ὁριστικῶς.
|
9
Γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ
ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ
χήρα· |
9
Ὀρφανὰ καὶ ἀπροστάτευτα ἂς
μείνουν τὰ παιδιά του, χήρα ἂς
μείνει ἡ γυναῖκα του.
|
9
Ἂς γίνουν οἱ υἱοί του ὀρφανοὶ
καὶ ἡ γυνή του ἂς καταστῇ χήρα.
|
10
σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ καὶ ἐπαιτησάτωσαν, ἐκβληθήτωσαν
ἐκ τῶν οἰκοπέδων αὐτῶν.
|
10
Τὰ παιδιά του ἀπὸ τόπου εἰς
τόπον μεταφερόμενα ἂς γίνουν ἐπαῖται.
Ἂς ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ τὰ κρημνισμένα
σπίτια των. |
10
Πλανόδιοι καὶ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον
σαλευόμενοι ἂς μεταναστεύσουν καὶ ἂς ἐκπατρισθοῦν
οἱ υἱοί του καὶ ἂς γίνουν ἐπαῖται·
καὶ ἂς ἐκβληθοῦν ἀπὸ τοὺς
οἴκους των, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔχουν
μεταβληθῇ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς ἐρείπια
καὶ εἰς γυμνὰ οἰκόπεδα.
|
11
Ἐξερευνησάτω δανειστὴς πάντα, ὅσα
ὑπάρχει αὐτῷ, καὶ διαρπασάτωσαν
ἀλλότριοι τοὺς πόνους αὐτοῦ.
|
11
Ὁ δανειστὴς ἂς ἐρευνήσῃ
καὶ ἂς καταγράψῃ ὅλα ὅσα
ἀνήκουν εἰς αὐτόν, καὶ
ξένοι ἄνθρωποι ἂς διαρπάσουν τοὺς
κόπους τῶν χειρῶν του.
|
11
Ἂς ἐξερευνήσῃ καὶ ἂς καταγράψῃ
ἒν πάσῃ λεπτομερείᾳ ὁ δανειστὴς
του ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, ὥστε ἐκποιῶν
ταῦτα νὰ ἐπιδιώξῃ ἄνευ συγκαταβάσεως
τίνος τὴν ἐξόφλησιν τοῦ πρὸς
αὐτὸν χρέους του, καὶ ἂς διαρπάσουν
ξένοι, ποὺ δὲν ἔχουν καμμίαν συγγένειαν
πρὸς αὐτόν, τὰ ὅσα μὲ κόπους
βαρεῖς ἀπέκτησεν. |
12
Μὴ ὑπαρξάτω αὐτῷ ἀντιλήπτωρ,
μηδὲ γενηθήτω οἰκτίρμων τοῖς
ὀρφανοῖς αὐτοῦ·
|
12
Ἂς μὴ ὑπάρξῃ ἄνθρωπος
νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς τὴν
συμφοράν του αὐτήν, οὔτε κανεὶς
διὰ νὰ λυπηθῇ τὰ ὀρφανά
του. |
12
Ἂς μὴ ὑπάρξῃ κανεὶς βοηθὸς
εἰς τὴν δυστυχίαν του, καὶ ἂς μὴ
παρουσιασθῇ κανεὶς ποὺ νὰ δείξῃ
συμπάθειαν εἰς τὰ ὀρφανά του.
|
13
γενηθήτω τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς
ἐξολόθρευσιν, ἐν γενεᾷ μιᾷ ἐξαλειφθείη
τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
|
13
Ἂς ἐξολοθρευθοῦν τὰ παιδιά του,
ὥστε τὸ ὄνομά του νὰ σβήσῃ,
χωρὶς νὰ φθάσῃ εἰς δεύτερον
γενεὰν τέκνων. |
13
Ἂς καταλήξουν τὰ τέκνα του εἰς πλήρη ὄλεθρον
καὶ ἑξαφανισμόν, καὶ μέσα εἰς
τοὺς χρόνους μιᾶς γενεᾶς εἴθε νὰ
ἐξαλειφθῇ τὸ ὄνομά του, ὥστε
νὰ μὴ μείνῃ ἀπόγονός του εἰς
ἄλλην γενεάν. |
14
Ἀναμνησθείη ἡ ἀνομία τῶν
πατέρων αὐτοῦ ἔναντι Κυρίου,
καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς μητρὸς
αὐτοῦ μὴ ἐξαλειφθείῃ·
|
14
Εἴθε νὰ μείνουν ὁλοφάνεροι καὶ
ἀλησμόνητοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου,
ὄχι μόνον αἱ ἰδικαί του ἁμαρτίαι
ἀλλὰ καὶ αἱ ἁμαρτίαι τῶν
προγόνων του. Ἂς μὴ διαγραφοῦν ὅσα
ἡμάρτησεν ἡ μητέρα του, ὥστε
καὶ διὰ τὰς προγονικὰς παραβάσεις
νὰ τιμωρηθῇ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
|
14
Εἴθε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου νὰ μείνουν
ἀλησμόνητοι ὄχι μόνον αἱ ἰδικαί του,
ἀλλὰ καὶ αἱ ἁμαρτίαι τῶν
προγόνων του, καὶ εἴθε νὰ μὴ ἑξαλειφθοῦν
καὶ ὅσα ἡμάρτησεν ἡ μήτηρ του, ὥστε
καὶ διὰ τὰς προγονικὰς παραβάσεις
νὰ κινηθῇ
κατ’ αὐτοῦ ἡ θεία ὀργὴ καὶ
ἀγανάκτησις. |
15
γενηθήτωσαν ἐναντίον Κυρίου διαπαντός,
καὶ ἐξολοθρευθείη ἐκ γῆς τὸ
μνημόσυνον αὐτῶν, |
15
Ἂς παραμένουν πάντοτε ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου ὅλαι αὐταὶ αἱ
ἁμαρτίαι, διὰ νὰ ἐπισύρουν
τὴν θείαν ὀργήν, ὥστε νὰ
ἐξολοθρευθῇ ὀπὸ τὰς κοινωνίας
τῶν ἀνθρώπων ἡ μνήμη αὐτοῦ,
μὲ τοὺς προγόνους καὶ τοὺς ἀπογόνους
του. |
15
Ἂς παραμένουν αὖται ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου διηνεκῶς ὥστε νὰ κινοῦν τὴν
θείαν ἀγανάκτησιν καθ' ὁλοκλήρου τῆς οἰκογενείας
του, καὶ εἴθε να ἐξολοθρευθῇ καὶ
νὰ σβήσῃ ὁλοτελῶς ἡ μνήμη καὶ
πᾶν ἴχνος ἀναμνήσεως τούτων, προγόνων καὶ
ἀπογόνων. |
16
ἀνθ' ὧν οὐκ ἐμνήσθη ποιῆσαι
ἔλεος καὶ κατεδίωξεν ἄνθρωπον πένητα
καὶ πτωχὸν κοὶ κατανενυγμένον τῇ
καρδίᾳ τοῦ θανατῶσαι.
|
16
Διότι δὲν ἐσκέφθη καὶ δὲν
ἀπεφάσισε νὰ φανῇ εὔσπλαγχνος,
ἀλλὰ τοὐναντίον κατεδίωξεν ἄνθρωπον
δυστυχῆ, πτωχόν, καταλυπημένον εἰς
τὴν καρδίαν, διὰ νὰ τὸν ἐξοντώσῃ.
|
16
Διότι δὲν τοῦ ἦλθεν οὐδ’ ὡς
ἁπλῆ ἐνθύμησις εἰς τὸν νοῦν
νὰ ἐκδηλώσῃ συμπάθειαν καὶ εὐσπλαγχνίαν,
ἀλλὰ κατεδίωξεν ἄνθρωπον δυστυχῇ καὶ
πτωχὸν καὶ καταπληγωμένον εἰς τὴν
καρδίαν μὲ τὴν διάθεσιν καὶ ἀπόφασιν
νὰ τὸν θανατώσῃ. |
17
Καὶ ἠγάπησε κατάραν, καὶ ἥξει
αὐτῷ· καὶ οὐκ ἠθέλησεν
εὐλογίαν, καὶ μακρυνθήσεται ἀπ'
αὐτοῦ. |
17
Ὁ ἐχθρός μου ἠγάπησε τὴν
κατάραν, καὶ θὰ πέσῃ ἐπάνω
του αὐτή. Δὲν ἠθέλησε τὴν
εὐλογίαν καὶ διὰ τοῦτο ἡ
εὐλογία θὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ
αὐτόν. |
17
Καὶ ἠγάπησε τὴν κατάραν· καὶ
θὰ ἔλθῃ αὕτη ἐπ’ αὐτοῦ·
καὶ δὲν ἠθέλησε τὴν εὐλογίαν
τοῦ Θεοῦ· καὶ θὰ ἀπομακρυνθῇ
αὕτη ἀπ’ αὐτοῦ.
|
18
Καὶ ἐνεδύσατο κατάραν ὡς ἱμάτιον,
καὶ εἰσῆλθεν ὡσεὶ ὕδωρ
εἰς τὰ ἔγκατα αὐτοῦ καὶ
ὡσεὶ ἔλαιον ἐν τοῖς ὀστέοις
αὐτοῦ. |
18
Ὡς ἄλλο ἔνδυμα ἐφόρεσε καὶ
ἔφερε μαζῆ του τὴν κατάραν καὶ
αὐτὴ εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἐσωτερικόν
του, ὅπως τὸ ὕδωρ ποὺ πίνομεν,
ὅπως τὸ ἔλαιον ποὺ τρώγομεν
καὶ τὸ ὁποῖον εἰσέρχεται
μέχρι τῶν ὀστῶν.
|
18
Ἀσφαλῶς δὲ θὰ συμβῇ τοῦτο
εἰς αὐτόν. Καὶ ὡς γεγονὸς πλέον
τετελεσμένον βλέπω ὅτι θὰ ἐνδυθῇ ὡς
ἱμάτιον τὴν κατάραν, ὥστε γύρω του αὕτη
νὰ τὸν περιβάλλῃ· καὶ θὰ
εἰσχωρήσῃ εἰς τὸ ἐσωτερικόν
του, ὅπως τὸ ὕδωρ ποὺ πίνει εἰσδύει
εἰς τὰ ἔγκατα καὶ ἐντόσθιά του,
καὶ ὅπως τὸ ἔλαιον, διὰ τοῦ
ὁποίου ἀλείφεται, διὰ τῶν πόρων τοῦ
σώματός του εἰσχωρεῖ ἕως τὰ κόκκαλά
του. |
19
Γενηθήτω αὐτῷ ὡς ἱμάτιον,
ὃ περιβάλλεται, καὶ ὡσεὶ ζώνη,
ἣν διαπαντὸς περιζώννυται.
|
19
Ἡ κατάρα ἂς γίνῃ δι' αὐτόν,
ἀφοῦ τὸ θέλει, ὡς ἔνδυμα,
τὸ ὁποῖον φορεῖ, καὶ ὡσὰν
ζώνη, μὲ τὴν ὁποίαν πάντοτε
εἶναι ζωσμένος. |
19
Ἂς γίνῃ εἰς αὐτὸν ἡ κατάρα
σὰν ἔνδυμα, τὸ ὁποῖον φορεῖ
καὶ μὲ τὸ ὁποῖον σκεπάζεται
τὸ σῶμα του, καὶ σὰν ζώνη μὲ
τὴν ὁποίαν θὰ εἶναι διηνεκῶς
ζωσμένος, διὰ να περισφίγγῃ τὴν περιβάλλουσαν
αὐτὸν κατᾶραν. |
20
Τοῦτο τὸ ἔργον τῶν ἐνδιαβαλλόντων
με παρὰ Κυρίου καὶ τῶν λαλούντων
πονηρὰ κατὰ τῆς ψυχῆς μου.
|
20
Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸν κατάντημα
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ἐναντίον
ἐκείνων γενικῶς, οἱ ὁποῖοι
μὲ συκοφαντοῦν καὶ λαλοῦν πονηρὰ
καὶ παράνομα κατὰ τῆς ψυχῆς
μου. |
20
Τοιαύτη ἂς εἶναι ἡ ἀμοιβὴ καὶ
τοιούτους ἐκ τῶν πράξεων των ἂς ἀπολαύσουν
καρποὺς ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτην Κύριον
οἱ ἐνδιαβάλλοντες καὶ κατηγοροῦντες
με ἀδίκως καὶ οἱ λαλοῦντες πονηρὰ
καὶ ἄνομα κατὰ τῆς ψυχῆς μου.
|
21
Καὶ σύ, Κύριε Κύριε, ποίησον
μετ' ἐμοῦ ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός
σου, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου.
Ρῦσαί με, |
21
Σύ, Κύριέ μου Κύριε, ἐνέργησε
κατὰ τέτοιον τρόπον, ὥστε νὰ
φανῇ, ὅτι εἶσαι πράγματι μαζῆ
μου. Βοήθησέ με ἕνεκεν τοῦ Ὀνόματός
σου, ποὺ ἐκφράζει ἔλεος καὶ
εὐσπλαγχνίαν. Ἀγαθὴ καὶ εὐεργετικὴ
εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία σου.
|
21
Σὺ δέ, Κύριέ μου, Κύριε, πρὸς τὸν ὁποῖον
προσεύχομαι, ποίησον οὕτως, ὥστε νὰ καταφανῆ,
ὅτι εἶσαι μετ’ ἐμοῦ σύμμαχος καὶ
ὑπερασπιστής μου. Βοήθησέ με, Κύριε, διὰ τὸ
ὄνομά σου, τὸ ὁποῖον ἐκφράζει
εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγάπην. Σῶσόν με,
διότι τὸ ἔλεός σου εἶναι εὐεργετικὸν
καὶ ἐκχύνεται ἐπὶ πάντας.
|
22
ὅτι πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ
ἐγώ, καὶ ἡ καρδία μου τετάρακται
ἐντός μου. |
22
Λύτρωσέ με, διότι ἐγὼ εἶμαι
πτωχὸς καὶ ταλαιπωρημένος, καὶ ἡ
καρδία μου ἔχει συγκλονισθῆ ἐντός
μου. |
22
Λύτρωσέ με, διότι πτωχὸς καὶ ἐλεεινὸς
εἶμαι ἐγὼ καὶ ἡ καρδία μου σπαράσσει
μέσα μου καὶ ὑπὸ σφοδρᾶς κατέχεται
ταραχῆς. |
23
Ὡσεὶ σκιὰ ἐν τῷ ἐκκλῖναι
αὐτὴν ἀντανῃρέθην, ἐξετινάχθην
ὡσεὶ ἀκρίδες. |
23
Ὄπως ἡ σκιὰ κατὰ τὴν δύσιν
τοῦ ἡλίου κλίνει καὶ σβήνει,
ἔτσι καὶ ἐγὼ κινδυνεύω νὰ
χαθῶ. Ὅπως αἱ ἀκρίδες ἐκτινάσσονται
ἀπὸ τὸν σφοδρὸν ἄνεμον, ἔτσι
καὶ ἐγὼ τινάσσομαι καὶ ὠθοῦμαι
ἀπὸ τὴν δυστυχίαν μου.
|
23
Σὰν τὴν σκιάν, ἡ ὁποία, ὅταν
δύῃ ὁ ἥλιος, κλίνει καὶ χάνεται, οὕτω
κινδυνεύω καὶ ἐγὼ νὰ ἀφανισθῶ
καὶ νὰ ἐκλίπω. Καὶ ὅπως αἱ
ἀκρίδες τινάσσονται ὑπὸ τοῦ πνέοντος
ἀνέμου καὶ δὲν δύνανται νὰ ἀντιστοῦν
εἰς τὰ ρεύματα αὐτοῦ, ἀλλὰ
παρασύρονται ὅπου αὐτὰ τὰς φέρουν,
οὕτω καὶ ἐγὼ τινάσσομαι καὶ
ὠθοῦμαι ὑπὸ τῆς δυστυχίας ὡς
ἔντομόν τι ἀνίσχυρον.
|
24
Τὰ γόνατά μου ἠσθένησαν ἀπὸ
νηστείας, καὶ ἡ σάρξ μου ἠλλοιώθη
δι' ἔλαιον. |
24
Τὰ γόνατά μου ἀπὸ τὴν
πεῖναν καὶ τὴν ἀσιτίαν ἔχουν
ἐξασθενήσει, ὅλη δὲ ἡ ἐμφάνισίς
μου ἔχει ἀλλοιωθῆ ἀπὸ τὴν
ἔλλειψιν λαδιοῦ· ἔγινα ἀγνώριστος.
|
24
Τὰ γόνατά μου ἀδυνάτισαν καὶ τρέμουν
ἕνεκα τῆς ἀσιτίας, καὶ ἐπειδὴ
ἔπαυσα νὰ ἀλείφω τὴν σάρκα μου μὲ
ἔλαιον, ἠλλοιώθη καὶ ἔγινεν
ἀγνώριστος ἡ ὄψις μου.
|
25
Κἀγὼ ἐγενήθην ὄνειδος αὐτοῖς·
εἴδοσάν με, ἐσάλευσαν κεφαλὰς
αὐτῶν. |
25
Κατήντησα ἀντικείμενον χλευασμοῦ καὶ
ὕβρεων εἰς τοὺς ἐχθρούς μου.
Αὐτοὶ μὲ εἶδαν καὶ εὐχαριστήθησαν.
Ἐκίνησαν ἐμπαικτικῶς τὰς κεφαλάς
των ἐναντίον μου. |
25
Καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐγὼ κατήντησα
νὰ γίνω ὄνειδος καὶ χλευασμὸς ἐνώπιον
τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν μὲ εἶδαν,
ἐκίνησαν μετὰ περιφρονήσεως καὶ χλεύης τὰς
κεφαλάς των. |
26
Βοήθησόν μοι, Κύριε ὁ Θεός μου,
καὶ σῶσόν με κατὰ τὸ ἔλεός
σου. |
26
Βοήθησέ με, λοιπόν, Κύριε καὶ
Θεέ μου, καὶ σῶσε με ἀπὸ τὰ
χέρια αὐτῶν, σύμφωνα μὲ τὸ
ἀμέτρητον ἔλεός σου.
|
26
Βοήθησέ με, Κύριε καὶ Θεέ μου, καὶ σῶσέ
με σύμφωνα μὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ
τὸ ἔλεός σου. |
27
Καὶ γνώτωσαν ὅτι ἡ χείρ σου
αὕτη καὶ σύ, Κύριε, ἐποίησας
αὐτήν. |
27
Ἂς μάθουν ὅτι ἡ σωτηρία μου
εἶναι ἔργον τῆς παντοδυνάμου δεξιᾶς
σου. Σὺ ἐπραγματοποίησες τὴν λύτρωσίν
μου. |
27
Καὶ ἂς μάθουν οἱ πολεμοῦντές με ὅτι
τῆς χειρός σου ἐνέργεια εἶναι ἡ βοήθεια
αὕτη, Κύριε, καὶ ὅτι σύ, Κύριε, ἐποίησας
τὴν λύτρωσίν μου ταύτην. |
28
Καταράσονται αὐτοί, καὶ σὺ εὐλογήσεις·
οἱ ἐπανιστάμενοί μοι αἰσχυνθήτωσαν,
ὁ δὲ δοῦλός σου εὐφρανθήσεται.
|
28
Ἐκεῖνοι θὰ καταρῶνται, σὺ ὅμως
θὰ μὲ εὐλογῇς. Ἔτσι δὲ
οἱ ἐχθροί, ποὺ ἐπαναστατοῦν
ἐναντίον μου, θὰ κατεντροπιασθοῦν
καὶ θὰ ἐξευτελισθοῦν, ἐγὼ
δὲ ὁ δοῦλός σου θὰ εὐφρανθῶ
διὰ τὰς δωρεάς σου. |
28
Θὰ μὲ καταρασθοῦν αὐτοί, πλὴν
σὺ θὰ μὲ εὐλογήσης· θὰ
καταισχυνθοῦν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι
ἐπαναστατοῦν καὶ ἐξεγείρονται κατ'
ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ ὁ ταπεινὸς
σου δοῦλος θὰ εὐφρανθῶ.
|
29
Ἐνδυσάσθωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντές
με ἐντροπὴν καὶ περιβαλέσθωσαν ὡς
διπλοΐδα αἰσχύνην αὐτῶν.
|
29
Οἱ συκοφάνται μου ἂς ἐνδυθοῦν
ὡς μόνιμον ἰσόβιον ἔνδυμα τὴν
ἐντροπήν. Ἂς περιβληθοῦν μόνιμον
τὴν καταισχύνην, ὡσὰν πλατὺν
μανδύαν μὲ πολλὰς περιτυλίξεις.
|
29
Ἂς ἐνδυθοῦν οἱ κατηγοροῦντες
καὶ διαβάλλοντές με ἐντροπὴν καὶ ἂς
περιβληθοῦν καταισχύνην ὡς ἄλλον πλατὺν
μανδύαν ποὺ διὰ διπλῶν περιτυλίξεων περιβάλλει
τὸ σῶμα. |
30
Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ σφόδρα
ἐν τῷ στόματί μου καὶ ἐν
μέσῳ πολλῶν αἰνέσω αὐτόν,
|
30
Ἐγὼ δὲ θὰ δοξολογήσω τὸν
Κύριόν μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν
διὰ τοῦ στόματός μου. Ἐν μέσῳ
πολλῶν ἄλλων θὰ ὑμνολογήσω αὐτόν.
|
30
Θὰ δοξολογήσω τὸν Κύριον μὲ τὸ στόμα
μου καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν μου καὶ
ἐν μέσῳ πλήθους πολλοῦ θὰ τοῦ
ψάλω αἶνον. |
31
ὅτι παρέστη ἐκ δεξιῶν πένητος
τοῦ σῶσαι ἐκ τῶν καταδιωκόντων
τὴν ψυχήν μου. |
31
Διότι παρεστάθη βοηθὸς ἐκ δεξιῶν
ἐμοῦ τοῦ πτωχοῦ, διὰ νὰ
σώσῃ τὴν ζωήν μου ἀπὸ
ἐκείνους, πού μὲ καταδιώκουν.
|
31
Διότι παρεστάθη σύμμαχος καὶ προστάτης εἰς τὰ
δεξιὰ ἐμοῦ τοῦ πτωχοῦ καὶ
ταπεινοῦ, διὰ νὰ σώσῃ τὴν ψυχήν
μου ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
τὴν κατεδίωκον. |