Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ακάριοι
οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ οἱ πορευόμενοι
ἐν νόμῳ Κυρίου.
|
ακάριοι
εἶναι οἱ ἄμεμπτοι
καὶ ἀνεπίληπτοι εἰς τὰς
πορείας τῆς ζωῆς
των. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ζοῦν
καὶ πορεύονται σύμφωνα μὲ τὸν
νόμον τοῦ Κυρίου.
|
ακάριοι
εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
εἱς τὴν διαγωγήν των καὶ εἱς
τὸν δρόμον τῆς ζωῆς των εἶναι ἄμεμπτοι,
οἱ ὁποῖοι βαδίζουν καὶ συμπεριφέρονται
σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Κυρίου.
|
2
Μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες τὰ
μαρτύρια αὐτοῦ· ἐν ὅλῃ
καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν.
|
2
Μακάριοι εἶναι αὐτοί, ποὺ ἐρευνοῦν
μὲ ἐνδιαφέρον καὶ μελετοῦν μὲ
εὐλάβειαν τὰς μαρτυρίας καὶ
τὰ θελήματα τοῦ Κυρίου, διὰ
νὰ τὰ γνωρίσουν καὶ τὰ ἐφαρμόσουν
εἰς τὴν ζωήν των. Αὐτοὶ μὲ
ὅλην των τὴν καρδίαν θὰ ἀναζητήσουν
καὶ θὰ ἀνεύρουν τὸν Κύριον.
|
2
Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
μὲ ἐνδιαφέρον καὶ εὐλάβειαν
ἐξετάζουν τὰς μαρτυρίας τοῦ Κυρίου,
ἵνα μανθάνοντες αὐτὰς συμμορφωθοῦν
πρὸς ταύτας. Αὐτοὶ μὲ ὅλην των
τὴν καρδίαν θὰ ζητήσουν νὰ εὔρουν
καὶ νὰ γνωρίσουν αὐτὸν τὸν ἴδιον.
|
3
Οὐ γὰρ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν
ἀνομίαν ἐν ταῖς ὁδοῖς
αὐτοῦ ἐπορεύθησαν.
|
3
Δὲν εἶναι μακάριοι οἱ ἁμαρτωλοί·
διότι αὐτοὶ ἐργάζονται καὶ
ἐφαρμόζουν εἰς τὴν ζωήν των
τὴν παρανομίαν καὶ δὲν ζοῦν
σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολὰς τοῦ
Θεοῦ. |
3
Διότι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται
τὴν ἀνομίαν, δὲν ἐπορεύθησαν εἰς
τὰς ὁδοὺς τὰς δεικνυομένας ἀπὸ
τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ εἶναι ἀδύνατον
αὐτοὶ νὰ εὔρουν καὶ νὰ
πλησιάσουν αὐτόν. |
4
Σὺ ἐνετείλω τὰς ἐντολάς
σου τοῦ φυλάξασθαι σφόδρα.
|
4
Σύ, ἔδωσες τὰς ἐντολάς σου εἰς
ἡμᾶς, διὰ νὰ τὰς τηρήσωμεν
μὲ κάθε προσοχὴν καὶ ἀκρίβειαν.
|
4
Σὺ παρήγγειλες καὶ ἔδωκες εἱς ἡμᾶς
τὰς ἐντολάς σου διὰ νὰ τὰς φυλάξωμεν
καὶ τὰς τηρήσωμεν μὲ πᾶσαν προθυμίαν
καὶ ἀκρίβειαν. |
5
Ὄφελον κατευθυνθείησαν οἱ ὁδοί
μου τοῦ φυλάξασθαι τὰ δικαιώματά
σου. |
5
Εἴθε νὰ εὐοδωθοῦν αἱ πορεῖαι
καὶ αἱ προσπάθειαί μου, εἰς
τὸ νὰ φυλάττω μὲ ἀκρίβειαν
τὰ προστάγματά σου. |
5
Εἴθε νὰ συμμορφωθῇ καὶ νὰ κατευθυνθῇ
ἡ διαγωγὴ καὶ ἡ ὅλη μου συμπεριφορά,
ὥστε νὰ φυλάττω τὰ προστάγματά σου, τῶν
ὁποίων τὴν τήρησιν δικαιούσαι ν’ ἀξιοῖς
παρ' ἡμῶν. |
6
Τότε οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ἐν
τῷ με ἐπιβλέπειν ἐπὶ πάσας
τὰς ἐντολάς σου. |
6
Τότε δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ, ὅταν
μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν ἔχω
ἐστραμμένα τὰ βλέμματά μου εἰς
ὅλας τὰς ἐντολάς σου.
|
6
Τότε καὶ μόνον δὲν θὰ καταληφθῶ ἀπὸ
ἐντροπήν, ὅταν μὲ προσοχὴν καὶ
μὲ φόβον καὶ μὲ ἀπόφασιν εὐλαβῆ
ἔχω ἐστραμμένα τὰ βλέμματά μου εἰς
ὅλας τὰς ἐντολάς σου διὰ νὰ
τὰς τηρῶ. |
7
Ἐξομολογήσομαί σοι ἐν εὐθύτητι
καρδίας ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ
κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. |
7
Θὰ σὲ δοξολογῶ μὲ εἰλικρίνειαν
καρδίας, ὅταν θὰ ἔχω μάθει καὶ
θὰ προσπαθῶ νὰ ἐφαρμόζω τὰς
ἐντολάς τῆς δικαιοσύνης σου.
|
7
Θὰ σὲ δοξάζω καὶ θὰ σὲ ἀνυμνῶ
μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν καρδίας,
ὅταν θὰ ἔχω μάθει τὰς ἐντολάς,
μὲ τὰς ὁποίας ἐν πάσῃ δικαιοσύνῃ
θὰ κρίνῃς τοὺς ἀνθρώπους.
|
8
Τὰ δικαιώματά σου φυλάξω· μή
με ἐγκαταλίπῃς ἕως σφόδρα.
|
8
Θέλω μὲ ὅλην μου τὴν καρδιὰ
νὰ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου, σὺ
δέ, Κύριε, ποτὲ μὴ μὲ ἐγκαταλείψῃς
εἰς τὴν προσπάθειάν μου αὐτήν.
|
8
Ποθῶ νὰ φυλάξω τὰς ἐντολὰς καὶ
τὰ δικαιώματά σου· μὴ μὲ ἀφήσῃς
ἀβοήθητον οὐδ' ἐπὶ μίαν στιγμὴν
καὶ ἀσφαλῶς διὰ τῆς βοηθείας
σου θὰ ἐπιτύχω τοῦτο.
|
-9
Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν
ὁδὸν αὐτοῦ; Ἐν τῷ φυλάξασθαι
τοὺς λόγους σου. |
-9
Μὲ ποιὸν τρόπον θὰ κατορθώσῃ
καὶ θὰ ἐπιτύχῃ ὁ νεώτερος
εἰς τὴν ζωήν του; Μόνον ὅταν
τηρῇ τοὺς λόγους σου.
|
9
Διὰ τίνος μέσου θὰ ἐπιτύχῃ εἰς
τὴν ζωήν του ὁ νέος καὶ θὰ κατορθώσῃ
νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ κάθε κίνδυνον καὶ
παγίδα κατ’ αὐτήν; Διὰ τῆς ἀκριβοῦς
τηρήσεως τῶν λόγων σου. |
10
Ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξεζήτησά
σε· μὴ ἀπώσῃ με ἀπὸ
τῶν ἐντολῶν σου. |
10
Μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν σὲ ἀνεζήτησα,
Κύριε, μὴ παραχωρήσῃς νὰ ἀπομακρυνθῶ
ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου.
|
10
Μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν καὶ μὲ
πόθον πολὺν σὲ ἐζήτησα. Μὴ μὲ
ἀφήσῃς νὰ ἀπομακρυνθῶ
ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου, ἀλλὰ
διατήρησόν με ἐν τῇ ὑπακοῇ αὐτῶν.
|
11
Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ
λόγια σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω
σοι. |
11
Εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας μου,
ὡς πολύτιμον θησαυρόν, ἔκρυψα τὰ
λόγια σου, διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνω
ἀπέναντί σου. |
11
Εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ὡς πολύτιμον
καὶ ἀσύλητον θησαυρὸν ἔκρυψα τὰ
θεῖα σοῦ λόγια, ἵνα ἐνθυμούμενος πάντοτε
ταῦτα μὴ ὑποπέσω εἰς ἁμαρτίαν
τινα ἐνώπιόν σου. |
12
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε· δίδαξόν
με τὰ δικαιώματά σου.
|
12
Δοξασμένος εἶσαι, Κύριε· δίδαξέ
με σαφέστερον καὶ βαθύτερον τὰς ἐντολάς
σου. |
12
Εἶσαι, Κύριε, ἄξιος νὰ εὐλογῆσαι
καὶ νὰ δοξάζεσαι. Διὰ τοῦ φωτισμοῦ
σου δίδαξόν με τὰς ἐντολάς σου, τῶν ὁποίων
τὴν τήρησιν δικαιούσαι ν’ ἀξιοῖς ἀπὸ
ὅλουςμας. |
13
Ἐν τοῖς χείλεσί μου ἐξήγγειλα
πάντα τὰ κρίματα τοῦ στόματός
σου. |
13
Μὲ τὰ χείλη μου διεκήρυξα πρὸς
ὅλους ὅλας τὰς ἐντολάς σου,
τὰς ὁποίας σὺ μᾶς ἐδίδαξες.
|
13
Ὅλας τὰς ἐν τῷ νόμῳ σου κρίσεις
καὶ ἀποφάνσεις σου, σύμφωνα μὲ τὰς
ὁποίας θὰ μᾶς κρίνῃς, τὰς ἐξήγγειλα
διὰ τῶν χειλέων μου καὶ διεκήρυξα αὐτὰς
καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
|
14
Ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων
σου ἐτέρφθην ὡς ἐπὶ παντὶ
πλούτῳ. |
14
Βαδίζων καὶ συμπεριφερόμενος σύμφωνα
μὲ τὰς ἐντολάς σου, ἐδοκίμασα
τέρψεις, ὡς ἐὰν ἥμην κάτοχος
ὅλου τοῦ πλούτου τῆς γῆς.
|
14
Βαδίσας καὶ πολιτευθεὶς σύμφωνα μὲ τὰς
ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας σου, ᾐσθάνθην
τέρψεις ὁποίας θὰ ἐδοκίμαζεν ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ ἐγίνετο κάτοχος ὅλου
τοῦ γηΐνου πλούτου. |
15
Ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου ἀδολεσχήσω
καὶ κατανοήσω τὰς ὁδούς σου.
|
15
Εἰς τὴν μελέτην τῶν ἐντολῶν
σου θὰ ἐπιδοθῶ μὲ χαρὰν καὶ
θὰ καταβάλλω κάθε προσπάθειαν νὰ
κατανοήσω τοὺς δρόμους σου. |
15
Τὰς ἐντολάς σου θὰ μελετήσω καὶ εἰς
αὐτὰς θὰ ἐντρυφήσω καὶ
θὰ κατανοήσω τὰς ὁδοὺς καὶ τὰ
προστάγματά σου, συμφώνως πρὸς τὰ ὁποῖα
πρέπει νὰ συμμορφώνωμεν τὴν διαγωγήν μας.
|
16
Ἐν τοῖς δικαιώμασί σου μελετήσω,
οὐκ ἐπιλήσομαι τῶν λόγων σου.
|
16
Θὰ μελετήσω μὲ ὅλην τὴν δύναμιν
τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας μου
τὰ προστάγματά σου. Δὲν θὰ λησμονήσω
ποτὲ τὰ λόγια σου. |
16
Θὰ συγκεντρώσω τὸν νοῦν μου εἰς τὰ
παραγγέλματα, τὰ ὁποῖα δικαιωματικῶς
νομοθετεῖς εἰς ἡμᾶς. Δὲν θὰ
λησμονήσω ποτὲ τοὺς νόμους σου.
|
17
Ἀνταπόδος τῷ δούλῳ σου·
ζήσομαι καὶ φυλάξω
τοὺς λόγους σου. |
17
Ἀνταπόδος εἰς ἐμὲ τὸν
δοῦλον σου τὰς δωρεάς σου ἀνάλογα
μὲ τὸν ζῆλον, ποὺ ἔχω πρὸς
μελέτην τῶν ἐντολῶν σου. Ἔτσι
θὰ ζήσω καὶ θὰ φυλάξω ἐγὼ
τοὺς λόγους σου. |
17
Ἀντάμειψον τὸν ζῆλον τοῦτον τοῦ
δούλου σου· δός μου ζωὴν καὶ προστάτευσέ
με κατὰ τῶν ἐπαπειλούντων με κινδύνων,
καὶ πλήρης εὐγνωμοσύνης θὰ φυλάξω καὶ
ἐγὼ τοὺς λόγους σου. |
18
Ἀποκάλυψαν τοὺς ὀφθαλμούς μου,
καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ
τοῦ νόμου σου. |
18
Ἀπομάκρυνε κάθε ἐπισκίασμα καὶ
κάμε καθαροὺς καὶ φωτεινοὺς τοὺς
ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μου, καὶ
τότε ἐγὼ θὰ κατανοήσω βαθύτερον
τὸ θαυμάσιον περιεχόμενον τοῦ Νόμου
σου. |
18
Ἀπομάκρυνε κάθε κάλυμμα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς
τῆς ψυχῆς μου, καὶ δός μοι φωτισμὸν
διανοίας ἵνα κατανοήσω δι' αὐτοῦ τὸ
θαυμαστὸν βάθος τῆς σοφίας καὶ χρησιμότητος
τοῦ νόμου σου. |
19
Πάροικος ἐγώ εἰμι ἐν τῇ
γῇ· μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ'
ἐμοῦ τὰς ἐντολάς σου.
|
19
Προσωρινὸς καὶ παρεπίδημος εἶμαι ἐγὼ
εἰς τὴν γῆν αὐτήν. Μὴ
ἀποκρύψῃς, λοιπόν, ἀπὸ
ἐμὲ τὰς ἐντολάς σου.
|
19
Προσωρινὸς εἶμαι εἰς τὴν γῆν,
διὰ τῆς τηρήσεως δὲ τῶν ἐντολῶν
σου θὰ ὁδηγηθῶ ἀσφαλῶς εἰς
τὴν πραγματικὴν καὶ αἰωνίαν πατρίδα.
Μὴ ἀποκρύψῃς λοιπὸν ἀπ’ ἐμοῦ
τὰς ἐντολάς σου, ἀλλὰ φώτισέ με να
ἐμβαθύνω εἰς αὐτάς. |
20
Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι
τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ.
|
20
Ἀπὸ φλογερὸν πόθον πλημμυρίζει
ἡ ψυχή μου, εἰς τὸ νὰ ἐπιθυμῇ
νὰ γνωρίζῃ, νὰ ἐφαρμόζῃ
καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὴν
μελέτην τῶν ἐντολῶν σου εἰς
ὅλας τὰς περιστάσεις τῆς ζωῆς
της. |
20
Σφοδρὸν πόθον ἔχει ἡ ψυχή μου διὰ
νὰ ἐπιθυμῇ καὶ διὰ νὰ
ἀπολαμβάνῃ πάντοτε καὶ εἰς πάντα καιρὸν
τὴν μελέτην καὶ τήρησιν τῶν ἐντολῶν
σου, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων
θὰ μᾶς κρίνῃς. |
21
Ἐπετίμησας ὑπερηφάνοις· ἐπικατάρατοι
οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν
ἐντολῶν σου. |
21
Ἐπέπληξες τοὺς ἀλαζόνας καὶ
ὑπερηφάνους, ποὺ δὲν καταδέχονται
νὰ γνωρίσουν καὶ ἐφαρμόσουν
τὸν Νόμον σου. Κατηραμένοι εἶναι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι παρεκκλίνουν ἀπὸ
τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν σου.
|
21
Ἐπέπληξας καὶ κατέκρινας τοὺς ὑπερηφάνους,
οἵτινες καταφρονοῦν καὶ δὲν ὑπακούουν
εἰς τὰ προστάγματά σου· ἐπικατάρατοι
εἶναι ἀπὸ σὲ ὅσοι παρεκκλίνουν
ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου.
|
22
Περίελε ἀπ' ἐμοῦ ὄνειδος καὶ
ἐξουδένωσιν, ὅτι τὰ μαρτύριά
σου ἐξεζήτησα. |
22
Ἀφαίρεσε καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ
ἐμὲ ὀνειδισμοὺς καὶ ἐξευτελισμοὺς
ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν μου, διότι
ἐγώ μὲ πόθον πολὺν ἀνεζήτησα
καὶ ἠθέλησα νὰ γνωρίσω τὰς
ἐντολάς σου. |
22
Σήκωσε τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τὰς
ἐξουδενώσεις, μὲ τὰς ὁποίας
ζητοῦν νὰ μὲ ἐξευτελίσουν οἱ
ὑπερήφανοι. Εὐπροσώπησόν με, διότι μὲ
πόθον πολὺν ἐζήτησα τὴν ἐφαρμογὴν
καὶ πιστὴν τήρησιν τῶν ἐν τῷ
νόμῳ μαρτυρίων σου. |
23
Καὶ γὰρ ἐκάθισαν ἄρχοντες καὶ
κατ' ἐμοῦ κατελάλουν, ὁ δὲ δοῦλός
σου ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασί
σου. |
23
Διότι πονηροὶ ἄρχοντες ἐκάθησαν
εἰς συνέδριον καὶ εἰς σύσκεψιν,
καὶ κατεφέρθησαν ἐναντίον μου. Ἐγὼ
ὅμως ὁ δοῦλος σου μὲ ἐνδιαφέρον
καὶ εὐλάβειαν ἐμελετοῦσα συνεχῶς
τὰ προστάγματά σου. |
23
Σοῦ ἀπευθύνῳ τὴν παράκλησιν αὐτήν,
διότι ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες τῆς γῆς
ἐκάθισαν εἰς συνέδριον κατ’ ἐμοῦ καὶ
ὡμίλουν ἐναντίον μου περιϋβρίζοντες καὶ
ζητοῦντες τὴν ἐξουδένωσίν μου. Ἐγὼ
ὅμως ὁ ἀφωσιωμένος δοῦλος σου
τὸν νοῦν μου ὁλόκληρον εἶχον προσηλωμένον
εἰς τὰ προστάγματά σου, τῶν ὁποίων
τὴν τήρησιν δικαιοῦσαι νὰ ἀξιοῖς
παρ’ ἡμῶν. |
24
Καὶ γὰρ τὰ μαρτύριά σου μελέτη
μού ἐστι, καὶ αἱ συμβουλίαι
μου τὰ δικαιώματά σου.
|
24
Πράγματι, εὐλαβὴς πάντοτε μελέτη
μου ἔχουν γίνει αἱ μαρτυρίαι, τὰς
ὁποίας ἡ Γραφὴ μᾶς δίδει
διὰ σέ, τὰ δὲ προστάγματά
σου εἶναι οἱ πολύτιμοι σύμβουλοί
μου. |
24
Εἶναι γεγονὸς ὅτι αἱ μαρτυρίαι, ποὺ
μᾶς δίδεις εἰς τὰς Γραφάς, εἶναι διαρκὴς
μελέτη μου, καὶ τὰ δικαιώματά σου εἶναι
πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποίαν νουθετοῦμαι
καὶ λαμβάνω συμβουλάς. |
-25
Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή
μου· ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον
σου. |
-25
Ἀπὸ τὸ βάρος τῆς θλίψεως
καὶ τοῦ πόνου μου ἔπεσα λιπόθυμος
καὶ ἀναίσθητος· ἐκόλλησα
εἰς τὸ ἔδαφος. Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ
νὰ μὲ βοηθήσῃ. Σὺ ὅμως,
Κύριε, σύμφωνα μὲ τὰς ὑποσχέσεις
σου δῶσε μου ζωήν. |
25
Ἡ ζωή μου κατέπεσεν ἀπὸ τὴν πολλὴν
θλῖψιν εἰς τὸ χῶμα καὶ δι’ ἀνθρωπίνης
δυνάμεως εἶναι ἀδύνατον ν’ ἀποσπασθῇ
ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τάφου. Ζωογόνησέ
με σύμφωνα μὲ τὰς ἐπαγγελίας ποὺ περιέχονται
εἰς τὸν λόγον σου. |
26
Τὰς ὁδούς μου ἐξήγγειλα καὶ
ἑπήκουσάς μου· δίδαξόν
με τὰ δικαιώματά σου.
|
26
Ἐξωμολογήθην πρὸς σὲ ὅλας ἐν
γένει τὰς πράξεις μου καὶ τὴν
πορείαν τῆς ζωῆς μου. Σὺ δὲ
μὲ ἤκουσες. Δίδαξε εἰς ἐμὲ
τὰς ἐντολάς σου, διὰ νὰ τὰς
γνωρίσω καὶ συμμορφωθῶ πρὸς αὐτάς.
|
26
Τὴν συμπεριφοράν μου καὶ ὅλας ἐν γένει
τὰς πράξεις μου καὶ τὰς ἀνάγκας μου
σοῦ τὰς ἐξωμολογήθην, καὶ σὺ
ηὐδόκησας νὰ μὲ ἀκούσῃς·
δίδαξόν με διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου τὰ
δικαιώματά σου, ὥστε τελείως νὰ συμμορφωθῶ
πρὸς αὐτά, ἀπαλλασσόμενος καὶ παντὸς
ἐξ ἀγνοίας παραπτώματός μου.
|
27
Ὁδὸν δικαιωμάτων σου συνέτισόν
με, καὶ ἀδολεσχήσω ἐν τοῖς θαυμασίοις
σου. |
27
Συνέτισέ με, σύμφωνα μὲ τὴν
σοφίαν τῶν διδαγμάτων σου, καὶ ἐγὼ
θὰ ἐντρυφῶ μελετῶν τὰ θαυμάσια
ἔργα σου. |
27
Συνέτισέ με ὥστε νὰ βαδίζω πάντοτε τὴν ὁδὸν
τῶν ἐντολῶν, τὰς ὁποίας δικαιωματικῶς
ζητεῖς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ τηρῶμεν.
Καὶ τότε ἔχων τὴν σύνεσιν ταύτην θὰ
καταγίνωμαι εἰς τὴν μελέτην τῶν θαυμασίων
σου, μὴ παρασυρόμενος ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴν
ματαιότητα. |
28
Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ
ἀκηδίας· βεβαίωσόν με ἐν
τοῖς λόγοις σου. |
28
Ἀπὸ νυσταγμὸν καὶ ἀτονίαν
κατελήφθη ἡ ψυχή μου λόγῳ τῆς
ἀθυμίας, ποὺ δημιουργεῖ ἡ θλῖψις.
Ἐνίσχυσέ με μὲ τὰ λόγια
σου καὶ ἁπάλλαξέ με ἀπὸ
αὐτὴν τὴν κατάστασιν.
|
28
Ἐχαλαρώθη καὶ κατελήφθη ἀπὸ
νυσταγμὸν ἡ ψυχή μου λόγῳ τῆς χαυνώσεως,
τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ θλῖψις
καὶ μικροψυχία. Ἐνθάρρυνέ με σὺ καὶ
στήριξέ με διὰ τῶν λόγων σου, ἐνισχύων
τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχῆς μου.
|
29
Ὁδὸν ἀδικίας ἀπόστησον
ἀπ' ἐμοῦ καὶ τῷ
νόμῳ σου ἐλέησόν με.
|
29
Κάθε δρόμον ἀδικίας, συμπεριφορὰν
ἁμαρτωλὴν καὶ παράνομον, ἀπομάκρυνέ
την ἀπὸ ἐμέ. Μὲ τὴν γνῶσιν
δὲ καὶ τὸ φῶς τοῦ Νόμου
σου ἐλέησέ με καὶ ἐνίσχυσέ
με. |
29
Ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ πᾶσαν
συμπεριφορὰν ἄδικον· ἀπομάκρυνέ με
ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἁμαρτίας
καὶ ἐλέησέ με φωτίζων με ἵνα κατανοῶ
τὸν νόμον σου, καὶ ἐνισχύων με ἵνα
συμμορφοῦμαι πρὸς αὐτόν.
|
30
Ὁδὸν ἀληθείας ἠρετισάμην,
καὶ τὰ κρίματά σου οὐκ ἐπελαθόμην.
|
30
Ἐξέλεξα καὶ ἐπροτίμησα μὲ
ὅλην μου τὴν καρδίαν τὸν δρόμον
τῆς ἰδικῆς σου ἀληθείας. Διὰ
τοῦτο καὶ τὰς ἐντολάς σου, ποὺ
εἶναι ἡ ἀλήθεια, δὲν τὰς
ἐλησμόνησα. |
30
Ἐπόθησα καὶ ἐπροτίμησα τὸν δρόμον
τῆς ἀρετῆς, τὸν ὁποῖον
μᾶς δεικνύει ἡ ἀλήθεια τοῦ νόμου
σου, καὶ δὲν μοῦ ἔφυγαν ποτὲ
ἀπὸ τὴν μνήμην αἱ τῆς πανσόφου
σοῦ κρίσεως ἐντολαί, ἐπὶ τῇ
βάσει τῶν ὁποίων θὰ μᾶς κρίνῃς.
|
31
Ἐκολλήθην τοῖς μαρτυρίοις σου, Κύριε·
μή με καταισχύνῃς. |
31
Προσεκολλήθην, Κύριε, μὲ τὴν καρδιάν
μου εἰς τὰς ἐντολάς σου, αἱ
ὁποῖαι μαρτυροῦν τὸ μεγαλεῖον
σου ἀλλὰ καὶ τὸν δρόμον τῆς
πορείας μας. Μὴ μὲ ἀφήσῃς
καὶ κατεντροπιασθῶ ἐνώπιον τῶν
ἀνθρώπων. |
31
Προσεκολλήθην, Κύριε, μὲ πόθον καὶ θεῖον
ἔρωτα εἰς τὰς μαρτυρίας, τὰς ὁποίας
μᾶς παρέχεις διὰ τοῦ νόμου σου καὶ
τῶν ἐπαγγελιῶν σου· μὴ μὲ
ἀφήσῃς ἀβοήθητον, διὰ νὰ
μὴ παραβαίνω αὐτὰς καὶ ἐντροπιάζωμαι.
|
32
Ὁδὸν ἐντολῶν σου ἔδραμον, ὅταν
ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου.
|
32
Ὅταν ἀπήλλαξες τὴν καρδίαν μου
ἀπὸ τὴν στενοχωρίαν τῆς θλίψεως
καὶ ἔδωσες εἰς αὐτὴν ἄνεσιν
καὶ χαράν, τότε ἔτρεξα ἀκούραστος
καὶ χαρούμενος τὸν δρόμον τῶν
ἐντολῶν σου. |
32
Ὅταν εἰς τὴν στενοχωρημένην μου καρδίαν
ἔδωκες τὴν εὐρυχωρίαν τῆς παρηγορίας
καὶ ἐνισχύσεώς σου, τότε ἀκούραστος
ἔτρεξα εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν
σου. |
-33
Νομοθέτησόν με, Κύριε, τὴν ὁδὸν
τῶν δικαιωμάτων σου, καὶ ἐκζητήσω
αὐτὴν διαπαντός. |
-33
Φανέρωσέ μου, Κύριε, τὸν δρόμον
τῶν ἐντολῶν σου καὶ θὰ ζητῶ
μὲ πόθον νὰ βαδίζω πάντοτε αὐτόν.
|
33
Φανέρωσέ μου, Κύριε, διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου,
τὴν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν σου
καὶ θὰ ζητήσω μὲ ἀπόφασιν στερεὰν
νὰ βαδίζω πάντοτε εἰς αὐτήν.
|
34
Συνέτισόν με, καὶ ἐξερευνήσω
τὸν νόμον σου καὶ φυλάξω αὐτὸν
ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου.
|
34
Δός μου σύνεσιν καὶ θὰ ἐρευνῶ,
διὰ νὰ μανθάνω λεπτομερέστερον καὶ
βαθύτερον τὸν Νόμον σου, καὶ θὰ
τὸν ἐφαρμόζω μὲ ὅλην μου τὴν
καρδίαν. |
34
Δός μου τὴν σύνεσιν τῆς χάριτός σου καὶ
θὰ ἐμβαθύνω δι’ αὐτῆς εἰς
τὸν νόμον σου πρὸς πλήρη κατανόησιν αὐτοῦ
καὶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν θὰ
τὸν φυλάξω. |
35
Ὁδήγησόν με ἐν τῇ τρίβῳ
τῶν ἐντολῶν σου, ὅτι αὐτὴν
ἠθέλησα. |
35
Ὁδήγησέ με, λοιπόν, σὺ εἰς
τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν σου,
διότι αὐτὸν ἐπόθησε ἡ
ψυχή μου καὶ ἠθέλησε.
|
35
Ὁδήγησόν με εἰς τὸν δρόμον τῶν
ἐντολῶν σου, φωτίζων με καὶ βοηθῶν
πάντοτε ἵνα βαδίζω εἰς αὐτόν, διότι τὸν
δρόμον αὐτὸν ἠγάπησα καὶ μὲ
τὴν καρδίαν μου ἠθέλησα. |
36
Κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ
μαρτύριά σου καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν.
|
36
Κάμε τὴν καρδίαν μου νὰ αἰσθάνεται
κλίσιν, πόθον καὶ ἀγάπην εἰς
τὰς ἐντολάς σου καὶ ὄχι εἰς
τὴν πλεονεξίαν καὶ τὴν ἀγάπην
τοῦ πλούτου. |
36
Ἔμπνευσον σὺ εἰς τὴν καρδίαν μου κλίσιν
καὶ ἔρωτα πρὸς τὰς μαρτυρίας, ποὺ
μᾶς παρέχεις ἐν τῷ νόμῳ σου, καὶ
ἐνίσχυσέ την νὰ μὴ κλίνῃ
πρὸς τὴν πλεονεξίαν καὶ τὴν ἀγάπην
τοῦ πλούτου, ὁ ὁποῖος πάντοτε καθιστᾷ
ἀχόρταστον αὐτήν. |
37
Ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου
τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα, ἐν
τῇ ὁδῷ σου ζῆσόν με.
|
37
Στρέψε ἀλλοῦ τὰ μάτια τῆς
ψυχῆς μου, διὰ νὰ μὴ ἴδω καὶ
ἐπιθυμήσω τὰ μάταια καὶ προσωρινὰ
καὶ ἐπιβλαβῆ τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
Βοήθησέ με νὰ πορεύωμαι καθ' ὅλην
μου τὴν ζωὴν τὸν δρόμον τῶν
ἐντολῶν σου. |
37
Στρέψε μακρὰν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς
ψυχῆς μου διὰ νὰ μὴ ἴδω καὶ
νὰ μὴ ἐπιθυμήσω τὰ μάταια καὶ
παροδικὰ ἀγαθὰ καὶ ἐπινοήματα
τῶν προσκολλημένων εἰς τὴν ὕλην ἀνθρώπων,
καὶ δός μοι νὰ ζήσω εἰς τὸν δρόμον
τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν σου.
|
38
Στῆσον τῷ δούλῳ σου τὸ λόγιόν
σου εἰς τὸν φόβον σου.
|
38
Ἀσάλευτον καὶ ἀνεπισκίαστον
ἐγκαθίδρυσε μέσα εἰς τὴν καρδίαν
τοῦ δούλου σου τὸν λόγον σου, διὰ
νὰ αὐξηθῇ ἔτσι ἡ πρὸς
σὲ εὐλάβειά μου.
|
38
Ἀπόδειξόν μοι διὰ τῶν πραγμάτων τὸ
ἀσάλευτον καὶ βέβαιον τῶν ἐν τοῖς
θείοις σου ἀποφθέγμασιν ὑποσχέσεων, καὶ
στήριξόν με εἰς τὴν πρὸς αὐτὰς
ἐμπιστοσύνην, ἵνα αὐξηθῇ ἐπὶ
μᾶλλον ὁ φόβος μου καὶ ἡ εὐλάβειά
μου πρὸς σέ. |
39
Περίελε τὸν ὀνειδισμόν μου, ὃν
ὑπώπτευσα· ὅτι τὰ κρίματά
σου χρηστά. |
39
Διῶξε μακρυὰ ἀπὸ ἐμὲ τὰς
λοιδωρίας καὶ τὰς ὕβρεις τῶν
ἐχθρῶν μου, τὰς ὁποίας διαισθάνομαι
καὶ δειλιάζω. Ζητῶ δὲ ἀπὸ
σὲ τοῦτο, διότι αἱ κρίσεις σου
εἶναι πάντοτε ὠφέλιμοι καὶ εὐεργετικαὶ
δι' ἡμᾶς. |
39 Ἀπομάκρυνε ἀπὸ
ἐμὲ τὰς ὕβρεις καὶ τοὺς
χλευασμούς, τοὺς ὁποίους μὲ βλέμμα γεμᾶτον
δειλίαν παρακολουθῶ νὰ μοῦ ἀπευθυνοῦν
οἱ ἐχθροί μου διὰ τὴν συμμόρφωσίν
μου πρὸς τὸν νόμον σου. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ
τὴν δειλίαν καὶ τὸν δισταγμὸν αὐτόν,
διότι τὰ παραγγέλματά σου, σύμφωνα μὲ τὰ
ὁποῖα θὰ μᾶς κρίνῃς, φέρουν
τιμὴν καὶ εὐτυχίαν εἰς τοὺς
τηροῦντας αὐτά.
|
40
Ἰδοὺ ἐπεθύμησα τὰς ἐντολάς
σου· ἐν τῇ, δικαιοσύνῃ σου ζῆσόν
με. |
40
Ἰδού, ἐπόθησα τὰς ἐντολάς
σου. Σύ, ποὺ εἶσαι δίκαιος, περιφρούρησε
καὶ παράτεινε τὴν ζωήν μου.
|
40
Ἰδοὺ ἐπεθύμησα καὶ ἐπόθησα τὴν
τήρησιν τῶν ἐντολῶν σου. Ὡς δίκαιος
ποὺ εἶσαι, δός μου βοήθειαν καὶ ζωὴν
καὶ μὴ μὲ ἀφίνῃς νὰ
θανατωθῶ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴν
τῶν ἐχθρῶν μου καὶ ἀπὸ
τὰς παγίδας τῆς ἁμαρτίας.
|
-41
Καὶ ἔλθοι ἐπ' ἐμὲ τὸ ἔλεός
σου, Κύριε, τὸ σωτήριόν σου κατὰ
τὸν λόγον σου. |
41
Εἴθε νὰ ἔλθῃ εἰς ἐμέ,
Κύριε, τὸ ἔλεός σου καὶ δι'
αὐτοῦ νὰ σωθῶ σύμφωνα μὲ
τὸν ἰδικόν σου λόγον καὶ τὴν
ὑπόσχεσίν σου. |
41
Καὶ εἴθε νὰ ἔλθῃ ἐπ’ ἐμοῦ
τὸ ἔλεός σου. Κύριε, καὶ δι’ αὐτοῦ
νὰ σωθῶ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
σου. |
42
Καὶ ἀποκριθήσομαι τοῖς ὀνειδίζουσί
μοι λόγον, ὅτι ἤλπισα ἐπὶ τοῖς
λόγοις σου. |
42
Καὶ τότε θὰ εἶμαι εἰς θέσιν
νὰ δίδω ἀπάντησιν εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι μὲ ἐμπαίζουν
καὶ μὲ ὑβρίζουν, διότι θὰ
ἔχω στηρίξει τὰς ἐλπίδας μου
εἰς τὴν ἀξιοπιστίαν τῶν λόγων
σου. |
42
Καὶ τότε θὰ ἔχω νὰ δώσω ἀπάντησιν
καὶ ἀπολογίαν εἰς ἐκείνους οἱ
ὁποῖοι μὲ περιγελοῦν, ἐπειδὴ
ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου εἰς
τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου.
|
43
Καὶ μὴ περιέλθῃς ἐκ τοὺς
στόματός μου λόγον ἀληθείας
ἕως σφόδρα, ὅτι ἐπὶ τοῖς
κρίμασί σου ἐπήλπισα.
|
43
Ποτὲ μὴ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ
τὸ στόμα μου, Κύριε, τὸν λόγον
τῆς ἀληθείας σου καὶ τὸ θάρρος
νὰ ὁμολογῶ αὐτήν. Διότι
ἐγὼ εἰς τὰς ἰδικάς σου
δικαίας κρίσεις καὶ ἀποφάσεις
ἔχω ἐλπίσει. |
43
Καὶ μὴ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ
τὸ στόμα μου, ἀλλὰ χάρισε εἰς αὐτὸ
ἰσχυροτάτην καὶ ἀνδρικωτάτη ὁμολογίαν
τῆς ἀληθείας τοῦ νόμου σου καὶ τῶν
κριμάτων σου, διότι εἰς αὐτὰ ἐστήριξα
ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα μου.
|
44
Καὶ φυλάξω τὸν νόμον σου διαπαντός,
εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς
τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
|
44
Ἔτσι ἀπὸ σὲ βοηθούμενος θὰ
τηρήσω καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς
ζωῆς μου τὸν Νόμον σου, εἰς τὸν
αἰῶνα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων. |
44
Καὶ οὕτω βοηθούμενος καὶ ἐμπνεόμενος
ἀπὸ σὲ θὰ φυλάξω τὸν νόμον σου
διαπαντός, καθ’ ὅλους τοὺς ἀτελευτήτους
αἰῶνας. |
45
Καὶ ἐπορευόμην ἐν πλατυσμῷ,
ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα.
|
45
Ἐβάδιζα τὴν πορείαν τῆς ζωῆς
μου μὲ ἄνεσιν καὶ ἠρεμίαν, διότι
ἐζήτησα μὲ πόθον νὰ ἐφαρμόζω
τὰς ἐντολάς σου. |
45
Καὶ δὲν ἐδοκίμασα καμμίαν στενοχώριαν, ἀλλ’
ἐβάδιζον καὶ διηρχόμην τὰς ἡμέρας
μου μὲ εὐρυχωρίαν ἀνακουφίσεως καὶ
εἰρήνης, διότι ἐζήτησα μὲ πόθον τὴν
ἐφαρμογὴν τῶν ἐντολῶν σου.
|
46
Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις
σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ
ᾐσχυνόμην. |
46
Ὡμιλοῦσα περὶ τῶν ἐντολῶν
σου ἐνώπιον τῶν βασιλέων καὶ
δὲν ᾐσθανόμην καμμίαν ἐντροπήν,
κανένα δισταγμόν. |
46
Καὶ ὡμίλουν περὶ τῶν ἐν τῷ
νόμῳ μαρτυριῶν σου καὶ ἐντολῶν
σου ἔμπροσθεν βασιλέων καὶ δὲν ἐνετρεπόμην,
ἀλλὰ μετὰ πάσης παρρησίας ἐλάλουν
πρὸς αὐτούς. |
47
Καὶ ἐμελέτων ἐν ταῖς ἐντολαῖς
σου, ἃς ἠγάπησα σφόδρα.
|
47
Ἐπέμενα εἰς τὴν μελέτην τῶν
ἐντολῶν σου, τὰς ὁποίας πάρα
πολὺ ἠγάπησα. |
47
Καὶ ἐνετρύφων ἐν τῇ μελέτῃ
τῶν ἐντολῶν σου, τὰς ὁποίας
ἠγάπησα διαπύρως. |
48
Καὶ ᾖρα τὰς χεῖράς μου πρὸς
τὰς ἐντολάς σου ἃς ἠγάπησα,
καὶ ἠδολέσχουν ἐν τοῖς δικαιώμασί
σου. |
48
Μὲ πολλὴν εὐλάβειαν καὶ ἱερὸν
πόθον ἐσήκωσα τὰ χέρια μου πρὸς
τὰ βιβλία, ποὺ περιέχουν τὰς
ἐντολάς σου, τὰς ὁποίας ἠγάπησα
καὶ εἰς τὴν μελέτην τῶν δικαιωμάτων
σου ἐγὼ ἐντρυφοῦσα.
|
48
Καὶ ἐσήκωσα τὰς χεῖράς μου μετ’
εὐλαβείας καὶ πολλοῦ πόθου πρὸς τὰς
ἐντολάς σου, διὰ τὰς ὁποίας μὲ
κατέλαβε ἔρως καὶ ἀγάπη σφοδρά, καὶ
ἐπὶ ὤρας ὁλοκλήρους ἀπερροφώμην
μελετῶν καὶ σκεπτόμενος τὰ δικαιώματά σου.
|
-49
Μνήσθητι τῶν λόγων σου τῷ δούλῳ
σου, ὧν ἐπίλπισάς με.
|
-49
Ἐνθυμήσου τὰς ὑποσχέσεις σου
πρὸς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, εἰς
τὰς ὁποίας ἐγὼ ἔχω στηρίξει
τὰς ἐλπίδας μου. |
49
Ἐνθυμήσου τὰς ὑποσχέσεις ποὺ
ἔδωκες εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον
σου περὶ τῆς διασώσεώς μου, ἐπὶ τῶν
ὁποίων ἐστήριξα τὰς σαλευομένας ἄλλοτε
ἐλπίδας μου καὶ ἀνεπτέρωσας αὐτάς.
|
50
Αὕτη με παρεκάλεσεν ἐν τῇ ταπεινώσει
μου, ὅτι τὸ λόγιόν σου ἔζησέ
με. |
50
Ἡ ὑπόσχεσίς σου αὐτὴ μὲ
παρηγόρησεν εἰς τὰς περιπετείας καὶ
θλίψεις τῆς ζωῆς μου, διότι αὐτὸς
ὁ λόγος σου ἐχάρισε καὶ περιεφρούρησε
τὴν ζωήν μου. |
50
Αὕτη ὑπῆρξε παρηγορία καὶ στηριγμὸς
εἰς τὴν ἐκ τῶν συμφορῶν καὶ
κινδύνων ταπείνωσή μου, ἡ ἐκ τῆς πείρας
μου πληροφορία, ὅτι τὴν ζωήν μου καὶ κατὰ
τὸ παρελθὸν ἐχρεώστουν εἰς τὸν
ἅγιον σου λόγον. |
51
Ὑπερήφανοι παρηνόμουν ἕως σφόδρα,
ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου οὐκ
ἐξέκλινα. |
51
Ἀλαζονικοὶ καὶ ἀδιάντροποι ἄνθρωποι
ἀσυστόλως καταπατοῦσαν τὸν Νόμον
σου. Ἐγὼ ὅμως δὲν παρεξέκλινα
ἀπὸ αὐτόν. |
51
Ἄνθρωποι, μὴ λογαριάζοντες ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ
καὶ ἀλαζονείᾳ των κανένα, διέπραττον συνεχῶς
καὶ ἀφόβως παρανομίας, ἐγὼ ὅμως
οὐδὲ κατὰ κεραίαν δὲν παρεξέκλινα
ἀπὸ τὸν νόμον σου. |
52
Ἐμνήσθην τῶν κριμάτων σου ἀπ'
αἰῶνος, Κύριε, καὶ παρεκλήθην.
|
52
Ἐνεθυμήθην πάντοτε τὰς αἰωνίας
καὶ δικαίας κρίσεις καὶ ἐντολάς
σου, Κύριε, καὶ εἰς αὐτὰς εὑρῆκα
παρηγορίαν. |
52
Ἐνεθυμήθην τὰ αἰώνια τοῦ νόμου σου
κρίματα, Κύριε, τὰ ἀπ’ αἰώνων δοθέντα εἰς
τοὺς προγόνους μας καὶ διὰ μέσου τῶν
αἰώνων μυριάκις ἐπιβεβαιωθέντα δι’ ἀμοιβῶν
τῶν δικαίων καὶ τιμωρίας τῶν ἁμαρτωλῶν,
καὶ παρηγορήθην εἰς τὰς δοκιμασίας μου.
|
53
Ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν
τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον
σου |
53
Ἀποκαρδίωσις καὶ μελαγχολία μὲ
κατελάμβανεν, ὅταν ἔβλεπα τοὺς ἁμαρτωλούς,
αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλιπον
τὸν Νόμον σου. |
53
Ἀθυμία πολλὴ μὲ κατέλαβεν, ὅταν ἔβλεπα
τοὺς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειπον
καὶ ἠθέτουν τὸν νόμον σου, διὰ
νὰ ἀκολουθήσουν τὰς ἁμαρτωλάς
των κλίσεις. |
54
Ψαλτὰ ἦσάν μοι τὰ δικαιώματά
σου ἐν τόπῳ παροικίας μου.
|
54
Εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἐξόριστος
κατοικοῦσα, ἔψαλλα τὰ προστάγματά
σου, Κύριε, καὶ τίποτε ἄλλο.
|
54
Δὲν ἔψαλλον ἄλλο τι εἰς τὸν
τόπον τῆς ξενιτείας καὶ ἐξορίας μου παρὰ
τὰ προστάγματα, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν
παρ' ἠμῶν δικαίως ἀξιοῖς. Αὐτὰ
ἦσαν τὰ μόνα ᾄσματα ποὺ ἔψαλλον
πρὸς διασκέδασιν τῶν θλίψεών μου.
|
55
Ἐμνήσθην ἐν νυκτὶ τοῦ ὀνόματός
σου, Κύριε, καὶ ἐφύλαξα τὸν
νόμον σου. |
55
Ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν νύκτα
ἐνεθυμούμην, Κύριε, τὸ πάντιμον
Ὄνομά σου, καὶ αὐτὴ ἡ
ἀνάμνησις μὲ ἐνίσχυσε καὶ
ἐφύλαξα τὸν Νόμον σου.
|
55
Ἐνεθυμήθην κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς
νυκτὸς τὸ ὄνομά σου, Κύριε, καὶ ἡ
ἐνθύμησις αὐτὴ μὲ προητοίμασε
καὶ μὲ διέθεσεν, ὥστε ἐφύλαξα τὸν
νόμον σου· |
56
Αὕτη ἐγενήθη μοι, ὅτι τὰ δικαιώματά
σου ἐξεζήτησα. |
56
Πόθος, ποὺ ἐγεννήθη μέσα μου
καὶ συνεχὴς προσπάθειά μου, ἦτο
αὐτή, νὰ ἐπιζητῶ καὶ νὰ
προσπαθῶ νὰ ἐφαρμόζω τὰ δικαιώματά
σου. |
56
ἄλλοι ἐσχεδίαζαν ἀλλα κατὰ τὴν
νύκτα καὶ εἰς ἄλλας προέβησαν ἀποφάσεις
καὶ ἐνεργείας. Ἀλλ’ ὁ ἰδικός
μου πόθος καὶ ἡ ἰδική μου προσπάθεια καὶ
ἐνέργεια ὑπῆρξεν αὕτη, τὸ
νὰ ζητῶ ἐξ ὅλης καρδίας ὅπως
μάθω καὶ φυλάξω τὰ δικαιώματά σου.
|
-57
Μερίς μου εἶ, Κύριε, εἶπα τοῦ
φυλάξασθαι τὸν νόμον σου.
|
-57
Σὺ εἶσαι, Κύριε, ἡ κληρονομικὴ
μερίς μου· διὰ τοῦτο ἐγὼ
ἀπεφάσισα καὶ εἶπα νὰ φυλάττω
πάντοτε τὸν Νόμον σου.
|
57
Μερίδιον κληρονομίας μου καὶ ἀτίμητος πλοῦτος
μου εἶσαι, Κύριε. Διὰ τοῦτο, ἵνα μὴ
χωρισθῶ ἀπὸ σοῦ, ἔλαβον τὴν
ἀπόφασιν καὶ ὑπεσχέθην νὰ φυλάξω
τὸν νόμον σου. |
58
Ἐδεήθην τοῦ προσώπου σου ἐν
ὅλῃ καρδίᾳ μου· ἐλεησόν
με κατὰ τὸ λόγιόν σου.
|
58
Παρεκάλεσα μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν
τὸ ἅγιον πρόσωπόν σου. Ἐλέησέ
με σύμφωνα μὲ τὰς ὑποσχέσεις,
ποὺ μᾶς ἔχεις δώσει.
|
58
Παρεκάλεσα ἐκ βάθους καρδίας τὸ πρόσωπόν σου·
ἐλέησόν με σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
σου. |
59
Διελογισάμην τὰς ὁδούς σου καὶ
ἐπέστρεψα τοὺς πόδας μου εἰς
τὰ μαρτύριά σου.
|
59
Μὲ τὸν νοῦν μου ἐσκεπτόμην πάντοτε
τοὺς δρόμους, τοὺς ὁποίους ἐχάραξε
τὸ ἅγιον θέλημά σου, καὶ χάρις
εἰς τοὺς εὐλαβεῖς αὐτοὺς
διαλογισμοὺς ἐπανέφερα τοὺς πόδας
μου εἰς τὸ θέλημά σου καὶ συνεμόρφωσα
τὴν ζωήν μου πρὸς αὐτό.
|
59
Τὸν νοῦν μου προσήλωσα εἰς τὸ νὰ
γνωρίσω καὶ διακρίνω καλύτερα τοὺς δρόμους τῆς
ἀρετῆς, τοὺς ὁποίους ὁ νόμος
σου καθορίζει. Τί ζητεῖς καὶ τί θέλεις
νὰ πράττω, αὐτὸ ἦτο ὁ διαρκὴς
λογισμός μου. Καὶ συνέπεια τούτου ὑπῆρξεν,
ὅτι ἐπανέφερα τοὺς πόδας μου εἰς τὰ
μαρτύριά σου καὶ συνεμόρφωσα κατὰ πάντα τὴν
ζωήν μου πρὸς αὐτά. |
60
Ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην
τοῦ φυλάξασθαι τὰς ἐντολάς σου.
|
60
Προετοιμάσθηκα καταλλήλως ἐν ὄψει
ἐνδεχομένων πειρασμῶν καὶ δὲν
ἐκλονίσθην εἰς τὴν ἀπόφασίν
μου νὰ τηρήσω τὰς ἐντολάς σου.
|
60
Προητοιμάσθην διὰ καταλλήλων σκέψεων καὶ ἀποφάσεων
καὶ δὲν ἠσθάνθην κλονισμὸν καὶ
ἀμφιταλάντευσιν τινα διὰ νὰ φυλάξω τὰς
ἐντολάς σου. |
61
Σχοινία ἁμαρτωλῶν περιεπλάκησάν
μοι, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην |
61
Αἱ παγίδες καὶ αἱ ἐπιβουλαὶ
τῶν ἁμαρτωλῶν, ὡς ἄλλα σχοίνινα
δίκτυα, περιεπλέχθησαν ἐπάνω μου.
Ἀλλὰ ἐγὼ οὔτε τότε δὲν
ἐλησμόνησα τὸν Νόμον σου.
|
61
Αἱ ἐπιβουλαὶ καὶ συκοφαντίαι τῶν
ἁμαρτωλῶν ὡς ἄλλα σχοινία παγιδευτικῶν
δικτύων περιεπλέχθησαν εἰς ἐμέ, ἀλλὰ
δὲν ἐλησμόνησα οὐδὲ κατὰ
τὰς ὥρας αὐτὰς τῶν κατ’ ἐμοῦ
ἐπιβουλῶν τὰς ὑποχρεώσεις ποὺ
μοῦ ἐπιβάλλει ὁ νόμος σου.
|
62
Μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί
σοι ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης
σου. |
62
Κατὰ τὸ μεσονύκτιον ἐξυπνοῦσα,
ἐσηκωνόμην ἀπὸ τὴν κλίνην
μου, διὰ νὰ σὲ ἀνυμνολογήσω
καὶ σὲ δοξάσω διὰ τὰς δικαίας
κρίσεις σου καὶ ἐνεργείας σου.
|
62
Πλήρης δὲ εὐγνωμοσύνης ἐσηκωνόμην
τὸ μεσονύκτιον ἀπὸ τὴν κλίνην μου
διὰ νὰ σὲ δοξολογήσω καὶ σὲ
ἀνυμνήσω διὰ τὰ ἐν τῷ νόμῳ
σου δίκαια παραγγέλματα, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν
ὁποίων ἐσώθην ἐκ τῶν παγίδων.
|
63
Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν
φοβουμένων σε καὶ τῶν φυλασσόντων
τὰς ἐντολάς σου.
|
63
Εἶμαι καὶ ἐγὼ ἔνας ἀπὸ
ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
σὲ εὐλαβοῦνται, Κύριε, καὶ προσπαθοῦν
νὰ φυλάττουν τὰς ἐντολάς σου.
|
63
Οὐδεμίαν σχέσιν καὶ συμμετοχὴν ἔχω
μετὰ τῶν παρανόμων· φιλίας καλλιεργῶ
καὶ συνάπτω σχέσεις μὲ ὅλους ὅσοι
σὲ φοβοῦνται καὶ φυλάσσουν τὰς ἐντολάς
σου. |
64
Τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, πλήρης
ἡ γῆ· τὰ δικαιώματά σου
δίδαξόν με. |
64
Ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας
καὶ ἀγαθότητός σου εἶναι γεμάτη
ἡ γῆ. Δίδαξέ με περισσότερον
καὶ ἀναλυτικώτερον, διὰ νὰ γνωρίσω
βαθύτερον τὰ δικαιώματά σου.
|
64
Ἀπὸ τὸ ἔλεός σου, Κύριε, εἶναι
γεμάτη ὅλη ἡ γῆ, διότι σὺ εὐσπλαγχνίζεσαι
καὶ εὐεργετεῖς ὅλα τὰ πλάσματά
σου· ἐλλεησον λοιπὸν καὶ ἐμὲ
καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου, ὥστε καὶ
διὰ τῆς πλήρους τούτων ἐφαρμογῆς νὰ
τὰ μάθω καὶ νὰ καταστήσω ταῦτα κτῆμα
μου. |
-65
Χρηστότητα ἐποίησας μετὰ τοῦ
δούλου σου, Κύριε, κατὰ τὸν λόγον
σου. |
-65
Ἀγαθότητα καὶ εὐεργεσίας ἔδειξες
καὶ ἔπραξες πρὸς τὸν δοῦλον
σου, Κύριε, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
σου. |
65
Ἐδείχθης ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικός,
Κύριε, πρὸς τὸν δοῦλον σου, συμφώνως πρὸς
τὰς ἐν ταῖς Γραφαῖς ὑποσχέσεις
σου. |
66
Χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν
δίδαξόν με, ὅτι ταῖς ἐντολαῖς
σου ἐπίστευσα. |
66
Δίδαξέ με καλωσύνην καὶ εὐεργετικότητα,
ἀληθινὴν παιδείαν καὶ γνῶσιν,
διότι ἐγὼ ἀκλονήτως ἐπίστευσα
εἰς τὰς ἐντολάς σου. |
66
Τὴν καλωσύνην καὶ εὐεργετικότητα καὶ
τὴν διὰ τῆς παιδαγωγίας σου σοφίαν καὶ
σύνεσιν καὶ τελείαν τοῦ νόμου σου γνῶσιν
δίδαξόν με, διότι ἐπίστευσα εἰς τὰς ἐντολάς
σου καὶ ἐπόθησα ἀκριβὴς τηρητλής
των νὰ ἀναδειχθῶ. |
67
Πρὸ τοῦ μὴ ταπεινωθῆναι ἐγὼ
ἐπλημμέλησα, διὰ τοῦτο τὸ λόγιόν
σου εφύλαξα. |
67
Πρὶν διὰ τῆς πατρικῆς σου διαπαιδαγωγήσεως
ἐγὼ ταπεινωθῶ, εἶχα ἁμαρτήσει
ἐνώπιόν σου. Διὰ τοῦτο τώρα
ἐσυνετίσθην καὶ ἐφύλαξα τοὺς
λόγους σου. |
67
Προτοῦ νὰ ταπεινωθῶ διὰ τῆς
δοκιμασίας καὶ θλίψεως, ἐγὼ ἡμάρτησα.
Ἀλλὰ διότι ἐπαιδαγωγήθην καὶ
ἐταπεινώθην ὑπὸ τῆς θλίψεως,
δι’ αὐτὸ ἐφύλαξα τὰς ἐντολάς
σου. |
68
Χρηστὸς εἶ σύ, Κύριε, καὶ ἐν
τῇ χρηστότητί σου δίδαξόν με
τὰ δικαιώματά σου.
|
68
Πανάγαθος, Κύριε, καὶ εὐεργετικὸς
εἶσαι σύ. Καὶ σύμφωνα μὲ τὴν
καλωσύνην σου καὶ μακροθυμίαν αὐτὴν
δίδαξέ με τὰς ἐντολάς σου.
|
68
Γεμᾶτος ἀγαθότητα καὶ καλωσύνην εἶσαι
σύ, Κύριε· καὶ ἐν τῇ καλωσύνῃ
σου αὐτῇ παραβλέπων τὰ ὅσα ἔπταισα
ἐνώπιόν σου δίδαξόν με τὰς ἐντολάς σου φωτίζων
με καὶ ἐνισχύων με, ὥστε ὄχι
μόνον νὰ τὰς ἐννοῶ, ἀλλὰ
καὶ νὰ τὰς φυλάττω πλήρως.
|
69
Ἐπληθύνθη ἐπ' ἐμὲ ἀδικία
ὑπερηφάνων, ἐγὼ δὲ ἐν
ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξερευνήσω
τὰς ἐντολάς σου. |
69
Πολλὰς καὶ μεγάλας ἀδικίας ἔχουν
διαπράξει ἐναντίον μου ἀλαζονικοὶ
καὶ ἐγωπαθεῖς ἄνθρωποι. Ἐγὼ
ὅμως παρ' ὅλα αὐτὰ θὰ ἐρευνῶ,
θὰ μελετῶ καὶ θὰ μανθάνω πάντοτε
τὰς ἐντολάς σου. |
69
Πλῆθος πολὺ ἀδικημάτων διέπραξαν κατ' ἐμοῦ
οἱ ὑπερήφανοι, οἱ περιφρονοῦντες τὸν
νόμον σου καὶ τὴν δικαιοσύνην σου· ἐγὼ
ὅμως δὲν ἐσκέφθην νὰ τοὺς ἀνταποδώσω
κακά, ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν καρδίαν
μου ἐξήτασα καὶ ἐμελέτησα τὰς ἐντολάς
σου, διὰ νὰ φυλάξω αὐτάς.
|
70
Ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία
αὐτῶν, ἐγὼ δὲ τὸν νόμον
σου ἐμελέτησα. |
70
Ὅπως σκληρύνεται τὸ γάλα, ὅταν
γίνεται τυρί, ἔτσι ἐσκληρύνθη
καὶ ἐπωρώθη ἡ καρδία τῶν
ἀλαζονικῶν καὶ ἐγωπαθῶν. Ἐγὼ
ὅμως ἐμελετοῦσα καὶ θὰ μελετῶ
τὸν Νόμον σου. |
70
Ὅπως τὸ γάλα, ὅταν πήγνυται εἰς τυρόν,
σκληρύνεται, οὕτως ἐπωρώθη καὶ ἡ καρδία
των, ἐγὼ ὅμως ἐμελέτησα τὸν
νόμον σου, διὰ νὰ ἔχω αὐτὸν
παντοτεινὸν ὁδηγόν μου. |
71
Ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς
με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά
σου. |
71
Εὐεργετικὸν καὶ σωτήριον ὑπῆρξε
δι' ἐμὲ τὸ γεγονός, ὅτι διὰ
τῆς πατρικῆς σου παιδαγωγίας καὶ τῶν
θλίψεων μὲ ἐταπείνωσες, διὰ
νὰ μάθω ἔτσι καλύτερα τὰς ἐντολάς
σου. |
71
Εὐεργετικὸν καὶ σωτηριῶδες ὑπῆρξε
δι' ἐμὲ τὸ ὅτι διὰ τῶν
θλίψεων μὲ ἐταπείνωσες, διότι διὰ
τῆς παιδαγωγίας σου ταύτης ὠδηγήθην εἰς
τὸ νὰ μάθω τὰ δικαιώματά σου.
|
72
Ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόματός
σου ὑπὲρ χιλιάδας χρυσίου καὶ
ἀργυρίου. |
72
Ὁ ἰδικός σου Νόμος, ποὺ ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὸ πανάγιον στόμα σου, εἶναι
ἀσυγκρίτως προτιμότερος εἰς ἐμὲ
ἀπὸ θησαυροὺς χρυσίου καὶ ἀργυρίου.
|
72
Πολύτιμος θησαυρὸς εἶναι δι’ ἐμὲ ὁ
νόμος, τὸν ὁποῖον τὸ στόμα σου ὥρισε,
καὶ τὸν προτιμῶ πολὺ περισσότερον
ἀπὸ χιλιάδας καὶ σωροὺς χρυσῶν
καὶ ἀργυρῶν νομισμάτων.
|
-73
Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν
με καὶ ἔπλασάν με· συνέτισόν
με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς
σου. |
-73
Τὰ χέρια σου μὲ ἐδημιούργησαν
ἀπὸ τὸ χῶμα. Αὐτὰ μὲ
διέπλασαν καὶ μοῦ ἔδωσαν μορφὴν
καὶ σῶμα. Δός μου, λοιπὸν καὶ
σύνεσιν διὰ νὰ μάθω βαθύτερον
καὶ εὐρύτερον τὰς ἐντολάς
σου. |
73
Αἱ χεῖρες σου μὲ ἐποίησαν καὶ
μὲ ἔπλασαν· μόρφωσόν μου καὶ τὸν
νοῦν πληρῶν αὐτὸν συνέσεως, ὁπότε
θὰ μάθω ἐν τῇ ἐφαρμογῇ τὰς
ἐντολάς σου καὶ θὰ ἀναδειχθῶ
πραγματικὴ εἰκὼν καὶ ὁμοίωμά
σου. |
74
Οἱ φοβούμενοί σε ὄψονταί με
καὶ εὐφρανθήσοντοι, ὅτι εἰς
τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
|
74
Οἱ πιστοὶ εἰς σέ, ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι σὲ εὐλαβοῦνται,
θὰ μὲ ἴδουν προκόπτοντα εἰς
τὴν ἀρετὴν καὶ θὰ εὐφρανθοῦν.
Διότι ἐγὼ εἶχα στηρίξει καὶ
στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου εἰς
τὰ λόγια σου. |
74
Οὕτω κατηρτισμένον καὶ προκόπτοντα θὰ μὲ
ἴδουν ὅσοι σὲ φοβοῦνται καὶ
θὰ εὐφρανθοῦν, διότι τὸ θαυμαστὸν
αὐτὸ ἀποτέλεσμα ἐπῆλθε, ἐπειδὴ
ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου εἰς
τοὺς λόγους σου. |
75
Ἔγνων, Κύριε, ὅτι δικαιοσύνη τὰ
κρίματά σου, καὶ ἀληθείᾳ
ἐταπείνωσάς με.
|
75
Ἐγνώρισα καὶ ἔμαθα, Κύριε, ὅτι
τὰ προστάγματα τοῦ Νόμου σου εἶναι
ἔκφρασις καὶ πραγματοποίησις τῆς δικαιοσύνης.
Δικαίως δὲ καὶ ἐπωφελῶς δι'
ἐμέ μὲ ἐταπείνωσες διὰ
τῶν θλίψεων. |
75
Ἔμαθα, Κύριε, διὰ τῆς παιδαγωγίας σου, ὅτι
τὰ ἐν τῷ νόμῳ προστάγματά σου ἐνσαρκώνουν
καὶ ἐκφράζουν τὴν δικαιοσύνην καὶ
κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἀληθείας
ἐπέτρεψας νὰ ταπεινωθῶ καὶ νὰ
ἐμπέσω εἰς θλίψεις. |
76
Γενηθήτω δὴ τὸ ἔλεός σου τοῦ
παρακαλέσαι με κατὰ τὸ λόγιόν
σου τῷ δούλῳ σου.
|
76
Τώρα ὅμως ἂς ἔλθῃ ἡ εὐσπλαγχνία
σου νὰ μὲ παρηγορήσῃ σύμφωνα
μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν
ἔχεις δώσει εἰς τὸν δοῦλον σου.
|
76
Ἀλλ’ εἶναι καιρὸς νὰ παρέλθῃ
τὸ ποτήριον τῆς δοκιμασίας σου· ἂς ἔλθῃ
τώρα πλέον τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ εὐσπλαγχνία
σου νὰ μὲ παρηγορήσουν σύμφωνα πρὸς τὴν
ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν ἔδωκας εἰς
τὸν δοῦλον σου. |
77
Ἐλθέτωσάν μοι οἱ οἰκτιρμοί
σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος
σου μελέτη μού ἐστιν.
|
77
Ἂς ἔλθουν, λοιπόν, εἰς ἐμὲ
οἱ οἰκτιρμοί σου καὶ ἔτσι ἐγὼ
θὰ διαφύγω θανασίμους κινδύνους καὶ
θὰ ζήσω, διότι ὁ Νόμος σου εἶναι
μελέτη μου. |
77
Ἂς ἔλθουν εἰς ἐμὲ οἱ οἰκτιρμοί
σου διὰ νὰ μοῦ δώσουν ζωήν, διότι καὶ
μέσα εἰς τὰς θλίψεις μου δὲν σὲ ἐλησμόνησα,
ἀλλ’ ὁ νόμος σου ἀποτελεῖ τὴν
διαρκῆ σκέψιν καὶ ἀπασχόλησιν τοῦ
νοῦ μου. |
78
Αἰχυνθήτωσαν ὑπερήφανοι, ὅτι
ἀδίκως ἠνόμησαν εἰς ἐμέ·
ἐγὼ δὲ ἀδελσχήσω ἐν ταῖς
ἐντολαῖς σου. |
78
Ἂς κατεντροπιασθοῦν οἱ ἀλαζονικοὶ
καὶ ἐγωπαθεῖς, διότι, χωρὶς
ἐγὼ νὰ τοὺς δώσω καμμίαν
ἀφορμήν, χωρὶς νὰ τοὺς ἀδικήσω
εἰς τίποτε, παρανομοῦν ἐναντίον
μου. Ἐγὼ ὅμως, ἀπολύτως ἥσυχος,
θὰ ἐντρυφῶ συχνὰ εἰς τὴν
μελέτην τοῦ Νόμου σου.
|
78
Ἂς καταισχυνθοῦν οἱ ὑπερήφανοι, οἱ
ἀγερώχως καὶ σκληρῶς πρὸς ἐμὲ
συμπεριφερόμενοι, διότι ἀδίκως καὶ ἀναιτίως
παρανομοῦν εἰς βάρος μου, ἐγὼ δὲ
ὅπως εἰς τὸ παρελθὸν οὕτω καὶ
εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ ἀπαοχολοῦμαι
ἀπὸ αἰσθήματα μίσους καὶ ἐκδικήσεως
κατ’ αὐτῶν, ἀλλὰ θὰ ἐντρυφῶ
ἐν τῇ μελέτῃ τῶν ἐντολῶν
σου. |
79
Ἐπιστρεψάτωσάν με οἱ φοβούμενοί
σε καὶ οἱ γινώσκοντες τὰ μαρτύριά
σου. |
79
Απὸ τὸν ἐξευτελισμὸν αὐτὸν
τῶν ὑπερηφάνων ἂς διδαχθοῦν
καὶ ἂς ἐπιστρέψουν πρὸς ἐμέ,
ὅσοι προηγουμένως ἐδειλίασαν καὶ
ἀπεμακρύνθησαν καὶ οἱ ὁποῖοι
ἐν τούτοις σὲ εὐλαβοῦνται, Κύριε,
καὶ γνωρίζουν τὰς ἐντολάς σου.
|
79
Ἂς ἐνθαρρυνθοῦν ἐκ τῆς καταισχύνῃς
τῶν ὑπερηφάνων καὶ ἂς ἐπιστρέψουν
πρὸς ἐμὲ ὅσοι ἐκ δειλίας ἀπεμακρύνθησαν
προσκαίρως ἀπ' ἐμοῦ, ἀλλ’ οἱ
ὁποῖοι σὲ φοβοῦνται καὶ γνωρίζουν
τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας καὶ
ἐντολάς σου. |
80
Γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν
τοῖς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν
μὴ αἰσχυνθῶ. |
80
Εἴθε ἡ καρδία μου, μὲ τὸν ἰδικόν
σου φωτισμόν, νὰ γίνῃ ἄμεμπτος
καὶ ἀκεραία εἰς τὴν τήρησιν
τῶν ἐντολῶν σου, διὰ νὰ μὴ
ἐντροπιασθῶ καὶ ἐγώ, ὅπως
οἱ ὑπερήφανοι. |
80
Εἴθε ἡ καρδία μου νὰ γίνῃ διὰ
τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐνισχύσεώς
σου ἄμεμπτος ἐν τῇ τηρήσει τῶν δικαιωμάτων
σου, διὰ νὰ μὴ ἐντροπιασθῶ ὡς
παραβάτης καὶ ἔνοχος, οὔτε ἐνώπιον
τῶν ἀνθρώπων οὔτε ἐνώπιον τοῦ
φοβεροῦ κριτηρίου σου. |
-81
Ἐκλείπει εἰς τὸ σωτήριόν
σου ἡ ψυχή μου, εἰς τοὺς λόγους
σου ἐπήλπισα. |
-81
Ἀπέκαμεν ἡ ψυχή μου νὰ σὲ
παρακαλῇ καὶ νὰ περιμένῃ ἀπὸ
σὲ τὴν σωτηρίαν μου. Ἐν τούτοις
ἐγὼ εἰς τοὺς λόγους σου ἔχω
στηρίξει τὰς ἐλπίδας μου.
|
81
Ἀπέκαμεν ἡ ψυχή μου προσμένουσα τὴν παρὰ
σοῦ σωτηρίαν· ἐν τούτοις δὲν ἔπαυσα
νὰ στηρίζω τὴν ἐλπίδα μου εἰς τοὺς
λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου.
|
82
Ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου εἰς
τὸ λόγιόν σου λέγοντες· πότε
παρακαλέσεις με; |
82
Ἠτόνησαν καὶ κοντεύουν νὰ σβήσουν
οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τὴν
μελέτην τῶν λόγων καὶ τῶν ὑποσχέσεών
σου καὶ μὲ κάνουν συνεχῶς νὰ
λέγω· Πότε, Κύριε, θὰ μὲ
παρηγορήσῃς; |
82
Κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὸ φῶς των οἱ
ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τὴν προσήλωσίν
των εἰς τὰς ἐπαγγελίας τοῦ ἀλανθάστου
λόγου σου καὶ μὲ ἀναγκάζουν νὰ διερωτῶμαι:
Πότε λοιπὸν θὰ μὲ παρηγόρησης;
|
83
Ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς
ἐν πάχνῃ· τὰ δικαιώματά
σου οὐκ ἐπελαθόμην.
|
83
Ἐκακουχήθηκα πάρα πολύ. Ἔγινα
κατάξηρος σὰν τὸ ἀσκί, ποὺ
ἐσκληρύνθη εἰς τὴν παγωνιὰν
καὶ τὴν πάχνην. Ἐν τούτοις οὔτε
πρὸς στιγμὴν δὲν ἐλησμόνησα
τὰ δικαιώματά σου. |
83
Τόσον πολὺ ἐκακουχήθην καὶ ἐταλαιπωρήθην,
ὥστε ἔγινα κατάξηρος καὶ σκασμένος,
ὅπως ὁ ἀσκὸς τὸν ὁποῖον
ἔπηξε καὶ ἐσκλήρυνε ἡ πάχνη
καὶ ἡ παγωνιά. Δὲν ἐλησμόνησα
ὅμως οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν τὰ
δικαιώματά σου. |
84
Πόσαι εἰσὶν αἱ ἡμέραί
του δούλου σου; Πότε ποιήσεις μοι ἐκ
τῶν καταδιωκόντων με κρίσιν;
|
84
Πόσαι εἶναι ἀκόμη αἱ ἡμέραι
τῆς ζωῆς τοῦ δούλου σου; Ὀλίγαι.
Πότε, λοιπόν, σὺ θὰ ἀναλάβῃς
τὴν ὑπόθεσίν μου, θὰ ἐκφέρῃς
καὶ θὰ ἐφαρμόσῃς τὴν δικαίαν
σου κρίσιν ἐναντίον ἐκείνων,
ποὺ μὲ καταδιώκουν; |
84
Πόσαι εἶναι αἱ ἡμέραι τοῦ δούλου σοῦ;
Ὠλιγόστευσαν αὖται πολύ. Πότε θὰ ἐπέμβῃς
διὰ να κάμῃς ὑπὲρ ἐμοῦ
κρίσιν ἐκείνων ποὺ μὲ καταδιώκουν, ὥστε
νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐγὼ ὀλίγην
εἰρήνην καὶ ἀνάπαυσιν κατὰ τὰς
ἐναπομένουσας εἰς ἐμὲ ἡμέρας;
|
85
Διηγήσαντό μοι παράνομοι ἀδολεσχίας,
ἀλλ' οὐχ ὡς ὁ νόμος σου, Κύριε.
|
85
Φλυαρίας καὶ ματαιότητας μοῦ διηγοῦντο
οἱ παράνομοι. Αὐτὰ ὅμως δὲν
εἶναι δυνατὸν κατὰ κανένα τρόπον
νὰ συγκριθοῦν μὲ τὸν Νόμον σου,
Κύριε. |
85
Φλυαρίας ἀνοήτων σκέψεων τῆς ματαίας τῶν
διανοίας μου ἀνέπτυξαν καὶ ἐξέθεσαν ἄνθρωποι
παράνομοι, διὰ νὰ μὲ ἀπομακρύνουν
ἀπὸ τὸ καθῆκον, ἀλλ’ αὐτὰ
ποὺ μοῦ εἶπαν δὲν δύνανται οὐδὲ
κἀν νὰ συγκριθοῦν πρὸς τὸν νόμον
σου, Κύριε. |
86
Πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου ἀλήθεια·
ἀδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν
μοι. |
86
Ὅλαι αἱ ἰδικαί σου ἐντολαὶ
εἶναι ἀλήθεια. Ἀδίκως αὐτοὶ
μὲ κατεδίωξαν. Σύ, λοιπόν, ποὺ
μισεῖς τὴν ἀδικίαν καὶ ἀγαπᾷς
τὴν ἀλήθειαν, σπεῦσε νὰ μὲ
βοηθήσῃς καὶ νὰ μὲ προστατεύσῃς.
|
86
Ἀντιθέτως πρὸς τὰς φλυαρίας καὶ τὰ
ψεύδη τῆς ἀπάτης ποὺ μοῦ εἶπον
αὐτοί, αἱ ἐντολαί σου ὅλαι εἶναι
ἀλήθεια καὶ φῶς· ἀδίκως
αὐτοὶ μὲ κατεδίωξαν, σὺ λοιπὸν
ποὺ μισεῖς τὴν ἀδικίαν, σπεῦσον
εἰς βοήθειαν καὶ προστασίαν μου.
|
87
Παρὰ βραχὺ συνετέλεσάν με ἐν
τῇ γῇ ἐγὼ δὲ οὐκ ἐγκατέλιπον
τὰς ἐντολάς σου.
|
87
Ὀλίγον ἀκόμη καὶ οἱ μανιώδεις
ἐχθροί μου θά μὲ ἀπετελείωναν
καὶ θὰ μὲ ἔρριπταν νεκρὸν κάτω
εἰς τὴν γῆν. Ἐγὼ ὅμως
δὲν ἐγκατέλειψα οὔτε παρέβην
τὰς ἐντολάς σου. |
87
Ὁ κατ’ ἐμοῦ διωγμός των ἦτο
τόσον μανιώδης καὶ ἐξοντωτικός, ὥστε παρ'
ὀλίγον νὰ μὲ ἀποτελειώσουν ἐν
τῇ γῇ καὶ νὰ μὲ ἐξαφανίσουν
ἐξ αὐτῆς· ἐγὼ ὅμως
δὲν ἐγκατέλιπον οὐδὲ ἠθέτησα
τὰς ἐντολάς σου. |
88
Κατὰ τὸ ἔλεός σου ζῆσόν
με, καὶ φυλάξω τὰ μαρτύρια τοῦ
στόματός σου. |
88
Σύμφωνα μὲ τὸ ἄπειρον ἔλεός
σου γλύτωσέ με ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς
αὐτοὺς κινδύνους καὶ περιφρούρησε
τὴν ζωήν μου. Ἐγὼ δέ, πλήρης
εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν σωτηρίαν
μου, θὰ φυλάξω ἀκόμη περισσότερον
τὰς ἐντολάς, ποὺ προέρχονται
ἀπὸ τὸ ἅγιον στόμα σου.
|
88
Εἶσαι ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος·
σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸ ἔλεός σου γλύτωσέ
με ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς αὐτοὺς
κινδύνους καὶ δῶσε μου ζωήν· καὶ τότε
πλήρης εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν σωτηρίαν σου
ἐγὼ θὰ προσκολληθῶ ἀκόμη
περισσότερον εἰς σὲ καὶ θὰ φυλάξω
τὰς μαρτυρίας καὶ τὰς ἐντολὰς
τοῦ στόματός σου. |
-89
Εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε, ὁ
λόγος σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ.
|
-89
Ὁ λόγος σου, Κύριε, παραμένει ἀναλλοίωτος
καὶ αἰώνιος εἰς τὸν οὐρανόν,
διότι ἔχει ἔδραν καὶ πηγήν του
σὲ τὸν οὐράνιον Θεόν.
|
89
Ὁ λόγος σου, Κύριε, ἔχει αἰώνιον κῦρος,
διότι τὴν προέλευσίν του καὶ τὰ θεμέλιά
του δὲν τὰ ἔχει εἰς τὴν εὐμετάβλητον
ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου, ἀλλ’ εἰς
τὸν αἰώνιον καὶ ἀναλλοίωτον πνευματικὸν
κόσμον τοῦ οὐρανοῦ. |
90
Εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἡ ἀλήθειά
σου· ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ
διαμένει. |
90
Ἡ ἀλήθειά σου παραμένει ἀμετακίνητος
ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν. Ἐθεμελίωσες
αὐτὴν ἀσφαλῆ, ὅπως τὴν
γῆν, ἡ ὁποία διὰ τοῦτο
παραμένει. |
90
Ἡ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ
ἀποκαλυφθεῖσα εἰς ἡμᾶς ἀλήθειά
σου παραμένει ἀδιάσειστος διὰ μέσου τῶν
γενεῶν διδάσκουσα καὶ φρονηματίζουσα ταύτας, διότι
εἶναι ἀλήθεια ἰδική σου, ὁ ὁποῖος
ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει
αὕτη χωρὶς κανεὶς νὰ δύναται νὰ
τὴν ταράξῃ. |
91
Τῇ διατάξει σου διαμένει ἡμέρα,
ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά.
|
91
Σὺ ἔδωσες τὴν παντοδύναμον προσταγήν
σου καὶ παραμένει ἡ ἡμέρα. Διότι
ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἶναι δοῦλα
καὶ ὑποτεταγμένα εἰς τὸ ἅγιον
θέλημά σου. |
91
Δυνάμει τοῦ προστακτικοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον
εἶπες σύ, παραμένει ἡ ἡμέρα. Διότι ὅλα
ὅσα ὑπάρχουν δουλικῶς ὑπακούουν εἰς
σέ, δι' αὐτὸ δὲ καὶ διατηροῦνται,
διότι δουλικῶς ἐμμένουν εἰς τοὺς
φυσικοὺς νόμους, ποὺ ὤρισες σύ.
|
92
Εἰ μὴ ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη
μού ἐστι, τότε ἂν ἀπωλόμην
ἐν τῇ ταπεινώσει μου.
|
92
Ἐὰν ὁ Νόμος σου δὲν ἦτο
προσφιλὴς μελέτη καὶ ἐντρύφημά
μου, ἐγὼ θὰ ἐχανόμην ἐξ
ὁλοκλήρου ἀνάμεσα εἰς τὰς
περιπετείας καὶ τὰς θλίψεις, ποὺ
τόσον πολύ μὲ εἶχαν ταπεινώσει.
|
92
Ἐὰν ὁ νόμος σου δὲν ἦτο προσφιλὴς
καὶ παρηγορητικὴ μελέτη μου, θὰ ἐχανόμην
ὁλοτελῶς ἐν μέσῳ τῶν θλίψεων
ποὺ τόσον πολὺ μὲ ἐταπείνωσαν. |
93
Εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι
τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς
ἔζησάς με. |
93
Εἰς τὸν αἰῶνα δὲν θὰ ξεχάσω
τὰ δικαιώματά σου, διότι διὰ
μέσου αὐτῶν σὺ μοῦ ἔδωκες
καὶ διετήρησες τὴν ζωήν μου.
|
93
Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα
τὰ δικαιώματά σου, διότι διὰ τῆς παρηγορίας
καὶ ἐνισχύσεως τὴν ὁποίαν μὲ
αὐτὰ μοῦ ἔδιδες, μὲ ἐζωοποίησας.
|
94
Σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με,
ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα.
|
94
Ἰδικός σου ἄνθρωπος, ἰδικός
σου δοῦλος εἶμαι ἐγώ, Κύριε.
Σῶσε με, διότι τὰς ἐντολάς σου
μὲ πολὺν πόθον ἐζήτησα καὶ
ἠρεύνησα νὰ μάθω.
|
94
Ἰδικός σου δοῦλος εἶμαι ἐγώ, σῶσόν
με· μὴ μὲ ἀφίνῃς ἀπροστάτευτον,
διότι μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου ἐζήτησα
νὰ μάθω καὶ νὰ φυλάξω τὰ δικαιώματά
σου. |
95
Ἐμὲ ὑπέμειναν ἁμαρτωλοὶ
τοῦ ἀπολέσαι με· τὰ μαρτύριά
σου συνῆκα. |
95
Μὲ παρεμόνευσαν μὲ πολλὴν ὑπομονὴν
οἱ ἁμαρτωλοί, διὰ νὰ μὲ
ἐξοντώσουν. Ἀλλ' ἐγὼ πρὸς
τὸν Νόμον σου εἶχα ἐστραμμένην
τὴν προσοχὴν καὶ τὴν διάνοιάν
μου. |
95
Μὲ παρεμόνευσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ διὰ
νὰ μὲ ἐξοντώσουν ἀλλ’ ἐγὼ
πρὸς τὰς μαρτυρίας τοῦ νόμου σου εἶχον
ἐστραμμένην ὅλην τὴν προσοχήν μου.
|
96
Πάσης συντελείας εἶδον πέρας·
πλατεῖα ἡ ἐντολή σου σφόδρα. |
96
Εἶδα ὅτι ὅλα αὐτά, ποὺ
οἱ ἄνθρωποι τὰ θεωροῦν τέλεια,
πλούτη καὶ δόξαν καὶ τὰ ἄλλα
ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, εἶδα
νὰ ἔχουν ἕνα τέλος. Ἡ ἐντολή
σου ὅμως ἐκτείνεται εἰς ἀπέραντον
χρονικὸν διάστημα, ἀναλλοίωτος καὶ
ἔγκυρος. |
96
Πὰν ὅ,τι θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι
τέλειον καὶ εἰς πλοῦτη καὶ εἰς
δόξαν καὶ εἰς εὐτυχίαν εἶδον νὰ
ἔχῃ πέρας καὶ τέλος. Ἡ ἐντολή
σου ἔχει πλάτη χρόνου καὶ διαρκείας καὶ
γνώσεως καὶ ἀνέσεως ἀπέραντα καὶ χαρίζει
εἰς τοὺς τηρητάς της αἰωνίαν καὶ
ἀνέκφραστον εὐτυχίαν. |
-97
Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε·
ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μού
ἐστιν. |
-97
Πόσον πολὺ ἠγάπησα πράγματι
τὸν Νόμον σου, Κύριε! Ὅλην τὴν
ἡμέραν αὐτὸς εἶναι ἡ μελέτη
μου καὶ τὸ ἐντρύφημά μου. |
97
Πόσον τῷ ὄντι ἠγάπησα τὸν νόμον σου,
Κύριε, καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐντρυφῶ
ἐν τῇ μελέτῃ του. |
98
Ὑπὲρ τοὺς ἐχθρούς μου ἐσόφισάς
με τὴν ἐντολήν σου, ὅτι εἰς
τὸν αἰῶνα ἐμή ἐστιν.
|
98
Μὲ ἀνέδειξες σοφώτερον ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μου, μὲ τὸ νὰ
μὲ διδάξῃς τὴν ἐντολήν
σου, διότι αὐτὴ παραμένει πάντοτε
κτῆμα μου, γνῶσις καὶ σοφία μου.
|
98
Μὲ ἔκαμες σοφώτερον ἀπὸ τοὺς
ἐχθρούς μου, διδάξας με τὴν ἐντολήν σου·
καὶ ἡ σοφία μου αὐτὴ ὀφείλεται
εἰς τὸ ὅτι διὰ τῆς μελέτης καὶ
ἐφαρμογῆς τῆς ἐντολῆς σου ἔγινεν
αὕτη αἰώνιον καὶ ἀναφαίρετον κτῆμα
μου. |
99
Ὑπὲρ πάντας τοὺς διδάσκοντάς
με συνῆκα, ὅτι τὰ μαρτύριά σου
μελέτη μού ἐστιν.
|
99
Ἐξεπέρασα ὅλους τοὺς διδασκάλους
μου εἰς γνῶσιν καὶ σοφίαν καὶ
σύνεσιν, διότι τὰ μαρτύρια τοῦ
Νόμου σου εἶναι ἡ προσφιλὴς μελέτη
μου. |
99
Ὅλους τοὺς διδασκάλους μου, ποὺ μοῦ
ἐδίδασκον τὴν γνῶσιν καὶ σοφίαν τοῦ
κόσμου, τοὺς ὑπερέβην εἰς γνῶσιν καὶ
εἰς σύνεσιν, διότι αἱ μαρτυρίαι τοῦ
νόμου σου εἶναι ἡ προσφιλὴς μελέτη μου.
|
100
Ὑπὲρ πρεσβυτέρους συνῆκα, ὅτι
τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα.
|
100
Ἀπέκτησα σύνεσιν πολὺ μεγαλυτέραν
καὶ ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους μου,
διότι ἐγὼ μὲ πόθον πολὺν
ἐζήτησα νὰ μάθω καὶ νὰ
ἐφαρμόσω τὰς ἐντολάς σου.
|
100
Τοὺς γεροντοτέρους μου, οἱ ὁποῖοι
προβάλλουν τὴν πεῖραν των ὡς πηγὴν
σοφίας, τοὺς ἐξεπέρασα εἰς σύνεσιν
καὶ γνῶσιν, διότι τὰς ἐντολάς σου
μὲ πόθον πολὺν ἐζήτησα νὰ μάθω καὶ
νὰ ἐφαρμόσω. |
101
Ἐκ πάσης ὁδοῦ πονηρᾶς ἐκώλυσα
τοὺς πόδας μου, ὅπως ἂν φυλάξω
τοὺς λόγους σου. |
101
Ἐπροφύλαξα τὸν ἑαυτόν μου, ὥστε
νὰ μὴ βαδίσω ποτὲ δρόμους πονηρίας.
Καὶ ἠγωνίσθην ἐξ ἀντιθέτου
νὰ φυλάξω ὅλας τὰς ἐντολάς
σου. |
101
Προεφύλαξα τὸν ἑαυτόν μου νὰ μὴ βαδίσω
ποτὲ ὁδὸν πονηράν· ἠμπόδισα
τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τοῦ νὰ
διαπράξῃ οἱανδήποτε ἁμαρτίαν, ὥστε
νὰ ἀποδειχθῶ ἀκριβῆς καὶ
τέλειος τηρητὴς τῶν λόγων σου.
|
102
Ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα,
ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με.
|
102
Ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου δὲν
παρεξέκλινα, διότι ἀναγνωρίζω ὅτι
σὺ τὰς ἐνομοθέτησες πρὸς καθοδήγησίν
μου. |
102
Ἀπὸ τὰς ἐντολάς, τὰς ὁποίας
ἡ σοφία σου μᾶς ὥρισε, καὶ ἐπὶ
τῇ βάσει τῶν ὁποίων θὰ μᾶς κρίνῃς,
δὲν παρεξέκλινα, διότι οὐχὶ ἄνθρωπος,
ἀλλὰ σὺ ὁ ἴδιος ἐνομοθέτησας
ταύτας εἰς ἐμέ. |
103
Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ
λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ
στόματί μου. |
103
Πόσον γλυκέα καὶ εὐχάριστα εἶναι
τὰ λόγιά σου εἰς τὸν λάρυγγά
μου! Ὅταν τὰ προφέρω διὰ τοῦ
στόματός μου, εἶναι γλυκύτερα παρὰ
πάνω ἀπὸ τὸ μέλι.
|
103
Πόσον γλυκέα εἶναι τὰ θεῖα σου λόγια εἰς
τὴν μελετῶσαν αὐτὰ ψυχήν μου καὶ
εἰς τὸν ἐκφωνοῦντα αὐτὰ
λάρυγγά μου. Εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερα ἀπὸ
ὅ,τι τὸ μέλι εἶναι εἰς τὸ στόμα
μου. |
104
Ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα·
διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν
ἀδικίας. |
104
Μελετῶν τὰς ἐντολάς σου ἐπῆρα
σύνεσιν καὶ σοφίαν. Φωτισμένος δὲ
ἀπὸ αὐτὰς ἐμίσησα κάθε
δρόμον ἀδικίας, εἰς τὸν ὁποῖον
πλανῶνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι.
|
104
Σύνεσιν πολλὴν καὶ σοφίαν ἔλαβον ἀπὸ
τὴν μελέτην καὶ τήρησιν τῶν ἐντολῶν
σου· δι' αὐτὸ ἐμίσησα πάντα δρόμον
ἀδικίας, εἰς τὸν ὁποῖον πλανῶνται
οἱ ἀγνοοῦντες σὲ καὶ τὸν
νόμον σου. |
-105
Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος
σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου.
|
-105
Φωτοβόλος λύχνος εἰς τὴν πορείαν
τῆς ζωῆς μου εἶναι, ὁ Νόμος
σου. Φῶς πλούσιον εἰς τοὺς δρόμους
μου. |
105
Ὁ νόμος σου εἶναι φῶς καθοδηγοῦν με
διὰ νὰ πολιτεύωμαι ὀρθῶς καὶ
ἀπροσκόπτως, ὅπως καὶ ὁ λύχνος φωτίζει
ἐν καιρῷ νυκτὸς ἵνα μὴ σκοντάπτουν
οἱ πόδες μου. Ὁ θεῖος σου οὗτος λύχνος
εἶναι φῶς ποὺ φωτίζει τὰς ὁδοὺς
τῆς ζωῆς μου. |
106
Ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι
τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
|
106
Ὡρκίσθην καὶ ἀνέλαβα τὴν
ὑποχρέωσιν νὰ τηρῶ ἀκριβῶς
τὰς ἐντολὰς τοῦ Νόμου σου.
|
106
Ἐνόρκως ὑπεσχέθην καὶ ἐμπράκτως
ἐπεκύρωσα τὸν ὅρκον μου, περὶ τοῦ
ὅτι θὰ τηρῶ ἐπακριβῶς τὰς
δικαίας κρίσεις τοῦ νόμου σου καὶ τῶν ἐντολῶν
σου. |
107
Ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα· Κύριε,
ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου.
|
107
Μεγάλας ταλαιπωρίας καὶ ταπεινώσεις
ὑπέστην ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
μου. Κύριε, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
σου, περιφρούρησε τὴν κινδυνεύουσαν ζωήν
μου. |
107
Ὑφίσταμαι μεγάλας καὶ ἀγρίας ταπεινώσεις
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου. Ζωοποίησέ
με σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου.
|
108
Τὰ ἐκούσια τοῦ στόματός
μου εὐδόκησον δή, Κύριε, καὶ
τὰ κρίματά σου δίδαξόν με.
|
108
Δέξου, Κύριε, μὲ εὐμένειαν τὰς
δοξολογίας καὶ ἐκφράσεις εὐγνωμοσύνης,
τὰς ὁποίας μὲ ὅλην μου τὴν
καρδίαν ἀναπέμπω πρὸς σέ. Δίδαξέ
με εὐρύτερον καὶ βαθύτερον τὰς
ἐντολὰς τῆς δικαιοσύνης σου.
|
108
Τὰς δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας, ποὺ
μὲ ὅλην μου τὴν θέλησιν προσφέρω διὰ
τοῦ στόματός μου εἰς σέ, δέχθητι εὐμενῶς,
Κύριε, καὶ βλέπων τὴν εὐγνώμονα διάθεσίν
μου δίδαξόν με βαθύτερον τὰ προστάγματά σου, διὰ
τῶν ὁποίων θὰ μᾶς κρίνῃς.
|
109
Ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί σου
διαπαντός, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ
ἐπελαθόμην. |
109
Ἡ ζωή μου εὑρίσκεται πάντοτε
εἰς τὰ χέρια σου. Ἐγὼ δὲ
ποτὲ δὲν ἐλησμόνησα νὰ μελετῶ
καὶ νὰ ἐφαρμόζω τὸν Νόμον
σου. |
109
Ἡ ψυχή μου εἶναι πάντοτε εἰς τὰς χεῖρας
σου καὶ δὲν ἐλησμόνησα ποτὲ
τὸν νόμον σου. Κάτεχέ με λοιπὸν ὑπὸ
τὴν προστασίαν σου καὶ διεύθυνέ με, ὅπου
σὺ θέλεις. |
110
Ἔθεντο ἁμαρτωλοὶ παγίδα μοι, καὶ
ἐκ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἐπλανήθην.
|
110
Οἱ ἁμαρτωλοὶ μοῦ ἔστησαν παγίδας,
ἐγὼ ὅμως δὲν ἐπλανήθην
καὶ δὲν ἀπεμακρύνθην ἀπὸ
τὰς ἐντολάς σου. |
110
Οἱ ἁμαρτωλοὶ μοῦ ἔστησαν παγίδα
καὶ ἐμηχανεύθησαν δόλους κατ’ ἐμοῦ,
ἐγὼ ὅμως ἀντιθέτως πρὸς αὐτοὺς
δὲν ἐπλανήθην ἀπὸ τὰς ἐντολάς
σου, ἀλλ’ ἐνέμεινα πιστῶς εἰς τὴν
τήρησιν αὐτῶν. |
111
Ἐκληρονόμησα τὰ μαρτύριά σου
εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἀγαλλίαμα
τῆς καρδίας μού εἰσιν.
|
111
Κληρονομία μου καὶ ἀναφαίρετος περιουσία
μου ἔγιναν τὰ μαρτύριά σου. Διότι,
αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν εὐφροσύνην
καὶ ἀγαλλίασαν τῆς καρδίας μου.
|
111
Αἱ ἐν τῷ νόμῳ σου μαρτυρίαι ἐγένοντο
κληρονομία μου ἀναφαίρετος καὶ αἰωνία, διότι
ἐνεχάραξα αὐτὰς εἰς τὴν
καρδίαν μου καὶ εἶναι δι’ αὐτὴν πηγὴ
ἀγαλλιάσεως καὶ εὐφροσύνης.
|
112
Ἔκλινα τὴν καρδίαν μου τοῦ ποιῆσαι
τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα
δι' ἀντάμειψιν. |
112
Ἔστρεψα μὲ ὅλην μου τὴν διάθεσιν
τὴν καρδίαν μου, εἰς τὸ νὰ ἐφαρμόζω
τὰς ἐντολάς σου πάντοτε. Διότι
οἱ τηρηταὶ αὐτῶν θὰ ἀμειφθοῦν.
|
112
Ἔδωκα σταθερὰν κλίσιν εἰς τὴν καρδίαν
μου μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ ἐκτελῶ
τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματά
σου διαρκῶς καὶ ἀπαύστως, ὥστε νὰ
ἀπολαύσω καὶ τῆς ἀνταμοιβῆς,
ἥτις θὰ δοθῇ εἰς τοὺς τηρητάς
των. |
-113
Παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον
σου ἠγάπησα. |
-113
Ἀνθρώπους παρανόμους ἐμίσησα,
τὸν δὲ Νόμον σου ἠγάπησα.
|
113
Τοὺς μὴ ἐμμένοντας εἰς τὴν τήρησιν
τοῦ νόμου σου, ἀλλ' ἀθετοῦντας αὐτὸν
τοὺς ἀπεστράφην καὶ τοὺς ἐμίσησα,
ἠγάπησα δὲ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν
τὸν νόμον σου, τὸν ὁποῖον αὐτοὶ
παραβαίνουν. |
114
Βοηθός μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου εἶ
σύ· εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα.
|
114
Βοηθὸς καὶ προστάτης μου εἶσαι σύ,
Κύριε. Ἐγὼ δὲ εἰς τοὺς
λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις καὶ
τὰς ἐντολάς σου ἔχω στηρίξει
τὰς ἐλπίδας μου. |
114
Εἶσαι σὺ ὁ βοηθός μου καὶ ὁ
ὑποβαστάζων με προστάτης· ὁλόκληρον τὴν
ἐλπίδα μου ἐστήριξα εἰς τοὺς
λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου.
|
115
Ἐκκλίνατε ἀπ' ἐμοῦ, πονηρευόμενοι,
καὶ ἐξερευνήσω τὰς ἐντολὰς
τοῦ Θεοῦ μου. |
115
Φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ
οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μελετᾶτε
καὶ ἀγαπᾶτε καὶ πράττετε τὴν
πονηρίαν. Ἐγὼ δὲ θὰ ἐρευνήσω
βαθύτερον καὶ θὰ μάθω σαφέστερον
τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ μου. |
115
Φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ ὅσοι
ἐσυνηθίσατε νὰ πράττετε τὸ πονηρόν,
καὶ ἐλεύθερος τότε ἀπὸ τὰ ἐμπόδιά
σας θὰ μελετῶ καὶ θὰ ἐμβαθύνω
εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ
μου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον σεῖς
μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰς διαθέσεις
σας ἀπεξενώθητε. |
116
Ἀντιλαβοῦ μου κατὰ τὸ λόγιόν
σου, καὶ ζήσόν με, καὶ μὴ καταισχύνῃς
με ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου. |
116
Ἄπλωσε τὸ προστατευτικό σου χέρι πιάσε
με καὶ συγκράτησέ με, σύμφωνα μὲ
τὴν ὑπόσχεσίν σου. Σῶσε καὶ
περιφρούρησε τὴν ζωήν μου ἀπὸ
τοὺς κινδύνους καὶ μὴ μὲ ἐντροπιάσῃς
σχετικῶς μὲ τὰς ἐλπίδας, ποὺ
ἔχω στηρίξει εἰς σέ.
|
116
Ἔκτεινον τὴν προστατευτικὴν χεῖρα
σου καὶ ὑποβάστασόν με σύμφωνα μὲ τὴν
ἀψευδῆ σου ὑπόσχεσιν· καὶ ἀπομάκρυνον
κάθε κίνδυνον ἐπαπειλοῦντα τὴν ζωήν μου·
δός μοι ζωὴν καὶ μὴ μὲ ἐντροπιάσῃς
ἀρνούμενος τὴν βοήθειαν καὶ σωτηρίαν, τὴν
ὁποίαν γεμᾶτος ἐλπίδα περιμένω νὰ
μοῦ στείλῃς. |
117
Βοήθησόν μοι, καὶ σωθήσομαι καὶ
μελετήσω ἐν τοῖς δικαιώμασί
σου διαπαντός. |
117
Βοήθησέ με, διότι μὲ τὴν ἰδικήν
σου βοήθειαν θὰ σωθῶ ἀπὸ τοὺς
κινδύνους καὶ ἔτσι ἀσφαλὴς καὶ
ἀπερίσπαστος θὰ μελετῶ πάντοτε
τὰς ἐντολάς σου. |
117
Βοήθησόν με ἐν μέσῳ τῶν παγίδων καὶ
τῶν κινδύνων, ὑπὸ τῶν ὁποίων
κυκλοῦμαι. Καὶ ὅταν ἔχω σὲ βοηθόν,
ἀσφαλῶς θὰ σωθῶ καὶ θὰ
ἀφιερώσω τότε τὴν ζωήν μου εἰς τὸ
νὰ μελετῶ πάντοτε τὰς ἐν τῷ
νόμῳ σου ἐντολάς, ἵνα καὶ τελειότερον
συμμορφοῦμαι πρὸς αὐτάς.
|
118
Ἐξουδένωσας πάντας τοὺς ἀποστατοῦντας
ἀπὸ τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι
ἄδικον τὸ ἐνθύμημα αὐτῶν.
|
118
Ἐξουθένωσες καὶ ἐξηυτέλισες
ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὰς ἐντολάς
σου, διότι οἱ διαλογισμοὶ τῆς διανοίας
των καὶ αἱ ἐπιθυμίαι τῆς καρδίας
των ἦσαν ἄδικοι. |
118
Ἐξηυτέλισας καὶ ἐξεμηδένισας
ὅλους ὅσοι ἀποστατοῦν ἀπὸ
τὰς ἐντολάς σου, καὶ ἀντιτίθενται
εἰς αὐτάς, διότι ὅσα συνέλαβον καὶ
ἐσχεδίασαν κατὰ νοῦν εἶναι ἀπατηλὰ
καὶ σαθρά. |
119
Παραβαίνοντας ἐλογισάμην πάντας τοὺς
ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς· διὰ
τοῦτο ἠγάπησα τὰ μαρτύριά
σου. |
119
Ἠρεύνησα μὲ τὸν νοῦν μου, ἐσκέφθην
καὶ εἶδα ὅτι παρέρχονται ὅλοι
οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς καὶ
ἐξαφανίζονται. Διὰ τοῦτο ἐγὼ
ἠγάπησα τὸν Νόμον σου, ὁ ὁποῖος
ἀποτελεῖ σωτηρίαν καὶ ἀσφάλειαν.
|
119
Ἔβαλα μὲ τὸν νοῦν μου ἕνα πρὸς
ἕνα ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς
γῆς καὶ τοὺς εἶδα νὰ διαβαίνουν
καὶ νὰ ἀφανίζωνται ὅλοι. Δι'
αὐτὸ δὲ καὶ ἐγὼ ἠγάπησα
καὶ προοεκολλήθην εἰς τὰς μαρτυρίας τοῦ
νόμου σου, διότι μόνον ὅσοι φυλάττουν αὐτὸν
δὲν θὰ ἑξαφανισθοῦν.
|
120
Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς
σάρκας μου· ἀπὸ γὰρ τῶν
κριμάτων σου ἐφοβήθην. |
120
Κάρφωσε καὶ νέκρωσε διὰ τοῦ
ἁγίου φόβου σου τὰ πρὸς τὴν
ἁμαρτίαν κλίνοντα μέλη τῆς σαρκός
μου. Ζητῶ αὐτὴν τὴν χάριν, διότι
μὲ τρομάζουν αἱ ἐναντίον τῆς
ἁμαρτίας τιμωρίαι σου.
|
120
Κάρφωσε καὶ νέκρωσε διὰ τοῦ φόβου σου τὰ
μέλη τῆς σαρκός μου, ὥστε νὰ μὴ ἐνεργοῦν
οὐδέποτε τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ
νὰ εἶναι πάντοτε σὰν μὲ καρφιὰ
σταυρωμένα ὡς πρὸς αὐτήν. Σοῦ ἀπευθύνω
τὴν παράκλησιν αὐτήν, διότι μὲ τρομάζουν
αἱ κατὰ τῆς ἁμαρτίας κρίσεις καὶ
τιμωρίαι σου καὶ δι’ αὐτὸ δὲν θέλω
ποτὲ νὰ εὑρεθῶ ἔνοχος ἀπέναντί
σου. |
-121
Ἐποίησα κρῖμα καὶ δικαιοσύνην·
μὴ παραδῷς με τοῖς ἀδικοῦσί
με. |
-121
Ἐπεδίωξα τὴν εὐθύτητα καὶ
δικαιοσύνην, τὴν ὁποίαν σὺ θέλεις.
Διὰ τοῦτο μὴ μὲ παραδώσῃς
εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
μου, ποὺ μὲ ἀδικοῦν.
|
121
Προσεπάθησα νὰ ἐξομοιωθῶ πρὸς
σὲ καὶ κατὰ τὰς ἀσθενεῖς
μου δυνάμεις ἐπεδίωξα τὴν εὐθύτητα καὶ
τὴν δικαιοσύνην. Μὴ μὲ ἀφίνῃς
λοιπὸν νὰ περιέλθω αἰχμάλωτος εἰς
τὴν ἐξουσίαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
μὲ ἀδικοῦν. |
122
Ἔκδεξαι τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν·
μὴ συκοφαντησάτωσάν με ὑπερήφανοι.
|
122
Διὰ τὸ καλόν μου καὶ πρὸς ἀσφάλειάν
μου πάρε κάτω ἀπὸ τὴν προστασίαν
σου ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, ὥστε
νὰ μὴ τολμήσουν νὰ διατυπώσουν
ἐναντίον μου συκοφαντίας οἱ ὑπερήφανοι
καὶ ἂν διατυπώσουν, νὰ μὴ γίνουν
αὐταὶ πιστευταί. |
122
Λέβε τὸν δούλον σου ὑπὸ τὴν
προστασίαν σου καὶ γενοῦ ἀσφάλεια εἰς
ἐμὲ πρὸς τὸ καλάν μου, ἵνα μὴ
συκοφαντηθῶ ὑπὸ τῶν ὑπερηφάνων
καὶ πέσω θῦμα τῶν ἀσυνειδήτων ἐκβιασμῶν
των. |
123
Οἱ ὀφθαλμοί μου ἐξέλιπον εἰς
τὸ σωτήριόν σου καὶ εἰς τὸ
λόγιον τῆς δικαιοσύνης σου.
|
123
Ἀπέκαμαν τὰ μάτια μου περιμένοντα
τὴν σωτηρίαν ἀπὸ σέ, καὶ
τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς δικαίας ὑποσχέσεώς
σου. |
123
Ἀπέκαμαν οἱ ὀφθαλμοί μου περιμένοντες πότε
θὰ ἀποσταλῇ ἡ παρὰ σοῦ
σωτηρία καὶ πότε θὰ ἐκπληρωθῇ ἡ
σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοσύνην σου δοθεῖσα ὑπόσχεσίς
σου. |
124
Ποίησον μετὰ τοῦ δούλου σου κατὰ
τὸ ἔλεός σου καὶ τὰ δικαιώματά
σου δίδαξόν με. |
124
Σὲ ἱκετεύω νὰ φερθῇς πρὸς
ἐμέ, τὸν δοῦλον σου, σύμφωνα
μὲ τὸ ἔλεός σου, ὄχι σύμφωνα
μὲ τὰς ἰδικάς μου πράξεις. Διὰ
νὰ εὐαρεστῶ δὲ πάντοτε εἰς
σέ, δίδαξέ με ἀκόμη περισσότερον
τὰς ἐντολάς σου. |
124
Μεταχειρίσου με σύμφωνα μὲ τὸ ἄπειρον ἔλεός
σου καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὰς πράξεις
μου. Διὰ νὰ γίνουν δὲ αὗται κατὰ
πάντα ἀρεσταὶ εἰς σέ, δίδαξόν με τὰ
δικαιώματά σου. |
125
Δοῦλός σού εἰμι ἐγώ·
συνέτισόν με, καὶ γνώσομαι τὰ
μαρτύριά σου. |
125
Ἰδικός σου δοῦλος εἶμαι ἐγώ.
Δός μου λοιπόν, Κύριε, σοφίαν καὶ
σύνεσιν, διὰ νὰ γνωρίσω καὶ
μάθω τὰς ἐντολάς σου.
|
125
Εἶμαι δοῦλος σου καὶ θέλω νὰ ἀνήκω
ἐξ ὁλοκλήρου εἰς σέ. Διάνοιξον τὸν
νοῦν μου καὶ σόφισον αὐτόν, καὶ τότε
διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου τούτου θὰ μάθω
πληρέστερον τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας
σου. |
126
Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ·
διεσκέδασαν τὸν νόμον σου.
|
126
Ἔφθασε διὰ τὸν Κύριον ὁ καιρὸς
νὰ ἀντιδράσῃ καὶ νὰ ἐφαρμόσῃ
δικαιοσύνην ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν
μου. Αὐτοὶ κατεπάτησαν καὶ κατεξέσχισαν
τὸν Νόμον σου. |
126
Εἶναι καιρός, Κύριε, νὰ δράσῃς καὶ
νὰ κάμῃς ἐκδίκησιν ὑπὲρ τῶν
δούλων σου, διότι οἱ παράνομοι καὶ ἀσεβοῦντες
κατὰ σοῦ παρεβίασαν καὶ κατεξέσχισαν τὸν
νόμον σου. |
127
Διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς
σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον.
|
127
Ἡ πονηρία καὶ ἡ κακότης ἐκείνων
μὲ ἔκαμε νὰ ἀγαπήσω ἀκόμη
περισσότερον τὰς ἐντολάς σου περισσότερον
ἀπὸ τὸ χρυσάφι καὶ τοὺς
πολύτιμους λίθους. |
127
Ἡ ἀσεβής των ὅμως συμπεριφορὰ
διήγειρεν ἐπὶ μᾶλλον τὸν ὑπὲρ
τοῦ νόμου σου ζῆλον μου, καὶ διὰ τοῦτο
ἠγάπησα αὐτὸν περισσότερον ἀπὸ
τὸν χρυσὸν καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους.
|
128
Διὰ τοῦτο πρὸς πάσας τὰς ἐντολάς
σου κατωρθούμην, πᾶσαν ὁδὸν ἄδικον
ἐμίσησα. |
128
Διὰ τοῦτο συνεμορφούμην πρὸς ὅλας
τὰς ἐντολάς σου, ἐμίσησα δὲ
κάθε ἄδικον πρᾶξιν. |
128
Διότι δὲ τόσον πολὺ ἠγάπησα τὸν νόμον
σου, συνεμορφούμην πρὸς ὅλας τὰς ἐντολάς
σου καὶ ἐμίσησα πάντα δρόμον ὁδηγοῦντα
πρὸς τὴν ἀδικίαν. |
-129
Θαυμαστὰ τὰ μαρτύριά σου· διὰ
τοῦτο ἐξηρεύνησεν αὐτὰ ἡ
ψυχή μου. |
-129
Βαθὺν θαυμασμόν μοῦ προκαλοῦν αἱ
ἐντολαί, ποὺ ὑπάρχουν εἰς
τὸν Νόμον σου. Διὰ τοῦτο ἡ ψυχή
μου τὰς ἠρεύνησε καὶ τὰς ἐμελέτησε
μὲ πόθον. |
129
Αἱ ἐν τῷ θείῳ νόμῳ σου μαρτυρίαι
προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν διὰ τὰς
ἀληθείας, τὰς ὁποίας ἀποκαλύπτουν,
καὶ διὰ τὴν παρηγορίαν καὶ τὸν
φωτισμόν, τὸν ὁποῖον μεταδίδουν. Δι’ αὐτὸ
μὲ πόθον πολὺν ἐζήτησα αὐτὰς
καὶ προσεπάθησε πάντοτε νὰ ἐμβαθήνῃ
εἰς ταύτας ἡ ψυχή μου. |
130
Ἡ δήλωσις τῶν λόγων σου φωτιεῖ
καὶ συνετιεῖ νηπίους. |
130
Ἡ φανέρωσις καὶ ἡ ἀνάλυσις
τῶν ἐντολῶν σου φωτίζει καὶ
συνετίζει καὶ αὐτοὺς ἀκόμη
τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους.
|
130
Ἡ φανέρωσις καὶ ἡ διὰ τῆς ἀναπτύξεως
ἀποσαφήνισις τῶν λόγων σου, ὥστε νὰ
γίνουν ταῦτα καταληπτά, θὰ φωτίσῃ καὶ
θὰ καταστήσῃ σοφοὺς καὶ συνετοὺς
τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀκάκους.
|
131
Τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα
πνεῦμα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου
ἐπεπόθουν. |
131
Ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ εἰσέπνευσα
τὸν ζωογόνον ἀέρα. Ἔτσι ἐλαχτάρησα
καὶ λαχταρῶ τὰς ἐντολάς σου.
|
131
Ἤνοιξα ἀσθμαίνων τὸ στόμα μου καὶ
προσπαθῶ νὰ ἑλκύσω καὶ νὰ εἰσπνεύσω
ἀέρα· ἔχω σφοδροτάτην ἐπιθυμίαν καὶ
πόθον θερμόν, ἅτινα ἔχουν ἀνάγκην ταχείας
καὶ ἐπειγούσης ἰκανοποιησεως· φλέγομαι
ὑπὸ τῆς δίψης τῶν προσταγμάτων σου,
καὶ ὁ πόθος μου αὐτὸς διὰ νὰ
μάθω καὶ ἐφαρμόσω τὰς ἐντολάς
σου, ἔχει τὸν ἀντίκτυπον αὐτὸν
καὶ εἰς τὸ σῶμα μου.
|
132
Ἐπίβλεψον ἐπ' ἐμὲ καὶ
ἐλέησόν με κατὰ τὸ κρῖμα
τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά
σου. |
132
Ρίξε ἕνα σπλαγχνικὸ βλέμμα εἰς
ἐμὲ καὶ ἐλέησέ με, σύμφωνα
μὲ τὴν ἀξιόπιστον ὑπόσχεσίν
σου νὰ προστατεύῃς ἐκείνους,
ποὺ σέβονται καὶ ἀγαποῦν τὸ
Ὄνομά σου. |
132
Ρῖψε εὐσπλαγχνικὸν τὸ βλέμμα σου καὶ
εἰς ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με
σύμφωνα μὲ τὴν δικαίαν καὶ ἀμετάκλητον
ἀπόφασίν σου νὰ προστατεύῃς ὅλους
ὅσοι σὲ ἀγαποῦν, εἰς τοὺς
ὁποίους ἡ ἀγαθότης σου ἔδωκε τὸ
δικαίωμα να ἐλπίζουν πάντοτε ἐπὶ τῶν
εὐσπλάγχνων διαθέσεών σου. |
133
Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ
τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω
μου πᾶσα ἀνομία. |
133
Κατεύθυνε τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα
μου σύμφωνα μὲ τὸ λόγιόν σου,
ὥστε καμμία παρανομία νὰ μὴ
κυριεύσῃ τὴν ψυχήν μου.
|
133
Συμμόρφωσε τὰς πράξεις μου καὶ ὅλην τὴν
συμπεριφοράν μου πρὸς τὰς ἐντολάς σου καὶ
οὕτως ἂς μὴ μὲ αἰχμαλωτίσῃ
καὶ κυριεύσῃ οἱαδήποτε ἀνομία.
|
134
Λύτρωσαί με ἀπὸ συκοφαντίας
ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τὰς ἐντολάς
σου. |
134
Γλύτωσέ με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων
καὶ ἐγὼ θὰ φυλάξω τὰς
ἐντολάς σου. |
134
Γλύτωσέ με ἀπὸ τὰς ψευδεῖς κατηγορίας
τῶν συκοφαντούντων με ἀνθρώπων, καὶ
ἐλεύθερος τότε ἀπὸ τὰς δυσκολίας καὶ
τὰ ἐμπόδια καὶ ἀπὸ τὴν
θλῖψιν καὶ στενοχώριαν τῶν συκοφαντιῶν
θὰ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου.
|
135
Τὸ πρόσωπόν σου ἐπίφανον ἐπὶ
τὸν δοῦλόν σου καὶ δίδαξόν
με τὰ δικαιώματά σου.
|
135
Ἄς ἐπιλάμψῃ καὶ ἂς φωτίσῃ
ἐμὲ τὸν δοῦλόν σου ἡ ἀγαθότης
καὶ ἡ καλωσύνη τοῦ προσώπου
σου· δίδαξέ με τὰ προστάγματά
σου. |
135
Ἂς ἐπιλάμψῃ ἡ εὐμένεια
καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ προσώπου σου εἰς
ἐμὲ τὸν δοῦλον σου· κατάπεμψον
τὰς χαρίτας τοῦ προσώπου σου εἰς ἐμέ·
καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου, ὥστε κατανοῶν
αὐτὰ βαθύτερον νὰ συμμορφωθῶ πρὸς
ταῦτα πλήρως. |
136
Διεξόδους ὑδάτων κατέδυσαν οἱ
ὀφθαλμοί μου, ἐπεὶ οὐκ ἐφύλαξα
τὸν νόμον σου. |
136
Εἰς τὰ ἀφθόνως ἀναβλύζοντα
δάκρυά μου ἐβυθίσθησαν τὰ μάτια
μου· καὶ τοῦτο, διότι δὲν ἐτήρησα
πάντοτε τὸν Νόμον σου.
|
136
Εἰς ποταμοὺς δακρύων ἐβυθίσθησαν τὰ
μάτια μου καὶ κρουνηδὸν ἔρρευσαν τὰ
δάκρυά μου, ἐπειδὴ συνῃσθάνθην ἐν
συντριβῇ τὴν ἐνοχήν μου, ὅταν κάποτε
δὲν ἐφύλαξα τὸν νόμον σου.
|
-137
Δίκαιος, εἶ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι
αἱ κρίσεις σου. |
-137
Δίκαιος εἶσαι, Κύριε, καὶ αἱ
ἀποφάσεις σου εἶναι ὀρθαὶ καὶ
εὐθεῖαι. |
137
Δίκαιος εἶσαι, Κύριε· καὶ ὅ,τι σὺ
ἀποφασίζεις εἶναι ὀρθόν, ἀλάνθαστον
καὶ εὐθές. |
138
Ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά
σου καὶ ἀλήθειαν σφόδρα. |
138
Τὰ προστάγματά σου, Κύριε, τὰ
ὁποῖα ὡς ἐντολάς ἔδωσες
εἰς ἡμᾶς, εἶναι ἀπολύτως
δίκαια καὶ ἀληθινά.
|
138
Αἱ μαρτυρίαι, τὰς ὁποίας μᾶς
ἔδωκας ὡς νόμον καὶ ὡς ἐντολάς,
ἵνα τὰς τηρῶμεν, εἶναι δικαιοσύνη
ἄμεμπτος καὶ ἀλήθεια ἁγνοτάτη.
|
139
Ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου,
ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου
οἱ ἐχθροί μου.
|
139
Μὲ ἔλυωσεν ὡσὰν κερὶ ὁ
ζῆλος μου διὰ τὴν δόξαν τοῦ
Ὀνόματός σου, διότι οἱ ἐχθροί
μου ἐλησμόνησαν ἐντελῶς τὰς
ἐντολάς σου. |
139
Ὁ ὑπὲρ τῆς δόξης σου θερμὸς
καὶ φλογερὸς ζῆλος μου μὲ ἔκαμε
νὰ λυώσω ὡς κηρός, διότι εἶδα ὅτι
οἱ ἐχθροί μου ἐλησμόνησαν καὶ
δὲν ἔδωκαν καμμίαν προσοχὴν εἰς τοὺς
λόγους τῶν ἐντολῶν σου.
|
140
Πεπυρωμένον τὸ λόγιόν σου σφόδρα,
καὶ ὁ δοῦλός σου ἠγάπησεν
αὐτό. |
140
Εἶναι ὅμως ἄφρονες, διότι τὰ
λόγιά σου εἶναι ὁλοκάθαρα καὶ
ἀπαστράπτοντα, ὅπως τὸ χρυσάφι,
τὸ ὁποῖον ἐκαθαρίσθη εἰς
τὸ πυρωμένο καμίνι. Διὰ τοῦτο
ἐγὼ ὁ δοῦλος σου τὰ ἠγάπησα.
|
140
Ἀλλὰ πόσον εἶναι ἄφρονες! Διότι ὁ
λόγος σου, τὸν ὁποῖον περιεφρόνησαν, εἶναι
ἀκίβδηλος καὶ ἄδολος καὶ ἁγνὸς
καὶ ἀπὸ πᾶσαν πλάνην ἀνόθευτος,
ὅπως ὁ χρυσὸς ποὺ ἐκαθαρίσθη
εἰς τὸ πῦρ, δι’ αὐτὸ καὶ
ὁ ταπεινός σου δοῦλος ἠγάπησεν αὐτόν.
|
141
Νεώτερος ἐγώ εἰμι καὶ ἐξουδενωμένος·
τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. |
141
Μικρὸς κατὰ τὴν ἡλικίαν, καταφρονημένος
καὶ ἐξουδενωμένος εἶμαι μέσα
εἰς τὴν κοινωνίαν. Ἀλλὰ τὰς
ἐντολάς σου ποτὲ δὲν τὰς ἐλησμόνησα.
|
141
Εἶμαι ἄσημος ἐγὼ καὶ μικρὸς
καὶ περιφρονημένος, ὀσονδήποτε ὅμως
καὶ ἂν περιφρονοῦμαι ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, δὲν ἐλησμόνησα ποτὲ
τὰς ἐντολάς σου, εἰς τὰς ὁποίας
εὗρον παρηγορίαν καὶ ἐνίσχυσιν ἐν
μέσῳ τῶν καταφρονήσεων. |
142
Ἡ δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εἰς τὸν
αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια.
|
142
Ἡ δικαιοσύνη σου, Κύριε, εἶναι δικαοσύνη
αἰωνία καὶ ἀναλλοίωτος καὶ
ὁ Νόμος σου εἶναι αὐτὴ αὕτη
ἡ ἀλήθεια. |
142
Ἡ δικαιοσύνη σου εἶναι αἰωνία, εἰς
πᾶσαν δὲ ἐποχὴν καὶ ὑπὸ
πάντων τῶν ἐναρέτων καὶ ἐχεφρόνων
θὰ εὑρίσκεται ἐν τοῖς πράγμασι καὶ
θὰ ὁμολογῆται ὡς δικαιοσύνη ἄμεμπτος
καὶ ἐν πᾶσιν ἀκριβῆς, καὶ
ὁ νόμος σου θὰ ἀποδεικνύεται ὡς ἀπόλυτος
καὶ ἀδιάψευστος ἀλήθεια.
|
143
Θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν
με· αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου.
|
143
Μὲ εὑρῆκαν θλίψεις καὶ ἀνάγκαι,
ἀλλὰ αἱ ἐντολαί σου, Κύριε,
ἦσαν πάντοτε μελέτη καὶ παρηγορία
μου. |
143
Μὲ ηὗραν θλίψεις καὶ στενοχωρίαι καὶ
ἀνάγκαι πιεστικαὶ αἱ ἐντολαί σου εἶναι
ἡ παρηγοροῦσα καὶ ἐνισχύουσά
με σπουδὴ καὶ μελέτη. |
144
Δικαιοσύνη τὰ μαρτύριά σου εἰς
τὸν αἰῶνα· συνέτισόν με,
καὶ ζήσομαι. |
144
Τὰ προστάγματά σου εἶναι δίκαια,
αἰώνια καὶ ἀναλλοίωτα. Συνέτισέ
με διὰ μέσου αὐτῶν, ὥστε νὰ
ζήσω ἐγὼ σύμφωνα μὲ τὸ
ἅγιον θέλημά σου. |
144
Αἱ μαρτυρίαι τοῦ στόματός σου εἶναι
πάντοτε ἡ ἔκφρασις τῆς αἰωνίας δικαιοσύνης
καὶ ὁ δι' αὐτῶν συνετισθεὶς
θὰ ζήσῃ αἰωνίως. Δὸς λοιπὸν
καὶ εἰς ἐμὲ τὴν σύνεσιν ταύτην
καὶ θὰ ζήσω. |
-145
Ἐκέκραξα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ
μου· ἐπάκουσόν μου, Κύριε, τὰ
δικαιώματά σου ἐκζητήσω.
|
-145
Μὲ ὅλην μου τὴν καρδία ἔκραξα
πρὸς σέ· ἄκουσε καὶ κάμε
δεκτήν, Κύριε, τὴν προσευχήν μου.
Ἐγὼ δὲ θὰ ζητήσω νὰ μάθω
καὶ νὰ κατανοήσω τὰς ἐντολάς
σου. |
145
Μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν ἐδεήθην καὶ
ἐφώναξα μετὰ κραυγῆς ἰσχυράς·
ἄκουσε καὶ κάνε δεκτήν, Κύριε, τὴν δέησίν
μου, ὁπότε καὶ ἐγὼ ἀπαλλασσόμενος
τῶν ἐμποδιζόντων με πειρασμῶν μὲ
πόθον πολὺν θὰ ἐπιδοθῶ εἰς τὴν
γνῶσιν καὶ τήρησιν τῶν δικαιωμάτων σου.
|
146
Ἐκέκραξά σοι· σῶσόν με,
καὶ φυλάξω τὰ μαρτύριά σου.
|
146
Ἔκραξα πρὸς σέ, Κύριε· σῶσε
καὶ περιφρούρησε τὴν ζωήν μου, ποὺ
κινδυνεύει, καὶ ἐγὼ θὰ φυλάξω
τὰς ἐντολάς σου. |
146
Ἐφώναξα ἰσχυρῶς παρακαλῶν σε,
Κύριε· σῶσόν με ἀπὸ τοὺς περιστοιχίζοντάς
με κινδύνους, καὶ θὰ φυλάξω διὰ τῆς
χάριτός σου τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας
σου. |
147
Προέφθασα ἐν ἀωρίᾳ καὶ
ἐκέκραξα, εἰς τοὺς λόγους σου
ἐπήλπισα. |
147
Πολὺ ἐνωρίς, πρὶν περάσῃ
ἡ νύκτα, ἐγὼ ἐσηκώθηκα
καὶ προσηυχήθην μὲ κραυγὴν πρὸς
σὲ, διότι ἤλπισα εἰς τὰ λόγια
σου. |
147
Προέλαβον προτοῦ νὰ διαλυθοῦν τὰ σκότη
τῆς νυκτὸς καὶ ἐσηκώθην ἐνωρὶς
καὶ πρόωρα ἀπὸ τὴν κλίνην καὶ
σὲ παρεκάλεσα μετὰ φωνῆς ἰσχυρᾶς·
εἰς τὰς ὑποσχέσεις ποὺ περιέχονται
εἰς τοὺς λόγους σου ἐστήριξα τὴν
ὅλην ἐλπίδα μου. |
148
Προέφθασαν οἱ ὀφθαλμοί μου πρὸς
ὄρθρον τοῦ μελετᾶν τὰ λόγιά
σου. |
148
Ἤνοιξαν τὰ μάτια μου πολὺ ἐνωρίς,
ἐνῷ ἀκόμη ἦτο βαθὺς ὄρθρος,
διὰ νὰ μελετήσω τοὺς λόγους
σου. |
148
Ἐπρόλαβον τὰς αὐγὰς τῆς ἡμέρας
καὶ ἠγρύπνησαν οἱ ὀφθαλμοί μου
εἰς τὸν καιρὸν τοῦ πρωϊνοῦ σκότους
διὰ νὰ μελετοῦν τὰ λογία σου.
|
149
Τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ
τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμα
σου ζῆσόν με. |
149
Ἄκουσε, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς
δεήσεώς μου, σύμφωνα μὲ τὴν
εὐσπλαγχνίαν σου, καὶ κατὰ τὴν
δικαίαν σου ἀπόφασιν περιφρούρησε
καὶ παράτεινε τὴν ζωήν μου.
|
149
Ἄκουσε, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς
μου σύμφωνα μὲ τὴν εὔσπλαγχνον διάθεσιν
ποὺ ἔχεις νὰ ἐλεῆς τοὺς
δούλους σου· δός μου ζωήν, σύμφωνα μὲ τὴν
ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν ἀνέκαθεν ἔχεις
λάβει νὰ δεικνύῃς ἔλεος εἰς τοὺς
πιστούς σου. |
150
Προσήγγισαν οἱ καταδιώκοντές με ἀνομίᾳ,
ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου ἐμακρύνθησαν.
|
150
Οἱ ἐχθροί μου, ποὺ ἀδίκως
καὶ παραλόγως μὲ καταδιώκουν, μὲ
ἐπλησίασαν, διὰ νὰ μὲ ἐξοντώσουν.
Αὐτοὶ ὅμως εὑρίσκονται μακρὰν
ἀπὸ τὸ ἅγιον θέλημά σου.
|
150
Αὐτοὶ ποὺ μὲ καταδιώκουν, χωρὶς
νὰ διστάζουν πᾶσαν παράβασιν τοῦ νόμου σου
νὰ ἀποτολμήσουν πρὸς ἐξόντωσίν
μου, μὲ ἐπλησίασαν, ἀπὸ τὸν
νόμον σου δὲ ἐμακρύνθησαν καὶ εἶναι
διατεθειμένοι πᾶσαν παρανομίαν νὰ μετέλθουν εἰς
βάρος μου. |
151
Ἐγγὺς εἶ, Κύριε, καὶ πᾶσαι
αἱ ὁδοί σου ἀλήθεια.
|
151
Ἀλλὰ σύ, Κύριε, εἶσαι κοντά
μου. Ὅλοι δὲ οἱ τρόποι ἐνεργείας
σου πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους
εἶναι δίκαιοι καὶ ἀληθινοί. |
151
Ἀλλὰ σύ, Κύριε, εἶσαι πλησίον μου καὶ
ὅπως σὺ εἶσαι ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια,
οὕτω καὶ οἱ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους
τρόποι σου ἐπὶ τῆς ἀληθείας βασίζονται
καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχω πεποίθησιν εἰς
τὸ ἀληθὲς καὶ βέβαιον τῶν ὑποσχέσεών
σου, τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν σωτηρίαν
τῶν ἐλπιζόντων ἐπὶ σέ.
|
152
Κατ' ἀρχὰς ἔγνων ἐκ τῶν μαρτυρίων
σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐθεμελίωσας
αὐτά. |
152
Ἀπ' ἀρχῆς ἐγώ, Κύριε,
ἐγνώρισα καὶ κατενόησα τὰ μαρτύριά
σου καὶ ἐπείσθην ἀπολύτως, ὅτι
αἱ ἐντολαί σου ἔχουν αἰώνια
τὰ θεμέλιά των. |
152
Παλαιόθεν καὶ ἀπ’ ἀρχῆς γνωρίζω ἀπὸ
τὰς ἐν τῇ Γραφῇ μαρτυρίας σου, ὅτι
αὗται εἶναι τόσον ἀληθεῖς καὶ
δίκαιαι, ὥστε δὲν πρόκειται να διαψευσθοῦν
καὶ νὰ χάσουν τὸ κῦρος των ποτέ,
ἀλλ’ εἶναι θεμελιωμένοι ἀπὸ σὲ
διὰ να εἶναι αἰώνιαι.
|
-153
Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἐξελοῦ
με, ὅτι τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην.
|
153
Ἴδε τὴν καταφρόνησιν καὶ τὴν
ἐξουθένωσιν, εἰς τὴν ὁποίαν
μὲ ἔχουν ρίξει οἱ ἐχθροί
μου, καὶ σπεῦσε νὰ μὲ βγάλῃς
ἀπὸ αὐτήν, διότι ἐγὼ
δὲν ἐλησμόνησα ποτὲ τὸν Νόμον
σου. |
153
Ἴδε εἰς ποίαν ταπείνωσιν καὶ εἰς ποῖον
ἐξευτελισμὸν μὲ κατέρριψαν οἱ ἐχθροί
μου. Λυπήσου με καὶ σπεῦσον νὰ μὲ
ἀπαλλάξῃς, διότι δὲν ἐλησμόνησα
τὸν νόμον σου, ὅπως τὸν ἐλησμόνησαν
οἱ ἐχθροί μου. |
154
Κρῖνον τὴν κρίσιν μου καὶ λύτρωσαί
με· διὰ τὸν λόγον σου ζῆσόν
με. |
154
Σύ, ὡσὰν δίκαιος ποὺ εἶσαι,
κρῖνε μὲ δικαιοσύνην τὴν ὑπόθεσίν
μου καὶ ἁπάλλαξέ με ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μου. Σύμφωνα δὲ
μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου περιφρούρησε
καὶ παράτεινε τὴν ζωήν μου.
|
154
Κάμε κρίσιν ἐπὶ τῆς δικαίας ὑποθέσεωςμου
καὶ γενοῦ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρ μου·
διὰ τὰς ἐν τῷ λόγῳ σου περιλαμβανομένας
ὑποσχέσεις ζωοποίησόν με. |
155
Μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία,
ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν.
|
155
Ἡ σωτηρία τῶν δικαίων εἶσαι
σύ. Ἡ σωτηρία ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν
εἶναι μακράν, εἶναι ἀνύπαρκτος,
διότι δὲν ἐζήτησαν νὰ μελετήσουν
καὶ νὰ καταμάθουν τὰς ἐντολάς
σου. |
155
Εἶναι μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἡ σωτηρία, διότι τὰς ἐντολὰς καὶ
τὰ καθήκοντα, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν
δικαιούσαι ν’ ἀξιοῖς ἀπὸ ἡμᾶς,
δὲν τὰ ἐπόθησαν οὔτε τὰ ἐλογάριασαν.
|
156
Οἱ οἰκτιρμοί σου πολλοί, Κύριε·
κατὰ τὸ κρίμα σου ζῆσόν με.
|
156
Τὰ ἐλέη σου, Κύριε, εἶναι πολλά.
Σύμφωνα μὲ τὴν εὔσπλαγχνον κρίσιν
σου περιφρούρησε καὶ παράτεινε τὴν
ζωήν μου. |
156
Οἱ οἰκτιρμοί σου εἶναι πολλοὶ καὶ
ἡ εὐσπλαγχνία σου μεγάλη, Κύριε· συμφώνως
πρὸς τὴν φιλάνθρωπον καὶ φιλεύσπλαγχνον
κρίσιν σου δός μου ζωήν. |
157
Πολλοὶ οἱ ἐκδιώκοντές με καὶ
θλίβοντές με· ἐκ τῶν μαρτυρίων
σου οὐκ ἐξέκλινα.
|
157
Πολλοὶ εἶναι οἱ ἐχθροί μου,
ποὺ μὲ καταδιώκουν καὶ μὲ καταθλίβουν.
Ἐγὼ ὅμως ποτὲ δὲν παρεξέκλινα
ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου.
|
157
Εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ μὲ
διώχνουν καὶ μὲ στενοχωροῦν προκαλοῦντες
εἰς ἐμὲ θλίψεις μεγάλας· ἀλλ’
ὅμως ἐγὼ δὲν ἀπεμακρύνθην οὐδ’
ἐπ’ ἐλάχιστον ἀπὸ τὰς μαρτυρίας
σου. |
158
Εἶδον ἀσυνετοῦντας καὶ ἐξετηκόμην,
ὅτι τὰ λόγιά σου οὐκ ἐφυλάξαντο.
|
158
Εἶδα ἀσυνέτους ἀνθρώπους νὰ
ἀπορρίπτουν τὰς ἐντολάς σου
καὶ ἔλυωνα ἀπὸ τὸν πόνον,
διότι αὐτοὶ δὲν ἐτήρησαν
τὰ λόγια σου. |
158
Εἶδον αὐτοὺς ποὺ ἀπωθοῦν
τὴν σύνεσιν, τὴν ὁποίαν ὁ φόβος σου
καὶ ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν σου
ἐμπνέει, καὶ ἀπὸ τὸν ζῆλον
καὶ τὴν θλῖψιν μου ἔλυωνα, διότι δὲν
ἐφύλαξαν τὰ θεῖα σου λόγια.
|
159
Ἴδε ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα·
Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου ζῆσόν
με. |
159
Ἴδε ὅμως, Κύριε, ὅτι ἐγὼ
ἠγάπησα μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν
τὰς ἐντολάς σου. Κύριε, κατὰ
τὸ μέγα ἔλεός σου, χάρισέ
μου ἀσφαλῆ καὶ μακρὰν τὴν ζωήν.
|
159
Ἴδε πόσον ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου·
Κύριε, δεῖξε καὶ πρὸς ἐμὲ τὸ
ἔλεός σου καὶ δῶσε μου ζωήν.
|
160
Ἀρχὴ τῶν λόγων σου ἀλήθεια,
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα πάντα
τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου.
|
160
Ἀρχή, βάσις καὶ περιεχόμενον
τῶν λόγων σου εἶναι ἡ ἀλήθεια
καὶ ὅλαι αἱ κρίσεις τῆς δικαιοσύνης
σου εἶναι αἰώνιοι καὶ ἀμετάθετοι.
|
160
Θεμέλιον καὶ περίληψις τῶν λόγων σου εἶναι
ἡ ἀλήθεια, καὶ αἱ κρίσεις τῆς
δικαιοσύνης σου ὅλαι εἶναι αἰώνιαι καὶ
ἀμετάθετοι καὶ κανεὶς δὲν δυναταὶ
νὰ ἀνατρέψῃ αὐτάς.
|
-161
Ἄρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ
ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν
ἡ καρδία μου. |
-161
Ἄρχοντες ἀσεβεῖς μὲ κατεδίωξαν
χωρὶς λόγον καὶ ἀφορμήν. Δὲν
τοὺς ἐφοβήθην. Ἀπὸ τοὺς
λόγους σου μόνον ἐδειλίασεν ἡ
καρδία μου, μήπως τυχὸν καὶ τοὺς
παραβῶ. |
161
Ἄρχοντες ἀλλόθρησκοι μὲ κατεδίωξαν
ἀναιτίως, ἀλλὰ δὲν ἐφοβήθην
αὐτοὺς καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς
λόγους σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου, φοβηθεῖσα
μήπως ἀθετοῦσα αὐτοὺς ἐμπέσῃ
εἰς τὸ φοβερόν σου κρίμα.
|
162
Ἀγαλλιάσομαι ἐγὼ ἐπὶ τὰ
λόγιά σου ὡς ὁ εὑρίσκων
σκῦλα πολλά. |
162
Ἐγὼ θὰ χαρῶ τόσον πολὺ
ἀπὸ τὴν μελέτην, τὴν ἀποδοχὴν
καὶ ἐφαρμογὴν τῶν λόγων σου,
ὡσὰν ὁ νικητὴς ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος εὑρίσκει πολλὰ
καὶ πολύτιμα λάφυρα.
|
162
Τόσον μεγάλην ἀγαλλίασιν μοῦ φέρει ἡ ἀνάγνωσις
καὶ ἐφαρμογὴ τῶν λόγων σου, ὅσην
αἰσθάνεται καὶ μαχητής, ὁ ὁποῖος
εὑρίσκει λάφυρα πολλά. |
163
Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην,
τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα.
|
163
Ἐμίσησα καὶ ἐσιχάθηκα τὴν
ἀδικίαν. Τὸν δὲ Νόμον σου ἠγάπησα.
|
163
Ἐμίσησα καὶ ἐκ βάθους ἐσιχάθην
πᾶσαν ἀδικίαν, ἠγάπησα δὲ τὸν
νόμον σου, τὸν ὁποῖον θέλγομαι μελετῶν
καὶ εὐφραίνομαι ἐφαρμόζων.
|
164
Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά
σε ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης
σου. |
164
Πολλὲς φορὲς κατὰ τὸ διάστημα
τῆς ἡμέρας σε ἐδοξολόγησα διὰ
τὰς δικαίας κρίσεις σου.
|
164
Πολλάκις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας
σὲ ἐδοξολόγησα διὰ τὰς δικαίας
κρίσεις τῆς νομοθεσίας σου καὶ τῶν ἀνταποδόσεών
σου. |
165
Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι
τὸν νόμον σου, καὶ οὐκ ἔστιν
αὐτοῖς σκάνδαλον.
|
165
Εἰρήνη πολλὴ βασιλεύει εἰς τὴν
καρδίαν ἐκείνων, ποὺ ἀγαποῦν
καὶ φυλάττουν τὸν Νόμον σου. Δὲν
ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς σκάνδαλον,
ποὺ νὰ σκοντάπτουν ἐπάνω του,
νὰ τοὺς ἀναταράσσῃ καὶ
νὰ τοὺς κλονίζῃ.
|
165
Εἰρήνη πολλὴ κυριαρχεῖ εἰς τὴν
ψυχὴν ἐκείνων, ποὺ ἀγαποῦν καὶ
φυλάττουν τὸν νόμον σου, καὶ οὔτε ἀπὸ
πειρασμόν τινα κλονίζονται, οὔτε ἐν τῇ ἀρετῇ
σκοντάπτουν. |
166
Προσεδόκων τὸ σωτήριόν σου, Κύριε,
καὶ τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα.
|
166
Πάντοτε, Κύριε, ἀπὸ σὲ ἐπερίμενα
τὴν σωτηρίαν, καὶ τὰς ἐντολάς
σου ἠγάπησα. |
166
Ἀκλόνητος εἰς τὴν πρὸς σὲ ἐλπίδα
ἐπερίμενα, Κύριε, τὴν παρὰ σοῦ σωτηρίαν,
καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἠγάπησα τὰς
ἐντολάς σου, προσπαθῶν πάντοτε να τηρῶ αὐτάς.
|
167
Ἐφύλαξεν ἡ ψυχή μου τὰ μαρτύριά
σου καὶ ἠγάπησεν αὐτὰ σφόδρα.
|
167
Ἡ ψυχή μου ἐφύλαξε τὰς ἐντολάς
σου, διότι θερμότατα τὰς ἔχει ἀγαπήσει.
|
167
Ἐφύλαξεν ἡ ψυχή μου τὰς ἐν τῷ
νόμῳ μαρτυρίας σου καὶ ἡ τήρησις αὕτη
ἐνίσχυσε τὸν πρὸς αὐτὰς
ἔρωτά μου, ὁ ὁποῖος ἤναψε
εἰς τὴν καρδίαν μου σφοδρός.
|
168
Ἐφύλαξα τὰς ἐντολάς σου καὶ
τὰ μαρτύριά σου, ὅτι πᾶσαι αἱ
ὁδοί μου ἐναντίον σου, Κύριε.
|
168
Ἐφύλαξα τὰς ἐντολάς σου καὶ
τὰ μαρτύριά σου, Κύριε, διότι
ἔχω τὴν συναίσθησιν ὅτι ὅλαι
αἱ πορεῖαι τῆς ζωῆς μου εὑρίσκονται
ἐνώπιόν σου. |
168
Ἐφύλαξα τὰς ἐντολὰς καὶ τὰς
μαρτυρίας σου, διότι συνησθανόμην, ὅτι ὁλόκληρος
ἡ συμπεριφορά μου καὶ κάθε τι ποὺ σκέπτομαι
ἡ ἐνεργῷ εἶναι ἐκτεθειμένα εἰς
τὸ ὄμμα σου. Κύριε, καὶ παρακολουθεῖς
αὐτά. |
-169
Ἐγγισάτω ἡ δέησίς μου ἐνώπιόν
σου, Κύριε· κατὰ τὸ λόγιόν
σου συνέτισόν με. |
-169
Ἂς πλησιάσῃ, λοιπόν, ἐνώπιον
τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης σου ἡ
δέησίς μου, Κύριε, καὶ σύμφωνα
μὲ τὴν ρητὴν ὑπόσχεσίν
σου ὅτι ἀκούεις τὰς προσευχάς
μας, δός μου σύνεσιν καὶ φωτισμόν.
|
169
Ἂς πλησιάσῃ ἡ δέησίς μου πρὸ τοῦ
θρόνου σου καὶ ἂς φθάσῃ εἰς σέ. Κύριε·
δός μου σύνεσιν καὶ σοφίαν καὶ σώζουσαν
γνῶσιν σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου,
ὅτι θὰ φωτίζῃς τοὺς ἐπικαλουμένους
σέ. |
170
Εἰσέλθοι τὸ ἀξίωμά μου
ἐνώπιόν σου, Κύριε· κατὰ
τὸ λόγιόν σου ρῦσαί με.
|
170
Εἴθε νὰ φθάσῃ εἰς σέ,
Κύριε, ἡ ἱερὰ αὐτὴ ἀξίωσίς
μου. Κύριε, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
σου, γλύτωσέ με ἀπὸ τοὺς διαφόρους
κινδύνους, ποὺ ἀπειλοῦν τὴν
ζωήν μου. |
170
Εἴθε νὰ φθάσῃ μέχρι σοῦ. Κύριε, ἡ
ἐπίμονος ἀξίωσις τῆς προσευχῆς μου,
ἡ λέγουσα· σύμφωνα μὲ τὴν εἰς
τὸν ἀψευδῆ λόγον σου ὑπόσχεσίν σου,
γενοῦ ρύστης μου καὶ σωτήρ μου.
|
171
Ἐξερεύξαιντο τὰ χείλη μου ὕμνον,
ὅταν διδάξῃς με τὰ δικαιώματά
σου. |
171
Εἴθε ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ
τὰ χείλη μου νὰ ἀναβλύζουν πλούσιοι
ὕμνοι εἰς δόξαν σου. Καὶ τοῦτο
θὰ γίνη, ὅταν μὲ διδάξῃς
τὰ προστάγματά σου. |
171
Θὰ ἀναβλύσῃ καὶ θὰ ἀναπηδήσῃ
ἀπὸ τὰ χείλη μου συνεχὴς καὶ
ἀκατάπαυστος ὕμνος, ὅταν θὰ μὲ
διδάξῃς τὴν γνῶσιν καὶ τὴν τήρησιν
τῶν δικαιωμάτων σου. |
172
Φθέγξαιτο ἡ γλῶσσά μου τὰ λόγιά
σου, ὅτι πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου
δικαιοσύνη. |
172
Εἴθε ἡ γλῶσσά μου νὰ ὁμιλῇ
καὶ νὰ διαλαλῇ πάντοτε τὰ λόγια
σου, διότι ὅλαι αἱ ἐντολαί σου
εἶναι δίκαιαι καὶ ὀρθαί.
|
172
Εἴθε ἡ γλῶσσα μου νὰ ἀποκτήσῃ
τὴν ἕξιν ὅπως λέγῃ πάντοτε τὰ
θεῖα σοῦ λόγια, διότι ὅλαι αἱ ἐντολαί
σου ἐκφράζουν καὶ διδάσκουν τὸ δίκαιον
καὶ τὴν ἀρετήν. |
173
Γενέσθω ἡ χείρ σου τοῦ σῶσαί
με, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ᾑρετισάμην. |
173
Ἂς ἀπλωθῇ πρὸς ἐμὲ τὸ
προστατευτικό σου χέρι, διὰ νὰ μὲ
σώσῃς, διότι ἐγώ, ὑπὲρ
πάντα τὰ ἄλλα, ἐπροτίμησα καὶ
ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου.
|
173
Ἂς ἀπλωθῇ ἐπάνω μου ἡ
παντοδύναμος χείρ σου διὰ νὰ μὲ σώσῃ,
διότι τὰς ἐντολάς σου ἐπροτίμησα ἀπὸ
κάθε γήϊνον καὶ εἰς αὐτὰς εὐηρεστήθην.
|
174
Ἐπεπόθησα τὸ σωτήριόν σου, Κύριε,
καὶ ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι.
|
174
Μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν ἐπόθησα
τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν σύ,
Κύριε, δίδεις, καὶ ὁ Νόμος σου
εἶναι παντοτεινή μου μελέτη. |
174
Ἐπόθησα μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν τὴν
σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν σύ, Κύριε, παρέχεις, καὶ
δι’ αὐτὸ μελετῶ διαρκῶς τὸν
νόμον σου, ἵνα συμμορφούμενος πρὸς αὐτὸν
ἐπιτύχω ταύτην. |
175
Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει
σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει
μοι. |
175
Χάρις εἰς τὴν ἰδικήν σου προστασίαν
θὰ ζήσω καὶ θὰ σὲ ὑμνῷ,
αἱ δὲ δίκαιαι κρίσεις σου θὰ
μὲ βοηθήσουν. |
175
Διὰ τῆς προστασίας καὶ χάριτός σου θὰ
ζήσῃ ἡ ψυχή μου καὶ θὰ σὲ ὑμνήσῃ
εὐγνωμόνως, καὶ θὰ μὲ βοηθήσουν
αἱ σοφαὶ καὶ ἀγαθαὶ κρίσεις
καὶ βουλαὶ τῆς προνοίας σου. |
176
Ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός·
ζήτησον τὸν δοῦλόν σου, ὅτι
τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην. |
176
Ἐπλανήθην, Κύριε, σὰν ἀπολωλὸς
πρόβατον, μὴ μὲ ἀφήσῃς·
ἀναζήτησε ἐμὲ τὸν δοῦλον
σου, διότι ποτὲ ἐγὼ δὲν ἐλησμόνησα
τὰς ἐντολάς σου. |
176
Ἐπλανήθην καὶ ἐγὼ σὰν τὸ
χαμένον πρόβατον· μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς,
ἀλλὰ ζήτησον νὰ εὕρῃς ἐμὲ
τὸν δοῦλον σου, διότι ὀσονδήποτε καὶ
ἂν ἐπλανήθην, δὲν ἐξέχασα τὰς
ἐντολάς σου. |