Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
Ἐξελοῦ
με, Κύριε, ἐξ ἀνθρώπου πονηροῦ,
ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ρῦσαί
με, |
λύτωσέ
με, Κύριε, ἀπὸ πονηρὸν ἄνθρωπον·
ἀπὸ ἄδικον ἄνθρωπον σῶσε με.
|
λύτωσέ
με, Κύριε, ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον πονηρόν, ἀπὸ
κάθε ἄνθρωπον ἄδικον σῶσόν με·
|
3
οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν
καρδίᾳ, ὅλην τὴν ἡμέραν
παρετάσσοντο πολέμους·
|
3
Αὐτοὶ συνεχῶς σκέπτονται ἀπὸ
μέσα των καὶ καταστρώνουν σχέδια νὰ
μὲ ἀδικήσουν. Ὅλην τὴν ἡμέραν
προετοιμάζονται καὶ ζητοῦν ἀφορμὰς
δι' ἔριδας καὶ μάχας.
|
3
ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι
μέσα εἰς τὰς καρδίας των σκέπτονται μόνον πῶς
νὰ κάμνουν τὴν ἀδικίαν, καθ' ὅλην
τὴν ἡμέραν ἀναζητοῦν ἀφορμὰς
συγκρούσεων καὶ ἐρίδων καὶ γίνονται προκλητικοὶ
σὰν νὰ παρατάσσωνται εἰς πολέμους.
|
4
ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ
ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ
τὰ χείλη αὐτῶν. (διάψαλμα)
|
4
Ἐτρόχισαν τὴν συκοφαντικήν των γλῶσσαν,
τὴν ἔκαμαν ὡσὰν τοῦ φιδιοῦ.
Δηλητήριον ὀχιᾶς ὑπάρχει κάτω
ἀπὸ τὰ χείλη των.
|
4
Ἐτρόχισαν τὴν συκοφαντικὴν γλῶσσαν
των καὶ κατέστησαν αὐτὴν διὰ τῆς
συκοφαντίας ὁμοίαν πρὸς τὴν γλῶσσαν
ὄφεως, δηλητήριον ἐχιδνῶν καὶ ἀσπίδων
ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ συκοφαντικὰ
χείλη των. |
5
Φυλάξόν με, Κύριε, ἐκ χειρὸς
ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπων
ἀδίκων ἐξελοῦ με, οἵτινες διελογίσαντο
τοῦ ὑποσκελίσαι τὰ διαβήματά
μου· |
5
Φύλαξέ με, Κύριε, ἀπὸ τὸ
χέρι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Γλύτωσέ
με ἀπὸ ἀδίκους ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι ἐσκέφθησαν νὰ
μὲ ἀνατρέψουν καὶ καταπατήσουν
εἰς τὸ ἔδαφος.
|
5
Φύλαξέ με, Κύριε, ἀπὸ τὴν χεῖρα κάθε
ἁμαρτωλοῦ καὶ συκοφάντου, γλύτωσέ με ἀπὸ
ἀνθρώπους ἀδίκους καὶ ἐκβιαστάς, οἱ
ὁποῖοι ἐσχεδίασαν μὲ τὸν
νοῦν τους, πῶς δι' ἐνέδρας νὰ μὲ
ἀνατρέψουν καὶ νὰ μοῦ προκαλέσουν
πτῶσιν κατὰ τὴν ἀμέριμνον καὶ
ἀνύποπτον πορείαν μου. |
6
ἔκρυψαν ὑπερήφανοι παγίδα μοι καὶ
σχοινία διέτειναν, παγίδας τοῖς ποσί
μου, ἐχόμενα τρίβου σκάνδαλα ἔθεντό
μοι. (διάψαλμα). |
6
Ἐγωϊσταὶ καὶ ἰδιοτελεῖς ἄνθρωποι
μοῦ ἔστησαν κρυφὰ παγίδα. Ἤπλωσαν,
ὡσὰν σχοινία, τὰ δίκτυα τῆς
δολιότητός των, διὰ νὰ παγιδεύσουν
τὰ πόδια μου. Καὶ πλησίον εἰς
τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
θὰ ἐπερνοῦσα, ἐτοποθέτησαν προσκόμματα,
διὰ νὰ σκοντάψω.
|
6
Οἱ περιφρονοῦντες τοὺς πάντας ὑπερήφανοι
ἔστησαν κρυφίαν παγίδα διὰ νὰ μὲ συλλάβουν
καὶ ἤπλωσαν ὡς ἄλλα σχοινία καὶ
δίκτυα δολίας ἐπιβουλὰς διὰ νὰ παγιδεύσουν
τοὺς πόδας μου καὶ ἐμπλέξουν τούτους
εἰς αὐτάς, κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου,
ποὺ θὰ διέβαινον, ἔθεσαν προσκόμματα διὰ
νὰ σκοντάψω ἐπ’ αὐτῶν καὶ κρημνισθῶ.
|
7
Εἶπα τῷ Κυρίῳ· Θεός μου
εἶ σύ, ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν
φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.
|
7
Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ κινδύνου
εἶπα εἰς τὸν Κύριον: Σὺ εἶσαι
ὁ Θεός μου. Ἄκουσε, Κύριε, καὶ
κάμε δεκτὴν τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς
μου.
|
7
Πρὸ τῆς μεγάλης ταύτης ἐπιβουλῆς εἶπα
πρὸς τὸν Κύριον· Σὺ καὶ μόνος σὺ
εἶσαι ὁ Θεός μου· εὐδόκησον νὰ
δεχθῇς εἰς τὰ ὦτα σου τὴν φωνὴν
τῆς ἱκετευτικῆς προσευχῆς μου.
|
8
Κύριε Κύριε, δύναμις τῆς σωτηρίας
μου. Ἐπεσκίασας ἐπὶ τὴν κεφαλήν
μου ἐν ἡμέρᾳ πολέμου.
|
8
Κύριε, Κύριε, σὺ εἶσαι ἡ δύναμις,
διὰ τῆς ὁποίας καὶ μόνης
ἐγὼ θὰ σωθῶ. Ἔρριψες τὴν
σκιὰν τῆς προστασίας σου, ὡς ἰσχυρὰν
περικεφαλαίαν, ἐπάνω εἰς τὸ
κεφάλι μου κατὰ τὴν ἡμέραν,
ποὺ ἐκεῖνοι μὲ ἐπολεμοῦσαν.
|
8
Κύριε, Κύριε, εἶσαι ἡ ἀκαταγώνιστος δύναμις,
ἡ ὁποία ἐργάζεται τὴν σωτηρίαν μου·
ἔρριψας τὴν σκιὰν τῆς προστασίας σου,
ὡς ἄλλην ἀπρόσβλητον περικεφαλαίαν ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς μου κατὰ τὰς ἡμέρας
τοῦ πολέμου. |
9
Μὴ παραδῷς με, Κύριε, ἀπὸ τῆς
ἐπιθυμίας μου ἁμαρτωλῷ· διελογίσαντο
κατ' ἐμοῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς
με, μήποτε ὑψωθῶσιν. (διάψαλμα).
|
9
Μὴ μὲ παραδώσῃς, Κύριε, εἰς
τὰ χέρια ἁμαρτωλοῦ, πρᾶγμα τὸ
ὁποῖον βαθύτατα ἀποστρέφομαι.
Ἐκεῖνοι συνέλαβαν καὶ κατέστρωσαν
ἐναντίον μου σχέδια ἐξοντώσεως.
Μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς καὶ
ἐπιτύχουν τὰ σχέδιά των, διὰ
νὰ μὴ ὑπερηφανευθοῦν ἀπέναντι
τῶν ἀνθρώπων σου.
|
9
Μὴ μὲ παραδώσῃς καὶ τώρα, Κύριε, ἀντιθέτως
πρὸς τὸν πόθον καὶ τὴν ἐπιθυμίαν
μου εἰς χεῖρας ἁμαρτωλοῦ· συνέλαβον
διὰ τῆς διανοίας των ἐξοντωτικὰ σχέδια
κατ' ἐμοῦ. Μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς
καὶ ἐπιτύχουν τὰ σχέδιά των, διότι
φόβος ὑπάρχει νὰ ὑψωθοῦν, καὶ
ἀγέρωχοι καθιστάμενοι νὰ καταστοῦν τρόμος
τῶν ἐναρέτων. |
10
Ἡ κεφαλὴ τοῦ κυκλώματος αὐτῶν,
κόπος τῶν χειλέων αὐτῶν καλύψει
αὐτούς. |
10
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς συμμορίας τῶν
ἐχθρῶν μου ἔχει ἀλαζονικῶς ὑψωμένην
τὴν κεφαλήν του. Ὅμως ἐπάνω
των θὰ πέσῃ καὶ θὰ τοὺς
σκεπάσῃ ἡ δολιότης καὶ ἡ
συκοφαντία τοῦ στόματός των.
|
10
Ὑψωμένη ὑπερηφάνως εἶναι ἡ κεφαλὴ
αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ περιεκύκλωσαν.
Θὰ ξαναπέσῃ ἐπ’ αὐτῶν καὶ
θὰ τοὺς καλύψῃ ἡ σχεδιασθεῖσα
μὲ κόπον καὶ πολλὴν σκέψιν ἀδικία,
τὴν ὁποίαν τὰ χείλη των ἐξέθεσαν καὶ
συνεβούλευσαν πρὸς ἐκτελεσιν.
|
11
Πεσοῦνται ἐπ' αὐτοὺς ἄνθρακες,
ἐν πυρὶ καταβαλεῖς αὐτούς, ἐν
ταλαιπωρίαις οὐ μὴ ὑποστῶσιν,
|
11
Θα πέσουν ἐπάνω εἰς τὰ κεφάλια
των ἀναμμένα κάρβουνα, θὰ τοὺς
ρίψῃς μέσα
εἰς τὴν φωτιάν, δὲν θὰ ἀνθέξουν
εἰς τὰς ταλαιπωρίας καὶ τὰς
τιμωρίας, ποὺ θὰ τοὺς ὑποβάλῃς.
|
11
Θὰ πέσουν ἐπὶ τῶν κεφαλῶν των
ἄνθρακες ἀναμμένοι· θὰ τοὺς καταρρίψῃς
μέσα εἰς τὸ πῦρ· θὰ ἐμπέσουν
εἰς βάσανα καὶ ταλαιπωρίας, τὰς ὁποίας
δὲν θὰ δύνανται νὰ βαστάσουν, ἀλλὰ
θὰ συντρίβουν ὑπὸ τὸ βάρος των.
|
12
ἀνὴρ γλωσσώδης οὐ κατευθυνθήσεται
ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνδρα ἄδικον
κακὰ θηρεύσει εἰς διαφθοράν.
|
12
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ἔχει ἐριστικὴν καὶ συκοφαντικὴν
τὴν γλῶσσαν, δὲν θὰ
κατευοδωθῇ εἰς
τὴν γῆν αὐτήν. Τὸν ἄδικον
ἄνθρωπον θὰ τὸν κυνηγήσουν καὶ
θὰ τὸν συλλάβουν,
ὡσὰν θήραμα, καὶ θὰ τὸν
ὁδηγήσουν εἰς τὴν καταστροφὴν
αἱ ταλαιπωρίαι καὶ αἱ συμφοραί.
|
12
Ἄνθρωπος ἔχων κακὴν καισυκοφαντικην γλῶσσαν
δὲν θὰ προκόψῃ, οὔτε θὰ ἔχῃ
καλὸν τέλος ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν
ἄδικον ἄνθρωπον θὰ συλλάβουν ὡς θήραμά
των δυστυχίαι καὶ συμφοραί, αἵτινες θὰ προκαλέσουν
τὴν καταστροφήν του. |
13
Ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν
κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην
τῶν πενήτων. |
13
Ἀπὸ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας
σου καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικήν μου
πεῖραν, ἔμαθα καὶ ἐπείσθην,
ὅτι ὁ Κύριος θὰ ὑπερασπίσῃ
τὴν δικαίαν ὑπόθεσιν τῶν πτωχῶν
καὶ θὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον
εἰς τοὺς ἐγκαταλελειμμένους καὶ
πτωχούς. |
13
Ἡ πίστις καὶ ἡ πεῖρα μὲ ἐδίδαξαν,
ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐκφέρῃ τὴν
ἀπόφασίν του διὰ τὴν δικαίαν ὑπόθεσιν
τῶν πτωχῶν, καὶ θὰ ἐκδικήσῃ
τὸ δίκαιον τῶν ἐγκαταλελειμμένων καὶ
ἐλεεινῶν. |
14
Πλὴν δίκαιοι ἐξομολογήσονται τῷ
ὀνόματί σου, κατοικήσουσιν εὐθεῖς
σὺν τῷ προσώπῳ σου. |
14
Ὅσον ὅμως καὶ ἂν εἰς μερικὰς
περιστάσεις ἐπικρατῇ ἀδικία,
οἱ δίκαιοι θὰ θριαμβεύσουν τελικῶς,
θὰ δοξολογήσουν τὸ ὄνομά σου,
Κύριε. Οἱ δὲ εὐθεῖς καὶ
εἰλικρινεῖς θὰ κατοικοῦν ἀσφαλεῖς
μαζῆ σου, Κύριε. |
14
Ὅσον καὶ ἂν ἀργοπορῇ τοῦτο
καὶ ἀπογοητεύωνται διὰ τοῦτο μερικοί,
οἱ δίκαιοι ὅμως θὰ δοξολογήσουν τὸ
ὄνομά σου καὶ οἱ εὐθεῖς θὰ
συγκατοικῶσι μετὰ τοῦ προσώπου σου ἀκλόνητοι
καὶ ἀπρόσβλητοι ἐκ πειρασμῶν καὶ
συμφορῶν. |