Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ωνῇ
μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ
μου πρὸς Κύριον ἐδεήθην.
|
ὲ
θερμὴν μεγαλόφωνον προσευχὴν ἔκραξα
πρὸς τὸν Κύριον. Ἀπὸ τὰ
βάθη τῆς ψυχῆς μου τὸν παρεκάλεσα.
|
ὲ
ἔντασιν θερμὴν τῶν ψυχικῶν μου δυνάμεων
ὕψωσα κραυγὴν ἰσχυρὰν καὶ ἐφάναξα
πρὸς τὸν Κύριον, μὲ φωνὴν ἐξερχομένην
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου παρεκάλεσα
τὸν Κύριον. |
3
Ἐκχεῶ ἐναντίον αὐτοῦ τὴν
δέησίν μου, τὴν θλῖψίν μου ἐνώπιον
αὐτοῦ ἀπαγγελῶ.
|
3
Θὰ ἀφήσω νὰ χυθῇ ἐνώπιον
αὐτοῦ ἡ δέησίς
μου. Θὰ ἐξαγγείλω
ἐμπρὸς εἰς αὐτὸν τὴν θλῖψιν
τῆς ψυχῆς μου.
|
3
Θὰ ἐκχύσω ἐνώπιόν του τὴν δέησίν
μου, τὸν πόνον καὶ τὴν θλῖψιν τῆς
ψυχῆς μου ἐνώπιόν του θὰ ἀπαγγείλω.
|
4
Ἐν τῷ ἐκλείπειν ἐξ ἐμοῦ
τὸ πνεῦμά μου, καὶ σὺ ἔγνως
τὰς τρίβους μου· ἐν ὁδῷ
ταύτῃ, ᾗ ἐπορευόμην, ἔκρυψαν
παγίδα μοι. |
4
Τώρα, ποὺ ἐμπρὸς εἰς τοὺς
μεγάλους κινδύνους λιποψυχῶ καὶ κινδυνεύω
νὰ χάσω τὴν ζωήν μου, σύ, Κύριε,
ἔχεις γνωρίσει καὶ γνωρίζεις πόσον
ἀθῴα ὑπῆρξεν ἡ πορεία
τῆς ζωῆς μου. Ὅμως
εἰς τὴν εὐθεῖαν
αὐτὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν
ἐβάδισα καὶ βαδίζω, ἔστησαν
κρυφὰ παγίδα οἱ ἐχθροί μου,
διὰ νὰ μὲ
συλλάβουν.
|
4
Καθ’ ἣν ὥραν ἐγὼ λιποψυχῶ καὶ
ἐκ τῆς ἀποθαρρύνσεως κινδυνεύει νὰ
ἐκλείψῃ τὸ πνεῦμα μου, σὺ
ἔχεις πλήρη γνῶσιν περὶ ἐμοῦ
καὶ γνωρίζεις μὲ ποίας ἀγωνίας βαδίζω. Εἰς
τὸν δρόμον αὐτόν, εἰς τὸν ὁποῖον
πορεύομαι, ἔστησαν κρυφίαν παγίδα πρὸς ἐξόντωσίν
μου. Διέρχομαι ἐν μέσῳ κινδύνων καὶ ἐπιβουλῶν.
|
5
Κατενόουν εἰς τὸ δεξιὰ καὶ ἐπέβλεπον,
καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐπιγινώσκων
με· ἀπώλετο φυγὴ ἀπ' ἐμοῦ,
καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν
τὴν ψυχήν μου. |
5
Στρέφω τὰ βλέμματά μου πρὸς
τὰ δεξιά, παρατηρῶ μὲ προσοχὴν
καὶ ἀγωνίαν, διὰ νὰ εὕρω
βοηθόν, καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς,
ὁ ὁποῖος νὰ ἔχῃ
ἐπίγνωσιν τοῦ κινδύνου,
ποὺ διατρέχω, καὶ νὰ δύναται
νὰ μὲ βοηθήσῃ. Ἐχάθηκε
κάθε τρόπος διαφυγῆς ἀπὸ τὸν
κίνδυνον αὐτόν. Κανεὶς πλέον,
οὔτε ἀπὸ τοὺς φίλους μου,
δὲν φροντίζει
διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ζωῆς μου.
|
5
Στρέφω τὰ βλέμματά μου πρὸς τὰ δεξιά, ὅπου
συνήθως εὑρίσκονται οἱ φιλικῶς διακείμενοι,
καὶ ἐξετάζω νὰ εὕρω βοηθόν τινα, ἀλλὰ
κανεὶς δὲν ὑπάρχει νὰ μοῦ δώσῃ
γνωριμίαν καὶ νὰ μὲ χαιρετήση· ἐχάθη
πᾶσα διαφυγὴ ἐκ τοῦ κινδύνου δι’ ἐμέ,
δὲν ἔχω ποὺ νὰ καταφύγω καὶ
δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἐνδιαφερόμενος
καὶ φροντίζων διὰ τὴν ζωήν μου.
|
6
Ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, εἶπα·
σὺ εἶ ἡ ἐλπίς μου, μερίς
μου εἶ ἐν γῇ ζώντων.
|
6
Χωρὶς καμμίαν πλέον βοήθειαν ἐκ
μέρους τῶν ἀνθρώπων κράζω με
ὅλην μου τὴν δύναμιν πρὸς σέ,
Κύριε, καὶ διακηρύττω· Σὺ εἶσαι
ἡ ἐλπίς μου· Σὺ εἶσαι ἡ
πολύτιμος κληρονομία μου εἰς τὴν παροῦσαν
ζωήν. |
6
Ἀπηλπισμένος ἐκ τῆς γῆς ἐφώναξα
πρὸς σέ, Κύριε, καὶ εἶπα· σὺ
εἶσαι ἡ ἐλπίς μου· εἶσαι ἡ
πολύτιμος μερὶς καὶ κληρονομία μου, ὁ ἀτίμητος
θησαυρὸς ἐν τῇ γῇ τῶν ζώντων.
|
7
Πρόσχες πρὸς τὴν δέησίν μου,
ὅτι ἐταπεινώθην σφόδρα· ρῦσαί
με ἐκ τῶν καταδιωκόντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν
ὑπὲρ ἐμέ. |
7
Δῶσε, λοιπόν, προσοχὴν εἰς τὴν
δέησίν μου, διότι ἔχω κακοπαθήσει
πολὺ καὶ ἀποκάμει. Σῶσε με ἀπὸ
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ
καταδιώκουν ζητοῦντες τὴν ἐξοντωσίν
μου, διότι εἶναι πολὺ ἰσχυρότεροι
ἀπὸ ἐμέ. |
7
Εὐδόκησον να προσέξῃς τὴν δέησίν μου,
διότι ἐκ τῶν συμφορῶν καὶ καταδιώξεων
κατεβλήθην καὶ κατέπεσα εἰς μεγάλην ταπείνωσιν·
γλύτωσέ με ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μὲ
καταδιώκουν, διότι ἔγιναν πολὺ ἰσχυρότεροι
ἀπὸ ἐμέ. |
8
Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν
μου τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί
σου· ἐμὲ ὑπομενοῦσι δίκαιοι,
ἕως οὗ ἀνταποδῷς μοι. |
8
Βγάλε με ἀπὸ τὴν φυλακὴν τοῦ
σπηλαίου, ὥστε ἐλεύθερος καὶ
γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην νὰ δοξολογῶ
τὸ ἅγιον Ὄνομά σου. Οἱ δίκαιοι
θὰ περιμένουν νὰ ἴδουν τὴν καλὴν
ἔκβασιν, τὴν ὁποίαν σὺ ὡς
ἀμοιβὴν τῶν ἐλπίδων μου θὰ
δώσῃς. |
8
Ἐξάγαγε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν
φυλακὴν ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι
ἐγκεκλεισμένος, ἵνα ἐλεύθερος καὶ
σεσωσμένος δοξολογήσω τὸ ὄνομά σου. Θὰ περιμένουν
νὰ μὲ βοηθήσῃς προσευχόμενοι ὑπὲρ
ἐμοῦ δίκαιοι πολλοί, ἕως ὅτου μοῦ
ἀποδώσῃς τὴν ἀπαλλαγὴν ὡς
ἀμοιβὴν τῶν πρὸς σὲ ἐλπίδων
μας. |