Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ιὸ
ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε,
πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ
κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις·
τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ
κρίνων. |
αὶ
σὺ ὁ Ἰουδαῖος γνωρίζεις πόσον
ὁ Θεὸς ὀργίζεται ἐναντίον
ἐκείνων που καταπατοῦν τὸ θέλημά
του). Διὰ τοῦτο εἶσαι ἀναπολόγητος,
ὦ ἄνθρωπε, οἰοσδήποτε καὶ ἂν
εἶσαι σύ, ὁ ὁποῖος καταδικάζεις
τοὺς ἄλλους, διότι καθ' ὃν χρόνον
κρίνεις καὶ καταδικάζεις τὸν ἄλλον,
κρίνεις καὶ καταδικάζεις τὸν ἑαυτόν
σου. Ἐπειδὴ καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος,
ποὺ παρουσιάζεσαι ὡς αὐτόκλητος
δικαστής, κάμνεις τὰ ἴδια μὲ
τὸν εἰδωλολάτρην. |
λλὰ
καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος μὴ νομίσῃς
ὅτι, ἐπειδὴ γνωρίζεις τὸν ἀληθινὸν
Θεὸν καὶ φωτίζεσαι ἀπὸ τὸν νόμον
του, θὰ ξεφύγῃς τὴν ὀργὴν τοῦ
Θεοῦ. Ἀκριβῶς διότι γνωρίζεις, πόσον ὀργίζεται
ὁ Θεὸς κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν,
διὰ τοῦτο εἶσαι ἀναπολόγητος, ὦ
ἄνθρωπε, σὺ ποὺ γίνεσαι δικαστὴς τῶν
ἄλλων, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι.
Διότι διὰ τῆς πράξεώς σου αὐτῆς τοῦ
νὰ κατακρίνῃς τὸν ἄλλον, καταδικάζεις
τὸν ἑαυτόν σου. Διότι καὶ σὺ ὁ
Ἰουδαῖος, ποὺ παίρνεις τὴν θέσιν τοῦ
δικαστοῦ, κάνεις τὰ ἴδια μὲ τὸν
εἰδωλολάτρην, τὸν ὁποῖον κατακρίνεις.
|
2
Οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ
Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ
τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας.
|
2
Γνωρίζομεν δὲ πολὺ καλὰ ὅτι
ἡ δικαία κρίσις καὶ καταδίκη
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐναντίον
ἐκείνων, ποὺ πράττουν τέτοια
ἁμαρτωλὰ ἔργα, εἶναι βεβαία
καὶ ἀληθινή. |
2
Γνωρίζομεν δὲ ὅλοι, ὅτι ἡ καταδικαστικὴ
ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ ἐναντίον ἐκείνων,
ποὺ πράττουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, δὲν
εἶναι φανταστική, ἀλλὰ ἀληθὴς
καὶ πραγματική. |
3
Λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε,
ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας
καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ
ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ;
|
3
Σύ, δέ, ὦ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος
καταδικάζεις τοὺς ἄλλους, ποὺ διαπράττουν
αὐτά, ἐνῶ καὶ σὺ κάμνεις
τὰ ἴδια, νομίζεις ὅτι θὰ ἀποφύγῃς
τὴν καταδίκην σου ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ; |
3
Φαντάζεσαι δὲ αὐτό, ὦ ἄνθρωπε, σὺ
ποὺ κατακρίνεις μὲν ἐκείνους, ποὺ
κάνουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, καὶ ὅμως
πράττεις καὶ σὺ αὐτά, φαντάζεσαι λοιπόν,
ὅτι σὺ προνομιακῶς θὰ ἀποφύγῃς
τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ;
|
4
Ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος
αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ
τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν
ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς
μετάνοιάν σε ἄγει;
|
4
Ἢ δείχνεις περιφρόνησιν καὶ ἀχαριστίαν
πρὸς τὸν πλοῦτον τῆς ἀγαθότητος
τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνεκτικότητός
του καὶ τῆς μακροθυμίας του ἀπέναντί
σου, θέλων ἔτσι νὰ ἀγνοῇς ὅτι
ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγαθότης
τοῦ Θεοῦ σὲ ὁδηγεῖ εἰς
μετάνοιαν καὶ διόρθωσιν;
|
4
Ἢ καταφρονεῖς τὸν πλοῦτον τῆς
εὐεργετικῆς ἀγαθότητός του καὶ τῆς
ἀνεκτικότητος καὶ τῆς μακροθυμίας, ποὺ
δείχνει εἰς σέ, χωρὶς νὰ λαμβάνῃς
ἐνδιαφέρον νὰ μάθῃς, ὅτι τὸ
νὰ σὲ εὐεργετῇ ὁ Θεός, ἀντὶ
νὰ ἑξαπολύσῃ τὴν ὀργήν του κατὰ
σοῦ διὰ τὰς κακὰς πράξεις σου, πρέπει
νὰ σὲ παρακινῇ καὶ νὰ σὲ
ὁδηγῇ εἰς μετάνοιαν; |
5
Κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ
ἀμετανόητον καρδίαν θυσαυρίζεις σεαυτῷ
ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς
καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας
τοῦ Θεοῦ, |
5
Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν σκληρότητά
σου, μὲ τὴν ἀμετανόητον καὶ
ἀναίσθητον καρδίαν σου, ποὺ δὲν
μαλάσσεται ἀπὸ τὴν τόσην στοργὴν
τοῦ Θεοῦ, συσσωρεύεις ἐναντίον
τοῦ εὐατοῦ σου θησαυροὺς ὀργῆς,
ποὺ θὰ ἐκσπάσουν κατὰ τὴν
ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ ἐκδηλωθῇ ἡ ὀργὴ τοῦ
Θεοῦ καὶ θὰ φανερωθῇ ἡ δικαία
κρίσις αὐτοῦ, |
5
Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ
τὴν ἀμετανόητον καρδίαν σου, ποὺ δὲν
συγκινεῖται ἀπὸ τὴν τόσην καλωσύνην
τοῦ Θεοῦ, μαζεύεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ
σου θησαυροὺς ὀργῆς, ποὺ θὰ
ἑξαπολυθοῦν ἐναντίον σου κατὰ τὴν
ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐκσπάσῃ
ἡ θεία ὀργὴ καὶ θὰ ἀποκαλυφθῇ
ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ,
|
6
ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ
τὰ ἔργα αὐτοῦ, |
6
ὁ ὁποῖος καὶ <θὰ ἀποδώσῃ
εἰς τὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα
του>· |
6
ὁ ὁποῖος θὰ ἀποδώσῃ εἰς
τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του·
|
7
τοῖς μὲν καθ' ὑπομονὴν ἔργου
ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ
ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον,
|
7
εἰς ἐκείνους μέν, οἱ ὁποῖοι
μὲ ὑπομονὴν καὶ ἐπιμονὴν
πράττουν τὰ ἀγαθὰ καὶ ἐνάρετα
ἔργα, ζητοῦν δὲ ἀπὸ τὸν
Θεὸν τὴν δόξαν τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τὴν ἀφθαρσίαν καὶ τὴν
ἀθανασίαν, θὰ δώσῃ ὁ Θεὸς
ζωὴν αἰωνίαν πλησίον του.
|
7
εἰς ἐκείνους μέν, ποὺ μὲ ὑπομονὴν
ἐργάζονται κάθε ἔργον ἀγαθὸν καὶ
ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν δόξαν καὶ
τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν, θὰ ἀποδώσῃ
ζωὴν αἰώνιον· |
8
τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ
ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ,
πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ,
θυμὸς καὶ ὀργή·
|
8
Ἐναντίον δὲ ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι ἀπὸ πνεῦμα ἀντιλογίας
καὶ φιλονεικίας δὲν πείθονται μὲν
καὶ δὲν ὑποτάσσονται εἰς τὴν
ἀλήθειαν, πείθονται δὲ καὶ ὑποδουλώνονται
εἰς τὴν ἀδικίαν, θὰ ἐκσπάσῃ
θυμὸς καὶ ὀργή.
|
8
εἰς ἐκείνους δέ, ποὺ εἶναι κυριευμένοι
ἀπὸ πνεῦμα φατριαστικὸν καὶ
ἀπειθοῦν μὲν εἰς τὴν ἀλήθειαν,
πείθονται δὲ εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ
δὲν ἀποφεύγουν αὐτήν, θὰ ἐπιπέσῃ
θυμὸς καὶ ὀργή. |
9
θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν
ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου
τὸ κακόν,Ἰουδαίου τε πρῶτον
καὶ Ἕλληνος· |
9
Θλῖψις καὶ στενοχωρία θὰ κυριεύσῃ
καὶ θὰ πλημμυρίσῃ κάθε ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος ἀμετανόητα ἐπιμένει
νὰ ἐργάζεται τὸ κακόν, τὸν
Ἰουδαῖον κατὰ πρῶτον λόγον,
ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικόν·
|
9
Ναί· θλῖψις καὶ στενοχώρια θὰ ἐπιπέσῃ
εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἐπιμένει να
ἐργάζεται τὸ κακόν, τόσον εἰς τὸν
Ἰουδαῖον κατὰ πρῶτον λόγον, ὅσον
καὶ εἰς τὸν εἰδωλολάτρην.
|
10
δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη
παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ
ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον
καὶ Ἕλληνι· |
10
δόξα δὲ ἀπὸ τὸν Θεόν,
τιμὴ καὶ ἔπαινος, εἰρήνη καὶ
χαρὰ θὰ δοθῇ εἰς καθένα, ποὺ
ἐργάζεται τὸ ἀγαθόν, εἰς
τὸν Ἰουδαῖον πρῶτον, ἀλλὰ
καὶ εἰς τὸν εἰδωλολάτρην·
|
10
Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη
θὰ ἀποδοθῇ εἰς καθένα, ποὺ ἐργάζεται
τὸ ἀγαθόν, εἰς τὸν Ἰουδαῖον
πρῶτον καὶ εἰς τὸν εἰδωλολάτρην
Ἕλληνα. |
11
οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ
τῷ Θεῷ. |
11
διότι δὲν εἶναι προσωπολήπτης ὁ
Θεός· (δὲν λαμβάνει ὑπ' ὄψιν
τὴν φυλὴν καὶ τὴν τάξιν τῶν
ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὴν πίστιν
καὶ τὰ ἔργα των). |
11
Θὰ συμβοῦν δὲ τὰ ἴδια εἰς
τοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰς τοὺς
εἰδωλολάτρας, διότι δεν χαρίζεται εἰς πρόσωπα
ὁ Θεός. |
12
Ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως
καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι
ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου
κριθήσονται. |
12
Δι' αὐτό, ὅσοι ἡμάρτησαν, χωρὶς
νὰ ἔχουν γνωρίσει τὸν μωσαϊκὸν
Νόμον, θὰ καταδικασθοῦν εἰς ἀπώλειαν,
χωρὶς νὰ χρησιμοποιηθῇ ὁ Νόμος
ὡς μέτρον τῆς κρίσεως ἐναντίον
των· καὶ ὅσοι ἡμάρτησαν, ἐνῶ
εἶχαν λάβει καὶ ἐγνώριζαν τὸν
γραπτόν, τὸν μωσαϊκὸν Νόμον, θὰ
κριθοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ
Νόμου. |
12
Καὶ δι’ αὐτὸ ὅσοι ἡμάρτησαν,
χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει νόμον γραπτόν, αὐτοὶ
θὰ καταδικασθοῦν εἰς ἀπώλειαν χωρὶς
νὰ ἔχουν κατήγορον τὸν νόμον τοῦτον.
Καὶ ὅσοι ἡμάρτησαν, ἐνῷ εἶχε
δοθῇ εἰς αὐτοὺς νόμος γραπτός, αὐτοὶ
ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νόμου τούτου θὰ
κριθοῦν. |
13
Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ
νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ'
οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται.
|
13
Διότι δίκαιοι καὶ ἄξιοι ἀμοιβῆς
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι
αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς
ἀκούουν καὶ γνωρίζουν τὸν Νόμον,
ἀλλ' ὅσοι τὸν τηροῦν καὶ τὸν
ἐφαρμόζουν. |
13
Διότι δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι
ὄχι ὅσοι ἀκούουν ἁπλῶς τὸν
θεῖον νόμον ἀναγινωσκόμενον, ἀλλ’ ὅσοι
φυλάττουν τὸν νόμον, αὐτοὶ θὰ ἀναγνωρισθοῦν
δίκαιοι. |
14
Ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον
ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ,
οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς
εἰσι νόμως, |
14
Ὅταν λοιπὸν ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι,
ποὺ δὲν ἔχουν λάβει τὸν γραπτὸν
Νόμον τοῦ Θεοῦ, πράττουν δὲ
ἀπὸ ἔμφυτον ἠθικὴν παρόρμησιν
ὅσα λέγει ὁ Νόμος, αὐτοὶ
καίτοι δὲν ἔχουν νόμον εἶναι
οἱ ἴδιοι διὰ τὸν εὐατόν των
νόμος (ἐπειδὴ ἔχουν ὁδηγὸν
τὴν συνείδησίν των).
|
14
Διότι ὅταν θεοσεβεῖς ἄνθρωποι ἀπὸ
τοὺς ἐθνικούς, ποὺ δὲν τοὺς
ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν νόμος γραπτός,
ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸν ἔμφυτον
ἠθικὸν νόμον πράττουν ὅ,τι ὁ γραπτὸς
νόμος διατάσσει, εἰς τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους,
καίτοι δὲν ἔχουν γραπτὸν νόμον, νόμος εἶναι
ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός των, δηλαδὴ
ἡ συνείδησίς των. |
15
οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον
τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις
αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν
τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων
τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ
ἀπολογουμένων, |
15
Αὐτοὶ ἀποδεικνύουν καὶ φανερώνουν
μὲ τὴν συμπεριφοράν των, ὅτι ἔχουν
γραπτὸν τὸ ἔργον τοῦ Νόμου μέσα
εἰς τὰς καρδίας των, ὅταν ἡ
συνείδησίς των δίδῃ μαρτυρίαν
καὶ ἐπιβεβαίωσιν εἰς αὐτοὺς
διὰ τὰς πράξεις των, ἂν εἶναι
καλαὶ ἢ κακαί, ἡ δὲ διάνοια
ἐκ παραλλήλου πρὸς τὴν συνείδησιν
ἀναπτύσσει λογισμούς, οἱ ὁποῖοι
κατηγοροῦν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον
ἢ καὶ ἀπολογοῦνται, διὰ τὴν
ἐξακρίβωσιν τοῦ καλοῦ.
|
15
Οἱ ἐθνικοὶ αὐτοὶ τὸ ἔργον,
ποὺ κάνει ὁ νόμος νὰ διαφωτίζῃ τοὺς
ἀνθρώπους εἰς τὸ νὰ διακρίνουν τὸ
ἀγαθὸν ἀπὸ τὸ κακόν, ἀποδεικνύουν,
ὅτι τὸ ἔχουν γραμμένον εἰς τὰς
καρδίας των, ὅταν ἡ συνείδησίς των δίδῃ
μαρτυρίαν εἰς αὐτοὺς διὰ κάθε πράξιν,
καὶ οἱ ἐσωτερικοί των λογισμοὶ ἀναμεταξύ
των κατηγοροῦν ἢ καὶ καμμιὰ φορὰ
ἀπολογοῦνται. |
16
ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ
Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων
κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. |
16
Αὐτοί, λοιπόν, οἱ εἰδωλολάτραι,
οἱ τηρηταὶ τοῦ ἐμφύτου ἠθικοῦ
νόμου, θὰ ἀνακηρυχθοῦν δίκαιοι
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν
ὁποίαν ὁ δίκαιος Θεὸς θὰ
κρίνῃ τὰς φανερὰς καὶ κρυφὰς
πράξεις τῶν ἀνθρώπων διὰ τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ
Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον ἐγὼ
κηρύττω. |
16
Θὰ ἀνακηρυχθοῦν δὲ δίκαιοι οἱ
τηρηταὶ τοῦ νόμου κατὰ τὴν ἡμέραν,
ποὺ θὰ κρίνῃ ὁ Θεὸς τὰς
ἀποκρύφους πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα
μὲ τὸ εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον
κηρύττω. Θὰ τὰς κρίνῃ δὲ διὰ
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπερτάτου
κριτοῦ. |
17
Ἴδε σὺ Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ,
καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ,
καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ,
|
17
Ἰδού, λοιπόν, σὺ ἔχεις ὡς
τιμητικὸν τίτλον τὸ ὄνομα τοῦ
Ἰουδαίου (ὄνομα ποὺ τὸ ἐτίμησαν
πατριάρχαι καὶ προφῆται) καὶ ἐπαναπαύεσαι
εἰς τὸν Νόμον, ποὺ ἔχεις λάβει,
καὶ καυχᾶσαι διὰ τὸν Θεόν, ποὺ
ἔχεις γνωρίσει ὡς ἰδικόν σου.
|
17
Ἰδοὺ σὺ φέρεις ὑπερήφανα τὸ
ὅνομα Ἰουδαῖος καὶ ἐπαναπαύεσαι
ἐπάνω εἰς τὸν νόμον, σὰν νὰ
κάθησαι ἐπὶ στηρίγματος ἀσφαλοῦς καὶ
ἀναπαυτικοῦ, καὶ καυχᾶσαι θεωρῶν
τὸν Θεὸν ὡς ἰδικόν σου.
|
18
καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ
δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος
ἐκ τοῦ νόμου, |
18
Καὶ γνωρίζεις τουλάχιστον θεωρητικῶς,
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶσαι
εἰς θέσιν νὰ διακρίνῃς τὴν
διαφορὰν μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ,
διότι διδάσκεσαι ἀπὸ τὸν Νόμον·
|
18
Καὶ γνωρίζεις θεωρητικῶς τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ καὶ διακρίνεις τὴν διαφορὰν μεταξὺ
καλοῦ καὶ κακοῦ, διότι διδάσκεσαι ἀπὸ
τὸν νόμον. |
19
πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι
τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει,
|
19
καὶ ἔχεις σχηματίσει διὰ τὸν
εὐατόν σου τὴν πεποίθησιν ὅτι
εἶσαι ἀδηγὸς τῶν τυφλῶν, δηλαδὴ
τῶν εἰδωλολατρῶν, φῶς δι' ἐκείνους
ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκοτάδι
τῆς πλάνης, |
19
Καὶ ἔχεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου
τὴν ἀλαζονικὴν πεποίθησιν, ὅτι εἶσαι
ὁδηγὸς τῶν τυφλῶν εἰδωλολατρῶν,
φῶς ἐκείνων ποὺ εὑρίσκονται εἰς
τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς
εἰδωλολατρικῆς πλάνης, |
20
παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων,
ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως
καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ
νόμῳ. |
20
παιδαγωγὸς κατὰ Θεὸν τῶν ἀφρόνων,
διδάσκαλος αὐτῶν ποὺ εἶναι νήπιοι
κατὰ τὴν γνῶσιν καὶ τὴν ἀρετήν,
ἄνθρωπος γενικῶς, ποὺ ἔχεις ἀπὸ
τὸν Νόμον τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως
καὶ τῆς ἀληθείας.
|
20
παιδαγωγὸς ἱκανὸς νὰ συνετίζῃς
τοὺς ἀνοήτους, διδάσκαλος ἐκείνων ποὺ
εἶναι εἰς νηπιώδη πνευματικὴν κατάστασιν,
ἔχων τὴν ἀκριβῆ γνῶσιν καὶ
ἀλήθειαν, ποὺ εὑρίσκεται μέσα εἰς
τὸν νόμον. |
21
Ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν
οὐ διδάσκεις; Ὁ κηρύσσων μὴ
κλέπτειν κλέπτεις;
|
21
Σὺ λοιπόν, ποὺ διδάσκεις τὸν
ἄλλον, δὲν διδάσκεις καὶ δὲν
συνετίζεις τὸν εὐατόν σου; Σύ,
ποῦ κηρύττεις εἰς τοὺς ἄλλους
νὰ μὴ κλέπτουν, κλέπτεις;
|
21
Σὺ λοιπόν, ποὺ διδάσκεις τὸν ἄλλον,
δὲν διδάσκεις καλύτερα τὸν ἑαυτόν σου; Σὺ,
ποὺ κηρύττεις νὰ μὴ κλέπτουν οἱ ἄλλοι,
κλέπτεις; |
22
Ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις;
Ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς;
|
22
Σύ, ποὺ συμβουλεύεις τοὺς ἄλλους
νὰ μὴ καταπατοῦν τὴν συζυγικὴν
πίστιν, διαπράττεις μοιχείαν; Σύ,
ποὺ ἀποστρέφεσαι μὲ ἀηδίαν
τὰ εἴδωλα, διαπράττεις ἱεροσυλίας,
κλέπτων χρήματα ἀπὸ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς
ναούς; |
22
Σύ, ποὺ λέγεις εἰς τοὺς ἄλλους νὰ
μὴ μοιχεύουν, μοιχεύεις; Σύ, ποὺ δεικνύεις βδελυγμίαν
καὶ ἀποστροφὴν πρὸς τὰ εἴδωλα,
κλέπτεις τὰ χρήματα τῶν εἰδωλολατρικῶν
ναῶν; |
23
Ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ
τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν
Θεὸν ἀτιμάζεις;
|
23
Σύ, ποὺ καυχᾶσαι διὰ τὴν γνῶσιν
τοῦ Νόμου, μὲ τὴν παράβασιν
αὐτοῦ τοῦ Νόμου προσβάλλεις
καὶ ἀτιμάζεις τὸν Θεόν;
|
23
Σύ, ποὺ καυχᾶσαι διότι κατέχεις τὸν νόμον,
διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου ἀτιμάζεις
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σοῦ τὸν
ἔδωσε; |
24
Τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι' ὑμᾶς
βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς
γέγραπται. |
24
Διότι πράγματι, <ἐξ αἰτίας
τῶν ἰδικῶν σας ἀναισχύντων παραβάσεων
ὑβρίζεται καὶ βλασφημεῖται τὸ
ὄνομα τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν>,
ὅπως ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν
προφήτην Ἡσαΐαν. |
24
Πράγματι δὲ τὸν ἀτιμάζεις, διότι ἐξ
αἰτίας σας καὶ λόγῳ τῶν ἀσυστόλων
παραβάσεών σας τὸ ὅνομα τοῦ Θεοῦ κακοσυσταίνεται
καὶ βλασφημεῖται καὶ μεταξὺ τῶν
ἐθνικῶν, καθὼς εἶναι γραμμένον ἀπὸ
τὸν Ἡσαΐαν. |
25
Περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν
νόμον πράσσῃς· ἐὰν παραβάτης
νόμου ᾗς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία
γέγονεν. |
25
῎Ετσι δὲ σοῦ εἶναι ἐντελῶς
ἄχρηστος ἡ περιτομή. Διότι ἡ
περιτομὴ σὲ ὠφελεῖ, ἐὰν
τηρῇς τὸν Νόμον. Ἐὰν ὅμως
εἶσαι παραβάτης τῶν διατάξεων τοῦ
Νόμου, ἡ περιτομή σου ἔχασε κάθε
ἀξίαν καὶ ἔγινε σὰν τὴν
ἀκροβυστίαν τῶν εἰδωλολατρῶν.
|
25
Καὶ ἔτσι, καίτοι σὺ ἔχεις περιτμηθῇ,
τίποτε δὲν σὲ ὠφελεῖ τοῦτο.
Διότι ἡ περιτομὴ ὠφελεῖ μέν, ἐὰν
τηρῇς τὰ προστάγματα τοῦ νόμου. Ἐὰν
ὅμως εἶσαι παραβάτης τοῦ νόμου, ἡ
περιτομή σου ἔχασε κάθε ἀξίαν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ καὶ ἔγινε σὰν τὴν ἀκροβυστίαν,
καὶ συνεπῶς εἶσαι καὶ σὺ ὡσὰν
νὰ μὴ περιετμήθης. |
26
Ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ
δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ,
οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ
εἰς περιτομὴν λογισθήσεται;
|
26
Ἐὰν τώρα ὁ ἀπερίτμητος
εἰδωλολάτρης τηρῇ τὰς διατάξεις
τοῦ νόμου καὶ συμμορφώνεται πρὸς
αὐτόν, τότε ἡ ἀκροβυστία
του δὲν θὰ θεωρηθῇ ἀπὸ τὸν
Θεὸν ὡς περιτομή; |
26
Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἀπερίτμητος ἐθνικὸς
τηρῇ ἐπακριβῶς τὰς ἐντολὰς
τοῦ νόμου, δὲν θὰ λογαριασθῇ ἡ
ἀκροβυστία του σὰν νὰ ἦτο περιτομή;
|
27
Καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία,
τὸν νόμον ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία,
τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ
γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην
νόμου. |
27
῎Ετσι δέ, ὁ ἐθνικός, ποὺ
ἔχει φυσικὴν τὴν ἀκροβυστίαν,
τηρεῖ ὅμως τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ,
θὰ καταδικάσῃ σέ, ὁ ὁποῖος,
καίτοι ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεὸν
τὸν γραπτὸν Νόμον καὶ τὴν περιτομήν,
παραβαίνεις ἐν τούτοις τὸν Νόμον.
|
27
Καὶ ὁ ἐθνικός, ποὺ ἔχει μὲν
ἐκ φύσεως τὴν ἀκροβυστίαν, ἀλλὰ
φυλάσσει τὰς ἠθικὰς ἐντολὰς
τοῦ νόμου, θὰ καταδικάσῃ σέ, ὁ ὁποῖος,
μολονότι ἔλαβες ὡς προνόμιον τὸν γραπτὸν
νόμον καὶ τὴν περιτομήν, εἶσαι παραβάτης
τοῦ νόμου. |
28
Οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ
Ἰουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ
ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή,
|
28
Διότι Ἰουδαῖος ἀληθινὸς καὶ
ἄξιος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ δὲν
εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἐξωτερικῶς
φαίνεται ὡς Ἰουδαῖος οὔτε ἀληθινὴ
περιτομὴ εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἔχει
γίνει καὶ φαίνεται εἰς τὴν σάρκαν. |
28
Διότι πραγματικὸς Ἰουδαῖος δὲν εἶναι
ἐκεῖνος, ποὺ ἀπ’ ἔξω φαίνεται
Ἰουδαῖος, οὔτε ἡ περιτομή, ποὺ
εἶναι φανερὰ μόνον εἰς τὴν σάρκα,
εἶναι πραγματικὴ περιτομή. |
29
ἀλλ' ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος,
καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι,
οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ
ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐκ τοῦ
Θεοῦ. |
29
Ἀλλὰ πραγματικὸς καὶ εὐάρεστος
εἰς τὸν Θεὸν Ἰουδαῖος εἶναι
ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸ ἄγνωστος
εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ κρυφὸ
ἐσωτερικόν του λατρεύει καὶ ὑπακούει
εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ἀληθινὴ
περιτομὴ εἶναι ἡ ἀποκοπὴ πάσης
κακίας καὶ ἐνοχῆς ἀπὸ
τὴν καρδίαν, ἡ ὁποία γίνεται
μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ ὄχι μὲ τὴν τυπικὴν
καὶ νεκρὰν πλέον διάταξιν τοῦ
μωσαϊκοῦ Νόμου. Αὐτὸς δέ, ὁ
ἀληθινὰ γνήσιος Ἰουδαῖος θὰ
λάβῃ τὸν ἔπαινόν του, ὄχι
ἐκ μέρους ἀνθρώπων, ἀλλὰ
ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Θεόν.
|
29
Ἀλλὰ πραγματικὸς Ἰουδαῖος εἶναι
ὁ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν Θεὸν μὲ
τὸ ἐσωτερικόν του, ποὺ εἶναι ἀπόκρυφον,
καὶ εἰς μόνον τὸν Θεὸν φανερόν. Καὶ
ἀληθινὴ περιτομὴ εἶναι ἡ περιτομὴ
τῆς καρδίας, ποὺ γίνεται διὰ τοῦ ἁγίου
Πνεύματος, ὄχι διὰ τοῦ γράμματος τοῦ
Μωσαϊκοῦ νόμου, τὸ ὁποῖον δὲν
ἔχει τὴν δύναμιν νὰ μεταβάλῃ τὴν
καρδίαν. Τοῦ γνησίου δὲ αὐτοῦ Ἰουδαίου
ὁ ἔπαινος δὲν προέρχεται ἀπὸ
ἀνθρώπους, ποὺ ὑποκινεῖται εἰς
πλάνην, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν.
|