Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ί
οὖν τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου,
ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς περιτομῆς;
|
ότε
λοιπόν, ἀφοῦ εὐάρεστος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ὁ ἀπερίτμητος,
ἀλλ' εὐσεβὴς ἐθνικός, ποῖον
εἶναι τὸ πλεονέκτημα τοῦ Ἰουδαίου
ἢ ποία εἶναι ἡ ὠφέλεια
ἀπὸ τὴν περιτομήν;
|
λλ’
ἐὰν τὰ προσόντα, ποὺ ζητεῖ ὁ
Θεός, εἶναι ἐσωτερικά, καὶ ἡμπορῇ
νὰ ἔχῃ ταῦτα καὶ ἕνας
ἐθνικὸς εὐσυνείδητος, τότε λοιπὸν
ποῖον εἶναι τὸ πλεονέκτημα, κατὰ τὸ
ὁποῖον ὁ Ἰουδαῖος ὑπερτερεῖ
τὸν ἐθνικόν, ἢ ποίαν ὠφέλειαν φέρει
ἡ περιτομή; |
2
Πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. Πρῶτον
μὲν γὰρ ὅτι ἐπιστεύθησαν τὰ
λόγια τοῦ Θεοῦ.
|
2
Τὸ πλεονέκτημα εἶναι πολὺ καὶ
ἀπὸ ὅλας τὰς ἀπόψεις.
Πρῶτον μέν, διότι εἰς τοὺς Ἰουδαίους
ἐνεπιστεύθη ὁ Θεὸς τὸν Νόμον
του, τὰς προφητείας καὶ τὰς ὑποσχέσεις
του. |
2
Τὸ πλεονέκτημα εἶναι πολὺ ὑπὸ
πᾶσαν ἔποψιν. Πρῶτον μὲν καὶ
κυριώτερον πλεονέκτημα εἶναι ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι
ἐκρίθησαν ἄξιοι νὰ τοὺς ἐμπιστευθῇ
ὁ Θεὸς τὰς ὑποσχέσεις του.
|
3
Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες;
Μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν
πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει;
|
3
Τί σημασίαν δὲ ἔχει, ἐὰν
μερικοὶ ἐφάνησαν ἄπιστοι; Μήπως
ἡ ἀπιστία αὐτῶν εἶναι
δυνατόν ποτὲ νὰ καταργήσῃ τὴν
ἀξιοπιστίαν καὶ τὴν φιλαλήθειαν
τοῦ Θεοῦ; |
3
Τὸ προνόμιον δὲ αὐτὸ τοῦ νὰ
κατέχουν αὐτοὶ τὰς ἐπαγγελίας καὶ
ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξεμηδενίσθη.
Διότι τί σημαίνει, ἐὰν μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς Ἰουδαίους ἔδειξαν ἀπιστίαν; Μήπως
ἡ ἀπιστία των θὰ καταργήσῃ τὴν
ἀξιοπιστίαν καὶ τὴν φιλαλήθειαν τοῦ
Θεοῦ; |
4
Μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ
Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος
ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως
ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις
σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί
σε. |
4
Μὴ γένοιτο νὰ εἴπῃ κανείς
ποτὲ τέτοιον λόγον· ἂς ἀποδεικνύεται
δέ, ὅπως καὶ εἶναι πάντοτε,
ὁ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ἀξιόπιστος
εἰς ὅλα ὅσα λέγει, κάθε δὲ
ἄνθρωπος ἀντιθέτως φαίνεται ψεύστης
καὶ ἀσυνεπὴς εἰς τὰς ὑποσχέσεις
καὶ ὑποχρεώσεις του, ὅπως ἄλλωστε
εἶναι γραμμένον καὶ εἰς τοὺς
ψαλμούς· <διὰ νὰ ἀποδειχθῇς,
σὺ ὦ Θεέ, δίκαιος καὶ ἀληθινὸς
εἰς τοὺς λόγους σου καὶ νὰ νικήσῃς,
ἐὰν ποτὲ τολμήσουν οἱ ἄνθρωποι
νὰ σὲ κρίνουν>. |
4
Μὴ γένοιτο νὰ εἴπῃ κανείς, ὅτι
εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ φανῇ ὁ
Θεὸς ἀναξιόπιστος καὶ ἀθετητὴς
τῶν ὑποσχέσεών του. Ἂς ἀποδεικνύεται
δὲ ἀπὸ τὰ πράγματα ὁ Θεὸς
ἀξιόπιστος εἰς τοὺς λόγους του, κάθε ἄνθρωπος
δὲ ἀσυνεπὴς καὶ ψεύστης σύμφωνα μὲ
ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς
τοὺς ψαλμούς: Διὰ νὰ ἀποδειχθῇς,
ὦ Θεέ, δίκαιος εἰς τοὺς λόγους σου καὶ
τὰς ὑποσχέσεις σου, καὶ νὰ νικήσῃς
ὅταν οἱ ἄνθρωποι σὲ κρίνουν.
|
5
Εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν
Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν;
Μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων
τὴν ὀργήν; Κατὰ ἄνθρωπον λέγω.
|
5
Ἐὰν δὲ ἡ ἰδική μας ἀδικία
καὶ ἀσυνέπεια καταδεικνύῃ καὶ
ἐξαίρῃ τὴν δικαιοσύνην τοῦ
Θεοῦ, τί θὰ εἴπωμεν; Μήπως εἶναι
ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ἐκδηλώνει τὴν ὀργήν του ἐναντίον
μας διὰ τὴν ἀδικίαν μας αὐτήν;
Αὐτὰ τὰ λέγω, σὰν ἄνθρωπος
ποὺ σκέπτεται καὶ κρίνει μὲ
τὸν ἰδικόν του νοῦν.
|
5
Ἐὰν ὅμως σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους
αὐτοὺς τοῦ Δαβὶδ ἡ ἰδική
μας ἀπιστία καὶ ἀδικία ἀναδεικνύῃ
περιφανῶς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ
φιλοδίκαιον τοῦ Θεοῦ, τί θὰ εἴπωμεν;
Μήπως εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ὀργίζεται ἐναντίον μας διὰ τὴν ἀδικίαν
μας ταύτην; Ὁμιλῶ ὅπως θὰ ἐσκέπτετο
καὶ θὰ ὡμίλει ἄνθρωπος.
|
6
Μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ
ὁ Θεὸς τὸν κόσμον;
|
6
Μὴ γένοιτο νὰ εἴπωμεν ποτὲ τὸν
Θεὸν ἄδικον· διότι πῶς εἶναι
δυνατὸν τότε νὰ κρίνῃ μὲ
δικαιοσύνην ὅλον τὸν κόσμον;
|
6
Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ εἴπωμεν ἄδικον
τὸν Θεόν. Διότι, ἐὰν ὁ Θεὸς
ἀδίκως ὀργίζεται ἐναντίον τῆς ἀπιστίας
καὶ ἀδικίας μας, τότε πῶς θὰ κρίνῃ
καὶ θὰ δικάσῃ τὴν ὅλην ἀνθρωπότητα;
|
7
Εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ
ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν
εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί
ἔτι κἀγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς
κρίνομαι; |
7
Κάθε δὲ ἁμαρτωλὸς θὰ ἠμποροῦσε
πάλιν νὰ εἴπῃ· Ἐὰν
ἡ φιλαλήθεια τοῦ Θεοῦ ἔλαμψε
καὶ ἐπλεόνασε, πρὸς δόξαν τοῦ
ἁγίου του ὀνόματος χάρις εἰς
τὴν ἰδικήν μου ψευδολογίαν καὶ
ἀσυνέπειαν, διατὶ τότε ἐγὼ
κρίνομαι καὶ δικάζομαι ὡς ἁμαρτωλός,
ἀφοῦ ἔτσι ἔχω συντελέσει εἰς
τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;
|
7
Διότι τότε κάθε ἁμαρτωλὸς θὰ ἠμποροῦσε
νὰ εἴπῃ: Ἐὰν ἡ φιλαλήθεια
καὶ ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ ἀπεδείχθη
πρὸς δόξαν του μεγάλη μὲ τὴν ἰδικήν
μου ἁμαρτίαν καὶ ἀσυνέπειαν, διατὶ
πλέον καὶ ἐγὼ δικάζομαι ὡς ἁμαρτωλός;
|
8
Καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ
καθώς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν
ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ
τὰ ἀγαθά; Ὧ τὸ κρῖμα ἔνδικόν
ἐστι. |
7
Κάθε δὲ ἁμαρτωλὸς θὰ ἠμποροῦσε
πάλιν νὰ εἴπῃ· Ἐὰν
ἡ φιλαλήθεια τοῦ Θεοῦ ἔλαμψε
καὶ ἐπλεόνασε, πρὸς δόξαν τοῦ
ἁγίου του ὀνόματος χάρις εἰς
τὴν ἰδικήν μου ψευδολογίαν καὶ
ἀσυνέπειαν, διατὶ τότε ἐγὼ
κρίνομαι καὶ δικάζομαι ὡς ἁμαρτωλός,
ἀφοῦ ἔτσι ἔχω συντελέσει εἰς
τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;
|
8
Καὶ μήπως (καθὼς μᾶς συκοφαντοῦν καὶ
καθὼς ἰσχυρίζονται μερικοί, ὅτι δῆθεν
λέγομεν ἡμεῖς, ὅτι) θὰ κάμωμεν τὰ
κακὰ διὰ νὰ ἔλθουν τὰ ἀγαθά;
Ἀλλα τῶν συκοφαντῶν αὐτῶν ἡ
καταδίκη καὶ ἡ κόλασις εἶναι δικαία.
|
9
Τί οὖν; Προεχόμεθα; Οὐ πάντως·
προῃτιασάμεθα γὰρ Ἰουδαίους
τε καὶ Ἕλληνας πάντας ὑφ' ἁμαρτίαν
εἶναι, |
9
Λοιπόν, ὑπερέχομεν ἡμεῖς οἱ
Ἰουδαῖοι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς;
Καθόλου καὶ κατὰ κανένα τρόπον.
Διότι κατηγορήσαμεν προηγουμένως καὶ
ἐπεδείξαμεν ὅτι ὅλοι, Ἰουδαῖοι
καὶ ῞Ελληνες, εὑρίσκονται ὑπὸ
τὴν κυριαρχίαν τῆς ἁμαρτίας.
|
9
Ποῖον λοιπὸν εἶναι τὸ συμπέρασμα;
Ὑπερτεροῦμεν ἀπὸ ἠθικὴν
ἔποψιν ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι
τοὺς ἐθνικούς; Καθόλου. Διότι κατηγορήσαμεν προηγουμένως
καὶ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας, ὅτι
ὅλοι εἶναι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς
ἁμαρτίας· |
10
καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι
δίκαιος οὐδὲ εἷς,
|
10
Ὅπως ἀκριβῶς ἔχει γραφῆ εἰς
τοὺς ψαλμούς, ὅτι <δὲν ὑπάρχει
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων οὔτε ἔνας
δίκαιος, |
10,
11 καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς
ψαλμούς, ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος οὔτε
ἕνας· δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ
νὰ ἔχῃ διάνοιαν καθαρὰν ἀπὸ
τὸν σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ
ἱκανὴν νὰ ἐννοῇ τὴν ἠθικὴν
καὶ θρησκευτικὴν ἀλήθειαν· δὲν
ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ζητῇ μὲ
πόθον νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν.
|
11
οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν
ὁ ἐκζητῶν τὸν Θεόν·
|
11
δὲν ὑπάρχει κανένας μὲ φωτισμένον
νοῦν καὶ καθαράν τὴν σκέψιν,
ποὺ νὰ γνωρίζῃ τὸν Θεόν,
κανένας, ποὺ νὰ ἀναζητῇ μὲ
πόθον εἰλικρινῆ τὸν Θεόν.
|
10,
11 καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς
ψαλμούς, ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος οὔτε
ἕνας· δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ
νὰ ἔχῃ διάνοιαν καθαρὰν ἀπὸ
τὸν σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ
ἱκανὴν νὰ ἐννοῇ τὴν ἠθικὴν
καὶ θρησκευτικὴν ἀλήθειαν· δὲν
ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ζητῇ μὲ
πόθον νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν.
|
12
πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν·
οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ
ἔστιν ἕως ἑνός.
|
12
Ὅλοι παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν δρόμον
τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως διεφθάρησαν·
δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ
πράττῃ τὸ ἀγαθόν, τὸ σύμφωνον
μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ
τὸ χρήσιμον εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἔνας.
|
12
Ὅλοι παρεξετράπησαν ἀπὸ τὸν δρόμον
τῆς ἀρετῆς, συγχρόνως δὲ καὶ
ἑξαχρειώθησαν. Δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ
νὰ ἐνεργῇ τὸ ἀγαθόν. Δὲν
ὑπάρχει οὔτε ἕνας. |
13
Τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ
αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν
ἐδολιοῦσαν, ἰός ἀσπίδων
ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν·
|
13
Τὸ στόμα των ὁμοιάζει μὲ ἀνοικτὸν
τάφον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἀναδίδονται δηλητηριώδεις ἀναθυμιάσεις.
Μὲ τὰς γλώσσας των ὠμιλοῦσαν
κατὰ ἕνα τρόπον πανοῦργον καὶ
δόλιον· δηλητήριον ὀχιᾶς ὑπάρχει
κάτω ἀπὸ τὰ χείλη των·
εἶναι ἕτοιμοι μὲ τὰ λόγια των
νὰ πλήξουν κατὰ θανάσιμον τρόπον
τοὺς ἄλλους. |
13
Τάφος ἀνοικτός, ἕτοιμος νὰ καταπίῃ
ὡς ἄλλον νεκρὸν τὸν πλησίον, εἶναι
ὁ λάρυγξ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν·
μὲ τὰς γλώσσας των ὡμίλουν δολίως καὶ
ἔκρυπταν εἰς γλυκεῖς λόγους κακούργους σκοπούς·
δηλητήριον τοῦ φιδιοῦ, ποὺ λέγεται ἀσπίς,
εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ χείλη των.
|
14
ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας
γέμει· |
14
Τὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν
εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ λόγους κατάρας
καὶ πικρίας. |
14
Τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν τὸ στόμα
εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ λόγους κατάρας κατὰ
τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ δηλητήριον
πικρίας κατὰ τῶν ἄλλων.
|
15
ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι
αἷμα, |
15
Εἶναι πολὺ γρήγορα τὰ πόδια
των, διὰ νὰ φονεύσουν καὶ χύσουν
αἷμα. |
15
Καθὼς δὲ καὶ ὁ Ἡσαΐας λέγει·
Τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ φονεύσουν
καὶ νὰ χύσουν αἷμα·
|
16
σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς
ὁδοῖς αὐτῶν,
|
16
Εἰς τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς των
σκορπίζουν συντρίμματα καὶ σωρεύουν
δυστυχίας καὶ θλίψεις ἐναντίον
τοῦ πλησίον των. |
16
εἰς τοὺς δρόμους των καὶ εἰς τὰς
πράξεις των σπείρουν συντρίμματα καὶ δυστυχίαν διὰ
τὸν πλησίον· |
17
καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν.
|
17
Τὸν δρόμον τῆς εἰρήνης, δηλαδὴ
ζωὴν εἰρήνης διὰ τὸν εὐατόν
των καὶ τοὺς ἄλλους, δὲν ἐγνώρισαν
καὶ δὲν ἐδοκίμασαν.
|
17
βίον δὲ εἰρηνικὸν καὶ διὰ τὸν
ἑαυτόν τους καὶ διὰ τοὺς ἄλλους
δὲν ἐγνώρισαν. |
18
Οὐκ ἐστὶ φόβος Θεοῦ ἀπέναντι
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. |
18
Δὲν ὑπάρχει καθόλου φόβος τοῦ
Θεοῦ εἰς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
των, εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας
των>. |
18
Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των.
|
19
Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος
λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ
λαλεῖ, ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ
ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος
τῷ Θεῷ, |
19
Γνωρίζομεν, ὅτι ὅσα ὁ Νόμος
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέγει, τὰ
λέγει πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκοντο ὑπὸ τὸν Νόμον
καὶ εἶχον αὐτὸν ὡς ὁδηγόν
των, δηλαδὴ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους.
Καὶ τοῦτο διὰ νὰ φράξῃ
καὶ κλείσῃ κάθε στόμα καὶ
διὰ νὰ γίνῃ ὅλος ὁ κόσμος
ὑπεύθυνος καὶ ὑπόδικος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. |
19
Γνωρίζομεν δέ, ὅτι καὶ αὐτὰ καὶ
ὅσα ἄλλα λέγει ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, τὰ λέγει εἰς ἐκείνους, ποὺ
διετέλουν ὑπὸ τὸν νόμον καὶ διηυθύνοντο
ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ εἰς τοὺς
Ἰουδαίους. Διὰ νὰ βουλωθῇ ἔτσι
κάθε στόμα καὶ διὰ νὰ γίνῃ ὅλος
ὁ κόσμος ὑπόλογος καὶ ὑπόδικος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. |
20
διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται
πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ·
διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας.
|
20
Διότι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ
Νόμου <δὲν θὰ λάβῃ τὴν
δικαίωσιν καὶ τὴν σωτηρίαν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ καμμία ἀνθρωπίνη ὕπαρξις>.
Ἐπειδὴ διὰ μέσου τοῦ Νόμου
ἐπιτυγχάνεται τοῦτο μόνον· νὰ
γνωρίσῃ καλὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν
ἁμαρτωλήν του κατάστασιν καὶ τὴν ἐνοχήν
του. |
20
Εἶναι δὲ ὑπόδικος ὅλος ὁ κόσμος,
διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ τηρήσῃ ὁ
ἄνθρωπος ἐπακριβῶς ὅλον τὸν
νόμον, χωρὶς νὰ παραβῇ τοῦτον, ἔστω
καὶ μίαν φοράν. Συνεπῶς ἀπὸ ἔργα
ὑπακοῆς εἰς τὸν νόμον δὲν θὰ
ἀναγνωρισθῇ δίκαιος κανεὶς θνητὸς
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Διότι μὲ τὸν
νόμον ἐπιτυγχάνεται μόνον τὸ νὰ γνωρίσῃ
καλὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτωλήν
του κατάστασιν. |
21
Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη
Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ
τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν,
|
21
Τώρα δὲ χωρὶς τὸν παλαιὸν Νόμον,
καὶ ὡς ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν
ὁ Νόμος αὐτός, ἔχει πλέον
φανερωθῇ καὶ ἔγινε πραγματικότης ἡ
δικαίωσις, τὴν ὁποίαν δίδει
ὁ Θεός. Αὐτὴ δὲ ἡ δικαίωσις
μαρτυρεῖται καὶ προφητεύεται ἀπὸ
τὸν Νόμον καὶ τοὺς προφήτας.
|
21
Τώρα ὅμως, χωρὶς ὁ παλαιὸς νόμος να
συντελέσῃ εἰς τίποτε ἄλλο, ἔχει φανερωθῇ
δικαίωσις, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ Θεός, καὶ
ἡ δικαίωσις αὐτὴ μαρτυρεῖται καὶ
προφητεύεται ἀπὸ τὸν νόμον καὶ τοὺς
Προφήτας. |
22
δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως
Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ
ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας·
οὐ γάρ ἐστι διαστολή·
|
22
Παρέχεται δὲ ἡ δικαίωσις ἀπὸ
τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς πίστεως
εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν πρὸς
ὅλους καὶ ἀπλώνεται πλουσία
ἐπάνω εἰς ὅλους τοὺς πιστεύοντας
ἀνεξαιρέτως. Διότι δὲν ὑπάρχει
καμμία διάκρισις μεταξὺ Ἰουδαίων
καὶ ἐθνικῶν. |
22
Ἡ δικαίωσις δὲ αὐτὴ δίδεται ἀπὸ
τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς
τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς ὅλους
καὶ πίπτει ἀφθόνως ἐπάνω εἰς ὅλους
ὅσοι πιστεύουν. Διότι δὲν ὑπάρχει διάκρισις
Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν.
|
23
πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται
τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, |
23
Καὶ τοῦτο, διότι ὅλοι ἀνεξαιρέτως
ἠμάρησαν καὶ ἔχουν στερηθῇ ἀπὸ
τὴν δόξαν, ποὺ ἔχει καὶ μεταδίδει
ὁ Θεός. |
23
Δὲν ὑπάρχει δὲ διάκρισις, διότι ὅλοι
ἀνεξαιρέτως ἡμάρτησαν καὶ στεροῦνται
τὴν δόξαν, ποὺ κατέχει καὶ παρέχει ὁ
Θεός. |
24
δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ
χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως
τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
|
24
Γίνονται δὲ ὅλοι δίκαιοι καὶ
παίρνουν τὴν σωτηρίαν δωρεὰν μὲ
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς
ἐξαγορᾶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν,
ὅπως αὐτὴ ἐπραγματοποιήθη μὲ
τὴν θυσίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
|
24
Καὶ συνεπῶς γίνονται ὅλοι δίκαιοι καὶ
σώζονται δωρεὰν μὲ τὴν χάριν, τὴν
ὁποίαν ὁ Θεὸς ὡς βασιλεὺς πανάγαθος
δίδει εἰς ἡμᾶς τοὺς καταδίκους. Μᾶς
ἀπηλευθέρωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν
ἁμαρτίαν διὰ τῆς ἑξαγορᾶς, τὴν
ὁποίαν μὲ τὸ λύτρον τοῦ αἵματός
του ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
|
25
ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον
διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ
αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης
αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν
προγεγονότων ἁμαρτημάτων
|
25
Αὐτὸν ὁ Θεὸς τὸν προώρισε
πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ὡς
ἀτίμητον μέσον ἐξιλασμοῦ διὰ
τοῦ τιμίου του αἵματος πρὸς σωτηρίαν
τῶν ἀνθρώπων καὶ συμφιλίωσίν
των μὲ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς
ὀρθῆς πίστεως. Καὶ τοῦτο, διὰ
νὰ δειχθῇ καὶ φανερωθῇ ἡ δικαιοσύνη
τοῦ Θεοῦ, ἡ τιμωροῦσα τὸ κακόν,
ἐπειδὴ ἧτο ἐνδεχόμενον νὰ
τὴν παραθεωρήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἐκ
τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεὸς ἕνεκα
τῆς μακροθυμίας καὶ ἀνοχῆς του
δὲν εἶχε τιμωρήσει, ὅπως θὰ
ἔπρεπε, τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχαν
διαπραχθῆ πρὶν ἔλθῃ ὁ Χριστός.
|
25
τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς πρὸ
πάντων τῶν αἰώνων ὥρισε νὰ γίνῃ
μέσον ἐξιλασμοῦ καὶ συμφιλιώσεως τῶν
ἀνθρώπων μετὰ τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου
τῆς πίστεως. Καὶ ὥρισεν ὁ Θεὸς
νὰ γίνῃ ὁ ἐξιλασμὸς αὐτὸς
μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
διὰ νὰ δειχθῇ ἡ δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ὑπῆρχε κίνδυνος
νὰ παραγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι ἕνεκα
τῆς ἀτιμωρησίας τῶν ἁμαρτημάτων, τὰ
ὁποῖα εἶχον κάμει προτοῦ ἔλθῃ
ὁ Χριστός, |
26
ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ,
πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ
ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ
εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα
τὸν ἐκ πίστεως Ἰησοῦ.
|
26
Ἐθυσιάσθη δηλαδὴ ὁ Χριστός,
διὰ νὰ δείξῃ ὁ Θεὸς τὴν
δικαιοσύνην του εἰς τὸν παρόντα καιρόν,
ὥστε μὲ τὸ νὰ εἶναι αὐτὸς
δίκαιος νὰ καθιστᾷ δίκαιον καὶ
κάθε ἁμαρτωλόν, ποὺ θὰ ἔχῃ
ἀληθινὴν καὶ ζωντανὴν πίστιν
εἰς τὸν Ἰησοῦν.
|
26
καταχρώμενοι τὴν ἀνοχήν, ποὺ ἐδείκνυεν
ὁ Θεός. Ἔδωκε δηλαδὴ τὸ αἷμα
του ὁ Χριστὸς ὡς θυσίαν ἐξιλασμοῦ
διὰ νὰ δείξῃ ὁ Θεὸς τὴν
δικαιοσύνην του εἰς τὸν παρόντα καιρόν, ὥστε
νὰ εἶναι αὐτὸς δίκαιος, ἰκανοποιημένος
μὲ τὴν θυσίαν τοῦ Υἱοῦ του διὰ
τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ συγχρόνως νὰ
ἀναγνωρίζῃ καὶ νὰ καθιστᾷ δίκαιον
κάθε ἁμαρτωλόν, ποὺ εἰς τὸ ἑξῆς
ἐλατήριον καὶ κυριαρχοῦσαν δύναμιν μέσα
του θὰ ἔχῃ τὴν πίστιν εἰς τὸν
Ἰησοῦν. |
27
Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; Ἐξεκλείσθη.
Διὰ ποίου νόμου; Τῶν ἔργων;
Οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως.
|
27
Ἐάν, λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι ἐπετύγχανον
τὴν δικαίωσιν καὶ τὴν σωτηρίαν
μὲ τὰ ἔργα των, ποῦ εὑρίσκεται
τώρα ἡ καύχησίς των; Ἔχει ἀποκλεισθῆ
ἐντελῶς. Βάσει ποίου νόμου;
Μὲ τὸν νόμον τῶν ἔργων; Ὄχι,
ἀλλὰ μὲ τὸν νόμον τῆς
πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
|
27
Ποὺ εἶναι λοιπὸν ἡ καύχησις, τὴν
ὁποίαν θὰ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι,
ἐὰν ἐδικαιοῦντο μὲ τὰ
ἔργα τους καὶ τὴν ἀρετήν τους; Ἀπεκλείσθη
ὁλοτελῶς. Μὲ ποῖον νόμον; Μὲ
τὸν νόμον τῶν ἔργων; Ὄχι. Ἀλλὰ
μὲ τὸν νόμον τῆς πίστεως εἰς τὸν
Χριστόν. |
28
Λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιούσθαι
ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου.
|
28
Ἔτσι, λοιπόν, ὀρθῶς σκεπτόμενοι,
συμπεραίνομεν μὲ βεβαιότητα ὅτι κάθε
ἄνθρωπος δικαιώνεται διὰ τῆς πίστεως
χωρὶς τὰ ἔργα τοῦ παλαιοῦ Νόμου.
|
28
Μὲ συλλογισμὸν λοιπὸν ἀλάνθαστον καταλήγομεν
εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος
δικαιοῦται διὰ πίστεως δωρεάν, χωρὶς τὰ
ἔργα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ νόμος.
|
29
Ἢ Ἰουδαίων ὁ Θεὸς μόνον;
Οὐχὶ δὲ καὶ ἐθνῶν; Ναὶ
καὶ ἐθνῶν, |
29
Ἢ μήπως τάχα ὁ Θεὸς εἶναι
μόνον τῶν Ἰουδαίων Θεός, ὄχι
δὲ καὶ τῶν ἐθνικῶν; Ναί,
εἶναι Θεὸς καὶ τῶν ἐθνικῶν,
|
29
Ἂς μὴ φανῇ δὲ εἰς κανένα ἄτοπον,
ὅτι διὰ τῆς δικαιώσεως ταύτης παρέχεται
ἡ σωτηρία καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς.
Μήπως ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῶν
Ἰουδαίων μόνον, ὄχι δὲ καὶ τῶν
ἐθνικῶν; Ναί· εἶναι καὶ Θεὸς
τῶν ἐθνικῶν. |
30
ἐπείπερ εἷς ὁ Θεός, ὃς
δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ
ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως.
|
30
ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἕνας εἶναι
ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος θὰ σώσῃ
τὴν δικαίωσιν καὶ τὴν σωτηρίαν
διὰ τῆς πίστεως εἰς τοὺς Ἑβραίους
ποὺ ἔχουν τὴν περιτομήν, ὅπως
ἐπίσης διὰ τῆς πίστεως καὶ
εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους ἐθνικούς.
|
30
Ἐπειδὴ βέβαια ἕνας εἶναι ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος θὰ δώσῃ τὴν δικαίωσιν
τόσον εἰς τοὺς ἔχοντας περιτομὴν Ἰουδαίους
διὰ τῆς πίστεως καὶ ὄχι διὰ
τῶν ἔργων, ὅσον καὶ εἰς τοὺς
ἀπεριτμήτους ἐθνικοὺς πάλιν διὰ μέσου
τῆς πίστεως. |
31
Νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς
πίστεως; Μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον
ἱστῶμεν. |
31
Λοιπόν, θὰ ἐρωτήσῃ κανείς,
καταργοῦμεν τὸν Νόμον ἐν ὀνόματι
τῆς πίστεως; Μὴ γένοιτο! Ὄχι
μόνον δὲν καταργοῦμεν τὸν Νόμον,
ἀλλ' ἀντιθέτως τὸν στηρίζομεν
καὶ τοῦ δίδομεν κῦρος (διότι
ἀκριβῶς διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπραγματοποιήθησαν
πρὸς σωτηρίαν μας αἱ προφητεῖαι καὶ
αἱ ἐπαγγελίαι τοῦ Νόμου καὶ
ἀπεδείχθη ἔτσι αὐτὸς ἀληθής).
|
31
Καταργοῦμεν λοιπὸν διὰ τῆς πίστεως
τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχὺν
τοῦ νόμου; Μὴ γένοιτο νὰ ὑποθέσῃ
κανεὶς τοῦτο. Ὄχι μόνον δὲν καταργοῦμεν
τὸν νόμον, ἀλλ’ ἀντιθέτως στηρίζομεν τὸ
κῦρος τοῦ νόμου, ἀφοῦ ὁ νόμος
προλέγει τὰς ἐπαγγελίας, ποὺ ἐπραγματοποίησεν
ὁ Χριστός, καὶ ἀφοῦ διὰ νὰ
μᾶς συγχωρηθοῦν αἱ παραβάσεις τοῦ
νόμου ἐσταυρώθη ὁ Χριστός. |