Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ί
οὖν ἐροῦμεν Ἀβραὰμ τὸν
πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ
σάρκα; |
οιπὸν
τί θὰ εἴπωμεν, πὼς ὅ,τι κατώρθωσεν
ὁ πατέρας μας ὁ Ἀβραὰμ τὸ
κατώρθωσε μὲ τὰς φυσικὰς δυνάμεις
καὶ ἱκανότητάς του, χωρὶς τὴν
βοήθειαν τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς ὄχι.
|
ί
θὰ εἴπωμεν λοιπόν, ὅτι ἐπέτυχεν ὁ
πατήρ μας Ἀβραὰμ μὲ τὰς φυσικάς του
δυνάμεις, χωρὶς δηλαδὴ νὰ βοηθῆται
ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ;
|
2
Εἰ γὰρ Ἀβραὰμ ἐξ ἔργων
ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ'
οὐ πρὸς τὸν Θεόν. |
2
Διότι, ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι
ὁ Ἀβραὰμ ἐδικαιώθη ἀπὸ
τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα αὐτὸς
ἔκαμε, ἔχει καύχημα ἀπὸ τὸν
ἑυατόν του καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν
του διὰ τὰ ἔργα του. Ἀλλὰ δὲν
ἔχει κανένα καύχημα πρὸς τὸν
Θεόν; Ἀφοῦ δὲν ἔλαβε τὴν τελείαν
δικαίωσιν ἀπὸ τὴν πίστιν πρὸς
Ἐκεῖνον. |
2
Δὲν ἐπέτυχε τίποτε. Διότι, ἐὰν ὁ
Ἀβραὰμ ἐτιμήθη ὡς δίκαιος ἀπὸ
τοὺς συγχρόνους του ἀνθρώπους λόγῳ τῶν
ἀγαθῶν του ἔργων, ἔχει λόγον καὶ
ἀφορμὴν νὰ καυχᾶται ἀπέναντι
τῶν ἀτελεστέρων τοῦ ἀνθρώπων, ὄχι
ὅμως καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
3
Τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; Ἐπίστευσε
δὲ Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ
ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.
|
3
Ἀλλὰ τί λέγει ἡ Γραφὴ
εἰς τὸ θέμα αὐτό; <Ἐπίστευσεν
ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν Θεὸν
καὶ ἡ πίστις αὐτὴ ἐθεωρήθη
ὡς ἀξιόμισθος ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ
ἔλαβε τὴν δικαίωσιν>.
|
3
Διότι τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή; Ἐπίστευσε δὲ
ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν Θεὸν
καὶ ἡ πίστις αὐτὴ τοῦ ἐλογαριάσθη,
σὰν νὰ ἐτήρησε κάθε νόμον καὶ ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς
τὸν ἀνεκήρυξε δίκαιον. |
4
Τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς
οὐ λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ
κατὰ ὀφείλημα·
|
4
Εἰς κάθε ἕνα δὲ ποὺ ἐργάζεται,
ἡ ἀμοιβὴ διὰ τὴν ἐργασίαν
του δὲν θεωρεῖται ὡς χάρις καὶ
δωρεά, ἀλλ' ὡς χρέος, ποὺ πρέπει
νὰ καταβληθῇ. |
4
Ἀντιθέτως ὅμως εἰς κάθε ἐργαζόμενον
δὲν λογαριάζεται ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς
ἐργασίας του ὡς χάρις, ἀλλ’ ὡς χρέος
ποὺ τοῦ ὀφείλεται. |
5
τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι
δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν
ἀσεβῆ, λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ
εἰς δικαιοσύνην, |
5
Εἰς ἐκεῖνον ὅμως ὁ ὁποῖος
δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ἔργα,
ἀλλὰ πιστεύει εἰς τὸν Θεόν,
ποὺ δίδει δικαίωσιν καὶ εἰς
αὐτὸν ἀκόμη τὸν ἀσεβῆ,
ἐὰν μετανοήσῃ, λαμβάνεται ὑπ'
ὄψιν ἡ πίστις του αὐτή, ὥστε
νὰ πάρῃ τὴν δικαίωσιν ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ. |
5
Εἰς ἐκεῖνον ὅμως, ποὺ δὲν
ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ ἔργα, πιστεύει
ὅμως εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
δικαιώνει καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν
ἀσεβῆ, ἡ πίστις του λογαριάζεται τόσον πολύ,
ὥστε αὐτὸς γίνεται διὰ τῆς πίστεως
του δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
6
καθάπερ καὶ Δαυῒδ λέγει τὸν
μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ
Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην χωρὶς ἔργων·
|
6
Καθὼς ἀκριβῶς καὶ ὁ Δαυῒδ
προλέγει τὸν μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου,
εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς
καταλογίζει καὶ δίδει τὴν δικαίωσιν,
χωρὶς νὰ τὴν ἐξαρτᾷ πλέον
ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου.
|
6
Καθὼς καὶ ὁ Δαβὶδ διακηρύττει τὸ
ἐγκώμιον τῆς μακαριότητος τοῦ ἀνθρώπου,
εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς
λογαριάζει δικαίωσιν, χωρὶς νὰ ἀποβλέπῃ
εἰς ἔργα· |
7
μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι
καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·
|
7
<Μακάριοι, λέγει, εἶναι ἐκεῖνοι,
εἰς τοὺς ὁποίους ἔχουν συγχωρηθῆ
αἱ ἀνομίαι καὶ ἔχουν σκεπασθῆ,
ὥστε νὰ μὴ καταλογίζωνται καθόλου,
αἱ ἁμαρτίαι. |
7
Πανευτυχεῖς, λέγει, εἶναι ἐκεῖνοι,
τῶν ὁποίων ἐσυγχωρήθησαν αἱ παρανομίαι
καὶ τῶν ὁποίων ἐσκεπάσθησαν αἱ
ἁμαρτίαι. |
8
μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ
λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν.
|
8
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἰς
τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς δὲν
θὰ καταλογίσῃ καμμίαν ἁμαρτίαν>.
|
8
Πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἰς
τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος δὲν θὰ
λογαριάσῃ καμμίαν ἁμαρτίαν.
|
9
Ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ
τὴν περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ
τὴν ἀκροβυστίαν; Λέγομεν γὰρ
ὅτι ἐλογίσθη τῷ Ἀβραὰμ
ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην.
|
9
Ὁ μακαρισμός, λοιπόν, αὐτὸς
εἰς ποίους ἀναφέρεται; Εἰς τοὺς
Ἰουδαίους, ποὺ ἔχουν τὴν περιτομὴν
ἢ καὶ εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους
ἐθνικούς; Λοιπὸν σᾶς λέγομεν,
ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία
Γραφή, ὅτι <ἡ πίστις κατελογίσθη
εἰς τὸν Ἀβραὰμ ὡς μέγιστον
πλεονέκτημα, χάρις εἰς τὸ ὁποῖον
τοῦ ἐδόθη ἡ δικαίωσις>.
|
9
Ὁ μακαρισμὸς λοιπὸν αὐτὸς ἀνήκει
μόνον εἰς τοὺς ἔχοντας περιτομὴν Ἰουδαίους
ἢ καὶ εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους
ἐθνικούς; Καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς.
Διότι λέγομεν διδασκόμενοι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν
Γραφήν, ὅτι ἐλογαριάσθη εἰς τὸν Ἀβραὰμ
ἡ πίστις ὡς δικαιοσύνη. |
10
Πῶς οὖν ἐλογίσθη; Ἐν περιτομῇ
ὄντι ἢ ἐν ἀκροβυστία; Οὐκ
ἐν περιτομῇ, ἀλλ' ἐν ἀκροβυστίᾳ·
|
10
Πότε λοιπὸν καὶ πῶς τοῦ κατελογίσθη
αὐτὴ ἡ πίστις; Ὅταν εἶχε
λάβει τὴν περιτομὴν ἢ ὅταν ἀκόμη
ἦτο ἀπερίτμητος; Τοῦ κατελογίσθη
ὡς δικαιοσύνη αὐτὴ ἡ πίστις,
ὄχι ὅταν εἶχε περιτμηθῆ, ἀλλ'
ὅταν ἦτο ἀκόμη ἀπερίτμητος.
|
10
Πότε λοιπὸν τοῦ ἐλογαριάσθη; Ὅταν
εἶχε περιτμηθῇ ἢ ὅταν ἦτο ἀκόμη
ἀπερίτμητος; Τοῦ ἐλογαριάσθη ὡς δικαιοσύνη
ἡ πίστις του ὄχι ὅταν εἶχε περιτμηθῇ,
ἀλλ’ ὅταν ἦτο ἀπερίτμητος.
|
11
καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα
τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως·
τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ,
εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα
πάντων τῶν πιστευόντων δι' ἀκροβυστίας,
εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς
τὴν δικαιοσύνην,
|
11
Καὶ ἐπῆρε τὴν περιτομὴν ἐξωτερικὸν
σημεῖον, σὰν σφραγῖδα, ἡ ὁποία
ἐπιμαρτυροῦσε καὶ ἐπεβεβαίωνε
τὴν δικαίωσίν του ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, ὅταν ἀκόμη ἦτο ἀπερίτμητος,
διὰ νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ πνευματικὸς
πατέρας ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
καίτοι θὰ ἦσαν ἀπερίτμητοι,
θὰ εἶχαν φωτεινὴν καὶ ζωντανὴν
πίστιν, ὥστε νὰ καταλογισθῇ καὶ
εἰς αὐτούς, χάρις εἰς τὴν
πίστιν των, ἡ δικαίωσις ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ. |
11
Καὶ ἔλαβε σημάδι ἐξωτερικὸν τὴν
περιτομὴν σὰν σφραγῖδα, ἡ ὁποία
ἐβεβαίωνε τὴν δικαίωσίν του ἀπὸ τὴν
πίστιν ποὺ ἔδειξεν, ὅταν ἦτο ἀκόμη
εἰς κατάστασιν ἀκροβυστίας. Καὶ ἔγινεν
ἔτσι αὐτὸς πατέρας πνευματικὸς ὅλων
ἐκείνων, ὅσοι εἶναι ἀπερίτμητοι καὶ
πιστεύουν, διὰ νὰ λογαριασθῇ καὶ εἰς
αὐτοὺς ἡ δικαίωσις. |
12
καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ
ἐκ περιτομῆς τοῖς οὐκ ἐκ περιτομῆς
μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχοῦσι
τοῖς ἴχνεσι τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ
πίστεως τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ.
|
12
Ἔγινε ἀκόμη καὶ ὁ πατέρας
τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἔχουν τὴν
περιτομὴν τὴν σαρκικήν, οἱ ὁποῖοι
ὅμως δὲν ἐπαναπαύονται εἰς αὐτήν,
ἀλλὰ ἀκολουθοῦν καὶ τὰ
ἴχνη τῆς πίστεως, τὴν ὁποίαν
εἶχε καὶ ἔδειξεν ὁ πατέρας μας
ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ἀκόμη ἦτο
ἀπερίτμητος. |
12
Ἀλλ’ ἔγινε καὶ πατέρας ἐκείνων τῶν
Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὄχι
μόνον τὴν σαρκικὴν περιτομήν, ἀλλὰ
καὶ ἀκολουθοῦν τὰ ἀχνάρια τῆς
πίστεως, τὴν ὁποίαν, ὅταν ἦτο ἀκόμη
ἀπερίτμητος, ἔδειξεν ὁ πατέρας μας Ἀβραάμ.
|
13
Οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία
τῷ Ἀβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι
αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν
εἶναι τοῦ κόσμου, διὰ δικαιοσύνης
πίστεως. |
13
Διότι ἡ ὑπόσχεσις, ποὺ ἐδόθη
εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὅτι μὲ
τὴν πνευματικὴν βασιλείαν τοῦ κατὰ
σάρκα ἀπογόνου τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, θὰ γίνῃ αὐτὸς
κληρονόμος τοῦ κόσμου, δὲν τοῦ
ἐδόθη διὰ μέσου κανενὸς νόμου,
ἀλλὰ διὰ μέσου τῆς δικαιώσεως,
ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν πίστιν.
|
13
Διότι ἡ ἐπαγγελία εἰς τὸν Ἀβραὰμ
ἢ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, ὅτι
διὰ τῆς πνευματικῆς κυριαρχίας τοῦ
ἀπογόνου του Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ
γίνῃ ὁ Ἀβραὰμ κληρονόμος τοῦ
κόσμου, δὲν ἐδόθη διὰ μέσου οἰουδήποτε
νόμου, ἀλλὰ διὰ μέσου τῆς δικαιώσεως,
τὴν ὁποίαν ἐκ πίστεως ἔλαβε.
|
14
Εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι,
κεκένωνται ἡ πίστις καὶ κατήργηται
ἡ ἐπαγγελία·
|
14
Διότι, ἐὰν κληρονόμοι τοῦ πνευματικοῦ
κόσμου γίνωνται αὐτοὶ μόνον
ποὺ ἔλαβαν καὶ τηροῦν τὸν Νόμον,
τότε ἔχει γίνει ἀδειανὴ καὶ
ἀνωφελὴς ἡ πίστις καὶ ἔχει
καταργηθῆ πλέον ἡ ὑπόσχεσις
τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κληρονομία αὐτὴ
θὰ δοθῇ δωρεὰν διὰ τῆς πίστεως
εἰς τὸν Χριστόν. |
14
Διότι, ἐὰν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔλαβον
τὸν νόμον, γίνωνται καὶ δικαιωματικῶς διὰ
τῆς τηρήσεως αὐτοῦ κληρονόμοι τοῦ
κόσμου, τότε ἔγινεν ἀνωφελῆς καὶ ματαία
ἡ πίστις καὶ δὲν ἐπραγματοποιήθη,
ἀλλὰ κατηργήθη ἡ ὑπόσχεσις τοῦ
Θεοῦ, ἡ βεβαιοῦσα ὅτι δωρεὰν
διὰ τοῦ Χριστοῦ θὰ δοθῇ ἡ
κληρονομία αὐτή. |
15
ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται·
οὗ γὰρ οὐκ ἐστὶ νόμος,
οὐδὲ παράβασις. |
15
(Ἡ παράβασις τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἁμαρτία. Ὡς τοιαύτη δὲ
συνεπάγεται τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ
καὶ τὴν καταδίκην τοῦ ἁμαρτωλοῦ).
Ὁ Νόμος, ἐπειδὴ βέβαια δὲν
τηρεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
ἐπιφέρει ὡς συνέπειαν τὴν ὀργὴν
τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τῶν παραβατῶν,
τοὺς ὁποίους φυσικὰ καὶ ἀποξενώνει
ἀπὸ τὰς πνευματικὰς δωρεάς,
Ὅπου ὅμως δὲν ὑπάρχει νόμος,
ἐκεῖ φυσικὸν εἶναι νὰ μὴ
ὑπάρχῃ οὔτε παράβασις.
|
15
Ἀλλ’ ὄχι. Ἡ κληρονομία αὐτὴ
δὲν ἐδόθη διὰ νόμου. Διότι ὁ νόμος,
ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι παραβαίνουν αὐτόν,
φέρει ὡς ἀποτέλεσμα ὀργὴν καὶ
συνεπῶς τοὺς ἀποξενώνει ἀπὸ
τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας. Τουναντίον
δὲ ὅπου δὲν ὑπάρχει νόμος, ἐκεῖ
οὔτε παράβασις ὑπάρχει. |
16
Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ
χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν
τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι,
οὐ τῷ ἐκ νόμου μόνον, ἀλλὰ
καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ,
ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν,
|
16
Διὰ τοῦτο ἡ σωτηρία καὶ ἡ
κληρονομία τῶν ἀγαθῶν δίδεται
διὰ μέσου τῆς πίστεως δωρεὰν
καὶ κατὰ χάριν καὶ ὄχι ὡς
ἀνταμοιβὴ ἔργων τοῦ Νόμου.Ἔτσι
δὲ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀσφαλὴς
ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ περὶ
δικαιώσεως εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἀβραάμ· ὄχι μόνον εἰς
ἐκείνους, εἶχαν τὸν Νόμον, αλλὰ
καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ χωρὶς
τὸν Νόμον εἶχαν τὴν πίστιν τοῦ
Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος κατ' αὐτὸν
τὸν τρόπον εἶναι πατέρας ὅλων
μας, τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν ἐθνικῶν,
ἐφ' ὅσον ἔχουν τὴν πίστιν
|
16
Διότι δὲ ὁ νόμος ἀποξενώνει ἀπὸ
τὴν κληρονομίαν τῆς ἐπαγγελίας, διὰ
τοῦτο ἡ κληρονομία παρέχεται διὰ μέσου τῆς
πίστεως. Καὶ μᾶς δίδεται τώρα ἡ κληρονομία
αὐτὴ ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ
διὰ τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ νόμου,
ἀλλὰ δωρεὰν καὶ κατὰ χάριν Θεοῦ.
Ὥστε δεν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος ἕνεκα τῶν
ἐξ ἀδυναμίας παραβάσεών μας νὰ καταργηθῇ
ἡ ἐπαγγελία καὶ ὑπόσχεσις τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται αὐτὴ
ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως εἰς ὅλους
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ὄχι
μόνον εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὸν
νόμον καὶ ἐξηρτῶντο ἀπὸ αὐτόν,
ἀλλὰ καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ
ἂν καὶ δεν εἶχαν τὸν νόμον, ἐμιμήθησαν
τὴν πίστιν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἔγιναν
ἔτσι πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ,
ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας ὅλων
μας ὅσοι ἐπιστεύσαμεν. |
17
καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν
ἐθνῶν τέθεικά σε, κατέναντι
οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος
τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ
μὴ ὄντα ὡς ὄντα·
|
17
Ἄλλωστε ἔτσι ἔχει γραφῆ καὶ
εἰς τὸ θεόπνευστον βιβλίον τῆς
Γενέσεως· ὅτι δηλαδή <πατέρα πολλῶν
ἐθνῶν σὲ ἔχω θέσει> ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐπίστευσε καὶ ὁ ὁποῖος
δίδει ζωὴν εἰς τοὺς νεκρούς,
καλεῖ δὲ ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ
ὀνομάζει καὶ ἐκεῖνα τὰ
ὁποῖα δὲν ἔλαβαν ἀκόμη
ὕπαρξιν, ὡς ἐὰν ὑπάρχουν
ἤδη εἰς τὴν πραγματικότητα.
|
17
Καὶ εἶναι ὁ Ἀβραὰμ πατέρας ὅλων
μας σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει
γραφῆ εἰς τὴν Γένεσιν· ὅτι σὲ
ἐγκατέστησα πατέρα πολλῶν ἐθνῶν. Ἐγκατεστάθη
δὲ πατέρας πολλῶν ἐθνῶν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐπίστευσε. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔθνη
αὐτὰ δὲν ὑπῆρχον, ἀλλὰ
θὰ ἀνεφαίνοντο εἰς τὸ μέλλον. Ὁ
Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος δίδει ζωὴν
εἰς τοὺς νεκρούς, χάρις εἰς τὴν πρόγνωσίν
του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παντοδυναμίαν
του, διὰ τῆς ὁποίας φέρει εἰς τὴν
ὕπαρξιν τὰ μὴ ὑπάρχοντα, ὁμίλει
καὶ δι’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὑπάρχουν
εἰς τὸ παρόν, ἀλλὰ θὰ ὑπάρξουν
εἰς τὸ μέλλον, σὰν νὰ ὑπῆρχον.
|
18
ὃς παρ' ἐλπίδα ἐπ' ἐλπίδι
ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι
αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν
κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως
ἔσται τὸ σπέρμα σου·
|
18
Ὁ Ἀβραάμ, καίτοι λόγῳ
τῆς γεροντικῆς του ἡλικίας δὲν
εἶχε καμμίαν ἐλπίδα κατὰ τὸ
ἀνθρώπινον νὰ ἀποκτήσῃ
τέκνον, ἐν τούτοις ἤλπισεν εἰς
τὴν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ καὶ
ἐπίστευσεν εἰς ὅτι θὰ ἐγίνετο
αὐτός <πατέρας πολλῶν ἐθνῶν>,
σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπεν ὅτι
οἱ ἀπόγονοί σου θὰ εἶναι
πολυάριθμοι ὡσὰν τὴν ἄμμον καὶ
λαμπροὶ ὡσὰν τ' ἀστέρια.
|
18
Αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσιν ἔδωκεν ὁ
Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸς
δέ, καίτοι ἡ γεροντική του ἡλικία δὲν τοῦ
ἔδιδε καμμίαν ἐλπίδα ν’ ἀποκτήσῃ τέκνον,
μὲ τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν δύναμιν
τοῦ Θεοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὸ ὅτι
θὰ ἐγίνετο αὐτὸς πατέρας πολλῶν
ἐθνῶν, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, τὸ
ὁποῖον τοῦ ἐλέχθη ἀπὸ
τὸν Θεόν· Θὰ εἶναι οἱ ἀπόγονοί
σου τόσον πολλοὶ καὶ λαμπροί, ὅπως τὰ
ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
|
19
καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει
οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα
ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που
ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς
μήτρας Σάρρας·
|
19
Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔδειξεν ἀδυναμίαν
ἢ κλονισμὸν εἰς τὴν πίστιν του,
δὲν ἔλαβε ὑπ' ὄψιν του τὸ σῶμα
του, τὸ ὁποῖον ἦτο πλέον νεκρὸν
διὰ παιδοποιΐαν, ἀφοῦ ἦτο περίπου
ἑκατὸ ἐτῶν οὔτε καὶ ἐσυλλογίσθη
τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας τῆς
Σάρρας. |
19
Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐκλονίσθη εἰς
τὴν πίστιν του αὐτήν, δὲν ἐσυλλογίσθη
τὸ σῶμα του, ποὺ ἦτο νεκρὸν
πλέον καὶ ἀνίκανον πρὸς παιδοποιΐαν, διότι
ἦτο περίπου ἑκατὸν ἐτῶν. Οὔτε
ἐσυλλογίσθη τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας τῆς
γυναικός του Σάρρας. |
20
εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ
Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ,
ἀλλ' ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει,
δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ
|
20
Εἰς τὴν ὑπόσχεσιν δὲ αὐτήν,
ποὺ τοῦ ἔδωσεν ὁ Θεός, δὲν
ἐκλονίσθη ἀπὸ ἀμφιβολίας
τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ τουναντίον
ἐπῆρε δύναμιν διὰ τῆς πίστεως
καὶ ἐδόξασεν ἔτσι τὸν Θεόν,
ὡσὰν νὰ εἶχε γίνει πραγματικότης
ἡ ὑπόσχεσις αὐτή.
|
20
Εἰς τὴν ὑπόσχεσιν δέ, ποὺ τοῦ
ἔδωκεν ὁ Θεός, δὲν ἐταλαντεύθη ἀπὸ
ἀμφιβολίας ἀπιστίας, ἀλλὰ τουναντίον
ἐνεδυνάμωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν
πίστιν, ἀποδώσας δόξαν εἰς τὸν Θεόν, σὰν
νὰ εἶχε πραγματοποιηθῇ ἡ ὑπόσχεσις.
|
21
καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται
δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι.
|
21
Καὶ ἔλαβε βεβαίαν καὶ ἀκλόνητον
τὴν ἐσωτερικὴν πληροφορίαν, ὅτι
ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ πραγματοποιήσῃ
αὐτό, τὸ ὁποῖον ὑπεσχέθη.
|
21
Καὶ ἐσχημάτισε βεβαίαν τὴν πεποίθησιν, ὅτι
ἐκεῖνο ποὺ ὑπόσχεται ὁ Θεός,
εἶναι δυνατὸς καὶ νὰ τὸ ἐκτελέσῃ.
|
22
Διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ
εἰς δικαιοσύνην. |
22
Διὰ τοῦτο ἡ ἀκλόνητος καὶ
σταθερὰ αὐτὴ πίστις του, τοῦ
κατελογίσθη ὡς δικαίωσις.
|
22
Διότι δὲ ἐπίστευσε μὲ τέτοιαν πεποίθησιν,
δι’ αὐτό ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν
ἡ πίστις του αὐτὴ ὡς δικαίωσις.
|
23
Οὐκ ἐγράφη δὲ δι' αὐτὸν
μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ,
|
23
Δὲν ἐγράφη δὲ εἰς τὴν
Ἁγίαν Γραφὴν δι' αὐτὸν μόνον,
ὅτι ἡ πίστις τοῦ κατελογίσθη
εἰς δικαίωσιν, |
23
Δὲν ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον,
ὅτι ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ
πίστις του εἰς δικαίωσιν. |
24
ἀλλὰ καὶ δι' ἡμᾶς οἷς
μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν
ἐπὶ τὸν ἐγείροντα Ἰησοῦν
τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν,
|
24
ἀλλ' ἐγράφη καὶ δι' ἡμᾶς,
εἰς τοὺς ὁποίους μέλλει νὰ
καταλογισθῇ εἰς δικαίωσίν μας, δι'
ἡμᾶς οἱ ὁποῖοι πιστεύομεν
εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος
ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν τὸν Κύριόν
μας Ἰησοῦν Χριστόν. |
24
Ἀλλ’ ἐγράφη καὶ δι’ ἡμᾶς, εἱς
τοὺς ὁποίους μέλλει νὰ λογαριασθῇ
ἡ πίστις μας εἰς δικαίωσιν· δι’ ἡμᾶς,
οἱ ὁποῖοι πιστεύομεν εἰς τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνέστησεν Ἰησοῦν
τὸν Κύριόν μας ἐκ νεκρῶν.
|
25
ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα
ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν
δικαίωσιν ἡμῶν. |
25
Αὐτόν, ὁ ὁποῖος παρεδόθη
εἰς σταυρικὸν λυτρωτικὸν θάνατον,
διὰ τὰ ἁμαρτήματα ἡμῶν
καὶ ἀνεστήθη, διὰ νὰ μᾶς
δώσῃ τὴν δικαίωσιν καὶ τὴν
σωτηρίαν. |
25
Ὁ ὁποῖος Χριστὸς παρεδόθη εἰς
θάνατον διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ
ἀνέστη διὰ νὰ μᾶς κάμῃ δικαίους.
|