Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἀγνοεῖτε,
ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον
λαλῶ· ὅτι ὁ νόμος κυριεύει
τοῦ ἀνθρώπου ἐφ' ὅσον χρόνον
ζῇ; |
μιλῶ
πρὸς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι
γνωρίζουν τὸν Νόμον. Ἢ μήπως
ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ
Νόμος ἔχει κῦρος καὶ ἐξουσίαν
εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐφ' ὅσον αὐτὸς
ζῇ; |
ὴν
ζωὴν δὲ αὐτὴν τὴν αἰώνιον
δὲν ἡμπορεῖ πλέον οὔτε ὁ νόμος
νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ, ὅπως
ἀποδεικνύεται ἐξ ὅσων θὰ εἴπωμεν.
Ἐπειδὴ ὁμιλῶ πρὸς ἀνθρώπους,
ποὺ γνωρίζουν τὸν νόμον, σᾶς ἐρωτῶ:
Δὲν γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ νόμος
ἔχει ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου,
ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ ἄνθρωπος;
|
2
Ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι
ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν
δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ,
κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ
ἀνδρός. |
2
Διότι ἡ ὑπανδρευμένη γυναῖκα,
παραδείγματος χάριν, ἔχει διὰ τοῦ
νόμου τοῦ γάμου δεθῆ πρὸς τὸν
ἄνδρα της, ἐφ' ὅσον χρόνον ἐκεῖνος
ζῇ. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ
ὁ σύζυγός της, ἔχει αὐτὴ
ἀποδεσμευθῆ ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν
τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος τὴν
ἔδενε προηγουμένως μὲ τὸν ἄνδρα
της. |
2
Διότι, διὰ νὰ φέρω ἀπὸ τὸν νόμον
ἕνα παράδειγμα, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν
ἀλήθειαν αὐτήν, ἡ ὕπανδρος γυναῖκα
εἶναι δεμένη μὲ τὸν ζῶντα ἄνδρα
της, σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος
ὁρίζει τὰ τοῦ γάμου. Ἐὰν ὅμως
ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, ἔχει ἀπαλλαγῇ
αὐτὴ ἀπὸ τὸν νόμον, ποὺ
τὴν δεσμεύει πρὸς τὸν ἄνδρά της.
|
3
Ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς
μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται
ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν
δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ,
ἐλεύθερα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ
νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν
μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ·
|
3
Ἄρα, ὅταν ζῇ ὁ σύζυγός της,
ἐὰν αὐτὴ συνάψῃ σχέσεις
μὲ ἄλλον ἄνδρα, θὰ γίνη μοιχαλίς.
᾿Εὰν ὅμως πεθάνῃ ὁ σύζυγός
της εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ τὸν
νόμον, νὰ γίνῃ σύζυγος ἄλλου
ἀνδρός, χωρὶς νὰ θεωρῆται αὐτὴ
πλέον μοιχαλίς. |
3
Βγαίνει λοιπὸν ὡς συμπέρασμα, ὅτι, ἐφ’
ὅσον ζῇ ὁ σύζυγός της, θὰ γίνῃ
καὶ θὰ ἀποκληθῇ μοιχαλίς, ἐὰν
συνδεθῇ μὲ ἄλλον ἄνδρα. Ἐὰν
ὅμως ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, εἶναι
ἐλευθέρα ἀπὸ τὸν νόμον νὰ ὑπανδρευθῇ
πάλιν, χωρὶς νὰ εἶναι πλέον μοιχαλίς, ἐὰν
γίνῃ σύζυγος ἄλλου ἀνδρός.
|
4
ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς
ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς
τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ,
τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα
καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. |
4
Ὥστε, ἀδελφοί μου, κατὰ τὸ παράδειγμα
ποὺ σᾶς ἔφερα, ἔχετε θανατωθῆ
καὶ ἀποθάνει ὡς πρὸς τὸν
Νόμον διὰ τοῦ σταυρωθέντος σώματος
τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ ἔχετε τὸ
δικαίωμα νὰ ἀνήκετε εἰς ἄλλον,
δηλαδὴ εἰς τὸν ἀναστηθέντα Χριστόν,
διὰ νὰ φέρωμεν ἔτσι καρποὺς
πνευματικοὺς πρὸς τιμὴν καὶ δόξαν
τοῦ Θεοῦ.
|
4
Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὅπως ἡ γυναῖκα,
ἔτσι καὶ σεῖς εἶσθε ἐλεύθεροι
ἀπὸ τὸν νόμον. Διότι ἀπεθάνατε ὡς
πρὸς τὸν νόμον διὰ τῆς ἑνώσεώς
σας μὲ τὴν θανατωθεῖσαν ἐπὶ
τοῦ σταυροῦ ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ἀπεθάνατε διὰ νὰ συζευχθῆτε
μὲ ἄλλον, μὲ τὸν Χριστὸν δηλαδή,
ποὺ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, διὰ
νὰ παραγάγωμεν διὰ τῆς ἑνώσεώς μας
ταύτης καρποὺς ἐνάρετου ζωῆς εἰς δόξαν
Θεοῦ. |
5
Ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί,
τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ
διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν
τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ
καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ·
|
5
Διότι, ὅταν ἐζούσαμεν τὸν σαρκικὸν
βίον τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τὰ
πάθη τῶν ἁμαρτιῶν, τὰ ὁποῖα
κατεδίκαζε ἀλλὰ δὲν ἐξήλειφεν
ὁ παλαιὸς Νόμος, ἐνεργοῦσαν
ἐντός μας καὶ ἐπράττοντο διὰ
τῶν μελῶν μας, διὰ νὰ παράγουν
ἔτσι καρποὺς ποὺ ἔφερναν τὸν
αἰώνιον θάνατον. |
5
Μόνον δὲ τώρα διὰ τοῦ νέου μας αὐτοῦ
πνευματικοῦ γάμου θὰ παραγάγωμεν τοὺς καρποὺς
τῆς ἐναρέτου ζωῆς. Διότι, ὅταν ἐζούσαμεν
τὸν σαρκικὸν βίον, τότε τὰ ἁμαρτωλὰ
πάθη, ποὺ ἐλάμβαναν ἀφορμὴν ἀπὸ
τὰς διαφόρους ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, εἶχαν
δύναμιν καὶ δρᾶσιν εἰς τὰ μέλη τοῦ
σώματός μας καὶ παρῆγον καρπούς, ποὺ ἔφερναν
τὸν θάνατον. Ὀλέθριοι λοιπὸν οἱ καρποὶ
τοῦ παλαιοῦ μας γάμου μὲ τὸν νόμον.
|
6
νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ
νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα,
ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι
πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος.
|
6
Τώρα ὅμως ἔχομεν ἀποδεσμευθῆ
ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Νόμον,
διότι ἀπεθάναμεν ὡς πρὸς αὐτόν,
ὑπὸ τὴν κατοχὴν τοῦ ὁποίου
προηγουμένως εὑρισκόμεθα, ὥστε τώρα
νὰ ὑπακούωμεν εἰς τὸν Θεόν,
διὰ νὰ ζήσωμεν τὴν νέαν κατάστασιν,
ποὺ μᾶς ἐχάρισε τὸ Πνεῦμα,
καὶ νὰ μὴ δουλεύωμεν εἰς τὴν
παλαιὰν κατάστασιν, ὅπου ἐκυριαρχοῦσαν
οἱ τύποι καὶ τὸ γράμμα τοῦ
Νόμου. |
6
Τώρα ὅμως ἐλευθερώθημεν τελείως ἀπὸ
τὸν νόμον, διότι ἀπεθάναμεν ὡς πρὸς
τὸν νόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
κατεκρατούμεθα σὰν αἰχμάλωτοι. Ἐλευθερώθημεν
δέ, ὥστε νὰ εἴμεθα δοῦλοι τοῦ
Θεοῦ εἰς νέαν κατάστασιν, ποὺ μᾶς
ἐδημιούργησε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ
βασιλεύουσα εἰς αὐτὴν χάρις Του, καὶ
νὰ μὴ δουλεύωμεν εἰς τὴν παλαιὰν
κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπεκράτει
τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ ἐστερεῖτο
τὴν χάριν καὶ δὲν εἶχε τὴν δύναμιν
νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς ἀνθρώπους εἰς
τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν του.
|
7
Τί οὖν ἐροῦμεν; Ὁ νόμος
ἁμαρτία; Μὴ γένοιτο· ἀλλὰ
τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ
μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ
ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ
ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις·
|
7
Ἀλλὰ τότε, τί λοιπὸν θὰ
εἴπωμεν; Ὅτι ὁ Νόμος, ποὺ μᾶς
ἐδημιουργοῦσε αὐτὴν τὴν κατάστασιν
τῆς δουλείας, ἧτο κάτι τὸ ἁμαρτωλὸν
καὶ κακόν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ
πρέπει νὰ λέγωμεν ὅτι τὴν ἁμαρτίαν
δὲν τὴν ἐγνωρίσαμεν εἰ μὴ
μόνον διὰ τοῦ Νόμου,
ὁ ὁποῖος καὶ τὴν ἀπηγόρευε.
Διότι καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐπιθυμίαν
δὲν θὰ τὴν ἐγνώριζα ὡς
ἁμαρτωλήν, ἐὰν ὁ Νόμος
ρητῶς δὲν ἔλεγεν <οὐκ ἐπιθυμήσεις
ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι>.
|
7
Ἀλλ’ ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ λεχθέντα
ἐλευθερώθημεν ἐξ ἴσου ἀπὸ τὸν
νόμον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν,
τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Ὁ νόμος εἶναι
ἁμαρτία καὶ κάτι κακόν; Μὴ γένοιτο νὰ
νομίσῃ κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ λέγομεν
μόνον, ὅτι τὴν ἁμαρτίαν δὲν τὴν
ἐγνώρισα παρὰ διὰ τοῦ νόμου. Διότι
καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐπιθυμίαν
δὲν θὰ ἐγνώριζα, ἐὰν ὁ
νόμος δὲν ἔλεγε μὲ τὴν δεκάτην ἐντολήν:
Δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς.
|
8
ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία
διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο
ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν·
χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά.
|
8
Ἔλαβεν ὅμως ἀφορμὴν ἀπὸ
αὐτὰς τὰς ἀπαγορεύσεις τοῦ
Νόμου ἡ ἁμαρτία, ποὺ ὑπῆρχε
μέσα μου καὶ ὡς κατάστασις καὶ
ὡς ροπὴ πρὸς τὸ κακὸν καὶ
ἐκαλλιέργησε καὶ ἐφλόγισε μέσα
μου κάθε ἁμαρτωλὴν ἐπιθυμίαν.
Διότι χωρὶς τὸν Νόμον ἡ ἁμαρτία
εἶναι νεκρά, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχῃ.
|
8
Ἀφοῦ δὲ ἔλαβεν ἀφορμὴν
ἀπὸ τὰς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου
ἡ ἕως τώρα κρυμμένη ἁμαρτωλὸς κατάστασίς
μου καὶ ἡ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν
κλίσις μου, ἐδημιούργησε καὶ ἄναψε μέσα
μου κάθε εἶδος ἐπιθυμίας. Διότι, ἐφ’ ὅσον
δὲν ὑπάρχει νόμος ἀπαγορευτικός, ἡ
ἁμαρτία εἶναι νεκρὰ καὶ κοιμᾶται.
|
9
Ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου
ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς
ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν, |
9
Ἐγὼ δὲ ἐζοῦσα κάποτε χωρὶς
τὸν Νόμον, χωρὶς νὰ ἔχω γνῶσιν
τῶν ἐντολῶν του. Ὅταν δὲ ἐγνώρισα
τὴν ἐντολήν, τότε ἀναζωγονήθηκε
μέσα μου καὶ μοῦ ἔγινε γνωστὴ
ἡ ἁμαρτία. |
9
Ἐγὼ δὲ ἄλλοτε ἐνόμιζα, ὅτι
εἶχα ζωὴν πνευματικήν, διότι δὲν ἠνωχλούμην
καὶ δὲν ἐπιεζόμην ἀπὸ τὴν
ἁμαρτίαν, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζα
τὸν νόμον. Ὅταν ὅμως ἦλθεν ἡ
γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου,
τότε ἡ ἁμαρτία ἑξαναζωντάνευσε μέσα μου.
|
10
ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη
μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν,
αὕτη εἰς θάνατον·
|
10
Συνέπεια αὐτοῦ εἶναι, ὅτι ἐγὼ
ἀπέθανα πνευματικῶς ἐξ αἰτίας
τῶν παραβάσεων. Καὶ ἔτσι ἡ ἐντολὴ
τοῦ Νόμου, ποὺ εἶχε δοθῆ διὰ
νὰ μὲ χειραγωγήσῃ εἰς τὴν
λύτρωσιν καὶ ζωήν, αὐτὴ εὑρέθη
ὅτι μὲ ὠδήγησεν εἰς τὸν
θάνατον. |
10
Ἐγὼ δὲ ἀπέθανα πνευματικῶς διὰ
τῶν καθημερινῶν παραβάσεων τοῦ νόμου. Καὶ
ἀνελπίστως ἡ ἐντολή, ἡ ὁποία
ἐδόθη διὰ νὰ μὲ ὁδηγήσῃ
εἰς ζωήν, αὐτὴ ἀκριβῶς μὲ
ὠδήγησεν εἰς τὸν θάνατον.
|
11
ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν
λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ
με καὶ δι' αὐτῆς ἀπέκτεινεν.
|
11
Διότι ἡ ἁμαρτία ἐπῆρε
ἀφορμὴν ἀπὸ τὴν ἐντολήν,
μὲ ἠπάτησε καὶ μὲ παρέσυρε
δελεαστικῶς εἰς τὴν παράβασιν καὶ
δι' αὐτῆς μὲ ἐθανάτωσε πνευματικῶς.
|
11
Καὶ μὲ ὠδηγησεν εἰς τὸν θάνατον,
διότι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἦτο κρυμμένη
μέσα μου, λαβοῦσα ἀφορμὴν ἀπὸ
τὴν ἐντολήν, μὲ ἐξηπάτησε καὶ
διὰ τῆς παραβάσεως αὐτῆς μὲ
ἐθανάτωσε. |
12
Ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ
ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία
καὶ ἀγαθή. |
12
Ὥστε ὁ μὲν Νόμος, ποὺ ἐδόθη
διὰ τοῦ Μωϋσέως, εἶναι ἅγιος
καὶ κάθε ἐντολή του εἶναι ἁγία
καὶ δικαία καὶ ἀγαθὴ δι' ἐμὲ
τὸν ἄνθρωπον. |
12
Ὥστε ὁ μὲν μωσαϊκὸς νόμος εἶναι
ἅγιος καὶ κάθε ἐντολὴ τοῦ νόμου
αὐτοῦ εἶναι ἁγία καὶ δικαία
καὶ εὐεργετική. |
13
Τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε
θάνατος; Μὴ γένοιτο· ἀλλὰ
ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία,
διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη
θάνατον, ἵνα γένηται καθ' ὑπερβολὴν
ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ
τῆς ἐντολῆς. |
13
Ἀλλὰ θὰ ἐρωτήσῃ κανείς·
Αὐτό, λοιπόν, τὸ ἀγαθόν,
ὁ ἅγιος δηλαδὴ καὶ δίκαιος Νόμος,
ἔγινε δι' ἐμὲ αἰτία θανάτου;
Μὴ γένοιτο! Ἀλλ' ἡ ἁμαρτία,
διὰ νὰ φανῇ πόσον ὀλεθρία
καὶ φοβερὰ εἶναι, ἐπέτυχε διὰ
τοῦ Νόμου, ποὺ εἶναι ἀγαθὸς
καὶ δίκαιος, νὰ κατεργασθῇ καὶ
πραγματοποιήσῃ ἐντός μου τὸν θάνατον·
διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι καὶ ἀποδειχθῇ
ὁλοκάθαρα διὰ μέσου τῆς ἐντολῆς,
πόσον ὑπερβολικὰ καταστρεπτικὴ καὶ
ὕπουλος εἶναι ἡ ἁμαρτία διὰ
τὸν ἄνθρωπον. |
13
Ἀλλὰ τότε λοιπὸν ὁ ἅγιος καὶ
ἀγαθὸς νόμος ἔγινε δι’ ἐμὲ πρόξενος
καὶ αἴτιος θανάτου; Μὴ γένοιτο νὰ
παραδεχθῇ κανείς, ὅτι ὁ νόμος ἔγινε
φονιᾶς δι’ ἐμέ. Ἀλλὰ τὸν θάνατόν
μου τὸν ἔφερεν ἡ ἁμαρτία, διὰ
νὰ φανῇ πόσον κακὴ καὶ καταστρεπτικὴ
εἶναι, ἀφοῦ διὰ τοῦ νόμου, ποὺ
εἶναι κάτι ἀγαθὸν καὶ ἅγιον,
προξενεῖ εἰς ἐμὲ θάνατον· διὰ
νὰ γίνῃ ἔτσι ὑπερβολικὰ ὀλέθρια
καὶ μισητὴ ἡ ἁμαρτία διὰ μέσου
τῆς ἐντολῆς. |
14
Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός
ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός
εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
|
14
Διότι γνωρίζομεν ὅτι ὁ νόμος
εἶναι πνευματικός, δῶρον δηλαδὴ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, διὰ νὰ ἐξυπηρετῇ
τὴν ἰδικήν μας πνευματικὴν ζωήν. Ἐγὼ
ὅμως εἶμαι δοῦλος τῆς σαρκός,
σὰν πουλημένος σκλάβος ὑπὸ τὴν
κυριαρχίαν τῆς ἁμαρτίας.
|
14
Ναί· ἡ ἁμαρτία μοῦ ἔφερε τὸν
θάνατον. Διότι γνωρίζομεν ὅτι ὁ νόμος εἶναι
δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀποβλέπει
νὰ καταστήσῃ τοὺς ἀνθρώπους πνευματικοὺς
καὶ ἐναρέτους. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι
δοῦλος τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός,
πουλημένος σὰν σκλάβος εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
|
15
Ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω·
οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω,
ἀλλ' ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.
|
15
Κυριευμένος καὶ σκοτισμένος ἀπὸ
τὸ πάθος δὲν γνωρίζω καλὰ αὐτὸ
τὸ κακὸν ποὺ πράττω. Διότι δὲν
πράττω αὐτὸ τὸ ὁποῖον
ἐσωτερικῶς θέλω, ἀλλὰ κάμνω
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μισῶ.
|
15
Εἶμαι δὲ σκλάβος τῆς ἁμαρτίας, διότι
ἐκεῖνο ποὺ ἐκτελῶ, τὸ
ἐκτελῶ τυφλά, μεθυσμένος ἀπὸ τὸ
πάθος, χωρὶς νὰ ξεύρω τί πράττω. Διότι δεν πράττω
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ τὸ
βάθος τῆς καρδίας μου θέλω, ἀλλ’ ἐκεῖνο
ποὺ μισῶ, ὅταν δὲν εἶμαι σκοτισμένος
ἀπὸ τὸ πάθος, αὐτὸ πράττω.
|
16
Εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο
ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι
καλός. |
16
Ἐὰν δέ, παρασυρόμενος ἀπὸ
τὴν ἐσωτερικήν μου ἁμαρτωλότητα
καὶ τοὺς ἐξωτερικοὺς πειρασμούς,
πράττω αὐτὸ ποὺ δὲν θέλω,
τότε μὲ τὴν θέλησίν μου καὶ
ἀντίθετα πρὸς τὰ ἔργα μου συμφωνῶ
μὲ τὸν Νόμον καὶ ὁμολογῶ
ὅτι εἶναι καλός. |
16
Ἐὰν δὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἰς
τὸ βάθος μου δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω,
συμφωνῶ καὶ συμμαρτυρῶ μὲ τὸν
νόμον, ὅτι εἶναι καλός. |
17
Νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι
αὐτό, ἀλλ' ἡ οἰκοῦσα ἐν
ἐμοὶ ἁμαρτία.
|
17
Τώρα δὲ δὲν πράττω ἐγὼ
τὸ κακόν, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία,
ἡ ὁποία κατοικεῖ μέσα μου καὶ
μὲ ἐξουσιάζει. |
17
Τώρα ὅμως, ποὺ εἶμαι κυριευμένος ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν, δὲν ἐκτελῶ πλέον
ἐγὼ τὸ κακόν, ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία,
ἡ ὁποία σὰν ἄλλος τύραννος κατοικεῖ
μέσα μου. |
18
Οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ
ἐν ἐμοί, τοῦτ' ἔστιν ἐν
τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ
γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ
δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ
εὑρίσκω·
|
18
Διότι γνωρίζω καλὰ ὅτι δὲν κατοικεῖ
μέσα μου, δηλαδὴ εἰς τὴν διεφθαρμένην
ἀνθρωπίνην φύσιν, τὸ ἀγαθόν·
αὐτὸ δὲ φαίνεται καθαρὰ καὶ
ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι τὸ νὰ
θέλω μὲν τὸ καλὸν εἶναι τοῦτο
κοντά μου, τὸ νὰ πραγματοποιῶ ὅμως
τὸ καλὸν δὲν τὸ εὑρίσκω
κοντά μου καὶ εὔκολον.
|
18
Γνωρίζω δηλαδή, ὅτι δὲν κατοικεῖ μέσα μου
ἀγαθόν. Καὶ ὅταν λέγω μέσα μου, ἐννοῶ
τὸν ἑαυτόν μου, ὅπως γίνεται ἀπὸ
τὴν κυριαρχίαν τῆς σαρκός μου, ἡ ὁποία
εὔκολα παρασύρεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Καὶ δὲν εἶναι μέσα μου ἀγαθόν, διότι
τὸ νὰ θέλω μὲν τὸ καλὸν καὶ
τὴν ἀρετὴν εἶναι κοντά μου καὶ
πρόχειρον εἰς ἐμέ· τὸ νὰ ἐκτελῶ
ὅμως τὸ καλὸν εἶναι μακρὰν καὶ
δὲν τὸ κατορθώνω. |
19
οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν,
ἀλλ' ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο
πράσσω. |
19
Διότι δὲν πράττω τὸ ἀγαθόν,
τὸ ὁποῖον ἐσωτερικῶς μὲ
ὅλην μου τὴν θέλησιν ἐπιθυμῶ,
ἀλλὰ τὸ κακόν, ποὺ δὲν
θέλω, αὐτὸ πράττω.
|
19
Δὲν πράττω δηλαδὴ τὸ ἀγαθόν, ποὺ
ἡ θέλησίς μου ἀσπάζεται, ἀλλὰ τὸ
κακὸν ποὺ δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω.
|
20
Εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ
τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ
κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ' ἡ οἰκοῦσα
ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. |
20
Ἐὰν δὲ ἐγὼ πράττω τὸ
κακόν, ποὺ εἰς τὴν πραγματικότητα
δὲν τὸ θέλω, αὐτὸ σημαίνει
ὅτι δὲν τὸ πραγματοποιῶ πλέον
ἐγώ, ἀλλ' ἡ ἁμαρτία, ποὺ
κατοικεῖ μέσα μου καὶ ἡ ὁποία
μὲ ἔχει κάμει δοῦλον της.
|
20
Ἐὰν δὲ ἐγὼ πράττω τὸ κακόν,
τὸ ὁποῖον δὲν θέλω, δὲν εἶμαι
πλέον κύριος τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ δὲν
πράττω πλέον τὸ κακὸν ἐγώ, ἀλλ’ ἡ
ἁμαρτία ποὺ κατοικεῖ μέσα μου καὶ
μὲ κρατεῖ αἰχμάλωτόν της.
|
21
Εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ
θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν,
ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται·
|
21
Ἄρα εὑρίσκω τὸν Νόμον τοῦ
Θεοῦ βοηθὸν καὶ σύμφωνον μὲ
τὴν θέλησίν μου, ἡ ὁποία
καὶ θέλει νὰ πράττω τὸ καλόν.
Δὲν ἠμπορῶ ὅμως νὰ τηρήσω
αὐτόν, διότι ὑπάρχει κοντά
μου καὶ ἐντός μου τὸ κακόν, ἡ
δύναμις τῆς ἁμαρτίας.
|
21
Συνεπῶς εὑρίσκω εἰς τὸν ἑαυτόν
μου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ πράττω τὸ
καλόν, ὅτι κυριαρχεῖ ὁ νόμος αὐτός,
δηλαδὴ ὁ νόμος, ὅτι τὸ κακὸν
εἶναι πρόχειρον καὶ πολὺ πλησίον εἰς
ἐμέ. |
22
συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ
Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,
|
22
Διότι εὐχαριστοῦμαι καὶ εὐφραίνομαι
εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ μὲ
ὅλην μου τὴν ψυχήν, τὴν καρδίαν
καὶ τὸν νοῦν. |
22
Εἶναι δὲ φανερόν, ὅτι κυριαρχεῖ αὐτὸς
ὁ νόμος, διότι εὐχαριστοῦμαι πάρα πολὺ
εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν
νοῦν καὶ τὴν καρδίαν μου, ποὺ ἀποτελοῦν
τὸν ἐσωτερικόν μου ἄνθρωπον.
|
23
βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς
μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ
νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά
με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας
τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί
μου. |
23
Βλέπω ὅμως νὰ κυριαρχῇ εἰς τὰ
μέλη μου ἄλλος νόμος, ἡ δύναμις
τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἀντιστρατεύεται
καὶ μάχεται ὅσα ὁ νοῦς μου καὶ
ἡ συνείδησις μοῦ ὑποδεικνύουν
ὡς ὀρθά, καὶ μὲ ὑποδουλώνει
εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας,
ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ εἰς τὴν
ἁμαρτωλὴν ἀνθρωπίνην μου φύσιν.
|
23
Βλέπω ὅμως νὰ κυριαρχῇ ἄλλος νόμος
καὶ ἄλλη δύναμις εἰς τὰ μέλη μου,
ὁ νόμος καὶ ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτὸς δὲ ὁ νόμος ἐναντιοῦται
καὶ μάχεται εἰς ὅσα ὁ νοῦς μου
καὶ ἡ συνείδησίς μου ἀναγνωρίζουν ὡς
νόμον ὀρθόν, καὶ μὲ κάνει δοῦλον αἰχμάλωτον
εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας, ποὺ
κυριαρχεῖ εἰς τὰ μέλη μου.
|
24
Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Τίς
μὲ ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ
θανάτου τούτου; |
24
Δυστυχισμένος καὶ ταλαιπωρημένος ἐγὼ
ἄνθρωπος! Ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ
καὶ θὰ μὲ γλυτώσῃ ἀπὸ
τὸ σῶμα τοῦτο, μέσα εἰς τὸ
ὁποῖον κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία
καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ
θάνατος; |
24
Ὤ! πόσον δυστυχὴς καὶ ἀξιολύπητος
ἄνθρωπος εἶμαι ἐγώ! Ποῖος θὰ
μὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ κυριευμένον
ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας σῶμα μου, τὸ
ὁποῖον εἶναι ἡ ἔδρα καὶ
τὸ ὅργανον τοῦ θανάτου αὐτοῦ;
|
25
Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ
Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Ἄρα
οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν
νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ
δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.
|
25
Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
μὲ ἠλευθέρωσε καὶ μὲ ἔσωσε
διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ
Κυρίου ἡμῶν. Τὸ συμπέρασμα,
λοιπόν, εἶναι ὅτι ἐγὼ δουλεύω
εἰς δύο κυρίους· μὲ τὸν
νοῦν καὶ τὴν συνείδησιν δουλεύω
εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, μὲ
τὰ μέλη ὅμως τῆς σαρκός μου
δουλεύω εἰς τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας.
|
25
Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
μὲ ἔσωσε διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν
τῶν ὅσων εἴπομεν εἶναι, ὅτι
ἐγὼ καθ’ ἑαυτόν, χωρὶς τὴν βοήθειαν
τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν νοῦν μου μὲν
δουλεύω εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, μὲ
τὰ μέλη ὅμως τῆς σαρκός μου δουλεύω εἰς
τὸν νόμον τῆς ἁμαρτίας. |