Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐδὲν
ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν,
ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. |
πομένως
δὲν ὑπάρχει τώρα καμμία καταδίκη
εἰς τοὺς πιστεύοντας καὶ τοὺς
ἠνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καὶ
πολιτεύονται ὄχι σύμφωνα μὲ τὰς
ἁμαρτωλὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός,
ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολὰς
τοῦ Πνεύματος. |
πὸ
τὸ γεγονὸς ὅμως, ὅτι ἀπεθάναμεν
ὡς πρὸς τὸν νόμον, ἐξάγεται καὶ
ἕνα ἄλλο συμπέρασμα. Ὅτι δηλαδὴ δὲν
ὑφίσταται πλέον κανένα εἶδος καταδίκης διὰ
τοὺς ἠνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, οἱ ὁποῖοι δὲν πολιτεύονται
κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, ἀλλὰ
κατὰ τὰς ὑπαγορεύσεις τοῦ Πνεύματος.
|
2
῾Ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος
τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ
νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ
θανάτου. |
2
Διότι ὁ Νόμος τοῦ Πνεύματος,
ἡ χάρις, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ
δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ποὺ μεταδίδει καὶ
καλλιεργεῖ καὶ ἀναπτύσσει τὴν
κατὰ Χριστὸν ζωήν, μὲ ἀπηλευθέρωσε
ἀπὸ τὸν νόμον καὶ τὴν
κυριαρχίαν τῆς ἁμαρτίας καὶ
τοῦ θανάτου. |
2
Διότι ἡ δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ
εἶναι ζωὴ καὶ μεταδίδει ζωὴν εἰς
τοὺς ἠνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν, μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς
ἠλευθέρωσε καὶ ἐμὲ ἀπὸ
τὸν νόμον καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἁμαρτίας
καὶ τοῦ θανάτου. |
3
Τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου,
ἐν ὧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός,
ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν
πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας
καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε
τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί,
|
3
Διότι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
ἦτο ἀδύνατον καὶ ἀκατόρθωτον
εἰς τὸν Νόμον, ποὺ δὲν ἠμποροῦσε
δηλαδὴ νὰ κατανικήσῃ τὴν ἁμαρτωλότητα
καὶ τὴν ἀντίστασιν τοῦ σαρκικοῦ
ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἐπραγματοποίησε
καὶ τὸ ἔφερεν εἰς πέρας ὁ
Θεὸς μὲ τὸ νὰ στείλῃ,
διὰ τὴν ἐξάλειψιν τῆς ἁμαρτίας,
τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ, μὲ
ἀνθρώπινον σῶμα, χωρὶς βέβαια
καὶ νὰ εἶναι ἁμαρτωλόν. Καὶ
ἔτσι καταδίκασε καὶ κατέλυσε τὴν
ἁμαρτίαν διὰ τῆς ἀναμαρτήτου
σαρκὸς τοῦ Υἱοῦ του, ποὺ παρεδόθη
εἰς θάνατον. |
3
Μὲ ἠλευθέρωσε δέ, διότι ἐκεῖνο, ποὺ
δὲν ἠμποροῦσε νὰ κατορθώσῃ ὁ
νόμος, ὄχι διότι ἦτο ἀτελής, ἀλλὰ
διότι δὲν παρεῖχε καὶ τὴν χάριν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καὶ δι’ αὐτὸ δὲν
ἠδύνατο νὰ κατανικήσῃ τὴν ἀντίστασιν
τοῦ σαρκικοῦ μας φρονήματος, τὸ ἔφερεν
εἰς αἴσιον πέρας ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς
δηλαδή, διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὴν
ἁμαρτίαν, ἔστειλε τὸν Υἱόν του μὲ
σάρκα, ἡ ὁποία ὠμοίαζε μόνον, ἀλλὰ
δὲν ἦτο καὶ πράγματι σὰρξ ἁμαρτίας,
καὶ ἔτσι κατεδίκασε καὶ κατέλυσε τὴν
ἁμαρτίαν διὰ τῆς σαρκὸς τοῦ
Υἱοῦ του, ἡ ὁποία, καίτοι ἀναμάρτητος,
ὑπέστη τὰς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας
παραδοθεῖσα εἰς θάνατον. |
4
ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ
ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα
περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα·
|
4
Διὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν πλέον μὲ
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ὅλαι αἱ
διατάξεις τοῦ Νόμου καὶ ἀπὸ
ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι ζῶμεν
καὶ φερόμεθα τώρα, ὄχι σύμφωνα
μὲ τὰς ἁμαρτωλὰς ἐπιθυμίας
τῆς σαρκός, ἀλλὰ σύμφωνα πρὸς
τὰ παραγγέλματα τοῦ Εὐαγγελίου
καὶ τὰς ὑπαγορεύσεις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. |
4
Ὥστε ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦσεν ἀπὸ
ἡμᾶς ὁ νόμος ὡς δίκαιον, ἐξετελέσθησαν
πλήρως ἀπὸ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι
πολιτευόμεθα τώρα ὄχι σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας
τῆς σαρκός, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὰς
ὑπαγορεύσεις τῶν ἀνωτέρων πνευματικῶν
μας δυνάμεων, καθὼς τὰς φωτίζει καὶ τὰς
ἐνισχύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
|
5
οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ
τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ
κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος.
|
5
Διότι ὅσοι εὑρίσκονται ἀκόμη
ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῆς σαρκὸς
φρονοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν ὅσα θέλει
ἡ σάρξ· ὅσοι ὅμως κατευθύνονται
ἀπὸ τὴν χάριν καὶ τὴν
δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
σκέπτονται καὶ φρονοῦν καὶ θέλουν
ὅσα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοὺς ὑπαγορεύει.
|
5
Ναί· ζῶμεν τώρα κατὰ τὰς ὑπαγορεύσεις
ὄχι τῆς σαρκός, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Διότι ὅσοι εὑρίσκονται ὑπὸ
τὴν κυριαρχίαν τῆς σαρκός, σκέπτονται καὶ
φρονοῦν καὶ θέλουν ὅσα ζητεῖ ἡ
σάρξ. Ὅσοι δὲ διευθύνονται ἀπὸ τὰς
ἀνωτέρας πνευματικὰς δυνάμεις μας, ὅπως
γίνονται αὐταὶ ὅταν ἔχουν τὴν
χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκέπτονται καὶ
φρονοῦν καὶ θέλουν ἐκεῖνα, ποὺ
ἀσπάζεται ἡ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἀναγεννημένη ψυχή. |
6
Τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος,
τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος
ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ
φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς
Θεόν· |
6
Αἱ σκέψεις, τὰ φρονήματα καὶ
αἱ ἐπιθυμίαι τῆς σαρκὸς προκαλοῦν
τὸν πνευματικὸν θάνατον. Τὸ δὲ
φρόνημα, ποὺ ὑπαγορεύει τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον καὶ ἡ ἁγία κατάστασις
ποὺ δημιουργεῖ, ὁδηγεῖ εἰς τὴν
ἀληθινὴν ζωὴν καὶ εἰρήνην.
Διότι ἡ σαρκικὴ κατάστασις καὶ
ἐπιθυμία εἶναι ἔχθρα εἰς τὸν
Θεὸν καὶ φέρει τὸν θάνατον.
|
6
Εἶναι δὲ ἐντελῶς ἀντίθετα ἐκεῖνα,
ποὺ ζητεῖ ἡ σάρξ, ἀπὸ ἐκεῖνα
ποὺ ζητεῖ τὸ πνεῦμα. Διότι ἡ
κατάστασις τοῦ νὰ σκέπτεται κανεὶς καὶ
νὰ θέλῃ ἐκεῖνα ποὺ ζητεῖ
ἡ σάρξ, προξενεῖ θάνατον πνευματικόν, ἤτοι
χωρισμὸν ἀπὸ τὸν Θεόν· ἡ
κατάστασις δὲ τοῦ νὰ σκέπτεται καὶ
να θέλῃ κανεὶς ἐκεῖνα, ποὺ ὑπαγορεύει
τὸ πνεῦμα, δημιουργεῖ ζωὴν καὶ
εἰρήνην. Φέρει δὲ θάνατον ἡ κατάστασις τοῦ
σαρκικοῦ ἀνθρώπου, διότι εἶναι ἔχθρα
εἰς τὸν Θεόν, |
7
τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ
ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται·
|
7
Εἰς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ δὲν
ὑποτάσσεται ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος
καὶ οὔτε ἔχει τὴν δύναμιν νὰ
ὑποταχθῇ. |
7
καθ’ ὅσον δὲν ὑποτάσσεται εἰς τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ οὐδὲ
τὴν δύναμιν ἔχει νὰ ὑποταχθῇ.
|
8
οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ
ἀρέσαι οὐ δύνανται.
|
8
Ὅσοι δὲ ζοῦν κατὰ σάρκα καὶ
πορεύονται κατὰ τὰς ἐπιθυμίας
τῆς σαρκός, δὲν ἠμποροῦν νὰ
ἀρέσουν καὶ νὰ εὐαρεστήσουν
εἰς τὸν Θεόν. |
8
Ὅσοι δὲ εἶναι παραδόμενοι εἰς σαρκικὸν
καὶ κοσμικὸν βίον, δὲν ἠμποροῦν
νὰ ἀρέσουν εἰς τὸν Θεόν. |
9
Ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν
σαρκί, ἀλλ' ἐν πνεύματι, εἴπερ
Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν·
εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ
ἔχει, οὗτος οὐκ ἐστὶν αὐτοῦ.
|
9
Σεῖς ὅμως δὲν εἶσθε πλέον δοῦλοι
τῆς σαρκός, ἀλλ' εὑρίσκεσθε
ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ πνεύματός
σας, ποὺ ἔχει φωτισθῆ καὶ ἀναγεννηθῆ
ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἐὰν βέβαια κατοικῇ
ἐντὸς ὑμῶν τὸ Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ. Ἐὰν δὲ κανεὶς δὲν
ἔχῃ μέσα του Πνεῦμα Χριστοῦ,
αὐτὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ
Χριστοῦ.
|
9
Σεῖς ὅμως δὲν εἶσθε αἰχμάλωτοι
καὶ δοῦλοι τῆς σαρκός, ἀλλὰ
κυριαρχεῖσθε ἀπὸ τὸ ἀνώτερον
καὶ πνευματικὸν συστατικόν σας, ὅπως ἐφωτίσθη
καὶ ἀνεγεννήθη τοῦτο ἀπὸ τὴν
χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐὰν βεβαίως,
ὅπως ἐλπίζω, κατοικῇ μέσα σας Πνεῦμα
Θεοῦ. Ἄνθρωπος ὅμως, ποὺ δὲν
ἔχει μέσα του Πνεῦμα Χριστοῦ, δὲν
ἀνήκει εἰς τὸν Χριστόν.
|
10
Εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν,
τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι' ἁμαρτίαν,
τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην.
|
10
Ἐὰν δὲ κατοικῇ ὁ Χριστὸς
μέσα σας, τότε ἔστω καὶ ἂν τὸ
σῶμα σας ὑπόκειται εἰς τὸν θάνατον
ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας,
τὸ πνεῦμα σας ὅμως ἔχει ζωὴν
αἰωνίαν χάρις εἰς τὴν δικαίωσιν,
ποὺ ἐλάβατε ἀπὸ τὸν Χριστόν.
|
10
Ἐὰν δὲ κατοικῇ μέσα σας ὁ Χριστὸς
διὰ τοῦ Πνεύματός του, τότε τὸ μὲν
σῶμα σας ὑπόκειται εἰς τὸν φυσικὸν
θάνατον ἐξ αἰτίας τῆς προπατορικῆς
μας ἁμαρτίας· ἡ ψυχὴ ὅμως, ποὺ
ἔγινε πνευματική, θὰ ἔχη ζωὴν αἰωνίαν
λόγῳ τῆς δικαιώσεως, ποὺ μᾶς ἔδωκεν
ὁ Χριστός, καὶ τῆς ἀρετῆς τὴν
ὁποίαν ἤδη διὰ τῆς χάριτος κατορθώνει.
|
11
Εἰ δὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος
Ἰησοῦ ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ
ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν
Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ
τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ
τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα
ἐν ὑμῖν. |
11
Ἐὰν δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
ποὺ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν τὸν
Ἰησοῦν, κατοικῇ μέσα σας, τότε
αὐτός ποὺ ἀνέστησε τὸν
Χριστὸν θὰ ζωοποιήσῃ καὶ τὰ
θνητὰ σώματά σας ἕνεκα τοῦ Πνεύματός
του, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας.
|
11
Δὲν σημαίνει δὲ τίποτε, ἐὰν τὸ
σῶμα σας εἶναι θνητὸν καὶ ὑπόκειται
εἰς θάνατον. Διότι, ἐὰν τὸ Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνέστησε
τὸν Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν, κατοικῇ
μέσα σας, αὐτὸς ποὺ ἀνέστησε τὸν
Χριστὸν ἐκ νεκρῶν, θὰ δώσῃ ζωὴν
καὶ εἰς τὰ θνητὰ σώματά σας ἐξ
αἰτίας τοῦ Πνεύματός του, ποὺ κατοικεῖ
μέσα σας. |
12
Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται
ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ
κατὰ σάρκα ζῆν·
|
12
Ἄρα, λοιπόν, ἀδελφοί, ἀφοῦ
τέτοιες εὐεργεσίες ἐλάβομεν
καὶ τέτοιες δωρεὲς ἑτοιμάζονται
δι' ἡμᾶς, δὲν ἔχομεν ὑποχρέωσιν
εἰς τὴν σάρκα, νὰ ζῶμεν κατὰ
τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός (ἀλλὰ
εἰς τὸ Πνεῦμα, νὰ ζῶμεν κατὰ
τὰς ὑπαγορεύσεις τοῦ Πνεύματος).
|
12
Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, ἠλευθερώθημεν
ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ
κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου·
καὶ ἀφοῦ τέτοιαι ἀμοιβαὶ καὶ
εὐεργεσίαι μᾶς ἐπιφυλάσσονται ἀπὸ
τὸν Θεόν, εἴμεθα χρεῶσται ὄχι εἰς
τὴν σάρκα, διὰ νὰ ζῶμεν κατὰ
τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός.
|
13
εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε
ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι
τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανοῦτε,
ζήσεσθε. |
13
Διότι, ἐὰν ζῆτε κατὰ τὰς
ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, μέλλετε
νὰ ἀποθάνετε τὸν αἰώνιον
θάνατον. Ἐὰν ὅμως, μὲ τὰς
πνευματικὰς δυνάμεις ποὺ χαρίζει τὸ
Πνεῦμα, ἀποστρέφεσθε καὶ νεκρώνετε
τὰς κακὰς πράξεις τοῦ σώματος,
θὰ ζήσετε αἰωνίως πλησίον τοῦ
Θεοῦ. |
13
Διότι, ἐὰν ζῆτε ὡς δοῦλοι τῶν
ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός σας, ὠρισμένως
μέλλετε νὰ ἀποθάνετε τὸν ἀθάνατον
τῆς αἰωνίου κολάσεως θάνατον, τὸν ὁποῖον
φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ αἰώνιος
χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐὰν
ὅμως μὲ τὰς ἀναγεννημένας ἀπὸ
τὴν θείαν χάριν πνευματικάς σας δυνάμεις νεκρώνετε τὰς
κακὰς πράξεις τοῦ σώματος, θὰ ζήσετε αἰωνίως
καὶ μακαρίως. |
14
Ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται,
οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ.
|
14
Διότι, ὅσοι ὁδηγοῦνται καὶ κατευθύνονται
ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικοὶ υἱοὶ
τοῦ Θεοῦ. |
14
Θὰ ζήσετε δὲ αἰωνίως καὶ μακαρίως,
διότι ὅσοι κυβερνῶνται ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ εἶναι
υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. |
15
Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας
πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ' ἐλάβετε
Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν·
ἀββᾶ ὁ πατήρ. |
15
Σεῖς δέ, ὅταν ἐπιστεύσατε καὶ
ἐβαπτίσθητε, δὲν ἐλάβετε ψυχικὴν
κατάστασιν καὶ φρονήματα δουλείας,
διὰ νὰ περιπέσετε πάλιν εἰς
φόβον, ἀλλ' ἐλάβετε ἀπὸ
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ψυχικὴν κατάστασιν
καὶ φρονήματα υἱῶν τοῦ Θεοῦ
κατὰ χάριν, ὥστε χάρις εἰς αὐτὰ
νὰ φωνάζωμεν μὲ θάρρος πρὸς
τὸν Θεόν; Ἀββᾶ ὁ Πατήρ!
|
15
Εἶσθε δὲ καὶ σεῖς υἱοὶ
Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται
ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ διάθεσις καὶ
τὸ φρόνημα, ποὺ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
σας ἐνέπνευσεν ἀπὸ τὴν στιγμὴν
τοῦ βαπτίσματός σας, δὲν εἶναι πάλιν διάθεσις
δουλικὴ καὶ φρόνημα σκλάβου, ποὺ προκαλεῖ
φόβον, ὅπως εἴχατε φόβον, ὅταν ἦσθε
ὑπὸ τὸν μωσαϊκὸν νόμον. Ἀλλὰ
ἐλάβετε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
φρόνημα καὶ διάθεσιν κατὰ χάριν υἱῶν,
μὲ τὸ θάρρος δέ, ποὺ μᾶς ἐμπνέει
τὸ φρόνημα τοῦτο, φωνάζομεν πρὸς τὸν
Θεὸν μὲ πόθον καὶ παρρησίαν: Ἀββᾶ
ὁ Πατήρ. |
16
Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ
πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν
τέκνα Θεοῦ. |
16
Αὐτὸ δὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
μαρτυρεῖ καὶ ἐπιβεβαιώνει μαζῆ
μὲ τὸ ἰδικόν μας πνεῦμα ὅτι
εἴμεθα τέκνα τοῦ Θεοῦ.
|
16
Αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖ
μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα μας, ὅτι εἴμεθα
τέκνα Θεοῦ. |
17
Εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι,
κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγληρονόμοι
δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα
καὶ συνδοξασθῶμεν. |
17
Ἐὰν δὲ εἴμαθα τέκνα, κατὰ
λογικὴν συνέπειαν εἴμεθα καὶ κληρονόμοι·
κληρονόμοι μὲν τοῦ Θεοῦ, ποὺ
εἶναι πατέρας μας, συγκληρονόμοι δὲ
μαζῆ μὲ τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι
πρωτότοκος ἀδελφός μας. Ἀποκτῶμεν
δὲ αὐτὰ τὰ δικαιώματα, ἐὰν
βεβαίως πάσχωμεν καὶ ταλαιπωρούμεθα
μαζῆ μὲ τὸν Χριστὸν διὰ νὰ
δοξασθῶμεν ἔτσι μαζῆ του.
|
17
Ἐὰν δὲ εἴμεθα τέκνα, κατὰ φυσικὸν
λόγον εἴμεθα καὶ κληρονόμοι. Κληρονόμοι μὲν
τοῦ Θεοῦ ὡς πατρός μας, συγκληρονόμοι δὲ
τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀδελφοῦ μας.
Γινόμεθα δὲ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν
βεβαίως πάσχωμεν μαζὶ μὲ αὐτόν, ἵνα
καὶ δοξασθῶμεν μαζί του. |
18
Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ
παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς
τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι
εἰς ἡμᾶς. |
18
Φρονῶ δέ, καὶ εἶναι ἀπολύτως
λογικὴ ἡ σκέψις μου, ὅτι τὰ
ὅσα ὑποφέρομεν κατὰ τὸ διάστημα
τῆς παρούσης ζωῆς δὲν εἶναι
ἄξια κατὰ κανένα τρόπον νὰ συγκριθοῦν
πρὸς τὴν δόξαν, ἡ ὁποία
μέλλει νὰ ἀποκαλυφθῇ καὶ δοθῇ
εἰς ἡμᾶς. |
18
Μὴ σᾶς κάνῃ δὲ ἐντύπωσιν, ὅτι
ὑποφέρομεν διωγμοὺς καὶ θλίψεις. Διότι σκεπτόμενος
λογικῶς πείθομαι, ὅτι δὲν εἶναι ἄξια
τὰ ὅσα πάσχομεν καὶ ὑποφέρομεν κατὰ
τὸν τωρινὸν καιρὸν ἐν συγκρίσει πρὸς
τὴν δόξαν, ἡ ὁποία μέλλει νὰ ἀποκαλυφθῇ
διὰ νὰ δοθῇ εἰς ἡμᾶς.
|
19
Ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως
τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν
τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται.
|
19
Καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἄψυχος
κτίσις εὑρίσκεται εἰς συνεχῆ
ἔντονον ἀναμονήν, περιμένουσα μὲ
πόθον τὴν ἔνδοξον φανέρωσιν τῶν
τέκνων τοῦ Θεοῦ. |
19
Ναί· εἶναι τέτοια ἡ δόξα ἐκείνη, ὥστε
ἡ σφοδρὰ ἀναμονὴ καὶ αὐτῆς
τῆς ἀψύχου κτίσεως εἶναι νὰ περιμένῃ
μὲ πόθον τὴν ἔνδοξον φανέρωσιν τῶν
παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. |
20
Τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη,
οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν
ὑποτάξαντα, ἐπ' ἐλπίδι
|
20
Διότι καὶ ἡ κτίσις ἔχει ὑποδουλωθῆ
εἰς τὴν φθορὰν ὄχι βέβαια μὲ
τὴν θέλησίν της, ἀλλὰ ἀπὸ
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν
ὑπέταξεν εἰς τὴν φθοράν (μετὰ
τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου) μὲ
τὴν ἐλπίδα ὅμως τῆς ἀπαλλαγῆς.
|
20
Διότι καὶ ἡ κτίσις ὑπεδουλώθη εἰς
τὸν θάνατον καὶ τὴν φθοράν, ὄχι μὲ
τὴν θέλησίν της, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος τὴν ὑπέταξεν
εἰς τὴν φθορὰν μὲ κάποιαν ἐλπίδα.
|
21
ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις
ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας
τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν
τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
|
21
Ἡ βεβαία δὲ ἐλπὶς εἶναι
ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις
θὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸν
ζυγὸν τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου
καὶ ἄφθαρτος πλέον θὰ λάβῃ
μέρος εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς
δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
|
21
Ποίαν δὲ ἐλπίδα; Ὅτι καὶ αὐτὴ
ἡ κτίσις θὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ
τὴν ὑποδούλωσιν εἰς τὴν φθοράν, διὰ
νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ἐλευθερίαν
τῆς ἐνδόξου καταστάσεως τῶν παιδιῶν
τοῦ Θεοῦ. |
22
Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις
συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ
νῦν· |
22
Διότι γνωρίζομεν, ὅτι ὅλη ἡ
κτίσις μαζῆ στενάζει καὶ πονεῖ
πολὺ μέχρι σήμερον. |
22
Αὐτὸ ὅμως θὰ γίνῃ εἰς
τὸ μέλλον. Διότι ἐκ τῆς πείρας γνωρίζομεν,
ὅτι ὅλη μαζὶ ἡ κτίσις στενάζει καὶ
πονεῖ ἕως τώρα. |
23
οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ
αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ
Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς
αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν
υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν
ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν.
|
23
Καὶ ὄχι μόνον ἡ κτίσις, ἀλλὰ
καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, μολονότι
ἔχομεν ἤδη πάρει τὴν ἀπαρχὴν
τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ὡς προκαταβολήν, τρόπον τινά, καὶ
ἐγγύησιν διὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά,
στενάζομεν ἐν τούτοις ἐσωτερικῶς,
περιμένοντες τὸ πλῆρες καὶ τέλειον
δῶρον τῆς υἱοθεσίας μας ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ
σώματος ἡμῶν ἐκ τῆς φθορᾶς.
|
23
Δὲν στενάζει δὲ μόνον ἡ κτίσις, ἀλλὰ
καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, καίτοι ἀπολαύομεν
τὰς δωρεὰς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὰν
ἄλλον ἀρραβῶνα καὶ πρώτην συγκομιδὴν
τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, στενάζομεν ἀπὸ
τὸ βάθος τῶν καρδιῶν μας περιμένοντες τὴν
τελειωτικὴν καὶ ὁλοκληρωτικὴν καὶ
ἔνδοξον φανέρωσιν τῆς υἱοθεσίας, τὴν
ἀπελευθέρωσιν δηλ. τοῦ σώματός μας ἀπὸ
τὴν φθοράν. |
24
Τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν·
ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν
ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπεις τις,
τί καὶ ἐλπίζει; |
24
Διότι τώρα ἔχομεν σωθῆ μὲ τὴν
ἐλπίδα, τὴν βεβαίαν καὶ ἀσφαλῆ.
Ἐλπὶς ὅμως ἡ ὁποία εἶναι
αἰσθητὴ καὶ ὀρατή, δὲν
εἶναι ἐλπίς. Διότι ἐκεῖνο
τὸ ὁποῖον βλέπει κανεὶς μὲ
τὰ σωματικά του μάτια, τί λόγος ὑπάρχει
νὰ τὸ ἐλπίζῃ, ἀφοῦ
τὸ βλέπει ὡς πραγματικότητα;
|
24
Περιμένομεν δὲ τὴν φανέρωσιν τῆς υἱοθεσίας,
διότι τώρα μὲ τὴν ἐλπίδα ἐσώθημεν.
Ἐλπίδα δὲ ποὺ βλέπεται καὶ συνεπῶς
ἐπραγματοποιήθη, παύει νὰ εἶναι ἐλπίδα.
Διότι δι’ ἐκεῖνο, ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς
μὲ τὰ σωματικά του μάτια, πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ ἐλπίζῃ ἀκόμη δι’
αὐτό; |
25
Εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν,
δι' ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα.
|
25
Ἐὰν ὅμως ἐκεῖνο, ποὺ δὲν
βλέπομεν, ἐλπίζωμεν νὰ τὸ ἀποκτήσωμεν
εἰς τὸ μέλλον, τότε μὲ πολλὴν
ὑπομονὴν καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν
τὸ περιμένομεν. |
25
Ἐὰν ὅμως ἐκεῖνο, ποὺ δὲν
βλέπομεν τώρα, αὐτὸ ἐλπίζωμεν νὰ ἀπολαύσωμεν
εἰς τὸ μέλλον, μὲ πολλὴν ὑπομονὴν
καὶ πόθον τὸ περιμένομεν. |
26
Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα
συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις
ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα
καθ' ὃ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ'
αύτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει
ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·
|
26
Καὶ αὐτὸ ἐπίσης τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα μᾶς βοηθεῖ ὡσαύτως εἰς
ὅλας τὰς ἀδυναμίας μας, ἁπαλύνει
τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους
καὶ τὰς θλίψεις μας. Εἰδικώτεον
δέ, ἐπειδὴ ἡμεῖς δὲν γνωρίζομεν
πῶς πρέπει νὰ προσευχηθῶμεν καὶ
τί νὰ ζητήσωμεν εἰς τὴν προσευχήν
μας, αὐτὸ τοῦτο τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον μεσιτεύει μὲ τὸ παραπάνω
ὑπὲρ ἡμῶν, ἐμπνέει εἰς
τὰς καρδίας μας στεναγμοὺς ἱερὰς
κατανύξεως, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ ἐκφρασθοῦν μὲ λόγια, καὶ
οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑψώνουν
πρὸς τὸν Θεόν. |
26
Ἀλλὰ δὲν στενάζει μόνον ἡ κτίσις μαζί
μας. Ἀλλ’ ὡσαύτως στενάζει μαζί μας καὶ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Μὲ ἄλλας λέξεις
καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς βοηθεῖ
καὶ μᾶς ὑποστηρίζει εἰς τὰς
φυσικὰς καὶ ἠθικὰς ἀδυναμίας
μας. Διότι ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν, τί
σύμφωνα μὲ τὸ πρέπον νὰ ζητήσωμεν εἰς
τὴν προσευχήν μας· ἀλλ’ αὐτὸ
τὸ Πνεῦμα μεσιτεύει ὑπὲρ ἡμῶν
ἐμπνέον εἰς τοὺς εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς
στεναγμούς, τοὺς ὁποίους ἀδυνατεῖ
ἀνθρωπίνη γλῶσσα νὰ ἐκφράσῃ,
καὶ οἱ ὁποῖοι ὑψώνουν τὰς
καρδίας των προσευχομένων μὲ τὴν ἔμπνευσιν
τοῦ Πνεύματος εἰς ὕψη, εἰς τὰ
ὁποῖα δὲν ἡμπορεῖ νὰ φθάσῃ
ἡ πτωχὴ τῶν ἀνθρώπων διάνοια.
|
27
ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας
οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος,
ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ
ἁγίων. |
27
Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος
ἐρευνᾷ καὶ τὰ βάθη τῶν
καρδιῶν, γνωρίζει τί θέλει νὰ
ἐκφράσῃ μὲ τοὺς στεναγμοὺς
αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα, διότι σύμφωνα
μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσεύχεται
καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ὑπὲρ
τῶν πιστῶν. |
27
Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος
ἐρευνᾷ καὶ αὐτὰς τὰς κρυφὰς
διαθέσεις τῶν καρδιῶν, γνωρίζει τί θέλει νὰ
εἴπῃ μὲ τοὺς στεναγμοὺς αὐτοὺς
τὸ Πνεῦμα, διότι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ μεσιτεύει διὰ τῶν ἐμπνεύσεών
του ὑπὲρ Χριστιανῶν. |
28
Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι
τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς
ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς
οὖσιν· |
28
Τοὺς στεναγμούς μας διὰ τὰς θλίψεις
τῆς παρούσης ζωῆς τοὺς ἁπαλύνει
καὶ τὸ γεγονός, ὅτι γνωρίζομεν
πὼς εἰς ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν
τὸν Θεὸν ὅλα ὑποβοηθοῦν καὶ
συνεργάζονται διὰ τὸ καλόν των· εἰς
αὐτοὺς δηλαδή, οἱ ὁποῖοι
σύμφωνα μὲ τὴν προαιώνιον πρόθεσιν
τοῦ Θεοῦ ἔχουν κληθῆ καὶ ἔχουν
δεχθῆ τὴν σωτηρίαν. |
28
Ναί· στενάζομεν, ἀλλὰ γνωρίζομεν, ὅτι
εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀγαποῦν τὸν
Θεόν, ὅλα συνεργοῦν διὰ τὸ καλόν τους.
Αὐτοὶ ἐκλήθησαν κατὰ τὴν πρὸ
αἰώνων ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ καὶ
ἐδέχθησαν τὴν σωτήριον κλῆσιν. Πῶς
λοιπὸν νὰ μὴ συνεργοῦν ὅλα διὰ
τὸ καλόν τους; |
29
ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε
συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν
πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς·
|
29
Διότι ἐκείνους τοὺς ὁποίους
ὁ Θεὸς ἔχει προγνωρίσει ὡς ἀξίους
σωτηρίας διὰ τὴν καλήν των διάθεσιν,
τοὺς προώρισε νὰ γίνουν ὁμοιόμορφοι
πρὸς τὴν ἔνδοξον εἰκόνα τοῦ
Υἱοῦ του, ὥστε νὰ εἶναι ὁ
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρωτοτόκος μεταξὺ
πολλῶν ἀδελφῶν, ποὺ θὰ εἶναι
ὅμοιοί του. |
29
Αὐτοὶ δὲν εἶναι τυχαία πρόσωπα. Διότι
ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν παγγνωσίαν του
ἐπρογνώρισεν ὁ Θεὸς ὡς ἀξίους,
αὐτοὺς καὶ προώρισε διὰ νὰ γίνουν
ὅμοιοι καὶ ἀποκτήσουν τὴν αὐτὴν
ἠθικὴν καὶ πνευματικὴν μορφὴν
πρὸς τὴν ἁγίαν καὶ ἔνδοξον εἰκόνα
τοῦ Υἱοῦ του. Νὰ ὁμοιάσουν δηλαδὴ
αὐτοὶ πρὸς τὸν χαρακτῆρα, τὴν
ἁγιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνδοξον
κατάστασιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ,
διὰ νὰ εἶναι αὐτὸς πρωτότοκος
μεταξὺ πολλῶν ἀδελφῶν.
|
30
οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ
ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε,
τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς
δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε.
|
30
Ἐκείνους δὲ ποὺ προώρισε διὰ
τὴν δόξαν τῆς ὁμοιώσεώς
των πρὸς τὸν Χριστόν, αὐτοὺς
καὶ ἐκάλεσε· καὶ αὐτοὺς
ποὺ ἐκάλεσε καὶ ἐδέχθησαν
τὴν κλῆσιν, τοὺς κατέστησε δικαίους·
καὶ ἐκείνους ποὺ ἐδικαίωσε,
αὐτοὺς καὶ ἐδόξασε εἰς
τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
|
30
Ὅσους δὲ ἐπρογνώρισεν ὁ Θεὸς
ὡς ἀξίους καὶ ἔταξεν εἰς αὐτοὺς
ἕνα τέτοιον προορισμόν, τούτους κατὰ φυσικὴν
συνέπειαν καὶ ἐκάλεσε διὰ τοῦ κηρύγματος
εἰς τὴν πίστιν· καὶ αὐτοὺς
ποὺ ἐκάλεσε καὶ οἱ ὁποῖοι
ἀπεδέχθησαν τὴν κλῆσιν, τοὺς κατέστησε
καὶ δικαίους· ὅσους δὲ ἐδικαίωσεν,
αὐτοὺς καὶ κατέστησε κληρονόμους τῆς
αἰωνίου δόξης. |
31
Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα;
Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν,
τίς καθ' ἡμῶν; |
31
Τί λοιπόν, θὰ εἴπωμεν καὶ τί
συμπεράσματα θὰ βγάλωμεν διὰ τὰς
μεγάλας αὐτὰς δωρεάς, ποῦ μὰς
ἐχάρισεν ὁ Θεός; Τὸ συμπέρασμα
εἶναι ὅτι, ἐὰν ὁ Θεὸς
μᾶς ἀγαπᾷ καὶ εἶναι ὑπερασπιστής
μας, ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ ἐναντιωθῇ
πρὸς ἡμᾶς καὶ νὰ μᾶς βλάψῃ;
|
31
Τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν ὡς συμπέρασμα
δι’ αὐτά, ποὺ μᾶς ἐχάρισεν ὁ
Θεός; Ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι μὲ
ἡμᾶς, προστάτης μας καὶ ὑπερασπιστής
μας, ποῖος θὰ εἶναι ἐναντίον μας;
Κανείς, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν θελήσῃ
νὰ μᾶς βλάψῃ. |
32
Ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ
ἐφείσατο, ἀλλ' ὑπὲρ ἡμῶν
πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς
οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ
πάντα ἡμῖν χαρίσεται;
|
32
Αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν ἐλυπήθη
οὔτε τὸν μονογενῆ Υἱόν του, ἀλλὰ
τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν σταυρικὸν
θάνατον ὑπὲρ ὅλων ἡμῶν,
πῶς μαζῆ μὲ αὐτὸν δὲν
θὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ κάθε
ἄλλην εὔνοιαν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα,
ποὺ μᾶς χρειάζονται; (Ἀφοῦ μᾶς
ἐδώρισε τὸ ἀπείρως ἀνώτερον,
δὲν θὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ
τὰ ἄλλα ἀγαθά;)
|
32
Αὐτός, ὁ ὁποῖος δὲν ἐλυπήθη
αὐτὸν τὸν μονογενῆ Υἱόν του,
ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν ὅλων παρέδωκεν
αὐτὸν εἰς θάνατον, πῶς δὲν θὰ
μᾶς χαρίσῃ μαζὶ μὲ αὐτὸν
καὶ ὅλας τὰς χάριτας, ποὺ θὰ
ἀπαιτήσῃ ἡ σωτηρία μας; Ἀφοῦ
μᾶς ἐχάρισεν αὐτόν, δὲν θὰ μᾶς
χαρίσῃ καὶ τὰ ἄλλα, ποὺ χρειάζονται
διὰ νὰ σωθῶμεν; |
33
Τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν
Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν·
|
33
Ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ παρουσιασθῇ
ἐπικριτὴς καὶ κατήγορος ἐναντίον
τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ; Κανείς·
διότι <αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ
Θεὸς σβήνει καὶ ἐξαλείφει τὰς
ἁμαρτίας μας καὶ μᾶς κάμνει
δικαίους>. |
33
Ποῖος θὰ εὑρεθῇ κατήγορος ἐναντίον
ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς
ἐξέλεξεν; Ἀπολύτως κανείς. Διότι αὐτὸς
ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας
μας καὶ μᾶς δικαιώνει. |
34
τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ
ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς,
ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ
Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ
ἡμῶν. |
34
<Ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ μᾶς
κατακρίνῃ καὶ νὰ μᾶς καταδικάσῃ>;
Κανένας· διότι ὁ Χριστὸς εἶναι
ἐκεῖνος, ποὺ ἀπέθανε δι' ἡμᾶς,
μᾶλλον δὲ καὶ ἀνεστήθη διὰ
τὴν δικαίωσίν μας, ὁ ὁποῖος
καὶ εὑρίσκεται πάντοτε ἔνδοξος
εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ
μεσιτεύει πρὸς τὸν Πατέρα δι' ἡμᾶς.
|
34
Ποῖος θὰ μᾶς κατακρίνῃ καὶ ποίου
ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐναντίον
μας θὰ ἠμπορέσῃ νὰ σταθῇ; Κανενός.
Διότι ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι κανένας ἄλλος
ἀπέθανε γιὰ μᾶς. Μᾶλλον δὲ ὁ
Χριστὸς καὶ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν
γιὰ μᾶς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος
καὶ εἶναι ἐνθρονισμένος εἰς τὰ
δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μεσιτεύει πρὸς
τὸν Πατέρα του ὑπὲρ ἡμῶν.
|
35
Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ
στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς
ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;
|
35
Ποιός, λοιπόν, θὰ ἠμπορέσῃ
ποτὲ νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπὸ
τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις
ἢ ἐσωτερικὴ στενοχωρία ἢ διωγμὸς
ἐκ μέρους τῶν ἀπίστων ἢ
πεῖνα ἢ γυμνότης ἢ οἰοσδήποτε
κίνδυνος ἢ μάχαιρα, ποὺ νὰ μᾶς
ἀπειλῇ μὲ σφαγήν;
|
35
Τέτοιαν ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμὰς
ὁ Χριστός. Ποῖος λοιπὸν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπὸ τὴν
ἀγάπην αὐτήν, ποὺ μᾶς ἔχει ὁ
Χριστός; Μήπως θὰ μᾶς καταστήσῃ ὀλιγώτερον
ἀγαπητοὺς εἰς τὸν Χριστὸν ἢ
μήπως θὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπ’ αὐτοῦ
θλῖψις ἀπὸ ἐξωτερικὰς περιστάσεις
ἢ στενοχωρία καὶ ἐσωτερικὴ πίεσις
τῶν καρδιῶν μας ἢ διωγμὸς ἢ
πεῖνα ἢ γύμνια καὶ ἔλλειψις ρούχων
ἢ μάχαιρα ποὺ νὰ μᾶς φοβερίζῃ
μὲ σφαγήν; |
36
καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου
θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν·
ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς.
|
36
Ἀντικρύζομεν βέβαια καὶ αὐτὸν
τὸν κίνδυνον τῆς σφαγῆς, ὅπως
ἄλλωστε ἔχει προφητευθῆ καὶ εἰς
τοὺς ψαλμοὺς ὅτι· <ἕνεκα σοῦ,
Κύριε, ἐκτιθέμεθα εἰς κίνδυνον
θανάτου ὅλην τὴν ἡμέραν. Ἐθεωρήθημεν
ἀπὸ τοὺς διώκτας μας σὰν πρόβατα,
προωρισμένα εἰς σφαγήν>. |
36
Ναί· καὶ μὲ σφαγὴν καὶ μὲ
θάνατον θὰ μᾶς φοβερίσουν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο,
ποὺ γράφεται εἰς τοὺς θεοπνεύστους ψαλμούς,
ὅτι διὰ σέ, Κύριε, κινδυνεύομεν διαρκῶς
ν’ ἀποθάνωμεν κάθε ἡμέραν τῆς ἐπιγείου
ζωῆς μας. Ἐθεωρήθημεν ἀπὸ τοὺς
διώκτας μας σὰν πρόβατα ξεχωρισμένα διὰ νὰ
σφαγοῦν. |
37
Ἀλλ' ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν
διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.
|
37
Ἀλλὰ εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς
δυσκολίας καὶ τὰς ἀπειλὰς βγαίνομεν
μὲ τὸ παραπάνω νικηταί, διὰ
τῆς βοηθείας τοῦ Χριστοῦ, ὁ
ὁποῖος τόσον πολὺ μᾶς ἔχει
ἀγαπήσει. |
37
Ἀλλ’ εἰς ὅλα αὐτὰ νικῶμεν
μὲ τὸ παραπάνω διὰ τῆς βοηθείας τοῦ
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἠγάπησε
καὶ ἕνεκα τῆς ἀγάπης του δὲν
μᾶς ἀφίνει ἀπροστατεύτους εἰς τοὺς
κινδύνους καὶ τὰς δυσκόλους αὐτὰς
περιστάσεις. |
38
Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος
οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ
οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα
οὔτε μέλλοντα, |
38
Διότι ἔχω ἀπόλυτον πεποίθησιν
καὶ βεβαιότητα, ὅτι οὔτε ὁ θάνατος,
μὲ τὸν ὁποῖον μᾶς ἀπειλοῦν,
οὔτε αἱ τέρψεις καὶ αἱ ἀπολαύσεις
τῆς ζωῆς, τὰς ὁποίας μᾶς
ὑπόσχονται, οὔτε αἱ ὑπερκόσμιαι
δυνάμεις, τὰ ἐν οὐρανοῖς τάγματα
τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀρχῶν
καὶ τῶν δυνάμεων, οὒτε αἱ περιστάσεις
καὶ τὰ γεγονότα τοῦ παρόντος
οὔτε τὰ μελλοντικὰ γεγονότα
|
38
Ναί· τὰ ὑπερνικῶμεν ὅλα. Διότι
εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι οὔτε θάνατος μὲ
τὸν ὁποῖον ἐνδεχομένως θὰ μᾶς
φοβερίσουν, οὔτε ζωὴ μὲ τὴν ὁποίαν
μᾶς ὑπόσχονται οἰανδήποτε εὐτυχίαν,
οὔτε τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων πνευμάτων,
οὔτε οἱ ἄγγελοι δηλαδή, οὔτε αἱ
ἀρχαί, οὔτε αἱ δυνάμεις, ἀλλ’ οὔτε
αἱ περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τοῦ
παρόντος, οὔτε μέλλοντα γεγονότα,
|
39
οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις
κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς
χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
|
39
οὔτε ὕψος δόξης οὔτε βάθος ταπεινώσεως
καὶ περιφρονήσεως οὒτε καμμιὰ ἄλλη
κτίσις διαφορετικὴ ἀπ' αὐτὴν
ποὺ βλέπομεν, θὰ ἠμπορέσῃ
ποτὲ νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπὸ
τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ὅπως
μᾶς τὴν ἐφανέρωσεν ὁ ἴδιος
διὰ μέσου τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ. |
39
οὔτε αἱ ἔνδοξοι ἐπιτυχίαι ποὺ
ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπον πολύ, οὔτε αἱ
ἄδοξοι ταπεινώσεις ποὺ τὸν καταρρίπτουν
εἰς μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη
κτίσις διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν
ποὺ βλέπομεν, θὰ ἠμπορέσῃ νὰ
μᾶς χωρίσῃ καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνῃ
ἀπὸ τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν
μᾶς ἔδειξεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου
μας καὶ ἡ ὁποία μᾶς κρατεῖ στενὰ
συνδεδεμένους μαζί του καὶ ἰδιαιτέρως προστατευομένους
του. |