Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λήθεια
λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι,
συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς
μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ,
|
λήθειαν
σᾶς λέγω, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ὁμιλεῖ
ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, δὲν ψεύδομαι
καὶ ἔχω μαρτυροῦσαν καὶ ἐπιβεβαιώνουσαν
τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν ταύτην
τὴν συνείδησίν μου, ἡ ὁποία
φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
|
ς
ἔλθω τώρα εἰς ἄλλο ζήτημα. Λέγω ἀλήθειαν
ὡς ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώρισε τὸν
Χριστὸν καὶ εὑρίσκεται εἰς στενὴν
σχέσιν μὲ αὐτόν. Δὲν ψεύδομαι. Εἰς
τοῦτο δὲ συμμαρτυρεῖ καὶ ἡ συνείδησίς
μου φωτιζομένη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
|
2
ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ
ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ
μου. |
2
Σᾶς λέγω, λοιπόν, ὅτι μεγάλη
λύπη ὑπάρχει μέσα μου, συνεχῆς
καὶ ἀκατάπαυστος πόνος εἰς τὴν
καρδίαν μου, διὰ τὴν σκληροκαρδίαν
καὶ ἀπιστίαν τῶν ὁμοεθνῶν
μου Ἑβραίων. |
2
Σᾶς βεβαιώνω λοιπόν, ὅτι μεγάλη λύπη ὑπάρχει
μέσα μου καὶ πόνος συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος
εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας μου διὰ τὴν
ἀπιστίαν τῶν ὁμοεθνῶν μου Ἰουδαίων.
|
3
Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ
ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ
Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν
κατὰ σάρκα,
|
3
Θὰ ηὐχόμην δὲ νὰ χωρισθῶ
ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν
Χριστὸν καὶ νὰ γίνω ἀνάθεμα,
ἐὰν ἦτο δυνατὸν μὲ τὴν
καταδίκην μου αὐτὴν νὰ σωθοῦν
οἱ κατὰ σάρκα ἀδελφοί μου, οἱ
ὁμοεθνεῖς μου Ἰουδαῖοι.
|
3
Θὰ ηὐχόμην δὲ ἐγώ, τὸν ὁποῖον
τίποτε δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ χωρίσῃ
ἀπὸ τὸν Χριστόν, νὰ χωρισθῶ
ἀπὸ αὐτὸν διαπαντός, ἐὰν
ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ αὐτό, χάριν
τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων, οἱ
ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μου ἐκ
σαρκικῆς καταγωγῆς. |
4
οἵτινες Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία
καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι
καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία
καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, |
4
Αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἀπόγονοι
τοῦ Ἰακώβ, εἰς τοὺς ὁποίους
ἀνήκει ἡ υἱοθεσία καὶ
ἡ δόξα μὲ τὰ τόσα θαύματα
ποὺ ἔκαμε πρὸς χάριν αὐτῶν
ὁ Θεός· εἰς τοὺς ὁποίους
ἐδόθησαν αἱ συνθῆκαι, ποὺ εἶχε
κάμει ὁ Θεὸς μὲ τοὺς προγόνους
των, καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία
καὶ αἱ ἀνεκτίμητοι ὑποσχέσεις.
|
4
Λυποῦμαι δέ, διότι ἀπεξενώθησαν ἀπὸ
τὴν σωτηρίαν, ποὺ μᾶς ἔφερεν ὁ
Μεσσίας, αὐτοί, οι ὁποῖοι εἶναι ἀπόγονοι
τοῦ Ἰακώβ, ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ
τὸν Θεὸν τὸ τιμητικὸν ὄνομα
Ἰσραήλ· αὐτοί, τοὺς ὁποίους υἱοθέτησεν
ὁ Θεὸς καὶ ἐνεφανίσθη εἰς αὐτοὺς
ἐνδόξως καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν Παλαιὰν
Διαθήκην, τὴν ὁποίαν ἐπανειλημμένως ἀνενέωσε·
τοὺς ἔδωκε δὲ καὶ τὴν νομοθεσίαν
καὶ τὴν λατρείαν καὶ τὰς ὑποσχέσεις.
|
5
ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν
ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ
ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς
εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
|
5
Αὐτοί, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες
καὶ οἱ πατριάρχαι εἶναι ἐπίσημοι
καὶ ἔνδοξοι καὶ ἀπὸ τοὺς
ὁποίους κατάγεται, κατὰ σάρκα,
ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι
Θεός, κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
ὅλων, ἄξιος νὰ ὑμνῆται καὶ
νὰ δοξάζεται εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμήν. |
5
Ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὸν Μεσσίαν αὐτοί,
τῶν ὁποίων ἐθνικὴ κληρονομία εἶναι
οἱ μακαριστοὶ πατέρες, καὶ ἀπὸ
τοὺς ὁποίους κατάγεται ὁ Χριστὸς κατὰ
τὴν ἀνθρωπίνην του φύσιν, ὁ ὁποῖος
εἶναι Θεὸς ἐξουσιαστὴς ὅλων,
ἄξιος νὰ ὑμνῆται εἰς τοὺς
αἰῶνας. Ἀμήν. |
6
Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Οὐ γὰρ
πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι
Ἰσραήλ, |
6
Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι ἐξέπεσαν
αὐτοὶ ἀπὸ τὰς εὐλογίας,
δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει ξεπέσει
καὶ διαψευσθῆ ὑπὸ τῶν πραγμάτων
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διότι ἀληθινοὶ
Ἰσραηλῖται δὲν εἶναι ὅλοι ὅσοι
κατάγονται σαρκικῶς ἀπὸ τὸν
Ἰσραήλ,
|
6
Τὸ ὅτι ὅμως ἐχωρίσθησαν οἱ Ἰσραηλῖται
ἀπὸ τὸν Μεσσίαν καὶ ἐξέπεσαν
ἀπὸ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς
ἔφερε, δὲν ἔχει τέτοιαν σημασίαν, ὁποίαν
ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ ἐφαντάζετο κανείς.
Δὲν σημαίνει δηλαδή, ὅτι ἔχασε τὴν
δύναμίν του καὶ διεψεύσθη ὁ λόγος, μὲ τὸν
ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐβεβαίωσε τὴν
διαθήκην του. Διότι ἀληθινὸς ἰσραηλιτικὸς
λαὸς δὲν εἶναι ὅλοι, ὅσοι κατάγονται
σαρκικῶς ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ.
|
7
οὐδ' ὅτι εἰσὶ σπέρμα Ἀβραάμ,
πάντες τέκνα, ἀλλ' ἐν Ἰσαὰκ
κληθήσεταί σοι σπέρμα·
|
7
οὔτε, διότι εἶναι σαρκικοὶ ἀπόγονοι
τοῦ Ἀβραάμ, εἶναι ὅλοι ἄξια
τέκνα τοῦ Ἀβραάμ. Ἀλλά,
ὅπως ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν
Ἀβραάμ, <θὰ ὀνομασθοῦν ἀληθινοὶ
ἀπόγονοί σου ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ>,
|
7
Οὔτε διότι εἶναι σαρκικοὶ ἀπόγονοι
τοῦ Ἀβραάμ, εἶναι δι’ αὐτὸ τέκνα
τοῦ Ἀβραὰμ μὲ κληρονομικὰ δικαιώματα
ἐπὶ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά, καθὼς
λέγει ἡ Γραφή, ἀπὸ τὸν Ἰσαὰκ
θὰ ὀνομασθοῦν οἱ ἀληθινοὶ
ἀπόγονοί σου. |
8
τουτ' ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς
σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ,
ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας
λογίζεται εἰς σπέρμα.
|
8
δηλαδὴ τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι
ὅλοι οἱ κατὰ σάρκα ἀπόγονοι
τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ γεννῶνται σύμφωνα
μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἀλλὰ
θεωροῦνται καὶ εἶναι γνήσια τέκνα
καὶ πραγματικοὶ ἀπόγονοι τοῦ
Ἀβραὰμ αὐτοὶ ποὺ γεννῶνται
σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ
Θεοῦ. |
8
Μὲ ἄλλα λόγια τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν
εἶναι τὰ σαρκικὰ τέκνα, ποὺ γεννῶνται
κατὰ νόμους φυσικούς. Ἀλλὰ τὰ τέκνα,
ποὺ γεννῶνται σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν
τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ λογαριάζονται εἰς
ἀληθινοὺς καὶ πραγματικοὺς ἀπογόνους.
|
9
Ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος·
κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι
καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός.
|
9
Διότι εἶναι λόγος τῆς ἐπισήμου
ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς
τὸν ὁποῖον εἶπεν εἰς τὸν
Ἀβραάμ· ὅτι δηλαδή, <κατὰ
τὸ ἐρχόμενον ἔτος, εἰς τέτοιαν
ἐποχήν, θὰ ἔλθω, καὶ ἡ
στεῖρα Σάρρα θὰ ἔχῃ παιδί>,
δηλαδὴ τὸν Ἰσαάκ.
|
9
Διότι εἶναι λόγος ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεως
ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖον ὁ
Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν
προανήγγελλε τὴν γέννησιν τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ
μόνου πραγματικοῦ κληρονόμου τοῦ Ἀβραάμ.
Εἶπε δηλαδὴ ὁ Θεός: Τὸ ἐρχόμενον
ἔτος σὰν τώρα θὰ ἔλθω καὶ ἡ
στεῖρα Σάρρα θὰ ἔχῃ παιδί.
|
10
Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ
Ρεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα,
Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν·
|
10
Ὄχι μόνον δὲ ἡ Σάρρα ἐτεκνοποίησε,
σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ Ρεβέκκα
ἔλαβε τέτοια ὑπόσχεσιν καὶ ἀπὸ
ἕνα ἄνδρα, δηλαδὴ τὸν πατέρα
μας Ἰσαάκ, ἐτεκνοποίησε.
|
10
Ὄχι δὲ μόνον ἡ Σάρρα ἐγέννησε κατὰ
τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
καὶ ἡ Ρεβέκκα ἔλαβε θείαν ἐπαγγελίαν
καὶ ὑπόσχεσιν καὶ ἀπὸ ἕνα
ἄνδρα, δηλαδὴ τὸν πατέρα μας Ἰσαάκ,
συνέλαβε καὶ ἐτεκνοποίησεν.
|
11
μήπω γὰρ γενηθέντων μηδὲ πραξάντων
τί ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα
ἡ κατ' ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις
μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ'
ἐκ τοῦ καλοῦντος,
|
11,
12 Εἶναι δὲ ἀξιοσημείωτον ὅτι
πρὶν ἀκόμη γεννηθοῦν τὰ παιδιά,
ὅταν δὲν εἶχαν πράξει κάτι καλὸν
ἢ κάτι κακόν, ἐλέχθη εἰς
τὴν Ρεβέκκαν ἀπὸ τὸν Θεόν,
ὅτι <ὁ μεγαλύτερος, ὁ Ἡσαῦ,
θὰ ὑπηρετήσῃ εἰς τὸν μικρότερον,
εἰς τὸν Ἰακώβ>, καὶ τοῦτο
διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ
ἀκλόνητος ἡ θεία βουλὴ καὶ
προαπόφασις, ἡ ὁποία δὲν ἐκξαρτᾶται
ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καλοῦντα
Θεόν. |
11,12
Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν
ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται
ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη
δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά
της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι
ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἐλέχθη εἰς αὐτήν,
ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ
εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν
αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ
ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ
προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται
εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν
ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου,
ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους.
|
12
ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων
δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι,
|
11,
12 Εἶναι δὲ ἀξιοσημείωτον ὅτι
πρὶν ἀκόμη γεννηθοῦν τὰ παιδιά,
ὅταν δὲν εἶχαν πράξει κάτι καλὸν
ἢ κάτι κακόν, ἐλέχθη εἰς
τὴν Ρεβέκκαν ἀπὸ τὸν Θεόν,
ὅτι <ὁ μεγαλύτερος, ὁ Ἡσαῦ,
θὰ ὑπηρετήσῃ εἰς τὸν μικρότερον,
εἰς τὸν Ἰακώβ>, καὶ τοῦτο
διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ
ἀκλόνητος ἡ θεία βουλὴ καὶ
προαπόφασις, ἡ ὁποία δὲν ἐκξαρτᾶται
ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καλοῦντα
Θεόν. |
11,12
Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν
ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται
ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη
δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά
της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι
ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἐλέχθη εἰς αὐτήν,
ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ
εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν
αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ
ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ
προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται
εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν
ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου,
ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους.
|
13
καθὼς γέγραπται· τὸν Ἰακὼβ
ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἠσαῦ ἐμίσησα.
|
13
Πράγματι δὲ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ
ἐπραγματοποιήθη, σύμφωνα καὶ μὲ
ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γραφῆ καὶ
ἀπὸ τὸν προφήτην Μαλαχίαν·
<τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς ἀπογόνους
του Ἰσραηλίτας ἠγάπησα, τὸν
δὲ Ἡσαῦ καὶ τοὺς Ἰδουμαίους
ἀπογόνους του ἐμίσησα>.
|
13
Πράγματι δὲ ἡ ὑπόσχεσις αὐτὴ
τοῦ Θεοῦ ἔλαβε τελείαν ἐπαλήθευσιν
σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει
γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Μαλαχίαν·
Τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας,
ποὺ κατάγονται ἀπὸ αὐτόν, ἠγάπησα,
λέγει ὁ Θεός· τὸν δὲ Ἠσαῦ
καὶ τοὺς ἀπογόνους του Ἰδουμαίους
ἀπεδοκίμασα. |
14
Τί οὖν ἐροῦμεν; Μὴ ἀδικία
παρὰ τῷ Θεῷ; Μὴ γένοιτο.
|
14
Ἐμπρὸς εἰς τὸ γεγονὸς αὐτὸ
τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ τί
θὰ εἴπωμεν; Μήπως διεπράχθη ἀδικία
ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς βάρος
τοῦ Ἡσαῦ; Μὴ γένοιτο!
|
14
Ἀλλ’ ἐὰν ἡ ἐκλογὴ καὶ
ἡ προτίμησις ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν
ἄνθρωπον, τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Διέπραξεν
ἀδικίαν ὁ Θεὸς εἰς βάρος τοῦ
Ἠσαῦ; Μὴ γένοιτο νὰ μᾶς περάσῃ
ἀπὸ τὸν νοῦν κάτι τέτοιο.
|
15
Τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω
ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω
ὃν ἂν οἰκτίρω. |
15
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Μωϋσῆν
εἶπεν ὁ Θεός· <ἐγὼ ὁ
δίκαιος καὶ ἀπροσωπόληπτος θὰ
ἐλεήσω ἐκεῖνον ποὺ κρίνω
ἄξιον ἐλέους καὶ θὰ ἐκδηλώσω
τὴν στοργὴν καὶ τοὺς οἰκτιρμούς
μου πρὸς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον
κρίνω ἄξιον τῆς ἐσπλαγχνίας
μου>. |
15
Πάντοτε οὕτως ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἀποδεικνύεται
δὲ τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ
εἰς ἄλλο μέρος βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ
τὸν κατ’ ἐκλογὴν προορισμόν, ποὺ κάνει
ὁ δίκαιος Θεός. Εἶπε δηλαδὴ εἰς τὸν
Μωϋσὴν ὁ Θεός· Θὰ ἐλεήσω ὁποιονδήποτε
ἐγὼ ὁ ἀπροσωπόληπτος καὶ δίκαιος
κρίνω ἄξιον τοῦ ἐλέους μου, καὶ θὰ
δείξω τοὺς οἰκτιρμούς μου εἰς ὁποιονδήποτε
ἐγὼ εὑρίσκω ἄξιον τῆς εὐσπλαγχνίας
μου. |
16
Ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ
τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος
Θεοῦ. |
16
Ἄρα τὸ θεῖον ἔλεος δὲν ἐξαρτᾶται
κυρίως ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ
τὸ θέλει καὶ τρέχει διὰ νὰ
τὸ ἀποκτήσῃ, ἀλλ' ἀπὸ
τὸν ἐλεοῦντα Θεόν.
|
16
Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν ἐκ τῆς μαρτυρίας
αὐτῆς εἶναι, ὅτι καὶ εἰς
τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἰακὼβ καὶ
τοῦ Ἠσαῦ ἐνήργησεν ὁ Θεὸς
σύμφωνα μὲ ἀρχήν, τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζει
γενικῶς. Κατὰ τὴν ἀρχὴν δὲ
αὐτὴν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ
δὲν ἐξαρτᾶται τελείως καὶ ἀποκλειστικῶς
ἀπὸ τὸν θέλοντα οὐδὲ ἀπὸ
τὸν ἐπιδιώκοντα τὸ ἔλεος τοῦτο
ἄνθρωπον, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν
ἐλεοῦντα Θεόν. |
17
Λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ
ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά
σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν
δύναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ
τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ
γῇ. |
17
Διότι, ὅπως εἶναι γραμμένο εἰς
τὴν Ἔξοδον, εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς
τὸν Φαραώ· ὅτι <δι' αὐτὸ
τοῦτο ἐπέτρεψα νὰ ἐξερεθισθῇς
καὶ νὰ σκληρυνθῇς, διὰ νὰ δείξω
διὰ μέσου σοῦ εἰς τὸν λαόν
μου, μὲ τὰ μεγάλα θαύματά μου,
τὴν δύναμίν μου καὶ νὰ διαλαληθῇ
τοιουτοτρόπως τὸ ὄνομά μου εἰς
ὅλην τὴν γῆν>. |
17
Αὐτὸ ἄλλως τε φαίνεται καὶ ἀπὸ
ἄλλο τῆς Γραφῆς παράδειγμα. Διότι λέγει
ἡ Γραφὴ εἰς τὸν Φαραώ, ὅτι ἀκριβῶς
δι’ αὐτὸ ἐπέτρεψα νὰ ἀνυψωθῇς
εἰς τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα, διὰ
νὰ δείξω διὰ σοῦ τὴν δύναμίν μου καὶ
νὰ διαφημισθῇ τὸ ὄνομά μου εἰς
ὅλην τὴν γῆν. |
18
Ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ,
ὃν δὲ θέλει σκληρύνει. |
18
Ἄρα, λοιπόν, ὅποιον θέλει ὁ
παντοδύναμος Θεὸς ἐλεεῖ καὶ
ὅποιον θέλει τὸν ἀφίνει νὰ
σκληρυνθῇ, σύμφωνα μὲ τὴν δικαίαν
αὐτοῦ πρόγνωσιν. |
18
Συνάγεται λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὸ
νέον αὐτὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς παράδειγμα,
ὅτι ἐλεεῖ ὁ Θεὸς ἐκεῖνον
ποὺ θέλει, ἀλλὰ καὶ ὅποιον θέλει,
τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται. Προϋποτίθεται
ὅμως, ὅτι πάντοτε ἡ θέλησις καὶ ἡ
προτίμησις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ στηρίζεται
ἐπὶ τῆς προγνώσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης
του. |
19
Ἐρεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται;
Τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς
ἀνθέστηκε; |
19
Θὰ μοῦ εἴπῃς ὅμως τώρα·
ἀφοῦ ὅποιον θέλει τὸν ἀφίνει
καὶ σκληρύνεται, διατὶ τὸν καταδικάζει;
Εἰς τὸ θέλημά του ποιὸς ποτὲ
ἔχει ἀντισταθῆ; |
19
Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ
θὰ μοῦ προβάλῃς τὴν ἔνστασιν:
Ἀφοῦ ὅποιον ὁ Θεὸς θέλει, τὸν
ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται, διατὶ πλέον
ἀποδοκιμάζει καὶ κατακρίνει τοὺς σκληρυνομένους;
Εἰς τὸ θέλημά του ποῖος ἀντεστάθη
ποτέ; |
20
Μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς
εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ;
Μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι,
τί μὲ ἐποίησας οὕτως;
|
20
Βεβαίως, κανεὶς δὲν ἔχει ἀντισταθῆ
καὶ δὲν ἔχει ματαιώσει τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ· ἀλλά, ὦ ἄνθρωπε,
σὺ ποιὸς εἶσαι ὁ ὁποῖος
συζητεῖς καὶ ἀντιλέγεις πρὸς
τὸν Θεόν; <Μήπως εἶναι δυνατόν
ποτὲ τὸ πήλινον ἀγγεῖον νὰ
πῇ εἰς τὸν ἀγγειοπλάστην ποὺ
τὸ ἔπλασε· Διατὶ μὲ ἔκαμες
ἔτσι; |
20
Βεβαίως κανεὶς ποτὲ δὲν ἀντεστάθη
εἰς τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ ποῖος
εἶσαι σύ, ὦ ἀνόητε ἄνθρωπε, ὁ
ὁποῖος ἀντιλέγεις εἰς τὸν Θεόν;
Μήπως ἡμπορεῖ τὸ πήλινον ἀγγεῖον
νὰ εἴπῃ εἰς ἐκεῖνον ποὺ
τὸ ἔπλασε, διατὶ μὲ ἔκαμες δι’
αὐτὴν ἢ διὰ τὴν ἄλλην
χρῆσιν; |
21
Ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ
κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ
φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς
τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;
|
21
Ἢ μήπως ὁ κεραμοποιὸς δὲν εἶναι
κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς εἰς τὸν
πηλόν του, ὥστε νὰ κάμῃ ἀπὸ
τὸ αὐτὸ φύραμα ἄλλο μὲν
σκεῦος διὰ χρῆσιν τιμητικὴν καὶ
ἄλλο διὰ χρῆσιν εὐτελῆ;
|
21
Ἢ δὲν ἔχει ὁ ἀγγειοπλάστης ἐξουσίαν
ἐπὶ τοῦ πηλοῦ νὰ κατασκευάσῃ
ἀπὸ τὸ αὐτὸ ζυμωμένον ὑλικὸν
ἄλλο μὲν ἀγγεῖον διὰ χρῆσιν
τιμητικήν, ἄλλο δὲ διὰ χρῆσιν πρόστυχον;
Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἐκμηδενίζῃ
τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἐλευθερίαν
τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει τάξει τὸν καθένα
διὰ κάποιον σκοπὸν ἐξυπηρετικὸν τοῦ
σχεδίου του. |
22
Εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι
τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ
δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ
μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα
εἰς ἀπώλειαν,
|
22
Ἐὰν δὲ ὁ Θεός, θέλων νὰ
δείξῃ τὴν ὀργήν του καὶ νὰ
κάμῃ γνωστὴν τὴν δύναμίν του,
ἠνέχθη μὲ πολλὴν μακροθυμίαν
σκεύη ὀργῆς, τὰ ὁποῖα
μόνα των, μὲ τὴν ἀμετανόητον
κακίαν των, ἐτοίμασαν καὶ προώρισαν
τὸν εὐατόν των διὰ τὴν ἀπώλειαν,
σὺ τί ἠμπορεῖς εἰς τοῦτο
νὰ πῇς; |
22
Ἐὰν λοιπὸν θέλων ὁ Θεὸς νὰ
δείξῃ τὴν ὀργήν του καὶ νὰ καταστήσῃ
γνωστὸν τί δύναται νὰ κάμῃ, ἠνέχθη
μὲ πολλὴν μακροθυμίαν ἀγγεῖα καὶ
σκεύη ἄξια νὰ ἐπισύρουν τὴν ὀργήν
του, τὰ ὁποῖα μόνα τους ἐκατάρτισαν
τὸν ἑαυτόν τους διὰ τὴν ἀπώλειαν,
τί ἡμπορεῖς νὰ εἴπῃς σύ, ποὺ
τολμᾷς νὰ ἀντιλέγῃς εἰς τὸν
Θεόν; |
23
καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον
τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη
ἐλέους, -ἃ προητοίμασεν εἰς
δόξαν, |
23
Καὶ πάλιν τί ἠμπορεῖς νὰ
πῇς, ἐὰν ὁ Θεός, θέλων
νὰ δείξῃ τὸν πλοῦτον τῆς
δόξῃς αὐτοῦ, ἔδωσε χάριν
εἰς σκεύη ἐλέους, εἰς ἀνθρώπους
δηλαδὴ ἀξίους τοῦ ἐλέους
του, τοὺς ὁποίους ἐκ τῶν προτέρων
παρεσκεύασε καὶ ἡτοίμασε διὰ
νὰ τοὺς δοξάσῃ;
|
23
Καὶ τί πάλιν ἡμπορεῖς νὰ εἴπῃς,
ἐὰν ὁ Θεὸς ἡνέχθη μὲ πολλὴν
ἀγαθότητα σκεύη ἄξια τοῦ ἐλέους του,
διὰ νὰ καταστήσῃ γνωστὸν τὸν
πλοῦτον τῶν ἐνδόξων καὶ λαμπρῶν
ἰδιοτήτων του εἰς τὰ σκεύη αὐτά, δηλαδὴ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀξίους
τοῦ ἐλέους του, τοὺς ὁποίους ἐκ
προτέρου ἐτοίμασε διὰ νὰ τοὺς δοξάσῃ;
|
24
οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς
οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ
καὶ ἐξ ἐθνῶν,
|
24
Αὐτοὺς δὲ τοὺς ἀνθρώπους,
δηλαδὴ ἡμᾶς, ἐκάλεσεν εἰς
τὴν δόξαν, ὄχι μόνον ἀπὸ
τοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ
ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς. |
24
Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἴμεθα
ἡμεῖς, τοὺς ὁποίους ἀδιακρίτως
καταγωγῆς μᾶς ἐκάλεσεν ὄχι μόνον ἀπὸ
τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τοὺς ἐθνικούς, |
25
ὡς καὶ ἐν τῷ Ὡσηὲ λέγει·
καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν
μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην
ἠγαπημένην·
|
25
Σύμφωνα καὶ μὲ ἐκεῖνο ποὺ
εἶπε ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου
Ὡσηέ· <θὰ καλέσω καὶ
θὰ ἀναδείξω λαόν μου τοὺς ἐθνικούς,
οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι τώρα
λαός μου καὶ θὰ καλέσω καὶ θὰ
ἀναδείξω ἀγαπημένην μου τὴν
ἐκκλησίαν τῶν εἰδωλολατρῶν,
ἡ ὁποία τώρα δὲν εἶναι
ἀγαπημένη μου>. |
25
σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶπεν
ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου Ὡσηέ·
θὰ ὀνομάσω λαόν μου τοὺς ἐθνικούς,
οἱ ὁποῖοι τώρα δὲν εἶναι λαός
μου, καὶ θὰ ὀνομάσω ἀγαπημένην τὴν
Ἐκκλησίαν τῶν εἰδωλολατρῶν, ἡ
ὁποία τώρα δὲν εἶναι ἀγαπημένη μου. |
26
καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ
ἐρρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός
μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται
υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. |
26
Καὶ εἰς τὴν χώραν ὄχι μόνον
τῶν Ἑβραίων, ἀλλὰ καὶ
τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπου ἐλέχθη
εἰς αὐτούς· <δὲν εἶσθε
σεῖς λαός μου>, καὶ ἐκεῖ
ἀκόμη θὰ ὀνομασθοῦν παιδιὰ
τοῦ ζῶντος Θεοῦ. |
26
καὶ θὰ συμβῇ ὥστε εἰς τὸν
τόπον καὶ τὴν χώραν τῶν εἰδωλολατρῶν,
ὅπου ἐλέχθη εἰς αὐτούς· Δὲν
εἶσθε λαός μου σεῖς, ἐκεῖ θὰ
ὀνομασθοῦν παιδιὰ τοΰ ζῶντος
Θεοῦ. |
27
Ἡσαῒας δὲ κράζει ὑπὲρ
τοῦ Ἰσραήλ· ἐὰν ᾖ
ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ
κατάλειμμα σωθήσεται·
|
27
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡσαῒας κράζει
σχετικῶς μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν· <ἐὰν τὸ πλῆθος
τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραὴλ
εἶναι σὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης,
δὲν θὰ σωθοῦν ὅλοι, ἀλλὰ
θὰ σωθῇ τὸ ἐκλεκτὸν ὑπόλοιπον
τῶν καλοπροαιρέτων>. |
27
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡσαΐας φωνάζει διὰ
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· Ἐὰν εἶναι
ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀπογόνων τοῦ
Ἰσραὴλ ἀναρίθμητος, σὰν τὴν
ἄμμον τῆς θαλάσσης, δὲν θὰ σωθοῦν
ὅλοι αὐτοί, ἀλλὰ μόνον τὸ ὑπόλοιπον
τῶν καλοπροαιρέτων, ποὺ ἐξελέγη ἀπὸ
τὸ πλῆθος αὐτό.
|
28
λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων
ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι λόγον συντετμημένον
ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.
|
28
Διότι <ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ καὶ
φέρει εἰς πέρας, σύντομα καὶ
μὲ δικαιοσύνην, ἀπόφασιν, ποὺ
εἶχε λάβει, ὅτι δηλαδὴ θὰ πραγματοποιήσῃ
ταχέως εἰς τὴν γῆν τὸν λόγον
του>. |
28
Διότι ὁ Θεὸς ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν
πρὸ πολλοῦ ἐφοβέρισεν ὅτι θὰ
λάβῃ, ἐκτελεῖ σύντομα μὲ δικαιοσύνην
διότι θὰ πραγματοποιήσῃ ὁ Κύριος ἐπὶ
τῆς γῆς ἀπόφασιν, ποὺ σύντομα θὰ
ἐκτελεσθῇ. |
29
Καὶ καθὼς προείρηκεν Ἡσαῒας,
εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλειπεν
ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδωμα ἂν
ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν
ὡμοιώθημεν. |
29
Καὶ ὅπως ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἔχει
προαναγγείλει· <Ἐὰν ὁ παντοδύναμος
Κύριος δὲν εἶχε ἀφήσει ἐν
μέσῳ ἡμῶν ἀγαθούς, ἀπογόνους
τοῦ Ἀβραάμ, θὰ εἴχαμεν γίνει
σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ εἴχαμε
ὁμοιωθῆ μὲ τὰ Γόμορρα>.
|
29
Καὶ καθὼς ὁ αὐτὸς προφήτης Ἡσαΐας
ἔχει προείπει· Ἐὰν ὁ Κύριος ὁ
παντοκράτωρ δὲν διέσωζε τοὺς καλοπροαιρέτους καὶ
δὲν μᾶς ἄφινεν ἀγαθοὺς ἀπογόνους,
θὰ εἴχαμεν γίνει σὰν τὰ Σόδομα καὶ
θὰ εἴχαμεν ἐξομοιωθῆ πρὸς τὰ
Γόμορρα. |
30
Τί οὖν ἐροῦμεν; Ὅτι ἔθνη
τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε
δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ
πίστεως· |
30
Τί λοιπὸν θὰ συμπεράνωμεν τώρα;
Ὅτι τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ποὺ
δὲν ἐπεδίωκαν νὰ δικαιωθοῦν,
κατέλαβον ὡς κτῆμα των τὴν δικαίωσιν,
δικαίωσιν δὲ ἡ ὁποία προέρχεται
ἀπὸ τὴν πίστιν,
|
30
Τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Ποῖον
εἶναι τὸ συμπέρασμα τῶν λεχθέντων; Ὄχι,
δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν της ἡ
ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, οὔτε διεψεύσθη,
ἀλλὰ λαοὶ εἰδωλολατρικοί, οἱ
ὁποῖοι δὲν ἐπεδίωκαν νὰ δικαιωθοῦν,
κατέκτησαν τὴν δικαίωσιν, δικαίωσιν δὲ ἡ
ὁποία προέρχεται ἐκ πίστεως, καὶ ἔτσι
ἐπαλήθευσε καὶ ἐπραγματοποιήθη
ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ.
|
31
Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης
εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε.
|
31
οἱ δὲ Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι
ἐπιζητοῦσα τὴν δικαίωσίν των διὰ
τοῦ Νόμου εἰς τὸν ἀληθινὸν
Νόμον τῆς δικαιώσεως, δὲν κατώρθωσαν
νὰ φθάσουν. |
31Ἐνῷ
οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι
κατεῖχον τὸν νόμον καὶ ἐπεδίωκαν τὴν
δικαίωσιν διὰ τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου, δὲν
κατώρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τρόπον, ποὺ νὰ
ὁδηγῇ εἰς τὴν δικαίωσιν.
|
32
Διατί; Ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ'
ὡς ἐξ ἔργων νόμου· προσέκοψαν
γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος,
|
32
Διατί; Διότι δὲν ἐπεδίωκαν τὴν
δικαίωσίν των διὰ τῆς πίστεως
εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ
τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὡς ἐὰν
ἦτο δυνατὸν μὲ ἔργα τοῦ Νόμου
νὰ δικαιωθοῦν. Διότι ἐξ αἰτίας
τῆς ἀπιστίας των <ἐσκόνταψαν
ἐπάνω εἰς τὸν Χριστόν, ὁ
ὁποῖος ὑπῆρξε δι' αὐτοὺς
λίθος προσκόμματος>. |
32
Διατί; Διότι ἐπεδίωξαν τὴν δικαίωσιν ὄχι
διὰ τῆς πίστεως, ἀλλὰ διὰ τῶν
ἔργων τοῦ νόμου, σὰν νὰ ἦτο
δυνατὸν νὰ τὴν ἐπιτύχουν διὰ
τῆς τηρήσεως τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Καὶ
ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας
των εἰς τὸν Χριστὸν ἐσκόνταψαν
εἰς τὸν γνωστὸν ἀπὸ τὰς
προφητείας τῆς Γραφῆς λίθον, ὀ ὁποῖος
προκαλεῖ σκόνταμμα εἰἷς τοὺς τυφλωμένους
ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν.
|
33
καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι
ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ
πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ
πιστεύων ἐπ' αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.
|
33
Ἔτσι δὲ ἔχει γραφῆ καὶ εἰς
τὸν προφήτην Ἡσαΐαν· <ἰδοὺ
ἐγὼ θέτω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
ἀκρογωνιαῖον θεμέλιον λίθον, τὸν
Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τὸν ὁποῖον
ὅμως θὰ σκοντάπτουν καὶ σὰν
εἰς πέτραν σκανδάλου θὰ πίπτουν
ὅσοι δὲν θὰ πιστεύσουν. Ἐξ ἀντιθέτου,
καθένας ποὺ πιστεύει καὶ θεμελιώνεται
ἐπάνω εἰς αὐτόν, δὲν θὰ
ἐντροπιασθῇ>.
|
33
Καὶ γίνεται αὐτὸ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο,
ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον
τοῦ Ἡσαΐου· Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ
Θεὸς θὰ θέσω εἰς τὴν Σιὼν τὸν
Ἰησοῦν Χριστὸν σὰν ἄλλον λίθον
τίμιον καὶ στερεόν, εἰς τὸν ὁποῖον
θὰ σκοντάπτουν πολλοὶ καὶ σὰν ἄλλην
πέτραν, ἕνεκα τῆς ὁποίας θὰ πίπτουν
κάτω ὅσοι θὰ ἀπιστοῦν. Καθένας
ὅμως, ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς
αὐτόν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ.
|