Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
έγω
οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς
τὸν λαὸν αὐτοῦ; Μὴ γένοιτο·
καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης
εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ,
φυλῆς Βενιαμίν.
|
ρωτῶ
λοιπὸν τώρα· Μήπως ὁ Θεὸς
ἀπώθησε καὶ ἀπέρριψε μακρυὰ
τὸν λαόν του; Ποτὲ ἂς μὴ λεχθῇ
κάτι τέτοιο· διότι καὶ ἐγώ,
ποὺ ἔχω κληθῇ ἀπὸ τὸν
Θεὸν Ἀπόστολος, εἶμαι Ἰσραηλίτης,
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἀβραάμ, ἀπὸ τὴν φυλὴν
τοῦ Βενιαμίν. |
ατόπιν
λοιπὸν αὐτῶν, ποὺ εἴπομεν, ἐρωτῶ:
Μήπως ὁ Θεὸς ἔσπρωξε μακρυὰ καὶ
ἀπέρριψε τὸν ἐκλεκτὸν λαόν του; Μὴ
γένοιτο νὰ εἴπωμεν κάτι τέτοιο. Διότι καὶ
ἐγώ, τὸν ὁποῖον ἐκάλεσεν ὁ
Θεὸς Ἀπόστολον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶμαι
Ἰσραηλίτης, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τὴν φυλὴν
Βενιαμίν. Πῶς λοιπὸν θὰ μὲ ἐξέλεγεν
Ἀπόστολόν του ὁ Θεός, ἐὰν εἶχεν
ἀπορρίψει τοὺς Ἰσραηλίτας;
|
2
Οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν
λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω. ῍Η
οὐκ οἴδατε ἐν Ἠλίᾳ τί
λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει
τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ Ἰσραὴλ
λέγων; |
2
Ὄχι, δὲν ἀπέρριψε ὁ Θεὸς
τὸν λαόν του, τὸν ὁποῖον εἶχε
προγνωρίσει καὶ ἐκλέξει. Ἢ δὲν
γνωρίζετε καὶ δὲν ἐνθυμεῖσθε
τί λέγει ἡ Γραφὴ εἰς τὴν
ἱστορίαν τοῦ Ἠλία; Ὅτι
δηλαδὴ ὁ Ἠλίας προσεύχεται πρὸς
τὸν Θεὸν ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ λέγων·
|
2
Ὄχι· δὲν ἀπέρριψεν ὁ Θεὸς
τοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ὁποίους, προτοῦ
νὰ καλέσῃ τὰ ἔθνη, ἐπρογνώρισε
καὶ ἐξέλεξεν ὡς λαὸν ἰδικόν
του. Ἀλλ’ αὐτὸ, ποὺ συνέβη σήμερον,
ἔγινε καὶ προτήτερα εἰς ἄλλους χρόνους
τῆς Π. Διαθήκης. Ἢ δὲν ἠξεύρετε, τί
λέγει ἡ Γραφή, ὅταν ἐξιστορῇ τὴν
δρᾶσιν τοῦ προφήτου Ἠλία; Πῶς δηλαδὴ
ὁ Ἠλίας προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν
ὁμίλει κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ λέγων: |
3
Κύριε τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν
καὶ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν,
κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ
ζητοῦσι τῇ ψυχήν μου. |
3
<Κύριε, οἱ Ἰσραηλῖται ἐφόνευσαν
τοὺς προφήτας σου, ἐκρήμνισαν καὶ
κατέσκαψαν τὰ θυσιαστήριά σου, ἐγὼ
δὲ ἀπέμεινα πλέον μόνος καὶ
ζητοῦν αὐτοὶ νὰ μοῦ πάρουν
τὴν ζωήν!>. |
3
Κύριε, τοὺς προφήτας σου ἐφόνευσαν καὶ κατέστρεψαν
τὰ θυσιαστήριά σου καὶ ἐγὼ ἀπέμεινα
μοναχὸς καὶ ζητοῦν τὴν ζωήν μου.
|
4
Ἀλλὰ τί λέγει αὐτῷ ὁ
χρηματισμός; Κατέλιπον ἐμαυτῷ ἐπτακισχιλίους
ἄνδρας, οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν γόνυ
τῇ Βάαλ. |
4
Ἀλλὰ τί λέγει εἰς αὐτὸν
ὁ Θεὸς μὲ εἰδικὴν ἀποκάλυψιν;
<Ἔχω ἀφήσει καὶ ἔχω φυλάξει
διὰ τὸν εὐατόν μου ἑπτὰ
χιλιάδας ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι δὲν
ἔκλιναν τὰ γόνατά των, διὰ νὰ
προσκυνήσουν τὸ εἴδωλον τοῦ Βάαλ>.
|
4
Ἀλλὰ τί τοῦ λέγει ἡ ἀποκάλυψις,
ποὺ ἔγινεν εἰς αὐτὸν ἀπὸ
τὸν Θεόν; Ἐφύλαξα διὰ τὸν ἑαυτόν
μου ἑπτὰ χιλιάδας ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἐγονάτισαν διὰ νὰ προσκυνήσουν
τὸ εἴδωλον τοῦ Βάαλ. |
5
Οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν
καιρῷ λείμμα κατ' ἐκλογὴν χάριτος
γέγονεν. |
5
Ἔτσι λοιπὸν καὶ εἰς τὴν σημερινὴν
ἐποχὴν ἔχει ἀπομείνει ἕνα
ὑπόλοιπον πιστῶν Ἰσραηλιτῶν,
σύμφωνα μὲ τὴν ἐκλογήν, τὴν
ὁποίαν κατὰ χάριν ἔκαμεν ὁ
Θεός. |
5
Ὅπως λοιπὸν τότε, ἔτσι καὶ εἰς
τὴν σημερινὴν ἐποχὴν ἔχει ξεχωρισθῇ
κάποιο ὑπόλοιπον πιστῶν Ἰσραηλιτῶν
σύμφωνα μὲ ἐκλογήν, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν
ὁ Θεὸς κατὰ χάριν. |
6
Εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ
ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι
γίνεται χάρις. Εἰ δὲ ἐξ ἔργων,
οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ
τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν
ἔργον. |
6
Ἐὰν δὲ αὐτὸ τὸ ὑπόλοιπον
τὸ ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς σύμφωνα
μὲ τὴν ἰδικήν του χάριν, τότε
δὲν τὸ ἐξέλεξε διὰ τὴν
ἀξίαν τῶν ἔργων. Διότι ἄλλως
ἡ χάρις παύει πλέον νὰ εἶναι
χάρις. Ἐὰν ὅμως ἀπὸ τὰ
ἔργα των ἐκεῖνοι ἐξελέγησαν
καὶ ἐδικαιώθησαν, δὲν ἠμπορεῖ
πλέον νὰ γίνεται λόγος διὰ χάριν,
διότι ἄλλως τὸ ἔργον τὸ ἀγαθὸν
παύει πλέον νὰ εἶναι ἄξιον ἀμοιβῆς.
|
6
Ἐὰν δὲ τὸ ὑπόλοιπον αὐτὸ
ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς κατὰ χάριν, τότε ἡ
ἐκλογὴ δὲν ἔγινε πλέον δι’ ἔργα
ἀξιόμισθα. Διότι ἄλλως ἡ χάρις παύει πλέον
νὰ εἶναι καὶ εἰς τὴν πραγματικότητα
χάρις. Ἐὰν δὲ ἐξελέγη τὸ ὑπόλοιπον
αὐτὸ λόγῳ τῶν ἔργων του τῶν
ἀγαθῶν, ἡ χάρις δὲν εἶναι πλέον
χάρις. Διότι ἀλλοιῶς τὸ ἀγαθὸν
ἔργον παύει πλέον νὰ εἶναι πρᾶξις
ἀξιόμισθος καὶ ἀξία ἀνταμοιβῆς.
|
7
Τί οὖν; Ὃ ἐπιζητεῖ Ἰσραήλ,
τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ
ἐκλογὴ ἐπέτυχεν· οἱ δὲ
λοιποὶ ἐπωρώθησαν, |
7
Τί, λοιπόν, ἠμποροῦμεν νὰ συμπεράνωμεν
ἐπὶ τοῦ προκειμένου; Αὐτὸ
τὸ ὁποῖον ἐπιζητοῦσεν ὁ
Ἰσραηλιτικὸς λαός, δηλαδὴ τὴν
δικαίωσίν του διὰ τοῦ Νόμου,
δὲν τὸ ἐπέτυχεν. Ὅσοι ὅμως
διὰ τὴν πίστιν των ἐξελέγησαν
ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐπέτυχαν
καὶ ἔλαβαν τὴν δικαίωσιν· οἱ
ἄλλοι ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἕνεκα
τῆς ἀπιστίας των δὲν ἐξελέγησαν,
ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν,
καὶ ἐσκληρύνθησαν. |
7
Τί λοιπὸν συνέβη μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν ἐν σχέσει μὲ τὴν πλήρωσιν τῆς
ἐπαγγελίας; Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἐπιμονὴν
ζητεῖ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ἤτοι
τὴν δικαίωσιν διὰ τοῦ νόμου, δὲν τὸ
ἐπέτυχεν. Ἐπέτυχαν ὅμως τὴν δικαίωσιν
διὰ τῆς πίστεως ἑκεῖνοι ἐκ τῶν
Ἰσραηλιτῶν, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξεν
ὁ Θεός. Οἱ δὲ λοιποί, ποὺ δὲν
ἐξελέγησαν, ἔγιναν σκληροὶ καὶ πωρωμένοι
ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν των.
|
8
καθὼς γέγραπται· ἔδωκεν αὐτοῖς
ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς
τοῦ μὴ βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ
μὴ ἀκούειν, ἕως τῆς σήμερον
ἡμέρας. |
8
Ἔτσι ἄλλωστε ἔχει προφητευθῆ ἀπὸ
τὸν Ἡσαΐαν· <παρεχώρησεν ὁ
Θεὸς νὰ τοὺς καραλάβῃ πνεῦμα
καὶ τάσις νυσταγμοῦ καὶ σκοτισμοῦ,
νάρκωσις καὶ ἀναισθησία πνευματική.
Τοὺς ἔδωσεν ὁ Θεὸς ὀφθαλμούς,
ποὺ οἱ ἴδιοι τοὺς ἐσκότισαν,
ὥστε νὰ μὴ βλέπουν τὴν ἀλήθεια,
καὶ αὐτιὰ νὰ μὴν ἀκούουν
τὴν θείαν διδασκαλίαν μέχρι τῆς
σημερινῆς ἡμέρας>.
|
8
Καὶ ἔγινεν αὐτὸ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο,
ποὺ ἔχει γραφῆ προφητικῶς: Παρεχώρησεν
ὁ Θεὸς νὰ τοὺς καταλάβῃ πνεῦμα,
ποὺ ἔκαμεν ἀναισθήτους τὰς ψυχάς των,
ὥστε νὰ μὴ συγκινηθοῦν διόλου ἀπὸ
τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Καὶ ἔτσι
τὰ μάτια τους βλέπουν μὲν ἐξωτερικῶς
τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
δὲν βλέπουν καὶ τὸ ἐσωτερικὸν
νόημά τους· καὶ τὰ αὐτιά τους ἀκούουν
μὲν τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
αὐτοὶ σὰν νὰ ἦσαν κωφοί, δὲν
τοὺς ἐννοοῦν μέχρι τῆς σημερινῆς
ἡμέρας. |
9
Καὶ Δαυῒδ λέγει· γενηθήτω ἡ
τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ
εἰς θήραν καὶ εἰς σκάνδαλον
καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς·
|
9
Ἀλλὰ καὶ ὁ Δαυῒδ λέγει·
<ἡ τράπεζά των, εἰς τὴν ὁποίαν
ἀπολαμβάνουν μὲ ἕνα πνεῦμα ὑλοφροσύνης
τὰ ἐκλεκτὰ φαγητά, ἂς γίνῃ
δι' αὐτοὺς παγίδα, δίκτυ καὶ
θηλειὰ ποὺ θὰ τοὺς πιάσῃ,
πρόσκομμα διὰ νὰ σκοντάψουν καὶ
πέσουν καὶ ἔτσι κατὰ λόγον δικαιοσύνης
νὰ τιμωρηθοῦν. |
9
Εἰς αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἡσαΐου
προσθέτει καὶ ὁ Δαβὶδ διὰ τὴν
τιμωρίαν, ποὺ ἁρμόζει εἰς τὴν ἀπιστίαν
τους: Ἡ τράπεζά τους, ποὺ ἀπολαμβάνουν τὰ
ἀγαθὰ τῆς χαρούμενης ζωῆς των, ἂς
μεταβληθῇ εἰς παγίδα διὰ νὰ πιασθοῦν
εἰς αὐτήν· ἂς μεταβληθῇ καὶ
εἰς βρόχον κυνηγίου διὰ νὰ συλληφθοῦν
σὰν θηράματα, καὶ εἰς πρόσκομμα διὰ
νὰ σκοντάψουν καὶ πέσουν μέσα εἰς λάκκον
καὶ εἰς δικαίαν τιμωρίαν. |
10
σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν
τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον
αὐτῶν διὰ παντὸς σύγκαμψον.
|
10
Ἄς σκοτισθοῦν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
καὶ τοῦ νοῦ των διὰ νὰ μὴ
βλέπουν, καὶ ἂς λυγίσῃ ἡ
ράχη των, διὰ νὰ μένουν πάντοτε
δοῦλοι κάτω ἀπὸ τὸ
βαρὺ φορτίον τῆς ἁμαρτίας
των>. |
10
Ἂς κυριεύσῃ σκοτισμὸς τὰ μάτια τοῦ
νοῦ των διὰ νὰ μὴ βλέπουν, καὶ
ἂς κυρτωθῇ γιὰ πάντα ἡ ράχη των διὰ
νὰ μένουν ὑποδουλωμένοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν
τῆς ἀπιστίας των. |
11
Λέγω οὖν, μὴ ἔπταισαν ἵνα πέσωσι;
Μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τῷ αὐτῶν
παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς ἔθνεσιν,
εἰς τὸ παραζηλῶσαι αὐτούς.
|
11
Ἐρωτῶ ἀκόμη, μήπως οἱ
Ἰσραηλῖται ἔφταιξαν τόσο βαρειά,
ὥστε νὰ πέσουν πολὺ βαθειά,
ποὺ νὰ μὴ ὑπάρχῃ πλέον
ἐλπὶς ἀνορθώσεώς των; Μὴ
γένοιτο! Ἀλλ' ἐπεσαν, ὥστε διὰ
μέσου τῆς ἰδικῆς των ἀπιστίας
καὶ πτώσεως, νὰ κηρυχθῇ καὶ
διαδοθῇ ἡ σωτηρία εἰς τὰ ἔθνη,
ἔτσι δὲ νὰ κεντήσῃ ὁ Θεὸς
τὴν ζήλειαν των καὶ νὰ τοὺς
παρακινήσῃ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
νὰ πιστεύσουν καὶ οἱ ἴδιοι.
|
11
Δὲν ἡμπορεῖ λοιπὸν κανεὶς νὰ
ἀρνηθῇ, ὅτι οἱ Ἰσραηλῖται
ὑπέχουν ὁλόκληρον τὴν εὐθύνην τῆς
ἁμαρτίας καὶ ἀπιστίας των. Γεννᾶται
ὅμως τὸ ἐρώτημα: Μήπως οἱ ἀπιστήσαντες
Ἰουδαῖοι ἐσκόνταψαν διὰ νὰ πέσουν
τελειωτικά, χωρὶς νὰ ὑπάρχη καμμία ἐλπὶς
νὰ ἀνορθωθοῦν ἀπὸ τὴν
πτῶσιν τους αὐτήν; Μὴ γένοιτο ποτὲ
νὰ εἴπωμεν κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ ἔπεσαν
διὰ νὰ ἑξασφαλισθῇ μὲ τὴν
πτῶσιν τους αὐτὴν ἡ διὰ τοῦ
Χριστοῦ σωτηρία εἰς τοὺς ἐθνικούς,
ἔτσι δὲ νὰ διεγείρῃ εἰς αὐτοὺς
ζηλοτυπίαν ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὴν
ζήλειαν ποὺ θὰ τοὺς πιάσῃ, ὅταν
βλέπουν τοὺς ἐθνικοὺς νὰ κληρονομοῦν
τὴν ἐπαγγελίαν, νὰ παρακινηθοῦν καὶ
αὐτοὶ εἰς τὸ νὰ πιστεύσουν.
|
12
Εἰ δὲ τὸ παράπτωμα αὐτῶν
πλοῦτος κόσμου καὶ τὸ ἤττημα
αὐτῶν πλοῦτος ἐθνῶν, πόσῳ
μᾶλλον τὸ πλήρωμα αὐτῶν;
|
12
Ἐὰν δὲ ἡ πτῶσις αὐτῶν
ἔφερε κατὰ ἕνα ἔμεσον τρόπον
πλοῦτον δωρεῶν καὶ εὐλογιῶν
εἰς τὰ ἔθνη καὶ ἡ ἧττα
των εἰς τὴν πνευματικὴν ζωὴν ἔγινε
πρόξενος πλουσίων εὐεργεσιῶν, πόσῳ
μᾶλλον ἡ προσέλευσις ὅλων των εἰς
τὸν Χριστόν, θὰ γίνῃ αἰτία
ἀκόμη πλουσιωτέρων εὐλογιῶν
διὰ τὰ ἔθνη;
|
12
Ἐὰν δὲ ἡ πτῶσις των ἔφερε
πλοῦτον εὐλογιῶν εἰς τὸν κόσμον
καὶ ἐὰν ἡ ἧττα των καὶ
ἡ κατάπτωσίς των ἐν τῇ πνευματικῇ
ζωῇ ἔγινε πρόξενος πλουσίων δωρεῶν εἰς
τοὺς ἐθνικούς, πόσῳ μᾶλλον ἡ
προσέλευσις ὁλοκλήρου τοῦ ἀριθμοῦ
των εἰς τὴν πίστιν θὰ γίνῃ πηγὴ
πλουσίων δωρεῶν καὶ χαρίτων εἰς ὁλόκληρον
τὴν ἀνθρωπότητα; |
13
Ὑμῖν γὰρ λέγω τοῖς ἔθνεσιν·
ἐφ' ὅσον μὲν εἶμι ἐγὼ
ἀπόστολος, τὴν διακονίαν μου δοξάζω,
|
13
Εἰς σᾶς τοὺς ἐθνικοὺς τὰ
λέγω αὐτά, διὰ νὰ μὴ ὑψηλοφρονήσετε
καὶ περιφρονήσετε τοὺς Ἰουδαίους.
Ἐφ' ὅσον ἄλλωστε ἐγὼ εἶμαι
Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ἐργάζομαι
μὲ κάθε αὐταπάρνησιν νὰ σᾶς
μεταδώσω τὸ Εὐαγγέλιον, νὰ ἐκπληρώσω
τὴν ἀποστολήν μου καὶ νὰ σᾶς
ὁδηγήσω εἰς τὴν δόξαν τοῦ
Θεοῦ. |
13
Μὴ νομίσετε δέ, ὅτι αἱ ἰδέαι μου αὐταὶ
περὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ συντελοῦν
εἰς τὸ νὰ λησμονήσω τὴν ἀποστολήν
μου εἰς τὰ ἔθνη. Διότι λέγω εἰς σᾶς
τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς· Ἐφ’
ὅσον εἶμαι ἐγὼ ἀπόστολος διὰ
νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον εἰς τοὺς
ἐθνικούς, προσπαθῶ νὰ τιμήσω τὴν μεταξὺ
τῶν ἐθνικῶν ἀποστολήν μου αὐτὴν
καὶ νὰ ἀποδείξω αὐτὴν ὅσον
τὸ δυνατὸν περισσότερον καρποφόρον.
|
14
εἴ πως παραζηλώσω μου τὴν σάρκα καὶ
σώσω τινὰς ἐξ αὐτῶν.
|
14
Ἀκόμη δὲ μήπως καὶ διεγείρω
τὸν ζῆλον τῶν ὁμοεθνῶν μου καὶ
ὁδηγήσω, ἔστω καὶ μερικοὺς ἀπὸ
αὐτούς, εἰς τὸν δρόμον τῆς
σωτηρίας. |
14
Ναί· προσπαθῶ νὰ ἑλκύσω μὲ τὸ
κήρυγμά μου ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρους
εἰδωλολάτρας εἰς τὸν Χριστόν, μήπως ἔτσι
διεγείρω τὴν ζήλειαν τῶν κατὰ σάρκα ὁμοεθνῶν
μου καὶ σώσω μερικοὺς ἀπὸ αὐτούς,
ὅσοι θὰ παρακινηθοῦν ἀπὸ τὴν
ζήλειαν αὐτὴν νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ
Χριστιανοί. |
15
Εἰ γὰρ ἡ ἀποβολὴ αὐτῶν
καταλλαγὴ κόσμου, τίς ἡ πρόσληψις
εἰ μὴ ζωὴ ἐκ νεκρῶν;
|
15
Διότι ἐὰν ἡ ἀποπομπή των ἀπὸ
τὴν Χριστινικὴν πίστιν ἔγινεν ἔμμεσος
αἰτία νὰ συμφιλιωθῇ ὁ εἰδωλολατρικὸς
κόσμος μὲ τὸν Θεόν, ἡ πρόσληψίς
των εἰς τὴν πίστιν τί ἄλλο θὰ
εἶναι εἰμὴ ζωὴ ὅλων καὶ
πνευματικὴ ἀνάστασις ἐκ τῶν
νεκρῶν; |
15
Προσπαθῶ δὲ νὰ σώσω ἔστω καὶ
ὀλίγους συμπατριώτας μου, διότι ἐὰν ἡ
ἀποβολὴ καὶ ἀποδοκιμασία τους ἔγινεν
αἰτία νὰ συνδιαλλαγῇ ὁ κόσμος μὲ
τὸν Θεόν, τί ἄλλο θὰ εἶναι ἡ
πρόσληψίς τους εἰς τὴν πίστιν παρὰ ζωὴ
ὅλων καὶ ἀνάστασις πνευματικὴ ἐκ
νεκρῶν; |
16
Εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἁγία,
καὶ τὸ φύραμα· καὶ εἰ ἡ
ρίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι.
|
16
Ἐὰν δέ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, δηλαδὴ οἱ
πατριάρχαι, οἱ προφῆται, οἱ δίκαιοι,
ποὺ πρῶτοι διὰ τὴν ἀξίαν
των εὐλογήθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν,
εἶναι ἁγία, τότε καὶ ἡ
μᾶζα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἶναι
δεκτικὴ ἁγιότητος. Καὶ ἐὰν
ἡ ρίζα εἶναι ἁγία, τότε
καὶ οἱ κλάδοι, δηλαδὴ οἱ Ἰσραηλῖται,
ἠμπορεῖ νὰ γίνουν ἅγιοι.
|
16
Ἐὰν δὲ οἱ ἔνδοξοι πατέρες καὶ
προφῆται τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ,
τοὺς ὁποίους ἠμποροῦμεν νὰ παρομοιάσωμεν
μὲ τὸ προζύμιον ἐκ τῆς νέας ἐσοδείας,
εἶναι ἅγιοι ὡς ἀφιερωθέντες εἰς
τὸν Θεὸν καὶ εὐλογηθέντες ὑπ’
αὐτοῦ, τότε καὶ ὁλόκληρον τὸ
ζυμούμενον δι’ αὐτοῦ ὑλικόν, ἤτοι
ὁλόκληρον τὸ ἰουδαϊκὸν ἔθνος
εἶναι κατάλληλον διὰ νὰ γίνῃ ἅγιον.
Καὶ ἐὰν ἡ ρίζα, ἤτοι οἱ
πατριάρχαι τῶν Ἰουδαίων, εἶναι ἁγία,
τότε καὶ τῆς ρίζης αὐτῆς οἱ
κλάδοι, ἤτοι οἱ Ἰσραηλῖται, εἶναι
κατάλληλοι νὰ γίνουν ἅγιοι.
|
17
Εἰ δέ τινες τῶν κλάδων ἐξεκλάσθησαν,
σὺ δὲ ἀγριέλαιος ὢν ἐνεκεντρίσθης
ἐν αὐτοῖς καὶ συγκοινωνὸς τῆς
ρίζης καὶ τῆς ποιότητος τῆς
ἐλαίας ἐγένου, |
17
Ἐὰν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς
κλάδους ἐκόπησαν ἀπὸ τὸν
κορμόν, ἀπεσπάσθησαν καὶ ἐπετάχθησαν
διὰ τὴν ἀπιστίαν των, σὺ δέ,
ὁ εἰδωλολάτρης, ποὺ μέχρι πρὸ
ὀλίγου παρέμεινες ἀγριελαία καὶ
ἐκεντρώθηκες εἰς τὴν θέσιν τῶν
ἀποκοπτέντων κλάδων, συνεδέθης δὲ
μὲ τὴν ρίζαν καὶ μετέχεις εἰς
τοὺς παχεῖς χυμοὺς τῆς ἐλαίας,
|
17
Ἀλλ’ ἐὰν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς
κλάδους ἀπεκόπησαν ἕνεκα τῆς ἀπιστίας
των καὶ ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὴν
ἁγίαν ρίζαν τῶν πατριαρχῶν καὶ προφητῶν,
σὺ δὲ ὁ μέχρι πρὸ ὀλίγου εἰδωλολάτρης,
καίτοι ἦσο ἀγριελαία καὶ ὠμοίαζες
πρὸς δένδρον ἄγριον καὶ ἄκαρπον, ἐκεντρώθης
μεταξὺ τῶν κλάδων τῆς εὐλογημένης
ρίζης καὶ ἔγινες συγκοινωνὸς τῆς ρίζης
αὐτῆς καὶ τοῦ παχέος χυμοῦ τῆς
ἐλαίας, |
18
μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων· εἰ
δὲ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ τὴν ρίζαν
βαστάζεις, ἀλλ' ἡ ρίζα σέ.
|
18
μὴ ὑπερηφανεύεσαι εἰς βάρος
τῶν κλάδων, ποὺ ἀπεσπάσθησαν.
Ἐὰν δὲ ἀλαζονεύεσαι καὶ
ὑπερηφανεύεσαι, μάθε, ὅτι δὲν
βαστάζεις σὺ τὴν ρίζαν, ἀλλὰ
ἡ ρίζα βαστάζει σέ· <καὶ
ὡς Χριστιανὸς δὲ ποὺ εἶσαι,
στηρίζεσαι εἰς τοὺς πατριάρχας καὶ
τοὺς προφήτας τῶν Ἑβραίων.
|
18
μὴ ὑπερηφανεύεσαι καὶ μὴ περιφρονῇς
τοὺς κλάδους ποὺ ἀπεκόπησαν. Ἐὰν
δὲ ὑψηλοφρονῇς ἀλαζονικῶς, μάθε,
ὅτι δὲν βαστάζεις σὺ τὴν ρίζαν, ἀλλ’
ἡ ρίζα βαστάζει σέ, καὶ εἰς αὐτήν,
ἤτοι εἰς τοὺς πατριάρχας, ὀφείλεται
τὸ ὅτι σὺ ἀπολαύεις τὰς θείας
εὐλογίας. |
19
Ἐρεῖς οὖν· ἐξεκλάσθησαν
οἱ κλάδοι, ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ.
|
19
Θὰ πῇς ἴσως πρὸς δικαιολογίαν
σου· Ἐκόπησαν οἱ κλάδοι, διὰ
νὰ κεντρωθῶ ἐγὼ εἰς τὴν
θέσιν των. |
19
Θὰ εἴπῃς λοιπὸν ἴσως δικαιολογῶν
τὴν ἀλαζονείαν σου: Ἀπεκόπησαν οἱ
κλάδοι, διὰ νὰ γίνῃ τόπος δι’ ἐμὲ
καὶ ἐγκεντρισθῶ ἐγὼ εἰς
τὸ ἥμερον καὶ εὐλογημένον δένδρον.
|
20
Καλῶς· τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν,
σὺ δὲ τῇ πίστει ἕστηκας. Μὴ
ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ·
|
20
Πολὺ καλά· ἕνεκα τῆς ἀπιστίας
των ἐκόπησαν καὶ ἐπετάχθησαν
οἱ κλάδοι· σὺ δὲ ὄχι ἕνεκα
τῶν ἔργων σου, ἀλλὰ ἕνεκα τῆς
πίστεως στέκεις καὶ εἶσαι κολλημένος
μὲ τὴν ρίζαν. Λοιπὸν μὴ ὑψηλοφρονῇς,
ἀλλὰ ταπεινώσου μὲ τὸν φόβον,
μήπως τυχὸν ξεπέσῃς ἀπ' ἐκεῖ
ποὺ εἶσαι. |
20
Πολὺ καλά. Οἱ κλάδοι ὅμως ἀπεκόπησαν
ἕνεκα τῆς ἀπιστίας· σὺ δὲ
οὐχὶ ἕνεκα τῶν ἔργων σου καὶ
τῆς ἰδικῆς σου ἀξιομισθίας, ἀλλ’
ἕνεκα τῆς πίστεως στέκεις ὄρθιος καὶ
κολλημένος ἐπὶ τῆς ρίζης. Πρόσεξε λοιπόν.
Μὴ ὑπερηφανεύεσαι, ἀλλὰ ταπεινοφρόνων
ἔχε φόβον. |
21
εἰ γὰρ ὁ Θεὸς τῶν κατὰ
φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο, μή
πως οὐδὲ σοῦ φείσεται. |
21
Διότι ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἐλυπήθη,
ἀλλ' ἔκοψε καὶ ἐπέταξε τοὺς
φυσικοὺς κλάδους τῆς ἐλαίας,
δηλαδὴ τοὺς Ἰσραηλίτας, φοβήσου
μήπως δὲν λυπηθῇ καὶ σένα, ἐὰν
ὑψηλοφρονήσῃς. |
21
Διότι, ἐὰν ὁ Θεὸς τοὺς φυσικοὺς
κλάδους δὲν ἐλυπήθη καὶ δὲν ἐλογάριασε,
φοβήθητι, μήπως δὲν λογαριάσῃ οὔτε σέ, ποὺ
δὲν εἶσαι φυσικὸς κλάδος.
|
22
Ἴδε οὖν χρηστότητα καὶ ἀποτομίαν
Θεοῦ, ἐπὶ μὲν τοὺς πεσόντας
ἀποτομίαν, ἐπὶ δὲ σὲ χρηστότητα,
ἐὰν ἐπιμείνῃς τῇ χρηστότητι·
ἐπεὶ καὶ σὺ ἐκκοπήσῃ.
|
22
Πρόσεξε, λοιπόν, καὶ κύτταξε τὴν
ἀγαθότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν
αὐστηρότητα τοῦ Θεοῦ· αὐστηρότητα
ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ ἔδειξαν
ἀπιστίαν καὶ ἔπεσαν, ἀγαθότητα
δὲ εἰς σέ, ἐὰν ἐπιμείνῃς
νὰ πιστεύῃς καὶ νὰ στηρίζεσαι
εἰς αὐτὴν τὴν ἀγαθότητα,
διότι ἄλλως καὶ σὺ θὰ ἀποκοπῇς.
|
22
Ἀντὶ λοιπὸν νὰ ὑψηλοφρονῇς,
πρόσεχε καὶ κύτταζε καλά, ποίαν ἀγαθότητα καὶ
ποίαν αὐστηρότητα ἀμείλικτον ἔδειξεν ὁ
Θεός· πρὸς ἐκείνους μὲν οἱ ὁποῖοι
διὰ τὴν ἀπιστίαν τους ἔπεσαν, αὐστηρότητα,
ἐνῷ πρὸς σὲ ἔδειξεν ἀγαθότητα,
ἐὰν ἐπιμείνῃς νὰ στηρίζεσαι
καὶ ἐλπίζῃς εἰς τὴν ἀγαθότητα
ταύτην· διότι ἄλλως καὶ σὺ θὰ
κοπῇς ὁλότελα. |
23
Καὶ ἐκεῖνοι δέ, ἐὰν μὴ
ἐπιμείνωσι τῇ ἀπιστίᾳ,
ἐγκεντρισθήσονται· δυνατὸς γὰρ
ὁ Θεός ἐστι πάλιν ἐγκεντρίσαι
αὐτούς. |
23
Καὶ ἐκεῖνοι δέ, οἱ Ἰσραηλῖται,
ἐὰν δὲν ἐπιμείνουν εἰς
τὴν ἀπιστίαν των, θὰ κεντρωθοῦν
πάλιν εἰς τὴν ἐλαίαν. Διότι
ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς καὶ ἱκανὸς
νὰ τοὺς κεντρώσῃ πάλιν.
|
23
Καὶ ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι
ἀπεκόπησαν, ἐὰν δὲν ἐπιμείνουν
εἰς τὴν ἀπιστίαν, θὰ κεντρωθοῦν.
Διότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ
τοὺς κεντρώσῃ πάλιν εἰς τὸ ἥμερον
καὶ εὐλογημένον δένδρον. |
24
Εἰ γὰρ σὺ ἐκ τῆς κατὰ
φύσιν ἐξεκόπης ἀγριελαίου καὶ
παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς
καλλιέλαιον, πόσῳ μᾶλλον οὗτοι
οἱ κατὰ φύσιν ἐγκεντρισθήσονται
τῇ ἰδίᾳ ἐλαίᾳ;
|
24
Διότι, ἐὰν σὺ ἐκόπης ὡς
ἄγριος κλάδος ἀπὸ τὴν ἀγριελαίαν,
ποὺ ἐκ φύσεως εἶναι τέτοια,
καὶ παρὰ τὴν ἀγρίαν φύσιν
σου ἐκεντρώθηκες εἰς τὴν ἥμερον
ἐλαίαν, πόσῳ μᾶλλον θὰ
κεντρωθοῦν εἰς τὴν ἰδικήν τους ἥμερον
ἐλαίαν αὐτοί, ποὺ εἶναι
τῆς ἰδίας φύσεως μὲ ἐκείνην;
|
24
Λέγω δέ, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν
δύναμιν νὰ τοὺς κεντρώσῃ πάλιν, διότι, ἐὰν
σὺ ἐκόπης ὁριστικὰ ἀπὸ
τὸ δένδρον, ποὺ ἀπὸ τὴν φύσιν
του εἶναι ἀγρία ἐλαία, καὶ ὅλως
ἀντίθετα πρὸς τὴν φύσιν σου ἐκεντρωθῇς
εἰς ἥμερον καὶ καρποφόρον ἐλαίαν,
πόσῳ μᾶλλον αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
εἶναι κλάδοι τῆς αὐτῆς φύσεως πρὸς
τὴν ἥμερον ρίζαν, θὰ κεντρωθοῦν εἰς
τὴν ἰδικήν τους ἐλαίαν;
|
25
Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν,
ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο,
ἵνα μὴ ἦτε παρ' ἑυατοῖς φρόνιμοι,
ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ
Ἰσραὴλ γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ
πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ,
|
25
Σᾶς τὰ λέγω αὐτά, ἀδελφοί,
διότι δὲν θέλω νὰ ἀγνοῆτε
αὐτὴν τὴν κρυμμένην μέχρι σήμερον
ἀλήθειαν, διὰ νὰ μὴ θεωρῆτε
σεῖς τὸν εὐατόν σας συνετόν καὶ
ἅγιον καὶ περιφρονῆτε τοὺς Ἰσραηλίτας.
Ἡ ἀλήθεια δὲ αὐτὴ εἶναι
ὅτι εἰς ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἔχει γίνει
σκλήρυνσις, μέχρις ὅτου τὸ πλῆθος
τῶν ἐθνικῶν, ποὺ ἔχει προγνωρίσει
ὁ Θεός, εἰσέλθουν εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ.
|
25
Διότι δὲν θέλω νὰ ἀγνοῆτε, ἀδελφοί,
μίαν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία ἕως τώρα ἦτο
κρυμμένη καὶ μᾶς ἐφανερώθη ἀπὸ
τὸν Θεόν. Εἶναι ὠφέλιμον νὰ μάθετε
τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, διὰ νὰ μὴ
θεωρῆτε σεῖς οἱ ἴδιοι τοὺς ἑαυτούς
σας φρονίμους καὶ περιφρονῆτε ἀγέρωχα τοὺς
Ἰσραηλίτας. Εἶναι δὲ ἡ ἀλήθεια
αὐτή, ὅτι ἔχει γίνει σκλήρυνσις εἰς
μέρος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἕως
ὅτου εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Χριστοῦ ὁ πλήρης ἀριθμὸς
τῶν ἐθνικῶν, τὸν ὁποῖον
ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός. |
26
καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται,
καθὼς γέφραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν
ὁ ρυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας
ἀπὸ Ἰακώβ· |
26
Καὶ ἔτσι, ὅταν αὐτὸ πραγματοποιηθῇ,
ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ
σωθῇ, ὅπως ἄλλωστε εἶναι γραμμένον
εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν·
<θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Σιὼν
ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ ἐλευθερωτής,
ὁ ὁποῖος θὰ ἀποβάλῃ
καὶ θὰ ἐξαλείψῃ τὰς ἀσεβείας
καὶ τὰς ἁμαρτίας ἀπὸ τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ.
|
26
Καὶ ἔτσι, ὅταν πληρωθῇ ὁ ὅρος
αὐτός, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ὡς
σύνολον θὰ σωθῇ, καθὼς ἔχει γραφῆ
εἰς τὰς προφητείας τοῦ Ἡσαΐου: Θὰ
ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Σιὼν ἐκεῖνος,
ποὺ ἐλευθερώνει καὶ θὰ ἀποδιώξῃ
τὰς ἀσεβείας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακώβ. |
27
καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ' ἐμοῦ
διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας
αὐτῶν. |
27
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ συμφωνία
καὶ ἡ διαθήκη μου μὲ αὐτούς,
ὅταν θὰ ἀφαιρέσω καὶ θὰ
ἐξαλείψω τὰς ἁμαρτίας των>.
|
27
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη, τὴν
ὁποίαν θὰ συνάψω πρὸς αὐτούς, ὅταν
σηκώσω καὶ ἐξαλείψω τὰς ἁμαρτίας των.
|
28
Κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ
δι' ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν
ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας·
|
28
Ὅσον δηλαδὴ ἀφορᾷ τὸ Εὐαγγέλιον,
οἱ ἄπιστοι Ἑβραῖοι εἶναι ἐχθροὶ
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξ αἰτίας
τοῦ γεγονότος ὅτι ἐκάλεσε σᾶς
τοὺς ἐθνικοὺς εἰς σωτηρίαν ὁ
Θεός· ὅσον ἀφορᾷ ὅμως τὴν
ἀπὸ αἰώνων ἐκλογήν των, εἶναι
ἀγαπητοὶ εἰς τὸν Θεὸν καὶ
διὰ τοὺς προγόνους, ἀπὸ τοὺς
ὁποίους κατάγονται. |
28
Καὶ καθ’ ὅσον μὲν ἀφορᾷ εἰς
τὸ εὐαγγέλιον οἱ ἀπιστήσαντες Ἰουδαῖοι
ἔγιναν ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ διὰ
σᾶς, διὰ νὰ διευκολυνθῇ δηλαδὴ
ἡ εἴσοδός σας εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
Μεσσίου, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ θεωροῦν
ὡς ἀποκλειστικὸν προνόμιον ἰδικόν
τους καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐπιμένουν νὰ
ἀποκλείωνται ἀπὸ αὐτὴν οἱ
ἐθνικοί. Καθ’ ὅσον ὅμως ἀφορᾷ
εἰς τὴν πρὸ πολλοῦ ἐκλογήν τους
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀγαπητοὶ
εἰς τὸν Θεὸν διὰ τοὺς πατέρας,
ἐκ τῶν ὁποίων κατάγονται.
|
29
ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα
καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ.
|
29
Διότι ὁ Θεός, ὅταν δίδῃ
τὰ χαρίσματα καὶ ὅταν ἐκλέγῃ
καὶ καλῇ ὡς ἀλάθητος καὶ
πάνσοφος ποὺ εἶναι, δὲν κάμνει
λάθος καὶ εἶναι δι' αὐτὸ τὰ
χαρίσματά του ἀμετάκλητα καὶ
ἀμετακίνητα. |
29
Εἶναι δὲ ἀγαπητοὶ εἰς τὸν
Θεόν, διότι ὁ Θεὸς δὲν ὑπόκειται εἰς
πλάνην, ὅταν ἐκλεγῇ καὶ καλὴ
καὶ συνεπῶς δὲν μεταμέλεται διὰ τὰ
χαρίσματα ποὺ δίδει, καὶ δὲν ἀνακαλεῖ
τὴν κλῆσιν ποὺ ἔκαμε.
|
30
Ὥσπερ γὰρ καὶ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε
τῷ Θεῷ, νῦν δὲ ἠλεήθητε
τῇ τούτων ἀπειθείᾳ,
|
30
Διότι, ὅπως ἀκριβῶς καὶ σεῖς
εἰς τὸ παρελθὸν εἴχατε ἀπειθήσει
εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐδουλεύσατε
εἰς τὰ εἴδωλα, τώρα δὲ ἔχετε
ἐλεηθῆ χάρις εἰς τὴν ἀπείθειαν
τῶν Ἰσραηλιτῶν,
|
30
Μὴ σᾶς φαίνεται δὲ παράδοξον καὶ ἀντιφατικὸν
τὸ ὅτι, ἐνῷ τὰ χαρίσματα τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα καὶ ἀμετάκλητα,
ἀπεδοκιμάσθησαν πρὸς τὸ παρὸν οἱ
Ἰουδαῖοι. Διότι καὶ σεῖς οἱ
ἐθνικοὶ εἴχατε κληθῆ ἄλλοτε
ἀπὸ τὸν Θεὸν προτοῦ κληθῇ
ὁ Ἀβραάμ. Ἀλλὰ καθὼς σεῖς
τότε ἠπειθήσατε εἰς τὸν Θεὸν καὶ
ἐλατρεύσατε τὰ εἴδωλα, τώρα δὲ ἐλεήθητε
διὰ μέσου τῆς ἀπειθείας τῶν Ἰουδαίων,
|
31
οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν,
τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα
καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι·
|
31
ἔτσι καὶ αὐτοὶ τώρα ἔχουν
ἀπειθήσει καὶ ἀπιστήσει, διὰ
νὰ ἐλεηθοῦν ἔπειτα παραδειγματιζόμενοι
ἀπὸ τὸ ἔλεος, ποὺ ἔχετε
λάβει σεῖς. |
31
ἔτσι καὶ αὐτοὶ τώρα ἀπείθησαν
καὶ ἀπίστησαν εἰς τὸ εὐαγγέλιον,
διὰ νὰ ἐλεηθοῦν ἔπειτα καὶ
αὐτοὶ παρακινούμενοι ἀπὸ τὸ
ἔλεος, ποὺ ἐλάβατε σεῖς.
|
32
συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας
εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας
ἐλεήσῃ. |
32
Ἔτσι δὲ ἔκλεισε ὁ Θεὸς ὅλους
μαζῆ τοὺς ἀνθρώπους, Ἰουδαίους
καὶ ἐθνικοὺς μέσα εἰς τὴν
ἀπείθειάν των, διὰ νὰ ἐλεήσῃ
τοὺς πάντας. |
32
Ἔγινε δὲ ἡ ἀπείθεια καὶ ἀπιστία
αὐτὴ τῶν ἐθνικῶν προτήτερα καὶ
τῶν Ἰουδαίων τώρα, διότι ὁ Θεὸς ἐπέτρεψεν,
ἵνα κλεισθοῦν ὅλοι μαζὶ εἰς
τὴν ἀπείθειαν, διὰ νὰ δείξῃ
εἰς ὅλους τὸ ἔλεός του.
|
33
Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ
γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα
τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξεχνίαστοι
αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!
|
33
Ὦ ἀπροσμέτρητον βάθος πλουσίων
δωρεῶν καὶ ἀπείρους σοφίας καὶ
παγγνωσίας τοῦ Θεοῦ! Πόσον ἀνεξερεύνητοι
καὶ ἀκατάληπτοι εἰς τὴν ἀνθρωπίνην
διάνοιαν εἶναι αἱ κρίσεις καὶ
αἱ ἀποφάσεις αὐτοῦ καὶ
πόσον ἀνεξιχνίαστοι εἶναι αἱ
ὁδοὶ καὶ αἱ μέθοδοι, διὰ
τῶν ὁποίων ἐργάζεται διὰ
τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων!
|
33
Ὦ ἀκατάληπτον βάθος πλουσίας ἀγαθότητος
καὶ σοφίας Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας
ὁδηγοῦνται ὅλα εἰς τὸ ἄριστον
τέλος των! Ὦ πλοῦτος γνώσεως Θεοῦ, διὰ
τῆς ὁποίας προγνωρίζει τὸ τέλος ὅλων!
Πόσον ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρωπίνην ἔρευναν
αἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις αὐτοῦ,
καὶ πόσον εἶναι ἀδύνατον εἰς τὸν
νοῦν τοῦ ἀνθρώπου νὰ παρακολουθήσῃ
τὰ ἴχνη τῶν σοφῶν καὶ ἀγαθῶν
μεθόδων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰς ὁποίας
σώζει τοὺς ἀνθρώπους! |
34
Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; Ἢ
τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;
|
34
Διότι <ποῖος ποτὲ ἐγνώρισε
τὸν ἄπειρον νοῦν τοῦ Κυρίου,
τὰς πανσόφους σκέψεις καὶ δικαίας
ἀποφάσεις του; Ἢ ποῖος ἔγινε
σύμβουλός του; |
34
Διότι, ποῖος ἐγνώρισε τὴν σκέψιν καὶ
τὰς βουλὰς τοῦ Κυρίου; Ἢ ποῖος
ἔγινε σύμβουλός του; |
35
Ἢ τίς προέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἀνταποδοθήσεται
αὐτῶ; |
35
Ἢ ποῖος τὸν ἐπρόλαβε καὶ
τοῦ ἔδωσε πρῶτος, ὥστε νὰ ζητῇ
δικαιωματικῶς ἀνταπόδοσιν;>
|
35
Ἢ ποῖος τοῦ ἔδωκεν ἢ τοῦ
ἐδάνεισε κάτι πρῶτος, ὥστε νὰ δικαιοῦται,
ὅπως ἀξιώσῃ ἀνταπόδοσιν καὶ
χρεωστικὴν ἀμοιβὴν ἀπὸ αὐτόν;
|
36
Ὅτι ἐξ αὐτοῦ καὶ δι' αὐτοῦ
καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα.
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας·
ἀμὴν |
36
Κανεὶς βέβαια. Διότι ἀπὸ αὐτὸν
ἐκτίσθησαν τὰ πάντα καὶ ἀπὸ
αὐτὸν κυβερνῶνται, καὶ εἰς δόξαν
τοῦ ἁγίου ὀνόματός του
ἀποβλέπουν. Εἰς αὐτὸν ἀνήκει
ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμήν. |
36
Κανείς. Διότι ἀπὸ αὐτὸν ἐδημιουργήθησαν
ὅλα καὶ διὰ τῆς πανσοφίας του κυβερνῶνται
καὶ πρὸς δόξαν του ὡς εἰς ὕψιστον
σκοπὸν ἀποβλέπουν ὅλα τὰ δημιουργήματα.
Εἰς αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς
τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. |