Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ᾶσα
ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις
ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν
ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ·
αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν.
|
άθε
ἄνθρωπος, ἂς ὑποτάσσεται εἰς
τὰς ἀνωτέρας ἐξουσίας τῆς
πολιτείας, τοὺς ἄρχοντας δηλαδή, ποὺ
εἶναι φορεῖς αὐτῆς τῆς ἐξουσίας,
(ἐφ' ὅσον αἱ ἐντολαί των δὲν
ἀντίκεινται εἰς τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ)· διότι δὲν ὑπάρχει
ἐξουσία μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν,
ποὺ νὰ μὴ ἀπορρέῃ ἀπὸ
τὸν Θεόν· οἱ ἄρχοντες, ποὺ
ἀσκοῦν σήμερον τὰς ἐξουσίας,
ἔχουν ταχθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν
(ἔστω καὶ κατ' ἀνοχήν).
|
ἶσθε
ὅμως καὶ μέλη τῆς ἄλλης κοινωνίας,
ποὺ ἀγνοεῖ τὸν Χριστόν. Ἔρχομαι
λοιπὸν νὰ σᾶς γράψω, πῶς πρέπει νὰ
φέρεσθε καὶ ἐν μέσῳ τῆς κοινωνίας
αὐτῆς. Κάθε ἄνθρωπος ἂς ὑποτάσσεται
εἰς ἐκείνους, ποὺ κατέχουν ἀνωτέρας
ἐξουσίας ἐν τῇ πολιτείᾳ. Διότι τὸ
καθεστὼς τοῦ Κράτους μὲ τὰς ἐξουσίας
του εἶναι σύμφωνον μὲ τὸ σχέδιον τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε
τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ ζοῦν εἰς
κοινωνίας. Συνεπῶς κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ
τὸν Θεόν. Οἱ δὲ ἄρχοντες, ποὺ
ἀσκοῦν τὴν ἐξουσίαν, ἔχουν ταχθῆ
κατ’ ἀπόφασιν ἢ ἀνοχὴν τοῦ Θεοῦ.
|
2
Ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ
τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν·
οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς
κρῖμα λήψονται. |
2
Ὥστε ἐκεῖνος ποὺ ἀντιτάσσεται
εἰς τὴν ἐξουσίαν, ἀντιτίθεται
εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ Θεοῦ·
δι' αὐτὸ δὲ καὶ ὅσοι ἀντιτάσσονται
θὰ ἐπισύρουν ἐπάνω τους τὴν
τιμωρίαν, ποὺ τοὺς πρέπει.
|
2
Ὥστε ἐκεῖνος ποὺ ἀπειθεῖ
εἰς τὴν ἐξουσίαν, ἐναντιώνεται εἰς
τὴν διαταγὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι
δὲ ἐναντιώνονται, θὰ λάβουν εἰς τὸν
ἑαυτόν τους τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν.
|
3
Οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ
φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ
τῶν κακῶν. Θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι
τὴν ἐξουσίαν; Τὸ ἀγαθὸν
ποίει, καὶ ἔξεις ἔπαινον ἐξ
αὐτῆς· |
3
Διότι οἱ ἄρχοντες (ἐφ' ὅσον
διατάσσουν τὸ ὀρθόν) δὲν ἐμπνέουν
φόβον διὰ τὰ καλὰ ἔργα, ποὺ
ὑποβοηθοῦν τὴν ζωὴν καὶ τὴν
πρόοδον τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ
διὰ τὰ κακὰ ἔργα καὶ τοὺς
κακούς· θέλεις δὲ νὰ μὴ
φοβῆσαι τὴν ἐξουσίαν τῶν ἀρχόντων;
Πρᾶττε τὸ ἀγαθὸν καὶ θὰ
ἔχῃς ἔπαινον ἀπὸ αὐτούς.
|
3
Πράγματι δὲ ὅποιος ἀπειθεῖ εἰς
τοὺς ἄρχοντας, ἐναντιώνεται εἰς τὴν
διαταγὴν τοῦ Θεοῦ, διότι οἱ ἄρχοντες
δὲν ἐμπνέουν φόβον διὰ τὰ καλὰ
ἔργα, ποὺ συντελοῦν εἰς τὴν
κοινωνικὴν δικαιοσύνην καὶ πρόοδον, ἀλλὰ
διὰ τὰ κακὰ ἔργα, ποὺ διαταράττουν
τὴν κοινωνικὴν ἀσφάλειαν καὶ τάξιν.
Θέλεις δὲ νὰ μὴ φοβῆσαι τοὺς
ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ἄρχοντας; Πρᾶττε
κάθε τι ποὺ συντελεῖ εἰς τὸ καλὸν
τῆς κοινωνίας καὶ θὰ ἔχῃς ἔπαινον
ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας.
|
4
Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστί σοι εἰς
τὸ ἀγαθόν. Ἐὰν δὲ τὸ
κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ
εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ·
Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς
ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν
πράσσοντι. |
4
Διότι ὁ ἄρχων εἶναι ὑπηρέτης
τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ ἀγαθόν,
τὸ ἰδικόν σου καὶ τῶν ἄλλων.Ἐὰν
ὅμως πράττῃς τὸ κακόν, τότε
νὰ φοβῆσαι, διότι δὲν φέρει
ματαίως καὶ ἀνωφελῶς ὁ ἄρχων
τὴν μάχαιραν, τὸ δικαίωμα δηλαδὴ
νὰ δικάζῃ καὶ νὰ τιμωρῇ.
Τὴν φέρει διὰ νὰ ἐπιβάλλῃ
τιμωρίας, καὶ τὰς πλέον αὐστηρὰς
ἀκόμη, διότι εἶναι ὑπηρέτης
Θεοῦ, ἐκδικητὴς ὑπὲρ τοῦ
ἀγαθοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ
κακοῦ, διὰ νὰ ἐπιβάλλῃ
τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν εἰς τοὺς
κακοποιοὺς καὶ παραβάτας.
|
4
Θὰ ἔχῃς δὲ ἔπαινον ἀπὸ
τὸν ἄρχοντα, διότι αὐτὸς εἶναι
ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ πρὸς προστασίαν
ἰδικήν σου καὶ διὰ τὸ καλὸν
τῶν πολιτῶν. Ἐὰν ὅμως πράττῃς
τὸ κακόν, τότε νὰ φοβῆσαι. Διότι δὲν
φορεῖ ματαίως τὴν μάχαιραν, τὸ σύμβολον
αὐτὸ τῆς δικαστικῆς καὶ ἐκτελεστικῆς
ἐξουσίας. Τὴν φορεῖ διὰ νὰ τιμωρῇ
καὶ διὰ θανάτου ἀκόμη κάθε ἄτακτον
στοιχεῖον. Διότι εἶναι ὑπηρέτης τοῦ
Θεοῦ, ἐκδικητὴς ποὺ ἔχει ἐντολὴν
καὶ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλῃ τιμωρίας
εἰς κάθε κακοποιόν. |
5
Διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσασθαι οὐ
μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ
καὶ διὰ τὴν συνείδησιν.
|
5
Δι' αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ
ὑποτάσσεσθε, ὄχι μόνον διὰ τὸν
φόβον τῆς τιμωρίας, ἀλλὰ καὶ
ἀπὸ σεβασμὸν πρὸς τὴν συνείδησίν
σας, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει, ὅπως
καὶ ὁ Θεὸς διατάσσει, αὐτὴν
τὴν ὑποταγήν. |
5
Δι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑποτάσσεσθε
ὄχι μόνον διὰ τὸν φόβον τῆς τιμωρίας,
ἀλλὰ καὶ διότι ἡ συνείδησις ἐπιβάλλει
ὡς δικαίαν τὴν ὑποταγὴν ταύτην.
|
6
Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε·
λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς
αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες.
|
6
Δι' αὐτὸ ἄλλωστε καὶ καταβάλλετε
φόρους εἰς τοὺς ἄρχοντας, διότι
αὐτοὶ εἶναι ὑπηρέται τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἀφῆκαν κάθε ἄλλο
ἀτομικόν των ἔργον, διὰ νὰ ἀσχολοῦνται
καὶ ἐπαγρυπνοῦν συνεχῶς εἰς
τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ καθήκοντός
των. |
6
Διότι δὲ εἶναι δικαία ἡ ὑποταγὴ
αὐτή, δι’ αὐτὸ πληρώνετε καὶ φόρους
πρὸς συντήρησιν τῶν ἀρχόντων. Διότι εἶναι
ὑπηρέται Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀφίνουν
κάθε ἄλλο ἰδιωτικόν τους ἔργον καὶ
ἀσχολοῦνται ἀποκλειστικὰ μὲ
τὴν δημοσίαν ὑπηρεσίαν. |
7
Ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς,
τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ
τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν
φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴ
τὴν τιμήν. |
7
Λοιπὸν νὰ ἀποδίδετε εἰς ὅλους
αὐτούς, ποὺ κατέχουν ἐξουσίας,
τὰς ὀφειλάς σας· εἰς ἐκεῖνον
ποὺ εἰσπράττει τὸν φόρον, ἀποδώσατε
τὸν φόρον· εἰς ἐκεῖνον
ποὺ ἔχει καθῆκον νὰ εἰσπράττῃ
τὸν τελωνειακὸν δασμόν, ἀποδώσατε
αὐτὸν τὸν δασμόν· εἰς ἐκεῖνον
ποὺ τοῦ ἀνήκει ὁ σεβασμός,
ὅπως εἶναι τὰ δικαστικὰ καὶ
ἐκτελεστικὰ ὄργανα τῆς Πολιτείας,
ἀποδώσατε τὸν σεβασμόν· εἰς
ἐκεῖνον ποὺ κατέχει ἀνώτερα
ἀξιώματα καὶ τοῦ πρέπει ἰδιαιτέρα
τιμή, ἀποδώσατε αὐτὴν τὴν
τιμήν. |
7
Ἀποδώσατε λοιπὸν εἰς ὅλους, ὅσοι
κατέχουν ἐξουσίαν, ὅ,τι τοὺς ὀφείλετε
ὡς χρέος καὶ ὡς καθῆκον. Εἰς
ἐκεῖνον, ποὺ εἰσπράττει τὸν
ἐπὶ τῶν εἰσοδημάτων καὶ τὸν
κεφαλικὸν φόρον, ἀποδώσατε τὸν φόρον. Εἰς
ἐκεῖνον, ποὺ εἰσπράττει τοὺς
τελωνειακοὺς δασμούς, ἀποδώσατε τὸν τελωνειακὸν
δασμόν. Εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἀνήκει
ὁ βαθὺς σεβασμός, ἀποδώσατε τὸν βαθὺν
σεβασμόν. Εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἀνήκει
ἡ τιμή, ἀποδώσατε τὴν τιμήν.
|
8
Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ
τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. Ὁ
γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον
πεπλήρωκε· |
8
Εἰς δὲ τοὺς ἄλλους πολίτας τῆς
κοινωνίας τίποτε εἰς κανένα νὰ
μὴ χρεωστῆτε, παρὰ μόνον τὸ
νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἔνας τὸν
ἄλλον. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ
τὸν ἄλλον ἔχει ἐκπληρώσει ὅλον
τὸν Νόμον. |
8
Ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς
κοινωνίας, ποὺ δὲν ἔχουν ἐξουσίαν
ἢ ἀξίωμα, σᾶς παραγγέλλω νὰ μὴ
χρεωστῆτε εἰς κανένα τίποτε ἄλλο παρὰ
μόνον τὸ νὰ ἀγαπᾷ ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον. Διότι ἐκεῖνος ποὺ
ἀγαπᾷ τὸν ἄλλον, ἔχει ἐκπληρώσει
διὰ τῆς ἀγάπης τὸν ὅλον νόμον.
|
9
τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις,
οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις,
καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν
τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται,
ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον
σου ὡς σεαυτόν. |
9
Διότι αἱ ἀντολαὶ τοῦ Θεοῦ·
<δὲν θὰ καταπατήσῃς τὴν συζυγικὴν
πίστιν, δὲν θὰ φονεύσῃς, δὲν
θὰ κλέψῃς, δὲν θὰ ψευδομαρτυρήσῃς,
δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς ὅσα
ἀνήκουν εἰς τὸν πλησίον σου>
καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐντολὴ
τοῦ Θεοῦ, συμπεριλαμβάνεται εἰς τοῦτο·
<νὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον
σου, ὅπως τὸν ἑαυτόν σου>.
|
9
Ἔχει δὲ ἐκπληρώσει τὸν ὅλον
νόμον, διότι αἱ ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ:
Δὲν θὰ μοιχεύσῃς· δὲν θὰ
φονεύσῃς· δὲν θὰ κλέψῃς·
δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς καὶ πᾶσα
ἅλλη ἐντολὴ περιλαμβάνονται καὶ συγκεφαλαιώνονται
εἰς αὐτὸ τὸ παράγγελμα, εἰς
τὸ θὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου
σὰν τὸν ἑαυτόν σου. |
10
Ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν
οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν
νόμου ἡ ἀγάπη.
|
10
Ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν πράττει
τὸ κακὸν εἰς βάρος τοῦ πλησίον.
Εἶναι, λοιπόν, ἡ τελεία ἀγάπη
ἐκπλήρωσις καὶ τήρησις ὅλου
τοῦ νόμου. |
10
Ὅποιος ἔχει ἀγάπην δὲν πράττει κακὸν
εἰς τὸν πλησίον του. Εἶναι λοιπὸν
ἡ ἀγάπη τελεία τήρησις καὶ ἐκπλήρωσις
τοῦ νόμου. |
11
Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν,
ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου
ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον
ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν.
|
11
Καὶ αὐτὰ θὰ τὰ πράττωμεν,
ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὴν προσωρινότητα
καὶ βραχύτητα τῆς παρούσης ζωῆς·
καὶ ὅτι ἀκόμη εἶναι πλέον
ὥρα νὰ ἐξυπνήσωμεν ἀπὸ
τὸν ὕπνον τῆς πνευματικῆς ραθυμίας,
ποὺ μᾶς κάνει νωθροὺς διὰ τὰ
καλὰ ἔργα. Διότι τώρα εἶναι
πιὸ κοντὰ ἡ ἡμέρα τῆς
σωτηρίας καὶ ἀπολυτρώσεώς μας,
παρ' ὅσον ἦτο τότε ποὺ ἐπιστεύσαμεν.
|
11
Ἂς πράττωμεν δὲ τὰ ἔργα αὐτὰ
τῆς ἀγάπης ἀκούραστοι καὶ χωρὶς
ἀναβολήν, γνωρίζοντες εἰς ποῖον καιρὸν
ζῶμεν. Ζῶμεν εἰς ἐποχήν, ποὺ
ἀπαιτεῖ ἐπειγόντως τὴν ἄσκησιν
τῆς ἀρετῆς. Διότι εἶναι πλέον ὥρα
νὰ σηκωθῶμεν ἀπὸ τὸν ὕπνον
τῆς ἀμελείας, ποὺ μᾶς κάνει δυσκολοκινήτους
εἰς τὸ ἀγαθόν. Διότι τώρα ἡ ἡμέρα
τῆς δευτέρας παρουσίας, ἡ ὁποία θὰ
σημάνῃ τὴν πλήρη ἀπολύτρωσιν τῶν πιστῶν,
εἶναι πλησιέστερα πρὸς ἡμᾶς παρὰ
τότε ποὺ ἐπιστεύσαμεν. Ἐὰν λοιπὸν
τότε ἐδείξαμεν ζῆλον καὶ δραστηριότητα,
πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ τὰ δείξωμεν
καὶ τώρα. |
12
Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα
ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα
τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ
ὅπλα τοῦ φωτός. |
12
Ἡ νύχτα, δηλαδὴ ἡ παροῦσα ζωή,
ποὺ ὁμοιάζει μὲ νύχτα, ἔχει
πλέον προχωρήσει· ἡ δὲ ἡμέρα
τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ τῆς ἐκδημίας
μας πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐπλησίασε.
Ἄς ἀποθέσωμεν, λοιπόν, καὶ ἂς
πετάξωμεν ἀπὸ τὴν ψυχήν μας καὶ
τὴν ζωήν μας τὰ ἔργα τοῦ σκότους
καὶ ἂς ἐνδυθῶμεν, σὰν φωτεινὰ
ὅπλα, τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς.
|
12
Ὁ παρὼν βίος, ποὺ μοιάζει μὲ νύκτα
σκοτεινήν, ἐπροχώρησε, ἡ δὲ ἡμέρα
τῆς μελλούσης ζωῆς ἐπλησίασε. Καὶ
ἐὰν ἀκόμη ὁ Κύριος δὲν ἔλθῃ
σύντομα διὰ τῆς δευτέρας του ἐνδόξου παρουσίας,
ἔρχεται ὅμως διὰ τὸν καθένα μας διὰ
τοῦ θανάτου. Πλησιάζει λοιπὸν διὰ τὸν
καθένα μας ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς.
Ἂς ἀποθέσωμεν λοιπὸν σὰν ἄλλα
νυκτερινὰ ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς
ἁμαρτίας, ποὺ γίνονται εἰς τὸ σκοτάδι,
καὶ ἂς ἐνδυθῶμεν σὰν ἄλλα
ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς.
|
13
Ὡς ἐν ἡμέραᾳ εὐσχημόνως
περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις,
μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ
ἔριδι καὶ ζήλῳ,
|
13
Ἄς ζῶμεν καὶ ἂς φερώμεθα μὲ
εὐπρέπειαν καὶ σεμνότητα, ὅπως
ἐκεῖνος, ποὺ περιπατεῖ κατὰ
τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας καὶ
τὸν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Ὄχι
μὲ ἁμαρτωλὰ φαγοπότια καὶ μέθας,
οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρὰς καὶ
ἐξευτελιστικὰς οὔτε μὲ φιλονεικίας
καὶ ζηλοφθονίας. |
13
Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέραν,
ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν,
ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἂς συμπεριφερθῶμεν
μὲ εὐπρέπειαν καὶ εὐταξίαν· ὄχι
μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μέθας, οὔτε
μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσελγείας,
οὔτε μὲ φιλονεικίας καὶ ζηλοτυπίας.
|
14
ἀλλ' ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν
Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν
μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.
|
14
Ἀλλά, σὰν πολυτιμότατον φέρεμα
τῆς ψυχῆς σας, ἐνδυθῆτε τὸν
Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὥστε
νὰ ζῆτε ἐν τῷ Χριστῷ καὶ
ὁ Χριστὸς νὰ ζῇ εἰς σᾶς·
καὶ μὴ φροντίζετε διὰ τὰς ἰκανοποιήσεις
τῶν ἀτάκτων καὶ παρανόμων ἐπιθυμιῶν
τῆς σαρκός.
|
14
Ἀλλὰ φορέσατε σὰν ἔνδυμα τῆς
ψυχῆς σας τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν,
ὥστε εἰς τὴν ὅλην ζωήν σας νὰ
ὁμοιάσετε τελείως πρὸς αὐτόν. Καὶ
μὴ φροντίζετε διὰ τὴν σάρκα, πῶς νὰ
ἰκανοποιῆτε τὰς παρανόμους ἐπιθυμίας
της. Τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά
σας μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν ποὺ ζῆτε.
|