Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὸν
δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαβάνεσθε,
μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν.
|
κεῖνον
τὸν ἀδελφόν, ποὺ εἶναι ἀδύνατος
κατὰ τὴν πίστιν (καὶ προσέχει
περισσότερον τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους,
ὅπως εἶναι π,χ. ἡ διάκρισις τῶν
φαγητῶν σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸν
Νόμον) πρέπει νὰ τὸν δέχεσθε
καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάζετε μὲ
στοργήν, χωρὶς νὰ συζητῆτε καὶ
νὰ ἐπικρίνετε τὰς ἀντιλήψεις
του. |
πάρχουν
ὅμως καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀδύνατοι
εἰς τὴν πίστιν. Ἰδοὺ ποία πρέπει νὰ
εἶναι καὶ πρὸς αὐτοὺς ἡ
συμπεριφορά σας. Ἐκεῖνον, ποὺ ἀσθενεῖ
κατὰ τὴν πίστιν καὶ ἐξαρτᾷ τὴν
σωτηρίαν του καὶ ἀπὸ τὴν διάκρισιν
φαγητῶν καὶ ἡμερῶν, πρέπει νὰ
τὸν δέχεσθε μὲ καλωσύνην, χωρὶς νὰ
συζητῆτε καὶ ἐπικρίνετε τὰς ἰδέας
του. |
2
Ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα,
ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει.
|
2
Ἄλλος μὲν πιστεύει, ὅτι ἔχει
τὸ δικαίωμα νὰ τρώγῃ ὅλα
τὰ φαγητά· ὁ ἀσθενὴς ὅμως
κατὰ τὴν πίστιν τρώγει λάχανα,
διότι φοβεῖται μήπως μολυνθῇ ἀπὸ
τὰ ἄλλα φαγητὰ καὶ χάσῃ
τὴν ψυχήν του. |
2
Ἄλλος μὲν πιστεύει, ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται
νὰ φάγῃ πάντα τὰ φαγητά. Ὁ δὲ
ἀσθενὴς κατὰ τὴν πίστιν τρώγει λάχανα
καὶ ἀποφεύγει τὰ ἄλλα φαγητὰ
ἐκ φόβου, μήπως μολυνθῇ ἀπὸ αὐτά.
|
3
Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα
μὴ ἐξουσθενείτω, καὶ ὁ μὴ
ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ
κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν
προσελάβετο. |
3
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει φωτισμένην
πίστιν καὶ τρώγει ἀπὸ ὅλα,
ἂς μὴ καταφρονῇ καὶ ἐξευτελίζῃ
ὡς ὀλιγόπιστον καὶ στενοκέφαλον
τὸν ἄλλον. Καὶ ἐκεῖνος πάλιν
ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα,
ἂς μὴ κατακρίνῃ τὸν ἄλλον·
διότι καὶ αὐτὸν ὁ Θεὸς
τὸν ἔχει δεχθῇ καὶ προσλάβει
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του.
|
3
Ἐκεῖνος, ποὺ λόγῳ τῆς ἰσχυροτέρας
πίστεώς του τρώγει ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά,
ἂς μὴ περιφρονῇ ὡς στενοκέφαλον ἐκεῖνον,
ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα. Καὶ
αὐτός, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα,
ἂς μὴ κατακρίνῃ ἐκεῖνον, ποὺ
τρώγει. Διότι καὶ αὐτόν, ποὺ τρώγει ἀπὸ
ὅλα, ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβεν εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν του. |
4
Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον
οἰκέτην; Τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ
στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ·
δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι
αὐτόν. |
4
Ἔπειτα σὺ ποῖος εἶσαι ποὺ κατακρίνεις
ξένον δοῦλον; ᾿Εὰν στέκεται
ἢ ἐὰν πίπτῃ, εἶναι ὑπεύθυνος
ἀπέναντι τοῦ Κυρίου του. Σὺ
τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς ὅμως
(ἐὰν καταφύγῃ εἰς τὸν
Θεόν) θὰ σταθῇ. Διότι ὁ Θεὸς
ἔχει τὴν δύναμιν νὰ στήσῃ
καὶ νὰ στερεώσῃ αὐτὸν
εἰς τὴν πίστιν. |
4
Ποῖος εἶσαι σύ, ποὺ κατακρίνεις ξένον δοῦλον;
Ὄχι σέ, ἀλλὰ τὸν Θεὸν ἔχει
Κύριον. Διὰ τὸν Κύριόν του λοιπὸν στέκεται
ἢ πίπτει πνευματικῶς. Μάθε δὲ ὅτι,
μολονότι σὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς
θὰ σταθῇ στερεὸς εἰς τὴν πίστιν.
Διότι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ
τὸν ἀνορθώσῃ καὶ νὰ τὸν
στερεώσῃ. |
5
Ὃς μὲν κρίνει ἡμέραν παρ' ἡμέραν,
ὃς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν
ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοῒ
πληροφορείσθω. |
5
Ἄλλος μὲν ξεχωρίζει τὴν μίαν
ἡμέραν ὡς ἁγιωτέραν ἀπὸ
τὴν ἄλλην. Ἄλλος δὲ κρίνει ὡς
ἁγίαν κάθε ἡμέραν. Περὶ
αὐτῶν ὁ καθένας ἂς πληροφορῆται
καὶ ἂς φωτίζεται ἀπὸ τὴν
συνείδησίν του. |
5
Ἄλλος μὲν διακρίνει τὴν μίαν ἡμέραν
ὡς ἁγιωτέραν παρὰ τὴν ἄλλην.
Ἄλλος δὲ θεωρεῖ ὡς ἁγίαν πᾶσαν
ἡμέραν. Περὶ τούτου ἂς πείθεται ὁ
καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του συνείδησιν.
|
6
Ὁ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ
φρονεῖ, καὶ ὁ μὴ φρονῶν τὴν
ἡμέρα Κυρίῳ οὐ φρονεῖ.
Καὶ ὁ ἐσθίων Κυρίῳ ἐσθίει.
Εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ Θεῷ·
καὶ ὁ μὴ ἐσθίων Κυρίῳ
οὐκ ἐσθίει, καὶ εὐχαριστεῖ
τῷ Θεῷ. |
6
Ἐκεῖνος ποὺ φρονεῖ ὅτι αὐτὴ
ἡ ἡμέρα εἶναι ἁγιωτέρα
ἀπὸ τὴν ἄλλην, φρονεῖ τοῦτο
εἰς δόξαν Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνος
ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὴν μίαν ἡμέραν
ὡς ἁγιωτέραν ἀπὸ τὴν ἄλλην,
ἀλλὰ θεωρεῖ κάθε ἡμέραν
ἁγίαν, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου
δὲν τὴν ξεχωρίζει. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ τρώγει ἀπὸ ὅλα τὰ
φαγητά, τρώγει πρὸς δόξαν Θεοῦ
(διότι δοξολογεῖ καὶ εὐχαριστεῖ
τὸν Θεὸν ποὺ τοῦ τὰ δίδει).
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τρώγει
ἀπὸ ὅλα, πρὸς δόξαν τοῦ
Θεοῦ δὲν τρώγει καὶ εὐχαριστεῖ
τὸν Θεόν, (ποὺ τὸν ἀξιώνει
νὰ κάνῃ αὐτὴν τὴν μικρὰν
θυσίαν). |
6
Ἐκεῖνος, ποὺ θεωρεῖ τὴν ἡμέραν
αὐτὴν ὡς ἁγιωτέραν, πρὸς δόξαν
Κυρίου τὴν θεωρεῖ. Καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ δὲν προτιμᾷ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἀλλ’ ἐξίσου
τιμᾷ ὅλας, πρὸς δόξαν Κυρίου δὲν τὴν
προτιμᾷ. Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει ἀδιακρίτως
ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, πρὸς δόξαν
Κυρίου τὰ τρώγει. Διότι, ὅταν τρώγῃ ἀπὸ
αὐτά, εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸν ὡς
χορηγὸν τῆς τροφῆς. Καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα τὰ
φαγητά, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου δὲν τρώγει,
καὶ εὐχαριστεῖ ὁμοίως τὸν Θεόν.
|
7
Οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ
ζῇ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει·
|
7
Καὶ οἱ δύο πρὸς δόξαν Θεοῦ
ἐνεργοῦν, ὅπως ἐνεργοῦν. Διότι
κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς
δὲν ζῇ διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ
νὰ κάνῃ τὸ ἰδικόν του θέλημα,
καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα
νὰ πεθαίνῃ διὰ τὸν εὐατόν
του. (Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατός
μας ἀνήκουν ὄχι εἰς ἡμᾶς,
ἀλλὰ εἰς τὸν Θεόν).
|
7
Καὶ οἱ δύο πρὸς δόξαν Θεοῦ κάνουν
ἐκεῖνο, ποὺ κάνουν. Διότι κανεὶς ἀπὸ
ἡμᾶς, ποὺ πιστεύομεν, δὲν ζῇ
διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ κανεὶς
δὲν πεθαίνει διὰ τὸν ἑαυτόν του.
|
8
ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ
ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ
Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. Ἐάν
τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκομεν,
τοῦ Κυρίου ἐσμέν.
|
8
Διότι καὶ ἐὰν ζῶμεν, ζῶμεν
διὰ νὰ δοξάζωμεν μὲ τὰ ἔργα
μας τὸν Κύριον, καὶ ἐὰν πεθαίνωμεν,
πεθαίνομεν ὅταν ὁ Θεὸς τὸ θελήσῃ,
ὑποτασσόμενοι εἰς τὸ θεῖον του
θέλημα. Λοιπὸν καὶ ἐὰν ζῶμεν
καὶ ἐὰν ἀποθνήσκωμεν, ἀνήκομεν
εἰς τὸν Κύριον. |
8
Διότι καὶ ἐὰν ζῶμεν, ζῶμεν διὰ
νὰ δουλεύωμεν εἰς τὸν Κύριον· καὶ
ἐὰν πεθαίνωμεν, πεθαίνομεν ἐν ὑποταγῇ
εἰς τὸ θέλημα καὶ εἰς τὴν ἐξουσίαν
τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐὰν λοιπὸν ζῶμεν
καὶ ἐὰν πεθαίνωμεν, εἴμεθα κτῆμα
τοῦ Κυρίου. |
9
Εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε
καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα
καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ.
|
9
Διότι καὶ ὁ Χριστὸς δι' αὐτὸν
ἀκριβῶς τὸν σκοπὸν καὶ ἀπέθανεν
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ ἀνεστήθη
ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἔλαβε πάλιν
ὡς ἄνθρωπος τὴν ζωήν, διὰ νὰ
εἶναι κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
νεκρῶν καὶ ζώντων. |
9
Καὶ εἴμεθα ὅλοι, ζωντανοὶ καὶ
πεθαμένοι, κτῆμα τοῦ Κυρίου, διότι πρὸς
αὐτὸν τὸν σκοπὸν ὁ Χριστὸς
καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔλαβε
πάλιν ὡς ἄνθρωπος τὴν ζωήν, διὰ νὰ
γίνῃ Κύριος καὶ τῶν νεκρῶν καὶ
τῶν ζωντανῶν. |
10
Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν
σου; Ἢ καὶ σὺ τί ἐξουσθενεῖς
τὸν ἀδελφό σου; Πάντες γὰρ παραστησόμεθα
τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ.
|
10
Σύ, λοιπόν, διατὶ κατακρίνεις τὸν
ἀδελφόν σου, ποὺ τρώγει ἀπὸ
ὅλα τὰ φαγητά; ῍Η σὺ διατὶ
καταφρονεῖς τὸν ἀδελφόν σου, ποὺ
δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα; Κανεὶς
δὲν ἔχει ἐξουσίαν νὰ κρίνῃ
καὶ νὰ κατακρίνῃ, διότι ὅλοι
θὰ σταθῶμεν ἐμπρὸς εἰς τὸ
βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι
κριτὴς ὅλων. |
10
Ἀφοῦ δὲ ἀνήκομεν ὅλοι εἰς
τὸν Χριστόν, σὺ ποὺ δὲν τρώγεις ἀπὸ
ὅλα τὰ φαγητά, διατὶ κατακρίνεις τὸν
ἀδελφόν σου; Ἢ καὶ σύ, ποὺ ἔχεις
τελειοτέραν περὶ φαγητῶν γνῶσιν, διατὶ
περιφρονεῖς τὸν ἀδελφόν σου; Κανεὶς
δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ κατακρίνῃ ἢ
νὰ περιφρονῇ. Διότι ὅλοι θὰ παρασταθῶμεν
εἰς τὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ
ὁποῖος μόνος ἔχει δικαίωμα νὰ μᾶς
κρίνῃ. |
11
Γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ,
λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει
πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται
τῷ Θεῷ. |
11
Εἶναι ἄλλωστε γραμμένον καὶ εἰς
τὴν Ἁγίαν Γραφήν· <ζῶ
ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, εἰς
αἰῶνας αἰώνων καὶ κατευθύνω
τὰ πάντα σύμφωνα μὲ τὴν βουλήν
μου· βουλή μου δὲ εἶναι ὅτι κάθε
γόνατο θὰ κάμψῃ ἐμπρός
μου καὶ κάθε γλῶσσα θὰ δοξολογήσῃ
τὸν Θεόν>. |
11
Διότι εἶναι γραμμένον εἰς τὴν Ἁγίαν
Γραφήν: Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, καὶ
θὰ φέρω εἰς πέρας αὐτὸ ποὺ παραγγέλλω·
ὅτι δηλαδὴ ἐμπρός μου θὰ κάμψῃ
τὰ γόνατά του δουλικῶς καὶ λατρευτικῶς
κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε γλῶσσα θὰ δοξολογήσῃ
τὸν Θεόν. |
12
Ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ
ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ.
|
12
Ἄρα, λοιπόν, ὁ καθένας ἀπὸ
ἡμᾶς θὰ δώσῃ διὰ τὸν
ἑαυτόν του λόγον εἰς τὸν Θεόν.
|
12
Τὸ συμπέρασμα λοιπόν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ
ὅλα αὐτά, εἶναι ὅτι καθένας ἀπὸ
ἡμᾶς διὰ τὸν ἑαυτόν του θὰ
δώσῃ λόγον εἰς τὸν Θεὸν καὶ
δι’ αὐτὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ
ὄχι τὸν ἄλλον πρέπει νὰ προσέχῃ.
|
13
Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνομεν,
ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ
μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ
ἢ σκάνδαλον. |
13
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, λοιπόν,
ἂς μὴ κατακρίνωμεν πλέον ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον, ἀλλὰ τοῦτο προτιμήσατε
καὶ προσέξατε· κανεὶς νὰ μὴ
θέτῃ πρόσκομμα εἰς τὸν ἀδελφόν,
διὰ νὰ πέσῃ ἢ σκάνδαλον,
διὰ νὰ κλονισθῇ εἰς τὴν πίστιν
καὶ παρασυρθῇ εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
|
13
Ἂς μὴ κατακρίνωμεν λοιπὸν εἰς τὸ
ἑξῆς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
ἀλλὰ τοῦτο προτιμήσατε, τὸ νὰ
μὴ θέτετε εἰς τὸν ἀδελφὸν ἐμπόδιον,
ὥστε νὰ σκοντάψῃ ποτὲ καὶ νὰ
παρασυρθῇ εἰς κατάκρισιν ἢ καὶ νὰ
κλονισθῇ εἰς τὴν πίστιν.
|
14
Οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυρίῳ
Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν
δι' αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ
τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν.
|
14
Γνωρίζω πολὺ καλὰ καὶ ἔχω πεποίθησιν,
ποὺ μοῦ τὴν ἐμπνέει ὁ
Κύριος Ἰησοῦς, ὅτι κανένα φαγητὸν
δὲν εἶναι ἀκάθαρτον ἀπὸ
τὸν ἑαυτόν του καὶ καμμιὰ τροφὴ
δὲν εἶναι μολυσμένη ἀπὸ τὴν
φύσιν της. Ἀλλὰ μόνο εἰς ἐκεῖνον
ποὺ κρίνει καὶ θεωρεῖ κάτι ἀκάθαρτον,
γίνεται αὐτὸ πράγματι ἀκάθαρτον.
|
14
Ξεύρω καὶ ἔχω πεποίθησιν, τὴν ὁποίαν
μοῦ ἐμπνέει ἡ ἕνωσίς μου μὲ
τὸν Κύριον, ὅτι καμμία τροφὴ δὲν εἶναι
ἐκ φύσεως ἀκάθαρτος, ἀλλὰ μόνον εἰς
ἐκεῖνον, ποὺ θεωρεῖ κάτι ὡς
ἀκάθαρτον, εἰς ἐκεῖνον τοῦτο
γίνεται πράγματι ἀκάθαρτον. |
15
Εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός
σου λυπεῖται, οὐκέτι κατὰ ἀγάπην
περιπατεῖς. Μὴ τῷ βρώματί σου
ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ
οὗ Χριστὸς ἀπέθανε. |
15
Ἐὰν ὅμως ἐξ αἰτίας τοῦ
φαγητοῦ σου ὁ ἀδελφός σου λυπῆται
καὶ δυσφορῇ ἐναντίον σου, δὲν
συμπεριφέρεσαι πλέον μὲ ἀγάπην
πρὸς αὐτόν. Πρόσεχε νὰ μὴ
ἐξωθήσῃς μὲ τὸ φαγητόν
σου εἰς ἀπώλειαν ἐκεῖνον, πρὸς
χάριν τοῦ ὁποίου ὁ Χριστὸς
ἐθυσιάσθη. |
15
Δὲν φθάνει ὅμως ἡ πεποίθησις αὐτὴ
διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς μὲ
τὸ φαγητόν. Πρέπει μαζὶ μὲ αὐτὴν
νὰ συνυπάρχῃ καὶ ἡ ἀγάπη. Ἐὰν
δὲ διὰ φαγητὸν ὁ ἀδελφός σου
λυπῆται καὶ σὲ ἀποδοκιμάζῃ καὶ
ἀγανακτῇ ἐναντίον σου, δὲν συμπεριφέρεσαι
πλέον ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη,
ἐφ’ ὅσον σὺ ἐπιμένεις νὰ τρώγῃς
καὶ νὰ λυπῇς ἔτσι τὸν ἀδελφόν
σου. Πρόσεχε νὰ μὴ παρασύρῃς μὲ τὸ
φαγητόν σου εἰς τὴν ἀπώλειαν ἐκεῖνον,
διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ὁποίου ὁ
Χριστὸς ἀπέθανεν. |
16
Μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ
ἀγαθόν. |
16
Ἡ ἐλευθερία ποὺ ἔχετε νὰ
τρώγετε ἀπ' ὅλα τὰ φαγητά, ποτὲ
δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀφορμὴ
νὰ κακολογῆται καὶ νὰ διαβάλεται
τὸ ἀγαθόν. |
16
Ἂς μὴ γίνεται λοιπὸν αἰτία κακολογίας
καὶ μομφῆς ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς
ἀδελφοὺς τὸ ἀγαθὸν τοῦ
στηριγμοῦ σας εἰς τὴν πίστιν, χάρις εἰς
τὸ ὁποῖον δὲν διστάζετε, ἀλλὰ
μετ’ ἐλευθερίας τρώγετε οἰονδήποτε φαγητόν.
|
17
Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ
δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ
ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ·
|
17
Διότι ἡ ἐπίγειος βασιλεία τοῦ
Χριστοῦ δὲν εἶναι ὑπόθεσις φαγητῶν
καὶ ποτῶν, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ
εἰρήνη καὶ χαρά, τὴν ὁποίαν
δωρίζει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
|
17
Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν
ἴδρυσεν ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς
γῆς, δὲν συνίσταται εἰς τὸ νὰ
τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ κανεὶς ἐλεύθερα.
Συνίσταται εἰς τὴν δικαιοσύνην καὶ εἰρήνην
καὶ ὁμόνοιαν μὲ τοὺς ἀδελφούς
μας καὶ εἰς τὴν χαράν, τὰς ὁποίας
γεννᾷ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
|
18
ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ
Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ
δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις.
|
18
Ἐκεῖνος δέ, ποὺ ἔχει τὰς
ἀρετὰς αὐτὰς καὶ μὲ αὐτὰς
ὑπηρετεῖ τὸν Χριστόν, γίνεται
εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν καὶ
εὐϋπόληπτος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
|
18
Διότι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὰς ἀρετὰς
αὐτὰς δουλεύει εἰς τὸν Χριστόν, γίνεται
εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπιδοκιμάζεται
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
|
19
Ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης
διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς
τῆς εἰς ἀλλήλους.
|
19
Ἄρα, λοιπόν, ὅλοι μας ἂς ἐπιδιώκωμεν
ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ὑποβοηθοῦν
εἰς τὴν εἰρήνην καὶ εἰς
τὴν ἀναμεταξύ μας πνευματικὴν ὠφέλειαν
καὶ πρόοδον. |
19
Ἀφοῦ λοιπὸν αἱ ἀρεταὶ
αὐταὶ φέρουν τέτοιο ἀποτέλεσμα, ἂς
ἐπιδιώκωμεν καὶ ἡμεῖς κάθε τι, ποὺ
συντελεῖ εἰς τὴν εἰρήνην καὶ
εἰς τὴν ἀναμεταξύ μας πνευματικὴν
ὠφέλειαν καὶ πρόοδον καὶ οἰκοδομήν.
|
20
Μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ
ἔργον τοῦ Θεοῦ. Πάντα μὲν καθαρά,
ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ
τῷ διὰ προσκόμματος ἐσθίοντι.
|
20
Μὴ καταλύῃς καὶ ἐκμηδενίζῃς
τὸ σωτήριον ἔργον τοῦ Θεοῦ ἕνεκα
τῶν φαγητῶν, ποὺ ἀδιακρίτως
τρώγεις. Ὅλα βέβαια εἶναι καθαρὰ
διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ βλέπτει
τὸν ἑαυτόν του καὶ φορτώνεται ἐνοχὴν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἕνεκα
τοῦ φαγητοῦ του γίνεται πρόσκομμα
εἰς τὴν πνευματικὴν ζωὴν τοῦ
ἄλλου. |
20
Μὴ κρημνίζῃς διὰ τόσον τιποτένιον πρᾶγμα,
ὅπως εἶναι τὸ φαγητόν, τὸ ἔργον
τῆς οἰκοδομῆς καὶ σωτηρίας τοῦ
πλησίον σου, τὸ ὁποῖον ὄχι ἄνθρωπος,
ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐργάζεται.
Ὅλα μὲν τὰ φαγητὰ εἶναι καθαρὰ
καὶ δὲν μολύνεται πνευματικῶς ὁ ἄνθρωπος
ἀπὸ οἰονδήποτε φαγητὸν καὶ ἂν
φάγῃ. Τὸ φαγητὸν ὅμως φέρει ψυχικὴν
βλάβην καὶ ἐνοχὴν εἰς τὸν ἄνθρωπον
ἐκεῖνον, ποὺ μὲ αὐτὸ γίνεται
ἀφορμὴ σκανδάλου εἰς τὸν ἀδελφόν
του. |
21
Καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ
πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ
ἀδελφός σου προσκόπτει ἡ σκανδαλίζεται
ἢ ἀσθενεῖ. |
21
Δι' αὐτό, παρὰ τὴν ἐλευθερίαν
ποὺ ἔχομεν, καλὸν καὶ προτιμότερον
εἶναι νὰ μὴ φάγῃς κρέατα
καὶ νὰ μὴ πίῃς οἶνον καὶ
νὰ μὴ κάμῃς καμμίαν πρᾶξιν,
ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας σκοντάπτει
ἢ σκανδαλίζεται ἢ καταβάλλεται ὁ
ἀδελφός σου. |
21
Καλὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία νὰ τρώγῃς
ἀπὸ ὅλα. Πολὺ καλύτερον ὅμως
εἶναι νὰ μὴ φάγῃς κρέατα, μηδὲ
νὰ πίῃς οἶνον, μηδὲ νὰ κάμῃς
κάτι, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ἀδελφός
σου σκοντάπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ δεικνύει ἀδυναμίαν.
|
22
Σὺ πίστιν ἔχεις; Κατὰ σεαυτὸν
ἔχε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μακάριος
ὁ μὴ κρίνων ἑαυτὸν ἐν
ᾧ δοκιμάζει. |
22
Σὺ ἔχεις ὀρθὴν καὶ φωτισμένην
πίστιν διὰ τὰ φαγητά; Κράτησέ
την μέσα σου καὶ ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος δὲν ἐλέγχεται
ἀπὸ τὴν συνείδησίν του, ὅταν
πράττῃ αὐτό, τὸ ὁποῖον
προηγουμένως ἔκρινεν ὡς ὀρθὸν
καὶ τὸ ἀπεφάσιζε.
|
22
Σὺ ἔχεις ὀρθὴν πίστιν διὰ τὰ
φαγητά; Καλῶς. Ἔχε τὴν πίστιν μέσα σου καὶ
ἂς τὴν γνωρίζῃ ὁ Θεός. Μακάριος εἶναι
ἐκεῖνος, ποὺ δεν αἰσθάνεται τύψιν
καὶ κατάκρισιν ἀπὸ τὴν συνείδησίν
του, ὅταν πράττῃ ἐκεῖνα, ποὺ
προηγουμένως τὰ ἐξήτασε μὲ ἀκρίβειαν
καὶ τὰ ηὗρε καλά. |
23
Ὁ δὲ διακεκρινόμενος ἐὰν φάγῃ,
κατακέκριται, ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως·
πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως,
ἁμαρτίαν ἐστίν.
|
23
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀμφιβάλλει
καὶ μᾶλλον πιστεύει ὅτι τὸ φαγητὸν
τὸν μολύνει, αὐτὸς ἐὰν
φάγῃ, ἔχει ἤδη κατακριθῆ, διότι
δὲν ἔχει τὴν πεποίθησιν ὅτι
τὸ φαγητὸν εἶναι καθαρόν. Κάθε
τι δὲ ποὺ δὲν πραγματοποιεῖται μὲ
τὴν πεποίθησιν, ὅτι εἶναι ὀρθόν,
αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία.
|
23
Ὅποιος ὅμως ἀμφιβάλλει περὶ τοῦ
ἂν τὸ φαγητὸν δὲν τὸν μολύνῃ,
αὐτὸς ἐὰν φάγῃ, ὑποπίπτει
ἀμέσως εἰς ἀξιοκατάκριτον πρᾶξιν,
διότι δὲν ἔφαγε μὲ τὴν πεποίθησιν,
ὅτι τὸ φαγητὸν εἶναι καθαρόν. Κάθε
τι δὲ ποὺ δὲν γίνεται μὲ πεποίθησιν
ἐσωτερικήν, ὅτι εἶναι τοῦτο ὀρθὸν
καὶ ἀνένοχον, εἶναι ἁμαρτία.
|
24
Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑμᾶς στηρίξαι
κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ
τὸ κήρυγμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ
ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις
σεσιγμένου, |
24
Δόξα καὶ τιμὴ ἂς ἀποδίδεται
ἀπὸ ὅλους μας εἰς Ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν
νὰ σᾶς στηρίξῃ εἰς τὴν
πίστιν καὶ τὴν ἀρετήν, σύμφωνα
μὲ τὸ Εὐαγγέλιόν μου καὶ
μὲ τὸ κήρυγμα, ποὺ σᾶς ἔχω
κάνει περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ δὲ τὸ Εὐαγγέλιον
καὶ τὸ κήρυγμά μου, διὰ τοῦ
ὁποίου σώζονται οἱ λαοί, γίνεται
σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψιν μυστηρίου,
ποὺ αἰῶνας-αἰώνων ἔμενε
σκεπασμένον εἰς τὴν σιωπὴν καὶ
τὴν μυστικότητα. |
24
Δόξα δὲ ὀφείλεται εἰς ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ
σᾶς στηρίξῃ, ὥστε νὰ φρονῆτε
καὶ νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιόν
μου καὶ σύμφωνα μὲ τὸ περὶ Ἰησοῦ
Χριστοῦ κήρυγμα. Τὸ εὐαγγέλιον δὲ
αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα γίνονται σύμφωνα
πρὸς τὴν φανέρωσιν τοῦ θείου καὶ μυστηριώδους
σχεδίου τῆς σωτηρίας μας, τὸ ὁποῖον
ἄνθρωπος ἦτο ἀδύνατον μόνος του νὰ
γνωρίσῃ καὶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον
εἶχε καλυφθῇ μὲ σιωπὴν καὶ ἐτηρήθη
μυστικόν. |
25
φανερωθέντος δὲ νῦν, διά τε γραφῶν
προφητικῶν κατ' ἐπιταγὴν τοῦ αἰωνίου
Θεοῦ εἰς ὑπακοὴν πίστεως εἰς
πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος,
|
25
Ἐφανερώθη ὅμως τώρα διὰ μέσου
τῶν προφητειῶν, ποὺ ἔχουν γραφῆ
εἰς τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ
ἔγινε γνωστὸν κατ' ἐντολὴν τοῦ
αἰωνίου Θεοῦ εἰς ὅλα τὰ
ἔθνη, διὰ νὰ δείξουν αὐτὰ
τὴν ὑπακοὴν ποὺ ἐπιβάλλει
εἰς ἡμᾶς ἡ πίστις.
|
25
Τὸ μυστήριον ὅμως αὐτὸ ἐφανερώθη
τώρα, τὸ ἐπιβεβαιώνουν δὲ αἱ προφητικαὶ
γραφαὶ καὶ ἔγινε γνωστὸν κατὰ
διαταγὴν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ εἰς
ὅλα τὰ ἔθνη, διὰ νὰ δείξουν
ταῦτα τὴν ὑπακοήν, ποὺ ἀπαιτεῖ
ἀπὸ ἡμᾶς ἡ πίστις.
|
26
μόνῳ σοφῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς
αἰῶνας· ἀμὴν |
26
Εἰς αὐτόν, λοιπόν, τὸν μόνον
σοφὸν Θεὸν ἀνήκει καὶ πρέπει
νὰ ἀναπέμπεται ἡ δόξα διὰ
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς
αἰῶνας. Ἀμήν. |
26
Εἰς αὐτὸν λοιπὸν τὸν μόνον σοφὸν
Θεὸν ἀνήκει ἡ δόξα διὰ Ἰησοῦ
Χριστοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
|