Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
έκνον,
ἥμαρτες, μὴ προσθῇς μηκέτι καὶ
περὶ τῶν προτέρων σου δεήθητι.
|
αιδί
μου, ἐὰν παρασυρθῇς εἰς τὴν
ἁμαρτίαν, μὴ προσθέτῃς καὶ
νέας εἰς αὐτὴν ἁμαρτίας.
Περὶ δὲ τῶν προηγουμένων σου ἁμαρτιῶν
παρακάλεσε τὸν Θεόν, νὰ σὲ συγχωρήσῃ.
|
αιδί
μου, ἠμάρτησες; Μὴ προσθέσῃς
πλέον ἄλλας ἁμαρτίας· καὶ διὰ τὰς
προηγουμένας σου παρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ
σὲ συγχωρήσῃ. |
2
Ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως φεῦγε
ἀπὸ ἁμαρτίας, ἐὰν γὰρ
προσέλθῃς δήξεταί σε· ὀδόντες
λέοντος οἱ ὀδόντες αὐτῆς
ἀναροῦντες ψυχὰς ἀνθρώπων.
|
2
Ὅπως ἀποφεύγεις τὸ φίδι, ἔτσι
νὰ ἀποφύγῃς καὶ τὴν ἁμαρτίαν,
διότι ἐὰν πλησιάσῃς πρὸς
αὐτήν, θὰ σὲ δαγκώσῃ κατὰ
τρόπον ἐπικίνδυνον. Δόντια λέοντος
εἶναι τὰ δόντια τῆς ἁμαρτίας,
φονεύοντα τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων.
|
2
Σὰν νὰ εἶναι ἐμπρός σου φίδι, φεῦγε
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διότι, ἐὰν
τὴν πλησιάσῃς, θὰ σὲ δαγκώσῃ·
σὰν δόντια λεονταριοῦ εἶναι τὰ δόντια
της, ποὺ φονεύουν ψυχὰς ἀνθρώπων.
|
3
Ὡς ρομφαία δίστομος πᾶσα ἀνομία,
τῆ πληγῇ αὐτῆς οὐκ ἔστιν
ἴασις. |
3
Κάθε παρανομία εἶναι ἕνα δίκοπο
μαχαίρι, ἀπὸ τὴν πληγὴν τοῦ
ὁποίου δὲν ὑπάρχει θεραπεία.
|
3
Σὰν μάχαιρα δίκοπος, ἀκονισμένη καὶ ἀπὸ
τὰ δυό της μέρη, εἶναι κάθε παρανομία, εἰς
δὲ τὰ τραύματα καὶ τὴν πληγήν
της δὲν ὑπάρχει γιατρειά. |
4
Καταπληγμὸς καὶ ὕβρις ἐρημώσουσι
πλοῦτον· οὕτως οἶκος ὑπερηφάνου
ἐρημωθήσεται. |
4
Βιοπραγίαι καὶ ἀλαζονεῖαι καταστρέφουν
τὸν πλοῦτον· ἔτσι καὶ ὁ
οἶκος τῶν ὑπερηφάνων θὰ ἐρημωθῇ.
|
4
Βιαιοπραγίαι καὶ ἀιπειλαὶ δι’ ὑβριστικῶν
λόγων ἐρημώνουν καὶ διαρπάζουν πλοῦτον ἔτσι
θὰ καταστῇ ἔρημον καὶ τὸ σπίτι
τοῦ ὑπερηφάνου. |
5
Δέησις πτωχοῦ ἐκ στόματος ἕως
ὠτίων αὐτοῦ, καὶ τὸ κρίμα
αὐτοῦ κατὰ σπουδὴν ἔρχεται.
|
5
Ἡ δέησις, ποὺ βγαίνει ἀπὸ
τὸ στόμα τοῦ πτωχοῦ, φθάνει
ἕως τὰ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ,
καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ δὲν
θὰ βραδύνῃ νὰ ἐπέλθῃ.
|
5
Ἡ παράκλησις τοῦ πτωχοῦ φθάνει ἀπὸ
τὸ στόμα του μόνον ἕως τὰ αὐτιὰ
τοῦ ὑπερηφάνου πλουσίου, μὴ συγκινοῦσα
καὶ τὴν καρδίαν του, δι’ αὐτὸ καὶ
ἡ ἀπὸ Θεοῦ καταδίκη καὶ τιμωρία
τούτου ἔρχεται πολὺ γρήγορα.
|
6
Μισῶν ἐλεγμὸν ἐν ἴχνει ἁμαρτωλοῦ,
καὶ ὁ φοβούμενος Κύριον ἐπιστρέψει
ἐν καρδίᾳ. |
6
Ἐκεῖνος, ποὺ μισεῖ τοὺς δικαίους
ἐλέγχους, βαδίζει εἰς τὰ ἴχνη
τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐκεῖνος ὅμως,
ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον, θὰ
ἐπιστρέψῃ πρὸς αὐτὸν μὲ
ὅλην τοῦ τὴν καρδίαν.
|
6
Ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὸν ἔλεγχον,
βαδίζει ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
ἀλλ' ἐκεῖνος ποὺ φοβεῖται τὸν
Κύριον, δέχεται τὸν ἔλεγχον καὶ θὰ
ἐπιστρέψῃ ἀπὸ καρδίας εἰς Αὐτόν.
|
7
Γνωστὸς μακρόθεν ὁ δυνατὸς ἐν
γλώσσῃ, ὁ δὲ νοήμων οἶδεν
ἐν τῷ ὀλισθαίνειν αὐτόν.
|
7
Ἀπὸ μακρὰν ἀναγνωρίζεται ὁ
ἀσυγκράτητος κατὰ τὴν γλῶσσαν,
ὁ δὲ συνετὸς ἄνθρωπος γνωρίζει
αὐτὸν καὶ τὰ ὀλισθήματά
του καὶ τὸν ἀποφεύγει.
|
7
Ἀπὸ μακρὰν ἀναγνωρίζεται ἐκεῖνος,
ποὺ ἔχει μεγάλην καὶ ἀσυμμάζευτον
γλῶσσαν· ὁ συνετὸς ὅμως ἄνθρωπος
γνωρίζει ποὺ καὶ πότε σφάλλει, καὶ συγκρατεῖται.
|
8
Ὁ οἰκοδομῶν τὴν οἰκίαν
αὐτοῦ ἐν χρήμασιν ἀλλοτρίοις,
ὡς συνάγων αὐτοῦ
τοὺς λίθους εἰς χειμῶνα.
|
8
Ἐκεῖνος, ποὺ οἰκοδομεῖ τὸ
σπίτι του μὲ ξένα ἄδικα χρήματα,
ὁμοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ
συγκεντρώνει λίθους - ἀντὶ ξύλων
- διὰ τὸν χειμῶνα!
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ κτίζει τὸ σπίτι του μὲ
ξένα χρήματα, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον
ποὺ μαζεύει λιθάρια ἀντὶ ξύλων διὰ
τὸν χειμῶνα. |
9
Στυππεῖον συνηγμένον συναγωγὴ ἀνόμων,
καὶ ἡ συντέλεια αὐτῶν φλὸξ
πυρός |
9
Ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀσεβῶν εἶναι
σὰν ἐνας σωρὸς στουπί, καὶ τὸ
τέλος των θὰ εἶναι νὰ καοῦν
εἰς φλόγα πυρός.
|
9
Πρὸς σωρὸν στουπιοῦ ἀπὸ κοπανισμένο
λινάρι ὁμοιάζει ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀνόμων,
καὶ τὸ τέλος των θὰ εἶναι φλόγα φωτιᾶς,
σὰν αὐτὴν ποὺ φουντώνει διὰ
μιᾶς καὶ ἐξαφανίζει τὸ στουπί.
|
10
Ὁδὸς ἁμαρτωλῶν ὡμαλισμένη
ἐκ λίθων, καὶ ἐπ' ἐσχάτῳ
αὐτῆς βόθρος ᾅδου. |
10
Ὁ δρόμος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι
ὁμαλός, καθαρισμένος ἀπὸ λίθους.
Τὸ τέλος ὅμως τοῦ δρόμου εἶναι
τὸ βάραθρον τοῦ ᾅδου.
|
10
Ὁ δρόμος τῶν ἁμαρτωλῶν φαίνεται καθαρισμένος
καὶ ἐξωμαλισμένος ἀπὸ πέτρες·
ἡ ζωή των δηλαδὴ δὲν παρουσιάζει δυσκολίας.
Ἀλλ' εἰς τὸ τέλος τοῦ δρόμου αὐτοῦ
εἶναι τὸ βάραθρον τοῦ Ἅδου.
|
11
Ὁ φυλάσσων νόμον κατακρατεῖ τοῦ
ἐννοήματος αὐτοῦ, καὶ
συντέλεια τοῦ φόβου Κυρίου σοφία.
|
11
Ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὸν νόμον
τοῦ Θεοῦ, κατανοεῖ βαθύτερον τὰ
ὑψηλὰ αὐτοῦ νοήματα. Ἀποτέλεσμα
δὲ τῆς εὐλαβείας πρὸς τὸν
Κύριον εἶναι τὸ δῶρον τῆς ἀληθινῆς
σοφίας.
|
11
Ὄποιος φυλάττει καὶ τηρεῖ τὸν θεῖον
Νόμον, γίνεται κάτοχος τοῦ νοήματός του καὶ
διὰ τῆς ἐφαρμογῆς του ἐμβαθύνει
εἰς αὐτόν, ἡ δὲ τελειοποίησις ἐν
τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πραγματικὴ
σοφία. |
12
Οὐ παιδευθήσεται ὃς οὐκ ἔστι
πανοῦργος· ἔστι πανουργία πληθύνουσα
πικρίαν. |
12
Δὲν θὰ ἐκπαιδευθῇ καὶ δὲν
θὰ μορφωθῇ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔχει τὰς ἀναλόγους ἱκανότητας.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἱκανότης,
ἡ ὁποία πολλαπλασιάζει τὰς θλίψεις
καὶ τὰς πικρίας.
|
12
Δὲν θὰ παιδαγωγηθῇ καὶ δὲν θὰ
μορφωθῇ κατὰ Θεὸν ὅποιος δὲν
εἶναι πραγματικὰ ἔξυπνος καὶ ἱκανός
ὑπάρχει ὅμως καὶ ἐξυπνάδα κακή,
ἡ ὁποία προκαλεῖ πολλὴν θλῖψιν
καὶ πικρίαν. |
13
Γνῶσις σοφοῦ ὡς κατακλυσμὸς πληθυνθήσεται
καὶ ἡ βουλὴ αὐτοῦ ὡς πηγὴ
ζωῆς. |
13
Ἡ γνῶσις τοῦ σοφοῦ πληθύνεται
ὡσὰν κατακλυσμὸς πολλῶν ὑδάτων,
καὶ ἡ συμβουλή του γίνεται πηγὴ
ζωῆς δι' ἐκείνους, ποὺ τὴν δέχονται.
|
13
Ἡ γνῶσις τοῦ ἀληθινοῦ σοφοῦ
θὰ πληθύνεται σὰν κατακλυσμὸς ὕδατος
καὶ ἡ συμβουλή του εἶναι σὰν
πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει ζωήν.
|
14
Ἔγκατα μωροῦ ὡς ἀγγεῖον συντετριμμένον
καὶ πᾶσαν γνῶσιν οὐ κρατήσει.
|
14
Τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ μωροῦ εἶναι
σὰν ἕνα πήλινον σπασμένον ἀγγεῖον,
καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκρατήσῃ
αὐτὸς καμμίαν γνῶσιν.
|
14
Ἡ καρδία καὶ τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ
ἄφρονος καὶ ἀνοήτου ὁμοιάζει πρὸς
ἀγγεῖον σπασμένον καὶ δὲν θὰ
συγκρατήσῃ καμμίαν σοφὴν καὶ σωτηριώδη γνῶσιν.
|
15
Λόγον σοφὸν ἐὰν ἀκούσῃ
ἐπιστήμων, αἰνέσει αὐτὸν
καὶ ἐπ' αὐτὸν προσθήσει·
ἤκουσεν ὁ σπαταλῶν καὶ ἀπήρεσεν
αὐτῷ, καὶ ἀπέστρεψεν αὐτὸν
ὀπίσω τοῦ νώτου αὐτοῦ.
|
15
Ὁ πραγματικὰ συνετός, ἐὰν ἀκούσῃ
κανένα σοφὸν λόγον, θὰ τὸν ἐπαινέσῃ
καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν θὰ
προσθέσῃ καὶ ὁ ἴδιος κάποιον
ἄλλον. Ὁ ἄσωτος ὅμως καὶ μωρὸς
ἐὰν ἀκούσῃ σοφὸν λόγον,
δὲν εὐχαριστεῖται εἰς αὐτόν,
ἀλλὰ τὸν καταφρονεῖ καὶ τὸν
πετᾷ ὄπισθέν του.
|
15
Ὁ πραγματικῶς σοφός, ἐὰν ἀκούσῃ
λόγον σοφόν, θὰ τὸν ἐκτιμήσῃ καὶ
θὰ τὸν ἐπαινέσῃ, θὰ προσθέσῃ
δὲ καὶ αὐτὸς τὸν ἰδικόν
του· ὁ ἄσωτος ὅμως καὶ ἀπερίσκεπτος
ἤκουσε τὸν λόγον τοῦτον καὶ δὲν
τοῦ ἤρεσε καὶ ἔρριψεν αὐτὸν
περιφρονητικῶς ὀπίσω ἀπὸ τὰ
νῶτα του. |
16
Ἐξήγησις μωροῦ ὡς ἐν ὁδῷ
φορτίον, ἐπὶ δὲ χείλους συνετοῦ
εὑρεθήσεται χάρις. |
16
Ἡ ἐξήγησις, τὴν ὁποίαν
ἕνας μωρὸς θὰ θελήσῃ νὰ
δώσῃ εἰς τὰ μεγάλα θέματα,
εἶναι σὰν ἕνα ἐνοχλητικὸν φορτίον
εἰς τὸν ὁδοιπόρον. Εἰς τὰ
χείλη ὅμως τοῦ σοφοῦ ἀνθρώπου
ὑπάρχει πάντοτε χάρις.
|
16
Ἡ συνδιάλεξις μὲ ἀνόητον καὶ ἄφρονα
καθίσταται τόσον φορτικὴ καὶ δυσάρεστος, ὅπως
τὸ φορτίον εἰς τὸν βαδίζοντα, εἰς
τὰ χείλη ὑμως τοῦ συνετοῦ θὰ
εὑρίσκεται πάντοτε γλυκύτης καὶ λόγια χαριτωμένα.
|
17
Στόμα φρονίμου ζητηθήσεται ἐν ἐκκλησίᾳ,
καὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ διανοηθήσονται
ἐν καρδίᾳ. |
17
Τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ θὰ ἀναζητηθῇ
εἰς συγκέντρωσιν ἀνθρώπων, καὶ
τοὺς λόγους του θὰ τοὺς σκεφθοῦν,
θὰ τοὺς βάλουν καὶ θὰ τοὺς
μελετήσουν μέσα εἰς τὴν καρδιάν
των. |
17
Τὸ στόμα τοῦ φρονίμου καὶ συνετοῦ
θὰ ζητηθῇ ὅπως λαλήσῃ καὶ ἀκουσθῇ
εἰς συγκέντρωσιν λαοῦ· τοὺς δὲ
λόγους ποὺ θὰ εἴπῃ, θὰ τοὺς
σκεφθοῦν βαθιὰ μὲ τὴν καρδία τους.
|
18
Ὡς οἶκος ἠφανισμένος οὕτως μωρῷ
σοφία, καὶ γνῶσις ἀσύνετου
ἀδιεξέταστοι λόγοι.
|
18
Ὡσὰν ἐρειπωμένο σπίτι εἶναι
διὰ τὸν μωρὸν ἡ σοφία. Αἱ
δὲ γνώσεις τοῦ ἀσυνέτου καὶ
τὰ λόγια του εἶναι ἀσυνάρτητα.
|
18
Σὰν σπίτι ἐρειπωμένον, ἔτσι φαίνεται
ἡ σοφία εἰς τὸν ἀνόητον καὶ
ἄφρονα· καὶ ἡ γνῶσις τοῦ
ἀσυνέτου εἶναι λόγια ἀσυνάρτητα καὶ
ἀπερίσκεπτα. |
19
Πέδαι ἐν ποσὶν ἀνοήτοις παιδεία
καὶ ὡς χειροπέδαι ἐπὶ χειρὸς
δεξιᾶς. |
19
Ἡ μόρφωσις εἶναι ὡσὰν πεδοῦκλι
εἰς τὰ πόδια τῶν ἀνοήτων
καὶ ὡσὰν χειροπέδες εἰς τὸ
δεξιόν των χέρι.
|
19
Ἡ διαπαιδαγώγησις κατὰ τὸν θεῖον Νόμον
εἶναι σὰν σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ
πόδια τοῦ ἀνοήτου καὶ μωροῦ καὶ
σὰν χειροπέδαι εἰς τὴν δεξιάν του
χεῖρα. |
20
Μωρὸς ἐν γέλωτι ἀνυψοῖ φωνὴν
αὐτοῦ, ἀνὴρ δὲ πανοῦργος
μόλις ἡσυχῇ μειδιάσει.
|
20
Ὁ μωρὸς ξέσπᾷ εἰς θορυβώδεις
γέλωτας, ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος μόλις
καὶ ἡσύχως θὰ μειδιάσῃ.
|
20
Ὁ μωρὸς καὶ ἀμόρφωτος εἰς τὸν
γέλωτά του ὑψώνει θορυβωδῶς τὴν φωνήν
του, ὁ ἔξυπνος ὅμως καὶ φρόνιμος ἡσύχως
καὶ μόλις θὰ μειδιάσῃ.
|
21
Ὡς κόσμος χρυσοῦ φρονίμῳ παιδεία
καὶ ὡς χλιδὼν ἐπὶ βραχίονι
δεξιῷ. |
21
Ἡ μόρφωσις εἶναι διὰ τὸν συνετὸν
ὡσὰν ἕνα χρυσοῦν κόσμημα καὶ
ὡσὰν πολύτιμον βραχιόλι εἰς
τὴν δεξιάν του χεῖρα.
|
21
Εἰς τὸν φρόνιμον ἡ μόρφωσις τῆς καρδίας
εἶναι σὰν κόσμημα χρυσοῦν καὶ σὰν
βραχιόλιον εἰς τὸν δεξιὸν βραχίονα.
|
22
Ποὺς μωροῦ ταχὺς εἰς οἰκίαν,
ἄνθρωπος δὲ πολύπειρος αἰσχυνθήσεται
ἀπὸ προσώπου. |
22
Τὸ πόδι τοῦ ἀσυνέτου εἶναι
ταχὺ εἰς τὸ νὰ ἐπισκέπτεται
οἰκίας, ὁ μορφωμένος ὅμως καὶ
πολύπειρος ἄνθρωπος αἰσθάνεται συστολὴν
εἰς τὰς ἐπισκέψεις του.
|
22
Τοῦ ἀνοήτου καὶ ἀπαιδεύτου ἀνθρώπου
τὸ πόδι εἶναι γρήγορον διὰ νὰ
ἔμβῃ εἰς ξένον σπίτι, ὀ ἄνθρωπος
ὅμως ποὺ ἔχει μεγάλην πεῖραν, θὰ
δοκιμάσῃ συστολὴν καὶ ἐντροπὴν
ἀπέναντι τοῦ ξένου προσώπου.
|
23
Ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς
οἰκίαν, ἀνὴρ δὲ πεπαιδευμένος
ἔξω στήσεται. |
23
Ὁ μωρὸς σκύβει εἰς τὰς θύρας
τῶν ξένων οἰκιῶν καὶ παρακολουθεῖ,
ὅσα γίνονται εἰς αὐτάς·
ὁ συνετὸς ὅμως καὶ ὁ μορφωμένος
στέκεται ἔξω μακράν.
|
23
Ὁ ἄφρων καὶ ἀμόρφωτος ἄνθρωπος
σκύβει περίεργα ἀπὸ τὴν πόρτα μέσα εἰς
τὸ σπίτι, ἐνῷ ὁ μορφωμένος θὰ
σταθῇ ἀπ' ἔξω διακριτικά.
|
24
Ἀπαιδευσία ἀνθρώπου ἀκροᾶσθαι
παρὰ θύραν, ὁ δὲ φρόνιμος βαρυνθήσεται
ἀτιμίᾳ. |
24
Εἶναι ἀπρέπεια καὶ ἔλλειψις
μορφώσεως διὰ τὸν ἄνθρωπον νὰ
κρυφακούῃ ἀπὸ τὴν θύραν
ξένου σπιτιοῦ. Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος
τὸ θεωρεῖ αὐτὸ βαρὺ καὶ
ἐξευτελιστικὸν πρᾶγμα, δι' αὐτὸ
καὶ τὸ ἀποφεύγει.
|
24
Εἶναι ἀγένεια καὶ στέρησις καλῆς ἀνατροφῆς
ἀνθρώπου τὸ νὰ ἀκούῃ κανεὶς
κρυφὰ πλησίον τῆς θύρας τοῦ ἄλλου·
ὁ φρόνιμος ὅμως καὶ εὐγενὴς
θὰ αἰσθανθῇ τοῦτο ὡς ἀνυπόφορον
βάρος ἐντροπῆς καὶ ἀτιμίας.
|
25
Χείλη ἀλλοτρίων ἐν τούτοις βαρυνθήσεται,
λόγοι δὲ φρονίμων ἐν ζυγῷ σταθήσονται.
|
25
Τὰ χείλη τῶν μωρῶν καὶ φλυάρων
ἀνθρώπων ἐπαναλαμβάνουν τὰ λόγια
τῶν ξένων, οἱ λόγοι ὅμως τῶν
φρονίμων ζυγίζονται ἀπὸ αὐτοὺς
μὲ ἀκρίβειαν καὶ κατόπιν λέγονται.
|
25
Τὰ χείλη τῶν ἀσυνέτων καὶ μὴ
ἐχόντων σχέσιν πρὸς τὴν Σοφίαν ἀνθρώπων
θὰ ἐπιβαρυνθοῦν μὲ αὐτοὺς
τοὺς ἀνοήτους καὶ ἀδιακρίτους λόγους
καὶ φλυαρίας, οἱ λόγοι ὅμως τῶν φρονίμων
θὰ σταθοῦν ἐπάνω εἰς ζυγαριάν.
|
26
Ἐν στόματι μωρῶν ἡ καρδία αὐτῶν,
καρδία δὲ σοφῶν στόμα αὐτῶν.
|
26
Ἡ καρδία τῶν μωρῶν εἶναι εἰς
τὸ στόμα των καὶ συνεχῶς ἐξωτερικεύεται,
ἐνῷ τὸ στόμα τῶν σοφῶν
εἶναι ἡ καρδία των.
|
26
Ἡ καρδία τῶν μωρῶν εἶναι εἰς
τὸ στόμα των, καὶ ὅ,τι ἔχουν εἰς
τὸν νοῦν των, τὸ λέγουν ἀπερίσκεπτα·
τοῦ σοφοῦ ὅμως στόμα εἶναι ἡ
καρδία καὶ ὁ νοῦς, μὲ τὸν ὁποῖον
πρῶτα οὗτος θὰ σκεφθῇ καὶ ἔπειτα
θὰ ὁμιλήσῃ. |
27
Ἐν τῷ καταρᾶσθαι ἀσεβῆ τὸν
σατανᾶν αὐτὸς καταρᾶται τὴν
ἑαυτοῦ ψυχήν. |
27
Ὅταν ὁ ἀσεβὴς καταρᾶται τὸν
σατανᾶν, εἶναι τὸ ἴδιον ὡς ἐὰν
καταρᾶται τὸν ἑαυτόν του.
|
27
Καθ’ ὃν χρόνον ὁ ἀσεβὴς καταρᾶται
τὸν Σατανᾶν, καταρᾶται αὐτὸς
ὁ ἴδιος τὴν ψυχήν του, ἡ ὁποία
εἶναι ὑποδουλωμένη εἰς αὐτόν.
|
28
Μολύνει τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὁ
ψιθυρίζων καὶ ἐν παροικήσει μισηθήσεται.
|
28
Ἐκεῖνος ποὺ ψιθυρίζει ἐπικρίσεις
καὶ κατακρίσεις εἰς βάρος τοῦ
ἄλλου, μολύνει τὴν ψυχήν του. Αὐτὸς
θὰ μισηθῇ ἀπὸ τὸ περιβάλλον,
μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ζῇ.
|
28
Ἐκεῖνος ποὺ κρυφὰ καὶ διὰ
ψιθύρων κατηγορεῖ καὶ κατακρίνει, μολύνει τὴν
ψυχήν του· θὰ μισηθῇ δὲ ἀπὸ
τοὺς γείτονας καὶ κατοικοῦντας πλησίον του.
|