Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριε
πάτερ καὶ δέσποτα ζωῆς μου, μὴ
ἐγκαταλίπῃς με ἐν βουλῇ αὐτῶν,
μὴ ἁφῇς με πεσεῖν ἐν αὐτοῖς.
|
ύριε,
Πάτερ καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
μὴ ἐπιτρέψῃς καὶ μοῦ ξεφύγουν
ἀσύνετα λόγια καὶ μὴ μὲ
ἀφήσῃς νὰ πέσω θῦμα αὐτῶν.
|
ύριε,
Πάτερ, Σὺ ποὺ ὁρίζεις καὶ κυβερνᾷς
τὴν ζωήν μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψῃς
εἰς τὴν ἀκυβερνησίαν τῶν ἀπροσέκτων
λόγων μου, μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ
πέσω εἰς τὰ ἁμαρτήματα ταῦτα τῆς
γλώσσης. |
2
Τίς ἐπιστήσει ἐπὶ τοῦ
διανοήματός μου μάστιγας καὶ ἐπὶ
τῆς καρδίας μου παιδείαν σοφίας, ἵνα
ἐπὶ τοῖς ἀγνοήμασί μου
μὴ φείσωνται καὶ οὐ μὴ παρῇ
τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν,
|
2
Ποιὸς θὰ πάρῃ μαστίγιον ἐναντίον
τῶν σκέψεών μου καὶ ποιὸς θὰ
δώσῃ εἰς τὴν καρδίαν μου διαπαιδαγώγησιν
καὶ μόρφωσιν σοφίας, διὰ νὰ
μὴ δειχθοῦν αὐταὶ ἐπιεικεῖς,
ἀλλὰ νὰ ἐλέγξουν τὰ ἐξ
ἀγνοίας ἁμαρτήματά μου καὶ
νὰ προλάβουν ἄλλα μεγαλύτερα ἁμαρτήματα;
|
2
Ποῖος θὰ τοποθετήσῃ μάστιγας καὶ ἀπειλὰς
τιμωριῶν ἐπὶ τῶν σκέψεών μου καὶ
διαπαιδαγώγησιν σοφίας καὶ συνέσεως ἐπὶ
τῆς καρδίας μου, ὥστε νὰ μὴ μὲ
λυποῦνται, ἀλλὰ νὰ τιμωροῦν
τὰ ἐξ ἀγνοίας πταίσματά μου, διὰ νὰ
μὴ φανερωθοῦν οὐδὲ νὰ προκόψουν
ἐξ αὐτῶν ἁμαρτήματα μεγάλα
|
3
ὅπως μὴ πληθύνωσιν αἱ ἄγνοιαί
μου καὶ αἱ ἁμαρτίαι μου πλεονάσωσι
καὶ πεσοῦμαι ἔναντι τῶν ὑπενοντίων
καὶ ἐπιχαρεῖταί μοὶ ὁ
ἐχθρός μου; |
3
Καὶ διὰ νὰ δράσουν ἔτσι ἀνασταλτικῶς,
ὥστε νὰ μὴ αὐξηθοῦν τὰ
ἐξ ἀγνοίας ἁμαρτήματά
μου, καὶ αἱ ἁμαρτίαι μου νὰ
μὴ πλεονάσουν, διὰ νὰ μὴ πέσω
ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν μου καὶ
χαιρεκακήσουν ἐκεῖνοι διὰ τὴν
πτῶσιν μου;
|
3
καὶ νὰ μὴ πληθυνθοῦν αἱ ἐξ
ἀγνοίας παρεκτροπαί μου καὶ πλεονάσουν αἱ
ἁμαρτίαι μου καὶ πέσω ἐμπρὸς εἰς
τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀντιθέτων
μου καὶ χαρῇ εἰς βάρος μου ὁ ἐχθρός
μου; |
4
Κύριε, πάτερ καὶ Θεέ ζωῆς μου,
μετεωρισμὸν ὀφθαλμῶν μὴ δῷς
μοι |
4
Κύριε, πάτερ καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς
μου, μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ ἔχω
ὀφθαλμοὺς ὑπερηφάνους καὶ περιέργους.
|
4
Κύριε, Πάτερ καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου,
μὴ μοῦ δώσῃς ἀταξίαν καὶ ἐκ
πονηρὰς περιεργείας ἀποπλάνησιν τῶν ὀφθαλμῶν
μου· |
5
καὶ ἐπιθυμίαν ἀπόστρεψον ἀπ'
ἐμοῦ· |
5
Ἀπομάκρυνε δὲ ἀπὸ ἐμὲ
κάθε ἐπιθυμίαν κακήν.
|
5
καὶ κάθε πονηρὰν ἐπιθυμίαν ἀπομάκρυνον
ἀπ’ ἐμοῦ. |
6
κοιλίας ὅρεξις καὶ συνουσιασμὸς μὴ
καταλαβέτωσάν με, καὶ ψυχῇ ἀναιδεῖ
μὴ παραδῷς με. |
6
Ἂς μὴ μὲ καταλάβῃ καὶ
ἂς μὴ κυριαρχήσῃ ἐπάνω
μου ἡ κοιλιοδουλεία καὶ αἱ σαρκικαὶ
ἐπιθυμίαι τοῦ συνουσιασμοῦ· μὴ
μὲ παραδώσῃς εἰς τὴν κυριαρχίαν
ἀδιαντρόπου ψυχῆς. |
6
Ἂς μὴ μὲ ὑποδουλώσουν ὄρεξις
τῆς κοιλίας καὶ λαιμαργία, καθὼς καὶ
αἱ σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι τοῦ συνουσιασμοῦ,
καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ παραδοθῶ
εἰς ψυχὴν ἀναίσχυντον καὶ εἰς
φρόνημα πλῆρες ἀναιδείας. |
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΣΤΟΜΑΤΟΣ
|
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙΣ
ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΜΑΣ
|
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ
XAΛΙΝΑΓΩΓΗΣΙΝ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
|
7
Παιδείαν στόματος ἀκούσατε, τέκνα,
καὶ ὁ φυλάσσων οὐ μὴ ἁλῷ.
|
7
Παιδιά μου, ἀκούσατε λόγους μορφωτικοὺς
διὰ τὴν γλῶσσαν· ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς τηρήσῃ,
δὲν θὰ κυριευθῇ ἀπὸ ἄκριτον
γλῶσσαν.
|
7
Παιδιά μου, ἀκούσατε συμβουλὰς καὶ ἐντολὰς
ἀναφερομένας εἰς τὴν διαπαιθαγώγησιν τοῦ
στόματος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ
φυλάσσῃ ταύτας, δὲν θὰ κυριευθῇ ὑπὸ
ἁμαρτίας. |
8
Ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ καταληφθήσεται
ἁμαρτωλός, καὶ λοίδορος καὶ
ὑπερήφανος σκανδαλισθήσονται ἐν αὐτοῖς.
|
8
Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ στόματός
του συλλαμβάνεται ὁ ἁμαρτωλός, ὁ
δὲ ὑβριστὴς καὶ ὑπερήφανος
πάλιν ἐξ αἰτίας τῶν λόγων
του θὰ σκοντάψῃ καὶ θὰ πέσῃ.
|
8
Διὰ τῶν λόγων, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ
τὰ χείλη του, θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν
παγίδα ὁ ἁμαρτωλός, καὶ ὁ ὑβριστὴς
καὶ ὑπερήφανος θὰ σκοντάψουν καὶ θὰ
πέσουν δι' αὐτῶν. |
9
Ὅρκῳ μὴ ἐθίσῃς τὸ
στόμα σου καὶ ὀνομασίᾳ του ἁγίου
μὴ συνεθισθῇς· |
9
Μὴ συνηθίσῃς τὸ στόμα σου εἰς
τοὺς ὅρκους οὔτε καὶ νὰ προφέρῃς
τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεοῦ.
|
9
Μὴ συνήθισες τὸ στόμα σου εἰς ὅρκους
καὶ μὴ ἀποκτήσῃς τὴν ἕξιν
νὰ προφέρῃς τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου
Θεοῦ. |
10
ὥσπερ γὰρ οἰκέτης ἐξεταζόμενος
ἐνδελεχῶς ἀπὸ μώλωπας οὐκ
ἐλαττωθήσεται, οὕτως καὶ ὁ ὀμνύων
καὶ ὀνομάζων διαπαντὸς ἀπὸ
ἁμαρτίας οὐ μὴ καθαρισθῇ.
|
10
Ὅπως ἔνας δοῦλος, ὁ ὁποῖος
βρίσκεται πάντοτε κάτω ἀπὸ τὸ
βλέμμα καὶ τὴν ἐξέτασιν τοῦ
κυρίου του, δὲν θὰ διαφύγῃ τοὺς
ραβδιαμοὺς διὰ τὰ σφάλματά του,
ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ὁρκίζεται καὶ ἔχει πάντοτε εἰς
τὸ στόμα του τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
δὲν ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν
εὐθύνην τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς.
|
10
Διότι ὅπως ἕνας δοῦλος, ὁ ὁποῖος
ἐν συνεχείᾳ καὶ ἐπιμόνως ἐξετάζεται
καὶ ἀνακρίνεται διὰ τὰς ἀμελείας
καὶ παρεκτροπάς του, δὲν θὰ ἀπαλλαγῇ
οὔτε θὰ ὑποστῇ ἐλάττωσιν τῶν
ραβδισμῶν καὶ τῶν πληγῶν, ποὺ
θὰ τοῦ ἐπιβληθοῦν ἀπὸ
τὸν κύριόν του, ἔτσι καὶ αὐτὸς
ποὺ ὁρκίζεται καὶ διαρκῶς ἀναφέρει
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ
καθαρισθῇ ἀπὸ τὴν ἐνοχὴν
τῆς ἁμαρτίας. |
11
Ἀνὴρ πολύορκος πλησθήσεται ἀνομίας,
καὶ οὐκ ἀποστήσεται ἀπὸ
τοῦ οἴκου αὐτοῦ μάστιξ·
ἐὰν πλημμελήσῃ, ἁμαρτία
αὐτοῦ ἐπ' αὐτῷ, κἂν ὑπερίδῃ,
ἥμαρτε δισσῶς· καὶ εἰ διακενῆς
ὤμοσεν, οὐ δικαιωθήσεται, πλησθήσεται
γὰρ ἐπαγωγῶν ὁ οἶκος αὐτοῦ.-
|
11
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάμνει πολλοὺς
ὅρκους, θὰ γεμίσῃ ἀπὸ
παρανομίας καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι
του δὲν θὰ λείψῃ ποτὲ ἡ
μάστιξ τῶν θλίψεων. Ἐὰν περιπέσῃ
εἰς τὸ ἁμάρτημα τῶν πολλῶν
ὀρκῶν, ἐπάνω του θὰ πέσῃ
ἡ ἐνοχή. Ἐὰν δὲ ἀδιαφορήσῃ
διὰ τὸν ὅρκον, ἀμαρτάνει δύο
φοράς. Ἐὰν δὲ ἐν γνώσει
ὁρκισθῇ ψευδῶς, δὲν θὰ εὕρῃ
καμμίαν δικαίωσιν καὶ συγχώρησιν.
Τὸ δὲ σπίτι του θὰ γεμίσῃ
ἀπὸ τιμωρίας καὶ συμφοράς.
|
11
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάμνει πολλοὺς
ὅρκους, θὰ πλημμυρίσῃ ἀπὸ παραβάσεις
τοῦ Νόμου, καὶ δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ
ἀπὸ τὸν οἶκον του ἡ ράβδος τῆς
θείας τιμωρίας· ἐὰν ὁρκιζόμενος παραβῇ
τὸν ὅρκον, ἡ ἁμαρτία του καὶ
ἡ ἐνοχή του θὰ παραμένῃ ἐπ’
αὐτοῦ· καὶ ἐὰν ἀδιαφορήσῃ
καὶ δὲν μετανοήσῃ, ἔχει ἁμαρτήσει
δύο φοράς· καὶ ἐὰν ματαίως καὶ ψευδῶς
ὡρκίσθη, δὲν θὰ δικαιωθῇ, διότι τὸ
σπίτι του θὰ γεμίσῃ ἀπὸ συμφορᾶς.
|
12
Ἔστι λέξις ἀντιπεριβεβλημένη θανάτῳ,
μὴ εὑρεθήτω ἐν κληρονομίᾳ
Ἰακώβ· ἀπὸ γὰρ εὐσεβῶν
τοῦτα πάντα ἀποστήσεται, καὶ
ἐν ἁμαρτίαι οὐκ ἐγκυλισθήσονται.
|
12
Ὑπάρχουν τόσον βαρεῖαι καὶ βλάσφημοι
φράσεις, αἱ ὁποῖαι ἐπισύρουν
ὡς ποινὴν τὸν θάνατον. Τέτοιες
φράσεις ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ
δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν μεταξὺ
τῶν ἀπογόνων του Ἰακώβ. Ὅλαι
αὐταὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγωνται
ἐπιμελῶς ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς
ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μὴ κυλίωνται
αὐτοὶ μέσα εἰς τὸν βόρβορον
τῶν φοβερῶν αὐτῶν ἁμαρτιῶν.
|
12
Ὑπάρχει βλασφημία, ἡ ὁποία ὡς ἀνταπόδοσιν
καὶ τιμωρίαν ἔχει περιβληθῇ τὸν θάνατον.
Τοιαύτη λέξις νὰ μὴ βρεθῇ ποτὲ μεταξὺ
τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ. Διότι ἀπὸ
τοὺς εὐσεβεῖς, ὁποῖοι πρέπει
νὰ εἶναι οἱ Ἰσραηλῖται, ὅλα
αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα θὰ παραμένουν
μακρὰν καὶ δὲν θὰ κυλισθοῦν
οὗτοι εἰς οἰασδήποτε ἁμαρτίας.
|
13
Ἀπαιδευσίαν ἀσυρῆ
μὴ συνεθίσῃς τὸ στόμα
σου, ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ λόγος
ἁμαρτίας. |
13
Μὴ συνηθίσῃς τὸ στόμα σου εἰς
ἀναισχύντους λόγους, διότι μέσα
εἰς αὐτοὺς ὑπάρχουν πάντοτε
φράσεις ἁμαρτωλαί.
|
13
Μὴ συνηθίσῃς τὸ στόμα σου εἰς ἀπρεπῆ
καὶ ἀνάγωγον βωμολοχίαν, διότι ὑπάρχει εἰς
αὐτὴν λόγος ἔνοχος ἁμαρτίας.
|
14
Μνήσθητι πατρὸς καὶ μητρός σου ἀνὰ
μέσον γὰρ μεγιστάνων συνεδρεύεις·
μήποτ' ἐπιλάθῃ ἐνώπιον
αὐτῶν καὶ τῷ ἐθισμῷ σου
μωρανθῇς καὶ θελήσεις εἰ μὴ
ἐγεννήθης καὶ τὴν ἡμέραν
τοῦ τοκετοῦ σου καταράσῃ. |
14
Νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε τὸν πατέρα
σου καὶ τὴν μητέρα σου καὶ τὰς
συμβουλάς, ποὺ σοῦ ἔχουν δώσει,
καὶ ὅταν κάθησαι ἐν μέσῳ
τῶν ἀρχόντων. Πρόσεξε μὴ λησμονήσῃς
ἐνώπιον αὐτῶν τῶν ἀρχόντων
τοὺς γονεῖς σου καὶ μὲ τὴν συνήθειαν
τῆς ἀδιακρίτου σου γλώσσης ἀποβλακωθῇς.
Τότε ἴσως θὰ εἴπῃς, ὅτι
θὰ ἤθελες νὰ μὴ εἶχες γεννηθῆ
καὶ ἐνδεχομένως νὰ καταρασθῇς
τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς
σου. |
14
Νὰ ἐνθυμῆσαι μὲ σεβασμὸν τὸν
πατέρα καὶ τὴν μητέρα σου, ἰδία ὅταν
κοινωνικῶς ἀνυψωθῇς· διότι τότε κάθησαι
ὡς σύνεδρος ἐν μέσῳ ἀρχόντων. Πρόσεχε
λοιπὸν μήπως, παρασυρόμενος κάποτε ἀπὸ τὰς
τιμὰς τῆς ὑψηλῆς σου θέσεως, λησμονήσῃς
αὐτοὺς ἐμπρὸς εἰς τοὺς
συνέδρους σου καὶ ἀπὸ τὴν κακὴν
συνήθειαν τῆς ἀπροσέκτου γλώσσης σου ἀποβλακωθῇς
καὶ φθάσῃς νὰ ἐπιθυμήσῃς τὸ
νὰ μὴ εἶχες γεννηθῇ καὶ καταρασθῇς
τότε τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς σου.
|
15
Ἄνθρωπος συνεθιζόμενος λόγοις ὀνειδισμοῦ
ἐν πάσαις τοῖς ἡμέραις αὐτοῦ
οὐ μὴ παιδευθῇ· |
15
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει συνηθίσει
νὰ ἐκστομίζῃ ὑβριστικοὺς
καὶ ἐμπαικτικοὺς λόγους ὅλας
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του, δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ μορφωθῇ καὶ
προοδεύσῃ.
|
15
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει συνηθίσει
νὰ λέγῃ διαρκῶς ὑβριστικοὺς
λόγους, ποτὲ καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς του δὲν θὰ διορθωθῇ.
|
16
Δύο εἴδη πληθύνουσιν ἁμαρτίας,
καὶ τὸ τρίτον ἐπάξει ὀργήν.
|
16
Δύο εἴδη ἀνθρώπων πολλαπλασιάζουν
συνεχῶς τὰς ἁμαρτίας των καὶ
τὸ τρίτον εἶδος ἐφελκύει ἐπάνω
του τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ.
|
16
Δύο τάξεις ἀνθρώπων θὰ διαπράξουν πλῆθος
ἁμαρτημάτων καὶ τρίτον εἶδος θὰ ἐπιφέρῃ
τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ.
|
17
Ψυχὴ θερμὴ ὡς πῦρ
καιόμενον, οὐ μὴ σβεσθῇ ἕως
ἂν καταποθῇ· ἄνθρωπος πόρνος
ἐν σώματι σαρκὸς αὐτοῦ, οὐ
μὴ παύσηται ἕως ἂν ἐκκαύσῃ
πῦρ· ἀνθρώπῳ πόρνῳ
πᾶς ἄρτος ἡδύς, οὐ μὴ
κοπάσῃ ἕως ἐν τελυτήσῃ.
|
17
Ψυχὴ θερμαινομένη ἀπὸ τὸ πάθος
γίνεται ὡς καιομένη φωτιὰ καὶ
ἡ φωτιὰ αὐτὴ δὲν θὰ σβήσῃ,
ἕως ὅτου κατακαῇ ἐξ ὁλοκλήρου
ἡ ψυχή. Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος
ἁμαρτάνει ἐπάνω εἰς αὐτὸ
τοῦτο τὸ σῶμα του, δὲν θὰ σταματήσῃ
διαπράττων τὴν ἁμαρτίαν, ἕως
ὅτου τὸ πῦρ τῆς ἀπωλείας
τὸν κατακαύσῃ. Διὰ τὸν πορνεύοντα
ἄνθρωπον κάθε σὰρξ εἶναι γλυκεῖα
πρὸς ἀπόλαυσιν. Δὲν θὰ σταματήσῃ
τὴν ἁμαρτίαν του μέχρι καὶ τοῦ
θανάτου του. |
17
Ἡ ὑπὸ τοῦ πάθους θερμανθεῖσα
ψυχὴ γίνεται φλόγα, ποὺ καίεται καὶ ἡ
ὁποία δὲν θὰ σβήσῃ, ἕως ὅτου
καταναλωθῇ καὶ ἑξαφανισθῇ. Ἔτσι
καὶ κάθε ἄνθρωπος πόρνος, ποὺ ἁμαρτάνει
μὲ τὸ ἴδιόν του σῶμα, δὲν
θὰ παύσῃ ἁμαρτάνων, ἕως ὅτου
τὸ πῦρ τῆς θείας ὀργῆς τὸν
κατακαύσῃ. Εἰς τὸν πόρνον ἄνθρωπον
κάθε τι, ποὺ σὰν ἄρτος θὰ τοῦ
παρουσιασθῇ πρὸς κορεσμὸν τῆς ἀχορτάστου
ἐπιθυμίας του, εἶναι γλυκύ. Καὶ δὲν
θὰ παύσῃ οὕτε θὰ κουρασθῇ νὰ
ἁμαρτάνῃ, ἕως ὅτου ἀποθάνῃ.
|
18
Ἄνθρωπος παραβαίνων ἀπὸ τῆς
κλίνης αὐτοῦ, λέγων ἐν τῇ
ψυχῇ αὐτοῦ· τίς με ὁρᾷ;
Σκότος κύκλῳ μου καὶ οἱ τοῖχοί
με καλύπτουσι, καὶ οὐθείς με ὁρᾷ·
τί εὐλαβοῦμαι; Τῶν ἁμαρτιῶν
μου οὐ μὴ μνησθήσεται ὁ Ὕψιστος.
|
18
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μολύνει τὴν
συζυγικήν του κλίνην, λέγει ἐσωτερικῶς·
<ποιὸς μὲ βλέπει ἁμαρτάνοντα;
Σκοτάδι ὑπάρχει ὁλόγυρά
μου καὶ οἱ τοῖχοι μὲ σκεπάζουν·
κανεὶς λοιπὸν δὲν μὲ βλέπει·
τί φοβοῦμαι; Ὁ Ὕψιστος δὲν θὰ
ἐνθυμηθῇ τὰς ἁμαρτίας μου>.
|
18
Ἄνθρωπος ποὺ πηγαίνει ἔξω ἀπὸ
τὴν κλίνην του, ὁ παραβιάζων τὴν συζυγικὴν
πίστιν, λέγει μέσα του: Ποῖος μὲ βλέπει; Γύρω
μου εἶναι σκοτάδι καὶ οἱ τοῖχοι μὲ
σκεπάζουν καὶ μὲ κρύπτουν καὶ κανεὶς
δεv μὲ βλέπει. Ποῖον νὰ ἐντραπῶ
καὶ νὰ φοβηθῶ; Ὁ Ὕψιστος δὲν
θὰ ἐνθυμηθῇ τὰς ἁμαρτίας μου.
|
19
Καὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπων ὁ
φόβος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔγνω
ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως
ἡλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντες
πάσας, ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντες
εἰς ἀπόκρυφα μέρη.
|
19
Τὸ μόνον ποὺ αὐτὸς φοβεῖται
εἶναι οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν ἔμαθεν ὅμως ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ
τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπειροπλασίως
φωτεινότεροι ἀπὸ τὸν ἥλιον,
ἐπιβλέπουν εἰς ὅλους τοὺς δρόμους
τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων καὶ
ἔχουν γνῶσιν ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν,
τὰς ὁποίας καὶ εἰς τὰ
πλέον ἀπόκρυφα μέρη διαπράττουν
οἱ ἄνθρωποι.
|
19
Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ
μόνος φόβος τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Καὶ
δὲν ἔμαθεν ὅτι οἰ ὀφθαλμοὶ
τοῦ Κυρίου εἶναι δέκα χιλιάδες φορὲς (ἀπείρως)
λαμπρότεροι καὶ φωτεινότεροι ἀπὸ τὸν
ἥλιον καὶ ἐπιτηροῦν καὶ παρακολουθοῦν
ὅλους τοὺς δρόμους τῶν ἀνθρώπων καὶ
παρατηροῦν τὰ πιὸ ἀπόκρυφα μέρη καὶ
ὅ,τι συμβαίνει εἰς αὐτά.
|
20
Πρὶν ἢ κτισθῆναι τὰ πάντα, ἔγνωσται
αὐτῷ, οὕτως καὶ μετὰ συντελεσθῆναι
|
20
Πρὶν δημιουργηθοῦν τὰ σύμπαντα ἦσαν
ὅλα γνωστὰ εἰς τὸν Θεόν. Ἔτσι
καὶ μετὰ τὴν δημιουργίαν των αὐτὸς
τὰ πάντα ἐπιβλέπει καὶ γνωρίζει.
|
20
Προτοῦ νὰ δημιουργηθοῦν ὅλα, ὅσα
ὑπάρχουν, ἦσαν γνωστὰ εἰς Αὐτὸν
ἔτσι καὶ τώρα, ἀφοῦ ταῦτα ἔγιναν
καὶ συνετελέσθησαν, τὰ βλέπει καὶ τὰ
γνωρίζει. |
21
Οὗτος ἐν πλατείαις πόλεως ἐκδικηθήσεται,
καὶ οὖ οὐχ ὑπενόησε πιασθήσεται.
|
21
Αὐτὸς ὁ πόρνος εἰς τὰς
κοσμοβριθεῖς πλατείας τῆς πόλεως θὰ
τιμωρηθῇ καὶ ἐκεῖ, ὅπου δὲν
ὑπωπτεύετο τὸν κίνδυνον, θὰ
συλληφθῇ ἐπ' αὐτοφώρῳ.
|
21
Αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι κρύπτεται, δημοσία
καὶ εἰς τὰς πλατείας τῆς πόλεως θὰ
τιμωρηθῇ, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν
φαντάζεται καὶ δὲν περιμένει, θὰ συλληφθῇ
ἁμαρτάνων. |
22
Οὕτως καὶ γυνὴ καταλιποῦσα τὸν
ἄνδρα καὶ παριστῶσα κληρονόμον ἐξ
ἀλλοτρίου·
|
22
Ἔτσι θὰ τιμωρηθῇ καὶ ἡ γυναῖκα,
ἡ ὁποία ἔχει ἐγκαταλείψει
τὸν ἄνδρα της καὶ ἔφερεν εἰς
τὸν κόσμον παιδὶ ἀπὸ ξένον
ἄνδρα. |
22
Παρομοίως θὰ τιμωρηθῇ καὶ ἡ γυναῖκα,
ἡ ὁποία ἀφῆκε τὸν νόμιμον ἄνδρα
της καὶ παρουσίασεν ἀπόγονον καὶ κληρονόμον
ἀπὸ ξένον ἄνδρα. |
23
Πρῶτον μὲν γὰρ ἐν νόμῳ
Ὑψίστου ἠπείθησε, καὶ δεύτερον
εἰς ἄνδρα ἑαυτῆς ἐπλημμέλησε,
καὶ τὸ τρίτον ἐν πορνείᾳ
ἐμοιχεύθη, ἐξ ἀλλοτρίου ἀνδρὸς
τέκνα παρέστησεν. |
23
Αὐτὴ πρῶτον μὲν παρήκουσε τὸν
νόμον τοῦ Ὑψίστου, δεύτερον
ἡμάρτησεν ἀπέναντι τοῦ συζύγου
της καὶ τρίτον διέπραξε μοιχείαν καὶ
ἀπέκτησε τέκνα ἀπὸ ἄλλον
ἄνδρα. |
23
Θὰ τιμωρηθῇ δὲ καὶ αὐτή, πρῶτον
μὲν διότι ἠπείθησεν εἰς τὸν Νόμον
τοῦ Ὑψίστου, δεύτερον δὲ διότι ἡμάρτησεν
εἰς τὸν ἄνδρα της, καὶ τρίτον διότι
διὰ τῆς πορνείας τῆς ὑπέπεσεν εἰς
τὸ ἅμάρτημα τῆς μοιχείας καὶ ἀπὸ
ξένον ἄνδρα ἀπέκτησε τέκνα.
|
24
Αὕτη εἰς ἐκκλησίαν ἐξαχθήσεται,
καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα αὐτῆς
ἐπισκοπὴ ἔσται. |
24
Αὐτὴ βιαίως θὰ ὁδηγηθῇ
ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκίαν της
καὶ θὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ, διὰ νὰ δικασθῇ· ἀλλὰ
καὶ τὰ τέκνα της θὰ συναντήσουν
δοκιμασίας εἰς τὴν ζωήν των.
|
24
Αὕτη θὰ ὁδηγηθῇ δημοσίᾳ εἰς
τὴν συνέλευσιν τοῦ λαοῦ διὰ νὰ
λιθοβοληθῇ· διὰ δὲ τὰ τέκνα της
θὰ γίνῃ ἐξέτασις καὶ ἀνάκρισις,
διὰ νὰ ἀποδειχθῇ εἰς ποῖον
ἀνήκουν καὶ ποῖον ἔχουν πατέρα.
|
25
Οὐ διαδώσουσι τὰ τέκνα αὐτῆς
εἰς ρίζαν, καὶ οἱ κλάδοι αὐτῆς
οὐ δώσουσι καρπόν. |
25
Τὰ τέκνα αὐτῆς δὲν θὰ
ἀπλώσουν τὰς ρίζας των καὶ δὲν
θὰ ριζοβολήσουν. Καὶ οἱ κλάδοι
της δὲν θὰ ἀποφέρουν καρπόν,
δὲν θὰ ἀφήσουν ἀπογόνους.
|
25
Δὲν θὰ δοθῇ εἰς αὐτὰ ρίζα
γένους, ὥστε ἡ γενεά των νὰ ἀναγνωρισθῇ
νομίμως, καὶ οἱ ἀπὸ τὴν ρίζαν
ταύτην ἀναψυόμενοι κλάδοι δὲν θὰ δώσουν
καρπὸν καὶ νομίμους ἀπογόνους.
|
26
Καταλείψει εἰς κατάραν τὸ μνημόσυνον
αὐτῆς, καὶ τὸ ὄνειδος αὐτῆς
οὐκ ἐξαλειφθήσεται. |
26
Θὰ ἀφήσῃ κατηραμένην ἀνάμνησιν
καὶ ἡ καταισχύνῃ της ποτὲ δὲν
θὰ ἐξαλειφθῇ.
|
26
Θὰ ἀφήσῃ καὶ μετὰ θάνατον ἡ
γυναῖκα αὐτὴ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ
ὀνόματός της κατηραμένην, καὶ δὲν
θὰ ἑξαλειψθῇ οὔτε θὰ λησμονηθῇ
τὸ αἶσχος καὶ ἡ δυσφήμησίς της.
|
27
Καὶ ἐπιγνώσονται οἱ καταλειφθέντες
ὅτι οὐθὲν κρεῖττον φόβου Κυρίου
καὶ οὐθὲν γλυκύτερον τοῦ προσέχειν
ἐντολαῖς Κυρίου. |
27
Ἔτσι δὲ θὰ διδαχθοῦν ἀπὸ
τὰ πράγματα καὶ θὰ μάθουν οἱ
ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ὅτι δὲν
ὑπάρχει τίποτε καλύτερον ἀπὸ
τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν εὐλάβειαν
πρὸς τὸν Κύριον· καὶ τίποτε
γλυκύτερον, ἀπὸ τὸ νὰ προσέχῃ
καὶ νὰ τηρῇ κανεὶς τὰς ἐντολὰς
τοῦ Κυρίου. |
27
Οὕτως αὐτοί, ποὺ θὰ ἐπιζοῦν,
θὰ μάθουν διὰ τῶν πραγμάτων ὅτι δὲν
ὑπάρχει ἄλλο καλύτερον ἀπὸ τὸν
φόβον τοῦ Κυρίου καὶ δὲν εἶναι ἄλλο
γλυκύτερον ἀπὸ τὸ νὰ προσέχῃ
κανεὶς εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ
Κυρίου. |