Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ῷ
φοβουμένῳ Κύριον οὐκ ἀπαντήσει
κακόν, ἀλλ' ἐν πειρασμῷ καὶ
πάλιν ἐξελεῖται. |
κεῖνον
ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον, δὲν
θὰ τὸν συναντήσουν κακά. Καὶ
ἐὰν περιπέσῃ εἰς κανένα
πειρασμόν, ὁ Κύριος θὰ τὸν γλυτώσῃ
ἀπὸ αὐτόν.
|
κεῖνον,
ὁ ὁποῖος φοβεῖται τὸν Κύριον,
δὲν θὰ τὸν συναντήσῃ κανὲν
κακόν, ἀλλ’ ἐὰν συμβῇ εἰς αὐτὸν
πειρασμὸς καὶ δοκιμασία τις, καὶ πάλιν τότε
θὰ ἀπαλλάξῃ αὐτὸν ὁ Κύριος.
|
2
Ἀνὴρ σοφὸς οὐ μισήσει νόμον,
ὁ ὑποκρινόμενος ἐν αὐτῷ,
ὡς ἐν καταιγίδι πλοῖον. |
2
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν ἀποστρέφεται
τὸν θεῖον νόμον. Ἐκεῖνος ὅμως
ποὺ ὑποκρίνεται ὅτι τὸν σέβεται
καὶ δὲν τὸν τηρεῖ, ὁμοιάζει
μὲ πλοῖον εἰς καταιγίδα.
|
2
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ μισήσῃ
τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος
ὅμως, ὁ ὁποῖος μὲ ὑποκρισίαν
διατίθεται πρὸς αὐτόν, ὁμοιάζει πρὸς
πλοῖον, ποὺ παλαίει καὶ κινδυνεύει ἐν
μέσῳ καταιγίδος. |
3
Ἄνθρωπος συνετὸς ἐμπιστεύσει νόμῳ,
καὶ ὁ νόμος αὐτῷ πιστὸς
ὡς ἐρώτημα δήλων.
|
3
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ δώσῃ
πλήρη ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν θεῖον
νόμον. Ὁ θεῖος νόμος θὰ εἶναι
δι' αὐτὸν ἀξιόπιστος, αὐθεντικός,
δήλωσις τῆς ἀληθείας καὶ ἀπάντησις
ἐπὶ τῶν ἐρωτήσεων καὶ
ἀποριῶν του.
|
3
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ δώσῃ ἐμπιστοσύνην
εἰς τὸν θεῖον Νόμον, καὶ ὁ Νόμος
θὰ εἶναι ἀξιόπιστος καὶ αὐθεντικὸς
εἰς τῆς πρὸς αὐτὸν ἀπαντήσεις
του, ὅπως καὶ εἰς ἐρώτημα ὁ
θεῖος χρησμὸς καὶ ἡ θεία δήλωσις.
|
4
Ἑτοίμασον λόγον καὶ οὕτως ἀκουσθήσῃ,
σύνδησον παιδείαν καὶ ἀποκρίθητι.
|
4
Ἐτοίμασε τὸν λόγον σου καὶ κατόπιν
ὁμίλησε ἔτσι δὲ καὶ θὰ
σὲ ἀκούσουν μὲ προσοχὴν οἱ
ἄλλοι. Ἐπικαλέσου καὶ σύνδεσε
τὰς γνώσεις καὶ τὴν μόρφωσίν
σου, καὶ ἔπειτα δῶσε ἀπάντησιν.
|
4
Ἐτοίμασε μετὰ σοβαρὰς σκέψεως τὸν
λόγον, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπῃς,
καὶ ἔτσι παρεσκευασμένος, ὅπως θὰ
εἶσαι, θὰ ἀκουσθῇς μὲ προσοχὴν
ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς σου. Δέσε
σφιγκτὰ τὰς σκέψεις καὶ τὰ νοήματά
σου καὶ τότε δῶσε ἀπάντησιν.
|
5
Τροχὸς ἁμάξης σπλάγχνα μωροῦ,
καὶ ὡς ἄξων στρεφόμενος ὁ διαλογισμὸς
αὐτοῦ. |
5
Τὰ αἰσθήματα καὶ τὰ νοήματα
τοῦ μωροῦ εἶναι ἀσταθῆ καὶ
ἐναλλασσόμενα σὰν τὸν κυλιόμενον
τροχὸν τῆς ἀμάξης. Ὅπως ὁ
περιστρεφόμενος τροχὸς τῆς ἀμάξης,
ἔτσι εἶναι καὶ αἱ σκέψεις τοῦ
μωροῦ. |
5
Τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ μωροῦ καὶ
ἀσυνέτου ὁμοιάζει μὲ τὸν τροχὸν
ἁμάξης· καὶ σὰν ἄξονας ποὺ
στρέφεται διαρκῶς, ἔτσι ἄστατος εἶναι
καὶ ὁ διαλογισμός του, ἄστατοι καὶ
αἱ σκέψεις καὶ ἀποφάσεις του.
|
6
Ἵππος εἰς ὀχείαν ὡς φίλος
μωκός, ὑποκάτω παντὸς ἐπικαθημένου
χρεμετίζει. |
6
Ὁ τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα
περιγελῶν καὶ ἐμπαίζων φίλος
ὁμοιάζει μὲ ἐπιβήτορα ἵππον
εὑρισκόμενον εἰς ἐρεθισμόν,
ὁ ὁποῖος χρεμετίζει ὁποιονδήποτε
ἐπιβάτην καὶ ἂν ἔχῃ ἐπάνω
του. |
6
Σὰν ἵππον διατελοῦντα ἐν ὀργασμῷ
ὁμοιάζει ὁ φίλος, ποὺ περιγελᾷ τοὺς
πάντας καὶ αὐτὸν τὸν φίλον αὐτοῦ·
διότι ὁ ἵππος οὗτος χρεμετίζει, ὁποιοσδήποτε
καὶ ἂν κάθηται ἐπ’ αὐτοῦ. Οὕτω
καὶ ὁ χλευαστὴς περιπαίζει τοὺς πάντας.
|
7
Διατὶ ἡμέρα ἡμέρας ὑπερέχει,
καὶ πᾶν φῶς ἡμέρας ἐνιαυτοῦ
ἀφ' ἡλίου; |
7
Διατὶ ἡ μία ἡμέρα διαφέρει
κατὰ τὴν διάρκειαν ἀπὸ τὴν
ἄλλην, μολονότι ὅλον τὸ φῶς
τῆς ἡμέρας προέρχεται ἀπὸ
τὸν αὐτὸν ἥλιον καθ' ὅλον τὸ
διάστημα τοῦ ἔτους;
|
7
Διατὶ μία ἡμέρα εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ
ἄλλην, ἐνῷ τὸ φῶς κάθε ἡμέρας
τοῦ ἔτους προέρχεται ἀπὸ τὸν
αὐτὸν ἥλιον; |
8
Ἐν γνώσει Κυρίου διεχωρίσθησαν, καὶ
ἠλλοίωσε καιροὺς καὶ ἑορτάς·
|
8
Διὰ τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου ἐξεχώρισεν
ἡ μία ἡμέρα ἀπὸ τὴν
ἄλλην, ὁ ὁποῖος Κύριος καὶ
ἐδιαφοροποίησε τὰς ἐποχὰς καὶ
καθώρισε τὰς ἑορτάς.
|
8
Διὰ τῆς ἀπείρου σοφίας καὶ γνώσεως
τοῦ Κυρίου διεχωρίσθησαν καὶ διεκρίθησαν μεταξύ
των αἱ ἡμέραι, καὶ ὁ Κύριος ἔκαμε
διαφορετικὰς τὰς ἐποχὰς καὶ
τὰς εἰς αὐτὰς διεξαγομένας ἑορτάς.
|
9
ἀπ' αὐτῶν ἀνύψωσε καὶ
ἡγίασε καὶ ἐξ αὐτῶν ἔθηκεν
εἰς ἀριθμὸν ἡμερῶν.
|
9
Μερικὰς ἀπὸ τὰς ἡμέρας
τὰς ἀνύψωσε καὶ τὰς καθιέρωσεν
ὡς ἐορτασίμους. Τὰς δὲ ἄλλας
ὥρισεν ὡς καθημερινάς, διακρινομένας
μεταξύ των ἀπὸ μίαν ἁπλῆν
ἀρίθμησιν.
|
9
Ἀπὸ τὰς ἡμέρας αὐτὰς μερικὰς
ἐτίμησε καὶ ἐξεχώρισεν ὡς ἱεράς,
καὶ τὰς ὑπολοίπους ἐξ αὐτῶν
διέκρινεν ὡς συνήθεις καὶ ἀριθμουμένας ἡμέρας.
|
10
Καὶ ἄνθρωποι πάντες ἀπὸ ἐδάφους,
καὶ ἐκ γῆς ἐκτίσθη Ἀδάμ.
|
10
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι προέρχονται ἀπὸ
τὸ αὐτὸ χῶμα, ἀπὸ τὴν
γῆν. Ἀπὸ τὴν γῆν ἐπίσης
ἐπλάσθη καὶ ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ.
|
10
Καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅλοι ἐπλάσθησαν
ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ ἐδάφους,
ὅπως καὶ ὁ Ἀδὰμ ὁ πρωτόπλαστος
ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὴν γῆν.
|
11
Ἐν πλήθει ἐπιστήμης Κύριος διεχώρισεν
αὐτοὺς καὶ ἠλλοίωσε τὰς
ὁδοὺς αὐτῶν. |
11
Ὁ Κύριος, διὰ τῆς πανσοφίας
του, ἐξεχώρισε τοὺς ἀνθρώπους
καὶ τὰ ἔθνη μεταξύ των, καὶ
ἐδιαφοροποίησε τοὺς δρόμους τῆς
ζωῆς των.
|
11
Ὁ Κύριος ὅμως διὰ πολλῆς γνώσεως καὶ
σοφίας διεχώρισεν αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων,
ὥστε νὰ διακρίνεται ὁ ἕνας ἀπὸ
τὸν ἄλλον καὶ νὰ μὴ συγχύζωντ
αἱ μορφαί των, καὶ ἔκαμε διαφόρους
τοὺς δρόμους καὶ διαφορετικὰς τὰς
συνθήκας, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ ἔζων.
|
12
Ἐξ αὐτῶν εὐλόγησε καὶ
ἀνύψωσε καὶ ἐξ αὐτῶν ἡγίασε,
καὶ πρὸς αὐτὸν ἤγγισεν·
ἀπ' αὐτῶν κατηράσατο καὶ ἐταπείνωσε
καὶ ἀνέστρεψεν αὐτοὺς ἀπὸ
στάσεως αὐτῶν. |
12
Μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἐδόξασε,
τοὺς ἀνέδειξεν ἐκλεκτοὺς καὶ
διέταξε νὰ πλησιάσουν πρὸς αὐτόν,
διὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν. Ἄλλους
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς
κατηράσθη, τοὺς ἐταπείνωσε, τοὺς
ἀνέτρεψεν ἀπὸ τὰς ὑψηλὰς
καὶ ἰσχυρὰς θέσεις, ποὺ κατεῖχαν.
|
12
Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους εὐλόγησε
καὶ ἀνύψωσε καὶ ἀπὸ αὐτοὺς
ἄλλους ἐξεχώρισεν ὡς ἀφιερωμένους
καὶ τοὺς ἐπλησίασεν εἰς Ἑαυτὸν
ὡς διακόνους καὶ λειτουργούς του· ἀπὸ
αὐτοὺς κατηράσθη καὶ ἐξηυτέλισεν
ἄλλους καὶ κατεκρήμνισεν αὐτοὺς ἀπὸ
τῆς ὑψηλῆς θέσεώς των. |
13
Ὡς πηλὸς κεραμέως ἐν χειρὶ αὐτοῦ
- πᾶσαι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ
κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ-,
οὕτως ἄνθρωποι ἐν χειρὶ τοῦ
ποιήσαντος αὐτοὺς ἀποδοῦναι
αὐτοῖς κατὰ τὴν κρίσιν αὐτοῦ.
|
13
Ὅπως ὁ πηλὸς εἰς τὰ χέρια
τοῦ κεραμέως, ὁ ὁποῖος τὸν
μορφοποιεῖ σύμφωνα μὲ τὴν εὐχαρίστησίν
του, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι
εἰς τὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ
των, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνταποδίδει
εἰς αὐτοὺς κατὰ τὴν δικαίαν
κρίσιν του. |
13
Ὅπως ὁ πηλὸς τοῦ κεραμοποιοῦ
εἶναι εἰς τὰς χεῖρας του - ὅλοι
δὲ οἱ τρόποι καὶ αἱ μορφαὶ τῆς
διαπλάσεως τοῦ πηλοῦ γίνονται κατὰ τὴν
ἀρέσκειαν καὶ τὴν ἐλευθέραν θέλησίν
του - ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι εὑρίσκονται
εἰς τὰς χεῖρας Αὐτοῦ ποὺ
τοὺς ἔπλασε, διὰ νὰ ἀνταμείψῃ
καὶ ἀνταποδώσῃ εἰς αὐτοὺς
ὅπως Αὐτὸς θὰ ἀποφασίσῃ.
|
14
Ἀπέναντι τοῦ κακοῦ τὸ ἀγαθὸν
καὶ ἀπέναντι τοῦ θανάτου ἡ
ζωή· οὕτως ἀπέναντι εὐσεβοῦς
ἁμαρτωλός. |
14
Παραπλεύρως ἀπὸ τὸ κακὸν ὑπάρχει
τὸ ἀγαθόν· παραπλεύρως ἀπὸ
τὸν θάνατον ὑπάρχει ἡ ζωή.
Ἔτσι καὶ παραπλεύρως ἀπὸ τὸν
εὐσεβῆ ὑπάρχει ὁ ἁμαρτωλός.
|
14
Ἀπέναντι τοῦ κακοῦ καὶ ἀντίθετον
πρὸς αὐτὸ εἶναι τὸ ἀγαθόν,
ἀπέναντι δὲ τοῦ θανάτου, ἀντίθετος
πρὸς αὐτόν, εἶναι ἡ ζωή. Ἔτσι
καὶ ἀπέναντι πρὸς τὸν εὐσεβῆ
εἶναι ὁ ἁμαρτωλός. |
15
Καὶ οὕτως ἔμβλεψον εἰς πάντα
τὰ ἔργα τοῦ Ὑψίστου, δύο
δύο, ἓν κατέναντι τοῦ ἑνός.
|
15
Ἔτσι βλέπε προσεκτικῶς καὶ παρατήρει
ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Ὑψίστου.
Δύο δύο, τὸ ἕνα ἀπέναντι
τοῦ ἄλλου.
|
15
Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον παρατήρησον
ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Ὑψίστου,
κατὰ ζεύγη, δύο - δύο, τὸ ἓν ἀντιτιθέμενον
εἰς τὸ ἄλλο. |
16
Κἀγὼ ἔσχατος ἠγρύπνησα ὡς
καλαμώμενος ὀπίσω τρυγητῶν·
|
16
Ἐγὼ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς
σοφοὺς ἦλθα. Ἠγρύπνησα διὰ τὴν
μελέτην τῆς σοφίας, σὰν ἔνας
τσαμπιδολόγος, ποὺ ἔρχεται ὕστερα
ἀπὸ τοὺς τρυγητὰς τοῦ ἀμπελιοῦ.
|
16
Καὶ ἐγὼ ἔσχατος ἐκ τῶν
καταγραφέων τῶν ἐν τῇ Βίβλῳ ἱερῶν
ἀποφθεγμάτων παρέμεινα ἄγρυπνος ὡς ραγολόγος
συλλέγων τὰ ἀπομεινάρια κατόπιν ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ ἐτρύγησαν.
|
17
ἐν εὐλογίᾳ Κυρίου ἔφθασα
καὶ ὡς τρυγῶν ἐπλήρωσα ληνόν.
|
17
Ὁ Θεὸς ὅμως μὲ ηὐλόγησε
καὶ ἐγέμισα τὸ πατητήρι μου
ἀπὸ σταφύλια, ὡσὰν κανονικὸς
τρυγητής.
|
17
Ἠξιώθην ὅμως τῆς εὐλογίας τοῦ
Κυρίου καὶ ὡς τρυγητὴς ἐγέμισα ἀπὸ
σταφυλὰς τὸν ληνόν μου. |
18
Κατανοήσατε ὅτι οὐκ ἐμοὶ μόνῳ
ἐκοπίασα, ἀλλὰ πᾶσι τοῖς
ζητοῦσι παιδείαν. |
18
Προσέξετε καὶ μάθετε, ὅτι ἐγὼ
δὲν ἐκοπίασα διὰ τὸν ἑαυτόν
μου μόνον, ἀλλὰ καὶ δι' ὅλους
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν
καὶ ἐπιζητοῦν μόρφωσιν καὶ σοφίαν.
|
18
Παρατηρήσατε καὶ ἀναγνωρίσατε ὅμως ὅτι
δὲν ἐκοπίασα διὰ μόνον τὸν ἑαυτόν
μου, ἀλλὰ καὶ δι' ὅλους ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ εὔρουν
τὴν διαπαιδαγώγηση καὶ μόρφωσίν των.
|
19
Ἀκούσατέ μου, μεγιστάνες λαοῦ,
καὶ οἱ ἡγούμενοι ἐκκλησίας,
ἐνωτίσασθε· |
19
Ἄρχοντες καὶ ἐπίσημοι τοῦ λαοῦ,
ἀκούσατέ με· προϊστάμενοι εἰς
συγκεντρώσεις ἀνθρώπων, δῶστε προσοχὴ
εἰς τὰ λόγια μου. |
19
Ἀκούσατέ με, ἄρχοντες τοῦ λαοῦ, καὶ
οἱ πρωτοστατοῦντες εἰς πολυπληθεῖς
συγκεντρώσεις προσέξατε καὶ βάλετε εἰς τὰ
αὐτιά σας αὐτὰ ποὺ σᾶς
λέγω. |
20
υἱῷ καὶ γυναικὶ, ἀδελφῷ
καὶ φίλῳ μὴ δῷς ἐξουσίαν
ἐπὶ σὲ ἐν ζωῇ σου· καὶ
μὴ δῷς ἑτέρῳ τὰ χρήματά
σου, ἵνα μὴ μεταμεληθείς δέῃ
περὶ αὐτῶν. |
20
Μὴ δώσῃς τὸ δικαίωμα νὰ
σὲ ἐξουσιάσῃ, ἐφ' ὅσον
ζῇς οὔτε τὸ
παιδὶ σου, οὔτε ἡ σύζυγός σου,
οὔτε ὁ ἀδελφός σου, οὔτε ὁ
φίλος σου. Μὴ δώσῃς εἰς
ἄλλον τὰ χρήματά σου, διὰ νὰ
μὴ μεταμεληθῇς ὕστερον καὶ παρακαλῇς
ματαίως δι' αὐτά.
|
20
Εἰς υἱόν σου καὶ εἰς γυναῖκα
σου, εἰς ἀδελφὸν καὶ φίλον σου μὴ
δίδῃς ἐξουσίαν καὶ δικαιώματα ἐπὶ
σοῦ, ἐφ' ὅσον ζῇς, καὶ μὴ
δώσῃς εἰς ἄλλον τὰ χρήματά σου, διὰ
νὰ μὴ παρακαλῇς τούτους ὡς ἔχων
ἀνάγκην, ὅταν μεταμεληθῇς διὰ τὴν
πρᾶξιν σου αὐτήν. |
21
Ἕως ἔτι ζῇς καὶ πνοὴ ἐν
σοί, μὴ ἀλλάξῃς σεαυτὸν
πάσῃ σαρκί. |
21
Ἕως ὅτου ζῇς καὶ ἀναπνέεις,
μὴ μεταβιβάζῃς τὴν ἐλευθερίαν
σου καὶ τὴν περιουσίαν σου εἰς κανένα
ἄλλον ἄνθρωπον.
|
21
Ἐφ’ ὅσον ζῇς ἀκόμη καὶ
ὑπάρχει πνοὴ μέσα σου, μὴ ἀνταλλάξῃς
τὸν ἑαυτόν σου μὲ οἰονδήποτε
ἄλλον, ὥστε οὗτος νὰ σὲ ὁρίζῃ
καὶ να ἔχῃ ἐξουσίαν ἐπὶ
σοῦ. |
22
Κρείσσων γάρ ἐστι τὰ τέκνα δεηθῆναί
σου ἢ σὲ ἐμβλέπειν εἰς χεῖρας
υἱῶν σου. |
22
Διότι εἶναι προτιμότερον τὰ τέκνα
σου νὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκην σου
καὶ νὰ σὲ παρακαλοῦν, παρὰ σὺ
νὰ προσβλέπῃς εἰς τὰ χέρια
τῶν τέκνων σου, μήπως καὶ σοῦ
δώσουν τίποτε.
|
22
Σοῦ συνιστῶ τὰ ἀνωτέρω, διότι εἶναι
προτιμότερον νὰ σὲ παρακαλοῦν καὶ
νὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκην σου τὰ
τέκνα σου, παρὰ νὰ κυττάζῃς σὺ ἱκετευτικῶς
εἰς τὰ χέρια τῶν παιδιῶν σου.
|
23
Ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου γίνου
ὑπεράγων, μὴ δῷς μῶμον ἐν
τῇ δόξῃ σου. |
23
Εἰς ὅλα τὰ ἔργα νὰ εἶσαι
σὺ ὁ κύριος· φρόντισε μόνον
νὰ μὴ προσάψῃς
μομφὴν εἰς
τὴν ὑπόληψίν σου.
|
23
Εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου καὶ τὰς
ὑποθέσεις σου νὰ γίνεσαι ὁ κυρίαρχος καὶ
ὁ ὑπερέχων, καὶ πρόσεξε νὰ μὴ
δώσῃς οὐδεμίαν μομφὴν εἰς τὴν
φήμην καὶ ὑπόληψίν σου. |
24
Ἐν ἡμέρᾳ συντελείας ἡμερῶν
ζωῆς σου καὶ ἐν καιρῷ τελευτῆς
διάδος κληρονομίαν. |
24
Ὅταν ὅμως τελειώσουν αἱ ἡμέραι
τῆς ζωῆς σου καὶ πρόκειται νὰ
ἐκδημήσῃς ἀπὸ τὸν κόσμον
αὐτόν, μὲ διαθήκην τακτοποίησε
εἰς ποίους θὰ δώσῃς
τὴν κληρονομίαν.
|
24
Κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ λάβουν
τέλος αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς σου, καὶ
κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θανάτου σου μοίρασε
τὴν περιουσίαν, τὴν ὁποίαν θ’ ἀφήσῃς
ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς ἐπιζῶντας.
|
ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΩΝ
|
ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΩΝ
|
ΠΕΡΙ ΔΟΥΛΩΝ
|
25
Χορτάσματα καὶ ράβδος καὶ φορτία
ὄνῳ ἄρτος καὶ παιδεία καὶ
ἔργον οἰκέτῃ. |
25
Εἰς τὸν ὄνον δῶσε
τροφάς, ραβδισμοὺς καὶ φορτίον·
εἰς τὸν ὑπηρέτην σου δῶσε ἄρτον,
διαπαιδαγώγησιν μὲ
αὐστηρότητα καὶ ἐργασίαν.
|
25
Τροφαὶ καὶ ράβδος καὶ φορτίον εἶναι
διὰ τὸν ὂνον· ἄρτος καὶ
παιδαγωγικὴ τιμωρία καὶ ἐργασία εἶναι
διὰ τὸν ὑπηρέτην. |
26
Ἔργασαι ἐν παιδί, καὶ εὑρήσεις
ἀνάπαυσιν· ἄνες
χεῖρας αὐτῷ, καὶ ζητήσει ἐλευθερίαν.
|
26
Δῶσε ἐργασίαν εἰς τὸν ὑπηρέτην
σου καὶ ἔτσι θὰ εὕρῃς σὺ
τὴν ἡσυχίαν σου. Ἂν ὅμως δώσῃς
ἄνεσιν εἰς τὰ χέρια του, αὐτὸς
θὰ σοῦ ζητήσῃ
πλήρη τὴν ἐλευθερίαν
του. |
26
Βάλε εἰς ἐργασίαν τὸν δοῦλον,
καὶ θὰ εὕρῃς τὴν ἡσυχίαν
καὶ ἀνάπαυσίν σου· δὸς ἄνεσιν εἰς
τὰς χεῖρας του, καὶ θὰ ζητήσῃ
ἐλευθερίαν. |
27
Ζυγὸς καὶ ἱμὰς κάμψουσι τράχηλον,
καὶ οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι
καὶ βάσανοι. |
27
Ὅπως ὁ ζυγὸς καὶ τὰ λουριὰ
κάμπτουν τὸν τράχηλον τῶν ζώων,
ἔτσι καὶ τὸν κακὸν ὑπηρέτην
ἐξαναγκάζουν εἰς ὑποταγὴν τὰ
βασανιστικὰ ὄργανα καὶ αἱ τιμωρίαι.
|
27
Ὅπως ὁ ζυγὸς καὶ τὸ λωρίον θὰ
λυγίσουν τὸν τράχηλον τοῦ ὑποζυγίου, ἔτσι
καὶ διὰ τὸν κακὸν καὶ δύστροπον
ὑπηρέτην ἀρμόζουν αἱ μέχρι στρεβλώσεων
τιμωρίαι καὶ τὰ βάσανα. |
28
Ἔμβαλε αὐτὸν εἰς ἐργασίαν,
ἵνα μῇ ἀργῇ, πολλὴν γὰρ
κακίαν ἐδίδαεν ἡ ἀργία.
|
28
Βάλε τον εἰς ἐργασίαν, διὰ νὰ
μὴ μένῃ ἀργὸς, διότι ἡ
ἀργία εἶναι διδάσκαλος
εἰς πολλὰς κακίας.
|
28
Ρῖψε τον εἰς ἐργασίαν, διὰ νὰ
μὴ εἶναι ἀργός. Διότι ἡ ἀργία
ἔγινε διδάσκαλος πολλῆς κακίας.
|
29
Εἰς ἔργα κατάστησαν, καθὼς πρέπει
αὐτῷ, κἂν μὴ πειθαρχῇ, βάρυνον
τὰς πέδας αὐτοῦ.
|
29
Βάλε τον καὶ ὑποχρέωσέ τον εἰς
ἔργα, ποὺ ταιριάζουν εἰς αὐτόν.
Ἂν δὲ δὲν πειθαρχήσῃ, δέσε
μὲ βαρειὲς ἁλυσίδες τὰ πόδια
του. |
29
Ἐγκατάστησέ τον εἰς ἔργα, ὅπως
τοῦ ἁρμόζει, καὶ ἐὰν δὲν
πειθαρχῇ, δέσε μὲ βαρέα δεσμὰ τοὺς
πόδας του. |
30
Καὶ μὴ περισσεύσῃς ἐν πάσῃ
σαρκί, καὶ ἄνευ κρίσεως μὴ ποιήσῃς
μηδέν. |
30
Ἀλλὰ μὴ εἶσαι ὑπερβολικὰ
ἀπαιτητικὸς ἀπέναντι οὐδενὸς
καὶ χωρὶς ὀρθοφροσύνην νὰ μὴ
πράττῃς τίποτε.
|
30
Μὴ περισσεύσῃς ὅμως καὶ μὴ ὑπερβῇς
τὸ μέτρον τῶν τιμωριῶν πρὸς πάντα
ἄνθρωπον, καὶ χωρὶς κρίσιν καὶ δικαίαν
ἐξέτασιν μὴ κάμῃς τίποτε.
|
31
Εἰ ἔστι σοι οἰκέτης, ἔστω ὡς
σύ, ὅτι ἐν αἵματι ἐκτήσω
αὐτόν. |
31
Ἐὰν ἔχῃς δοῦλον, νὰ συμπεριφέρεσαι
πρὸς αὐτόν, ὅπως πρὸς τὸν
ἑαυτόν σου. Διότι μὲ τὸ
αἷμα σου τὸν ἀπέκτησες.
|
31
Ἐὰν ὑπάρχῃ εἰς σὲ ὑπηρέτης,
θεώρει τοῦτον ὡς τὸν ἑαυτόν
σου, διότι τὸν ἀπέκτησες μὲ τὸ χρῆμα
τοῦ ἱδρῶτος καὶ τοῦ αἵματός
σου. |
32
Εἰ ἔστι σοι οἰκέτης, ἄγε αὐτὸν
ὡς ἀδελφόν, ὅτι ὡς ἡ ψυχή
σου ἐπιδεήσεις αὐτοῦ. |
32
Ἐὰν ἔχῃς δοῦλον, νὰ συμπεριφέρεσαι
ἀπέναντί του ὡς πρὸς ἀδελφόν,
διότι ἔχεις τὴν ἀνάγκην του,
ὅπως ἀνάγκην ἔχεις καὶ τῆς
ζωῆς σου. |
32
Ἐὰν ὑπάρχῃ εἰς σὲ ὑπηρέτης,
μεταχειρίσου τον ὡς ἀδελφόν, διότι θὰ λάβῃς
τὴν ἀνάγκην του ὅσον σου εἶναι ἀναγκαία
αὐτὴ ἡ ζωή σου.
|
33
Ἐὰν κακώσῃς αὐτὸν καὶ
ἀπάρας ἀποδρᾷ, ἐν ποίᾳ
ὁδῷ ζητήσεις αὐτόν;
|
33
Ἐὰν τὸν κακομεταχειρισθῆς,
σηκωθῇ δὲ αὐτὸς
καὶ φύγῃ, εἰς ποῖον δρόμον
θὰ τρέξῃς νὰ
τὸν ἀναζητήσῃς
καὶ τὸν εὕρῃς;
|
33
Ἐὰν τὸν κακομεταχειρισθῇς καὶ
ἀναχωρήσας δραπετεύσῃ, εἰς ποῖον δρόμον
θὰ ἀναζητήσῃς αὐτὸν διὰ
νὰ τὸν εὕρῃς; |