Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
εναὶ
ἐλπίδες καὶ ψευδεῖς ἀσυνέτῳ
ἀνδρί, καὶ ἐνύπνια ἀναπτεροῦσιν
ἄφρονας. |
αταίας
καὶ ἀπατηλὰς ἐλπίδας τρέφει
ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος. Καὶ τὰ
ὄνειρα δίδουν πτερὰ εἰς τοὺς
μωρούς. |
άταιαι
καὶ ψευδεῖς εἶναι αἱ ἐλπίδες
τοῦ ἀσυνέτου ἀνθρώπου, τὰ δὲ
ὄνειρα δίδουν πτερὰ εἰς τὴν φαντασίαν
τῶν ἀνοήτων. |
2
Ὡς δρασσόμενος σκιᾶς καὶ διώκων
ἄνεμον, οὕτως ἐπέχων
ἐνυπνίοις. |
2
Ἐκεῖνος ποὺ δίδει προσοχὴν εἰς
τὰ ὄνειρα, ομοιάζει μὲ ἐκεῖνον
ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἁρπάξῃ
τὴν σκιάν του, καὶ τρέχει διὰ
νὰ συλλάβῃ τὸν ἄνεμον.
|
2
Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει εἰς τὰ
ὄνειρα, ὁμοιάζει πρὸς τὸν προσπαθοῦντα
νὰ συλλάβῃ τὴν σκιὰν καὶ πρὸς
τὸν καταδιώκοντα τὸν ἄνεμον.
|
3
Τοῦτο κατὰ τούτου ὅρασις ἐνυπνίων,
κατέναντι προσώπου ὁμοίωμα προσώπου.
|
3
Καθρέπτης καὶ ὄνειρα εἶναι πράγματα
ὅμοια. Τὸ ὄνειρον εἶναι ὅ,τι
ἡ εἰκὼν προσώπου ἐμπρὸς
εἰς ἕνα κάτοπτρον.
|
3
Τὸ ὄνειρον εἶναι τὸ ἀντικαθρέπτισμα,
τὸ ὁποῖον σχηματίζεται ἀπὸ τὸ
πρὸ τοῦ καθρέπτου ἀντικείμενον· εἶναι
τὸ ἐντὸς τοῦ καθρέπτου ὁμοίωμα
τοῦ κατέναντι εἰς αὐτὸν προσώπου.
|
4
Ἀπὸ ἀκαθάρτου τί καθαρισθήσεται;
Καὶ ἀπὸ ψευδοῦς τί ἀληθεύσει;
|
4
Ἀπὸ ἕνα ἀκάθαρτον πρᾶγμα
ἢ πρόσωπον ἠμπορεῖ νὰ προέλθῃ
τίποτε καθαρόν; Καὶ ἀπὸ κάτι,
ποὺ εἶναι ψευδές, ἠμπορεῖ νὰ
προέλθῃ κάτι τὸ ἀληθινόν;
|
4
Ἀπὸ ἀκάθαρτον ὅμως πρᾶγμα τί
καθαρὸν δύναται νὰ προέλθῃ; Καὶ ἀπὸ
τὸ ψευδὲς ἐσωτερικὸν τοῦ διδόντος
πίστιν εἰς τὰ ὄνειρα τί ἀληθὲς
δύναται νὰ προέλθῃ καὶ νὰ προβληθῇ;
Ὁποῖον τὸ ἐσωτερικόν του παρασυρομένου
ἀπὸ τὰ ὄνειρα, τοιοῦτον καὶ
τὸ ἐξ αὐτοῦ προβαλλόμενον εἰς
τὰ ὄνειρα ταῦτα εἴδωλον.
|
5
Μαντεῖαι καὶ οἰωνισμοὶ καὶ ἐνύπνια
μάταιά ἐστι, καὶ ὡς ὠδινούσης
φαντάζεται καρδία. |
5
Αἱ μαντεῖαι, αἱ οἰωνοσκοπίαι
καὶ τὰ ὄνειρα εἶναι μάταια πράγματα.
Ὁμοιάζουν μὲ ἐξημμένας ὀνειροπολήσεις
γυναικός, ἡ ὁποία εὑρίσκεται
ὑπὸ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ.
|
5
Μαντεῖαι καὶ πληροφορίαι ἀπὸ οἰωνοὺς
καὶ ὄνειρα εἶναι ὅλα μάταια καὶ
χωρὶς κανὲν περιεχόμενον ἀληθές· εἶναι
δὲ σὰν φανταστικαὶ παρακρούσεις καὶ
ψευδαισθήσεις γυναικός, ποὺ διατελεῖ ὑπὸ
τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ.
|
6
Ἐὰν μὴ παρὰ Ὑψίστου ἀποσταλῇ
ἐν ἐπισκοπῇ, μὴ δῷς εἰς
αὐτὰ τὴν καρδίαν σου·
|
6
Ἐὰν τὸ ὄνειρον δὲν ἔχῃ
ἀποστολῆ ἀπὸ τὸν Ὕψιστον
εἰς κάποιον εὐμενῆ ἐπίσκεψίν
του, μὴ δώσῃς εἰς αὐτὸ
τὴν καρδίαν σου,
|
6
Ἐὰν τὸ ὄνειρον δὲν ἀποσταλῇ
ἀπὸ τὸν Ὕψιστον εἰς τινὰ
ἐπίσκεψίν του πρὸς ἡμᾶς, μὴ
δώσῃς εἰς αὐτὸ τὴν καρδίαν σου
καὶ μὴ τὸ προσέχῃς.
|
7
πολλοὺς γὰρ ἐπλάνησε τὰ ἐνύπνια,
καὶ ἐξέπεσον ἐλπίζοντες ἐπ'
αὐτοῖς. |
7
διότι τὰ ὄνειρα πολλοὺς ἐπλάνησαν
καὶ ὅσοι ἐστήριξαν τὰς ἐλπίδας
των εἰς αὐτά, ἐξέπεσαν καὶ
ἠπατήθησαν.
|
7
Διότι πολλοὺς ἐπλάνησαν τὰ ὄνειρα,
καὶ διεψεύσθησαν ἐλπίζοντες εἰς αὐτά.
|
-8
Ἄνευ ψεύδους συντελεσθήσεται νόμος,
καὶ σοφία στόματι πιστῷ τελείωσις.
|
8
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ
ψευσθῇ. Θὰ ἐκπληρωθῇ εἰς τὰς
διαβεβαιώσεις του, εἴτε πρὸς ἀμοιβὴν
εἴτε πρὸς τιμωρίαν. Ἡ θεία σοφία
εἰς τὸ στόμα καὶ τὴν καρδίαν
τοῦ πιστοῦ εἶναι πλήρης καὶ
ἰκανοποιητική, καὶ ὀχι τὰ ὄνειρα.
|
8
Ὁ Νόμος θὰ ἀποδειχθῇ τέλειος καὶ
θὰ ἐκπληρώσῃ τὰς ἐπαγγελίας
καὶ ὑποσχέσεις του, καὶ ἡ Σοφία θὰ
παρουσιασθῇ σαφὴς καὶ τελεία μόνον εἰς
τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ, τοῦ ἑρμηνεύοντος
ὄχι τὰ ὄνειρα, ἀλλὰ τὸν
Νόμον. |
9
Ἀνὴρ πεπαιδευμένος ἔγνω πολλά,
καὶ ὁ πολύπειρος ἐκδιηγήσεται
σύνεσιν. |
9
Ὁ μορφωμένος ἄνθρωπος γνωρίζει πολλά,
καὶ ὁ πολύπειρος ἄνθρωπος θὰ
ὁμιλῇ μὲ σύνεσιν.
|
9
Ἄνθρωπος ποὺ ἐμορφώθη διὰ τῆς
θείας παιδείας, ἔμαθε πολλά, καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ἔχει μεγάλην πεῖραν, θὰ ὁμιλῇ
μὲ σύνεσιν. |
10
Ὃς οὐκ ἐπειράθη ὀλίγα
οἶδεν, ὁ δὲ πεπλανημένος πληθυνεῖ
πανουργίαν. |
10
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει πεῖραν
τῆς ζωῆς, ὀλίγα γνωρίζει. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ ἐταξίδευσεν εἰς πολλὰ
μέρη, ἔχει πλῆθος γνώσεων καὶ
ἱκανοτήτων.
|
10
Αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπέστη δοκιμασίαν
καὶ δὲν ἔλαβε πεῖραν τῆς ζωῆς,
γνωρίζει ὀλίγα, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ
ἔχει γυρίσει τὸν κόσμον καὶ περιεπλανήθη
εἰς πολλὰ ταξίδια, θὰ ἔχῃ πληθύνει
τὴν ἐξυπνάδα του. |
11
Πολλὰ ἑώρακα ἐν τῇ ἀποπλανήσει
μου, καὶ πλείονα τῶν λόγων μου σύνεσίς
μου. |
11
Πολλὰ εἶδα καὶ ἔμαθα, καθὼς
περιηρχόμην τὰ διάφορα μέρη τοῦ
κόσμου· καὶ ἡ σοφία μου εἶναι
πολὺ ἀνωτέρα ἀπὸ τὰ λόγια
μου. |
11
Πολλὰ ἔχω ἴδει, ὅταν ἐγύριζα
ἀπὸ τὸ ἓν μέρος εἰς τὸ
ἄλλο, καὶ αὐτὰ ποὺ ἔμαθα,
εἶναι περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα,
ποὺ ἠμπορῶ νὰ εἴπω.
|
12
Πλεονάκις ἕως θανάτου ἐκινδύνευσα
καὶ διεσώθην τούτων χάριν.
|
12
Πολλὲς φορὲς διέτρεξα κίνδυνον θανάτου,
ἐσώθην ὅμως χάρις εἰς τὰς
γνώσεις καὶ τὴν πεῖραν μου.
|
12
Πάρα πολλὰς φορὰς ἐκινδύνευσα μέχρι θανάτου
καὶ διεσώθην χάρις εἰς τὴν πεῖραν
καὶ τὴν ἐκ ταύτης σύνεσίν μου.
|
13
Πνεῦμα φοβουμένων Κύριον ζήσεται,
ἡ γὰρ ἐλπὶς αὐτῶν ἐπὶ
τὸν σώζοντα αὐτούς. |
13
Πολὺ θὰ παραταθῇ ἡ ζωὴ τῶν
φοβουμένων τὸν Κύριον, διότι ἡ
ἐλπίς των στηρίζεται εἰς τὸν
σωτῆρα Θεόν.
|
13
Τὸ πνεῦμα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
φοβοῦνται τὸν Κύριον, θὰ ζῇ, διότι
ἡ ἐλπίς των θὰ στηρίζεται εἰς Αὐτόν,
ὁ Ὁποῖος θὰ τοὺς σώζῃ.
|
14
Ὁ φοβούμενος Κύριον οὐδὲν εὐλαβηθήσεται
καὶ οὐ μὴ δειλιάσῃ, ὅτι
αὐτὸς ἐλπὶς αὐτοῦ.
|
14
Ἐκεῖνος ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον,
δὲν θὰ φοβηθῇ τίποτε ἄλλο καὶ
δὲν θὰ δειλιάσῃ πρὸ οὐδενός,
διότι αὐτὸς οὖτος ὁ Κύριος
εἶναι ἡ ἐλπίς του.
|
14
Ἐκεῖνος ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον,
δὲν θὰ φοβηθῇ τίποτε καὶ δὲν
θὰ δειλιάσῃ, διότι ὁ Κύριος εἶναι
ἡ ἐλπίς του. |
15
Φοβουμένου τὸν Κύριον μακαρία ἡ
ψυχή· τίνι ἐπέχει καὶ τίς
ἀντιστήριγμα αὐτοῦ;
|
15
Εὐτυχισμένη εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνου,
ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριον. Εἰς
ποῖον στηρίζεται; Ποῖον ἔχει στήριγμά
του, εἰ μὴ μόνον τὸν Θεόν;
|
15
Ἡ ψυχὴ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
φοβεῖται τὸν Κύριον, εἶναι τρισευτυχισμένη.
Πρὸς τίνα ἄλλως τε στρέφεται μετ' ἀφοσιώσεως,
εἰς ποῖον ἔχει ἀκουμβήσει καὶ
ποῖος εἶναι τὸ στήριγμά του; Ὁ Θεός.
|
16
Οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ
τοὺς ἀγαπῶντας αὐτόν· ὑπερασπισμὸς
δυναστείας καὶ στήριγμα ἰσχύος,
σκέπη ἀπὸ καύσωνος καὶ σκέπη
ἀπὸ μεσημβρίας, φυλακὴ ἀπὸ
προσκόμματος καὶ βοήθεια ἀπὸ
πτώσεως, |
16
Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου στρέφονται
εὐμενεῖς καὶ προστατευτικοὶ εἰς
ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἰσχυρὸς
προστάτης των, στήριγμα δυνάμεως, σκέπη
προστατευτικὴ ἀπὸ τὸν καύσωνα,
σκέπη ποὺ προφυλάσσει ἀπὸ τὸν
μεσημβρινὸν ἥλιον· προφύλαξις ἀπὸ
σκοντάμματα, βοήθεια καὶ περιφρούρησις
ἀπὸ πτώσεις.
|
16
Τὰ μάτια τοῦ Κυρίου στρέφονται προστατευτικὰ
πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι Τὸν
ἀγαποῦν. Εἰς αὐτοὺς εἶναι
ὁ Κύριος παντοδύναμος ὑπερασπιστὴς καὶ
στήριγμα ἰσχυρόν. Εἶναι σκέπη προστατευτικὴ
κατὰ τοῦ καύσωνος καὶ ἀπὸ τὴν
μεσημβρίαν τοῦ θέρους, προφύλαξις ἀσφαλὴς
ἀπὸ κάθε πρόσκομμα καὶ ἐμπόδιον καὶ
βοήθεια ἀνορθώσεως ἀπὸ κάθε πτῶσιν.
|
17
ἀνυψῶν ψυχὴν καὶ φωτίζων ὀφθαλμούς,
ἴασιν διδούς, ζωὴν καὶ εὐλογίαν.
|
17
Αὐτὸς ἀνυψώνει τὴν ζωήν
μας, φωτίζει τοὺς ὀφθαλμούς, δίδει
θεραπείαν, ζωὴν καὶ εὐλογίαν.
|
17
Αὐτὸς ἀνυψώνει τὴν ψυχήν μας καὶ
φωτίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος
καὶ τῆς διανοίας μας· χαρίζει θεραπείαν καὶ
ὑγείαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν, μᾶς
δίδει ζωὴν καὶ εὐλογίαν.
|
18
Θυσιάζων ἐξ ἀδίκου, προσφορὰ
μεμωκημένη, καὶ οὐκ εἰς εὐδοκίαν
δωρήματα ἀνόμων. |
18
Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει θυσίαν
ἀπὸ ἀδίκως ἀποκτηθέντα
πράγματα, κάμνει προσφορὰν ἐμπαικτικὴν
διὰ τὸν Θεόν. Τὰ δῶρα τῶν
παρανόμων δὲν εἶναι δεκτὰ ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. |
18
Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει εἰς τὸν
Θεὸν θυσίαν ἐξ ἀδικίας ἀποκτηθεῖσαν,
προσάγει προσφοράν, διὰ τῆς ὁποίας περιγελᾷ
τὸν Θεόν, καὶ τὰ δῶρα τῶν ἀνόμων
δὲν προκαλοῦν τὴν εὐαρέσκειαν τοῦ
Θεοῦ. |
19
Οὐκ εὐδοκεῖ ὁ ῞Υψιστος ἐν
προσφοραῖς ἀσεβῶν, οὐδὲ ἐν
πλήθει θυσιῶν ἐξιλάσκεται ἁμαρτίας.
|
19
Δὲν εὐαρεστεῖται ὁ Ὕψιστος εἰς
τὰς προσφορὰς τῶν ἀσεβῶν, οὔτε
καὶ συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας των
μὲ τὸ πλῆθος τῶν θυσιῶν των.
|
19
Δὲν εὐαρεστεῖται ὁ Ὕψιστος εἰς
τὰς προσφορὰς τῶν ἀσεβῶν, οὔτε
συγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας των μὲ ὀσονδήποτε
πλῆθος θυσιῶν των. |
20
Θύων υἱὸν ἔναντι τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ ὁ προσάγων θυσίαν ἐκ
χρημάτων πενήτων. |
20
Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει θυσίαν
ἀπὸ χρήματα πτωχῶν, εἶναι σὰν
νὰ θυσιάζῃ τὸ παιδὶ ἐμπρὸς
εἰς τὸν πατέρα του.
|
20
Ἐκεῖνος ποὺ προσάγει εἰς τὸν
Θεὸν θυσίαν ἀπὸ χρήματα πτωχῶν, εἶναι
ὅμοιος πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ θυσιάζει
τὸν υἱὸν ἐνώπιόν του πατρός του, ἀφοῦ
ὁ Θεὸς εἶναι πατὴρ τῶν πτωχῶν.
|
21
Ἄρτος ἐπιδεομένων ζωὴ πτωχῶν,
ὁ ἀποστερῶν αὐτὴν ἄνθρωπος
αἱμάτων. |
21
Ὁ ἄρτος εἶναι ἡ ζωὴ διὰ
τοὺς πτωχοὺς καὶ στερουμένους. Ἐκεῖνος
ποὺ θὰ τοὺς ἀφαιρέσῃ τὸν
ἄρτον, ἄρα καὶ τὴν ζωήν, εἶναι
ὡσὰν νὰ ἔχυσεν ἀνθρώπινον
αἷμα, εἶναι φονεύς.
|
21
Τὸ ψωμὶ τῶν στερουμένων καὶ ἐν
ἀνάγκαις εὑρισκομένων εἶναι ἡ ζωὴ
τῶν πτωχῶν· αὐτὸς δέ, ποὺ
ἀποστερεῖ αὐτήν, εἶναι ἄνθρωπος
ἔνοχος ἐκχύσεως αἱμάτων.
|
22
Φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος
συμβίωσιν, καὶ ἐκχέων αἷμα ὁ
ἀποστερῶν μισθὸν μισθίου.
|
22
Φονεύει τὸν πλησίον του ἐκεῖνος,
ποὺ τοῦ ἀφαιρεῖ τὰ μέσα
τῆς συντηρήσεώς του. Χύνει αἷμα
ἀνθρώπου ἐκεῖνος, ποὺ δὲν
καταβάλλει τὸ ἡμερομίσθιον τοῦ
ἐργάτου.
|
22
Ἐκεῖνος ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ
τὸν πλησίον του πᾶν τὸ ἀναγκαῖον
πρὸς διαβίωσιν αὐτοῦ, φονεύει αὐτόν,
χύνει δὲ τὸ αἷμα του ἐκεῖνος,
ποὺ τοῦ στερεῖ τὸν μισθὸν τοῦ
ἡμερομισθίου του. |
23
Εἶς οἰκοδομῶν, καὶ εἷς καθαιρῶν·
τί ὠφέλησαν πλεῖον ἢ κόπους;
|
23
Ὅταν ὁ ἔνας κτίζῃ καὶ
ὁ ἄλλος κρημνίζῃ, ποία ὠφέλεια
ἠμπορεῖ νὰ προέλθῃ; Οἱ
κόποι των εἶναι μάταιοι.
|
23
Ὁ ἕνας νὰ κτίζῃ καὶ ὁ
ἄλλος νὰ κρημνίζῃ· τί ἐκέρδησαν
ἤ τίς ὠφέλεια προέκυψε περισσότερον ἀπὸ
μάταιον κόπον; |
24
Εἷς εὐχόμενος καὶ εἷς καταρώμενος·
τίνος φωνῆς εἰσακούσεται ὁ δεσπότης;
|
24
Τὸ ἴδιον συμβαίνει, ὅταν ὁ ἕνας
προσεύχεται καὶ ὁ ἄλλος καταρᾶται.
Τίνος ἐκ τῶν δύο ὁ δεσπότης
Θεὸς θὰ ἀκούσῃ τὴν φωνήν;
|
24
Ὁ εἰς νὰ εὔχεται καὶ ὁ
ἄλλος νὰ καταρᾶται· τίνος ἐκ
τῶν δύο τὴν φωνὴν θὰ εἰσακούση
ὁ δεσπότης Θεός; |
25
Βαπτιζόμενος ἀπὸ νεκροῦ καὶ
πάλιν ἁπτόμενος αὐτοῦ, τί
ὠφέλησε τῷ λουτρῷ αὐτοῦ;
|
25
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, σύμφωνα
μὲ τὸν Νόμον, πλύνεται καὶ καθαρίζεται,
διότι ἤγγισε νεκρόν, ἀλλὰ καὶ
πάλιν ἐγγίζει τὸν νεκρόν, ποίαν
ὠφέλειαν ἀποκομίζει ἀπὸ
τὸ πλύσιμόν του;
|
25
Ἐκεῖνος ποὺ ἤγγισε νεκρὸν καὶ
ἐμολύνθη, ἐπλύθη δὲ καὶ σύμφωνα μὲ
τὸν νόμον ἐκαθαρίσθη, ἀλλ' ἔπειτα
ἤγγισεν αὐτὸν πάλιν, τί ὠφελήθη ἐκ
τοῦ προηγηθέντος λουτροῦ του;
|
26
Οὕτως ἄνθρωπος νηστεύων ἐπὶ
τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ καὶ
πάλιν πορευόμενος καὶ τὰ αὐτὰ
ποιῶν· τῆς προσευχῆς αὐτοῦ
τίς εἰσακούσεται; Καὶ τί ὠφέλησεν
ἐν τῷ ταπεινωθῆναι αὐτόν;
|
26
Τὸ ἴδιον ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ
μὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
νηστεύει διὰ τὰς ἁμαρτίας του,
ἀλλὰ καὶ πάλιν ὅμως διαπράττει
τὰς αὐτὰς ἁμαρτίας. Ποιὸς
θὰ ἀκούσῃ τὴν προσευχήν
του καὶ ποιὰ ὠφέλεια προῆλθεν
ἀπὸ αὐτὴν τὴν ταλαιπωρίαν
τοῦ σώματός του διὰ τῆς νηστείας;
|
26
Ἔτσι εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
νηστεύει διὰ τὰς ἁμαρτίας του, ἀλλ'
ἐπανέρχεται καὶ πράττει τὰ αὐτά. Ποῖος
θὰ εἰσακούσῃ τὴν προσευχήν του; Καὶ
τί ὠφελήθη ἀπὸ τὸ ὅτι ἐταπεινώθη
οὗτος διὰ τῆς νηστεία. |