Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐτοὶ
γὰρ οἴδατε, ἀδελφοί, τὴν εἴσοδον
ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς, ὅτι
οὐ κενὴ γέγονεν,
|
ερὶ
τοῦ ἔργου μας εἰς τὴν Θεσσαλονίκην
δὲν ἔχω ἀνάγκην νὰ σᾶς
γράψω· διότι, ἀδελφοί, σεῖς
οἱ ἴδιοι γνωρίζετε καλά, ὅτι
ἡ ἔλευσίς μας εἰς σᾶς δὲν
ὑπῆρξε ματαία καὶ ἀνωφελής,
|
ράγματι
δὲ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα μας εἰς
σᾶς δὲν ἔγινε μὲ λόγους μόνον. Διότι
σεῖς οἰ ἴδιοι γνωρίζετε, ἀδελφοί,
ὅτι ἡ ἐπίσκεψίς μας πρὸς σᾶς
δὲν ὑπῆρξεν ἀδειανὴ καὶ
κούφια ἀπὸ καρποφόρα καὶ σωτήρια ἀποτελέσματα.
|
2
ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες,
καθὼς οἴδατε, ἐν Φιλίπποις, ἐπαρρησιασάμεθα
ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν λαλῆσαι
πρὸς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον
τοῦ Θεοῦ ἐν πολλῷ ἀγῶνι.
|
2
ἀλλά, μολονότι προηγουμένως εἴχομεν
κακοποιηθῆ καὶ ταλαιπωρηθῆ εἰς τοὺς
Φιλίππους, ὅπως ἄλλωστε καὶ σεῖς
γνωρίζετε, ἐν τούτοις χωρὶς κανένα
δισταγμόν, ἀλλὰ μὲ θάρρος καὶ
τόλμην, ποὺ μᾶς τὰ ἐνέπνεε
ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐκηρύξαμεν
εἰς σᾶς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ
Θεοῦ, ἐν μέσῳ βέβαια πολλοῦ
καὶ μεγάλου ἀγῶνος ἐξ αἰτίας
τοῦ διωγμοῦ, ποὺ ἐξήγειραν ἐναντίον
μας οἱ Ἑβραῖοι. |
2
Ἀλλἀ καίτοι προηγουμένως εἰς τοὺς
Φιλίππους ἐκακοποιήθημεν καὶ ὑβρίσθημεν,
καθὼς ἠξεύρετε, ἐδείξαμεν θάρρος καὶ
ἀφοβίαν, ποὺ μᾶς τὰ ἐνέπνεεν
ἡ κοινωνία καὶ σχέσις μας μὲ τὸν Θεόν
μας. Καὶ μὲ τὸ θάρρος αὐτὸ ἐκηρύξαμεν
εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ
ἐν μέσῳ πολλῶν ἀγῶνος ἐξ
αἰτίας τῶν θλίψεων καὶ πειρασμῶν ποὺ
μᾶς ηὗραν. |
3
Ἡ γὰρ παράκλησις ἡμῶν οὐκ
ἐκ πλάνης οὐδὲ ἐξ ἀκαθαρσίας,
οὔτε ἐν δόλῳ,
|
3
Καὶ εἴχαμεν αὐτὸ τὸ θάρρος,
διότι τὸ χαροποιὸν καὶ ἐνυσχυτικὸν
εἰς τὴν νέαν ζωὴν κήρυγμά
μας δὲν προήρχετο ἀπὸ πλάνην,
ἀλλ' ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεὸν
τῆς ἀληθείας, οὔτε ἀπὸ
ψυχὴν ἀκάθαρτον ἐκ τῆς ἁμαρτίας
καὶ ἰδιοτελείας, ἀλλ' ἀπὸ
καρδίαν ἁγνήν, καθαρὰν καὶ γεμάτην
ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην· οὔτε
εἶχε κανένα δόλον καὶ δόλιον
σκοπόν, ἀλλ' εἶχε τὴν εὐθύτητα
καὶ τὴν εἰλικρίνειαν.
|
3
Καὶ εἴχαμεν τὸ θάρρος καὶ τὴν
ἀφοβίαν αὐτήν, διότι τὸ κήρυγμά μας,
μὲ τὸ ὁποῖον σᾶς προετρέψαμεν
νὰ πιστεύσετε, δὲν προήρχετο ἐκ πλάνης,
ἀλλ’ ἦτο αὐτὴ ἡ ἀλήθεια.
Οὔτε ὑπέθαλπε τὴν ἀνηθικότητα
καὶ τὴν λατρείαν πρὸς βρωμεροὺς θεούς.
Ἀλλ’ οὔτε εἶχε σχέσιν μὲ δόλια ἐλατήρια
καὶ σκοπούς. |
4
ἀλλὰ καθὼς δεδοκιμάσμεθα ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ ἐπιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον,
οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις
ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ
τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν.
|
4
Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς ἔχομεν
εὑρεθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν δόκιμοι
καὶ ἄξιοι νὰ μᾶς ἐμπιστευθῇ
τὸ Εὐαγγέλιον του, ἔτσι καὶ
τὸ διδάσκομεν· δὲν ἐπιδιώκομεν
νὰ ἀρέσωμεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος βλέπει καὶ
ἐξετάζει ὄχι μόνον τὰ ἐξωτερικὰ
ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὰς καρδίας
μας. |
4
Ἀλλὰ καθὼς ἔχομεν εὑρεθῆ
ἀπὸ τὸν Θεόν δόκιμοι καὶ ἄξιοι
διὰ νὰ μᾶς ἐμπιστευθῇ τὸ
κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἔτσι διδάσκομεν.
Διδάσκομεν δηλαδὴ ὡς κήρυκες, ποὺ ζητοῦν
νὰ ἀρέσκουν ὄχι εἰς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
ἐξετάζει καὶ γνωρίζει τὰς καρδίας μας.
|
5
Οὔτε γὰρ ποτὲ ἐν λόγῳ
κολακείας ἐγενήθημεν, καθὼς οἴδατε,
οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς
μάρτυς, |
5
Διότι, ὅπως καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι
πάλιν ξεύρετε, οὔτε ποτὲ ἐχρησιμοποιήσαμεν
λόγους καλακείας, διὰ νὰ παρασύρωμεν
μὲ τὸ μέρος μας καὶ πρὸς ὠφέλειάν
μας κανένα, οὔτε ἐξεμεταλλεύθημεν
τὸ κήρυγμα ὡς πρόφασιν, διὰ
νὰ κερδήσωμεν χρήματα. Μάρτυς μου
εἶναι ὁ Θεός. |
5
Ναί· δὲν ζητοῦμεν νὰ ἀρέσωμεν
εἰς ἀνθρώπους· διότι καθὼς ἠξεύρετε
καὶ σεῖς, οὔτε ἐπλησιάσαμεν κανένα
μὲ λόγον κολακείας διὰ νὰ ὑποθάλψωμεν
τὰς ἀδυναμίας του, οὔτε ἐχρησιμοποιήσαμεν
τὸ κήρυγμα ὡς πρόσχημα διὰ νὰ καλύψωμεν
κάτω ἀπὸ αὐτὸ πλεονεξίαν η φιλοχρηματίαν.
Ὁ Θεὸς εἶναι μάρτυς περὶ τούτου.
|
6
οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν,
οὔτε ἀφ' ὑμῶν οὔτε ἀπὸ
ἄλλων, δυνάμενοι ἐν βάρει εἶναι
ὡς Χριστοῦ ἀπόστολοι,
|
6
Οὔτε διὰ τοῦ κηρύγματος ἐζητήσαμεν
δόξαν καὶ τιμὴν ἐκ μέρους τῶν
ἀνθρώπων, οὔτε ἀπὸ σᾶς
τοὺς ἰδίους οὔτε ἀπὸ ἄλλους,
καίτοι ἠμπορούσαμεν μὲ τὸ κῦρος
καὶ τὴν ἐξουσίαν, ποὺ ἔχομεν
ὡς Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, νὰ
ἐπιζητήσωμεν καὶ νὰ ἐπιτύχωμεν
δόξαν ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων.
|
6
Οὔτε ἐζητήσαμεν νὰ μᾶς δοξάσουν καὶ
νὰ μᾶς τιμήσουν οἱ ἄνθρωποι, οὔτε
σεῖς οὔτε ἄλλοι, καίτοι ἠδυνάμεθα
νὰ ἀπολαμβάνωμεν τὴν δόξαν, ποὺ μᾶς
δίδει ἡ βαρύτης τοῦ ἀξιώματος, ποὺ
ἔχομεν ὡς Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ.
|
7
ἀλλ' ἐγενήθημεν ἤπιοι ἐν μέσῳ
ὑμῶν, ὡς ἂν τροφὸς θάλπῃ
τὰ ἑαυτῆς τέκνα·
|
7
Ἀλλ' ὑπήρξαμεν πρᾷοι καὶ ἁπλοὶ
μεταξύ σας, ἐφέρθημεν μὲ καλωσύνην
καὶ στοργήν, ὅπως μιὰ καλὴ μητέρα
ποὺ περιθάλπει τὰ παιδιά της.
|
7
Ἀλλ’ ὑπήρξαμεν πρᾶοι καὶ ταπεινοὶ
μεταξύ σας, σὰν μητέρα, ποὺ περιθάλπει τὰ
παιδιά της. |
8
οὕτως ὁμειρόμενοι ὑμῶν εὐδοκοῦμεν
μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον τὸ
εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι
ἀγαπητοὶ ἡμῖν γεγένησθε.
|
8
Ἀκριβῶς σὰν στοργικὴ μετέρα
τόσον ἐνθέρμως σᾶς ἀγαπῶμεν
καὶ σᾶς ποθοῦμεν, ὥστε ἔχομεν
ὅλην τὴν ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ
προθυμίαν νὰ μεταδώσωμεν εἰς σᾶς
ὄχι μόνον τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχάς
μας, διότι μᾶς ἔχετε γίνει ἀγαπητοί.
|
8
Ἔτσι διὰ μητρικῆς στοργῆς συνδεόμενοι
μὲ σᾶς ἐδεχόμεθα μὲ ὅλην μας
τὴν καρδίαν νὰ σᾶς μεταδώσωμεν ὄχι
μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
καὶ τὰς ψυχάς μας, διότι μᾶς εἴχατε
γίνει ἀγαπητοί. |
9
Μνημονεύετε γάρ, ἀδελφοί, τὸν
κόπον ἡμῶν καὶ τὸν μόχθον·
νυκτὸς γὰρ καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι
πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί
τινα ὑμῶν ἐκηρύξαμεν εἰς ὑμᾶς
τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ.
|
9
Δὲν εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ
σᾶς ὁμιλῶ διὰ τὴν ἀγάπην
μας αὐτὴν , διότι καὶ σεῖς οἱ
ἴδιοι, ἀδελφοί, ἐνθυμεῖσθε τὸν
κόπον καὶ τὸν μόχθον μας εἰς
τὴν Θεσσαλονίκην. Ἐπειδὴ νύκτα
καὶ ἡμέραν εἰργαζόμεθα, διὰ
νὰ κερδήσωμεν αὐτά ποὺ μᾶς
ἐχρειάζοντο πρὸς συντήρησίν
μας ὥστε νὰ μὴ ἐπιβαρύνωμεν
κανένα ἀπὸ σᾶς καὶ ἔτσι
ἐκηρύξαμεν τὸ Εὐαγγέλιον
τοῦ Θεοῦ μεταξύ σας.
|
9
Δὲν πιστεύω δὲ νὰ ἀμφιβάλλετε διὰ
τὴν ἀγάπην μας αὐτήν. Διότι ἐνθυμεῖσθε,
ἀδελφοί, τὸν κόπον καὶ τὸν μόχθον,
ποὺ ὑπεφέραμεν διὰ σᾶς. Διότι
νύκτα καὶ ἡμέραν εἰργαζόμεθα διὰ να
μὴ δώσωμεν βάρος εἰς κανένα ἀπὸ σᾶς
καὶ μὲ τόσους κόπους ἐκηρύξαμεν εἰς
σᾶς τὸ εὐαγγέλιον του Θεοῦ.
|
10
Ὑμεῖς μάρτυρες καὶ ὁ Θεὸς
ὡς ὁσίως καὶ δικαίως καὶ
ἀμέμπως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν
ἐγενήθημεν, |
10
Σεῖς καὶ ὁ Θεὸς εἶσθε μάρτυρες,
πόσον καὶ πῶς ἡ συμπεριφορὰ
καὶ ἀνατροφή μας ἀνάμεσα εἰς
σᾶς τοὺς πιστοὺς ὑπῆρξεν ἁγνὴ
καὶ δικαία καὶ ἄμεμπτος.
|
10
Εἶσθε μάρτυρες σεῖς καὶ ὁ Θεός,
ὅτι συμπεριεφέρθημεν εἰς σᾶς τοὺς
πιστεύοντας μὲ ἀφοσίωσιν καὶ εὐλάβειαν
ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ δικαιοσύνην
ἀπέναντι τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ
καὶ ἀμέμπτως ἐν σχέσει πρὸς
ὅλα τὰ καθήκοντά μας.
|
11
καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον
ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ
παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ παραμυθούμενοι
|
11
Καθὼς ἄλλωστε ξέρετε, ὅτι σὰν
πατέρας τὰ παιδιά του ἐπροτρέπαμεν
τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς καὶ
σᾶς ἐνισχύαμεν εἰς τὴν νέαν
ζωὴν καὶ σᾶς ἐπαρηγορούσαμεν
εἰς τὰς θλίψεις σας |
11
Καθὼς βεβαίως ἠξεύρετε, ὅτι καθένα
ἀπὸ σᾶς, σὰν πατέρας τὰ παιδιά
του, σᾶς ἐπροτρέπαμεν καὶ σᾶς ἐπαρηγορούσαμεν
|
12
καὶ μαρτυρόμενοι εἰς τὸ περιπατῆσαι
ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Θεοῦ τοῦ
καλοῦντος ὑμᾶς εἰς τὴν ἑαυτοῦ
βασιλείαν καὶ δόξαν.
|
12
καὶ ἐντόνως καὶ ζωηρῶς διεμαρτυρόμεθα
καὶ σᾶς ἐξωρκίζαμεν νὰ πορευθῆτε
καὶ νὰ ζήσετε, ὅπως ἀξίζει
καὶ πρέπει εἰς τὸν Θεόν, ποὺ
σᾶς ἐκάλεσεν εἰς τὴν ἰδικήν
του βασιλείαν καὶ δόξαν. |
12
καὶ σᾶς ἐξωρκίζαμεν διὰ νὰ
πολιτευθῆτε, ὅπως ἤξιζε καὶ ἔπρεπε
εἰς τὸν Θεόν, ποὺ σᾶς ἐκάλεσεν
εἰς τὴν ἰδικήν του βασιλείαν καὶ δόξαν.
|
13
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν
τῷ Θεῷ ἀδιαλείπτως, ὅτι παραλαλαβόντες
λόγον ἀκοῆς παρ' ἡμῶν τοῦ
Θεοῦ ἐδέξασθε οὐ λόγον ἀνθρώπων,
ἀλλὰ καθώς ἐστιν ἀληθῶς,
λόγον Θεοῦ, ὃς καὶ ἐνεργεῖται
ἐν ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν.
|
13
Διὰ τοῦτο (διὰ τὸ γεγονὸς δηλαδὴ
ὅτι σεῖς ἀνταπεκρίθητε εἰς τὴν
κλῆσιν τοῦ Θεοῦ) εὐχαριστοῦμεν
τὸν Θεὸν συνεχῶς, διότι παρελάβατε
τὸ προφορικὸν κήρυγμα τοῦ Θεοῦ,
ὅπως τὸ ἀκούσατε ἀπὸ ἡμᾶς
καὶ τὸ ἐδέχθητε ὄχι σὰν
λόγον ἀνθρώπων, ἀλλά-ὅπως
καὶ πράγματι εἶναι-σὰν λόγον
Θεοῦ, ποὺ ἐνεργεῖ καὶ φέρει
θαυμαστοὺς καρποὺς εἰς σᾶς, οἱ
ὁποῖοι πιστεύετε. |
13
Ἐπειδὴ δὲ ἀνταπεκρίθητε εἰς
τὴν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο
καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τὸν
Θεὸν ἀκατάπαυστα, διότι μὲ προθυμίαν
ἠκούσατε ἀπὸ ἡμᾶς λόγον Θεοῦ,
καὶ τὸν ἐδέχθητε ὄχι σὰν λόγον
ἀνθρώπων, ἀλλά, καθὼς καὶ πράγματι
εἶναι ὡς λόγον Θεοῦ, ποὺ παράγει τὰ
θαυμαστὰ ἀποτελέσματά του μεταξὺ ὑμῶν,
οἱ ὁποῖοι τὸν πιστεύετε.
|
14
Ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε,
ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν, τοῦ
Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ
αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς
ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν
καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν
Ἰουδαίων, |
14
Διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἐγίνατε
μιμηταὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ,
ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἰουδαίαν
καὶ εἶναι θεμελιωμέναι ἐν τῷ
ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ· ἐπειδὴ
καὶ σεῖς ἐπάθατε ἀπὸ τοὺς
ὁμοεθνεῖς σας τὰ ἴδια, τὰ ὁποῖα
ἔπαθαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς
ἀπίστους Ἰουδαίους.
|
14
Λέγω ὅτι τὸν ἐδέχθητε σὰν λόγον Θεοῦ,
διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἐγίνατε μιμηταὶ
τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ
εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐνωμέναι
μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐγίνατε
μιμηταὶ ἐκείνων, διότι καὶ σεῖς ἐπάθατε
τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς
σας, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ
τοὺς ἀπιστήσαντας Ἰουδαίους,
|
15
τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων
Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους
προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων,
καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ
πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων,
|
15
Αὐτοὶ δὲ οἱ ἄπιστοι Ἑβραῖοι
εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
ἐθανάτωσαν τὸν Κύριον Ἰησοῦν
καὶ τοὺς προφήτας του καὶ ἡμᾶς
τοὺς Ἀποστόλους κατεδίωξαν καὶ
ἐξεδίωξαν καὶ εἰς τὸν Θεὸν
δὲν ἀρέσουν καὶ εἶναι πρὸς
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀντίθετοι
καὶ πολέμιοι. |
15
οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν Κύριον
Ἰησοῦν καὶ τοὺς προφήτας των ἐθανάτωσαν,
καὶ ἡμᾶς σκληρὰ κατεδίωξαν καὶ
εἰς τὸν Θεόν δὲν ἀρέσκουν καὶ
εἶναι ἐναντίοι πρὸς ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους, ἀφοῦ καταπολεμοῦν τὸν
Σωτῆρα τοῦ κόσμου. |
16
κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι
ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι
αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε.
Ἔφθασε δὲ ἐπ' αὐτοὺς ἡ
ὀργὴ εἰς τέλος.
|
16
Αὐτοὶ δὲν ἠρκέσθησαν νὰ
μᾶς ἐκδιώξουν ἀπὸ τὴν
περιοχὴν τοῦ ἔθνους των, ἀλλὰ
μᾶς ἐμποδίζουν νὰ κηρύξωμεν
τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς,
διὰ νὰ σωθοῦν καὶ αὐτοί.
Καὶ τὸ κάμνουν αὐτό, διὰ
νὰ γεμίσῃ ἕως ἐπάνω καὶ
ξεχειλίσῃ τὸ ποτήριον τῶν ἁμαρτιῶν
των, παρανομοῦντες καὶ ἁμαρτάνοντες
πάντοτε. Ἔφθασεν ὅμως ἐπάνω
τους ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ
θὰ σημάνῃ τὴν τελειωτικὴν πλέον
καταστροφήν των. |
16
Αὐτοὶ μᾶς ἐμποδίζουν να λαλήσωμεν
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς
ἐθνικοὺς διὰ να σωθοῦν καὶ αὐτοί.
Πράττουν δὲ ταῦτα διὰ να γεμίσουν ἕως
ἐπάνω τὸ μέτρον τῶν ἁμαρτιῶν
των, πάντοτε καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ἁμαρτάνοντες.
Ἔφθασεν ὅμως ἡ θεία ὀργὴ ἐπάνω
των, διὰ να ἐπιφέρῃ τὸ τέλος καὶ
τὴν καταστροφήν των. |
17
Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες
ἀφ' ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας,
προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως
ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν
ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ.
|
17
Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ὅταν
ἐφύγαμεν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην
καὶ ἐμείναμεν σὰν ὀρφανὰ
παιδιά μακρυὰ ἀπὸ σᾶς, καὶ
ἐχωρίσθημεν προσωρινὰ κατὰ τὸ
σῶμα μόνον καὶ ὄχι κατὰ τὴν
καρδίαν, ἐπεδιώξαμεν καὶ κατεβάλαμεν
κάθε προσπάθειαν νὰ ἴδωμεν τὸ
πρόσωπόν σας μὲ πολλὴν καὶ ἱερὰν
ἐπιθυμίαν. |
17
Ἡμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ὅταν ἐχωρίσθημεν
ἀπὸ σᾶς καὶ ἐμείναμεν σὰν
ὀρφανὰ παιδιά, μακρὰν ἀπὸ σᾶς
προσωρινὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μόνον,
ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν καρδίαν,
εἰς μεγάλον βαθμὸν καὶ μὲ πολλὴν
ἐπιθυμίαν ἐποθήσαμεν νὰ ἴδωμεν τὸ
πρόσωπόν σας. |
18
Διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς
ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ
ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν
ἡμᾶς ὁ σατανᾶς.
|
18
Διὰ τοῦτο ἠθελήσαμεν νὰ ἔλθωμεν
πάλιν πρὸς σᾶς, ἐγὼ δὲ
εἰδικώτερα ὁ Παῦλος καὶ μίαν
φορὰν καὶ δύο φοράς, ἀλλὰ
μᾶς ἠμπόδισε (κατὰ παραχώρησιν
βέβαια Θεοῦ) ὁ σατανᾶς.
|
18
Δι’ αὐτὸ ἠθελήσαμεν νὰ ἔλθωμεν
πρὸς σᾶς, ἐγὼ μὲν ὁ Παῦλος
καὶ μίαν καὶ δύο φοράς, καὶ μᾶς ἠμπόδισεν
ὁ σατανᾶς. |
19
Τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ
χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ
οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ;
|
19
Ἐποθήσαμεν δὲ νὰ σᾶς ἴδωμεν,
διότι ποῖος ἄλλος παρὰ καὶ σεῖς
μαζῆ μὲ τοὺς ἄλλους εἶσθε ἡ
ἐλπίδα μας ἢ ἡ χαρά μας ἢ
ὁ στέφανος, διὰ τὸν ὁποῖον
ἠμποροῦμε νὰ καυχώμεθα ἔμπροσθεν
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ εἰς τὴν Δευτέραν αὐτοῦ
Παρουσίαν; |
19
Ἠθελήσαμεν δὲ νὰ ἔλθωμεν εἰς
συνάντησίν σας, διότι ποῖος ἄλλος εἶναι
ἡ ἐλπίδα μας ἢ χαρά μας ἢ στέφανός
μας, διὰ τὸν ὁποῖον δυνάμεθα νὰ
καυχώμεθα παρὰ καὶ σεῖς μαζὶ μὲ
τοὺς ἄλλους, εἰς τοὺς ὁποίους
ἐκηρύξαμεν; Διὰ σᾶς ἐλπίζομεν νὰ
ἔβρωμεν ἔλεος καὶ δόξαν ἐνώπιόν του
Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν
δυτέραν παρουσίαν του. |
20
Ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα
ἡμῶν καὶ χαρά. |
20
Διότι σεῖς πράγματι εἶσθε ἡ
δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας. |
20
Καὶ ἐλπίζομεν αὐτὰ διὰ τότε,
διότι καὶ τώρα σεῖς εἶσθε ἡ δόξα μας
καὶ ἡ χαρά μας. |