Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γὼ
ἀνὴρ ὁ βλέπων πτωχείαν ἐν
ράβδῳ θυμοῦ αὐτοῦ ἐπ'
ἐμέ· |
γὼ
εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ἐγνώριζα τὴν ἀθλιότητα ὑπὸ
τὰ κτυπήματα τῆς ὀργῆς τοῦ
Κυρίου.
|
γὼ
εἶμαι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει
δοκιμασθῇ καὶ ἐξοικειωθῇ μὲ
τὸν πόνον καὶ τὴν θλῖψιν κάτω ἀπὸ
τὰ κτυπήματα, ποὺ μοῦ ἐπέφερεν ὁ
θυμὸς τοῦ Κυρίου. |
2
παρέλαβέ με καὶ ἀπήγαγέ
με εἰς σκότος καὶ οὐ φῶς,
|
2
Μὲ παρέλαβε καὶ μὲ ὠδήγησεν
ὄχι εἰς τὸ φῶς, ἀλλὰ εἰς
τὸ σκότος.
|
2
Μὲ παρέλαβε καὶ μὲ ὡδήγησεν
εἰς τὸ σκοτάδι <τὴν δυστυχίαν καὶ
τὸν πόνον> καὶ ὄχι εἰς τὸ
φῶς. |
3
πλὴν ἐν ἐμοὶ ἐπέστρεψε
χεῖρα αὐτοῦ ὅλην τὴν ἡμέραν.
|
3
Ἐναντίον μου ἔστρεψε τὴν τιμωρὸν
δεξιάν του ὅλας τὰς ἡμέρας.
|
3
Ἐναντίον μου καὶ ὄχι ἐναντίον κανενὸς
ἄλλου ἔστρεψε τὸ τιμωρητικὸν του χέρι
ἐπανειλημμένως, καθ' ὅλην τὴν ἡμέραν.
|
4
Ἐπαλαίωσε σάρκα μου καὶ δέρμα
μου, ὀστέα μου συνέτριψεν·
|
4
Ἐμαύρισε με τὰ κτυπήματα καὶ
ἔφθειρε τὴν σάρκα μου καὶ τὸ
δέρμα μου. Συνέτριψε τὰ κόκκαλά
μου. |
4
Μὲ τὰ κτυπήματα ποὺ μοῦ κατέφερε καὶ
τὶς πληγὲς ἔχει μελανιάσει, ἔχει φθείρει
τὴν σάρκα μου καὶ τὸ δέρμα μου· συνέτριψε
τὰ ὀστά μου. |
5
ἀνῳκοδόμησε κατ' ἐμοῦ καὶ
ἐκύκλωσε κεφαλήν μου καὶ ἐμόχθησεν,
|
5
Κατεσκεύασε καὶ ἔβαλεν ἐπάνω
μου βαρὺν ζυγόν. Συνέσφιξε τὴν κεφαλήν
μου καὶ τὴν ἔκαμε νὰ δοκιμάσῃ
πόνον καὶ μόχθον.
|
5
Ἔκτισε γύρω - γύρω ἀπὸ ἐμὲ πρόχωμα
<ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀποκλείουν
καὶ πολιορκοῦν τὶς πόλεις> καὶ
συνέσφιγξεν ὡσὰν εἰς κλοιὸν τὴν
κεφαλήν μου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δοκιμάσῃ
αὐτὴ πολὺν πόνον καὶ κόπον.
|
6
ἐν σκοτεινοῖς ἐκάθισέ με ὡς
νεκροὺς αἰῶνος. |
6
Μὲ ἐκάθισεν εἰς σκοτεινοὺς τόπους,
ὅπως καὶ ὅπου εἶναι οἱ ἀπ'
ἀρχαιοτάτων χρόνων νεκροί.
|
6
Μὲ ἔκαμε νὰ καθήσω εἰς τὸν σκοτεινὸν
τῆς μαύρης συμφορᾶς Ἅδην, ὅπου λησμονημένος
καὶ ἐγκαταλελειμμένος κινδυνεύω νὰ ἀποθάνω,
ὅπως οἱ νεκροὶ ποὺ ἀπέθαναν
πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ τοὺς
ὁποίους οὐδεὶς πλέον ἐνθυμεῖται.
|
7
Ἀνωκοδόμησε κατ' ἐμοῦ, καὶ οὐκ
ἐξελεύσομαι, ἐβάρυνε χαλκόν
μου· |
7
Ὕψωσε ὁλόγυρά μου φραγμόν, ἀπὸ
ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐξέλθω.
Βαρειὲς εἶναι αἱ χάλκινες χειροπέδες
μου. |
7
Μὲ περιέφραξε γύρω - γύρω καὶ μὲ ἀπεμόνωσεν,
ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ ἐξέλθω·
μὲ καταπιέζει μὲ βαρειὲς χάλκινες ἁλυσίδες
εἰς τὰ χέρια. |
8
καί γε κεκράξομαι καὶ βοήσω, ἀπέφραξε
προσευχήν μου. |
8
Καὶ ὅταν ἀκόμα κράζω πρὸς
αὐτὸν καὶ βοῶ ζητῶν τὴν
βοήθειάν του, αὐτὸς μοῦ σταματᾶ
τὴν προσευχήν· δὲν τὴν δέχεται.
|
8
Ἀκόμη καὶ ὅταν φωνάξω δυνατὰ καὶ
βοήσω πρὸς Αὐτὸν διὰ βοήθειαν, μοῦ
κλείει τὸ στόμα καὶ δὲν δέχεται τὴν
προσευχήν μου. |
9
Ἀνῳκοδόμησεν ὁδούς μου, ἐνέφραξε
τρίβους μου, ἐτάραξεν.
|
9
Ἔκλεισε μὲ τεῖχος ὁλόγυρα τοὺς
δρόμους μου, Ἔφραξε τὰς
διαβάσεις μου, μὲ
συνεκλόνισε μὲ τὰς θλίψεις καὶ
τοὺς πόνους.
|
9
Ὕψωσε τεῖχος γύρω - γύρω ἀπὸ τοὺς
δρόμους μου, ἔφραξε καὶ ἀπέκλεισε τὰ
μονοπάτιά μου· μὲ συνετάραξε λόγῳ τῶν
θλίψεων καὶ τῶν δοκιμασιῶν, ποὺ ἐπέτρεψε
νὰ μὲ κτυπήσουν. |
10
Ἄρκος ἐνεδρεύουσα αὐτός μοι,
λέων ἐν κρυφαίοις·
|
10
Ἔγινεν εἰς ἐμὲ ὁ Κύριος
ὡσὰν παραμονεύουσα ἄρκτος, ἄγρυπνος
λέων εἰς κρύφους τόπους.
|
10
Δι’ ἐμὲ ὁ Κύριος ἔγινε ὡσὰν
ἀρκούδα, ἡ ὁποία παραμονεύει τὸ
θήραμά της, καὶ ὡσὰν λιοντάρι, τὸ
ὁποῖον καραδοκεῖ εἰς κρυφοὺς
τόπους ἄγρυπνον κατὰ τοῦ θύματός του.
|
11
κατεδίωξεν ἀφεστηκότα καὶ κατέπαυσέ
με, ἔθετό με ἠφανισμένην.
|
11
Μὲ κατεδίωξε, καθὼς ἔφευγα μακράν,
καὶ μὲ συνέλαβε.
Μὲ ἐσταμάτησε, μὲ
ἐξηφάνισε κάτω ἀπὸ τὰ
πλήγματα τῆς θείας του δικαιοσύνης.
|
11
Μὲ κατεδίωξε, καθὼς ἔτρεχα νὰ φύγω
μακριά, μὲ ἐπρόφθασε, μὲ ἐσταμάτησε
καὶ μὲ συνέλαβε· μὲ ἐκτύπησε
καὶ μὲ ἐξαφάνισε. |
12
Ἐνέτεινε τόξον αὐτοῦ καὶ
ἐστήλωσέ με ὡς σκοπὸν εἰς
βέλος. |
12
Ἐτέντωσε τὸ τόξον
του, μὲ ἔστησεν ὡς στόχον εἰς
τὰ βέλη του.
|
12
Ἐτέντωσε τὸ τόξον του καὶ μὲ
ἔστησεν ὡς στόχον διὰ τὰ βέλη του.
|
13
Εἰσήγαγεν ἐν τοῖς νεφροῖς μου
ἰοὺς φαρέτρας αὐτοῦ·
|
13
Ἐφύτευσεν εἰς τὰ νεφρά μου τὰ
δηλητηριασμένα βέλη τῆς φαρέτρας του.
|
13
Ἐξετόξευσε καὶ ἐφύτευσε μέσα εἰς
τὰ νεφρά μου τὰ ἀλειμμένα μὲ
θανατηφόρον δηλητήριον βέλη τῆς φαρέτρας του.
|
14
ἐγενήθην γέλως παντὶ λαόν μου,
ψαλμὸς αὐτῶν ὅλην τὴν ἡμέραν·
|
14
Ἔγινα περίγελως εἰς ὅλον τὸν
λαόν μου, εἰρωνικὸν τραγούδι τῶν
ὅλας τὰς ἡμέρας.
|
14
Ἔγινα ἀντικείμενον γέλωτος καὶ χλευασμοῦ
εἰς ὅλον τὸν λαόν μου, εἰρωνικὸν
τραγούδι των ὅλην τὴν ἡμέραν.
|
15
ἐχόρτασέ με πικρίας, ἐμέθυσέ
με χολῆς. |
15
Μὲ ἐχόρτασεν ἀπὸ πικρίας,
μὲ ἐπότισε καὶ μὲ ἐμέθυσεν
ἀπὸ κατάπικρον χολήν.
|
15
Μὲ ἐχόρτασεν ἀπὸ πικρίαν, μὲ
ἐπότισε καὶ μὲ ἐμέθυσεν ἀπὸ
κατάπικρη χολήν. |
16
Καὶ ἐξέβαλε ψήφῳ ὀδόντας
μου, ἐψώμισέ με σποδόν·
|
16
῎Εσπασε μὲ χαλίκια τὰ δόντια
μου καὶ μοῦ τὰ ἔβγαλε. Μοῦ ἔδωκεν
ἀντὶ ἄρτου στάκτην.
|
16
Ἔσπασε τὰ δόντια μου μὲ μικρὴ πέτρα
<χαλίκι> καὶ μοῦ τὰ ἔβγαλε·
μοῦ ἔδωκε δὲ ἀντὶ ψωμί, στάκτην!
|
17
καὶ ἀπώσατο ἐξ εἰρήνης
ψυχήν μου, |
17
Ἐδίωξε τὴν εἰρήνην ἀπὸ
τὴν ζωήν μου.
|
17
Μοῦ ἐστέρησε τὴν εἰρήνην, τὴν
ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὴν ζωήν μου·
|
18
ἐπελαθόμην ἀγαθά, καὶ εἶπα·
ἀπώλετο νῖκός μου καὶ ἡ
ἐλπίς μου ἀπὸ Κυρίου.
|
18
Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν θλιβερὰν
κατάστασιν εὑρισκόμενος ἐλησμόνησα,
ὅτι ὑπάρχουν ἀγαθὰ εἰς
τὴν γῆν καὶ εἶπα: Ἐχάθη
πλέον ἀπὸ ἐμὲ
ὁριστικῶς ἡ νίκη μου
κατὰ τῶν συμφορῶν καὶ τῶν
ἐχθρῶν, καὶ ἡ ἐλπίς μου
ἀπὸ τὸν Κύριον.
|
18
ἐλησμόνησα τὰ ἀγαθὰ καὶ
τὶ εἶναι εὐτυχία καὶ εἶπα κατ'
ἐμαυτόν: <Ἐχάθη πλέον ὁριστικῶς
ἡ νίκη μου κατὰ τῶν συμφορῶν καὶ
τῶν ἐχθρῶν, καὶ κάθε ἐλπίδα
μου ποὺ ἐστήριζα εἰς τὸν Κύριον>.
|
19
Ἐμνήσθην ἀπὸ πτωχείας μου καὶ
ἐκ διωγμοῦ μου πικρίας καὶ χολῆς
μου· |
19
Βυθισμένος εἰς τὰς θλίψεις καὶ
εἰς τοὺς διωγμούς μου σκέπτομαι καὶ
ξανασκέπτομαι τὰς πικρίας μου, τὰς
συμφοράς μου, ποὺ εἶναι πικραὶ ὅπως
ἡ χολή.
|
19
Εἰς τὴν ἀπελπιστικὴν αὐτὴν
κατάστασιν σκέπτομαι συνεχῶς, λόγῳ τῆς ἀθλιότητος,
τοῦ πόνου καὶ τῶν διωγμῶν μου, μόνον
δυστυχίες καὶ συμφορές, οἱ ὁποῖες
εἶναι κατάπικρες, ὅπως ἡ χολή.
|
20
μνησθήσεται καὶ καταδολεσχήσει ἐπ'
ἐμὲ ἡ ψυχή μου·
|
20
Αὐτὰ πάντοτε ἀναλογίζομαι, μὲ
αὐτὰ ἀσχολεῖται
συνεχῶς ἡ ψυχή μου.
|
20
Αὐτὰ ἐνθυμοῦμαι συνεχῶς καὶ
γύρω ἀπὸ αὐτὰ συγκεντρώνω τὴν
διάνοιάν μου καὶ τὰ μελετῶ κατ' ἐμαυτόν.
|
21
ταύτην τάξω εἰς τὴν καρδίαν
μου διὰ τοῦτο ὑπομενῶ.
|
21
Αὐτὴν τὴν θλῖψιν ἀνακαλῶ
συνεχῶς εἰς τὴν
καρδίαν μου· διὰ τὴν ἀπαλλαγήν
μου ἀπὸ αὐτὴν δεικνύω ὑπομονὴν
καὶ ἔχω ἐλπίδα.
|
21
Τὴν ἐνθύμησιν αὐτὴν τῆς ἀκριβοῦς
γνώσεως τῆς καταστάσεώς μου θὰ ἐναποθέσω
εἰς τὴν καρδίαν μου καὶ θὰ ὑπομείνω
τὴν παιδαγωγίαν τοῦ Θεοῦ μὲ ἐλπίδα
εἰς τὸ ἔλεός του.
|
22
Τὰ ἐλέη Κυρίου, ὅτι οὐκ
ἐξέλειπέ με, ὅτι οὐ συνετελέσθησαν
οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ· μῆνας
εἰς τὰς πρωΐας ἐλέησαν, Κύριε,
ὅτι οὐ συνετελέσθημεν, ὅτι οὐ
συνετελέσθησαν οἱ
οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ.
|
22
Εἰς τὰ ἐλέη τοῦ Κυρίου
ἐλπίζω, διότι αὐτὰ
δὲν μὲ ἐγκατέλειψαν. Δὲν
ἐξηντλήθησαν οἱ οἰκτιρμοί
του. Κάθε ἡμέραν ὅλους αὐτοὺς
τοὺς μῆνας κράζω·
ἐλέησέ με, Κύριε, διότι
οὔτε ἡμεῖς ἐχάθημεν
οὔτε οἱ οἰκτιρμοί σου ἐξηντλήθησαν.
|
22
Διότι ἀσφαλῶς τὰ ἐλέη καὶ ἡ
εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυσαν
νὰ ἐκδηλώνωνται πρὸς Ἐμέ,
ἐπειδὴ δὲν ἐξηντλήθησαν οἱ
οἰκτιρμοί του. Κάθε ἡμέραν ὅλους τοὺς
μῆνες φωνάζω καὶ ἱκετεύω, Κύριε, ἐλέησον,
διότι οὔτε ἐμεῖς ἐχαθήκαμε ἐντελῶς,
ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ
καὶ ἡ εὐσπλαγχνία σου ἐξηντλήθησαν.
|
23
καινὰ εἰς τὰς
πρωΐας, πολλὴ ἡ πίστις σου.
|
23
Καθ' ἔκαστην πρωΐαν νέα ἐλέη
ἐξαποστέλλεις· μεγάλη εἶναι
ἡ ἀξιοπιστία σου, Κύριε.
|
23
Κάθε πρωῒ στέλλεις καινούργια ἐλέη καὶ
οἰκτιρμούς· ἡ ἀξιοπιστία σου,
Κύριε, εἶναι πολὺ μεγάλη. |
24
μερίς μου Κύριος, εἶπεν ἡ ψυχή
μου· διὰ τοῦτο ὑπομενῶ αὐτῷ.
|
24
Τὸ μερίδιον τῆς κληρονομίας μου εἶναι
ὁ Κύριος, ἔτσι εἶπεν ἡ ψυχή
μου. Δὰ τοῦτο ὑπομένω καὶ περιμένω
ἀπὸ Αὐτὸν σωτηρίαν.
|
24
Δὲν ἔχω ἄλλο καταφύγιον, εἰς τὸ
ὁποῖον νὰ προσφύγω· μερίδιον τῆς
κληρονομίας μου εἶναι ὁ Κύριος, εἶπεν ἡ
ψυχή μου. Διὰ τοῦτο θὰ περιμένω τὴν
σωτηρίαν μὲ πολλὴν ὑπομονὴν καὶ
ἔχων ἀκράδαντον ἐλπίδα εἰς τὴν
βοήθειαν τοῦ Κυρίου. |
25
Ἀγαθὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν
αὐτόν, ψυχὴ ἣ ζητήσει αὐτὸν
ἀγαθὸν |
25
Ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικὸς εἶναι
ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι δεικνύουν ὑπομονήν, πρὸς
αὐτόν. Ψυχὴ δέ, ἡ ὁποία
θὰ ζητήσῃ μὲ πίστιν κάτι
τὸ ἀγαθὸν ἀπὸ αὐτὸν
|
25
Ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικὸς
εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν
ὑπομένουν καὶ τὸν ἐμπιστεύονται·
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ θὰ τὸν
ἀναζητήσῃ ὡς ἀγαθόν <ἤ,
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ ζητήσῃ ἀπὸ
αὐτὸν μὲ πίστιν κάποιο ἀγαθόν>,
|
26
καὶ ὑπομενεῖ καὶ ἡσυχάσει
εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου.
|
26
καὶ θὰ δείξῃ ὑπομονήν,
θὰ εὔρη ἀνάπαυσιν καὶ εἰρήνην
εἰς τὴν σωτηρίαν της ἐκ μέρους
τοῦ Κυρίου. |
26
θὰ δείξῃ ὑπομονήν, καὶ ἀνάπαυσιν
θὰ εὕρῃ εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου. |
27
ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρῃ
ζυγὸν ἐν νεότητι αὐτοῦ.
|
27
Εἶναι καλὸν διὰ τὸν ἄνθρωπον,
ὅταν σηκώνῃ μὲ πίστιν καὶ
ὑπομονὴν τὸν ζυγὸν τῶν θλίψεων
ἀπὸ τὴν νεότητα του.
|
27
Εἶναι καλόν, χρήσιμον καὶ ὠφέλιμον διὰ
τὸν ἄνθρωπον νὰ σηκώνῃ, μὲ ὑπομονὴν
καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν, ἀπὸ
τὴν νεότητά του τὸν ζυγὸν τῶν δοκιμασιῶν,
τὶς ὁποῖες παραχωρεῖ εἰς αὐτὸν
ὁ Κύριος. |
28
Καθήσεται κατὰ μόνας καὶ σιωπήσεται,
ὅτι ᾖρεν ἐφ' ἑαυτῷ·
|
28
Θὰ καθίσῃ κατὰ μόνας, θὰ
μείνῃ σιωπηλός, διότι σηκώνει
μὲ ἀνδρείαν τὸν ζυγὸν τῆς
δοκιμασίας του.
|
28
Νὰ καθήσῃ κατάμονος, χωρισμένος ἀπὸ
τοὺς ἄλλους καὶ σιωπηλός, διότι σηκώνει
μὲ καρτερίαν, ἐλπίδα καὶ ἀνδρείαν
τὸν ζυγὸν τῶν δοκιμασιῶν του·
|
30
δώσει τῷ παίοντι αὐτὸν σιαγόνα,
χορτασθήσεται ὀνειδισμῶν.
|
30
Ὅταν ὁ Κύριος τὸν κτυπᾷ θὰ
στρέφῃ τὴν παρειὰν του πρὸς
αὐτόν. Θὰ χορτάσῃ ἀπὸ
ὀνειδισμούς, θὰ ὑπομείνῃ
αὐτά,
|
30
νὰ γυρίζῃ τὴν σιαγόνα του εἰς τὸν
Κύριον, ὁ Ὁποῖος τὸν ραπίζει σύμφωνα
μὲ τὴν στοργικὴν παιδαγωγίαν του, καὶ
νὰ χορτάσῃ ἀπὸ ὀνειδισμούς.
|
31
Ὅτι οὐκ εἰς τὸν αἰῶνα
ἀπώσεται Κύριος. |
31
καὶ ἃς εἶναι βέβαιος ὅτι ὁ
Κύριος δὲν θὰ τὸν ἀπωθήσῃ
διὰ παντός. |
31
Ἂς ὑπομείνῃ ὅλα αὐτὰ μὲ
καρτερίαν,> διότι ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ
τὸν ἀπορρίψῃ καὶ νὰ τὸν
ἀπωθήσῃ παντοτινά. |
32
Ὅτι ὁ ταπεινώσας οἰκτειρήσει
κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους
αὐτοῦ· |
32
Διότι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
τὸν ἐταπείνωσε, θὰ τὸν λυπηθῇ
καὶ θὰ τὸν ἐλεήσῃ σύμφωνα
μὲ τὸ ἀπροσμέτρητον μέγα ἔλεός
του. |
32
Διότι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὸν
ἐταπείνωσε θὰ τὸν λυπηθῇ καὶ
θὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῇ σύμφωνα μὲ
τὸ ἄπειρον ἔλεός του.
|
33
ὅτι οὐκ ἀπεκρίθη ἀπὸ καρδίας
αὐτοῦ καὶ ἐταπείνωσεν υἱοὺς
ἀνδρός. |
33
Διότι δὲν εἶναι ὅτι ὁ Κύριός
μὲ εὐχαρίστησιν ταπεινώνει καὶ
θλίβει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
|
33
Διότι ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Κύριος παιδαγωγεῖ
τὸν ἄνθρωπον πρὸς ὠφέλειαν καὶ
δὲν τιμωρεῖ οὔτε ταπεινώνει τοὺς υἱοὺς
τῶν ἀνθρώπων μὲ εὐχαρίστησιν,
ἐπειδὴ τοῦ ἀρέσει.
|
34
Τοῦ ταπεινῶσαι ὑπὸ τοὺς πόδας
αὐτοῦ πάντας δεσμίους γῆς,
|
34
Δὲν θέλει νὰ ποδοπατοῦνται κάτω
ἀπὸ τοὺς πόδας τοῦ νικητοῦ
ὅλοι οἱ αἰχμάλωτοι τῆς χώρας,
|
34
Τὸ νὰ ταπεινώνωνται καὶ νὰ ποδοπατοῦνται
ἀπὸ τὸν νικητὴν ὅλοι οἱ
αἰχμάλωτοι μιᾶς χώρας, ἡ ὁποία ἡττήθη·
|
35
τοῦ ἐκκλῖναι κρίσιν ἀνδρὸς
κατέναντι προσώπου Ὑψίστου,
|
35
νὰ διαστρέφεται καὶ νὰ καταπατῆται
τὸ δίκαιον ἑνὸς ἀνθρώπου
ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ.
|
35
τὸ νὰ διαστρέφεται καὶ νὰ καταπατῆται
τὸ δίκαιον ἑνὸς ἀνθρώπου κατὰ
τρόπον προσβλητικὸν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου
Θεοῦ· |
36
καταδικάσαι ἄνθρωπον ἐν τῷ κρίνεσθαι
αὐτὸν Κύριος οὐκ εἶπε.
|
36
Ποτὲ δὲν ἔδωσεν ἐντολὴν ὁ
Κύριος νὰ καταδικάζεται ἐνας ἀθῷος
ἄνθρωπος εἰς κάποιαν δίκην.
|
36
τὸ νὰ καταδικάζεται εἰς μίαν δίκην μὲ
δόλον ἄνθρωπος ἀθῶος, ὅλα αὐτὰ
δὲν τὰ διέταξεν οὔτε τὰ ἠθέλησεν
ὁ Κύριος. |
37
Τίς οὕτως εἶπε, καὶ ἐγενήθη;
Κύριος οὐκ ἐνετείλατο.
|
37
Ποιὸς ἔδωσε τέτοιαν διαταγὴν καὶ
ἔγιναν αὐτά; Ὁ Κύριος δὲν
ἔδωσε τέτοιας ἐντολάς.
|
37
Ποῖος ἔδωσε τέτοιαν διαταγὴν καὶ ἔγιναν
αὐτά; Ὁ Κύριος δὲν διέταξε τέτοια πράγματα.
|
38
Ἐκ στόματος Ὑψίστου οὐκ ἐξελεύσεται
τὰ κακὰ καὶ τὸ ἀγαθόν;
|
38
Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου
δὲν θὰ ἐξέλθῃ ἡ ἐντολὴ
διὰ τὸ καλὸν καὶ ἡ παραχώρησις
διὰ τὸ κακόν;
|
38
Διότι ἀπὸ ποὺ ἀλλοῦ, παρὰ
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου δὲν
θὰ ἐξέλθῃ ἡ ἐντολὴ διὰ
τὸ ἀγαθὸν καὶ ἡ παραχώρησις
διὰ τὴν τιμωρίαν καὶ τὸ κακόν;
|
39
Τί γογγύσει ἄνθρωπος ζῶν, ἀνὴρ
περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ;
|
39
Διατί, λοιπόν, παραπονεῖται κάθε ἄνθρωπος,
ἐπειδὴ τιμωρεῖται ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν του;
|
39
Διατὶ λοιπὸν κάθε ζωντανὸς ἄνθρωπος
νὰ ἀγανακτήσῃ παραπονούμενος, ἐπειδὴ
τιμωρεῖται διὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ
πράττει ὁ ἴδιος μὲ τὴν ἐλευθέραν
θέλησίν του; |
40
Ἐξηρευνήθη ἡ ὁδὸς ἡμῶν
καὶ ἠτάσθη, καὶ ἐπιστρέψομεν
ἕως Κυρίου· |
40
Ἂς ἀνερευνήσωμεν ἐπιμελῶς τὸν
δρόμον τῆς ζωῆς μας, ἂς τὸν
ἐξετάσωμεν μὲ προσοχήν, καὶ
ἂς ἐπιστρέψωμεν ἐν μετανοίᾳ
πάλιν πρὸς τὸν Κύριον.
|
40
Ἂς ἐρευνήσωμεν λοιπὸν μὲ ἐνδιαφέρον
καὶ ἐπιμέλειαν τὴν ὅλην ἀναστροφὴν
καὶ συμπεριφοράν μας, ἂς τὴν ἐξετάσωμεν
καὶ ἂς σκεφθῶμεν βαθιὰ καὶ ἂς
ἐπιστρέψωμεν μὲ μετάνοιαν εἰς τὸν
Κύριον. |
41
ἀναλάβωμεν καρδίας ἡμῶν ἐπὶ
χειρῶν πρὸς ὑψηλὸν ἐν οὐρανῷ·
|
41
Ἂς πιάσωμεν μὲ τὰ δυό μας τὰ
χέρια τὰς καρδίας μας, ἂς τὰς
ἀνυψώσωμεν πρὸς τὸν οὐρανόν.
|
41
Ἂς πιάσωμεν μὲ τὰ χέρια τὶς καρδιές
μας καὶ ἄς τὶς ὑψώσωμεν ἀπὸ
τὰ γήϊνα πρὸς τὸν ὑψηλὸν Θεόν,
ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὸν
οὐρανόν. |
42
ἡμαρτήσαμεν, ἠσεβήσαμεν, καὶ
οὐχ ἰλάσθης. |
42
Ἂς ὁμολογήσωμεν ὅτι ἡμαρτήσαμεν,
διεπράξαμεν ἀσεβείας· καὶ διὰ
τοῦτο ὁ Θεὸς ἐν τῇ δικαιοσύνῃ
του δὲν ἐφάνη ἵλεως πρὸς ἡμᾶς.
|
42
Ἂς ὁμολογήσωμεν ὅτι ἔχομεν ἁμαρτήσει,
ὅτι ἔχομεν ἀσεβήσει, καὶ ἑπομένως
δικαίως δὲν ἐφάνης <Κύριε> εὐσπλαγχνικὸς
ἀπέναντί μας καὶ δικαίως πάσχομεν.
|
43
Ἐπεσκέπασας ἐν θυμῷ καὶ ἀπεδίωξας
ἡμᾶς· ἀπέκτεινας, οὐκ ἐφείσω.
|
43
Ἐπάνω εἰς τὸν δίκαιον θυμόν
σου ἐσκέπασες τὸ πρόσωπόν σου,
διὰ νὰ μὴ μᾶς ἴδῃς·
καὶ μᾶς ἐξεδίωξες, μᾶς ἐθανάτωσες
καὶ δὲν μᾶς ἐλυπήθης.
|
43
Ἐπάνω εἰς τὸν δίκαιον θυμόν σου διὰ
τὶς ἀσέβειές μας ἐσκέπασες
καὶ ἔκαμες ὥστε νὰ μὴ φαίνεται
τὸ πρόσωπόν σου <ἤ, κατ' ἄλλην
ἑρμηνείαν: Μᾶς ἐκάλυψες διὰ
τοῦ θυμοῦ σου> καὶ μᾶς ἔδιωξες
μακριά· μᾶς ἐφόνευσες καὶ
δὲν μᾶς ἐλυπήθης. |
44
Ἐπεσκέπασας νεφέλην σεαυτῷ ἕνεκεν
προσευχῆς, |
44
Ἐσκέπασες τὸ πρόσωπόν σου μὲ
νεφέλην, ὥστε νὰ μὴ φανῇ ἐνώπιόν
σου ἡ προσευχή μας.
|
44
Κατεκάλυψες τὸ πρόσωπόν σου μὲ πυκνὸν σύννεφον,
ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ τὸ
διαπεράσῃ ἡ προσευχή μας καὶ νὰ
φθάσῃ εἰς Σέ· |
45
καμμύσαι με καὶ ἀπωσθῆναι ἔθηκας
ἡμᾶς ἐν μέσῳ τῶν λαῶν. |
45
Ἔκλεισες τὰ μάτια σου ἀπὸ ἐμέ,
μὲ ἀπώθησες, μᾶς διεσκόρπισες
ἐν μέσῳ ξένων λαῶν.
|
45
ἔκλεισες τὰ μάτια σου ἀπὸ ἐμέ,
μὲ περιεφρόνησες καὶ μὲ ἀπώθησες·
μᾶς διεσκόρπισες μεταξὺ τῶν ξένων λαῶν.
|
46
Διήνοιξαν ἐφ' ἡμᾶς τὸ στόμα
αὐτῶν πάντες οἱ ἐχθροὶ
ἡμῶν· |
46
῎Ετσι δὲ ὅλοι οἱ ἐχθροί
μας ἤνοιξαν διάπλατα τὸ στόμα των,
διὰ νὰ μᾶς καταπίουν.
|
46
Ἄνοιξαν διάπλατα τὸ στόμα των λοιδοροῦντες
ἢ ζητοῦντες νὰ μᾶς καταπιοῦν
ὅλοι οἱ ἐχθροί μας.
|
47
φόβος καὶ θυμὸς ἐγενήθη ἡμῖν,
ἔπαρσις καὶ συντριβή.
|
47
Φόβος μᾶς ἐκυρίευσεν ἐξ αἰτίας
τοῦ δικαίου θυμοῦ σου. Μᾶς ἐσήκωσες
ὑψηλὰ καὶ μᾶς συνέτριψες κάτω.
|
47
Ἀπὸ τὶς ποικίλες συμφορὲς ποὺ
μᾶς ἐκτύπησαν καὶ ἐξ αἰτίας
τοῦ δικαίου θυμοῦ σου μᾶς ἐκυρίευσε
φόβος· οἱ ἐχθροί, ἐπαιρόμενοι ἐναντίον
μας, μᾶς συνέτριψαν <ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Συνετρίβημεν λόγῳ τῆς ἐπάρσεως καὶ
τῆς ἀλαζονείας μας>. |
48
Ἄφέσεις ὑδάτων κατάξει ὁ
ὀφθαλμός μου ἐπὶ τὸ σύντριμμα
τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου.
|
48
Χειμάρρους ὑδάτων θὰ ἀναβλύσουν
οἱ ὀφθαλμοί μας διὰ τὴν συντριβὴν
τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου, τῆς
Ἱερουσαλήμ.
|
48
Ἀσταμάτητοι χείμαρροι δακρύων θὰ τρέξουν ἀπὸ
τὰ μάτια μου διὰ τὴν συντριβὴν καὶ
ἐρήμωσιν τῆς θυγατέρας τοῦ λαοῦ μου,
τῆς Ἱερουσαλήμ. |
49
Ὁ ὀφθαλμός μου κατεπόθη, καὶ
οὐ σιγήσομαι τοῦ μὴ εἶναι ἔκνηψιν,
|
49
Ἐπνίγησαν εἰς τὰ δάκρυα οἱ
ὀφθαλμοί μου. Δὲν θὰ παύσω νὰ
θρηνῶ καὶ νὰ κλαίω, διότι δὲν
ὑπάρχει εἰς ἐμὲ τρόπος
ἀνανήψεως καὶ σωτηρίας.
|
49
Τὰ μάτια μου ἐπνίγησαν εἰς τὰ δάκρυα,
ἐσκοτείνιασαν δὲν θὰ παύσω δὲ
νὰ θρηνῶ καὶ νὰ κλαίω, διότι δὲν
ὑπάρχει δι' ἐμὲ ὁ Κύριος νὰ
ἀγρυπνῇ, ἀφοῦ δὲν μὲ προσέχει
λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μου.
|
50
ἕως οὗ διακύψῃ καὶ ἴδῃ
Κύριος ἐξ οὐρανοῦ·
|
50
Θὰ πενθῶ καὶ θὰ κλαίω, μέχρις
ὅτου ὁ Κύριος σκύψῃ ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν καὶ ἴδῃ τὴν
θλῖψιν μου.
|
50
Δὲν θὰ σταματήσω νὰ θρηνῶ, μέχρις
ὅτου ὁ Κύριος συγκαταβῇ καὶ σκύψῃ
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδῇ
τὴν μεγάλην δοκιμασίαν μου. |
51
ὁ ὀφθαλμός μου ἐπιφυλλιεῖ ἐπὶ
τὴν ψυχήν μου παρὰ πάσας θυγατέρας
πόλεως. |
51
Τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν μου καταπονοῦν
τὴν ψυχήν μου. Κλαίω δι' ὅλας τὰς
θυγατέρας τῆς πόλεως. |
51
Τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται ἀπὸ τὰ
μάτια μου δὲν μὲ ἀνακουφίζουν, ἀλλὰ
μὲ κουράζουν, τρυγοῦν κυριολεκτικά <ἀπομυζοῦν>
τὴν ψυχήν μου δι’ ὅλες <ἤ, κατ’ ἄλλους:
Περισσότερον ἀπὸ ὅλες> τὶς θυγατέρες
τῆς πόλεως. |
52
Θηρεύοντες ἐθήρευσάν με ὡς στρουθίον
πάντες οἱ ἐχθροί μου δωρεάν, |
52
῞Ολοι οἱ ἐχθροί μου ἐντελῶς
ἀδίκως μὲ ἐκυνήγησαν μὲ
ἐπιμονήν, ὡσὰν στρουθίον.
|
52
Ἀναιτίως, ἀδίκως, χωρὶς ἀφορμὴν
ὅλοι οἱ ἐχθροί μου μὲ ἐκυνήγησαν
ἐπιμόνως, ὅπως κυνηγοῦν τὰ σπουργίτια.
|
53
ἐθανάτωσαν ἐν λάκκῳ ζωήν
μου καὶ ἐπέθηκαν λίθον ἐπ' ἐμοί.
|
53
Μὲ ἔρριψαν εἰς τὸν τάφον ὡς
νεκρόν· ἔβαλαν εἰς τὸ στόμιον
τοῦ λάκκου βαρὺν λίθον.
|
53
Μὲ ἔρριψαν εἰς τὸν λάκκον ὡσὰν
νεκρόν, καὶ ἔκλεισαν τὸ στόμιον τοῦ
λάκκου μὲ βαρὺν λίθον. |
54
ὑπερεχύθη ὕδωρ ἐπὶ τὴν
κεφαλήν μου· εἶπα· ἀπῶσμαι.
|
54
Ἐπλημμύρισε τὸ νερό, ἐσκέπασε
τὴν κεφαλήν μου. Εἶπα· ἔχω πλέον
χάσει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας.
|
54
Ἐπλημμύρισε τὸ νερόν, ἐσκέπασε τὴν
κεφαλήν μου. Εἶπα: <Ἐχάθηκα! Ἔχασα κάθε
ἐλπίδα νὰ ἐπιζήσω!>
|
55
Ἐπεκαλεσάμην τὸ ὄνομά σου, Κύριε,
ἐκ λάκκου κατωτάτου·
|
55
Προσηυχήθην καὶ ἐπεκαλέσθην τὸ
ὄνομά σου, Κύριε, ἀπὸ τὸν
βαθύτατον αὐτὸν λάκκον.
|
55
Τότε ἐπικαλέσθηκα τὸ ὄνομά σου, Κύριε, ἀπὸ
τὸν βαθύτατον ἐκεῖνον λάκκον.
|
56
φωνήν μου ἤκουσας· μὴ κρύψῃς
τὰ ὦτά σου εἰς τὴν δέησίν
μου. |
56
Σὺ δὲ ἤκουσες τὴν φωνὴν τῆς
προσευχῆς, μου. Δὲν ἔκλεισες τὰ αὐτιά
σου εἰς τὴν δέησίν μου.
|
56
Σὺ δὲ ἄκυυσες τὴν ἰκετευτικὴν
φωνήν μου μὴ ἀπυσύρῃς τὰ αὐτιά
σου ἀπὸ τοῦ νὰ ἀκούσουν
τὴν δέησίν μου. |
57
εἰς τὴν βοήθειάν μου ἤγγισας
ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπεκαλεσάμην
σε· εἶπάς μοι· μὴ φοβοῦ.
|
57
Μὲ ἐπλησίασες καὶ μὲ ἐβοήθησες
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
ποὺ ἐγὼ σὲ ἐπεκαλέσθην
διὰ τῆς προσευχῆς. Μοῦ εἶπες·
μὴ φοβεῖσαι.
|
57
Μὲ ἐπλησίασες καὶ ἦλθες εἰς
βοήθειάν μου κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ
τὴν ὁποίαν Σὲ ἐπικαλέσθηκά· μοῦ
εἶπες: <Μὴ φοβᾶσαι!>
|
58
Ἐδίκασας, Κύριε, τὰς δίκας τῆς
ψυχῆς μου, ἐλυτρώσω τὴν ζωήν
μου· |
58
Σὺ Κύριε, ἔγινες ὁ δίκαιος δικαστὴς
εἰς τὰς ὑποθέσεις τῆς ζωῆς
μου. Ἔσωσες καὶ διεφύλαξες τὴν ζωήν
μου. |
58
Κύριε, ἀνέλαβες νὰ ὑπερασπίσῃς
τὰ δίκαιά μου, ἔσωσες καὶ διεφύλαξες τὴν
ζωήν μου. |
59
εἶδες, Κύριε, τὰς ταραχάς μου, ἔκρινας
τὴν κρίσιν μου·
|
59
Εἶδες, Κύριε, τὴν ἀναστάτωσιν
καὶ τοὺς συγκλονισμούς, ποὺ μοῦ
ἐπέφεραν οἱ ἐχθροί μου, ἀνέλαβες
πλέον σὺ νὰ ἐκδικάσῃς
τὴν δίκην μου, νὰ μοῦ ἀποδώσῃς
τὸ δίκαιον.
|
59
Εἶδες, Κύριε, τὶς θλίψεις καὶ τὶς
συμφορές, τὶς ὁποῖες ἐπροξένησαν εἰς
ἐμὲ οἱ ἐχθροί μου· ἀνέλαβες
πλέον Σὺ νὰ ἐκδικάσῃς μὲ
δικαιοσύνην τὴν ὑπόθεσιν μου.
|
60
εἶδες πᾶσαν τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν
εἰς πάντας διαλογισμοὺς αὐτῶν
ἐν ἐμοί. |
60
Καὶ εἰς τοὺς διαλογισμούς των ἀκόμη,
ποὺ εἶχαν ἐναντίον μου, εἶδες
σύ, Κύριε, ὅλην τὴν ἐκδικητικήν
των μανίαν.
|
60
Εἶδες ὅλα τὰ ἐκδικητικὰ σχέδιά
των καὶ τὶς μυστικὲς σννωμοτικὲς ἐνέργειές
των ἐναντίον μου. |
61
Ἤκουσας τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν,
πάντας τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν
κατ' ἐμοῦ, |
61
῎Ηκουσες τοὺς ἐμπαιγμοὺς καὶ
τοὺς ἐξευτελισμούς των καὶ τοὺς
κρυφοὺς λογισμοὺς των, ποὺ ἔτρεφαν
ἐναντίον μου.
|
61
Ἄκουσες ὅλες τὶς ἐναντίον μου φανερὲς
λοιδορίες καὶ κατηγορίες, ὅλες τὶς μυστικὲς
συνωμοσίες των. |
62
χείλη ἐπανισταμένων μοι καὶ μελέτας
αὐτῶν κατ' ἐμοῦ ὅλην τὴν
ἡμέραν, |
62
Ἤκουσες τὰ ἀπειλητικὰ λόγια
τῶν ἐχθρῶν μου καὶ ὅσα αὐτοὶ
ἐμελετοῦσαν καὶ ἐσχεδίαζαν ἐναντίον
μου ὅλας τὰς ἡμέρας.
|
62
Ἄκουσες τὶς ἀπειλὲς ποὺ ἐξετόξευαν
ἐναντίον μου ὅσοι ἐπαναστατοῦσαν κατ’
ἐμοῦ, καὶ ἐγνώρισες τὰ
σχέδια ποὺ κατέστρωναν εἰς βάρος μου ὅλες
τὶς ἡμέρες. |
63
καθέδραν αὐτῶν καὶ ἀνάστασιν
αὐτῶν· ἐπίβλεψον ἐπὶ
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν.
|
63
Σὺ γνωρίζεις πότε ἀναπαύονται
καὶ πότε σηκώνονται. Ἰδὲ τὴν
κακότητα, ποὺ ἐκφράζουν οἱ ὀφθαλμοί
των.
|
63
Σὺ γνωρίζεις πότε <ἤ: Ἐὰν> κάθονται
καὶ ἡσυχάζουν καὶ πότε <ἤ: Ἐὰν>
σηκώνονται διὰ νὰ δράσουν. Ἰδὲ τοὺς
σκοπούς των, τὰ ἐγκληματικὰ σχέδια
ποὺ ἐτοιμάζουν <ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Τὰ γεμᾶτα μῖσος καὶ κακότητα ὑπερήφανα
μάτια των>. |
64
Ἀποδώσεις αὐτοῖς ἀνταπόδομα,
Κύριε κατὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν
αὐτῶν. |
64
Σύ, Κύριε, θὰ ἀνταποδώσῃς
εἰς αὐτοὺς τὴν δικαίαν τιμωρίαν,
ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν των. |
64
Σύ, Κύριε, θὰ ἀνταποδώσῃς εἰς αὐτοὺς
τὴν δικαίαν τιμωρίαν, ἀναλόγως τῶν ἔργων
τῶν χειρῶν των. |
65
Ἀποδώσεις αὐτοῖς ὑπερασπισμὸν
καρδίας, μόχθον σου αὐτοῖς,
|
65
Θὰ ἀποδώσῃς εἰς αὐτοὺς
κατὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας
των· τὸ βάρος τῆς τιμωρίας σου
θὰ ἐπιπέσῃ εἰς αὐτούς.
|
65
Σύ, Κύριε, θὰ ἀνταποδώσῃς εἰς αὐτοὺς
κατὰ τὴν σκληρότητα καὶ πώρωσιν τῆς
καρδιᾶς των· τὸ βάρος τῆς καταθλιπτικῆς
τιμωρίας σου θὰ πέσῃ ἐπάνω των.
|
66
καταδιώξεις ἐν ὀργῇ καὶ ἐξαναλώσεις
αὐτοὺς ὑποκάτωθεν του οὐρανοῦ.
Κύριε. |
66
Θὰ τοὺς καταδιώξῃς ἐν τῇ
δικαίᾳ σου ὀργῇ. Θὰ τοὺς
ἐξολοθρεύσῃς καὶ θὰ τοὺς
ἐξαφανίσῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπον
τοῦ οὐρανοῦ, Κύριε. |
66
Θὰ τοὺς καταδιώξῃς κατὰ τὴν
δικαίαν ὀργήν σου, θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃς
καὶ θὰ τοὺς ἐκμηδενίσῃς
ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τοῦ οὐρανοῦ
<ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς>,
Κύριε. |