Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ιστὸς
ὁ λόγος· εἴ τις ἐπισκοπῆς
ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ.
|
ξιόπιστος
καὶ ἀληθινὸς εἶναι ὁ λόγος,
ποὺ θὰ σᾶς πῶ· ἐὰν
κανεὶς ἐπιθυμῇ πολὺ τὸ ἀξίωμα
τοῦ ἐπισκόπου, καλὸν ἔργον ἐπιθυμεῖ
(ἐφ ὅσον πράγματι ποθεὶ τὸ ἔργον
τοῦ ὑψίστου τούτου λειτουργήματος
καὶ ὄχι τὴν τιμὴν τοῦ ἀξιώματος).
|
λόγος περὶ ἐπισκοπῆς, τὸν ὁποῖον
θὰ εἴπω, εἶναι ἄξιος νὰ δώσῃ
ὁ καθένας πίστιν εἰς αὐτὸν καὶ
νὰ τὸν δεχθῇ μὲ τὴν καρδιά
του. Ἐὰν κανεὶς ἐπιθυμῇ πολὺ
τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, καλὸν
ἔργον ἐπιθυμεῖ. |
2
Δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον
εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον,
σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν,
|
2
Ἀλλ' ἂς ἔχῃ ὑπ' ὄψιν του,
ὅτι τὸ καλὸν ἔργον ταιριάζει
εἰς ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει,
λοιπόν, ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι
ἄμεμπτος καὶ ἀκατηγόρητος· νὰ
εἶναι, σύζυγος μιᾶς μόνης γυναικὸς
καὶ νὰ μὴν ἔχῃ συνάψει
δεύτερον γάμον· νὰ εἶναι ἐγκρατὴς
καὶ προσεκτικός, σώφρων, σεμνός, φιλόξενος,
ἱκανὸς νὰ διδάσκῃ τοὺς
ἄλλους τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ·
|
2
Ἀλλὰ τὸ καλὸν καὶ ὑψηλὸν
ἔργον πρέπει νὰ ἀνατίθεται εἰς καλοὺς
καὶ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει λοιπὸν
ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος,
ὥστε κανεὶς να μὴ μπορῇ να εἴπῃ
τίποτε εἰς βάρος του. Πρέπει να εἶναι σύζυγος
μιᾶς μόνης γυναικὸς καὶ να μὴ ἔχῃ
ἔλθει εἰς δεύτερον γάμον. Νὰ εἶναι
προσεκτικός, ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός.
|
3
μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ
αἰσχροκερδῆ, ἀλλ' ἐπιεικῆ, ἄμαχον,
ἀφιλάργυρον,
|
3
νὰ μὴ εἶναι μέθυσος καὶ ὀργίλος,
νὰ μὴ ἐκτρέπεται εἰς χειροδικίας,
νὰ μὴ εἶναι αἰσχροκερδής, ἀλλὰ
νὰ εἶναι ἐπιεικής, ἀφιλόνεικος
καὶ φιλειρηνικός, ἀφιλάργυρος.
|
3
Νὰ μὴ εἶναι μέθυσος, οὔτε να βιαιοπραγῇ
καὶ να δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς
ἄλλους, οὔτε νὰ ἐπιζητῇ κέρδη
μὲ μέσα αἰσχρά, ἀλλὰ νὰ εἶναι
ἐπιεικής, ξένος πρὸς μάχας καὶ φιλονεικίας,
ἀφιλάργυρος. |
4
τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προιστάμενον,
τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ
πάσης σεμνότητος·
|
4
Νὰ προΐσταται δὲ καὶ νὰ κυβερνᾷ
μὲ σύνεσιν τὸ σπίτι του, νὰ
ἔχῃ τέκνα καλῶς παιδαγωγημένα,
ὥστε νὰ ὑποτάσσωνται μὲ κάθε
σεμνότητα. |
4
Νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, νὰ
ἔχῃ παιδιά, ποὺ νὰ ὑποτάσσωνται
μὲ κάθε σεμνότητα. |
5
-εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου
προστῆναι οὐκ οἵδε, πῶς ἐκκλησίας
Θεοῦ ἐπιμελήσεται;-
|
5
Ἐὰν δὲ κανεὶς δὲν γνωρίζῃ
νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του,
πῶς θὰ ἐνδιαφερθῇ καὶ θὰ
φροντίσῃ ὀρθῶς διὰ τὴν
Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ;
|
5
Πρέπει δὲ νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ
σπίτι του, διότι, ἐὰν ἕνας δὲν γνωρίζῃ
νὰ διευθύνῃ τὸ σπίτι του, πῶς θὰ
ἐπιμεληθῇ καὶ θὰ φροντίσῃ διὰ
τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ;
|
6
Μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς
εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου.
|
6
Πρέπει ἀκόμη νὰ μὴν εἶναι
νεοφώτιστος καὶ νεοπροσήλυτος εἰς
τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διὰ
νὰ μὴν ὑπερηφανευθῇ ἀπὸ
τὸ ἀξίωμα καὶ πέσῃ ἔτσι
εἰς τὴν ἰδίαν καταδίκην, ποὺ
ἔπεσε διὰ τὴν ἀλαζονείαν του
ὁ διάβολος. |
6
Πρέπει νὰ μὴ εἶναι νεοκατήχητος καὶ
νεοφυτευμένος εἰς τὸν πνευματικὸν ἀμπελῶνα
τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει δὲ να εἶναι
νεοκατήχητος, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ
καὶ πέσῃ εἰς τὴν αὐτὴν
ἐξ ὑπερηφανείας καταδίκην, ποὺ ἔπεσε
καὶ ὁ διάβολος. |
7
Δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν
καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν,
ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ
καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου.
|
7
Πρέπει δέ, ἐκτὸς αὐτῶν
ποὺ εἴπαμεν ἀνωτέρω, νὰ ἔχῃ
καὶ καλὴν μαρτυρίαν περὶ τῆς
ἀμέμπτου ζωῆς του ἀπὸ τοὺς
ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπους,
διὰ νὰ μὴ περιπέσῃ εἰς
τὸν περίγελων καὶ τὸν χλευασμὸν
τῶν ἀνθρώπων καὶ συλληφθῇ ἔτσι
εἰς τὴν παγίδα τοῦ διαβόλου.
|
7
Πρέπει δὲ να ἔχῃ καὶ καλὴν μαρτυρίαν
ἀπὸ τοὺς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας
ἀνθρώπους, διὰ νὰ μὴ τοῦ στήσῃ
μὲ τὰς κατηγορίας καὶ τὴν διαπόμπευσιν
τῶν ἀπίστων παγίδα ὁ διάβολος καὶ
πέσῃ εἰς αὐτὴν εἴτε θυμώνων
καὶ μισῶν τοὺς κατηγόρους του, εἴτε
χάνων τὸ κῦρος του καὶ ἀπογοητευόμενος,
εἴτε καὶ παρασυρόμενος πάλιν εἰς τὰ
παλαιά. |
8
Διακόνους ὠσαύτως σεμνούς, μὴ
διλόγους, μὴ οἴνῳ πολλῷ προσέχοντας,
μὴ αἰσχροκερδεῖς,
|
8
Ἐπίσης οἱ διάκονοι πρέπει νὰ
εἶναι σεμνοί, ὄχι διπλοπρόσωποι ποὺ
διὰ λόγους καλακείας ἢ συμφέροντος
ἄλλα νὰ λέγουν εἰς τὸν ἕνα
καὶ ἄλλα εἰς τὸν ἄλλον. Νὰ
μὴ δίνουν τὴν καρδιά τους εἰς
τὸ πολὺ κρασί, νὰ μὴ
εἶναι αἰσχροκερδεῖς·
|
8
Οἱ διάκονοι τὸ ἴδιο πρέπει να εἶναι
σεμνοί, ὄχι διπρόσωποι, ὥστε να λέγουν ἄλλα
εἰς τοῦτον καὶ ἄλλα εἰς ἐκεῖνον
διὰ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν· νὰ
μὴ ἔχουν τὸν νοῦν τους εἰς τὸ
πολὺ κρασί, νὰ μὴ εἶναι αἰσχροκερδεῖς·
|
9
ἔχοντας τὸ μυστήριον τῆς πίστεως
ἐν καθαρᾷ συνειδήσει.
|
9
νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ κρατοῦν
καλὰ τὰς μυστηριώδεις ἀληθείας
τῆς πίστεως μὲ καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον
τὴν συνείδησιν, μὲ βίον δηλαδὴ
ἄμεμπτον. |
9
νὰ κατέχουν τὴν μυστηριώδη ἀλήθειαν τῆς
πίστεως συντροφευμένην μὲ βίον ἄμεμπτον καὶ
καθαρὰν συνείδησιν. |
10
Καὶ οὗτοι δὲ δοκιμαζέσθωσαν πρῶτον,
εἴτα διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες.
|
10
Καὶ αὐτοὶ θὰ ἐξετάζωνται
προηγουμένως καὶ θὰ ἐξελέγχωνται
μὲ προσοχὴν καὶ ἔπειτα θὰ ἀναλαμβάνουν
τὸ ἔργον τῆς διακονίας, ἐφ'
ὅσον πράγματι ἀποδειχθοῦν, ὅτι
εἶναι ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι.
|
10
Καὶ αὐτοὶ δὲ ἂς ἐξετάζωνται
πρῶτον προσεκτικὰ καὶ ἂς δοκιμάζονται,
καὶ ἔπειτα ἂς ἀναλαμβάνουν τὴν
ὑπηρεσίαν τοῦ διακόνου, ἐφ’ ὅσον εὑρεθοῦν,
ὅτι εἶναι ἀκατηγόρητοι καὶ ἄμεμπτοι.
|
11
Γυναῖκας ὠσαύτως σεμνάς, μὴ
διαβόλους, νηφαλίους, πιστὰς ἐν πᾶσι.
|
11
Αἱ δὲ διακόνισσαι ἐπίσης πρέπει
νὰ εἶναι σεμναί, ἀπηλλαγμέναι
ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κακολογίας,
καὶ συκοφαντίας, ἐγκρατεῖς καὶ
προσεκτικαί, πισταὶ εἰς ὅλα τὰ
καθήκοντά των. |
11
Αἱ γυναῖκες διάκονοι πρέπει καὶ αὐταὶ
νὰ εἶναι σεμναί, ἐλεύθεραι ἀπὸ
τὸ ἁμάρτημα τῆς κακολογίας καὶ διαβολῆς,
ἐγκρατεῖς καὶ προσεκτικοί, ἀξιόπιστοι
εἰς ὅλα. |
12
Διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες,
τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν
ἰδίων οἴκων. |
12
Οἱ διάκονοι ἂς εἶναι σύζυγοι
μιᾶς γυναικὸς καὶ
νὰ μὴν ἔχουν ἔλθει εἰς δεύτερον
γάμον· νὰ προΐστανται καὶ νὰ
παιδαγωγοῦν καλῶς τὰ παιδιά των καὶ
ὅλην των τὴν οἰκογένειαν.
|
12
Οἱ διάκονοι ἂς εἶναι μονόγαμοι, μιᾶς
γυναικὸς ἄνδρες, νὰ κυβερνοῦν καλὰ
τὰ τέκνα των καὶ τὰ σπίτια των.
|
13
Οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν
ἑαυτοῖς καλὸν περιποιοῦνται καὶ
πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τῇ
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
|
13
Διότι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
μὲ σύνεσιν καὶ φόβον Θεοῦ διηκόνησαν
καλῶς καὶ διακονοῦν, ἀποκτοῦν
καλὸν βαθμόν, προάγονται δηλαδὴ εἰς
τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερέως καὶ
τοῦ ἀρχιερέως· ἐπὶ πλέον
δὲ ἀποκτοῦν τόλμην καὶ θάρρος
νὰ ὁμολογοῦν καὶ νὰ κηρύττουν
τὴν πίστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν. |
13
Ζητῶ καὶ ἀπ’ αὐτούς, ὅπως ἐζήτησα
καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, νὰ
κυβερνοῦν καλὰ τὰ σπίτια των, διότι ἐκεῖνοι,
ποὺ διηκόνησαν καλά, ἀποκτοῦν καὶ
καλὸν βαθμὸν καὶ προάγονται εἰς ἐπισκόπους.
Ἀποκτοῦν ἀκόμη καὶ πολλὴν
παρρησίαν καὶ θάρρος εἰς τὸ νὰ διακηρύττουν
τὴν πίστιν, ποὺ ὁμολογοῦμεν ὅσοι
εἴμεθα ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν Ἰησοῦν
Χριστόν. |
14
Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζω ἐλθεῖν
πρός σε τάχιον·
|
14
Σοῦ τὰ γράφω αὐτὰ ἔχων
τὴν ἐλπίδα, ὅτι σύντομα θὰ
ἔλθω εἰς σέ, διὰ νὰ σοῦ
πῶ καὶ προφορικῶς περισσότερα.
|
14
Σοῦ γράφω αὐτὰ μὲ τὴν ἐλπίδα
νὰ ἔλθω πρὸς σὲ πολὺ γρήγορα.
|
15
ἐὰν δὲ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς
πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι,
ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ
ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα
τῆς ἀληθείας.
|
15
Ἐὰν ὅμως ἀργοπορήσω, σοῦ
τὰ γράφω διὰ νὰ γνωρίζῃς
πῶς πρέπει νὰ ζῇς καὶ νὰ
φέρεσαι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος οἶκος εἶναι ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.
(Εἶναι αὐτὴ θεοσύστατος, ζῶν
ὀργανισμὸς ἐπὶ ἀσαλεύτου
βάσεως ἐδραιωμένος, φορεὺς τῆς
αἰωνίου θείας ἀληθείας. Θεμέλιος
λίθος καὶ κεφαλή της εἶναι ὁ
Χριστός, πλήρωμα δὲ αὐτῆς οἱ
πιστοί, κλῆρος καὶ λαός). Καὶ
ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ εἶναι
στῦλος καὶ στερεὸν θεμέλιον τῆς
ἀληθείας. |
15
Ἐὰν ὅμως βραδύνω νὰ ἔλθω, σοῦ
τὰ γράφω διὰ νὰ γνωρίζῃς, πῶς
πρέπει κανεὶς νὰ πολιτεύεται καὶ νὰ
συμπεριφέρεται εἰς τὸ σπίτι καὶ τὴν
οἰκογένειαν τοῦ Θεοῦ, τουτέστιν εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ
εἶναι ζωντανὸς καὶ ὄχι νεκρὸς
σὰν τὰ εἴδωλα. Εἶναι δὲ ἡ
Ἐκκλησία ἄλλος στῦλος καὶ θεμέλιον
στερεόν, ποὺ ὑποβαστάζει τὴν ἀλήθειαν.
|
16
Καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ
τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον·
Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη
ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις,
ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη
ἐν κόσμῳ, ἀναλήφθη ἐν
δόξῃ. |
16
Καὶ πράγματι εἶναι μεγάλο τὸ
μυστήριον τῆς εὐσεβείας, ὅπως
μᾶς τὸ ἐδίδαξεν ὁ Κύριος.
Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη μὲ σάρκα
ἀνθρωπίνην ἐν μέσῳ τῶν
ἀνθρώπων, ἐμαρτυρήθη μὲ τὰ
καταπληκτικὰ σημεῖα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ὡς ὁ ἀπόλυτα ἀναμάρτητος
καὶ δίκαιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
ἔγινεν ὁρατὸς ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους, ἐκηρύχθη μεταξὺ
τῶν ἐθνικῶν, ἐπιστεύθη εἰς
τὸν κόσμον ὡς σωτὴρ τοῦ κόσμου,
ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς
μὲ δόξαν. |
16
Καὶ πράγματι κατὰ τὴν ὁμολογίαν ὅλων
τῶν πιστῶν μέγα εἶναι τὸ μυστήριον
τῆς ἀληθοῦς θρησκείας, ποὺ ἀπεκαλύφθη
καὶ ὡς θησαυρὸς αἰώνιος παρεδόθη ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Δηλαδή, Θεὸς ἐφανερώθη σαρκωμένος, ἀπεδείχθη
ἀληθὴς Μεσσίας διὰ τοῦ Πνεύματος,
ποὺ ἐνήργει σημεῖα δι’ αὐτοῦ,
ἔγινεν ὁρατὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους,
ἐκηρύχθη μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν,
ἐπιστεύθη εἰς τὸν κόσμον ὡς Θεάνθρωπος,
ἀνελήφθη μὲ δόξαν. |