Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
λυπηθεὶς ἔκλαυσα καὶ προσευξάμην μετ'
ὀδύνης λέγων·
|
λυπήθην
ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναικός
μου, ἔκλαυσα καὶ προσηυχήθην μὲ μεγάλην
ὀδύνην λέγων·
|
ταν
ἄκουσα τὰ λόγια αὐτὰ τῆς συζύγου
μου, ἐπόνεσεν ἡ ψυχή μου καὶ ἔκλαυσα.
Προσευχήθηκα μὲ μεγάλην λύπην καὶ εἶπα:
|
2
δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ πάντα
τὰ ἔργα σου καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί
σου ἐλεημοσύναι καὶ ἀλήθεια,
καὶ κρίσιν ἀληθινὴν καὶ δικαίαν
σὺ κρίνεις εἰς τὸν αἰῶνα.
|
2
Δίκαιος εἶσαι, Κύριε, καὶ ὅλοι
οἱ τρόποι τῆς ἐνεργείας σου
εἶναι ἐλεημοσύναι καὶ ἀλήθεια.
Σὺ πάντοτε κρίνεις ἀληθινὴν
καὶ δικαίαν κρίσιν.
|
2
<Σύ, Κύριε, εἶσαι δίκαιος καὶ ὅλα τὰ
ἔργα Σου καὶ κάθε ἐνέργειά Σου, ὀτιδήποτε
κάμνεις, πηγάζει ἀπὸ τὴν
εὐσπλαγχνίαν Σου καὶ συμφωνεῖ μὲ τὸν
νόμον τῆς ἀληθείας. Σὺ κρίνεις αἰωνίως
μὲ τελείαν δικαιοσύνην καὶ ὀρθὴν κρίσιν.
|
3
Μνήσθητί μου καὶ ἐπίβλεψον ἐπ'
ἐμέ· μὴ μὲ ἐκδικήσῃς
ταῖς ἁμαρτίαις μου καὶ τοῖς
ἀγνοήμασί μου καὶ τῶν πατέρων
μου, ἃ ἥμαρτον ἐνώπιόν σου·
|
3
Μνήσθητί μου, λοιπόν, Κύριε, καὶ
ρίψε ἕνα σπλαγχνικὸν βλέμμα σου εἰς
ἐμέ. Μὴ μὲ τιμωρήσῃς τόσον
διὰ τὰς ἁμαρτίας τὰς ὁποίας
ἔκαμα ἐν γνώσει, ὅσον καὶ διὰ
τὰς ἐξ ἀγνοίας, ὅπως ἐπίσης
καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν
προγόνων μου, οἵτινες ἡμάρτησαν ἀπέναντί
σου. |
3
Ἐνθυμήσου, Κύριε, καὶ ἐμὲ καὶ
ρίξε τὸ εὐσπλαγχνικὸν βλέμμα Σου ἐπάνω
μου. Μὴ μὲ τιμωρήσῃς διὰ τὰς
ἁμαρτίας μου καὶ δι’ ὅσα ἔκαμα καὶ
παρέβην τὸ θέλημά Σου ἐν ἀγνοίᾳ
μου. Ἂς μὴ τιμωρηθῶ ἐπίσης καὶ
διὰ τὰς ἁμαρτίας, ποὺ διέπραξαν οἱ
πρόγονοί μου ἐνώπιόν Σου. |
4
παρήκουσαν γὰρ τῶν ἐντολῶν σου,
καὶ ἔδωκας ἡμᾶς εἰς διαρπαγὴν
καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ θάνατον
καὶ παραβολὴν ὀνειδισμοῦ πᾶσι
τοῖς ἔθνεσιν, ἐν οἷς ἐσκορπίσμεθα.
|
4
Διότι αὐτοὶ παρήκουσαν τὰς ἐντολάς
σου καὶ παρέδωκες ἡμᾶς εἰς λεηλασίαν
καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ θάνατον
καὶ εἰς ὀνειδισμὸν μεταξὺ ὅλων
τῶν ἐθνῶν, ἐν μέσῳ τῶν
ὁποίων εἴμεθα διασκορπισμένοι
|
4
Γνωρίζω ὅτι παρήκουσαν τὰς ἐντολάς Σου καὶ
δι' αὐτὸ ἐπέτρεψες Σὺ νὰ ἁρπάξουν
οἱ ἐχθροὶ τὰς περιουσίας καὶ
τὰ ἀγαθά μας, νὰ μᾶς αἰχμαλωτίσουν,
νὰ μᾶς θανατώσουν καὶ νὰ γίνωμεν περίγελως
ὅλων τῶν ἐθνῶν, μέσα εἰς τὰ
ὁποῖα ἔχομεν διασκορπισθῆ.
|
5
Καὶ νῦν πολλαὶ αἱ κρίσεις σου
εἰσι καὶ ἀληθιναὶ ἐξ ἐμοῦ
ποιῆσαι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν μου
καὶ τῶν πατέρων μου, ὅτι οὐκ
ἐποιήσαμεν τὰς ἐντολάς σου·
οὐ γὰρ ἐπορεύθημεν ἐν ἀληθείᾳ
ἐνώπιόν σου. |
5
Καὶ τώρα, Κύριε, ὁμολογῶ, ὅτι
πολλαί, ἀλλὰ καὶ δίκαιαι, εἶναι
αἱ τιμωρίαι σου ἐναντίον ἐμοῦ,
ἕνεκα τῶν ἰδικῶν μου ἁμαρτιῶν
καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων
μου, διότι δὲν ἐτηρήσαμεν τὰς
ἐντολάς σου. Δὲν ἐπορεύθημεν
κατὰ ἀλήθειαν ἐνώπιόν
σου. |
5
Καὶ τώρα ὅμως ὡς πρὸς τὴν περίπτωσίν
μου ἔχεις πολλὰς ἀφορμὰς διὰ
νὰ μὲ κρίνῃς μὲ τὸν νόμον τῆς
ἀληθείας Σου καὶ νὰ μὲ τιμωρήσῃς
δικαίως διὰ τὰς ἁμαρτίας, ποὺ διεπράξαμεν
ἐγὼ καὶ οἱ πατέρες μου· διότι δὲν
ἐτηρήσαμεν τὰς ἐντολάς Σου δὲν
ἐφέρθημεν μὲ ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα
ἐνώπιόν Σου. |
6
Καὶ νῦν κατὰ τὸ ἀρεστὸν
ἐνώπιόν σου ποίησον μετ' ἐμοῦ·
ἐπίταξον ἀναλαβεῖν τὸ πνεῦμά
μου, ὅπως ἀπολυθῶ καὶ γένωμαι
γῆ· διότι λυσιτελεῖ μοι ἀποθανεῖν
ἢ ζῆν, ὅτι ὀνειδισμοὺς ψευδεῖς
ἤκουσα, καὶ λύπη ἐστὶ πολλὴ
ἐν ἐμοί· ἐπίταξον ἀπολυθῆναί
με τῆς ἀνάγκης ἤδη εἰς τὸν
αἰώνιον τόπον, μὴ ἀποστρέψῃς
τὸ πρόσωπόν σου ἀπ' ἐμοῦ.
|
6
Καὶ τώρα κάμε, Κύριε, εἰς ἐμὲ
ὅ,τι εἰς σὲ φαίνεται ἀρεστόν.
Διάταξε νὰ ἀναλάβουν τὴν ψυχήν
μου, διὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ
τὸ σῶμα, καὶ τὸ σῶμα τοῦτο
νὰ γίνῃ χῶμα. Διότι εἶναι
ὠφελιμώτερον δι' ἐμὲ νὰ ἀποθάνω
παρὰ νὰ ζῶ, ἀφοῦ τόσους
ψευδεῖς χλευασμοὺς ἤκουσα καὶ μεγάλη
λύπη ἔχει καταλάβει τὴν ψυχήν
μου. Διάταξε, λοιπόν, νὰ λυτρωθῶ διὰ
τοῦ θανάτου ἀπὸ τὴν θλῖψιν
αὐτὴν καὶ νὰ μεταβῶ εἰς
τὸν αἰώνιον τόπον. Μὴ ἀποστρέψῃς,
Κύριε, τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ
ἐμέ. |
6
Κάμε λοιπόν, Κύριε, τώρα καὶ πρὸς ἐμὲ
ὅ,τι εἶναι ἀρεστὸν ἐνώπιόν
Σου. Δῶσε ἐντολὴν νὰ φύγῃ ἡ
ψυχή μου, ὥστε νὰ πεθάνω καὶ νὰ γίνῃ
χῶμα τὸ σῶμα μου. Σοῦ τὸ ζητῶ
αὐτό, διότι μὲ συμφέρει περισσότερον νὰ
πεθάνω παρὰ νὰ ζῶ, ἐπειδὴ ἔχω
ἀκούσει εἰς βάρος μου ὕβρεις, ποὺ
δὲν στηρίζονται εἰς τὴν ἀλήθειαν,
καὶ μὲ ἐκυρίευσε μεγάλη λύπη. Διάταξε
νὰ πεθάνω καὶ νὰ γλυτώσω ἀπὸ
τὴν θλῖψιν μου αὐτὴν καὶ νὰ
πορευθῶ εἰς τὸν τόπον τῆς αἰωνίου
κατοικίας μου. Μὴ ἀποστρέψῃς ὠργισμένος
τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ ἐμέ>.
|
7
Ἐν
τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ συνέβη
τῇ θυγατρὶ Ραγουὴλ Σάρρᾳ ἐν
Ἐκβατάνοις τῆς Μηδίας καὶ ταύτην
ὀνειδισθῆναι ὑπὸ παιδισκῶν πατρὸς
αὐτῆς, |
7
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
ἡ θυγάτηρ τοῦ Ραγουὴλ ἡ Σάρρα,
ἡ ὁποία ἔμενεν εἰς τὰ
Ἐκβάτανα τῆς Μηδίας, συνέβη
νὰ χλευασθῇ ἀπὸ μερικὰς ἀπὸ
τὰς δούλας τοῦ πατρός της.
|
7
Κατὰ τὴν ἰδίαν δὲ ἡμέραν συνέβη
νὰ περιφρονηθῇ καὶ νὰ ὑβρισθῇ
ἀπὸ νεαρᾶς ὑπηρετρίας τοῦ πατέρα
της καὶ ἡ κόρη τοῦ Ραγουὴλ Σάρρα,
ποὺ ἐζοῦσεν εἰς τὰ Ἐκβάτανα
τῆς Μηδίας. |
8
ὅτι ἦν δεδομένη ἀνδράσιν ἑπτά,
καὶ Ἀσμοδαῖος τὸ πονηρὸν δαιμόνιον
ἀπέκτεινεν αὐτοὺς πρὶν ἢ
γενέσθαι αὐτοὺς μετ' αὐτῆς ὡς
ἐν γυναιξί. Καὶ εἶπαν αὐτῇ·
οὐ συνιεῖς ἀποπνίγουσά σου τοὺς
ἄνδρας; Ἤδη ἑπτὰ ἔσχες καὶ
ἑνὸς αὐτῶν οὐκ ὠνομάσθης·
|
8
Διότι ἡ Σάρρα εἶχε δοθῇ διαδοχικῶς
ὡς σύζυγος εἰς ἑπτὰ ἄνδρας,
ἀλλὰ ὁ Ἀσμοδαῖος, τὸ πονηρὸν
πνεῦμα, τοὺς ἐφόνευεν πρὶν ἐκεῖνοι
ἔλθουν εἰς ἕνωσιν μὲ αὐτὴν
ὡς πρὸς σύζυγον. Ἔλεγαν, δηλαδή,
αἱ δοῦλαι αὐταὶ πρὸς αὐτήν·
<δὲν ἐννοεῖς καὶ δὲν συναισθάνεσαι
τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον κάνεις
ποὺ γίνεσαι ἀφορμὴ νὰ φονεύωνται
οἱ ἄνδρες; ῞Εως τώρα ἑπτὰ
συζύγους ἐπῆρες καὶ οὔτε ἑνὸς
ἐξ αὐτῶν δὲν ἐπῆρες τὸ
ὄνομα.
|
8
Ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον τὴν
ἐχλεύαζαν, ἦτο ὅτι ἐδόθη ὡς
σύζυγος εἰς ἑπτὰ ἄνδρας, ἀλλά,
πρὶν προλάβουν νὰ ἔλθουν εἰς συζυγικὴν
σχέσιν, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ὁ Ἀσμοδαῖος,
ἐθανάτωνε τοὺς ἄνδρας της. Τῆς
ἔλεγαν συγκεκριμένως: <Δὲν συναισθάνεσαι τὸ
κακὸν ποὺ κάμνεις, μὲ τὸ νὰ
πνίγῃς τοὺς ἄνδρας σου; Ἕως τώρα εἶχες
ἑπτὰ ἄνδρας καὶ ὅμως δὲν
ἐπῆρες τὸ ὄνομα κανενὸς ἀπὸ
αὐτούς. |
9
τί ἡμᾶς μαστιγοῖς; Εἰ ἀπέθαναν,
βάδιζε μετ' αὐτῶν· μὴ ἴδοιμέν
σου υἱὸν ἢ θυγατέρα εἰς τὸν
αἰῶνα. |
9
Διατὶ μᾶς μαστιγώνεις; Ἀφοῦ
ἐκεῖνοι ἐφονεύθησαν ἀπὸ
τὸ πονηρὸν πνεῦμα, πήγαινε καὶ
σὺ μαζῆ των. Ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα
τὸν ἄπαντα νὰ μὴ ἴδωμεν ἰδικόν
σου υἱὸν ἢ θυγατέρα!>
|
9
Ἐὰν ἀπέθαναν, ὅπως λέγεις, διατὶ
μᾶς τιμωρεῖς καὶ μᾶς μαστιγώνεις;
Πήγαινε καὶ σὺ μαζί των εἰς τὸν
Ἅδην. Νὰ μὴ ἀξιωθῶμεν ποτέ,
εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα,
νὰ ἀντικρύσωμεν ἰδικόν σου παιδί, υἱὸν
ἢ θυγατέρα!> |
10
Ταῦτα ἀκούσασα ἐλυπήθη σφόδρα
ὥστε ἀπάγξασθαι. Καὶ εἶπε·
μία μέν εἰμι τῷ πατρί μου·
ἐὰν ποιήσω τοῦτο, ὄνειδος αὐτῷ
ἔσται, καὶ τὸ γῆρας αὐτοῦ
κατάξω μετ' ὀδύνης εἰς ᾅδου.
|
10
Ὅταν ἐκείνη ἤκουσε τὰ λόγια
αὐτά, ἐκυριεύθη ἀπὸ πολὺ
μεγάλην λύπην, ὥστε ἐσκέφθη
νὰ ἀπαγχονισθῇ. Ἐσκέφθη λογικώτερα
ὅμως καὶ εἶπεν· <ἐγὼ
μία καὶ μονογενὴς θυγάτηρ εἶμαι
εἰς τὸν πατέρα μου. Ἐὰν κάμω
αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐσκέφθην,
μεγάλο ὄνειδος θὰ πέσῃ ἐπάνω
εἰς αὐτόν. Καὶ θὰ κρημνίσω
τὰ γηρατεῖα του μὲ πολλὴν ὀδύνην
εἰς τὸν ᾅδην>.
|
10
Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Σάρρα,
ἐλυπήθη τόσον πολύ, ὥστε ἐσκέφθη νὰ
κρεμασθῇ καὶ νὰ αὐτοκτονήσῃ.
Εἶπεν ὅμως κατόπιν μέσα της: <Εἶμαι μοναχοκόρη.
Δὲν ἔχει ἄλλο παιδὶ ὁ πατέρας
μου. Ἐὰν κάμω αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι
καὶ αὐτοκτονήσω, θὰ γίνω αἰτία νὰ
κυριευθῇ ἀπὸ ἐντροπὴν καὶ
νὰ τὸν ὀνειδίζουν ὅλοι. Ἔτσι
θὰ σύρω καὶ θὰ κρημνίσω τὰ γηρατειά
του εἰς τὸν Ἅδην μὲ μεγάλον πόνον
ψυχῆς>. |
11
Καὶ ἐδεήθη πρὸς τῇ θυρίδι
καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς εἶ,
Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ εὐλογητὸν
τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ
ἔντιμον εἰς τοὺς αἰῶνας·
εὐλογήσαισάν σε πάντα τὰ ἔργα
σου εἰς τὸν αἰῶνα.
|
11
Ἐβγῆκεν εἰς τὴν θύραν τῆς
οἰκίας της, ὕψωσεν εἰς θερμὴν
προσευχὴν τὰ μάτια της πρὸς τὸν
οὐρανὸν καὶ εἶπεν· <Δοξασμένος
εἶσαι, σύ, Κύριε ὁ Θεός μου,
καὶ εὐλογημένον καὶ δοξασμένον
ἂς εἶναι τὸ ὄνομά σου τὸ
ἅγιον εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Ὅλα τὰ ἔργα σου ἂς
ἀναπέμπουν δόξαν καὶ ὕμνον πρὸς
σὲ εἰς τὸν αἰῶνα.
|
11
Ἐστάθη λοιπὸν εἰς τὴν μικρὰν
θύραν τοῦ ὑπερώου τῆς οἰκίας
της καὶ ἔκαμε προσευχὴν καὶ εἶπεν:
<Εἶσαι δοξασμένος, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ
δοξασμένον εἶναι τὸ Ὄνομά σου τὸ ἅγιον
καὶ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἂς Σὲ εὐλογοῦν καὶ ἂς
Σὲ δοξάζουν αἰωνίως ὅλα τὰ δημιουργήματά
Σου. |
12
Καὶ νῦν, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμούς
μου καὶ τὸ πρόσωπόν μου εἰς
σὲ δέδωκα· |
12
Καὶ τώρα, Κύριε, στρέφω τὸ πρόσωπόν
μου πρὸς σὲ καὶ πρὸς σὲ ὑψώνω
τοὺς ὀφθαλμούς μου.
|
12
Καὶ τώρα, Κύριε, ἔχω ὑψώσει πρὸς Σὲ
τὰ μάτια μου καὶ τὸ πρόσωπόν μου.
|
13
εἰπὸν ἀπολῦσαί με ἀπὸ
τῆς γῆς καὶ μὴ ἀκοῦσαί
με μηκέτι ἀνειδισμόν. |
13
Ἐσκέφθηκα νὰ αὐτοκτονήσω, διὰ
νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον
αὐτόν, ὥστε νὰ μὴ ἀκούω
πλέον τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτοὺς
εἰς βάρος μου.
|
13
Δῶσε ἐντολὴν νὰ φύγω ἐπὶ
τέλους ἀπὸ τὴν γῆν αὐτήν, διὰ
νὰ μὴ ἀκούω πλέον χλευασμοὺς εἰς
βάρος μου. |
14
Σὺ γινώσκεις, Κύριε, ὅτι καθαρά
εἰμι ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας
ἀνδρὸς |
14
Σύ, Κύριε, γνωρίζεις ὅτι εἶμαι
καθαρὰ καὶ ἀμόλυντος ἀπὸ
κάθε ἁμαρτίαν ἐξ ἐπαφῆς
μὲ ἄνδρα.
|
14
Γνωρίζεις πολὺ καλὰ Σύ, Κύριε, ὅτι εἶμαι
ἁγνὴ καὶ δὲν εἶχα παράνομον
σχέσιν μὲ ἄνδρα. |
15
καὶ οὐκ ἐμόλυνα τὸ ὄνομά
μου οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατρός
μου ἐν τῇ γῇ τῆς αἰχμαλωσίας
μου. Μονογενής εἰμι τῷ πατρί μου,
καὶ οὐχ ὑπάρχει αὐτῷ παιδίον,
ὃ κληρονομήσει αὐτόν, οὐδὲ
ἀδελφὸς ἐγγὺς οὐδὲ ὑπάρχων
αὐτῷ υἱός, ἵνα συντηρήσω
ἐμαυτὴν αὐτῷ γυναῖκα, ἤδη
ἀπώλοντό μοι ἑπτά· ἵνα
τί μοι ζῆν; Καὶ εἰ μὴ δοκεῖ
σοι ἀποκτεῖναί με, ἐπίταξον
ἐπιβλέψαι ἐπ' ἐμὲ καὶ
ἐλεῆσαί με καὶ μηκέτι ἀκοῦσαί
με ὀνειδισμόν. |
15
Δὲν ἐμόλυνα τὸ ὄνομά μου
οὔτε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μου
εἰς τὴν χώραν αὐτὴν τῆς
αἰχμαλωσίας μου. Γνωρίζεις, Κύριε,
ὅτι εἶμαι μονογενὴς θυγάτηρ εἰς
τὸν πατέρα μου καὶ δὲν ἔχει
αὐτὸς ἄλλο παιδί, τὸ ὁποῖον
θὰ τὸν κληρονομήσῃ. Δὲν ἔχει
δὲ ἄλλον στενὸν συγγενῆ ἢ υἱὸν
στενοῦ συγγενοῦς του, ὥστε νὰ δώσω
τὸν ἑαυτόν μου εἰς ἐκεῖνον
ὡς σύζυγον. Ὡς τώρα ἔχουν χαθῆ,
Κύριε, ἑπτὰ ἄνδρες μου. Διατὶ
πλέον νὰ ζῶ; Ἐὰν δὲν εἶναι
ἀρεστὸν εἰς σέ, Κύριε, νὰ
μὲ πάρῃς ἀπὸ τὸν κόσμον
αὐτόν, δῶσε εἰς κάποιον εὐμενῆ
διάθεσιν δι' ἐμὲ καὶ νὰ μὲ
ἐλεήσῃ, ὥστε νὰ λάβω αὐτὸν
ὡς σύζυγον, διὰ νὰ μὴ ἀκούω
πλέον τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτούς>.
|
15
Δὲν ἀτίμασα τὸ ὄνομά μου, οὔτε
τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα μου εἰς τὴν
χώραν αὐτήν, ὅπου ζῶ ὡς αἰχμάλωτη.
Εἶμαι μοναχοκόρη εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ
δὲν ἔχει ἄλλο παιδί, ἀγόρι, ποὺ
νὰ τὸν κληρονομήσῃ. Δὲν ὑπάρχει
ἐπίσης κάποιος ἄλλος στενὸς συγγενὴς
ἢ υἱός του, διὰ νὰ περιμένω
ὥστε νὰ δοθῶ εἰς αὐτὸν
ὡς σύζυγος, ὅπως ὁρίζει ὁ Νόμος Σου.
Ἤδη μοῦ ἐχάθηκαν ἑπτὰ
ἄνδρες. Πρὸς τί λοιπὸν νὰ ζῶ
ἐγώ; Ἐὰν ὅμως δὲν σοῦ
φαίνεται καλὸν νὰ μὲ θανατώσῃς, δῶσαι
ἐντολὴν νὰ μὲ βλέπουν μὲ εὐσπλαγχνίαν
καὶ συμπάθειαν καὶ νὰ μὴ ἀκούω
πλέον εἰρωνείας καὶ χλευασμούς>.
|
16
Καὶ εἱσηκούσθη προσευχὴ ἀμφοτέρων
ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου
Ραφαήλ, |
16
Ἡ προσευχὴ καὶ τῶν δύο, τοῦ
Τωβὶτ καὶ τῆς Σάρρας, ἔγινε
δεκτὴ ἐνώπιον τοῦ ἐνδόξου
καὶ μεγάλου Ραφαήλ.
|
16
Ἔγινε δὲ εὐμενῶς δεκτὴ ἡ
προσευχὴ καὶ τῶν δύο, τῆς Σάρρας δηλαδὴ
καὶ τοῦ Τωβίτ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
ὅπου ἵστατο καὶ ὁ ἔνδοξος μέγας
Ἀρχάγγελος Ραφαήλ. |
17
καὶ ἀπεστάλη ἰάσασθαι τοὺς
δύο, τοῦ Τωβὶτ λεπίσαι τὰ λευκώματα
καὶ Σάρραν τὴν τοῦ Ραγουὴλ δοῦναι
Τωβίᾳ τῷ υἱῷ Τωβὶτ γυναῖκα
καὶ δῆσαι Ἀσμοδαῖον τὸ πονηρὸν
δαιμόνιον, διότι Τωβίᾳ ἐπιβάλλει
κληρονομῆσαι αὐτήν. Ἐν αὐτῷ
τῷ καιρῷ ἐπιστρέψας Τωβὶτ εἰσῆλθεν
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ
Σάρρα ἡ τοῦ Ραγουὴλ κατέβη ἐκ
τοῦ ὑπερῴου αὐτῆς.
|
17
Ἀπεστάλη παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ ὁ Ραφαήλ, διὰ
νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ αἰτήματα
καὶ τῶν δύο. Τοῦ μὲν Τωβὶτ
νὰ θεραπεύσῃ τὰ λευκώματα τῶν
ὀφθαλμῶν του, καὶ νὰ καθαρίσῃ
αὐτοὺς ἀπὸ τὰ λέπια, εἰς
δὲ τὴν Σάρραν, τὴν θυγατέρα
τοῦ Ραγουήλ, νὰ δώσῃ ὡς
σύζυγον τὸν Τωβίαν τὸν υἱὸν
τοῦ Τωβίτ, καὶ νὰ δέσῃ
τὸ κακοποιὸν πνεῦμα, τὸν Ἀσμοδαῖον.
Ἄλλωστε εἰς τὸν Τωβίαν ἦτο δίκαιον
νὰ δοθῇ ὡς σύζυγος καὶ κληρονομία
ἡ Σάρρα. Κατὰ τὴν αὐτὴν
ὥραν ὁ μὲν Τωβὶτ ἐπέστρεψε
καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν
του, ἡ δὲ Σάρρα, ἡ κόρη τοῦ
Ραγουήλ, κατέβη ἀπὸ τὸ ὑπερῷον
της. |
17
Καὶ ἀπεστάλη ὁ Ραφαὴλ διὰ νὰ
θεραπεύσῃ καὶ βοηθήσῃ καὶ τοὺς
δύο. Ἀποστολή του ἦτο νὰ βγάλῃ
σὰν λέπια τὰ λευκώματα τῶν ὀφθαλμῶν
τοῦ Τωβὶτ καὶ νὰ δώσῃ ὡς
σύζυγον εἰς τὸν Τωβίαν, τὸν υἱὸν
τοῦ Τωβίτ, τὴν κόρην τοῦ Ραγουὴλ Σάρραν.
Ἀποστολὴ τοῦ Ραφαὴλ ἐπίσης ἦτο
νὰ ἐμποδίσῃ τὸ πονηρὸν δαιμόνιον,
τὸν Ἀσμοδαῖον, διὰ νὰ μὴ
θανατώσῃ καὶ τὸν Τωβίαν, ὅπως τοὺς
ἄλλους συζύγους τῆς Σάρρας, διότι ἦτο σχέδιον
καὶ θέλημα Θεοῦ νὰ κληρονομήσῃ τὴν
Σάρραν ὁ Τωβίας. Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσαν
τὴν προσευχήν των, ὁ μὲν Τωβίτ, ποὺ
ἦτο εἰς τὴν Νινευῆ (ἢ εἰς
τὰ Σοῦσα), ἐστράφη καὶ ἐμβῆκεν
εἰς τὸ σπίτι του, ἡ δὲ Σάρρα, ἡ
κόρη τοῦ Ραγουήλ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς
τὰ Ἐκβάτανα, κατέβη ἀπὸ τὸ
ὑπερῶον, ὅπου προσηύχετο, καὶ ἐμβῆκε
καὶ αὐτὴ εἰς τὸ σπίτι της.
|