Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἐμνήσθη Τωβὶτ περὶ τοῦ ἀργυρίου,
οὗ παρέθετο Γαβαὴλ ἐν Ράγοις
τῆς Μηδίας, |
ατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ποὺ
συνέβησαν τὰ γεγονότα αὐτά,
ἐνεθυμήθη ὁ Τωβὶτ τὰ χρήματα,
τὰ ὁποῖα εἶχε
παραδώσει εἰς τὸν Γαβαήλ, ὁ
ὁποῖος ἔμενεν εἰς τοὺς Ράγους
τῆς Μηδίας.
|
ατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Τωβὶτ ἐνεθυμήθη
τὰ χρήματα, ποὺ εἶχεν ἀφήσει πρὸς
φύλαξιν εἰς τὸν Γαβαήλ, εἰς τοὺς Ράγους
τῆς Μηδίας. |
2
καὶ εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· ἐγὼ
ᾐτησάμην θάνατον, τί οὐ καλῶ
Τωβίαν τὸν υἱόν μου, ἱνα αὐτῷ
ὑποδείξω πρὶν ἀποθανεῖν με;
|
2
Ὁ Τωβὶτ ἐσκέφθη καὶ εἶπεν
εἰς τὸν ἑαυτόν του· Ἐγὼ
παρεκάλεσα τὸν Θεὸν νὰ μὲ πάρῃ
ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
Διατί, πρὶν πεθάνω, δὲν καλῷ
τὸν υἱόν μου τὸν Τωβίαν, νὰ
τοῦ φανερώσω τὴν ὑπόθεσιν τῶν
χρημάτων αὐτῶν; |
2
Ἐσκέφθη λοιπὸν καὶ εἶπε μέσα του:
<Ἐγὼ ἐζήτησα προηγουμένως ἀπὸ
τὸν Θεὸν νὰ πεθάνω καὶ να φύγω ἀπὸ
τὸν κόσμον αὐτόν. Διατὶ ἑπομένως ἀναβάλλω
ἀκόμη καὶ δὲν καλῶ τὸν
υἱόν μου Τωβίαν, διὰ νὰ τὸν ἐνημερώσω
διὰ τὰ χρήματα αὐτά, πρὶν πεθάνω;>
|
3
Καὶ καλέσας αὐτὸν εἶπε·
παιδίον, ἐὰν ἀποθάνω, θάψον
με, καὶ μὴ ὑπερίδῃς τὴν
μητέρα σου· τίμα αὐτὴν πάσας
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ
ποίει τὸ ἀρεστὸν αὐτῇ
καὶ μὴ λυπήσῃς αὐτήν.
|
3
Ἐκάλεσε, λοιπόν, αὐτὸν καὶ
τοῦ εἶπε· <Παιδί μου, ὅταν
ἀποθάνω, νὰ μὲ θάψῃς·
καὶ πρόσεχε, νὰ μὴ καταφρονήσῃς
καὶ παραμελήσῃς τὴν μητέρα σου.
Νὰ τιμᾶς αὐτὴν ὅλας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ νὰ
πράττῃς τὸ εὐάρεστον εἰς
αὐτήν. Ποτὲ νὰ μὴ τὴν
λυπήσῃς.
|
3
Καὶ ἐκάλεσε πράγματι τὸν Τωβίαν καὶ
τοῦ εἶπε: <Παιδί μου, ὅταν πεθάνω, θέλω
νὰ μὲ θάψῃς, ὅπως ὁρίζει ὁ
Νόμος μας, καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήσῃς
διὰ τὴν μητέρα σου. Θέλω νὰ τὴν τιμᾷς
εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν καὶ νὰ
κάμνῃς αὐτό, ποὺ τὴν εὐχαριστεῖ.
Πρόσεχε, ὥστε νὰ μὴ τὴν λυπήσῃς
ποτέ. |
4
Μνήσθητι, παιδίον, ὅτι πολλοὺς κινδύνους
ἑώρακεν ἐπὶ σοὶ ἐν τῇ
κοιλίᾳ· ὅταν ἀποθάνῃ,
θάψον αὐτὴν παρ' ἐμοὶ ἐν
ἑνὶ τάφῳ.
|
4
Θυμήσου, παιδί μου, ὅτι πολλοὺς κινδύνους
ἐπέρασε διὰ σέ, ὅταν ἀκόμη
σὲ εἶχεν ἐν τῇ κοιλίᾳ
της. Ὅταν ἀποθάνῃ, θάψε την
κοντά μου εἰς τὸν ἴδιον τάφον.
|
4
Θυμήσου, παιδί μου, ὅτι ἀντιμετώπισε πολλοὺς
κινδύνους πρὸς χάριν σου, τότε ποὺ σὲ εἶχε
μέσα εἰς τὴν κοιλίαν της. Ὅταν πεθάνῃ
καὶ ἐκείνη, νὰ τὴν θάψῃς κοντά
μου, εἰς τὸν ἴδιον τάφον.
|
5
Πάσας τὰς ἡμέρας, παιδίον, Κυρίου
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μνημόνευε καὶ
μὴ θελήσῃς ἁμαρτάνειν καὶ
παραβῆναι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ.
Δικαιοσύνην ποίει πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς σου καὶ μὴ πορευθῇς
ταῖς ὁδοῖς τῆς ἀδικίας·
|
5
Παιδί μου, ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς σου νὰ ἐνθυμῆσαι Κύριον
τὸν Θεόν μας. Μὴ θελήσῃς ποτὲ
νὰ διαπράξῃς ἁμαρτίαν καὶ
νὰ παραβῇς τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ.
Ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου νὰ πράττῃς τὸ δίκαιον καὶ
τὸ ὀρθόν. Ποτὲ δὲ νὰ μὴ
βαδίσῃς τοὺς δρόμους τῆς ἀδικίας.
|
5
Κάθε ἡμέραν, εἰς ὅλην τὴν ζωήν σου,
νὰ θυμᾶσαι, παιδί μου, τὸν Κύριον καὶ
Θεόν μας καὶ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς
καὶ παραβῇς τὰς ἐντολάς Του μὲ
τὴν θέλησίν σου. Εἰς ὅλην σου τὴν
ζωὴν νὰ φέρεσαι μὲ δικαιοσύνην καὶ
νὰ μὴ ἀκολουθήσῃς ποτὲ δρόμους
ἀδικίας καὶ παρανομίας. |
6
διότι ποιοῦντός σου τὴν ἀλήθειαν,
εὐοδίαι ἔσονται ἐν τοῖς ἔργοις
σου καὶ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι τὴν
δικαιοσύνην. |
6
Διότι, ὅταν σὺ πράττῃς τὸ
ἀληθές, τὸ σύμφωνον πρὸς τὰς
ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, θὰ κατευοδώνωνται
τὰ ἔργα σου, ὅπως καὶ ὅλων ἐκείνων
οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν δικαιοσύνην.
|
6
Διότι, ὅταν ζῇς συμφώνως πρὸς τὸν
νόμον τῆς ἀληθείας, θὰ κατευοδώνωνται καὶ
θὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου,
ὅπως καὶ ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ζοῦν μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν.
|
7
Ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει
ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω
σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν
σὲ ἐλεημοσύνην· μὴ ἀποστρέψῃς
τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ παντὸς
πτωχοῦ, καὶ ἀπὸ σοῦ οὐ
μὴ ἀποστραφῇ τὸ πρόσωπον τοῦ
Θεοῦ. |
7
Ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου δίδε
ἐλεημοσύνην. Μὴ στενοχωρηθῇ καὶ
μὴ λυπηθῇ τὸ μάτι σου, ὅταν
πράττῃς ἐλεημοσύνην. Μὴ γυρίσῃς
ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ
κάθε πτωχὸν τότε δὲ καὶ τὸ
πρόσωπον τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ἀποστραφῇ
ποτὲ ἀπὸ σέ.
|
7
Νὰ δίδῃς ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὰ
ἀγαθὰ ποὺ ἔχεις, καὶ νὰ
μὴ λυπηθῇ τὸ μάτι σου καὶ τσιγγουνευθῇς,
ὅταν ἐλεῇς κάποιον πτωχόν. Μὴ ἀδιαφορήσῃς
καὶ μὴ στρέψῃς ἀλλοῦ τὸ
πρόσωπόν σου, ὅταν παρουσιασθῇ ἐμπρός σου
ὁποιοσδήποτε πτωχός, καὶ τότε δὲν θὰ
ἀποστρέψῃ καὶ ὁ Θεὸς τὸ
πρόσωπόν Του ἀπὸ σέ. |
8
Ὡς σοὶ ὑπάρχει κατὰ τὸ
πλῆθος, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην·
ἐὰν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ,
κατὰ τὸ ὀλίγον μὴ φοβοῦ
ποιεῖν ἐλεημοσύνην·
|
8
Ἀνάλογα μὲ τὰ ἀγαθά, τὰ
ὁποῖα ἔχεις, κάμνε ἐλεημοσύνην.
Ἐὰν ἔχῃς ὀλίγα, ἀπὸ
τὰ ὀλίγα αὐτὰ μὴ φοβηθῇς
νὰ ἐλεήσῃς.
|
8
Ἀναλόγως πρὸς τὴν ποσότητα τῶν ἀγαθῶν
ποὺ ἔχεις, νὰ κάμνῃς ἀπὸ
αὐτὰ ἐλεημοσύνην. Ἐὰν ἔχῃς
ὀλίγα, νὰ μὴ φοβηθῇς νὰ δώσῃς
ἐλεημοσύνην ἀπὸ αὐτὰ ἔστω
τὰ ὀλίγα ποὺ ἔχεις.
|
9
θέμα γὰρ ἀγαθὸν θησαυρίζεις
σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης·
|
9
Διότι ἔχε ὑπ' ὄψιν σου ὅτι,
ὅταν κάμνῃς ἐλεημοσύνην, καταθέτεις
πλούσιον θησαυρὸν διὰ τὸν ἑαυτόν
σου εἰς ἡμέρας ἀνάγκης σου.
|
9
Διότι μὲ τὴν ἐλεημοσύνην ἀποταμιεύεις
διὰ τὸν ἑαυτόν σου καλὸν θησαυρόν,
ποὺ θὰ σοῦ εὑρεθῇ εἰς
ὥραν ἀνάγκης. |
10
διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου
ρύεται καὶ οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν
εἰς τὸ σκότος·
|
10
Διότι ἡ ἐλεημοσύνη γλυτώνει
τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν αἰώνιον
θάνατον καὶ δὲν τὸν ἀφήνει
νὰ εἰσέλθῃ καὶ νὰ μείνῃ
εἰς τὸ σκότος τοῦ ᾅδου.
|
10
Μὴ λησμονῇς ποτὲ ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη
σώζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν
αἰώνιον θάνατον καὶ δὲν ἀφήνει
τὴν ψυχήν του νὰ βυθισθῇ εἰς
τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδου. |
11
δῶρον γὰρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη
πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτὴν ἐνώπιον
τοῦ Ὑψίστου. |
11
Εἶναι δῶρον ἀγαθὸν ἡ ἐλεημοσύνη
δι' ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
τὴν ἀσκοῦν ἐνώπιον τοῦ
ὑψίστου Θεοῦ καὶ εἰς δόξαν
τοῦ Θεοῦ.
|
11
Διότι ἡ ἐλεημοσύνη, δι’ ὅσους τὴν
ἀσκοῦν θεαρέστως ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου,
εἶναι δῶρον πολύτιμον. |
12
Πρόσεχε σεαυτῷ, παιδίον, ἀπὸ
πάσης πορνείας καὶ γυναῖκα πρῶτον
λάβε ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῶν
πατέρων σου· μὴ λάβῃς γυναῖκα
ἀλλοτρίαν, ἢ οὐκ ἔστιν ἐκ
τῆς φυλῆς τοῦ πατρός σου, διότι
υἱοὶ προφητῶν ἐσμεν. Νῶε, Ἁβραάμ,
Ἰσαάκ, Ἰακὼβ, οἱ πατέρες
ἡμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος·
μνήσθητι, παιδίον, ὅτι αὐτοὶ
πάντες ἔλαβον γυναῖκας ἐκ τῶν
ἀδελφῶν αὐτῶν καὶ εὐλογήθησαν
ἐν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, καὶ
τὸ σπέρμα αὐτῶν κληρονομήσει
γῆν. |
12
Πρόσεχε, παιδί μου, τὸν ἑαυτόν
σου ἀπὸ κάθε παρνείαν. Σοῦ δίδω
μίαν πρωταρχικῆς σπουδαιότητας συμβουλήν·
νὰ λάβῃς ὡς σύζυγόν σου
γυναῖκα ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τῶν προγόνων σου. Μὴ πάρῃς σύζυγον
ἀλλόθρησκον καὶ ἀλλοεθνῆ, ἡ
ὁποῖα δὲν ἀνήκει εἰς τὴν
φυλὴν τοῦ πατρός σου. Διότι ἡμεῖς
εἴμεθα τέκνα τῶν προφητῶν. Ὁ
Νῶε, ὁ Ἁβραάμ, ὁ Ἰσαάκ,
ὁ Ἰακώβ, εἶναι οἱ ἀπὸ
ἀρχαιοτάτων χρόνων εὐλογημένοι
πρόγονοί μας. Ἐνθυμήσου, παιδί
μου, ὅτι αὐτοὶ ὅλοι ἐπῆραν
συζύγους ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς
των. Καὶ εἶδαν πλουσίας τὰς εὐλογίας
τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ τέκνα των, οἱ
δὲ ἀπόγονοί των θὰ κληρονομήσουν
τὴν γῆν.
|
12
Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου, παιδί
μου, καὶ φυλάξου ἀπὸ κάθε πορνείαν. Ἀπὸ
τὰς πρώτας σου φροντίδας ἂς εἶναι νὰ
πάρῃς ὡς σύζυγόν σου γυναῖκα, ποὺ
νὰ κατάγεται ἀπὸ τοὺς προγόνους σου.
Νὰ μὴ πάρῃς ξένην γυναῖκα, ποὺ
δὲν κατάγεται ἀπὸ τὴν φυλὴν
τοῦ πατέρα σου, διότι ἐμεῖς εἴμαστε
παιδιὰ προφητῶν. Ὁ Νῶε, ὁ Ἀβραάμ,
ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακὼβ
εἶναι οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
Νὰ θυμᾶσαι πάντα, παιδί μου, ὅτι ὅλοι
αὐτοὶ ἐπῆραν ὡς συζύγους των
γυναῖκας ἀπὸ τὴν συγγένειάν
των καὶ ἔχουν εὐλογηθῆ πλουσίως εἰς
τὰ τέκνα των. Συμφώνως δὲ πρὸς τὴν
ὑπόσχεσιν τοῦ Κυρίου, ἰδικοί των ἀπόγονοι
θὰ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ
κληρονομήσουν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
|
13
Καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺς
ἀδελφούς σου καὶ μὴ ὑπερηφανεύου
τῇ καρδίᾳ σου ἀπὸ τῶν
ἀδελφῶν σου καὶ τῶν υἱῶν
καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν
σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα·
διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ
ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή,
καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις
καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ
ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶ τοῦ
λιμοῦ. |
13
Καὶ τώρα, παιδί μου, ἄκουσε καὶ
αὐτὴν τὴν συμβουλήν μου. Νὰ
ἀγαπᾷς τοὺς ὁμοεθνεῖς σου. Νὰ
μὴ ἀλαζονευθῇς εἰς τὴν καρδίαν
σου ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν σου
καὶ τῶν υἱῶν καὶ τῶν θυγατέρων
τοῦ λαοῦ σου, ὥστε νὰ μὴ καταδεχθῇς
νὰ λάβῃς σύζυγον ἀπὸ τὰς
θυγατέρας τοῦ λαοῦ. Διότι μέσα
εἰς τὴν ὑπερηφάνειαν ὑπάρχει
ὁ ὄλεθρος καὶ πολλὴ ἀναστάτωσις,
μέσα δὲ εἰς τὴν ράθυμον καὶ
ἀπράγμονα ζωὴν ὑπάρχει ξεπεσμὸς
καὶ μεγάλη φτώχεια, διότι ἡ
ραθυμία καὶ ἡ τεμπελιὰ εἶναι
ἡ μητέρα τῆς πείνας.
|
13
Καὶ τώρα, παιδί μου, νὰ ἀγαπᾷς τοὺς
συγγενεῖς καὶ συμπατριώτας σου, καὶ ἂς
μὴ ὑπερηφανευθῇ ἡ καρδία σου ἔναντι
τῶν συγγενῶν σου καὶ τῶν υἱῶν
καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου, ὥστε νὰ
μὴ θελήσῃς νὰ πάρῃς κάποιαν
γυναῖκα των ὡς σύζυγόν σου. Νὰ ξέρῃς
ὅτι, ὅπου ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, ἀκολουθεῖ
καταστροφὴ καὶ μεγάλη ἀναταραχή. Ἡ
ἀχρειότης, δηλαδὴ ἡ ράθυμος καὶ
ἀνωφελὴς ζωή, ἀκολουθεῖται ἀπὸ
στέρησιν καὶ μεγάλην πτωχείαν. Ἡ ὀκνηρία
καὶ ραθυμία εἶναι μητέρα τῆς πεῖνας.
|
14
Μισθὸς παντὸς ἀνθρώπου, ὃς ἐὰν
ἐργάσηται παρὰ σοί, μὴ αὐλισθήτω,
ἀλλ' ἀπόδος αὐτῷ παραυτίκα,
καὶ ἐὰν δουλεύσῃς τῷ Θεῷ,
ἀποδοθήσεταί σοι. Πρόσεχε σεαυτῷ,
παιδίον, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις
σου καὶ ἴσθι πεπαιδευμένος ἐν πάσῃ
ἀναστροφῇ σου. |
14
Μὴ κρατήσῃς, ἔστω καὶ ἐπὶ
ὀλίγον χρόνον, τὸν μισθὸν παντὸς
ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ
ἐργασθῇ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν
σου, ἀλλὰ νὰ τοῦ τὸν ἀποδώσῃς
ἀμέσως. ῎Ετσι δὲ καὶ ὁ
Θεὸς θὰ ἀποδώσῃ εἰς σὲ
τὸν μισθόν σου, ἐὰν ἐργασθῇς
εἰς αὐτόν. Πρόσεχε τὸν ἑαυτόν
σου, παιδί μου, εἰς ὅλα τὰ ἔργα
σου καὶ νὰ εἶσαι συνετὸς καὶ
εὐγενὴς εἰς ὅλην σου τὴν συμπεριφοράν.
|
14
Νὰ μὴ κρατήσῃς οὔτε μίαν νύκτα τὸν
μισθὸν κάθε ἀνθρώπου, ποὺ θὰ ἐργασθῇ
εἰς τὰς ἐργασία, σου. Νὰ τὸν
πληρώσῃς ἀμέσως, τὴν ἰδίαν ἡμέραν
ἐὰν ὑποτάσσεσαι καὶ ὑπηρετῇς
τὸν Κύριον, θὰ σὲ ἀμείψῃ ὅπως
πρέπει. Πρόσεχε, παιδί μου, εἰς ὅλα τὰ ἔργα
σου καὶ νὰ φέρεσαι σὰν ἄνθρωπος καλλιεργημένος
καὶ μὲ καλὴν ἀνατροφὴν εἰς
κάθε ἐκδήλωσιν τῆς ζωῆς σου.
|
15
Καὶ ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς.
Οἶνον εἰς μέθην μὴ πίῃς,
καὶ μὴ πορευθήτω μετὰ σοῦ μέθη
ἐν τῇ ὁδῷ σου.
|
15
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σὺ ἀποστρέφεσαι
καὶ δὲν θέλεις οἱ ἄλλοι νὰ
τὸ κάμουν εἰς σέ, μὴ τὸ
κάμῃ καὶ σὺ εἰς κανένα.
Ποτὲ νὰ μὴ πίνῃς οἶνον
μέχρι μέθης καί ποτὲ νὰ μὴ
συναναστροφῇς μὲ μεθυσμένους εἰς τὴν
πορείαν τοῦ βίου σου.
|
15
Αὐτὸ δέ, τὸ ὁποῖον ἀποστρέφεσαι
σὺ καὶ δὲν θὰ ἤθελες νὰ
σοῦ τὸ κάμουν οἱ ἄλλοι, νὰ μὴ
τὸ κάμῃς ποτὲ εἰς κανένα. Νὰ
μὴ πίνῃς πολὺ κρασί, ὥστε να μεθᾷς,
καὶ νὰ μὴ κάμνῃς φίλους σου εἰς
τὴν ζωήν σου ἀνθρώπους ποὺ μεθοῦν.
|
16
Ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι
καὶ ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς
γυμνοῖς· πᾶν, ὅ ἐὰν περισσεύσῃ
σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ
φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν
τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.
|
16
Ἀπὸ τὸ ψωμί σου δίδε εἰς
ἐκεῖνον, ποὺ πεινᾷ, καὶ ἀπὸ
τὰ ἐνδύματά σου δίδε εἰς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι
γυμνοί. Ὅ,τι σοῦ περισσεύει δῶσε
το ἐλεημοσύνην καὶ ἂς μὴ λυπηθῇ
ποτὲ ὁ ὀφθαλμός σου, ὅταν σὺ
πράττῃς ἐλεημοσύνην.
|
16
Νὰ δίνῃς ἀκόμη καὶ ἀπὸ
τὸ ψωμί σου εἰς αὐτὸν ποὺ πεινᾷ,
καὶ ἀπὸ τὰ ἐνδύματά σου εἰς
τοὺς πτωχούς, ποὺ δὲν ἔχουν
τί νὰ φορέσουν. Ὁτιδήποτε σοῦ περισσεύει,
νὰ τὸ δίνῃς ἐλεημοσύνην εἰς
ὅσους στεροῦνται, καὶ ἂς μὴ
λυπηθῇ τὸ μάτι σου καὶ τσιγγουνευθῇς,
ὅταν ἐλεῇς τοὺς πτωχούς.
|
17
Ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν
τάφον τῶν δικαίων καὶ μὴ δῷς
τοῖς ἀμαρτωλοῖς.
|
17
Δίδε ἁπλόχερα τοὺς ἄρτους σου
κατὰ τὸν ἐντάφιασμὸν τῶν
δικαίων, μὴ δίδῃς ὅμως διὰ
τοὺς ἀμετανοήτους πονηροὺς καὶ
κακούς.
|
17
Νὰ προσφέρῃς μὲ ἁπλοχεριὰν ἀπὸ
τὰ τρόφιμά σου, ὅταν κηδεύωνται δίκαιοι καὶ
ἐνάρετοι ἄνθρωποι, εἰς τὰ δεῖπνα
ποὺ γίνονται εἰς μνήμην των καὶ πρὸς
παρηγορίαν τῶν συγγενῶν των. Νὰ μὴ
συμμετέχῃς ὅμως εἰς νεκρικὰ δεῖπνα
δι’ ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς.
|
18
Συμβουλίαν παρὰ παντὸς φρονίμου ζήτησον
καὶ μὴ καταφρονήσῃς ἐπὶ
πάσης συμβουλίας χρησίμης.
|
18
Νὰ ἐπιζητῇς πάντοτε συμβουλὴν
ἀπὸ κάθε σοφὸν καὶ φρόνιμον
ἄνθρωπον καὶ ποτὲ νὰ μὴ καταφρονήσῃς
συμβουλὴν συνετὴν καὶ χρήσιμον.
|
18
Νὰ ζητῇς συμβουλὰς ἀπὸ κάθε
συνετὸν καὶ φρόνιμον ἄνθρωπον καὶ
νὰ μὴ καταφρονήσῃς ποτὲ μίαν σοφὴν
καὶ χρήσιμον συμβουλήν. |
19
Καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει
Κύριον τὸν Θεὸν καὶ παρ' αὐτοῦ
αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι
γένωνται, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι
καὶ βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι
πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλ'
αὐτὸς ὁ Κύριος δίδωσι πάντα
τὰ ἀγαθὰ καὶ ὃν ἐὰν
θέλῃ, ταπεινοῖ, καθὼς βούλεται.
Καὶ νῦν, παιδίον, μνημόνευε τῶν
ἐντολῶν μου, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτωσαν
ἐκ τῆς καρδίας σου. |
19
Πάντοτε εἰς κάθε καιρὸν νὰ δοξολογῇς
Κύριον τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ
αὐτὸν ζήτησε νὰ εἶναι εὐθεῖαι
αἱ πορεῖαι τοῦ βίου σου, καὶ
νὰ κατευοδώνῃ πάντοτε ὅλας τὰς
ὁδοὺς καὶ τὰς ἀποφάσεις
σου. Διότι τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη
δὲν ἔχουν σκέψεις καὶ ἀποφάσεις
ὀρθάς. Ἀλλὰ μόνον ὁ Κύριος
δίδει ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ
αὐτὸς ὅποιον θέλει, τὸν ταπεινώνει
κατὰ τὴν βουλήν του. Καὶ τώρα,
παιδί μου, νὰ ἐνθυμῆσαι πάντοτε
αὐτὰς τὰς ἐντολάς μου, καὶ
νὰ μὴ ἐξαλειφθοῦν ποτὲ ἀπὸ
τὴν καρδίαν σου. |
19
Εἰς κάθε καιρὸν καὶ ὥραν νὰ
εὐλογῇς καὶ νὰ δοξάζῃς τὸν
Κύριον καὶ Θεόν μας καὶ νὰ ζητῇς
τὴν βοήθειάν Του, ὥστε νὰ εἶναι εὐθεῖα
καὶ ὀρθὴ ἡ πορεία τῆς ζωῆς
σου καὶ νὰ κατευοδώνωνται οἱ δρόμοι σου
καὶ τὰ σχέδιά σου. Νὰ μὴ ζητῇς
συμβουλὰς ἀπὸ ὅσους δὲν λατρεύουν
τὸν Κύριον, διότι καθένας ποὺ ἀνήκει
εἰς ἔθνος, ποὺ δὲν πιστεύει εἰς
τὸν ἀληθινὸν Θεόν μας, δὲν ἔχει
ὀρθὴν σκέψιν καὶ γνώμην. Μόνον ὁ Κύριός
μας εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ χαρίζει ὅλα
τὰ ἀγαθά, καὶ Αὐτὸς εἶναι
ποὺ ταπεινώνει ὁποιονδήποτε θέλει, συμφώνως
πρὸς τὸ σοφὸν σχέδιόν Του. Καὶ τώρα,
παιδί μου, τελειώνω καὶ σοῦ τονίζω νὰ θυμᾶσαι
πάντοτε τὰς ἐντολάς μου αὐτὰς καὶ
νὰ μὴ ἑξαλειφθοῦν ποτὲ ἀπὸ
τὴν καρδίαν σου, ὥστε νὰ τὰς λησμονήσῃς.
|
20
Καὶ νῦν ὑποδεικνύω σοι τὰ δέκα
τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἃ παρεθέμην
Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν
Ράγοις τῆς Μηδίας.
|
20
Καὶ τώρα τελευταῖα σοῦ καθιστῶ
γνωστὸν τὸ ποσὸν τῶν δέκα ἀργυρῶν
ταλάντων, τὰ ὁποῖα ἔχω καταθέσει
εἰς τὸν Γαβαῆλον, τὸν συγγενῆ
τοῦ Γαβρία, ὁ ὁποῖος μένει
εἰς τοὺς Ράγους τῆς Μηδίας.
|
20
Σὲ ἐνημερώνω δὲ τὴν ὥραν
αὐτὴν διὰ τὰ δέκα ἀσημένια
τάλαντα, ποὺ τὰ ἄφησα πρὸς φύλαξιν
εἰς τὸν Γαβαῆλον, τὸν υἱὸν
τοῦ Γαβρία, εἰς τοὺς Ράγους τῆς Μηδίας.
|
21
Καὶ μὴ φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν·
ὑπάρχει σοι πολλά, ἐὰν φοβηθῇς
τὸν Θεόν, καὶ ἀποστῇς ἀπὸ
πάσης ἁμαρτίας καὶ ποιήσῃς
τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ.
|
21
Μὴ φοβῆσαι, παιδί μου, ἐπειδὴ
ἐγίναμεν πτωχοί, διότι ὑπάρχουν
καὶ θὰ ὑπάρχουν εἰς σὲ
πολλὰ ἀγαθά, ἐὰν εὐλαβῆσαι
τὸν Θεόν, ἐὰν ἀπομακρυνθῇς
ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν καὶ
πράξῃς κάθε τι, τὸ ὁποῖον
εἶναι εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ>. |
21
Καὶ μὴ ἀνησυχῇς καὶ φοβᾶσαι,
παιδί μου, ἐπειδὴ ἐχάσαμεν τὰ
ἀγαθά μας καὶ εἴμαστε τώρα πτωχοί.
Θὰ ἔχῃς πολλὰ ἀγαθά, ἐὰν
φοβηθῇς τὸν Θεὸν καὶ ὑπολογίζῃς
τὸν Νόμον Του καὶ ἐὰν ἀποφεύγῃς
κάθε ἁμαρτίαν καὶ κάμνῃς πάντοτε αὐτό,
ποὺ εἶναι ἀρεστὸν ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου>. |