Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἀποκριθεὶς Τωβίας εἶπεν αὐτῷ·
πάτερ, ποιήσω πάντα, ὅσα ἐντέταλσαί
μοι· |
πεκρίθη
ὁ Τωβίας καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν·
<πάτερ μου, θὰ πράξω ὅλας τὰς
ἐντολὰς ὅσας μοῦ ἔδωσες.
|
ταν
ἄκουσε τὰς συμβουλὰς τοῦ Τωβὶτ
ὁ υἱός του Τωβίας, ἀπεκρίθη καὶ
τοῦ εἶπε: <Θὰ ἐφαρμόσω, πατέρα,
ὅλα, ὅσα μοῦ παρήγγειλες.
|
2
ἀλλὰ πῶς δυνήσομαι λαβεῖν τὸ
ἀργύριον καὶ οὐ γινώσκω αὐτόν;
|
2
Ἀλλὰ εἰδικῶς διὰ τὰ χρήματα,
πῶς θὰ ἠμπορέσω νὰ τὰ
πάρω, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω αὐτὸν
τὸν ἄνθρωπον;> |
2
Πῶς ὅμως θὰ ἠμπορέσω νὰ
πάρω τὰ χρήματα ἀπὸ τὸν Γαβαήλ,
ἀφοῦ δὲν τὸν γνωρίζω;>
|
3
Καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ χειρόγραφον
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ζήτησον
σεαυτῷ ἄνθρωπον, ὃς συμπορεύσεταί
σοι, καὶ δώσω αὐτῷ μισθὸν ἕως
ζῶ· καὶ λαβὲ πορευθεὶς τὸ
ἀργύριον. |
3
Ο πατὴρ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν
χειρόγραφον ἀπόδειξιν τῆς καταθέσεως
τῶν χρημάτων καὶ τοῦ εἶπε·
<ἀναζήτησε καὶ εὑρὲ ἕνα
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ
μαζῆ σου πρὸς τὸν Γαβαῆλον, καὶ
εἰς αὐτὸν ἐγὼ τὸν συνοδόν
σου θὰ δώσω τὸν μισθόν του, ἐφ'
ὅσον ζῶ ἀκόμη. Πήγαινε λοιπὸν
ἐκεῖ, διὰ νὰ ἀναλάβῃς
τὰ χρήματα>.
|
3
Τότε ὁ Τωβὶτ τοῦ ἔδωσε τὸ ἔγγραφον,
ποὺ εἶχαν συντάξει μαζί μὲ τὸν Γαβαὴλ
διὰ τὰ χρήματα, καὶ τοῦ εἶπε:
<Πήγαινε καὶ ψάξε νὰ βρῇς κάποιον ἄνθρωπον,
ποὺ νὰ θελήσῃ νὰ σὲ συνοδεύσῃ,
καὶ ἐγὼ θὰ τὸν πληρώσω, ἐφ'
ὅσον θὰ ζῶ ἀκόμη. Πήγαινε λοιπὸν
καὶ πάρε τὰ χρήματά μας>.
|
4
Καὶ ἐπορεύθη ζητῆσαι ἄνθρωπον
καὶ εὗρε τὸν Ραφαήλ, ὃς ἧν
ἄγγελος, καὶ οὐκ ᾔδει·
|
4
Ὁ Τωβίας ἐξῆλθε, διὰ νὰ
ἀναζητήσῃ ἄνθρωπον ὡς συνοδόν
του. Εὑρῆκε δὲ τὸν Ραφαήλ, ὁ
ὁποῖος ἦτο ἄγγελος, ἀλλὰ
ὁ Τωβίας δὲν τὸ ἐγνώριζεν
αὐτό.
|
4
Ἐβγῆκε πράγματι ὁ Τωβίας διὰ νὰ
ἀναζητήσῃ κάποιον ἄνθρωπον ὡς σύνοδόν
του καὶ εὑρῆκε τὸν Ραφαήλ, ὁ
ὁποῖος ἦτο ἄγγελος. Ὁ Τωβίας
ὅμως δὲν ἐκατάλαβεν ὅτι ἦτο
ἄγγελος. |
5
καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ δύναμαι
πορευθῆναι μετὰ σοῦ ἐν Ράγοις
τῆς Μηδίας, καὶ εἰ ἔμπειρος
εἶ τῶν τόπων;
|
5
Ἠρώτησε, λοιπόν, τὸν ἄγγελον·
<Μήπως γνωρίζῃς τοὺς τόπους
ἐκείνους εἰς τοὺς Ράγους τῆς
Μηδίας καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ
ἔλθω καὶ ἐγὼ μαζῆ σου;>
|
5
Εἶπε λοιπὸν εἰς τὸν Ραφαήλ: <Μήπως
μπορῶ νὰ σὲ πάρω μαζί μου εἰς τὸ
ταξίδι μου πρὸς τοὺς Ράγους τῆς Μηδίας;
Ξέρεις ἄραγε καλὰ τοὺς τόπους ἐκείνους;>
|
6
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος·
πορεύσομαι μετὰ σοῦ καὶ τῆς
ὁδοῦ ἐμπειρῶ καὶ παρὰ
Γαβαὴλ τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν
ηὐλίσθην. |
6
Ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπήντησε·
<θὰ πορευθῶ μαζῆ σου καὶ τὴν
ὁδὸν ἐγὼ γνωρίζω καλά.
Μάλιστα δὲ ἔχω διανυκτερεύσει πλησίον
τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ Ἰσραηλίτου
τούτου, τοῦ Γαβαήλ>.
|
6
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπεν: <Εἶμαι
ἕτοιμος νὰ ἔλθω μαζί σου. Σὲ πληροφορῶ
δὲ ὅτι γνωρίζω πολὺ καλὰ τὸν
δρόμον καὶ ἔχω διανυκτερεύσει κάποτε εἰς
τὸ σπίτι τοῦ συμπατριώτου μας Γαβαήλ>.
|
7
Καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίας·
ὑπόμεινόν με, καὶ ἐρῶ
τῷ πατρί. |
7
Ὁ Τωβίας τοῦ εἶπε· <περίμενέ
με, διὰ νὰ ἀναγγείλω τοῦτο εἰς
τὸν πατέρα μου>.
|
7
Καὶ ὁ Τωβίας τοῦ εἶπε: <Περίμενέ
με ἐδῶ, διὰ νὰ ἐνημερώσω σχετικῶς
τὸν πατέρα μου>. |
8
Καὶ εἶπεν αὐτῷ· πορεύου
καὶ μὴ χρονίσῃς. |
8
Ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπήντησε·
<πήγαινε καὶ μὴ βραδύνῃς>.
|
8
<Πήγαινε καὶ μὴ καθυστερήσῃς>, τοῦ
ἀπεκρίθη ὁ ἄγγελος. |
9
Καὶ εἰσελθὼν εἶπε τῷ πατρί·
ἰδοὺ εὕρηκα ὃς συμπορεύσεταί
μοι. Ὁ δὲ εἶπε· φώνησον αὐτὸν
πρός με, ἵνα ἐπιγνῶ ποίας φυλῆς
ἐστι καὶ εἰ πιστὸς τοῦ πορευθῆναι
μετὰ σοῦ. |
9
Ὁ Τωβίας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ
σπίτι του καὶ εἶπε πρὸς τὸν
πατέρα· <ἰδού, εὑρῆκα
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ
μαζῆ μου>. Ὁ πατὴρ εἶπε πρὸς
τὸν υἱόν· <φώναξέ τον
νὰ ἔλθῃ ἐδῶ, διὰ νὰ
γνωρίσω καλὰ ἀπὸ ποίαν φυλὴν
κατάγεται αὐτὸς καὶ ἂν εἶναι
ἀξιόπιστος νὰ ταξιδεύσῃ μαζῆ
σου>. |
9
Καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι των
ὁ Τωβίας καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα
του: <Πατέρα, εὑρῆκα κάποιον, ποὺ θὰ
μὲ συνοδεύσῃ εἰς τὸ ταξίδι διὰ
τοὺς Ράγους!> <Φώναξέ τον νὰ ἔλθῃ
ἐδῶ κοντά μου>, ἀπάντησε ἀμέσως
ὁ Τωβίτ. <Θέλω νὰ μάθω καλὰ ἀπὸ
ποίαν φυλὴν κατάγεται καὶ νὰ καταλάβω ἐὰν
εἶναι ἄξιος ἐμπιστοσύνης, ὥστε νὰ
γίνῃ σύνοδός σου>. |
10
Καὶ ἐκάλεσεν αὐτόν, καὶ
εἰσῆλθε, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους.
|
10
Ὁ Τωβίας τὸν ἐκάλεσε καὶ
ἐκεῖνος εἰσῆλθεν εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Τωβίτ. Ὁ Τωβὶτ καὶ
ὁ ξένος ἀλληλοεχαιρετήθησαν.
|
10
Ἐβγῆκε τότε ὁ Τωβίας καὶ ἐκάλεσε
τὸν Ραφαήλ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη
ἀμέσως καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ
σπίτι τοῦ Τωβὶτ καὶ ἐχαιρέτησαν
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
|
11
Καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ· ἀδελφέ,
ἐκ ποίας φυλῆς καὶ ἐκ ποίας
πατριᾶς εἶ σύ; Ὑπόδειξόν
μοι. |
11
Εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Τωβίτ·
<ἀδελφέ, ἀπὸ ποίαν φυλὴν
καὶ ἀπὸ ποίαν πατριὰν εἶσαι
σύ; Πές μου το>.
|
11
Καὶ ὁ Τωβὶτ τὸν ἐρώτησεν:
<Ἀπὸ ποίαν φυλὴν κατάγεσαι, ἀδελφέ,
καὶ εἰς ποίαν πατριαρχικὴν οἰκογένειαν
ἀνήκεις; Πές μου, σὲ παρακαλῶ>.
|
12
Καὶ εἶπεν αὐτῷ· φυλὴν καὶ
πατριὰν σύ ζητεῖς ἢ μίσθιον,
ὃς συμπορεύσεται μετὰ τοῦ υἱοῦ
σου; Καὶ εἶπεν αὐτῷ Τωβίτ·
βούλομαι, ἀδελφέ, ἐπιγνῶναι
τὸ γένος σου καὶ τὸ ὄνομα.
|
12
Ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε· <φυλὴν
καὶ πατριὰν ζητεῖς ἢ ἕνα μισθωτὸν
συνοδοιπόρον, ὁ ὁποῖος θὰ συμπορευθῇ
μαζῆ μὲ τὸ παιδί σου;> Ὁ
Τωβὶτ τοῦ ἀπήντησε· <ἀδελφέ,
θέλω νὰ μάθω τὸ γένος καὶ
τὸ ὄνομά σου>.
|
12
Καὶ ὁ Ραφαὴλ τοῦ εἶπε: <Διὰ
φυλὴν καὶ οἰκογένειαν ἐνδιαφέρεσαι,
ἢ θέλεις κάποιον μισθωτόν, ποὺ νὰ συνοδεύσῃ
τὸν υἱόν σου εἰς τὸ ταξίδι του;>
Καὶ ὁ Τωβὶτ τοῦ ἀπεκρίθη: <Θέλω
νὰ μάθω, ἀδελφέ μου, τὴν καταγωγήν σου καὶ
τὸ ὄνομά σου>. |
13
Ὅς δὲ εἶπεν· ἐγὼ Ἀζαρίας
Ἀνανίου τοῦ μεγάλου, τῶν ἀδελφῶν
σου. |
13
Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπεν·
<ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀζαρίας,
ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου Ἀνανίου
ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς σου>.
|
13
Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπεν: <Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Ἀζαρίας, ὁ υἱὸς
τοῦ μεγάλου Ἀνανίου, ἑνὸς ἀπὸ
τοὺς συγγενεῖς σου>. |
14
Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὑγιαίνων
ἔλθοις ἀδελφέ, καὶ μή μοι ὀργισθῆς,
ὅτι ἐζήτησα τὴν φυλήν σου καὶ
τὴν πατριάν σου ἐπιγνῶναι. Καὶ
σὺ τυγχάνεις ἀδελφός μου ἐκ
τῆς καλῆς καὶ ἀγαθῆς γενεᾶς·
ἐπεγίνωσκον γὰρ ἐγὼ Ἀνανίαν
καὶ Ἰωνάθαν τοὺς υἱοὺς
Σεμεῒ τοῦ μεγάλου, ὡς ἐπορευόμεθα
κοινῶς εἰς Ἱεροσόλυμα προσκυνεῖν,
ἀναφέροντες τὰ πρωτότοκα καὶ
τὰς δεκάτας τῶν γεννημάτων, καὶ
οὐκ ἐπλανήθησαν ἐν τῇ πλάνῃ
τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. Ἐκ ρίζης
καλῆς εἶ, ἀδελφέ,
|
14
Ὁ Τωβὶτ τοῦ εἶπε· <ἀδελφέ,
καλῶς ἦλθες εἰς τὸ σπίτι μου
καὶ μὴ ὀργισθῇς ἐναντίον
μου, διότι ἐζήτησα νὰ μάθω τὴν
φυλήν σου καὶ τὴν οἰκογένειάν
σου. Σὺ εἶσαι συγγενής μου, ἀπὸ
γενεὰν καλὴν καὶ ἀγαθήν, διότι
ἐγὼ ἐγνώριζα τὸν Ἀνανίαν
καὶ τὸν Ἰωνάθαν, τοὺς υἱοὺς
τοῦ μεγάλου Σεμεΐ, ὅταν μαζῆ ἐπηγαίναμεν
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ
προσκυνήσωμεν καὶ ἐφέραμεν μαζῆ
μας τὰ πρωτοτόκια καὶ τὰ δέκατα
ἀπὸ τὰ προϊόντα μας. Δὲν ἀπεμακρύνθησαν
καὶ ἐκεῖνοι ποτὲ ἀπὸ τὴν
εὐθεῖαν ὁδὸν τοῦ Κυρίου,
ὅπως, δυστυχῶς, ἀπεμακρύνθησαν καὶ
ἐπλανήθησαν οἱ ἄλλοι ἀδελφοί,
οἱ ὁμοεθνεῖς μας. Ἀπὸ καλὴν
ρίζαν κατάγεσαι, ἀδελφέ μου.
|
14
Καὶ ὁ Τωβὶτ τοῦ εἶπε: <Καλῶς
μᾶς ἦλθες, ἀδελφέ, καὶ μὴ θυμώσῃς
ἐναντιον μου διὰ τὸ ὅτι ἐζήτησα
νὰ μάθω ἀπὸ ποίαν φυλὴν καὶ
οἰκογένιαι κατάγεσαι. Διαπιστώνω λοιπὸν
ὅτι εἶσαι συγγενής μου καὶ προέρχεσαι ἀπὸ
καλὴν καὶ εὐπόληπτον οἰκογένειαν!
Ἐγνώριζα πολὺ καλὰ τὸν Ἀνανίαν
καὶ τὸν Ἰωνάθαν, τοὺς υἱοὺς
τοῦ μεγάλου Σεμεΐ. Ἐπηγαίναμεν μαζὶ εἰς
τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσωμεν
εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ
να προσψέρωμεν ἐκεῖ τὰς προσφορὰς
τῶν πρωτοτόκων καὶ τὰς δεκάτας τῶν
γεννημάτων μας. Δὲν εἶχαν παρασυρθῆ εἰς
τὴν εἰδωλολατρίαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι,
ὅπως παρεσύρθησαν ἄλλοι συμπατριῶται μας.
Προέρχεσαι ἀπὸ καλὴν ρίζαν, ἀδελφέ.
|
15
ἄλλα εἶπόν μοι τίνα σοι ἔσομαι
μισθὸν διδόναι· δραχμὴν τῆς ἡμέρας
καὶ τὰ δέοντά σοι ὡς καὶ
τῷ υἱῷ μου. |
15
Ἀλλὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, ποῖον
μισθὸν θὰ σοῦ δώσω; Ἐγὼ
προτείνω νὰ σοῦ δίνω μίαν δραχμὴν
διὰ κάθε ἡμέραν καὶ νὰ
παρέχω εἰς σὲ καὶ τὸ παιδί
μου ὅ,τι ἄλλο σᾶς χρειάζεται κατὰ
τὴν πορείαν.
|
15
Πές μου λοιπὸν τώρα: Τί μισθὸν θέλεις νὰ
σοῦ δώσω; Ἐγὼ ἀπεφάσισα νὰ σοῦ
δώσω μίαν δραχμὴν διὰ κάθε ἡμέραν τοῦ
ταξιδιοῦ ἕως τὴν ἐπιστροφήν
σας καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα διὰ
τὴν συντηρήσίν σου, ὅπως καὶ διὰ
τὸν υἱόν μου.
|
16
Καὶ ἔτι προσθήσω σοι ἐπὶ τὸν
μισθόν, ἐὰν ὑγιαίνοντες ἐπιστρέψητε.
|
16
Ἀλλὰ καὶ ἄλλην ἐπὶ πλέον
ἀμοιβὴν θὰ δώσω εἰς σέ,
ἐὰν ἐπιστρέψετε ὑγιεῖς>.
|
16
Σοῦ ὑπόσχομαι δὲ ὅτι, ἐὰν
ἐπιστρέφετε μὲ τὸ καλὸν ὑγιεῖς,
θὰ σοῦ δώσω καὶ ἄλλα χρήματα ἐπὶ
πλέον τοῦ μισθοῦ σου>. |
17
Καὶ εὐδόκησαν οὕτως. Καὶ εἶπε
πρὸς Τωβίαν· ἕτοιμος γίνου πρὸς
τὴν ὁδόν· καὶ εὐοδωθείητε.
Καὶ ἡτοίμασεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ
τὰ πρὸς τὴν ὁδόν. Καὶ
εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ·
πορεύου μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου,
ὁ δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ οἰκῶν
Θεὸς εὐοδώσει τὴν ὁδὸν
ὑμῶν, καὶ ὁ ἄγγελος αὐτοῦ
συμπορευθήτω ὑμῖν. Καὶ ἐξῆλθαν
ἀμφότεροι ἀπελθεῖν καὶ ὁ
κύων τοῦ παιδαρίου μετ' αὐτῶν.
|
17
Συνεφώνησαν καὶ οἱ δύο ἐπὶ
τοῦ σημείου αὐτοῦ. Ὁ πατὴρ
εἶπε τότε πρὸς τὸν Τωβίαν·
<ἐτοιμάσου διὰ τὸ ταξίδι.
Καὶ εἰς τοὺς δυό σας εὔχομαι
κατευόδιον>. Ὁ υἱός του, ὁ
Τωβίας, ἡτοίμασε τὰ ἀπαραίτητα
διὰ τὸν δρόμον. Ὁ δὲ πατέρας
του τοῦ εἶπε· <πήγαινε μαζῆ
μὲ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν καὶ
εὔχομαι, ὅπως ὁ Θεός, ποὺ κατοικεῖ
εἰς τὸν οὐρανόν, κατευοδώσῃ
τὸν δρόμον σας καὶ ὁ ἄγγελος
τοῦ Κυρίου ἂς βαδίζῃ μαζῆ
σας>. Ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ σπίτι
καὶ οἱ δύο, ὁ Τωβίας καὶ
ὁ συνοδός του, διὰ νὰ ἀναχωρήσουν.
Ὁ κύων τοῦ παιδιοῦ, τοῦ Τωβίου,
ἐπήγαινε μαζῆ τους. |
17
Καὶ συνεφώνησαν ἀμέσως μὲ τὴν πρότασιν
αὐτὴν τοῦ Τωβίτ. Εἶπε δὲ ὁ
πατέρας πρὸς τὸν Τωβίαν: <Ἐτοιμάσου γρήγορα
διὰ τὸ ταξίδι. Καὶ εὔχομαι νὰ
εὐοδωθῇ ἡ πορεία σας>. Καὶ ὁ
υἱὸς τοῦ Τωβὶτ ἐτοίμασεν
ἀμέσως ὅ,τι ἐχρειάζετο διὰ τὸ
ταξίδι. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ
πατέρας του: <Πήγαινε μὲ συμπαραστάτην τὸν
ἄνθρωπον αὐτὸν καὶ εἴθε νὰ
εὐοδώσῃ τὸ ταξίδι σας ὁ Θεός,
ποὺ κατοικεῖ εἰς τὸν οὐρανόν.
Εὔχομαι ἐπίσης νὰ ἔχετε συνοδοιπόρον
σας τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ>. Μετὰ
ταῦτα ἐβγῆκαν καὶ οἱ δύο ἀπὸ
τὸ σπίτι διὰ νὰ φύγουν καὶ ἐπῆραν
μαζί των καὶ τὸ σκυλὶ τοῦ νεαροῦ
Τωβία. |
18
Ἔκλαυσε δὲ Ἄννα ἡ μήτηρ αὐτοῦ
καὶ εἶπε πρὸς Τωβίτ· τί
ἐξαπέστειλας τὸ παιδίον ἡμῶν;
Ἢ οὐχὶ ἡ ράβδος τῆς χειρὸς
ἡμῶν ἐστιν ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι
αὐτὸν καὶ ἐκπορεύεσθαι ἐνώπιον
ἡμῶν; |
18
Ὅταν ὁ Τωβίας ἀνεχώρησεν, ἡ
Ἄννα ἡ μητέρα του, ἔκλαυσε καὶ
εἶπε πρὸς τὸν Τωβίτ· <διατὶ
ἔστειλες τὸ παιδί μας εἰς ταξίδι
μακρὰν ἀπὸ ἡμᾶς; Αὐτὸς
εἰσερχόμενος καὶ ἐξερχόμενος
εἰς τὸ σπίτι μας, ἐνώπιόν
μας, δὲν ἦτο ράβδος στηρίγματος καὶ
χαρὰ εἰς ἡμᾶς;
|
18
Μόλις ἀνεχώρησεν ὁ Τωβίας, ἐλυπήθη πολὺ
καὶ ἔκλαυσεν ἡ μητέρα του Ἄννα καὶ
εἶπεν εἰς τὸν Τωβίτ: <Διατὶ ἔστειλες
τόσον μακριὰ τὸ παιδί μας; Αὐτὸς
δὲν ἦταν τὸ στήριγμα τῆς δυνάμεώς
μας καὶ ἡ ἐλπίδα μας, ὅταν τὸν
ἐβλέπαμεν νὰ μπαίνῃ καὶ νὰ
βγαίνῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μας;
|
19
Ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ μὴ
φθάσαι, ἀλλὰ περίψημα τοῦ παιδίου
ἡμῶν γένοιτο· |
19
Ποτὲ μὴ φθάσῃ καὶ ἔλθῃ
τὸ ἀργύριον ἐκεῖνο. Ἂς
χαθῆ τὸ χρῆμα ἐκεῖνο, προκειμένου
νὰ χάσωμεν ἡμεῖς τὴν παρουσίαν
τοῦ ἀγαπημένου μας παιδιοῦ.
|
19
Ἂς μὴ ἔλθῃ οὔτε δραχμὴ
ἀπὸ τὰ χρήματά μας, ἐὰν
πρόκειται νὰ χάσωμεν ἀπὸ τὰ μάτια
μας τὸ παιδί μας! Ἂς ἔλειπαν τὰ
χρήματα! Αὐτὰ δὲν ἀξίζουν τίποτε
ἐμπρὸς εἰς τὸ παιδί μας!
|
20
ὡς γὰρ δέδοται ἡμῖν ζῆν
παρὰ τοῦ Κυρίου, τοῦτο ἱκανὸν
ἡμῖν ὑπάρχει.
|
20
Δὲν ὑπάρχει δι' ἡμᾶς μεγαλύτερα
ἱκανοποίησις ἀπὸ τὸ νὰ
ζῇ τὰ παιδὶ κοντά μας, ὅπως
μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν>.
|
20
Μᾶς εἶναι ἀρκετὸν νὰ ζῇ
καὶ αὐτὸ μαζί μας μὲ τὰ
λίγα ἔστω ἀγαθά, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ
ἔχωμεν ὁ Κύριος>. |
21
Καὶ εἶπεν αὐτῇ Τωβίτ· μὴ
λόγον ἔχε, ἀδελφή· ὑγιαίνων
ἐλεύσεται, καὶ οἱ ὀφθαλμοί
σου ὄψονται αὐτόν·
|
21
Ὁ Τωβὶτ τῆς ἀπήντησε· μὴ
μεμψιμοιρῇς καὶ μὴ στενοχωρῆσαι, ἀδελφή.
Τὸ παιδί μας θὰ ἐπιστρέψῃ
ὑγιές. Καὶ τὰ μάτια μας πάλιν
θὰ τὸ ἴδουν.
|
21
Καὶ ὁ Τωβὶτ τῆς εἶπε: <Μὴ
ἀνησυχῇς καὶ γογγύζῃς, ἀδελφή
μου! Ὁ Τωβίας μας θὰ γυρίσῃ πίσω ὑγιὴς
καὶ θὰ τὸν ἰδοῦν καὶ πάλιν
τὰ μάτια σου. |
22
ἄγγελος γὰρ ἀγαθὸς συμπορεύσεται
αὐτῷ, καὶ εὐοδωθήσεται ἡ
ὁδὸς αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψει
ὑγιαίνων. Καὶ ἐπαύσατο κλαίουσα.
|
22
Διότι ὁ καλὸς ἄγγελος θὰ συμπορευθῇ
μαζῆ μὲ αὐτὸ καὶ θὰ κατευοδωθῇ
τὸ ταξίδιόν του καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ
ὑγιές>. Ἐκείνη, ὅταν ἤκουσε
τὰ παρήγορα αὐτὰ λόγια, ἔπαυσε
πλέον νὰ κλαίη. |
22
Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἄγγελος ἀγαθὸς
θὰ εἶναι συνοδοιπόρος του. Θὰ εὐοδωθῇ
τὸ ταξίδι του καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ
ὑγιής>. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ
τοῦ ἀνδρός της ἡ Ἄννα ἐσταμάτησε
τὰ κλάματά της. |