Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱ
δὲ πορευόμενοι τὴν ὁδὸν ἦλθον
ἑσπέρας ἐπὶ τὸν Τίγριν
ποταμόν, καὶ ηὐλίζοντο ἐκεῖ.
|
ἱ
δύο ταξιδιῶται ἐβάδιζαν εἰς
τὸν δρόμον των καὶ ἔφθασαν τὴν
ἑσπέραν εἰς τὸν Τίγρητα ποταμὸν
καὶ διενυκτέρευσαν ἐκεῖ.
|
αὶ
ἀφοῦ ἐπροχώρησαν εἰς τὸν δρόμον
των ὁ Ῥαφαὴλ καὶ ὁ Τωβίας, ἔφθασαν
τὸ βράδυ εἰς τὸν ποταμὸν Τίγριν καὶ
ἔμειναν ἐκεῖ διὰ νὰ κοιμηθοῦν
τὴν νύκτα. |
2
Τὸ δὲ παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι,
καὶ ἀνεπήδησεν ἰχθὺς ἀπὸ
τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐβουλήθη καταπιεῖν
τὸ παιδάριον. |
2
Ὁ νεαρὸς Τωβίας κατέβηκεν εἰς
τὸν ποταμόν, διὰ νὰ λουσθῇ.
Ἐκεῖ ὅμως ἕνα μεγάλο ψάρι
ἀνεπήδησεν ἀπὸ τὸ ποτάμι
καὶ ἠθέλησε νὰ καταπίῃ
τὸν Τωβίαν. |
2
Ὁ δὲ νεαρὸς Τωβίας κατέβη εἰς τὸν
ποταμὸν διὰ νὰ λουσθῇ. Ξαφνικὰ
ὅμως ἀνεπήδησεν ἀπὸ τὰ νερὰ
τοῦ ποταμοῦ ἕνα μεγάλο ψάρι, ποὺ ἠθέλησε
νὰ καταπιῇ τὸν νεαρόν.
|
3
Ὁ δὲ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ·
ἐπιλαβοῦ τοῦ ἰχθύος. Καὶ
ἐκράτησε τὸν ἰχθὺν τὸ
παιδάριον καὶ ἀνέβαλεν αὐτὸν
ἐπὶ τὴν γῆν.
|
3
Ἀλλὰ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε·
<πιάσε αὐτὸ τὸ ψάρι>.
Ὁ Τωβίας ἔπιασε τὸ ψάρι καὶ
τὸ ἀνέβασεν εἰς τὴν ὄχθην
τοῦ ποταμοῦ. |
3
Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: <Πιάσε
τὸ ψάρι!> Καὶ ἔπιασε πράγματι τὸ
παιδὶ τὸ ψάρι καὶ τὸ ἀνέβασεν
εἰς τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ.
|
4
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος·
ἀνάτεμε τὸν ἰχθὺν καὶ
λαβὼν τὴν καρδίαν καὶ τὸ ἧπαρ
καὶ τὴν χολὴν θὲς ἀσφαλῶς.
|
4
Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε· <σχίσε
τὸν ἰχθὺν αὐτόν, πάρε
τὴν καρδίαν, τὸ συκώτι καὶ τὴν
χολὴν καὶ φύλαξέ τα ἀσφαλῶς>.
|
4
Εἶπε δὲ πάλιν ὁ ἄγγελος εἰς
τὸν Τωβίαν: <Κόψε καὶ κομμάτιασε τὸ
ψάρι καὶ πάρε καὶ φύλαξε προσεκτικὰ τὴν
καρδίαν, τὸ συκώτι καὶ τὴν χολήν του>.
|
5
Καὶ ἐποίησε τὸ παιδάριον ὡς
εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος, τὸν
δὲ ἰχθὺν ὀπτήσαντες ἔφαγον.
|
5
Ὁ νεαρὸς Τωβίας ἔκαμεν, ὅπως
τοῦ εἶπεν ὁ ἄγγελος. Τὸ ὑπόλοιπον
μέρος τοῦ ψαριοῦ τὸ ἔψησαν καὶ
τὸ ἔφαγαν.
|
5
Καὶ ὁ νεαρὸς ἔκαμεν ὅ,τι ἀκριβῶς
τοῦ εἶπεν ὁ ἄγγελος. Τὸ δὲ
ὑπόλοιπον τμῆμα τοῦ ψαριοῦ τὸ
ἔψησαν καὶ τὸ ἔφαγαν.
|
6
Καὶ ὥδευον ἀμφότεροι, ἕως οὗ
ἤγγισαν ἐν Ἐκβατάνοις.
|
6
Συνεπορεύοντο κατόπιν καὶ οἱ δύο,
ὁ Τωβίας καὶ ὁ ἄγγελος, μέχρις
ὅτου ἐπλησίασαν εἰς τὰ Ἐκβάτανα.
|
6
Μετὰ ταῦτα συνέχισαν νὰ βαδίζουν καὶ
οἱ δύο, ἕως ὅτου ἐπλησίασαν εἰς
τὰ Ἐκβάτανα. |
7
Καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ·
Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστιν
ἡ καρδία καὶ τὸ ἧπαρ καὶ
ἡ χολὴ τοῦ ἰχθύος;
|
7
Ὁ Τωβίας ἠρώτησε τὸν ἄγγελον·
<ἀδελφὲ Ἀζαρία, εἰς τί
μᾶς εἶναι χρήσιμα ἡ καρδία,
τὸ συκώτι καὶ ἡ χολὴ τοῦ
ἰχθύος;>
|
7
Εἶπε δὲ ὁ Τωβίας εἰς τὸν ἄγγελον:
<Ἀδελφὲ Ἀζαρία, τί μᾶς
χρειάζονται ἡ καρδία, τὸ συκώτι καὶ ἡ
χολὴ τοῦ ψαριοῦ;> |
8
Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἡ καρδία
καὶ τὸ ἧπαρ, ἐὰν τινα ὀχλῇ
δαιμόνιον ἢ πνεῦμα πονηρόν, ταῦτα
δεῖ καπνίσαι ἐνώπιον ἀνθρώπου
ἢ γυναικός, καὶ οὐκέτι οὐ
μὴ ὀχληθῇ·
|
8
Ὁ συνοδεύων αὐτὸν ἄγγελος τοῦ
ἀπήντησεν· <ἡ καρδιὰ καὶ
τὸ συκώτι χρησιμεύουν διὰ τὴν
ἐκδίωξιν πονηρῶν πνευμάτων. Ἐὰν
δηλαδὴ ἔνας ἄνθρωπος ἐνοχλῆται
ἀπὸ δαιμόνιον ἢ ἄλλο πονηρὸν
πνεῦμα καὶ καπνίσουν αὐτὰ ἐνώπιον
τοῦ ἀνδρὸς ἢ τῆς γυναικός,
ποὺ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ
πονηρὸν πνεῦμα, δὲν θὰ ἐνοχληθῇ
ποτὲ πλέον.
|
8
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπεκρίθη:
<Ἐὰν κάποιος ἐνοχλῆται ἀπὸ
δαιμόνων ἢ πονηρὸν πνεῦμα, ἡ καρδιὰ
αὐτὴ καὶ τὸ συκώτι ἠμποροῦν
νὰ τὸν θεραπεύσουν. Πρέπει ὅμως νὰ
τὰ καύσουν αὐτὰ καὶ νὰ τὰ
καπνίσουν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἄνδρα
ἢ τὴν γυναῖκα, ποὺ ἐνοχλεῖται
ἀπὸ δαιμόνιον, καὶ τότε δὲν πρόκειται
νὰ ἐνοχληθῇ ἄλλην φοράν.
|
9
ἡ δὲ χολή, ἐγχρῖσαι ἄνθρωπον,
ὃς ἔχει λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς,
καὶ ἰαθήσεται.
|
9
Ἡ δὲ χολὴ χρησιμεύει διὰ νὰ
χρισθῇ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει
λευκώματα εἰς τὰ μάτια του, καὶ
αὐτὸς θὰ θεραπευθῇ ἀμέσως>.
|
9
Αὐτὴ δὲ ἡ χολὴ πρέπει νὰ
ἀλειφθῇ εἰς τὰ μάτια ἀνθρώπου,
ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ λευκώματα, καὶ
θὰ χαρισθῇ ἀμέσως εἰς τὸν ἄρρωστον
ἡ θεραπεία>. |
10
Ὡς δὲ προσήγγισαν τῇ Ράγῃ,
|
10
Ὅταν ἐπλησίασαν εἰς τὸ σπίτι
τοῦ Ραγουὴλ εἰς Ἐκβάτανα,
|
10
Καὶ μόλις ἐπλησίασαν εἰς τὴν πόλιν
Ράγην (ἢ Ἐκβάτανα),
|
11
εἶπεν ὁ ἄγγελος τῷ παιδαρίῳ·
ἀδελφέ, σήμερον αὐλισθησόμεθα
παρὰ Ραγουήλ, καὶ αὐτὸς συγγενής
σού ἐστι, καὶ ἔστιν αὐτῷ
θυγάτηρ ὀνόματι Σάρρα·
|
11
εἶπεν ὁ ἄγγελος εἰς τὸν νεαρὸν
Τωβίαν· <ἀδελφέ, σήμερον θὰ
διανυκτερεύσωμεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ
Ραγουήλ. Αὐτὸς εἶναι συγγενής
σου, ἔχει δὲ καὶ θυγατέρα ποὺ
λέγεται Σάρρα.
|
11
εἶπεν ὁ ἄγγελος εἰς τὸν νεαρὸν
Τωβίαν: <Σήμερα, ἀδελφέ μου, θὰ διανυκτερεύσωμεν
εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ραγουήλ. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς εἶναι συγγενής σου καὶ
ἔχει μίαν κόρην, ἡ ὁποία ὀνομάζεται
Σάρρα. |
12
λαλήσω περὶ αὐτῆς τοῦ δοθῆναί
σοι αὐτὴν εἰς γυναῖκα, ὅτι σοὶ
ἐπιβάλλει ἡ κληρονομία αὐτῆς,
καὶ σὺ μόνος εἶ ἐκ τοῦ
γένους αὐτῆς, καὶ τὸ κοράσιον
καλὸν καὶ φρόνιμόν ἐστι.
|
12
Θὰ ὁμιλήσω ἐγὼ περὶ αὐτῆς
νὰ σοῦ δοθῇ ὡς σύζυγος, διότι
ὁ νόμος τοῦ Μωυσέως ὑποχρεώνει
σὲ νὰ πάρῃς αὐτὴν ὡς
σύζυγον καὶ τὴν κληρονομίαν της, ἐπειδὴ
σὺ εἶσαι ὁ μόνος συγγενής της
ἀπὸ τὸ γένος της. Σοῦ λέγω
δὲ ἀκόμη ὅτι ἡ νέα αὐτὴ
εἶναι ὡραία καὶ φρόνιμος.
|
12
Θὰ τοῦ μιλήσω λοιπὸν δὶ αὐτήν,
διὰ νὰ σοῦ δοθῇ ὡς σύζυγος.
Πρέπει νὰ τὴν πάρης, διότι, συμφώνως πρὸς
τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ἀπαιτεῖ
ἡ τακτοποίησις τῆς κληρονομίας της, ποὺ
δὲν πρέπει νὰ περιέλθῃ εἰς τὰ
χέρια ἀλλογενοῦς. Σὺ εἶσαι ὁ
μόνος, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸ γένος
της. Ἐκτὸς αὐτοῦ ὅμως καὶ
ἡ κόρη εἶναι καλὴ καὶ συνετή.
|
13
Καὶ νῦν ἄκουσόν μου καὶ λαλήσω
τῷ πατρὶ αὐτῆς, καὶ ὅταν
ὑποστρέψωμεν ἐκ Ραγῶν, ποιήσομεν
τὸν γάμον· διότι ἐπίσταμαι
Ραγουὴλ ὅτι οὐ μὴ δῷ αὐτὴν
ἀνδρὶ ἑτέρῳ κατὰ τὸν
νόμον Μωυσῇ ἢ ὀφειλήσει θάνατον,
ὅτι τὴν κληρονομίαν σοὶ καθήκει
λαβεῖν ἢ πάντα ἄνθρωπον.
|
13
Καὶ τώρα ἄκουσέ με· ἐγὼ
θὰ κάμω λόγον εἰς τὸν πατέρα
της καὶ ὅταν ἐπιστρέψωμεν ἀπὸ
Ράγους θὰ τελέσωμεν τὸν γάμον.
Διότι ἐγὼ γνωρίζω καλὰ ὅτι
ὁ Ραγουὴλ δὲν θὰ δώσῃ
ποτὲ αὐτὴν ὡς σύζυγον εἰς
ἄλλον ἄνδρα, ἔστω καὶ ἂν ἀπειληθῇ
μὲ θάνατον. Διότι εἰς σὲ ἀνήκει
νὰ λάβῃς τὴν κληρονομίαν της
καὶ εἰς κανένα ἄλλον>.
|
13
Ἄκουσέ με λοιπὸν τώρα καὶ θὰ μιλήσω
ἐγὼ διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν
εἰς τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἐπιστρέψωμεν
ἀπὸ τοὺς Ράγους, θὰ κάμωμεν ὁπωσδήποτε
τὸν γάμον. Διότι γνωρίζω καλὰ ὅτι ὁ
Ραγουὴλ δὲν πρόκειται νὰ δώσῃ τὴν
κόρην του εἰς ξένον ἄνδρα, ἀλλὰ θὰ
κάμῃ ὅ,τι διατάζει ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως,
ἔστω καὶ ἂν κινδυνεύσῃ νὰ θανατωθῇ.
Ἐπαναλαμβάνω ὅτι πρέπει νὰ γίνῃ ὁ
γάμος αὐτός, διότι κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος
δὲν δικαιοῦται νὰ κληρονομήσῃ τὴν
περιουσίαν της. Ἀνήκει εἰς σὲ καὶ
μόνον. |
14
Τότε εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ·
Ἀζαρία ἀδελφέ, ἀκήκοα
ἐγὼ τὸ κοράσιον δεδόσθαι ἑπτὰ
ἀνδράσι καὶ πάντας ἐν τῷ
νυμφῶνι ἀπολωλότας.
|
14
Τότε ὁ Τωβίας εἶπε πρὸς τὸν
ἄγγελον· <ἀδελφὲ Ἀζαρία,
ἔχω πληροφρρηθῆ ὅτι, ἡ κόρη
αὐτὴ ἔχει ἤδη δοθῆ ὡς
σύζυγος εἰς ἑπτὰ ἄνδρας καὶ
ὅλοι ἀπέθανον εἰς τὸ νυμφικὸν
δωμάτιον.
|
14
Εἶπε δὲ τότε ὁ νεαρὸς εἰς τὸν
ἄγγελον: <Ἔχω ἀκούσει, ἀδελφὲ
Ἀζαρία, ὅτι ἡ κόρη αὐτὴ
ἐδόθη ὡς σύζυγος εἰς ἑπτὰ ἄνδρας
καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἀπέθαναν μέσα
εἰς τὸ νυμφικὸν δωμάτιον.
|
15
Καὶ νῦν ἐγὼ μόνος εἰμὶ
τῷ πατρὶ καὶ φοβοῦμαι μὴ εἰσελθὼν
ἀποθάνω καθὼς καὶ οἱ πρότεροι,
ὅτι δαιμόνιον φιλεῖ αὐτήν, ὃ
οὐκ ἀδικεῖ οὐδένα πλὴν
τῶν προσαγόντων αὐτῇ· καὶ
νῦν ἐγὼ φοβοῦμαι μὴ ἀποθάνω
καὶ κατάξω τὴν ζωὴν τοῦ πατρός
μου καὶ τῆς μητρός μου μετ' ὀδύνης
ἐπ' ἐμοὶ εἰς τὸν τάφον
αὐτῶν· καὶ υἱὸς ἕτερος
οὐχ ὑπάρχει αὐτοῖς, ὃς
θάψει αὐτούς.
|
15
Ἐγὼ τώρα, ὅπως γνωρίζεις, εἶμαι
μονογενὴς εἰς τὸν πατέρα μου. Φοβοῦμαι,
λοιπόν, μήπως, ὅταν εἰσέλθω
εἰς τὸ νυμφικὸν δωμάτιον, ἀποθάνω,
ὅπως ἀπέθανον καὶ οἱ προηγούμενοι
ἀπὸ ἐμέ. Ἕνα πονηρὸν δαιμόνιον
τὴν ζηλοτυπεῖ. Αὐτὸ δὲ τὸ
δαιμόνιον δὲν βλάπτει κανένα ἄλλον
πλὴν ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
τὴν πλησιάζουν ὡς σύζυγοι. Φοβοῦμαι,
λοιπόν, τώρα μήπως ἀποθάνω καὶ
μὲ τὸν θάνατόν μου κρημνίσω
τὴν ζωὴν τοῦ πατρός μου καὶ
τῆς μητρός μου μὲ ὀδύνην πολλὴν
εἰς τὸν τάφον. Δὲν ἔχουν δὲ
αὐτοὶ ἄλλο παιδί, διὰ νὰ
τοὺς θάψῃ>.
|
15
Ὅπως ξέρεις, ὁ πατέρας μου δὲν ἔχει
ἄλλο παιδὶ ἐκτὸς ἀπὸ ἐμέ,
καὶ φοβοῦμαι μήπως, ὅταν εἰσέλθω καὶ
ἐγὼ εἰς τὸν νυμφικὸν θάλαμόν
της, πεθάνω ὅπως καὶ οἱ προηγούμενοι σύζυγοί
της. Φαίνεται ὅτι κάποιο δαιμόνιον ἔχει πάθος
πρὸς αὐτὴν καὶ τὴν ζηλεύει ἰδιαιτέρως
καὶ δὲν βλάπτει κανένα ἄλλον, παρὰ
μόνον αὐτοὺς ποὺ τὴν πλησιάζουν ὡς
σύζυγοι. Φοβοῦμαι λοιπὸν μήπως πεθάνω καὶ
ρίξω τὸν πατέρα μου καὶ τὴν μητέρα μου εἰς
τὸν τάφον των μὲ ὀδύνην λόγῳ τοῦ
θανάτου μου. Δὲν ὑπάρχει δὲ καὶ κάποιος
ἄλλος υἱός, ποὺ νὰ ἐνδιαφερθῇ
διὰ τὴν ταφήν των>.
|
16
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ἄγγελος·
οὐ μέμνησαι τῶν λόγων, ὧν ἐνετείλατό
σοι ὁ πατήρ σου, ὑπὲρ τοῦ λαβεῖν
σε γυναῖκα ἐκ τοῦ γένους σου; Καὶ
νῦν ἄκουσόν μου, ἀδελφέ, διότι
σοὶ ἔσται εἰς γυναῖκα, καὶ τοῦ
δαιμονίου μηδένα λόγον ἔχε, ὅτι
τὴν νύκτα ταύτην δοθήσεταί σοι
αὕτη εἰς γυναῖκα.
|
16
Ἀπήντησε πρὸς αὐτὸν ὁ
ἄγγελος· <δὲν ἐνθυμεῖσαι τὴν
ἐντολήν, τὴν ὁποίαν σοῦ
ἔδωσεν ὁ πατήρ, νὰ πάρῃς
σύζυγον γυναῖκα ἀπὸ τὸ γένος
σου; Καὶ τώρα ἄκουσε με, ἀδελφέ.
Αὐτὴ ἡ κόρη θὰ γίνῃ
ἰδική σου σύζυγος. Ὡς πρὸς δὲ
τὸ δαιμόνιον, μὴ ἔχῃς κανένα
λόγον ἀνησυχίας. Ἡ κόρη αὐτὴ
θὰ δοθῇ εἰς σὲ ὡς σύζυγος
κατὰ τὴν νύκτα αὐτήν.
|
16
Ὁ δὲ ἄγγελος τοῦ εἶπε: <Δὲν
θυμᾶσαι τὰ λόγια, ποὺ σοῦ παρήγγειλεν
ὁ πατέρας σου ὡς πρὸς τὸ ὅτι
πρέπει νὰ πάρῃς ὡς σύζυγόν σου μίαν
γυναῖκα ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου; Τώρα
λοιπὸν ἄκουσέ με, ἀδελφέ, διότι αὐτὴ
ἡ γυναῖκα θὰ γίνῃ ἰδική σου.
Μὴ ἀπασχολῆσαι καθόλου μὲ τὴν
σκέψιν τοῦ δαιμονίου. Αὐτὴν τὴν νύκτα
ἡ κόρη αὐτὴ θὰ σοῦ δοθῇ
ὡς σύζυγος. |
17
Καὶ ἐὰν εἰσέλθῃς εἰς
τὸν νυμφῶνα, λήψῃ τέφραν θυμιαμάτων
καὶ ἐπιθήσεις ἀπὸ τῆς
καρδίας καὶ τοῦ ἥπατος τοῦ ἰχθύος
καὶ καπνίσεις. |
17
῞Οταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς
τὸν νυμφικὸν θάλαμον, θὰ πάρῃς
φωτιὰ μὲ τὸ θυμιατήριον, θὰ
θέσῃς ἐπάνω εἰς αὐτὴν
τὴν καρδιὰ καὶ τὸ συκώτι τοῦ
ἰχθύος, τὰ ὁποῖα καὶ θὰ
ἀρχίσουν νὰ καπνίζουν.
|
17
Ὅταν ὅμως ἔμβῃς εἰς τὸν
νυμφικὸν θάλαμον, νὰ κάμῃς τὸ ἑξῆς:
Πάρε στάχτην ἀπὸ τὸ ἀναμμένον θυμιατήριον
καὶ βάλε ἐπάνω της τμήματα ἀπὸ
τὴν καρδιὰν καὶ τὸ συκῶτι, ποὺ
ἔχεις φυλαγμένα, καὶ κάπνισε μὲ αὐτὰ
τὸ δωμάτιον. |
18
Καὶ ὀσφρανθήσεται τὸ δαιμόνιον
καὶ φεύξεται καὶ οὐκ ἐπανελεύσεται
εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
Ὅταν δὲ προσπορεύῃ αὐτῇ,
ἐγέρθητε ἀμφότεροι καὶ βοήσατε
πρὸς τὸν ἐλεήμονα Θεόν, καὶ
σώσει ὑμᾶς καὶ ἐλεήσει.
Μὴ φοβοῦ, ὅτι σοὶ αὐτὴ
ἡτοιμασμένη ἦν ἀπὸ τοῦ
αἰῶνος, καὶ σὺ αὐτὴν σώσεις,
καὶ πορεύσεται μετὰ σοῦ, καὶ
ὑπολαμβάνω ὅτι σοι ἔσται ἐξ
αὐτῆς παιδία. |
18
Τὸ δὲ δαιμόνιον θὰ ὀσφρανθῇ
τὸν καπνὸν αὐτόν, θὰ φύγῃ
καὶ ποτὲ πλέον δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ.
Ὅταν δὲ εἰσέλθῃς εἰς τὸν
νυμφικὸν κοιτῶνα πρὸς αὐτήν,
σηκωθῆτε καὶ οἱ δυό σας καὶ
ἐκ βάθους ψυχῆς προσευχηθῆτε εἰς
τὸν ἐλεήμονα Θεόν, αὐτὸς
δὲ θὰ σᾶς σώσῃ καὶ θὰ
σᾶς ἐλεήσῃ. Μὴ φοβῆσαι,
διότι αὐτὴ ἔχει προορισθῆ ὡς
σύζυγός σου ἀπὸ πολὺν χρόνον
καὶ σὺ θὰ τὴν σώσῃς ἀπὸ
τὸ πονηρὸν δαιμόνιον. Αὐτὴ θὰ
ἔλθῃ μαζῆ σου καὶ θεωρῶ βέβαιον,
ὅτι πολλὰ τέκνα θὰ ἀποκτήσῃς
ἀπὸ αὐτήν>.
|
18
Μόλις θὰ ὀσφρανθῇ τὴν ὀσμήν
των τὸ δαιμόνιον, θὰ φύγῃ καὶ δὲν
θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν αἰῶνα
τὸν ἅπαντα. Ὅταν δὲ θὰ πλησιάσῃς
τὴν γυναῖκα σου, νὰ σηκωθῆτε καὶ
οἱ δύο καὶ νὰ προσευχηθῆτε μὲ
ὅλην σας τὴν δύναμιν πρὸς τὸν ἐλεήμονα
Θεόν, καὶ Ἐκεῖνος θὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθῇ
καὶ θὰ σᾶς σώσῃ. Μὴ φοβᾶσαι,
διότι ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἔχει ἐτοιμασθῇ
διὰ σὲ ἀπὸ τὸ προαιώνιον σχέδιον
τοῦ Θεοῦ, καὶ σὺ εἶσαι ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ τὴν σώσῃς ἀπὸ τὴν
θλῖψιν της. Θὰ ἔλθῃ δὲ αὐτὴ
εὐχαρίστως μαζί σου, καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι
θὰ ἀποκτήσῃς μαζί της καὶ παιδιά>.
|
19
Καὶ ὡς ἤκουσε Τωβίας ταῦτα,
ἐφίλησεν αὐτήν, καὶ ἡ
ψυχὴ αὐτοῦ ἐκολλήθη σφόδρα
αὐτῇ. |
19
Ὅταν ὁ Τωβίας ἤκουσε τὰ λόγια
αὐτά, ἠγάπησε τὴν κόρην
αὐτὴν καὶ ἡ ψυχή του προσεκολλήθη
πάρα πολὺ εἰς αὐτήν.
|
19
Ὅταν ἄκουσε ὁ Τωβίας τὰ λόγια αὐτὰ
τοῦ ἀγγέλου, ἀγάπησε τὴν Σάρραν
καὶ ἡ ψυχή του ἐγέμισε ἀπὸ
ἐπιθυμίαν δι' αὐτήν. |