Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
Τωβὶτ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐλογίσατο
ἐκάστης ἡμέρας· καὶ ὡς
ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι τῆς
πορείας καὶ οὐκ ἤρχοντο,
|
Τωβίτ,
ὁ πατὴρ τοῦ Τωβίου, ἐμετροῦσε
μίαν πρὸς μίαν τὰς ἡμέρας.
Ὅταν δὲ εἶδεν ὅτι συνεπληρώθησαν
αἱ ἡμέραι τοῦ ταξιδίου των καὶ
ἐκεῖνοι δὲν εἶχον ἐπανέλθει,
|
δὲ
Τωβίτ, ὁ πατέρας τοῦ Τωβίου, ἐμετροῦσε
τὴν μίαν μετὰ τὴν ἄλλην τὰς
ἡμέρας τῆς ἀπουσία, τοῦ υἱοῦ
του καὶ ὑπελόγιζε τὸν χρόνον. Ὅταν
λοιπὸν συνεπληρώθη ὁ ἀριθμὸς τῶν
ἡμερῶν, ποὺ ἔπρεπε νὰ περάσουν
διὰ τὸ ταξίδι των, καὶ αὐτοὶ
δὲν εἶχαν ἐπιστρέψει ἀκόμη,
|
2
εἶπε· μήποτε κατῄσχυνται; Ἢ μήποτε
ἀπέθανε Γαβαὴλ καὶ οὐδεὶς
αὐτῷ δίδωσι τὸ ἀργύριον;
|
2
εἶπε· <μήπως, τυχόν, καὶ ἀπέτυχεν
ἡ ἀποστολή των καὶ ἐντρέπονται
νὰ ἐπανέλθουν; Ἢ μήπως ἀπέθανεν
ὁ Γαβαὴλ καὶ κανεὶς πλέον δὲν
δίδει εἰς αὐτὸν τὰ χρήματα;>
|
2
εἶπε: <Μήπως ἄραγε ἀπέτυχεν ἡ ἀποστολή
των καὶ ἔχουν ἐντροπιασθῆ ἀπὸ
τὸν Γαβαὴλ καὶ διστάζουν νὰ ἐπανέλθουν;
Ἢ μήπως ἔχει πεθάνει ὁ Γαβαὴλ καὶ
δὲν τοῦ δίνει πλέον κανεὶς τὰ
χρήματά μας;> |
3
Καὶ ἐλυπεῖτο λίαν.
|
3
Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ
πατὴρ ἐλυπεῖτο πάρα πολύ.
|
3
Καὶ μὲ τὰς σκέψεις αὐτὰς ἐκυριεύετο
ἀπὸ μεγάλην λύπην. |
4
Εἶπε δὲ αὐτῷ ἡ γυνή·
ἀπώλετο τὸ παιδίον, διότι κεχρόνικε·
καὶ ἤρξατο θρηνεῖν αὐτὸν καὶ
εἶπεν· |
4
Ἡ δὲ γυναίκα του ἔλεγεν εἰς
αὐτό· <ἐφ' ὅσον μέχρι
σήμερα ἐπέρασε τόσος καιρὸς
καὶ δὲν ἐπανῆλθε τὸ παιδί
μας, ἐχάθηκε πλέον>! Ἤρχισε δὲ
αὐτὴ νὰ θρηνολογῇ τὸ παιδί
της καὶ νὰ λέγῃ·
|
4
Τοῦ εἶπε δὲ καὶ ἡ γυναῖκα
του: <Πάει τὸ παιδί μας, ἔχει χαθῆ!
Ἐπέρασε τόσος χρόνος καὶ δὲν ἦλθε!>
Καὶ ἄρχισε νὰ τὸν κλαίῃ καὶ
νὰ λέγῃ: |
5
οὐ μέλει μοι, τέκνον, ὅτι ἀφῆκά
σε τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου;
|
5
<παιδί μου, δὲν εὑρίσκω ἡσυχίαν,
ἐπειδὴ σὲ ἀφῆκα νὰ φύγῃς,
ἐσὲ ποὺ εἶσαι τὸ φῶς τῶν
ὀφθαλμῶν μου.
|
5
<Δὲν μὲ μέλει πλέον διὰ τίποτε ἄλλο.
Ἀφοῦ σὲ ἄφησα νὰ φύγῃς
καὶ νὰ χαθῇς, παιδί μου, ποὺ ἤσουν
τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, δὲν
μὲ συγκινεῖ πιὰ τίποτε ἀπολύτως! Οὔτε
ἠμπορῶ νὰ ἡσυχάσω!>
|
6
Καὶ Τωβὶτ λέγει αὐτῇ· σίγα,
μὴ λόγον ἔχε, ὑγιαίνει.
|
6
Ὁ Τωβὶτ ἔλεγεν εἰς αὐτήν·
<σιώπα, μὴ ἔχῃς λόγους ἀνησυχίας,
ὑγιαίνει τὸ παιδί μας>.
|
6
Ὁ Τωβὶτ ὅμως τῆς ἔλεγε: <Σώπα,
μὴ συνεχίζῃς τὰ πένθιμα λόγια σου. Τὸ
παιδί μας εἶναι καλά>. |
7
Καὶ εἶπεν αὐτῷ· σίγα, μὴ
πλάνα με, ἀπώλετο τὸ παιδίον
μου. Καὶ ἐπορεύετο καθ' ἡμέραν
εἰς τὴν ὁδὸν ἔξω, οἵας
ἀπῆλθεν, ἡμέρας τε ἄρτον οὐκ
ἤσθιε, τὰς δὲ νύκτας οὐ διελίμπανε
θρηνοῦσα Τωβίαν τὸν υἱὸν αὐτῆς,
ἕως οὗ συνετελέσθησαν αἱ δεκατέσσαρες
ἡμέραι τοῦ γάμου ἃς ὤμοσε
Ραγουὴλ ποιῆσαι αὐτὸν ἐκεῖ·
εἶπε δὲ Τωβίας τῷ Ραγουήλ, ἐξαπόστειλόν
με, ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ
μου οὐκέτι ἐλπίζουσιν ὄψεσθαί
με. |
7
Ἐκείνη τοῦ ἀπήντησε· <ἐσὺ
σιώπα, μὴ θέλῃς νὰ μὲ
ξεγελάσῃς, τὸ παιδί μας ἔχει
πλέον χαθῆ>. Κάθε δὲ ἡμέραν
μετέβαινεν ἔξω εἰς τὸν δρόμον,
ἀπὸ ὅπου εἶχε φύγει ὁ
υἱός της. Τὴν ἡμέραν ἄρτον
δὲν ἔτρωγε, κατὰ δὲ τὰς νύκτας
δὲν ἔπαυε νὰ θρηνῇ τὸν Τωβίαν
τὸν υἱόν της, μέχρις ὅτου συνεπληρώθησαν
αἱ δεκατέσσαρες ἡμέραι τοῦ γάμου,
τὰς ὁποίας ὁ Ραγουὴλ εἶχεν
ὁρκίσει τὸν Τωβίαν νὰ μείνῃ
ἐκεῖ. Εἶπε δὲ τότε ὁ Τωβίας
εἰς τὸν Ραγουήλ· <στεῖλε μὲ
εἰς τὴν πατρίδα μου, διότι ὁ
πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου δὲν
ἐλπίζουν πλέον, ὅτι θὰ μὲ
ἐπανίδουν>.
|
7
Ἐκείνη ὅμως τοῦ ἀπαντοῦσε: <Σώπα
ἐσύ! Μὴ προσπαθῇς νὰ μὲ ξεγελάσῃς!
Ἐχάθηκε τὸ παιδί μου!> Καὶ ἔβγαινε
κάθε ἡμέραν ἔξω εἰς τὸν δρόμον, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον εἶχε φύγει ὁ Τωβίας,
καὶ τὸν ἐπερίμενε. Δὲν ἔτρωγε
δὲ οὔτε ψωμὶ ὅλην τὴν ἡμέραν,
τὰς δὲ νύκτας δὲν ἔπαυε νὰ θρηνῇ
τὸν υἱόν της, τὸν Τωβίαν. Αὐτὸ
συνεχίζετο, ἕως ὅτου συνεπληρώθη τὸ διάστημα
τῶν δεκατεσσάρων ἡμερῶν τῆς χαρᾶς
τοῦ γάμου, κατὰ τὰς ὁποίας ἐδέσμευσε
μὲ ὅρκον ὁ Ραγουὴλ τὸν Τωβίαν
νὰ παραμείνῃ ἐκεῖ εἰς τὸ
σπίτι του.
Εἶπε
δὲ ὁ Τωβίας εἰς τὸν Ραγουήλ: <Δός
μου τὴν εὐχήν σου νὰ φύγω, διότι καθυστέρησα
πολὺ καὶ ὁ πατέρας μου καὶ ἡ
μητέρα μου δὲν ἐλπίζουν πλέον νὰ μὲ
ἰδοῦν ζωντανόν>. |
8
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ πενθερός·
μεῖνον παρ' ἐμοί, κἀγὼ ἐξαποστελῶ
πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ δηλώσουσιν
αὐτῷ τὰ κατὰ σέ,
|
8
Ὁ πενθερός του τοῦ εἶπε· <μεῖνε
κοντά μου, καὶ ἐγὼ θὰ στείλω
ἀνθρώπους μου εἰς τὸν πατέρα
σου, διὰ νὰ καταστήσουν εἰς αὐτὸν
γνωστὰ ὅλα τὰ κατὰ σέ>.
|
8
Καὶ ὁ πενθερός του τοῦ εἶπε:
<Μεῖνε ἐδῶ κοντά μου ἀκόμη
λίγο καὶ ἐγὼ θὰ στείλω ἀνθρώπους
μου εἰς τὸν πατέρα σου διὰ νὰ τὸν
ἐνημερώσουν διὰ τὴν κατάστασίν σου, ὥστε
νὰ μὴ ἀνησυχῇ>.
|
9
καὶ Τωβίας λέγει· ἐξαπόστειλόν
με πρὸς τὸν πατέρα μου.
|
9
Ὁ Τωβίας ὅμως ἐπέμενε καὶ
ἔλεγε· <ἄφησέ με νὰ μεταβῶ
πρὸς τὸν πατέρα μου>.
|
9
Ὁ Τωβίας ὅμως τοῦ εἶπεν: <Ἄφησέ
με νὰ φύγω καὶ νὰ ἐπιστρέψω εἰς
τὸν πατέρα μου>. |
10
Ἀναστὰς δὲ Ραγουὴλ ἔδωκεν αὐτῷ
Σάρραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ
τὰ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων, σώματα
καὶ κτήνη καὶ ἀργύριον,
|
10
Ὁ Ραγουὴλ ἐσηκώθη, ἔδωσεν εἰς
αὐτὸν τὴν Σάρραν τὴν σύζυγόν
του καὶ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ
ὑπάρχοντά του, δούλους καὶ δούλας,
διάφορα κτήνη καὶ χρήματα.
|
10
Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Ραγουὴλ καὶ
τοῦ παρέδωσε τὴν Σάρραν, ποὺ ἦτο πλέον
γυναῖκα του, καὶ τὰ μισὰ ἀπὸ
τὰ ὑπάρχοντά του, δούλους δηλαδὴ καὶ
ζῶα καὶ χρήματα. |
11
καὶ εὐλογήσας αὐτοὺς ἐξαπέστειλε
λέγων· εὐοδώσει ὑμᾶς, τέκνα,
ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ πρὸ
τοῦ με ἀποθανεῖν.
|
11
Τοὺς ηὐλόγησε καὶ τοὺς κατευώδωσε
λέγων· <ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ
νὰ σᾶς κατευοδώσῃ, παιδιά μου,
εἰς ὅλα. Καὶ νὰ ἴδω ἐγὼ
αὐτὰς τὰς εὐλογίας τοῦ
Κυρίου εἰς σᾶς πρὶν ἀποθάνω>.
|
11
Καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, τοὺς
ἔβγαλεν εἰς τὸν δρόμον καὶ τοὺς
ἀπεχαιρέτησε μὲ τὰ ἑξῆς: <Εὔχομαι,
παιδιά μου, νὰ σᾶς κατευοδώσῃ ὁ Θεὸς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ἀξιωθῶ
νὰ ἰδῶ τὰς εὐλογίας τοῦ
Θεοῦ εἰς τὴν οἰκογένειάν
σας καὶ ἐγγόνια, πρὶν πεθάνω>.
|
12
Καὶ εἶπε τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ·
τίμα τοὺς πενθερούς σου, αὐτοὶ
νῦν γονεῖς σού εἰσιν· ἀκούσαιμί
σου ἀκοὴν καλήν, καὶ ἐφίλησεν
αὐτήν. Καὶ Ἔδνα εἶπε πρὸς
Τωβίαν· ἀδελφὲ ἀγαπητέ,
ἀποκαταστήσαι σε ὁ Κύριος τοῦ
οὐρανοῦ καὶ δώη μοι ἰδεῖν
σου παιδία ἐκ Σάρρας τῆς θυγατρός
μου, ἵνα εὐφρανθῶ ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου· καὶ ἰδοὺ παρατίθεμαί
σοι τὴν θυγατέρα μου ἐν παρακαταθήκῃ,
μὴ λυπήσῃς αὐτήν.
|
12
Εἶπε δὲ πρὸς τὴν κόρην του καὶ
τὰ ἐξῆς· <νὰ τιμᾷς τοὺς
πενθερούς σου, διότι αὐτοὶ τώρα
εἶναι οἱ γονεῖς σου. Εὔχομαι νὰ
ἀκούω πάντοτε καλὴν φήμην διὰ
σέ>. Αὐτὰ εἶπεν ὁ πατὴρ
καὶ τὴν ἐφίλησεν. Ἡ δὲ
Ἔδνα εἶπε πρὸς τὸν Τωβίαν·
<Ἀγαπητό μου παιδί, εὔχομαι ὁ
Κύριος τοῦ οὐρανοῦ, νὰ σὲ
ἀποκαταστήσῃ εἰς τὴν πατρίδα
σου καὶ νὰ μοῦ δώσῃ νὰ
ἴδω παιδιά σου ἀπὸ τὴν θυγατέρα
μου τὴν Σάρραν, διὰ νὰ εὐφρανθῶ
καὶ ἐγὼ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Ἰδού, σοῦ παραδίδω καὶ σοῦ
ἐμπιστεύομαι τὴν θυγατέρα μου, ὡς
παρακαταθήκην, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ
μὴ τὴν λυπήσῃς>.
|
12
Εἰς δὲ τὴν θυγατέρα του εἶπε: <Νὰ
τιμᾷς τοὺς πενθερούς σου. Αὐτοὶ
πλέον εἶναι οἱ γονεῖς σου. Θέλω νὰ
ἀκούω πάντοτε καλὰ νέα διὰ σέ>. Καὶ
τὴν ἐφίλησεν. Ἡ δὲ Ἔδνα εἶπε
πρὸς τὸν Τωβίαν: <Εἴθε νὰ σὲ
ἐπαναφέρῃ καὶ νὰ σὲ ἐγκαταστήσῃ
εἰς τὴν πατρίδα σου, παιδί μου ἀγαπητό,
ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ
μὲ ἀξιώσῃ νὰ ἴδω τὰ παιδιά
σου, ποὺ θὰ ἀποκτήσῃς μὲ τὴν
κόρην μου, τὴν Σάρραν, διὰ νὰ εὐφρανθῶ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Καὶ νά, σοῦ ἐμπιστεύομαι
πλέον τὴν κόρην μου ὡς πολύτιμον παρακαταθήκην!
Πρόσεξε, μὴ τὴν λυπήσῃς!>
|
13
Μετὰ ταῦτα ἐπορεύετο καὶ Τωβίας
εὐλογῶν τὸν Θεόν, ὅτι εὐώδωσε
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ κατευλόγει
Ραγουὴλ καὶ Ἔδναν τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ. |
13
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἐξεκίνησεν
ὁ Τωβίας διὰ τὴν ἐπιστροφὴν
καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεόν, διότι
κατευώδωσε τὸν δρόμον του. Θερμῶς
δὲ εὐχαριστοῦσε τὸν Ραγουὴλ
καὶ τὴν Ἔδναν, διότι τοῦ ἔδωσαν
τὴν θυγατέρα των ὡς σύζυγόν
του. |
13
Μετὰ ταῦτα ἐξεκίνησεν ὁ Τωβίας διὰ
τοὺς γονεῖς του καὶ ἐδοξολογοῦσε
τὸν Θεόν, διότι κατευώδωσε τὸ ταξίδι του. Συγχρόνως
δὲ εὐχαριστοῦσε καὶ ἔλεγε τὰς
καλυτέρας του εὐχὰς πρὸς τὸν Ραγουὴλ
καὶ τὴν γυναῖκα του Ἔδναν.
|