Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐκάλεσε Τωβὶτ Τωβίαν τὸν υἱὸν
αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ὅρα, τέκνον, μισθὸν τῷ ἀνθρώπῳ
τῷ συνελθόντι σοι, καὶ προσθεῖναι
οὕτω δεῖ. |
Τωβίτ
ἐκάλεσε τὸν υἱὸν του Τωβίαν
καὶ τοῦ εἶπε· <κύτταξε, παιδί
μου, πρέπει νὰ δώσωμεν τὸν μισθὸν
εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ
ὁποῖος συνεταξίδευσε μαζῆ σου. Πρέπει
δὲ ἀκόμη νὰ τοῦ προσθέσωμεν
καὶ ἰδιαιτέραν ἀμοιβήν>.
|
ετὰ
ταῦτα ἐκάλεσεν ὁ Τωβὶτ τὸν υἱόν
του Τωβίαν καὶ τοῦ εἶπε: <Κύτταξε, παιδί
μου, πρέπει να πληρώσωμεν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ
σὲ συνώδευσεν τὸ ταξίδι σου. Νομίζω μάλιστα ὅτι
πρέπει νὰ τοῦ δώσωμεν καὶ κάτι περισσότερον>.
|
2
Καὶ εἶπε· πάτερ, οὐ βλάπτομαι
δοὺς αὐτῷ τὸ ἥμισυ, ὧν
ἐνήνοχα, |
2
Ὁ Τωβίας ἀπήντησε· <πάτερ,
δὲν βλάπτομαι καὶ ἐὰν ἀκόμη
τοῦ δώσω τὰ μισὰ ἀπὸ ὅσα
ἔχω φέρει.
|
2
Καὶ εἶπεν ὁ Τωβίας: <Δὲν ζημιώνομαι,
πατέρα, ἀκόμη καὶ ἂν τοῦ δώσω τὰ
μισὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ποὺ
ἔφερα. |
3
ὅτι με ἀγήοχέ σοι ὑγιῆ
καὶ τὴν γυναῖκα μου ἐθεράπευσε
καὶ τὸ ἀργύριόν μου ἤνεγκε
καὶ σὲ ὁμοίως ἐθεράπευσε.
|
3
Διότι αὐτὸς μὲ ἐπανέφερεν
ὑγιῆ, ἐθεράπευσε τὴν γυναῖκα
μου, ἔφερε τὰ χρήματά μας, ἐπίσης
δὲ ἐθεράπευσε καὶ σὲ ἀπὸ
τὴν τύφλωσιν>.
|
3
Ἀξίζει να ἀμειφθῇ πολύ, διότι μὲ ἔφερε
καὶ πάλι κοντά σου ὑγιῆ, ὅπως
ἐπίσης καὶ διότι ἐθεράπευσε τὴν γυναῖκα
μου καὶ ἔφερε τὰ χρήματά μου ἀπὸ
τὸν Γαβαὴλ καὶ τέλος διότι ἐθεράπευσε
καὶ σὲ τὸν ἴδιον>.
|
4
Καὶ εἶπεν ὁ πρεσβύτης· δικαιοῦται
αὐτῷ. |
4
Ὁ γέρων Τωβίτ ἀπήντησε·
<πράγματι αὐτὸς δικαιοῦται νὰ
πάρῃ ὅλα ὅσα εἶπες>.
|
4
Εἶπε τότε ὁ γέρων Τωβίτ: <Συμφώνως πρὸς
ὅσα μοῦ λέγεις, δικαιοῦται πράγματι νὰ
πάρῃ αὐτά, ποὺ εἶπες>.
|
5
Καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄγγελον καὶ
εἶπεν αὐτῷ· λάβε τὸ ἥμισυ
πάντων, ὧν ἐνηνόχατε, καὶ ὕπαγε
ὑγιαίνων. |
5
Ὁ Τωβὶτ ἐκάλεσε τὸν ἄγγελον
καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· <πάρε
τὰ μισὰ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα ἐφέρατε καὶ πήγαινε
τώρα εἰς τὸ καλόν>.
|
5
Καὶ ἐκάλεσεν ἀμέσως τὸν ἄγγελον
καὶ τοῦ εἶπε: <Πάρε τὰ μισὰ
ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ
ἐφέρατε, καὶ πήγαινε εἰς τὸ
καλόν, ὑγιής>. |
6
Τότε καλέσας τοὺς δύο κρυπτῶς
εἶπεν αὐτοῖς· εὐλογεῖτε
τὸν Θεὸν καὶ αὐτῷ ἐξομολογεῖτε
τὸν Θεὸν καὶ μεγαλωσύνην δίδοτε
αὐτῷ καὶ ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ
ἐνώπιον πάντων τῶν ζώντων, περὶ
ὧν ἐποίησε μεθ' ὑμῶν. Ἀγαθὸν
τὸ εὐλογεῖν τὸν Θεὸν καὶ
ὑψοῦν τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
τοὺς λόγους τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ
ἐντίμως ὑποδεικνύοντες, καὶ
μὴ ὀκνεῖτε ἐξομολογεῖσθαι αὐτῷ.
|
6
Τότε ὁ ἄγγελος ἐκάλεσε καὶ
τοὺς δύο αὐτοὺς ἰδιαιτέρως
καὶ τοὺς εἶπε· <δοξάσατε τὸν
Θεόν, διακηρύξατε τὴν δόξαν του. Δῶστε
μεγαλεῖον εἰς αὐτὸν καὶ διακηρύξατε
ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων
ὅλα ὅσα ἔκαμε πρὸς σᾶς. Εἶναι
ὡραῖον καὶ καλόν, τὸ νὰ
εὐλογῆτε τὸν Θεὸν καὶ νὰ
μεγαλύνετε τὸ Ὄνομά του, τοὺς
λόγους καὶ τὰ ἔργα του καὶ νὰ
ὑποδεικνύετε μὲ κάθε τιμὴν καὶ
νὰ διακηρύσσετε τὴν δόξαν του. Μὴ
ἀμελεῖτε νὰ δοξάζετε καὶ νὰ
εὐχαριστῆτε τὸν Θεόν.
|
6
Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ
Τωβὶτ ὁ Ραφαήλ, ἐπῆρεν ἰδιαιτέρως
τὸν Τωβὶτ καὶ τὸν Τωβίαν καὶ
τοὺς εἶπε: <Νὰ δοξάζετε τὸν Θεόν!
Νὰ Τὸν ὑμνῆτε! Νὰ Τὸν
μεγαλύνετε καὶ νὰ Τὸν εὐλογῆτε
μὲ εὐγνωμοσύνην ἐνώπιον ὅλων τῶν
ἀνθρώπων δι’ ὅλα, ὅσα ἔκαμεν Ἐκεῖνος
πρὸς χάριν σας. Εἶναι καλὸν νὰ δοξολογῆτε
τὸν Θεὸν καὶ νὰ μεγαλύνετε τὸ
Ὄνομά Του. Εἶναι πρέπον νὰ διακηρύσσετε
μὲ τιμητικοὺς λόγους, ὅπως ἀξίζει,
τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ
νὰ μὴ ἀμελῆτε νὰ Τὸν ἀνυμνῆτε.
|
7
Μυστήριον βασιλέως καλὸν κρύψαι, τὰ
δὲ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτειν
ἐνδόξως. Ἀγαθὸν ποιήσατε, καὶ
κακὸν οὐχ εὑρήσει ὑμᾶς.
|
7
Τὰ μυστικὰ τοῦ βασιλέως καλὸν
εἶναι νὰ κρύπτονται, τὰ ἔργα
ὅμως τοῦ Θεοῦ
πρέπει νὰ ἀποκαλύπτονται
καὶ νὰ διακηρύττονται μὲ κάθε
δόξαν. Νὰ πράττετε πάντοτε
εἰς τὴν ζωήν
σας τὸ ἀγαθὸν καὶ ποτὲ δὲν
θὰ σᾶς συναντήσῃ κανένα κακόν.
|
7
Τὰ μυστικὰ τοῦ βασιλέως, ἐπειδὴ
ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ
κράτους, πρέπει νὰ τὰ κρατῇ κανεὶς
κρυφά. Τὰ ἔργα ὅμως τοῦ Θεοῦ
πρέπει νὰ τὰ φανερώνῃ μὲ δοξολογίας.
Νὰ κάμνετε πάντοτε τὸ καλὸν εἰς τὴν
ζωήν σας καὶ σᾶς βεβαιώνω ὅτι δὲν
θὰ σᾶς εὕρῃ ποτὲ κανένα κακόν.
|
8
Ἀγαθὸν προσευχὴ μετὰ νηστείας
καὶ ἐλεημοσύνης καὶ δικαιοσύνης·
ἀγαθὸν τὸ ὀλίγον μετὰ
δικαιοσύνης ἢ πολὺ μετὰ ἀδικίας.
Καλὸν ποιῆσαι ἐλεημοσύνην ἢ
θησαυρίσαι χρυσίον·
|
8
Εἶναι ὡραῖον καὶ καλὸν
πρᾶγμα ἡ προσευχὴ
μὲ νηστείαν καὶ ἐλεημοσύνην
καὶ κάθε ἄλλην ἀρετήν. Εἶναι
καλὸν πρᾶγμα νὰ ἔχῃ κανεὶς
ὀλίγα μὲ δικαιοσύνην ἀποκτηθέντα
ἢ νὰ ἔχῃ πολλὰ μετὰ ἀδικίας.
Καλὸν εἶναι νὰ κάμνῃ
κανεὶς τὴν ἐλεημοσύνην, παρὰ
νὰ ἀποθησαυρίζῃ
χρυσίον. |
8
Εἶναι καλὸν πρᾶγμα ἡ προσευχή, ποὺ
γίνεται μὲ νηστείαν καὶ ἐλεημοσύνην καὶ
δικαιοσύνην. Εἶναι προτιμότερον νὰ ἔχῃ
κανεὶς ὀλίγα ἀγαθὰ μὲ δικαιοσύνην,
παρὰ πολλὰ ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ
ἀδικίας. Εἶναι καλύτερον νὰ κάμνῃς
ἐλεημοσύνην, παρὰ νὰ μαζεύῃς χρυσάφι.
|
9
ἐλεημοσύνη γὰρ ἐκ θανάτου ρύεται,
καὶ αὐτὴ ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν
ἁμαρτίαν· οἱ ποιοῦντες ἐλεημοσύνας
καὶ δικαιοσύνας πλησθήσονται ζωῆς,
|
9
Διότι ἡ ἐλεημοσύνη γλυτώνει
τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν θάνατον.
Αὐτὴ καθαρίζει τὸν
ἄνθρωπον ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν.
Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κάμνουν
ἐλεημοσύνας καὶ
ζοῦν μὲ δικαιοσύνην θὰ ἀπολαύσουν
τὴν ἀληθινὴν ζωήν.
|
9
Ἀξίζει δὲ τόσον πολὺ ἡ ἐλεημοσύνη,
διότι αὐτὴ γλυτώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ
τὸν θάνατον, καὶ καθαρίζει ἡ ἀρετὴ
αὐτὴ κάθε ἁμαρτίαν. Ὅσοι ἐλεοῦν
καὶ φέρονται μὲ δικαιοσύνην, θὰ γεμίσουν
καὶ θὰ χορτάσουν μὲ τὸ πλήρωμα τῆς
εὐτυχισμένης ζωῆς. |
10
οἱ δὲ ἁμαρτάνοντες πολέμιοί
εἰσι τῆς ἑαυτῶν ζωῆς.
|
10
Ὅσοι δὲ ἁμαρτάνουν εἶναι ἐχθροὶ
καὶ πολέμιοι τῆς ἰδίας των ζωῆς.
|
10
Ἀντιθέτως ὅσοι ἁμαρτάνουν καὶ
παραβαίνουν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, εἶναι
οἱ ἴδιοι ἐχθροὶ τῆς ζωῆς
των. |
11
Οὐ μὴ κρύψω ἀφ' ὑμῶν πᾶν
ρῆμα· εἴρηκα δὴ μυστήριον βασιλέως
κρύψαι καλόν, τὰ δὲ ἔργα τοῦ
Θεοῦ ἀνακαλύπτειν ἐνδόξως.
|
11
Δὲν θὰ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ
σᾶς κανένα πρᾶγμα. Εἶπα ὅτι
τὰ μυστικὰ τοῦ
βασιλέως καλὸν
εἶναι νὰ κρύπτωνται, τὰ δὲ ἔργα
τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκαλύπτονται καὶ
νὰ διακηρύσσονται μὲ κάθε δόξαν.
|
11
Δὲν θὰ κρύψω ἀπὸ σᾶς τίποτε
ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων.
Σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι εἶναι καλὸν
νὰ κρύβῃς μὲν τὰ μυστικὰ τοῦ
βασιλέως, νὰ φανερώνῃς ὅμως μὲ δοξολογίας
τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ.
|
12
Καὶ νῦν ὅτε προσηύξω σὺ καὶ
ἡ νύμφη σου Σάρρα, ἐγὼ προσήγαγον
τὸ μνημόσυνον τῆς προσευχῆς ὑμῶν
ἐνώπιον τοῦ ἁγίου· καὶ
ὅτε ἔθαπτες τοὺς νεκρούς, ὠσαύτως
συμπαρήγμην σοι. |
12
Ἀκούσατε λοιπὸν τώρα: Ὅταν σὺ
εἰς τὴν Νινευῆ
καὶ ἡ σημερινὴ νύμφη σου ἡ
Σάρρα ἀπὸ τὰ Ἐκβάτανα
εἴχατε προσευχηθῆ συγχρόνως, ἐγὼ
τὸ περιεχόμενον τῆς προσευχῆς σας
τὸ ἔφερα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅταν σὺ ἔθαπτες τοὺς
νεκρούς, ἐγὼ ἤμουν κοντά σου
βοηθός σου.
|
12
Σᾶς λέγω λοιπὸν τώρα ὅτι, ὅταν προσευχήθηκες
σύ, Τωβίτ, καθὼς καὶ ἡ νύμφη σου Σάρρα,
ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖνος, ποὺ
ἀνέβασα καὶ παρουσίασα τὸ περιεχόμενον τῆς
προσευχῆς σας ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Κυρίου.
Ὅταν ἐπίσης ἔθαβες τοὺς νεκρούς, ἤμουν
καὶ τότε ἐγὼ κοντά σου.
|
13
Καὶ ὅτε οὐκ ὤκνησας ἀναστῆναι
καὶ καταλιπεῖν τὸ ἄριστόν σου,
ὅπως ἀπελθὼν περιστείλῃς τὸν
νεκρόν, οὐκ ἔλαθές με ἀγαθοποιῶν,
ἀλλὰ σύν σοὶ ἤμην.
|
13
Καὶ ὅταν δὲν ὠλιγώρησες καὶ
δὲν ἐδίστασες νὰ σηκωθῇς καὶ
νὰ ἀφήσῃς τὸ φαγητόν σου,
διὰ νὰ μεταβῇς καὶ
νὰ θάψῃς
τὸν νεκρόν, δὲν διέφυγε τὴν
προσοχήν μου ἡ ἀγαθή
σου αὐτὴ πρᾶξις, ἀλλὰ
ἤμουνα μαζῆ μὲ σένα.
|
13
Καὶ ὅταν δὲν ὑπελόγισες οὔτε
τὸν χρόνον, οὔτε τὸν κόπον, οὔτε καμμίαν
ἄλλην δυσκολίαν, ἀλλ’ ἐσηκώθηκες μὲ
προθυμίαν καὶ ἄφησες τὸ φαγητόν σου, διὰ
να ὑπάγῃς καὶ φροντίσῃς διὰ
τὴν ταφὴν τοῦ νεκροῦ, δὲν διέφυγες
ἀπὸ τὸ βλέμμα μου τὴν ὥραν ποὺ
ἔκαμνες τὸ καλόν. Ἤμουν καὶ ἐκεῖ
μαζί σου. |
14
Καὶ νῦν ἀπέστειλέ με ὁ
Θεός ἰάσασθαί σε καὶ τὴν
νύμφην σου Σάρραν. |
14
Καὶ τώρα, λοιπόν, μὲ ἔστειλεν
ὁ Θεὸς νὰ θεραπεῦσω καὶ σὲ
καὶ τὴν νύμφην σου τὴν
Σάρραν.
|
14
Καὶ τώρα λοιπὸν μὲ ἔστειλεν ὁ
Θεὸς νὰ θεραπεύσω καὶ σὲ καὶ
τὴν νύμφην σου Σάρραν. |
15
Ἐγώ εἰμι Ραφαήλ, εἶς ἐκ
τῶν ἑπτὰ ἁγίων ἀγγέλων,
οἳ προσαναφέρουσι τὰς προσευχὰς τῶν
ἁγίων, καὶ εἰσπορεύονται ἐνώπιον
τῆς δόξης τοῦ ἁγίου.
|
15
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ραφαήλ, ἕνας
ἐκ τὸν ἑπτὰ ἁγίων ἀγγέλων,
οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τὰς
προσευχὰς τῶν ἁγίων
καὶ παρουσιάζονται ἐνώπιον
τῆς μεγαλοσύνης τοῦ ἁγίου Θεοῦ>.
|
15
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ραφαήλ, ἕνας ἀπὸ
τοὺς ἑπτὰ ἁγίους ἀγγέλους, οἱ
ὁποῖοι ἀναφέρουν εἰς τὸν θρόνον
τοῦ Κυρίου τὰς προσευχὰς τῶν ἁγίων
καὶ παρουσιάζονται ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ
ἁγίου Θεοῦ>. |
16
Καὶ ἐταράχθησαν οἱ δύο καὶ
ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον, ὅτι ἐφοβήθησαν.
|
16
Πατὴρ καὶ υἱὸς κατελήφθησαν
καὶ οἱ δυο ἀπὸ ταραχήν,
ἔπεσαν μὲ τὸ
πρόσωπον κατὰ γῆς,
διότι ἐφοβήθησαν.
|
16
Μόλις τὰ ἄκουσαν αὐτὰ ὁ Τωβὶτ
καὶ ὁ Τωβίας, ἐταράχθηκαν καὶ
οἱ δύο καὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον
κατὰ γῆς, διότι ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ
φόβον. |
17
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε,
εἰρήνη ὑμῖν ἔσται· τὸν
δὲ Θεὸν εὐλογεῖτε εἰς τὸν
αἰῶνα, |
17
Ὁ ἄγγελος ὅμως εἶπε
πρὸς αὐτούς· <μὴ φοβεῖσθε.
Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι
μαζῆ σας. Τὸν Θεὸν νὰ δοξάζετε
καὶ νὰ εὐλογῆτε
πάντοτε,
|
17
Ὁ ἄγγελος ὅμως τοὺς εἶπε: <Μὴ
φοβάσθε! Ἂς ἔχετε εἰρήνην! Καὶ νὰ
δοξάζετε αἰωνίως τὸν Θεόν! |
18
ὅτι οὐ τῇ ἐμαυτοῦ χάριτι,
ἀλλὰ τῇ θελήσει τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν ᾖλθον, ὅθεν εὐλογεῖτε
αὐτὸν εἰς τὸν αἰῶνα.
|
18
διότι ἐγώ, ὄχι μὲ τὴν
ἰδικήν μου χάριν, ἀλλὰ
μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Θεοῦ μας
ἦλθα πρὸς σᾶς.
Λοιπόν, διὰ τοῦτο δοξάζετε
καὶ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸν
πάντοτε.
|
18
Ἡ δόξα ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον,
διότι ἐγὼ δὲν ἔκαμα τίποτε μόνος μου,
μὲ τὴν ἰδικήν μου δύναμη· καὶ χάριν,
ἀλλ' ἦλθα μὲ τὴν θέλησιν τοῦ
Θεοῦ μας. Διὰ τοῦτο νὰ δοξολογῆτε
Ἐκεῖνον αἰωνίως. |
19
Πάσας τὰς ἡμέρας ὠπτανόμην
ὑμῖν, καὶ οὐκ ἔφαγον οὐδὲ
ἔπιον, ἀλλὰ ὅρασιν ὑμεῖς
ἐθεωρεῖτε. |
19
Ὅλας τὰς ἡμέρας, κατὰ τὰς
ὁποίας ἐνεφανιζόμην
εἰς σᾶς, δὲν ἔφαγα καὶ
δὲν ἔπια τίποτε, ἀλλὰ
σεῖς φαινομενικῶς μὲ ἐβλέπατε
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.
|
19
Ὅλας τὰς ἡμέρας, ποὺ ἤμουν μαζί
σας, ἐμφανίζομουν ἐμπρός σας κατ’
ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ οὔτε
ἔφαγα οὔτε ἤπια. Μὲ ἐβλέπατε
βεβαίως να τρώγω καὶ νὰ πίνω, ἀλλ’ αὐτὸ
ἦτο ὅραμα. |
20
Καὶ νῦν ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ,
διότι ἀναβαίνω πρὸς τὸν ἀποστείλαντά
με, καὶ γράψατε πάντα τὰ συντελεσθέντα
εἰς βιβλίον. |
20
Καὶ τώρα, λοιπόν, εὐχαριστήσατε
καὶ δοξολογήσατε τὸν Θεόν, διότι
ἀνεβαίνω πρὸς αὐτόν, ὁ
ὁποῖος μὲ ἔστειλε. Γράψατε δὲ
ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔγιναν
εἰς ἕνα βιβλίον>.
|
20
Τώρα λοιπὸν νὰ δοξολογῆτε τὸν Θεόν.
Αὐτὸ σᾶς λέγω τελευταῖον, διότι πλέον
ἀνεβαίνω καὶ ἐπιστρέφω πρὸς Ἐκεῖνον,
ποὺ μὲ ἀπέστειλε. Νὰ γράψετε δὲ
ὅλα ὅσα ἔγιναν, εἰς ἕνα βιβλίον>.
|
21
Καὶ ἀνέστησαν, καὶ οὐκ ἔτι
εἶδον αὐτόν. |
21
Πατὴρ καὶ υἱὸς ἐσηκώθησαν
καὶ δὲν εἶδαν πλέον τὸν ἄγγελον.
|
21
Καὶ ὅταν ἐσηκώθηκαν ἀπὸ
τὸ ἔδαφος ὁ Τωβὶτ μὲ τὸν
υἱόν του, δὲν εἶδαν πλέον ἐμπρός
των τὸν Ραφαήλ. |
22
Καὶ ἐξωμολογοῦντο τὰ ἔργα τὰ
μεγάλα καὶ θαυμαστὰ αὐτοῦ καὶ
ὡς ὤφθη αὐτοῖς ὁ ἄγγελος
Κυρίου. |
22
Διηγοῦντο δὲ καὶ διεκήρυσον τὰ
μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ
Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης πῶς ὁ
ἄγγελος αὐτὸς τοῦ Κυρίου παρουσιάσθη
εἰς αὐτούς. |
22
Διηγοῦντο δὲ εἰς τὸ ἑξῆς
μὲ δοξολογίας τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ
ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἐνεφανίσθη
εἰς αὐτοὺς ὁ ἄγγελος τοῦ
Κυρίου. |