Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πὶ
τῆς φυλακῆς μου στήσομαι καὶ ἐπιβήσομαι
ἐπὶ πέτραν καὶ ἀποσκοπεύσω
τοῦ ἰδεῖν τί λαλήσει ἐν
ἐμοὶ καὶ τί ἀποκριθῶ ἐπὶ
τὸν ἔλεγχόν μου. |
έγει
ὁ προφήτης: Ἐπάνω εἰς τὴν
σκοπιάν μου θὰ σταθῶ, θὰ ἀνεβῶ
εἰς βράχον καὶ θὰ προσέξω, νὰ
ἴδω, τί θὰ εἴπῃ πρὸς ἐμὲ
ὁ Κύριος καὶ τί ἐγὼ θὰ
ἀποκριθῶ εἰς, τὸν ἔλεγχόν
του. |
προφήτης
Ἀμβακοὺμ λέγει: <Θὰ σταθῶ ἐπάνω
εἰς τὴν προφητικήν μου σκοπιὰν καὶ
θὰ ἀνέβω ἐπάνω εἰς πέτραν
στερεάν, ἀσάλευτον καὶ ὑψηλὴν καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀποβλέψω καὶ
θὰ προσέξω διὰ νὰ ἰδῶ τί
θὰ εἰπῇ μέσα μου, εἰς τὰ πνευματικά
μου αὐτιά, ὁ Κύριος καὶ τί πρέπει
νὰ ἀποκριθῶ πρὸς ὅσους θέλουν
νὰ μὲ ἐρωτοῦν δι’ ὅλα αὐτὰ
καὶ νὰ μανθάνουν περὶ τῶν οἰκονομιῶν
τοῦ Θεοῦ>. <Ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
...τί πρέπει νὰ ἀποκριθῶ εἰς
Αὐτὸν εἰς τὶς τυχὸν ἐπιτιμήσεις
του διὰ τὰ παράπονά μου>.
|
2
Καὶ ἀπεκρίθη πρός με Κύριος
καὶ εἶπε· γράψον ὅρασιν καὶ
σαφῶς εἰς πυξίον, ὅπως διώκῃ
ὁ ἀναγινώσκων αὐτά.
|
2
Ὁ Κύριος ἀπεκρίθη πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπε: <Γράψε καθαρὰ
τὸ ὅραμα τοῦτο εἰς μίαν πλάκα,
ὥστε νὰ ἀναγινώσκεται εὔκολα
καὶ εὐχάριστα.
|
2
Καὶ ὁ Κύριος ἀπεκρίθη, ἀπεκάλυψεν
εἰς ἐμὲ ὅσα μοῦ ἐπροκαλοῦσαν
ἀπορίες, καὶ μοῦ εἶπε: <Γράψε τὴν
ἀποκάλυψιν αὐτὴν σαφῶς καὶ ὄχι
κατὰ τὸν προφητικὸν καὶ συνεσκιασμένον
τρόπον εὐκρινῶς, ὥστε νὰ εἶναι
εὐανάγνωστη, φανερὴ καὶ κατανοητή.
Γράψε την ἐπάνω εἰς ξυλίνην πινακίδα, διὰ
νὰ διατηρηθῇ ἡ γραφὴ ὅσον τὸ
δυνατὸν περισσότερον χρόνον. Ἔτσι, αὐτὸς
ποὺ θὰ τὰ διαβάζῃ ἀργότερα,
θὰ ἐπιζητῇ τὸ πέρας τῆς ἀποκαλύψεως
καὶ πότε θὰ ἐκπληρωθοῦν αὐτά.
|
3
Διότι ἔτι ὅρασις εἰς καιρὸν
καὶ ἀνατελεῖ εἰς πέρας καὶ
οὐκ εἰς κενόν· ἐὰν ὑστερήσῃ,
ὑπόμεινον αὐτόν, ὅτι ἐρχόμενος
ἥξει καὶ οὐ μὴ χρονίσῃ.
|
3
Διότι ἡ ὅρασις αὐτὴ ἔρχεται
εἰς τὸν κατάλληλον καιρόν της. Θὰ
ἐκπληρωθῇ καὶ δὲν θὰ ματαιωθῇ.
Ἐὰν ὅμως καὶ βραδύνῃ ὀλίγον
χρόνον, δεῖξε ὑπομονήν. Διότι
αὐτὸς ποὺ ἀναμένεται νὰ
ἔλθῃ, θὰ ἔλθῃ καὶ δὲν
θὰ χρονοτριβήσῃ. |
3
Διότι ἡ ὅρασις αὐτὴ δὲν θὰ
πραγματοποιηθῇ τώρα· χρειάζεται νὰ περάσῃ
ἀκόμη καιρός. Μὴ ἔχῃς ὅμως
κανένα ἐνδοιασμὸν διὰ τὸ ὅτι
θὰ ἐκπληρωθῇ· διότι θὰ πραγματοποιηθῇ
ὁπωσδήποτε καὶ δὲν θὰ ματαιωθῇ.
Ἐὰν καθυστερήσῃ καὶ βραδύνῃ,
νὰ μὴ ὀλιγοψυχήσεις, ἀλλὰ νὰ
περιμένεις τὴν πραγματοποίησίν της· διότι αὐτή
<ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ὁράσεως>,
ποὺ τὴν περιμένομεν, θὰ ἔλθῃ
ὁπωσδήποτε· θὰ ἔλθῃ καὶ
δὲν θὰ βραδύνῃ. |
4
Ἐὰν ἀποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ
ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ· ὁ
δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται.
|
4
Ἐὰν κανεὶς λιποψυχήσῃ καὶ
ἀδημονήσῃ, ἂς μάθῃ, ὅτι
δὲν ἐπαναπαύεται ἡ ψυχή μου
εἰς αὐτόν. Ὁ δίκαιος ποὺ
πιστεύει εἰς ἐμὲ καὶ τηρεῖ
τὸν νόμον μου, θὰ σωθῇ καὶ θὰ
ζήσῃ. |
4
Ἐὰν ἐκεῖνος, ποὺ θὰ διαβάσω
τὴν ἀποκάλυψιν αὐτήν, τὴν ὁποίαν
θὰ γράψῃς, ἔχῃ ἐνδοιασμοὺς
καὶ ἀμφιβολίες δι' ὅσα προλέγω, δειλιάσῃ
δὲ καὶ ὀπισθοχωρήσῃ, δὲν μοῦ
εἶναι εὐάρεστος· ἡ ψυχή μου δὲν εὐαρεστεῖται
εἰς αὐτόν. Ἐνῷ ὁ δίκαιος, αὐτὸς
ποὺ πιστεύει ἀδιστάκτως καὶ χωρὶς
ἐνδοιασμοὺς εἰς ὅσα λέγω, θὰ
σωθῇ καὶ θὰ ζήσῃ διὰ τῆς
πίστεώς του εἰς Ἐμέ, τὸν Θεόν>.
|
5
Ὁ δὲ κατοιόμενος καὶ καταφρονητής,
ἀνὴρ ἀλαζών, οὐθὲν μὴ
περάνῃ, ὃς ἐπλάτυνε καθὼς
ᾅδης τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ
οὗτος ὡς θάνατος οὐκ ἐμπιπλάμενος
καὶ ἐπισυνάξει ἐπ' αὐτὸν
πάντα τὰ ἔθνη καὶ εἰσδέξεται
πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς λαούς.
|
5
Ὁ ἐπηρμένος Ἀσσύριος καὶ
καταφρονητὴς τῶν ὅλων, ὁ ἀλαζονικὸς
αὐτὸς ἄνθρωπος τίποτε δὲν ἠμπορεῖ
νὰ φέρῃ εἰς πέρας. Ἐπλάτυνε
καὶ ἔκαμε ἀχόρταγον τὴν ψυχήν
του ὅπως ὁ ᾅδης καὶ ὁ θάνατος,
ποὺ δὲν χορταίνουν ποτέ. Θὰ
συγκεντρώσῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν
του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ ἔχῃ
μαζῆ του ὅλους τοὺς λαούς.
|
5
Ὁ δὲ Βαβυλώνιος, ποὺ εἶναι γεμᾶτος
οἴησιν καὶ περιφρονεῖ τὴν ἀνεξικακίαν
τοῦ παντοκράτορος Κυρίου, ὁ ἐπηρμένος καὶ
ἀλαζονικὸς αὐτὸς ἄνθρωπος, τίποτε
δὲν πρόκειται νὰ φέρῃ εἰς πέρας. Αὐτὸς
ἐτέντωσε πλατύν, ὅπως ὁ Ἅδης,
τὸν στόμαχόν του καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα
του· καὶ αὐτός, ὅπως ὁ θάνατος,
ποτὲ δὲν χορταίνει καταβροχθίζων τὰ θύματά
του. Ἐπὶ πλέον θὰ συναθροίσῃ ὑπὸ
τὴν ἐξουσίαν του ὅλα τὰ ἔθνη
καί, καθὼς εἶναι ἄπληστος καὶ πλεονέκτης,
θὰ ἔχῃ μαζί του ὅλους τοὺς
λαούς. |
6
Οὐχὶ ταῦτα πάντα κατ' αὐτοῦ
παραβολὴν λήψονται καὶ πρόβλημα εἰς
διήγησιν αὐτοῦ; Καὶ ἐροῦσιν·
οὐαὶ ὁ πληθύνων ἑαυτῷ
τὰ οὐκ ὄντα αὐτοῦ ἕως
τίνος; Καὶ βαρύνων τὸν κλοιὸν
αὐτοῦ στιβαρῶς. |
6
Θὰ ἔλθῃ ὅμως καιρός, κατὰ
τὸν ὁποῖον ὅλα αὐτὰ θὰ
ἐκσπάσουν ἐναντίον του. Οἱ ἐχθροί
του θὰ τὸν ἔχουν εἰς σατυρισμὸν
καὶ ἐμπαιγμόν. Εἰρωνικὸν μολόγημα
θὰ γίνῃ μεταξύ των καὶ θὰ
λέγουν· Ἀλλοίμονον εἰς σέ,
Βαβυλών, ἡ ὁποία παίρνεις καὶ
θησαυρίζεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν σοῦ
ἀνήκουν. ῞Εως πότε ὅμως θὰ
συνεχισθῇ αὐτό; Σὺ κάμνεις βαρὺν
καὶ καταθλιπτικὸν τὸν ζυγὸν τῆς
δουλείας. |
6α
Δὲν θὰ ἀναλάβουν, λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ
οἱ καταδυναστευόμενοι λαοί <κατ’ ἄλλους:
Οἱ ἐχθροί· ἢ κατ' ἄλλους:
Οἱ σώφρονες> ἐναντίον του παραβολικόν, παροιμιακόν,
εἰρωνικὸν καὶ σαρκαστικὸν λόγον; Καὶ
δὲν θὰ προβάλλουν μεταξύ των λόγον παροιμιακόν,
δημώδη; Καὶ θὰ λέγουν:
6β
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, Βαβυλών, ἡ ὁποία
ἁρπάζεις τὰ ξένα, ποὺ δὲν σοῦ
ἀνήκουν, καὶ μὲ αὐτὰ θησαυρίζεις.
Μέχρι πότε θὰ δεικνύεσαι ἄπληστος καὶ ἀκόρεστος;
Σὺ κάμνεις βαρὺν καὶ καταθλιπτικὸν
τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας καὶ ἔτσι
καθιστὰς βαρυτέραν καὶ τὴν ἀπὸ
Θεοῦ τιμωρίαν, ἡ ὁποία σὲ περιμένει.
|
7
Ὅτι ἐξαίφνης ἀναστήσονται δάκνοντες
αὐτόν, καὶ ἐκνήψουσιν οἱ
ἐπίβουλοί σου, καὶ ἔσῃ
εἰς διαρπαγὴν αὐτοῖς.
|
7
Ἰδοὺ ὅμως ὅτι αἰφνιδίως
θὰ ἐξεγερθοῦν ἐναντίον σου καὶ
θὰ σὲ δαγκώσουν οἱ ἐχθροί
σου. Οἱ ἐπίβουλοί σου θὰ ἀνανήψουν
ἐναντίον σου καὶ θὰ γίνῃς
ἀντικείμενον διαρπαγῆς ἀπὸ αὐτούς,
|
7
Θὰ ἔλθῃ ὅμως ὤρα, ποὺ
θὰ παύσῃς τὴν ἀδικίαν χωρὶς
νὰ τὸ θέλῃς καὶ νὰ τὸ
περιμένῃς. Διότι ἔξαφνα καὶ ἀπρόσμενα
θὰ σηκωθοῦν, ὡσὰν ἀπὸ
ὕπνον, καὶ θὰ σὲ δαγκώνουν οἱ
ἐχθροί σου μὲ τὶς πολεμικὲς
προσβολές των, ποὺ ὁμοιάζουν μὲ δόντια,
καὶ θὰ ἀρπάζουν καὶ θὰ
κατατρώγουν τις στρατιωτικές σου δυνάμεις.
|
8
Διότι σὺ ἐσκύλευσας ἔθνη πολλά,
σκυλεύσουσί σε πάντες οἱ ὑπολελειμμένοι
λαοὶ δι' αἵματα ἀνθρώπων καὶ
ἀσεβείας γῆς καὶ πόλεως καὶ
πάντων τῶν κατοικούντων αὐτήν.
|
8
Διότι, ὅπως σὺ ἐλαφυραγώγησες
πολλὰ ἔθνη, ἔτσι καὶ ὅλοι θὰ
λαφυραγωγήσουν σέ, ὄχι μόνον οἱ
ἐχθροί σου ἄλλα καὶ οἱ ὑπόλοιποι
λαοί, διότι θὰ σὲ μισοῦν διὰ
τὰ ἀνθρώπινα αἵματα, τὰ ὁποῖα
ἔχυσες καὶ τὰς ἄλλας ἀσεβείας,
τὰς ὁποίας διέπραξες εἰς τὴν
γῆν, εἰς τὰς πόλεις κὶ εἰς
τοὺς κατοικοῦντας αὐτάς.
|
8
Ἐπειδὴ σὺ ἐλαφυραγώγησες ἔθνη
πολλά, θὰ σὲ λαφυραγωγήσουν ὄχι μόνον οἱ
ἐχθροί σου, ἀλλὰ καὶ οἱ
ὀλίγοι λαοί, ποὺ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ
τὸ τυραννικόν σου βασίλειον, οἱ ὁποῖοι
ποτὲ δὲν ἤλπιζες ὅτι θὰ σοῦ
ἐπιτεθοῦν. Θὰ σὲ λαφυραγωγήσουν λόγῳ
τῶν ἀνθρωπίνων αἱμάτων, ποὺ ἔχυσες
μὲ τὶς σφαγές, καὶ τῶν ἀσεβειῶν,
τὶς ὁποίες ἔκαμες εἰς τὴν
χώραν καὶ τὶς πόλεις καὶ εἰς τοὺς
κατοίκους των. |
9
Ὦ ὁ πλεονεκτῶν πλεονεξίαν
κακὴν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ τοῦ
τάξαι εἰς ὕψος νοσσιὰν αὐτοῦ
τοῦ ἐκσπασθῆναι ἐκ χειρὸς κακῶν.
|
9
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, ὁ ὁποῖος
ἀπὸ ἀπερίγραπτον πλεονεξίαν
κατεχόμενος ἀποταμιεύεις πονηροὺς
θησαυροὺς εἰς τὸν οἶκον σου, διὰ
νὰ τοποθετήσῃς τὴν φωλεάν σου
εἰς ὕψος, μὲ τὴν ἰδέαν
ὅτι ἔτσι ὑψηλὰ θὰ εἶσαι
ἀσφαλὴς καὶ δὲν θὰ διατρέχῃς
κίνδυνον ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
ἐχθρῶν σου.
|
9
Ὤ! ἀλλοίμονον εἰς σέ, Βαβυλώνιε·
εἶσαι πράγματι ἄθλιος, τρισάθλιος καὶ ἄξιος
θρήνων, διότι, κυριευμένος ἀπὸ ἀκόρεστον
πλεονεξίαν, θησαυρίζεις ἀδίκους θησαυροὺς εἰς
τὸν οἶκον <τὴν βασιλείαν> σου, ὥστε
νὰ καταστήσῃς τὸ βασίλειόν σου ὑψηλότερον,
ἰσχυρότερον καὶ περισσότερον ὀχυρὸν
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔτσι,
ὅπως νομίζεις, νὰ τὸ κάμῃς ἀσφαλὲς
καὶ ἄπαρτον ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
ἐχθρῶν σου. |
10
Ἐβουλεύσω αἰσχύνην τῷ οἴκῳ
σου, συνεπέρανας πολλοὺς λαούς, καὶ
ἐξήμαρτεν ἡ ψυχή σου·
|
10
Αὐτὰ ὅμως, ποὺ ἐσκέφθης,
εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα ἐξευτελιστικὰ
διὰ τὸν οἶκον σου. Ἔθεσες τέρμα
εἰς τὴν ζωὴν πολλῶν λαῶν, ἡμάρτησε
πολὺ ἡ ψυχή σου.
|
10
Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ ὕψος, ἡ δύναμις
καὶ ὀχύρωσις, ποὺ ἐσκέφθης καὶ
ἐπέτυχες εἰς τὸ βασίλειόν σου λόγῳ
τῆς πλεονεξίας σου, θὰ ἀποβοῦν διὰ
τὸν οἶκον σου εἰς ἐντροπήν·
κατέστρεψες πολλοὺς λαοὺς μὲ πανωλεθρίαν
καὶ ὄχι μόνον δὲν ἔπαυσες νὰ
ἁμαρτάνῃς, ἀλλ' ἡ ψυχή σου ἐπροχώρησε
περισσότερον εἰς τὴν ἁμαρτίαν τῆς
πλεονεξίας. |
11
διότι λίθος ἐκ τοίχου βοήσεται,
καὶ κάνθαρος ἐκ ξύλου φθέγξεται
αὐτά. |
11
Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ λίθοι
ἀπὸ τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας
σου θὰ φωνάξουν, καὶ ὁ κάνθαρος,
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ξύλα
τῆς οἰκοδομῆς σου, θὰ ὁμιλήσῃ
ἐναντίον τῶν ἀδικιῶν σου>.
|
11
Διότι ὄχι μόνον τὰ λογικὰ ὄντα, ἀλλὰ
καὶ τὰ ἄλογα καὶ αὐτὰ
τὰ ἄψυχα θὰ φωνάξουν ἐναντίον σου
καὶ θὰ σὲ κατηγοροῦν· ὁ
λίθος ἀπὸ τοὺς τοίχους τῆς οἰκίας
σου καὶ αὐτὸς ὁ μικρὸς κάνθαρος
ἀπὸ τὰ δοκάρια καὶ τὰ ξύλα τῆς
οἰκοδομῆς σου θὰ ὁμιλήσουν καὶ
θὰ καταφέρωνται ἐναντίον σου διὰ τὶς
πολλὲς καὶ μεγάλες ἀδικίες σου.
|
12
Οὐαὶ ὁ οἰκοδομῶν πόλιν
ἐν αἵμασι καὶ ἑτοιμάζων πόλιν
ἐν ἀδικίαις. |
12
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος οἰκοδομεῖ οἰκίας
μὲ αἵματα ἀνθρώπον καὶ συγκροτεῖ
πόλιν μὲ ἀδικίας, θὰ ὑποστῇ
τὰ ἐπίχειρα τῶν πονηρῶν ἔργων
του. |
12
Ἀλλοίμονον· εἶναι ἄξιος πολλῶν
θρήνων καὶ ὀδυρμῶν ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος οἰκοδομεῖ πόλιν μὲ
αἵματα ἀδίκων σφαγῶν ἀνθρώπων καὶ
νομίζει ὅτι τὴν καθιστᾷ ἑδραίαν καὶ
ἀκλόνητον μὲ τὸν ἄδικον πλοῦτον,
ποὺ συναθροίζει. Αὐτὸς ποὺ συμπεριφέρεται
κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, θὰ ὑποστῇ
τὴν τιμωρίαν, ἡ ὁποία τοῦ πρέπει.
|
13
Οὐ τοῦτά ἐστι παρὰ Κυρίου
παντοκράτορος; Καὶ ἐξέλιπον λαοὶ
ἱκανοὶ ἐν πυρί, καὶ ἔθνη
πολλὰ ὠλιγοψύχησαν. |
13
Αὐτὰ δὲν ἔγιναν ἀπὸ τὸν
Κύριον τὸν παντοκράτορα; Πολλοὶ δηλαδὴ
λαοὶ ἐξηφανίσθησαν διὰ τοῦ πυρὸς
καὶ πολλὰ ἔθνη ὠλιγοψύχησαν.
|
13
Αὐτὰ μήπως δὲν ἔγιναν ἀπὸ
τὸν παντοκράτορα Κύριον; Πολλοὶ λαοὶ ἐξεκληρίσθησαν
καὶ ἐξηφανίσθησαν μὲ φωτιὰ καὶ
πολλὰ ἔθνη ἐξηντλήθησαν, ἐλιποψύχησαν
καὶ ἔχασαν τὸ θάρρος των.
|
14
Ὅτι ἐμπλησθήσεται ἡ γῆ τοῦ
γνῶναι τὴν δόξαν Κυρίου, ὡς
ὕδωρ κατακαλύψει αὐτούς. |
14
Ἡ γῆ θὰ γεμίσῃ με τὴν
γνῶσιν τῆς δόξης τοῦ Κυρίου.
Αὐτὴ θὰ καλύψῃ τοὺς ἀνθρώπους,
ὅπως τὸ ὕδωρ καλύπτει τὴν γῆν.
|
14
Διότι εἰς τὴν περίπτωση σοῦ, τοῦ
Βαβυλωνίου, θὰ γίνῃ γνωστὴ ἡ δύναμις
τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ γῆ θὰ
γεμίσῃ μὲ τὴν γνῶσιν τῆς
δόξης τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅπως τὸ
νερὸ σκεπάζει ὅλως διόλου τὴν γῆν,
ἔτσι καὶ ἡ γνῶσις τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι τόσον πολλή, ὥστε
θὰ ἐκχυθῇ εἰς ὅλους. Τοιουτοτρόπως
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ καταυγασθοῦν
ἀπὸ τὴν λάμψιν τῆς θεογγνωσίας.
|
15
Ὦ ὁ ποτίζων τὸν πλησίον αὐτοῦ
ἀνατροπῇ θολερᾷ καὶ μεθύσκων,
ὅπως ἐπιβλέπῃ ἐπὶ τὰ
σπήλαια αὐτῶν. |
15
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, Ἀσσύριε,
ὁ ὁποῖος ποτίζεις τοὺς ἀνθρώπους
καὶ τοὺς μεθᾷς μὲ οἶνον, διὰ
νὰ θολώσῃς τὸν νοῦν των, ὥστε
νὰ ἐρευνήσῃς καὶ αὐτὰ
ἀκόμη τὰ σπήλαιά των.
|
15
Ὤ! ἀλλοίμονον εἰς σέ, Βαβυλώνιε·
ἐπειδὴ ἐπέφερες τὶς τιμωρίες κατὰ
τῶν ἄλλων λαῶν, ὡσὰν νὰ
τοὺς ἐπότιζες μὲ θολερὸν ποτὸν
πηγῆς, ποῦ ἐθόλωσεν ἀπὸ
τὸ ἀνακάτεμα, καὶ μὲ αὐτὸ
τοὺς ἐμεθοῦσες· ἐθόλωνες
δὲ τὸν νοῦν των μὲ τιμωρίες, μέχρις
ὅτου σοῦ δείξουν τοὺς σπηλαιώδεις, μυστικοὺς
καὶ ἀποκρύφους τόπους, ὅπου εἶχαν
κρυμμένους τοὺς θησαυρούς, διὰ νὰ ἐπιβλέψῃς
εἰς αὐτούς. |
16
Πλησμονὴν ἀτιμίας ἐκ δόξης πίε
καὶ σύ, καρδία σαλεύθητι καὶ
σείσθητι· ἐκύκλωσεν ἐπὶ
σὲ ποτήριον δεξιᾶς Κυρίου καὶ
συνήχθη ἀτιμία ἐπὶ τὴν
δόξαν σου. |
16
Ἀλλὰ ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας
σου. Πίε καὶ σὺ αὐτὸ τὸ
ποτήριον τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου
καὶ πάρε, ἀντὶ τῆς δόξης
σου, ἀτιμίαν καὶ καταφρόνησιν. Θὰ
σαλευθῇ ἡ καρδία σου, θὰ συγκλονισθῇ
καὶ θὰ καταστραφῇ ἀπὸ σεισμὸν
ἡ χώρα σου. Ἡ τιμωρὸς δεξιὰ
τοῦ Κυρίου σὲ περιέλαβε καὶ
ὅλος ὁ ἐξευτελισμὸς συνεκεντρώθη
καὶ ἔπεσεν ἐπάνω σου, ἀντὶ
τῆς προτέρας δόξης σου.
|
16
<Διὰ τὴν συμπεριφοράν σου λοιπὸν αὐτήν>
πίε τώρα καὶ σὺ ἀπὸ τὸ ποτήριον
τῆς ὀργῆς καὶ δικαίας τιμωρίας τοῦ
Κυρίου· καὶ ἀντὶ τῆς πολλῆς
δόξης, ποὺ ἔχεις σήμερον, λάβε ὑπερβολικὴν
ἀτιμίαν καὶ ἀδοξίαν. Ἡ καρδία σου
ἂς μὴ νομίζῃ ὅτι εἶναι στηριγμένη
εἰς ἀκλόνητον εὐημερίαν καὶ εὐτυχίαν
ἂς σαλευθῇ <ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Θὰ σαλευθῇ> καὶ ἂς συγκλονισθῇ
ἀπὸ σεισμόν. Διότι ἦλθεν ἐπάνω σου
ἡ δικαία τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Τὸ ποτήριον
τῆς θείας δεξιᾶς, δηλαδὴ ἡ τιμωρία,
σὲ περιεκύκλωσεν, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇς
νὰ διαφύγῃς ἀπὸ πουθενά. Ἡ
δειλία δὲ καὶ ἡ ἀνοησία, ἡ ἀτιμία
καὶ ἡ ἀδοξία ἀντικατέστησαν τὴν
δόξαν, ποὺ εἶχες ἀπὸ τὸν πλοῦτον,
τὴν δύναμιν καὶ τὸ πλῆθος τῶν
ὑπηκόων. |
17
Διότι ἀσέβεια τοῦ Λιβάνου καλύψει
σε, καὶ ταλαιπωρία θηρίων πτοήσει
σε δι' αἵματα ἀνθρώπων καὶ ἀσεβείας
γῆς καὶ πόλεως καὶ πάντων τῶν
κατοικούντων αὐτήν. |
17
Ἡ ἀσεβὴς καὶ καταστρεπτικὴ ὑλοτομία
σου πρὸς τὸ ὅρος Λίβανον θὰ
ξεσπάσῃ ἐπάνω σου καὶ θὰ
σὲ σκεπάσῃ μὲ καταισχύνην. Τὰ
θηρία τοῦ ὅρους τούτου
θὰ σὲ ταλαιπωρήσουν καὶ θὰ σὲ
τιμωρήσουν διὰ τὰ ἀνθρώπινα
αἵματα, τὰ ὁποῖα ἔχυσες, καὶ
διὰ τὴν ἀσέβειαν, ἡ ὁποία
ἐπικρατεῖ εἰς τὴν χώραν σου,
εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τοὺς
κατοίκους αὐτῆς.
|
17
Διότι ἡ καταστροφὴ τοῦ Λιβάνου, δηλαδὴ
ἡ ἀκόρεστος ὑλοτομία καὶ ἀποψίλωσίς
του, θὰ ἐκσπάσῃ ἐναντίον σου
καὶ θὰ σὲ σκεπάσῃ μὲ ἐντροπήν.
Ἀλλὰ καὶ ἡ κακοπάθεια καὶ ἡ
ἀθλιότης, ποὺ θὰ σοῦ προξενήσουν τὰ
θηρία τοῦ ὄρους, δηλαδὴ οἱ θηριώδεις
ἐχθροί σου, θὰ σὲ τιμωρήσῃ καὶ
θὰ σὲ καταστήσῃ ταπεινὸν καὶ
δειλόν, διὰ τὰ ἀνθρώπινα αἵματα, τὶς
ἀσέβειες καὶ καταστροφές, ποὺ ἐπροξένησες
εἰς κάθε χώραν καὶ πόλιν μὲ τὸ νὰ
τὶς ἐρημώνῃς ἀπὸ ὅλους
τοὺς κατοίκους των. |
18
Τί ὠφελεῖ γλυπτόν, ὅτι ἔγλυψαν
αὐτό; Ἔπλασεν αὐτὸ χώνευμα
φαντασίαν ψευδῆ, ὅτι πέποιθεν ὁ
πλάσας ἐπὶ τὸ πλάσμα αὐτοῦ
τοῦ ποῆσαι εἴδωλα κωφά. |
18
Ποίαν ὠφέλειαν εἶναι δυνατόν,
νὰ σοῦ δώσῃ τὸ γλυπτὸν
ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον ἄνθρωποι κατεσκεύασαν;
Ὁ τεχνίτης τὸ διεμόρφωσε καὶ
τὸ ἐχώνευσεν εἰς τὸ χωνευτήριον.
Αὐτὸ ὅμως εἶναι γέννημα ψευδοῦς
φαντασίας. Ἀλλὰ ἐδῶ εἶναι
τὸ παράδοξον· ὅτι αὐτός,
ποὺ κατεσκεύασε τὸ κωφὸν καὶ
ἄλαλον εἴδωλον, πιστεύει εἰς τὸ
ἔργον τῶν χειρῶν του.
|
19
Ἀλλοίμονον εἰς τὸν εἰδωλολάτρην,
ὁ ὁποῖος λέγει εἰς τὸ ξόανον,
τὸ ξύλινον εἴδωλον: <Ξύπνα, σύνελθε, σήκω ἐπάνω
κατὰ τῶν ἐχθρῶν>! Εἰς δὲ
τὸ λίθινον εἰδωλολατρικον ἄγαλμα: <Στάσου
ὑψηλά· δεῖξε τὴν ἀήττητον
δύναμίν σου>! Καὶ αὐτὸ ἠμπορεῖ
μὲν νὰ ἔχῃ τὴν μορφὴν
ἀνθρώπου, εἶναι ὅμως οὐσιαστικὰ
δημιούργημα ψευδοῦς ἀνθρωπίνης φαντασίας. Τοῦτο
εἶναι κατεσκευασμένον ἀπὸ ἔλασμα χρυσοῦ
καὶ ἀργύρου, καὶ εἰς αὐτὸ
δὲν ὑπάρχει καμμία πνοὴ ζωῆς·
κανένα πνεῦμα, οὔτε τὸ φυσικόν, οὔτε
τὸ αἰσθητικόν, οὔτε τὸ λογικόν.
|
19
Οὐαὶ ὁ λέγων τῷ ξύλῳ·
ἔκνηψον, ἐξεγέρθητι, καὶ τῷ
λίθῳ ὑψώθητι· καὶ αὐτό
ἐστι φαντασία, τοῦτο δέ ἐστιν
ἔλασμα χρυσίου καὶ ἀργυρίου,
καὶ πᾶν πνεῦμα οὐκ ἔστιν ἐν
αὐτῷ |
19
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ
πιστεύει εἰς τὰ ξύλινα ἀγάλματα
καὶ λέγει πρὸς αὐτά· <ξύπνα,
σήκω> καὶ εἰς τὸ λίθινον
ἄγαλμα, <στάσου ὑψηλά !> Καὶ
αὐτὸ εἶναι ἐπινόησις τῆς
ἀνθρωπίνης φαντασίας. Τὸ ὑλικόν,
ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖται,
εἶναι ἔλασμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου.
Κανένα πνεῦμα, καμμία πνοὴ ζωῆς
δὲν ὑπάρχει ἐντὸς αὐτοῦ.
|
18
Ποίαν ὠφέλειαν προσφέρει τὸ νεκρὸν γλυπτὸν
ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασαν καὶ
ἔγλυψαν ἀνθρώπινα χέρια; Ὁ ἀγαλματοποιὸς
τὸ ἔπλασε μὲ τὴν ψευδῆ ἀνθρωπίνην
φαντασίαν του καὶ κατόπιν τὸ κατεσκεύασεν ἀπὸ
λειωμένον μέταλλον διότι ὁ λογικὸς ἀγαλματοποιὸς
ἢ ὁ τεχνίτης ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸ
ἄλογον εἰδωλικὸν αὐτὸ κατασκεύασμα·
πιστεύει εἰς αὐτά, παρ' ὅλον ὅτι τὰ
λίθινα ἢ μεταλλικὰ ἀγάλματά του, τὰ
εἴδωλα, εἶναι ἄλαλα καὶ κωφά!
|
20
Ὁ δὲ Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ
αὐτοῦ· εὐλαβείσθω ἀπὸ
προσώπου αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ.
|
20
Ὁ Κύριος ὅμως κατοικεῖ εἰς τὸν
ἅγιον ναόν του. Ἂς εὐλαβηθῇ
αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη.
|
20
Ἐνῷ δὲ τὰ εἴδωλα εἶναι
κωφά, ἀδύνατα, ἐντελῶς ἀνώφελα, ὁ
παντοδύναμος Κύριος, ὡς ο Ἅγιος τῶν ἁγίων,
κατοικεῖ εἰς τὸν ἅγιον ναόν
Του. Ὁλόκληρος λοιπὸν ἡ γῆ ἂς
προσκυνῇ καὶ ἂς τρέφῃ ἀπέραντον
καὶ βαθὺν σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν
Του, δηλαδὴ τὴν παντοκρατορικήν του ἐπίβλέψιν
καὶ ἐπίσκεψιν ἐφ’ ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων
ἔργων καὶ ἐκδηλώσεων, τὰ ὁποῖα
κατευθύνει. |