Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άδε
λέγει Κύριος· ἐπὶ ταῖς
τρισὶν ἀσεβείαις Μωὰβ καὶ ἐπὶ
ταῖς τέσσαρσιν οὐκ ἀποστραφήσομαι
αὐτόν, ἀνθ' ὧν κατέκαυσαν τὰ
ὀστᾶ βασιλέως τῆς Ἰδουμαίας
εἰς κονίαν. |
ὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος· <διὰ
τὰς τρεῖς ἀσεβείας τῆς
χώρας Μωάβ, καὶ μάλιστα
διὰ τὴν τετάρτην, δὲν θὰ
ἀνακαλέσω τὴν καταδικαστικὴν ἐναντίον
αὐτῶν ἀπόφασίν μου, διότι
αὐτοὶ ἔκαυσαν τὰ ὀστᾶ
τοῦ βασιλέως τῆς Ἰδουμαίας καὶ
τὰ μετέβαλαν εἰς σκόνιν.
|
ὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: <Διὰ τὶς τρεῖς
ἀσέβειες τῶν Μωαβιτῶν, ἀκόμη
καὶ διὰ τὶς τέσσερις, δηλαδὴ διὰ
τὶς πάρα πολλὲς καὶ ἐπανειλημμένες
ἁμαρτίες των <ἤ: Καὶ μάλιστα διὰ
τὴν τετάρτην>, δὲν θὰ μακροθυμήσω πλέον,
δὲν θὰ ἀποσύρω τὴν προσοχὴν
καὶ τὴν καταδικαστικήν μου ἀπόφασιν ἐναντίον
των· ἐπειδὴ κατέκαυσαν τὰ ὀστᾶ
τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰδουμαίας καὶ
τὰ μετέβαλαν εἰς στάχτην. |
2
Καὶ ἐξαποστελῶ πῦρ εἰς Μωάβ,
καὶ καταφάγεται τὰ θεμέλια τῶν
πόλεων αὐτῆς, καὶ ἀποθανεῖται
ἐν ἀδυναμίᾳ Μωὰβ μετὰ
κραυγῆς καὶ μετὰ φωνῆς σάλπιγγος.
|
2
Θὰ ἐξαποστείλω
φωτιὰν εἰς τὴν
χώραν Μωάβ, ἡ ὁποία καὶ
θὰ καταφάγῃ ἐκ
θεμελίων τὰς πόλεις αὐτῆς. Κατὰ
δὲ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν ἐχθρῶν
της μὲ κραυγὰς πολεμικὰς
καὶ φωνὰς σαλπίγγων, θὰ ἀποθάνῃ
ἀνίσχυρος ἡ Μωάβ.
|
2
Διὰ τοῦτο θὰ ἀποστείλω φωτιὰ
εἰς τὴν χώραν τῆς Μωάβ, ἡ ὁποία
θὰ καταφάγῃ τὰ θεμέλια τῶν πόλεών
της· καὶ οἱ Μωαβῖται θὰ ἀποθάνουν
εἰς πόλεμον καὶ μάχην, ὁπότε θὰ εὐρεθοῦν
εἰς ἐσχάτην ἀδυναμίαν θὰ ἀποθάνουν
ἀνίσχυροι μέσα εἰς τὶς πολεμικὲς
κραυγὲς καὶ τοὺς ἀλαλαγμοὺς
τῶν ἐχθρῶν των καὶ τῶν πολεμικῶν
σαλπίγγων, ποὺ δίδουν τὸ σύνθημα τῆς ἑφόδου.
|
3
Καὶ ἐξολοθρεύσω κριτὴν ἐξ αὐτῆς,
καὶ πάντας αὐτῆς ἀποκτενῶ
μετ' αὐτοῦ, λέγει Κύριος. |
3
Θὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ αὐτὴν
κριτὴν καὶ κυβερνήτην καὶ μαζῆ
μὲ αὐτοὺς θὰ θανατώσω ὅλους
τοὺς κατοίκους τῆς χώρας>, λέγει
ὁ Κύριος.
|
3
Καὶ θὰ ἐξολοθρεύσω τὸν Κριτήν
- Κυβερνήτην ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν,
μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ ὅλους
τοὺς ἄρχοντάς της>, λέγει ὁ Κύριος.
|
-4
Τάδε λέγει Κύριος· ἐπὶ
ταῖς τρισὶν ἀσεβείαις υἱῶν
Ἰούδα καὶ ἐπὶ ταῖς τέσσαρσιν
οὐκ ἀποστραφήσομαι αὐτόν, ἕνεκα
τοῦ ἀπώσασθαι αὐτοὺς τὸν
νόμον τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ προστάγματα
αὐτοῦ οὐκ ἐφυλάξαντο, καὶ
ἐπλάνησεν αὐτοὺς τὰ μάταια
αὐτῶν, ἃ ἐποίησαν, οἷς
ἐξηκολούθησαν οἱ πατέρες αὐτῶν
ὀπίσω αὐτῶν. |
4
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· <διὰ
τὰς τρεῖς ἀσεβείας
τῶν Ἰουδαίων, μάλιστα δὲ διὰ
τὴν τετάρτην, δὲν θὰ ἀνακαλέσω
τὴν καταδικαστικὴν ἐναντίον αὐτῶν
ἀπόφασίν μου, διότι αὐτοὶ
ἀπέρριψαν καὶ ἀπώθησαν τὸν
νόμον τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἐφύλαξαν
τὰς ἐντολάς του. Ἐπλανήθησαν
εἰς τὴν λατρείαν τῶν
ματαίων καὶ ἀνοήτων εἰδώλων,
τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι κατεσκεύασαν
καὶ ὀπίσω ἀπὸ τὰ
ὁποῖα εἶχαν ἀκολουθήσει
καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν.
|
4
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Διὰ τὶς
τρεῖς ἀσέβειες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ, ἀκόμη καὶ διὰ τὶς
τέσσερις, δηλαδὴ διὰ τὶς πάρα πολλὲς
καὶ ἐπανειλημμένες ἁμαρτίες του <ἤ:
Καὶ μάλιστα διὰ τὴν τετάρτην>, δὲν
θὰ μακροθυμήσω πλέον, δὲν θὰ ἀποσύρω
τὴν προσοχὴν καὶ τὴν καταδικαστικήν
μου ἀπόφασιν ἐναντίον του· διότι οἱ
Ἰουδαῖοι ἀπωθῆσαν καὶ κατεφρόνησαν
τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἐφύλαξάν
τὶς ἐντολές του. Ἐπειδὴ τοὺς
ἐπλάνησαν τὰ μάταια εἴδωλα, τὰ ὁποῖα
αὐτοὶ κατασκευάσαν καὶ τὰ ὁποῖα
ἀκολούθησαν καὶ ἐλάτρευσαν οἱ
πατέρες των. |
5
Καὶ ἐξαποστελῶ πῦρ ἐπὶ
Ἰούδαν, καὶ καταφάγεται θεμέλια
Ἱερουσαλήμ. |
5
Θὰ ἐξαποστείλω φωτιὰν ἐναντίον
τῆς Ἰουδαίας, διὰ νὰ καταφάγῃ
καὶ αὐτὰ τὰ θεμέλια τῆς
Ἱερουσαλήμ>.
|
5
Διὰ τοῦτο θὰ ἀποστείλω φωτιὰ
κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἡ ὁποία θὰ
καταφάγῃ τὰ θεμέλια τῆς Ἱερουσαλήμ,
καὶ ἔτσι θὰ τὴν καταστρέψω ἐκ
θεμελίων>. |
-6
Τάδε λέγει Κύριος· ἐπὶ
ταῖς τρισὶν ἀσεβείαις Ἰσραὴλ
καὶ ἐπὶ ταῖς τέσσαρσιν οὐκ
ἀποστραφήσομαι αὐτόν, ἀνθ' ὧν
ἀπέδοντο ἀργυρίου δίκαιον καὶ
πένητα ἕνεκεν ὑποδημάτων, |
6
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· <διὰ
τὰς τρεῖς ἀσεβείας
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, καὶ μάλιστα τὴν τετάρτην,
δὲν θὰ ἀποσύρω τὴν ἐναντίον
αὐτοῦ δικαίαν ἀπόφασίν
μου, διότι ἐπώλησαν ἄνθρωπον δίκαιον,
ἕνεκα χρημάτων καὶ πτωχὸν δι' ἕνα
ζευγάρι εὐτελῶν ὑποδημάτων,
|
6
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Διὰ τὶς
τρεῖς ἀσέβειες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, ἀκόμη καὶ διὰ τὶς
τέσσερις, δηλαδὴ διὰ τὶς πάρα πολλὲς
καὶ ἐπανειλημμένες ἁμαρτίες του <ἤ:
Καὶ μάλιστα διὰ τὴν τετάρτην>, δὲν
θὰ μακροθυμήσω πλέον, δὲν θὰ ἀποσύρω
τὴν προσοχὴν καὶ τὴν καταδικαστικήν
μου ἀπόφασιν ἐναντίον του· διότι οἱ
Ἰσραηλῖται ἕνεκα αἰσχροκερδείας ἐπώλησαν
τὸν δίκαιον ἀντὶ χρημάτων, τὸν δὲ
πτωχὸν ἀντὶ ἑνὸς ζευγαριοῦ
παπουτσιῶν, |
7
τὰ πατοῦντα ἐπὶ τὸν χοῦν
τῆς γῆς καὶ ἐκονδύλιζον εἰς
κεφαλὰς πτωχῶν καὶ ὁδὸν ταπεινῶν
ἐξἐκλιναν, καὶ υἱὸς καὶ
πατὴρ αὐτοῦ εἰσεπορεύοντο πρὸς
τὴν αὐτὴν παιδίσκην, ὅπως βεβηλῶσι
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ αὐτῶν.
|
7
τὰ ὁποῖα πατοῦν εἰς τὸ
χῶμα τῆς γῆς. Ἐγρονθοκοποῦσαν
τὰς κεφαλὰς τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων,
διέστρεφαν καὶ παρεβίαζαν τὸ δίκαιον
τῶν ταπεινῶν, εἶχαν δὲ φθάσει
εἰς τοιοῦτον σημεῖον
διαφθορᾶς, ὥστε παιδὶ καὶ πατέρας
νὰ συνευρίσκωνται μὲ τὴν αὐτὴν
δούλην. Καὶ ἔτσι ἐβεβήλωσαν
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ των.
|
7
τὰ ὁποῖα πατοῦν τὸ χῶμα
τῆς γῆς· δηλαδή, ἀντὶ εὐτελεστάτου
εἰσοδήματος καὶ κέρδους. Ἀκόμη, διότι ἐγρονθοκοποῦσαν
τὶς κεφαλὲς τῶν πτωχῶν καὶ παρεβίαζαν
τὰ δικαιώματα τῶν ταπεινῶν, παρεκτρέποντάς
τους ἀπὸ τὸν ὀρθὸν δρόμον. <Διότι>
ὁ υἱὸς καὶ ὁ πατέρας του ἔφθασαν
εἰς τέτοιο σημεῖον ἀκολασίας, ὥστε
συνευρίσκοντο μὲ τὴν ἰδίαν δούλην καὶ
ἔτσι ἐβεβήλωναν τὸ ὄνομα τοῦ
Θεοῦ των καὶ ἐγίνοντο ἀφορμὴ
νὰ ὑβρίζεται τὸ ἅγιον Ὄνομά
Του μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν.
|
8
Καὶ τὰ ἱμάτια αὐτῶν δεσμεύοντες
σχοινίοις παραπετάσματα ἐποίουν ἐχόμενα
τοῦ θυσιαστηρίου καὶ οἶνον ἐκ
συκοφαντιῶν ἔπιναν ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ Θεοῦ αὐτῶν.
|
8
Ἔδεναν μὲ σχοινία τὰ ἐνδύματά
των καὶ ἀποτελοῦσαν ἔτσι παραπέτασμα
πλησίον τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θυσιαστηρίου,
εἰς δὲ τὸν ναὸν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
Θεοῦ των ἔπιναν οἶνον προερχόμενον
ἀπὸ ἀδικίας,
|
8
Ἀλλ’ οὐδὲ εἰς τὸν ναὸν
τῶν θεῶν των ἀπένειμαν τὸν πρέποντα
σεβασμόν· διότι, ἀφοῦ ἔδεναν
τὰ ἱμάτιά των μὲ σχοινιά, κατεσκεύαζαν
παραπετάσματα <ἢ κατ’ ἄλλους: Σκηνές>
κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν εἰδώλων
καὶ ἔπιναν μέσα εἰς τὸν ναὸν
τοῦ εἰδώλου τῶν κρασί, τὸ ὁποῖον
προήρχετο ἀπὸ ἀδικίες, ποὺ διέπρατταν
εἰς βάρος πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων.
|
9
Ἐγὼ δὲ ἐξῇρα τὸν Ἀμορραῖον
ἐκ προσώπου αὐτῶν, οὗ ἦν,
καθὼς ὕψος κέδρου τὸ ὕψος αὐτοῦ,
καὶ ἰσχυρὸς ἦν ὡς δρῦς,
καὶ ἐξήρανα τὸν καρπὸν αὐτοῦ
ἐπάνωθεν καὶ τὰς ρίζας αὐτοῦ
ὑποκάτωθεν. |
9
Ἐγὼ ὅμως εἶχα διώξει ἀπὸ
ἐμπρός των τοὺς Ἀμορραίους,
ὅπου αὐτοὶ εὑρίσκοντο. Τὸ
ὕψος καὶ τὸ μεγαλεῖον των ἤταν
ὡσὰν τὸ ὕψος τῆς
κέδρου. Ἦσαν
ἰσχυροὶ ὅπως ἡ δρῦς. Διὰ
τὰς ἁμαρτίας των ὅμως ἐξήρανα
τοὺς καρπούς, ποὺ ὑπῆρχαν ἐπάνω
εἰς τοὺς κλάδους τῶν δένδρων
καὶ τὰς ρίζας αὐτῶν κάτω
εἰς τὸ ἔδαφος.
|
9
Καὶ ὅμως Ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἔδιωξα καὶ παντελῶς
ἐξωλόθρευσα τοὺς Ἀμορραίους
ἀπὸ μπροστά τους, ὅπου καὶ ἂν
εὑρίσκοντο. Τὸ ὕψος καὶ τὸ μεγαλεῖον
τῶν Ἀμορραίων ἦταν ὅπως τὸ
ὕψος καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς κέδρου·
ἦσαν δὲ λαὸς ἰσχυρός, ὅπως εἶναι
ἡ δρῦς. Ἐν τούτοις ἐξήρανα τοὺς
καρποὺς τοῦ ὑψηλοῦ, μεγαλοπρεποῦς
καὶ ἰσχυροῦ αὐτοῦ δένδρου, ποὺ
ἦσαν εἰς τὰ κλαδιά του, καὶ τὶς
κάτω ἀπὸ τὸ ἔδαφος ἰσχυρὲς
καὶ βαθειὲς ρίζες του. |
10
Καὶ ἐγὼ ἀνήγαγον ὑμᾶς
ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ περιήγαγαν
ὑμᾶς ἐν τῇ ἐρήμῳ
τεσσαράκοντα ἔτη τοῦ κατακληρονομῆσαι
τὴν γῆν τῶν Ἀμορραίων.
|
10
Ἐγὼ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
σᾶς περιέφερα ἐπὶ τεσσαράκοντα
ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ σᾶς
ὠδήγησα διὰ νὰ κληρονομήσετε
τὴν χώραν τῶν Ἀμορραίων.
|
10
Ἐγὼ ἤμουν πάλιν ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος σᾶς ἐλευθέρωσα καὶ σᾶς
ἀνέβασα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου
καὶ σᾶς περιέφερα ὑπὸ τὴν προστασίαν
μου εἰς τὴν ἔρημον ἐπὶ σαράντα
χρόνια, διὰ νὰ κληρονομήσετε τὴν χώραν τῶν
Ἀμορραίων, ποὺ εἶχα ὑποσχεθῆ
εἰς τοὺς πατέρας σας. |
11
Καὶ ἔλαβον ἐκ τῶν υἱῶν
ὑμῶν εἰς προφήτας καὶ ἐκ
τῶν νεανίσκων ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν.
Μὴ οὐκ ἔστι ταῦτα υἱοὶ
Ἰσραήλ; Λέγει Κύριος. |
11
Ἀπὸ τὰ παιδιά σας ἐγὼ
ἐξέλεξα τοὺς προφήτας μου καὶ
ἀπὸ τοὺς νεωτέρους σας ἐδιάλεξα
ἀνθρώπους νὰ εἶναι ἀφιερωμένοι
εἰς ἐμέ. Μήπως δὲν εἶναι
ἀληθινὰ αὐτά, ὦ Ἰσραηλῖται;
Λέγει ὁ Κύριος.
|
11
Καὶ ἔλαβα καὶ ἀνέδειξα ἀπὸ
τὰ παιδιά σας προφήτας καὶ ἀπὸ
τοὺς νεωτέρους ἀπὸ σᾶς ἐξέλεξα
ἀφιερωμένους εἰς Ἐμὲ <ναζιραίους>.
Μήπως δὲν εἶναι ἀληθινὰ αὐτά,
Ἰσραηλῖται;>, λέγει ὁ Κύριος.
|
12
Καὶ ἐποτίζετε τοὺς ἠγιασμένους
οἶνον καὶ τοῖς προφήταις ἐνετέλλεσθε
λέγοντες· οὐ μὴ προφητεύσητε.
|
12
Σεῖς ὅμως ἐπάνω εἰς τὸν
σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας σας, ἐποτίζατε
αὐτοὺς τοὺς ἀφιερωμένους εἰς
ἐμὲ ἄνδρας μὲ οἶνον, διὰ
νὰ τοὺς μολύνετε, καὶ διετάσσατε
τοὺς προφήτας μου λέγοντες· Μὴ
προφητεύετε. |
12
<Σεῖς ὅμως ἐποτίζατε τοὺς ἀφιερωμενους
εἰς Ἐμὲ <ναζιραίους> κρασὶ καὶ
ἐδίδατε ἐντολὴν εἰς τοὺς
προφήτας, πρὸς τοὺς ὁποίους ἐλέγατε:
<Δὲν θὰ προφητεύσετε>.
|
13
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ κυλίω
ὑποκάτω ὑμῶν, ὃν τρόπον
κυλίεται ἡ ἅμαξα ἡ γέμουσα καλάμης·
|
13
Διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ σᾶς κυλίσω
κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, ὅπως κυλίεται
μία ἅμαξα γεμάτη ἀπὸ δεμάτια.
|
13
Διὰ τοῦτο, νά· Ἐγὼ θὰ σᾶς
κυλίσω εἰς τὸ ἔδαφος, πιεζομένους ἀπὸ
τὸ μεγάλο βάρος τῶν πολλῶν κακῶν,
ὅπως κυλιέται καὶ τρέμει καὶ τρίζει ἡ
συρομένη ἅμαξα, ἡ ὁποία εἶναι κατάφορτη
μὲ δεμάτια ἀπὸ γεννήματα.
|
14
καὶ ἀπολεῖται φυγὴ ἐκ δρομέως,
καὶ ὁ κραταιὸς οὐ μὴ κρατήσῃ
τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, καὶ
ὁ μαχητὴς οὐ μὴ σώσῃ τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ, |
14
Εἰς τὸν καιρὸν τῆς καταστροφῆς
σας δὲν θὰ ἡμπορέσῃ νὰ
διασωθῇ οὔτε ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει
ταχεῖς τοὺς πόδας· ὅπως ἐπίσης
ὁ δυνατὸς κατὰ τὸ σῶμα δὲν
θὰ ἠμπορέσῃ νὰ χρησιμοποιήσῃ
τὴν ἰσχύν του, καὶ ὁ πολεμιστὴς
ὁ ἔμπειρος δὲν θὰ κατορθώσῃ
νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του.
|
14
Καθὼς δὲ θὰ σᾶς κτυποῦν ὅλα
αὐτὰ τὰ κακά, οὐδὲ αὐτὸς
ὁ ταχύτατος δρομεὺς θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ φύγῃ καὶ νὰ σωθῇ· οὔτε
αὐτὸς ὁ γενναῖος καὶ δυνατὸς
θὰ δυνηθῇ νὰ διατηρήσῃ τὸ ἀνδρεῖον
του φρόνημα· οὔτε αὐτὸς ὁ ἔμπειρος
πολεμιστὴς θὰ δυνηθῇ νὰ σώσῃ
τὴν ζωήν του· |
15
καὶ ὁ τοξότης οὐ μὴ ὑποστῇ,
καὶ ὁ ὀξὺς τοῖς ποσίν
αὐτοῦ οὐ μὴ διασωθῇ καὶ
ὁ ἰππεὺς οὐ μὴ σώσῃ
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
|
15
Ὁ τοξότης δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ ἀντισταθῇ καὶ ὁ ταχυκίνητος
κατὰ τὰ πόδια δὲν θὰ σωθῇ.
Ὁ ἔφιππος δὲν θὰ κατορθώσῃ
νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του.
|
15
οὐδὲ αὐτὸς ὁ ἱκανὸς
τοξότης θὰ ἐπιτύχῃ νὰ χρησιμοποιήσῃ
τὴν δεξιοτεχνίαν του, ὥστε νὰ σταθῇ
καὶ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν
ἐχθρὸν οὐδὲ αὐτὸς ὁ
ταχὺς εἰς τὸ τρέξιμον θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ διαφύγῃ καὶ νὰ σωθῇ·
οὐδὲ αὐτὸς ὁ ἱππεύς, χρησιμοποιῶν
τὴν ταχύτητα τοῦ ἵππου, θὰ ἐπιτύχῃ
τὴν σωτηρίαν του· |
16
καὶ ὁ κραταιὸς οὐ μὴ εὑρήσει
τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐν δυναστείαις·
ὁ γυμνὸς διώξεται ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος.
|
16
Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ γενναῖος
καὶ ἡρωϊκὸς θὰ λιποψυχήσῃ,
θὰ χάσῃ τὸν ἠρωϊσμόν του.
Εἰς τόσον μεγάλην ἀσθένειαν
θὰ περιπέσουν, ὥστε καὶ ἔνας
γυμνὸς καὶ ἄοπλος θὰ τοὺς καταδιώκῃ
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην>,
λέγει ὁ Κύριος. |
16
καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ ἀνδρεῖος
τὸ φρόνημα καὶ γενναῖος τὴν ψυχὴν
θὰ χάσῃ τὸ θάρρος του καὶ θὰ
κυριευθῇ ἀπὸ πανικὸν ἐμπρὸς
εἰς τὴν ὁρμὴν τῶν ἐχθρῶν·
θὰ εἶναι δὲ τόσος ὁ πανικὸς
τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὥστε ἄκομη καὶ
αὐτὸς ὁ ἀθωράκιστος καὶ ἄοπλος,
καὶ τρόπον τινὰ γυμνός, ἐχθρὸς θὰ
καταδιώκῃ καὶ θὰ κατανικᾷ κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τοῦ ὀλέθρου
τοὺς ὡπλισμένους Ἰσραηλῖτες>, λέγει
ὁ Κύριος. |