Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κούσατε
τὸν λόγον Κυρίου τοῦτον,
ὃν ἐγὼ λαμβάνω ἐφ' ὑμᾶς
θρῆνον· οἶκος Ἰσραὴλ ἔπεσεν,
οὐκέτι μὴ προσθῇ τοῦ ἀναστῆναι·
|
κούσατε
αὐτὸν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου,
αὐτὸν τὸν θρῆνον, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ ἐπιφέρω πρὸς σᾶς.
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ πέσῃ
καὶ θὰ καταστραφῇ καὶ ποτὲ πλέον
δὲν θὰ ἀνεγερθῇ ἀπὸ τὴν
πτῶσιν του.
|
κουστὲ
αὐτὸν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὸν
ὁποῖον προφέρω ἐναντίον σας ὡς θρῆνον,
διότι τὰ ἔργα σας καὶ τὰ ὅσα
σᾶς ἀναμένουν εἶναι ἄξια θρήνου:<Ὁ
Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔπεσε· δὲν
θὰ ἠμπορέσῃ ποτὲ πλέον νὰ
σηκωθῇ! |
2
παρθένος τοῦ Ἰσραὴλ ἔσφαλεν
ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ, οὐκ
ἔστιν ὁ ἀναστήσων αὐτήν.
|
2
Παρθένος τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαός, ἐσκόνταψε καὶ ἔπεσεν εἰς
τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ δὲν
ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος
θὰ τὸν ἀνεγείρῃ.
|
2
Ἡ κόρη μου, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ὁ
ὁποῖος διὰ τὴν προηγουμένην πίστιν
καὶ εὐσέβειάν του ἦταν ὡς παρθένος
ἁγνὴ καὶ καθαρή, ἐσκόνταψε,
ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν του, διεφθάρη λόγῳ
τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ δὲν ὑπάρχει
πλέον ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ
τὴν βοηθήσῃ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ
τὴν πτῶσιν>. |
3
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
Κύριος· ἡ πόλις ἐξ ἧς ἐξεπορεύοντο
χίλιοι, ὑπολειφθήσονται ἑκατόν,
καὶ ἐξ ἧς ἐξεπορεύοντο ἑκατόν,
ὑπολειφθήσονται δέκα τῷ οἴκῳ
Ἰσραήλ. |
3
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος· <εἰς τὴν πόλιν, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν ἐξήρχοντο χίλιοι
στρατιῶται, θὰ ἀπομείνουν μόνον
ἑκατόν, καὶ εἰς ἐκείνην,
ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξήρχοντο
ἑκατόν, θὰ ἀπομείνουν μόνον
δέκα ἀπὸ τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν.
|
3
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος·
μάλιστα, ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν: <Οἱ πόλεις σας θὰ ἀδειάσουν
ἀπὸ ἄνδρες. Εἰς τὴν πόλιν, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν ἐστρατεύοντο καὶ ἔβγαιναν
εἰς πόλεμον χίλιοι στρατιῶται, θὰ ἀπομείνουν
μόνον ἑκατὸν καὶ εἰς ἐκείνην,
ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐστρατεύοντο
καὶ ἔβγαιναν εἰς πόλεμον ἑκατόν, θὰ
ἀπομείνουν μόλις δέκα, διὰ νὰ πολεμήσουν
ὑπέρ του Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ>.
|
4
Διότι τάδε λέγει Κύριος πρὸς
τὸν οἶκον Ἰσραήλ· ἐκζητήσατέ
με, καὶ ζήσεσθε· |
4
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
πρὸς τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν·
Ζητήσατέ με, ἐλᾶτε πλησίον μου
καὶ θὰ ζήσετε καὶ θὰ μακροημερεύσετε.
|
4
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν: <Ζητῆστε με μὲ
πόθον πολὺν καὶ ἐγκαρτέρησιν, καὶ
θὰ ζήσετε καὶ θὰ σωθῆτε.
|
5
καὶ μὴ ἐκζητεῖτε Βαιθὴλ καὶ
εἰς Γάλγαλα μὴ εἰσπορεύεσθε
καὶ ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὄρκου
μὴ διαβαίνετε, ὅτι Γάλγαλα αἰχμαλωτευομένη
αἰχμαλωτευθήσεται, καὶ Βαιθὴλ ἔσται
ὡς οὐχ ὑπάρχουσα.
|
5
Μὴ ζητεῖτε τὴν εἰδωλολατρικὴν
Βαιθὴλ καὶ μὴ εἰσέρχεσθε εἰς
τὴν περιοχὴν Γάλγαλα καὶ εἰς
τὸ φρέαρ τοῦ ὄρκου μὴ διαβαίνετε.
Διότι καὶ τὰ Γάλγαλα ἀσφαλῶς
καὶ βεβαίως θὰ περιέλθουν εἰς
αἰχμαλωσίαν καὶ ἡ Βαιθὴλ θὰ
καταντήσῃ, ὡς ἐάν ποτὲ
δὲν ὑπῆρξεν.
|
5
Καὶ μὴ τρέχετε νὰ λατρεύσετε τὰ εἴδωλα
εἰς τὴν Βαιθήλ, καὶ εἰς τὴν
εἰδωλολατρικὴν πόλιν Γάλγαλα μὴ εἰσέρχεσθε,
καὶ μὴ φθάνετε μέχρι τὸ Φρέαρ τὸ ὅρκου,
δηλαδὴ τὴν Βηρσαβεέ, ὅπου λατρεύονται τὰ
εἴδωλα. Διότι τὰ Γάλγαλα θὰ αἰχμαλωτισθοῦν
ὁπωσδήποτε καὶ ἡ Βαιθὴλ θὰ ἀφανισθῇ.
|
6
Ἐκζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ζήσατε,
ὅπως μὴ ἀναλάμψῃ ὡς πῦρ
ὁ οἶκος Ἰωσήφ, καὶ καταφάγεται
αὐτόν, καὶ οὐκ ἔσται ὁ
σβέσων τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ.
|
6
Ἀναζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ὑπὸ
τὴν σκέπην αὐτοῦ ζήσατε, διὰ
νὰ μὴ ἀνάψῃ πυρκαϊὰ εἰς
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἡ ὁποία
καὶ θὰ καταφάγῃ αὐτόν,
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς,
ποὺ νὰ σβήσῃ τὴν πυρκαϊὰν
εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ
|
6
Ζητῆστε μὲ πόθον πολὺν καὶ ἐγκαρτέρησιν
τὸν Κύριον, καὶ θὰ ζήσετε καὶ θὰ
σωθῆτε. Διαφορετικὰ θὰ ἀνάψῃ
πυρκαϊὰ εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες,
ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν Σαμάρειαν, καὶ
θὰ τοὺς καταφάγῃ ἡ φωτιά, χωρὶς
νὰ ὑπάρχῃ κανείς, ὁ ὁποῖος
θὰ ἠμπορῇ νὰ σβήσῃ τὴν
πυρκαϊάν, ποὺ θὰ κατατρώγῃ τοὺς
Ἰσραηλῖτες>. |
7
Κύριος ὁ ποιῶν εἰς ὕψος κρίμα
καὶ δικαιοσύνην εἰς γῆν ἔθηκεν,
|
7
Ὁ Κύριος εἶναι αὐτός, ποὺ
ἔχει καὶ παρέχει καὶ ἐφαρμόζει
τὴν τελείαν δικαιοκρισίαν καὶ ἐπιβάλλει
τὴν δικαιοσύνην εἰς τὴν γῆν.
|
7
Ὁ πανίσχυρος Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος ὑψώνει καὶ κάνει νὰ
θριαμβεύῃ ἡ δικαία ἀπόφασις·
Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ἐπιβάλλει
καὶ στερεώνει τὴν δικαιοσύνην εἰς τὴν
γῆν |
8
Ὁ ποιῶν πάντα καὶ μετασκευάζων
καὶ ἐκτρέπων εἰς τὸ πρωῒ
σκιὰν καὶ ἡμέραν εἰς νύκτα
συσκοτάζων, ὁ προσκαλούμενος τὸ ὕδωρ
τῆς θαλάσσης καὶ ἐκχέων αὐτὸ
ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς, Κύριος
ὁ Θεὸς παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ·
|
8
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ δημιουργεῖ
ἐκ τοῦ μηδενὸς τὰ πάντα καὶ
δίδει μορφὴν εἰς αὐτά. Ὁ
Κύριος μεταβάλλει τὴν σκιὰν τῆς
νυκτὸς εἰς πρωΐαν καὶ τὴν ἡμέραν
εἰς σκοτεινὴν νύκτα. Αὐτός,
ποὺ προσκαλεῖ τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης
εἰς τὸ στερέωμα τῆς γῆς καὶ
χύνει αὐτὸ εἰς τὴν γῆν.
Τὸ ὄνομά του εἶναι Κύριος ὁ
Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ.
|
8
Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος δημιουργεῖ
τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ
μὲ πολλὴν εὐκολίαν καὶ τάξιν μεταρρυθμίζει
καὶ μορφοποιεῖ τὰ πάντα. Ἐκεῖνος
εἶναι, ὁ Ὁποῖος μετατρέπει τὴν
σκιὰν τῆς νύκτας εἰς πρωΐ· δηλαδὴ
τοὺς κινδύνους τοῦ θανάτου εἰς λαμπρὰν
καὶ γλυκεῖαν εὐφροσύνην. Ἐκεῖνος
εἶναι, ὁ Ὁποῖος μετατρέπει τὴν
ἡμέραν εἰς σκοτεινὴν νύκτα· δηλαδή,
περιβάλλει μὲ τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν
ὅσους ζοῦν εἰς τὸ φῶς τῆς
κοσμικῆς εὐτυχίας. Ἐκεῖνος εἶναι,
ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ, ὥστε
τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης <καὶ τῶν
λιμνῶν καὶ τῶν ποταμῶν> νὰ
ἐξατμιζεται, νὰ δημιουργῇ ὑδρατμούς,
οἱ ὁποῖοι συγκεντρώνονται εἰς τὴν
ἀτμόσφαιραν ὡς νέφη, καὶ ὁ Ὁποῖος
ἐνεργεῖ, ὥστε οἱ ὑδρατμοὶ
νὰ ὑγροποιοῦνται, νὰ γίνωνται βροχή,
καὶ τὸ νερὸ νὰ χύνεται εἰς τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς· δηλαδή, ἐνεργεῖ
καὶ τώρα, ὥστε ὁ στρατὸς τῶν
Ἀσσυρίων, ὡς ἄλλη καταρρακτώδης βροχή,
νὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν
καὶ νὰ πλημμυρίσῃ τὴν χώραν σας. Τὸ
ὄνομά του εἶναι: <Κύριος ὁ Θεός, ὁ
Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ
τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν
του>. |
9
Ὁ διαιρῶν συντριμμὸν ἐπὶ ἰσχὺν
καὶ ταλαιπωρίαν ἐπὶ ὀχύρωμα
ἐπάγων. |
9
Αὐτὸς καταμερίζει συντριβὴν εἰς
τὴν ἰσχὺν τῶν ἀνθρώπων
καὶ ἐπιφέρει καταστροφὴν εἰς
τὰ ὀχυρώματα αὐτῶν.
|
9
Ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος
δίδει πλήρη συντριβὴν εἰς τοὺς ἰσχυρούς,
κακοπάθειαν δὲ καὶ ἐρείπια εἰς
ὠχυρωμένες πόλεις. |
10
Ἐμίσησαν ἐν πύλαις ἐλέγχοντα
καὶ λόγον ὅσιον ἐβδελύξαντο.
|
10
Οἱ Ἰσραηλῖται ἐμίσησαν κάθε
δίκαιον δικαστήν, ὁ ὁποῖος εἰς
τὴν πύλην τῶν πόλεων ἀπέδιδε
δικαιοσύνην καὶ ἐβδελύχθησαν λόγον
ἅγιον ἐναρέτου ἀνθρώπου.
|
10
<Οἱ Ἰσραηλῖται, ἐπειδὴ ἐζοῦσαν
μέσα εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ παρανομίαν,
ἐμίσησαν ὅσους ἀσκοῦσαν μὲ δικαιοσύνην
τὸ λειτούργημα τοῦ δικαστοῦ εἰς τὶς
πύλες τῆς πόλεως, ὅπου ἐγίνοντο οἱ
συναθροίσεις τοῦ λαοῦ καὶ ἀπενέμετο
ἡ δικαιοσύνη· ἐπεριφρόνησαν καὶ ἐσιχάθηκαν
τὸν λόγον τοῦ δικαίου καὶ ἐναρέτου.
|
11
Διὰ τοῦτο ἀνθ' ὧν κατεκονδυλίζετε
πτωχοὺς καὶ δῶρα ἐκλεκτὰ ἐδέξασθε
παρ' αὐτῶν, οἴκους ξεστοὺς ᾠκοδομήσατε
καὶ οὐ μὴ κατοικήσητε ἐν αὐτοῖς,
ἀμπελῶνας ἐπιθυμητοὺς ἐφυτεύσατε
καὶ οὐ μὴ πίετε τὸν οἶνον
αὐτῶν. |
11
Διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐγρονθοκοπεῖτε
καὶ ἐμωλοπίζατε τοὺς πτωχοὺς
καὶ ἐλαμβάνατε ἐκβιαστικῶς δῶρα
ἀπὸ αὐτούς, μὲ τὰ ὁποῖα
ἀνοικοδομήσατε πολυτελεῖς οἴκους μὲ
λαξευτοὺς λίθους, σᾶς λέγω ὅτι
δὲν θὰ κατοικήσετε εἰς αὐτούς.
Ἐφυτεύσατε ὡραίους καρποφόρους
ἀμπελῶνας καὶ δὲν θὰ πίετε
οἶνον ἀπὸ αὐτούς.
|
11
Διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐγρονθοκοπούσατε
μὲ ἀγριότητα τοὺς πτωχοὺς καὶ
ἐπαίρνατε ἀπὸ αὐτοὺς δι’
ἁρπαγῆς καὶ ἐκβιασμοῦ ἐκλεκτὰ
δῶρα, ἀπὸ τὴν ἄδικον δὲ
αὐτὴν ἁρπαγὴν οἰκοδομήσατε μὲ
πελεκητὲς πέτρες κατοικίες πολυτελεῖς, μάθετε
καλὰ ὅτι δὲν θὰ κατοικήσετε εἰς
τὰ σπίτια αὐτά. Ἐφυτεύσατε ὡραῖα
καὶ ἐκλεκτὰ ἀμπέλια, δὲν θὰ
πιῆτε ὅμως κρασὶ ἀπὸ αὐτά.
|
12
Ὅτι ἔγνων πολλὰς ἀσεβείας ὑμῶν,
καὶ ἰσχυραὶ αἱ ἁμαρτίαι
ὑμῶν, καταπατοῦντες δίκαιον, λαμβάνοντες
ἀλλάγματα καὶ πένητας ἐν πύλαις
ἐκκλίνοντες. |
12
Θὰ βαδίσετε εἰς καταστροφὴν καὶ
ἀφανισμόν, διότι ἐγὼ ἐγνώριζα,
ὅτι αἱ ἀσέβειαί σας εἶναι
πολλαί, αἱ ἁμαρτίαι σας βαρεῖαι,
διότι κατεπατεῖτε τὸ δίκαιον, ἐλαμβάνατε
ἀνταλλάγματα καὶ παρεβλέπατε τὸ
δίκαιον τῶν πτωχῶν, ὅταν ὡς
δικασταὶ ἐκαλεῖσθε νὰ δικάσετε
παρὰ τὰς πύλας τῆς πόλεως.
|
12
Αὐτὰ θὰ συμβοῦν, διότι ἐγνώριζα
τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν σας,
οἱ δὲ ἁμαρτίες σας εἶναι μεγάλες καὶ
βαρειές· σεῖς καταπατεῖτε τὸ δίκαιον, ἀνταλλάσσοντες
τοῦτο μὲ χρήματα καὶ δῶρα, καὶ
παραθεωρεῖτε τὸ δίκαιον τῶν ἀδυνάτων
καὶ πτωχῶν εἰς τὶς κρίσεις καὶ
δίκες, ποὺ γίνονται εἰς τὶς πύλες τῶν
πόλεων. |
13
Διὰ τοῦτο ὁ συνίων ἐν τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ σιωπήσεται, ὅτι
καιρὸς πονηρῶν ἐστιν. |
13
Λόγῳ αὐτῆς τῆς πωρώσεώς
σας, ὁ συνετὸς κατὰ τὸν καιρὸν
ἐκεῖνον θὰ τηρῇ σιωπήν, διότι
εἶναι ἐποχὴ ἐπικρατήσεως τῶν
πονηρῶν. |
13
Διὰ τοῦτο ὁ φρόνιμος καὶ συνετός,
ὅταν ἔλθουν ἐναντίον σας τὰ νέφη τῶν
κακῶν, διὰ τὰ ὁποῖα ὡμίλησα,
θὰ σιωπήσῃ γεμᾶτος ἀθυμίαν, διότι
εἶναι καιρὸς ἐπικρατήσεως τῶν πονηρῶν>.
|
14
Ἐκζητήσατε τὸ καλόν, καὶ μὴ
τὸ πονηρόν, ὅπως ζήσητε· καὶ
ἔσται οὕτως μεθ' ὑμῶν Κύριος
Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὃν τρόπον
εἴπατε· |
14
Ζητήσατε ὅμως καὶ ἐφαρμόσατε
τὸ καλὸν καὶ ὄχι τὸ πονηρόν,
διὰ νὰ ζήσετε. Ἔτσι ὅταν πράττετε,
θὰ εἶναι μαζῆ σας Κύριος, ὁ
Θεός, ὁ Παντοκράτωρ, ὅπως καὶ
σεῖς τὸ εἴπατε·
|
14
<Ζητῆστε λοιπὸν μὲ ἐπιμονν καὶ
ἐπιμέλειαν τὸ καλὸν καὶ τὸ δίκαιον
καὶ ὄχι τὸ πονηρὸν καὶ ἁμαρτωλόν,
διὰ νὰ ζήσετε καὶ σωθῆτε. Ἔτσι
θὰ εἶναι μαζί σας ὁ Κύριος, ὁ
Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ
κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν
δύναμίν του, ὅπως καὶ σεῖς ἰσχυρίζεσθε
λέγοντες: |
15
μεμισήκαμεν τὰ πονηρὰ καὶ ἠγαπήσαμεν
τὰ καλά· καὶ ἀποκαταστήσατε
ἐν πύλαις κρῖμα, ὅπως ἐλεήσῃ
Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ
τοὺς περιλοίπους τοῦ Ἰωσήφ.
|
15
<Ἐμισήσαμεν τὰ πονηρὰ καὶ
ἠγαπήσαμεν τὰ καλὰ τὰ σύμφωνα
μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ>. Ἀποκαταστήσατε,
λοιπόν, καὶ ἀποδώσατε δικαιοσύνην,
ὅταν κρίνετε παρὰ τὰς πύλας
τῶν πόλεών σας, διὰ νὰ ἐλεήσῃ
Κύριος, ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτωρ
τοὺς ὑπολοίπους ἀπὸ τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν.
|
15
<Ἔχομεν μισήσει τὰ πονηρὰ καὶ ἁμαρτωλὰ
καὶ ἀγαπήσαμε τὰ καλὰ καὶ δίκαια,
ποὺ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ>. Ἂς ἀκολουθήσουν λοιπὸν εἰς
τὰ λόγια τὰ ἔργα· καὶ συγκεκριμένα:
Ἀποκαταστῆστε τὴν δικαιοσύνην εἰς
τὶς πύλες τῶν πόλεων, ὅπου ἐκδικάζονται
οἱ ὑποθέσεις τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ
ἐλεήσῃ ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ
Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ
τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν
του, τοὺς ὑπολοίπους ἀπογόνους τοῦ
Ἰωσήφ, δηλαδὴ τῶν δέκα φυλῶν τοῦ
Ἰσραήλ>. |
16
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ· ἐν
πάσαις τοῖς πλατείαις κοπετός, καὶ
ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς ρηθήσεται·
οὐαί, οὐαί· κληθήσεται
γεωργὸς εἰς πένθος καὶ κοπετὸν
καὶ εἰς εἰδότας θρῆνον,
|
16
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει Κύριος,
ὁ Θεός, ὁ παντοκράτωρ· <εἰς
ὅλας τὰς πλατείας τῶν πόλεων
θὰ ἀκούεται κοπετὸς καὶ εἰς
τὰς ὁδοὺς θὰ ἀντηχοῦν
τὰ θρηνώδη ἐπιφωνήματα οὐαί,
οὐαί. Εἰς τὸ πάνδημον αὐτὸ
πένθος τῶν κοπετῶν θὰ κληθοῦν
νὰ λάβουν μέρος καὶ οἱ γεωργοὶ
μαζῆ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν εἰδικευθῇ εἰς τοὺς θρήνους.
|
16
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος,
ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει
καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ τὴν
παντοκρατορικὴν δύναμίν του: <Εἰς ὅλες
τὶς δημόσιες πλατεῖες τῶν πόλεων θὰ
ὑπάρξουν θρῆνοι, κλαυθμοὶ μὲ κτυπήματα
τοῦ στήθους, μυρολόγια· καὶ εἰς ὅλους
τοὺς δρόμους θὰ ἀκούωνται οἱ θρηνητικὲς
κραυγὲς <ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον>.
Οἱ γεωργοὶ θὰ ἐγκαταλείψουν
τὰ ἔργα των καὶ θὰ κληθοὺν εἰς
τὸ πένθος καὶ τοὺς κλαυθμοὺς μὲ
κτυπήματα τοῦ στήθους καὶ θὰ προστεθοὺν
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
τὴν εἰδικότητα νὰ θρηνωδοῦν·
|
17
καὶ ἐν πάσαις ὁδοῖς κοπετός,
διότι ἐλευσομαι διὰ μέσου σου, εἶπε
Κύριος. |
17
Εἰς ὅλους τοὺς δρόμους θὰ ἀκούωνται
κοπετοὶ καὶ θρῆνοι, διότι ἐγὼ
ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης θὰ περάσω
ἀνάμεσα ἀπὸ αὐτούς>
εἶπεν ὁ Κύριος.
|
17
καὶ εἰς ὅλους τοὺς δρόμους θὰ
ὑπάρξουν θρῆνοι, κλαυθμοὶ μὲ κτυπήματα
τοῦ στήθους, μυρολόγια· διότι Ἐγώ, ὁ
Θεὸς τῆς δικαιοσύνης, θὰ ἐπισκεφθῶ
καὶ θὰ διέλθω μέσα ἀπὸ αὐτοὺς
ὡς τιμωρός>, εἶπεν ὁ Κύριος.
|
-18
Οὐαὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες τὴν
ἡμέραν Κυρίου· ἱνατὶ αὕτη
ὑμῖν ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου;
Καὶ αὐτὴ ἐστι σκότος καὶ
οὐ φῶς. |
18
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν καὶ ζητοῦν
νὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρᾳ
τοῦ Κυρίου. Τί θὰ εἶναι γιὰ
σᾶς αὐτὴ ἡ ἡμέρα τοῦ
Κυρίου; Θὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ
ὄχι φωτεινή, ἀπειλητικὴ καὶ
ὄχι παρηγορητική.
|
18
<Ἀλλοίμονον εἰς τοὺς θρασεῖς
καὶ αὐθάδεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἀντιλέγουν εἰς τὶς προρρήσεις τῶν
Προφητῶν καὶ ζητοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν
νὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου!
Ἀλλὰ τί νομίζετε ὅτι θὰ σημαίνῃ
διὰ σᾶς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου;
Θὰ σημαίνῃ σκοτάδι καὶ ὄχι φῶς.
|
19
Ὃν τρόπον ἐὰν φύγῃ ἄνθρωπος
ἐκ προσώπου τοῦ λέοντος καὶ
ἐμπέσῃ αὐτῷ ἡ ἄρκος,
καὶ εἰσπηδήσῃ εἰς τὸν
οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀπερείσηται
τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὸν
τοῖχον καὶ δάκῃ αὐτὸν
ὄφις. |
19
Ἡ τιμωρία σας θὰ εἶναι τρομερὰ
καὶ ἀναπόφευκτος, ὡς ἐὰν
κανεὶς γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν
κίνδυνον τοῦ λέοντος καὶ περιπέσῃ
εἰς τὴν ἄρκτον· ὡς ἐὰν
πηδήσῃ ἐντὸς τοῦ οἴκου
του, διὰ νὰ σωθῇ, στηρίξῃ δὲ
τὰς χεῖρας του εἰς τὸν τοῖχον
τῆς οἰκίας του καὶ τὸν δαγκώσῃ
ὄφις.
|
19
Ἕνεκα τῶν πολλῶν καὶ φοβερῶν
δεινῶν, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἔλθουν, ἡ
ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι ἡμέρα
χωρὶς δυνατότητα σωτηρίας. Θὰ εἶναι ὡσὰν
νὰ διαφεύγῃ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ
τὸν κίνδυνον τοῦ λιονταριοῦ, διὰ νὰ
πέσῃ ὅμως ἐπάνω εἰς τὴν ἀρκούδα·
καὶ διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸ
λιοντάρι καὶ τὴν ἀρκούδα, εἰσέρχεται
μὲ ὁρμὴν εἰς τὸ σπίτι του, ἐνῷ
δὲ ἀικουμβᾷ βιαστικὰ τὰ χέρια
του εἰς τὸν τοῖχον, ἐκεῖ τὸν
δαγκώνει ἀμέσως τὸ φίδι! |
20
Οὐχὶ σκότος ἡ ἡμέρα τοῦ
Κυρίου καὶ οὐ φῶς; Καὶ γνόφος
οὐκ ἔχων φέγγος αὕτη;
|
20
Θὰ εἶναι γεμάτη σκότος καὶ χωρὶς
φῶς ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως
τοῦ Κυρίου. Σκότος βαθὺ θὰ εἶναι
χωρὶς τὸ παραμικρότερον φέγγος.
|
20
Δὲν εἶναι λοιπὸν σκοτάδι ἡ ἡμέρα
τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι φῶς; σκοτάδι βαθύ,
χωρὶς τὴν ἐλαχίστην ἀκτῖνα φωτός,
ἡ ἡμέρα αὐτή;>
|
21
Μεμίσηκα, ἀπῶσμαι ἑορτὰς ὑμῶν
καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ θυσίας
ἐν ταῖς πανηγύρεσιν ὑμῶν·
|
21
<Ἐμίσησα καὶ ἀπέρριψα τὰς
ἑορτάς σας, δὲν θὰ ὀσφρανθῶ
τὰς θυσίας σας κατὰ τὰς μεγάλας
ἑορτὰς καὶ πανηγύρεις σας.
|
21
<Ἔχω μισήσει, ἀπέρριψα τὶς θρησκευτικὲς
ἑορτές σας· δὲν θὰ ὀσφρανθῶ,
δὲν θὰ δεχθῶ τὶς θυσίες, ποὺ
προσφέρετε εἰς Ἐμὲ κατὰ τὶς
πανηγύρεις σας. |
22
διότι ἐὰν ἐνέγκητέ μοι
ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας ὑμῶν,
οὐ προσδέξομαι αὐτά, καὶ σωτηρίου
ἐπιφανείας ὑμῶν οὐκ ἐπιβλέψομαι.
|
22
Διότι, ἐὰν μοῦ προσφέρετε ὁλοκαυτώματα
καὶ τὰς ἄλλας θυσίας σας, δὲν
θὰ τὰς δεχθῶ καὶ δὲν θὰ
ἐπιβλέψω εὐμενῶς, ὅταν παρουσιάζεσθε
ἐνώπιόν μου μὲ τὰς θυσίας
σωτηρίου.
|
22
Διότι ἐὰν μοῦ προσφέρετε θυσίες ὁλοκαυτωμάτων
καὶ ἄλλες θυσίες σας, δὲν θὰ τὶς
ἀποδεχθῶ εὐχαρίστως καὶ δὲν
θὰ κυττάξω εὐμενῶς καὶ μὲ προσοχὴν
τὴν παρουσίαν σας κατὰ τὰ ἱερὰ
δεῖπνα τῶν θυσιῶν <τοῦ σωτηρίου>.
|
23
Μετάστησον ἀπ' ἐμοῦ ἦχον ᾠδῶν
σου, καὶ ψαλμὸν ὀργάνων σου οὐκ
ἀκούσομαι· |
23
Ἀπομακρύνατε ἀπὸ κοντά μου τὸν
ἦχον τῶν ᾠδῶν σας. Δὲν θέλω
νὰ ἀκούσω τὰς μελῳδίας
τῶν ὀργάνων σας.
|
23
Ἀπομάκρυνε ἀπὸ Ἐμέ, Ἰσραηλιτικὲ
λαέ, τὸν ἦχον τῶν ᾠδῶν σου·
τὸν μελωδικὸν ἦχον τῶν μουσικῶν
ὀργάνων σου ἀρνοῦμαι νὰ τὸν
ἀκούσω. |
24
καὶ κυλισθήσεται ὡς ὕδωρ κρίμα
καὶ δικαιοσύνη ὡς χειμάρρους ἄβατος.
|
24
Ἡ δικαιοσύνη σας πρέπει νὰ τρέχῃ
εἰς τὰς ὁδούς σας, ὅπως ρέει
τὸ νερό. Πλουσία ὡς ἀδιάβατος
χείμαρρος πρέπει νὰ εἶναι ἡ
δικαιοσύνη σας.
|
24
Ἡ ἐναντίον σας λοιπὸν δικαία ἀπόφασις
θὰ ἐπέλθῃ τιμωρὸς <ἐναντίον
σας> ὡσὰν τὸ νερό, ποὺ κυλᾷ
ὁρμητικά, καὶ ἡ δικαιοσύνη ὡσὰν
ἀδιαπέραστος χείμαρρος. |
25
Μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσηνέγκατέ
μοι, οἶκος Ἰσραήλ, τεσσάρακοντα ἔτη
ἐν τῇ ἐρήμῳ; |
25
Ἰσραηλιτικὲ λαέ, μήπως κατὰ
τὰ τεσσαράκοντα ἔτη, ὅταν περιεπλανᾶσθε
εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τὴν
προστασίαν μου, μοῦ προσεφέρατε ζῶα
πρὸς θυσίαν;
|
25
Ἰσραηλιτικὲ λαέ, διὰ νὰ κατανοήσετε
ὅτι δὲν ἔχω ἀνάγκην τῶν θυσιῶν
σας, ἐνθυμηθῆτε τοῦτο: Μήπως μοῦ προσεφέρατε
θύματα σφαζόμενα καὶ θυσίες κατὰ τὴν ἐπὶ
σαράντα χρόνια περιπλάνησίν σας εἰς τὴν
ἔρημον; |
26
Καὶ ἀνελάβετε τὴν σκηνὴν τοῦ
Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ Θεοῦ
ὑμῶν Ραιφάν, τοὺς τύπους αὐτῶν,
οὓς ἐποιήσατε ἑαυτοῖς.
|
26
Ἐπήρατε καὶ ἐφέρατε τὴν
σκηνὴν τοῦ Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον
τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ σας Ραιφάν,
τὰ εἴδωλα αὐτῶν, τὰ ὁποῖα
κατεσκευάσατε διὰ τὸν ἑαυτόν
σας. |
26
Καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον
δὲν μοῦ προσεφέρατε τὴν κατὰ τὸν
Νόμον λατρείαν, ἀλλ' ἐδείξατε εἰς Ἐμὲ
τὴν ἰδίαν ἀσέβειαν: Ἐσηκώσατε
εἰς τοὺς ὤμους σας (ἢ ἐπάνω
εἰς φορεῖον), διὰ νὰ τὴν μεταφέρετε
ἐδῷ καὶ ἐκεῖ ὡς κειμήλιον
ἱερόν, τὴν βέβηλον σκηνὴν τοῦ εἰδώλου
Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ
σας Ραιφάν, τὰ ὁμοιώματα καὶ τὰ εἴδωλά
των, ποὺ ἐκάματε, διὰ νὰ τὰ
προσκυνῆτε. |
27
Καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα
Δαμασκοῦ, λέγει Κύριος, ὁ Θεὸς
ὁ παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ.
|
27
Διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ σᾶς μετοικήσω
πέραν ἀπὸ τὴν Δαμασκόν> λέγει
ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου τὸ
ὄνομα εἶναι Κύριος, ὁ Θεὸς ὁ
Παντοκράτωρ. |
27
Πρὸς τιμωρίαν λοιπὸν τῆς εἰδωλολατρίας
καὶ ἀσεβείας σας αὐτῆς θὰ σᾶς
μετοικήσω εἰς τόπον πολὺ μακρινόν, πέραν ἀπὸ
τὴν Δαμασκόν>, λέγει ὁ Κύριος, τοῦ ὁποίου
τὸ ὄνομα εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος
ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα μὲ
τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν του. |