Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὕτως
ἔδειξέ μοι Κύριος καὶ ἰδοὺ
ἄγγος ἰξευτοῦ. |
Κύριος ἔδειξεν εἰς ἐμὲ ἕνα
ἄλλο ὅραμα. Ἰδού, δοχεῖον ἴδια
τὰς ἰξόβεργας τοῦ κυνηγοῦ πτηνῶν.
|
ὐτὸ
εἶναι τὸ <τέταρτον> ὅραμα, τὸ
ὁποῖον μοῦ ἔδειξε Κύριος ὁ Θεός:
Νά! ἕνα δοχεῖον μὲ ἰξόβεργες
κυνηγοῦ πτηνῶν. |
2
Καὶ εἶπε· τί σὺ βλέπεις,
Ἀμώς; Καὶ εἶπα· ἄγγος ἰξευτοῦ.
Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἥκει
τὸ πέρας ἐπὶ τὸν λαόν
μου Ἰσραήλ, οὐ προσθήσω ἔτι
τοῦ παρελθεῖν αὐτόν·
|
2
Καὶ μοῦ εἶπε· <Ἀμὼς
τί βλέπεις σύ;> Καὶ εἶπα·
<Βλέπω δοχεῖον διὰ τὰς ἰξόβεργας
τοῦ κυνηγοῦ πτηνῶν>. Ὁ Κύριος
μοῦ εἶπε τότε· <Ἔφθασε πλέον
τὸ τέλος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ,
δὲ πρόκειται πλέον νὰ τὸν ἐπισκέπτωμαι
καὶ νὰ τοῦ παρέχω τὴν προστασίαν
μου. |
2
Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ:
<Τί βλέπεις ἐσύ, Ἀμώς;>
Καὶ ἐγὼ ἀπάντησα: <Δοχεῖον
μὲ ἰξόβεργες κυνηγοῦ πτηνῶν>. Καὶ
ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: <ἜφΘασε
τὸ τέλος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
μου· δὲν πρόκειται πλέον νὰ παρατρέξω καὶ
νὰ παραβλέψω τὴν ἀσέβειαν, τὴν ὁποίαν
ἐπιτελοῦν οἱ Ἰσραηλῖται μὲ
θράσος καὶ ἀναίδειαν. |
3
καὶ ὀλολύξει τὰ φατνώματα τοῦ
ναοῦ· ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, πολὺς
ὁ πεπτωκὼς ἐν παντὶ τόπῳ,
ἐπιρρίψω σιωπήν. |
3
Ὀλολυγμοὶ θὰ ἀντηχήσουν τότε
εἰς τὰς ὀροφὰς τοῦ ναοῦ.
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς καταστροφῆς, λέγει ὁ Κύριος,
πάρα πολλοὶ θὰ ἔχουν πέσει νεκροὶ
εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
βασιλείου. Θὰ ἀπλώσω ἐπάνω
εἰς αὐτὴν νεκρικὴν σιγήν>.
|
3
Τότε θὰ ἀντηχήσουν εἰς τὶς ὀροφὲς
τοῦ Ναοῦ ξεφωνητὰ καὶ θρῆνοι
καὶ βοὴ ἀπὸ τὰ ξύλα, ποὺ
θὰ καίγωνται. Κατὰ τὴν φοβερὰν
ἐκείνην ἡμέραν>, λέγει ὁ Κύριος, <θὰ
εἶναι πλῆθος ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
θὰ φονευθοῦν εἰς κάθε τόπον τῆς χώρας
τοῦ Ἰσραήλ· θὰ ἐπιφέρω δὲ
νεκρικὴν σιγὴν εἰς τὶς πόλεις καὶ
τοὺς δρόμους καὶ τὰ χωριά, λόγῳ
τῆς παντελοῦς ἐρημίας, ποὺ θὰ
εἶναι συνέπεια τῆς ἀπουσίας τῶν κατοίκων>.
|
-4
Ἀκούσατε δὴ ταῦτα οἱ ἐκτρίβοντες
εἰς τὸ πρωῒ πένητα καὶ καταδυναστεύοντες
πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς,
|
4
Ἀκούσατε, λοιπόν, αὐτὰ σεῖς
οἱ πλούσιοι καὶ ἰσχυροί, οἱ
ὁποῖοι κατὰ τὸ πρωΐ, ποὺ διεξάγονται
αἱ δίκαι, συντρίβετε τὸν ἄπορον
καὶ καταδυναστεύετε πάντοτε τοὺς πτωχοὺς
τῆς χώρας.
|
4
<Ἀκοῦστε λοιπὸν αὐτὰ σεῖς
οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι συντρίβετε
καὶ κυριολεκτικὰ ἀφανίζετε τὸν ἄπορον
κατὰ τὶς δίκες, ποὺ διεξάγονται κατὰ
τὸ πρωΐ, σεῖς οἱ ἰσχυροί, οἱ
ὁποῖοι κάνετε κατάχρησιν τῆς δυνάμεώς
σας καὶ καταναγκάζετε καὶ καταθλίβετε τοὺς
πτωχοὺς τῆς χώρας· |
5
οἱ λέγοντες· πότε διελεύσεται
ὁ μὴν καὶ ἐμπολεμήσομεν καὶ
τὰ σάββατα καὶ ἀνοίξομεν θησαυρὸν
τοῦ ποιῆσαι μέτρον μικρὸν καὶ
τοῦ μεγαλῦναι στάθμια καὶ ποιῆσαι
ζυγὸν ἄδικον |
5
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι λέγετε·
Πότε θὰ περάσῃ ἡ ἀργία
τῆς νουμηνίας, διὰ νὰ ἐπιδοθῶμεν
εἰς τὸ ἐμπόριόν μας, καὶ
τὸ Σάββατον, διὰ νὰ ἀνοίξωμεν
τὰς θησαυροφόρους ἐπιχειρήσεις μας,
νὰ χρησιμοποιήσωμεν λιποβαρῆ σταθμὰ
εἰς τὴν πώλησιν καὶ βαρύτερα
διὰ τὴν ἀγορὰν καὶ γενικῶς
νὰ χρησιμοποιοῦμεν ἄδικον ζυγὸν εἰς
ἐξυπηρέτησιν του συμφέροντός μας·
|
5
σεῖς, οἱ ὁποῖοι λέγετε: <Πότε θὰ
περάσῃ ἡ ἀργία τῆς πρώτης τοῦ
μηνός, διὰ νὰ ἐμπορευθῶμεν·
πότε θὰ περάσῃ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ
ἀνοίξωμεν τὰ χρηματοκιβώτια καὶ τὰ
θησαυροφυλάκια τῶν ἐμπορικῶν μας καταστημάτων
καὶ νὰ κάμωμεν μικρὸν καὶ λιποβαρὲς
τὸ μέτρον κατὰ τὴν πώλησιν, βαρύτερα
δὲ τὰ μέτρα κατὰ τὴν ἀγοράν,
καὶ γενικὰ νὰ κάμωμεν ἔτσι, ὥστε
νὰ εἶναι ἄδικη καὶ ψεύτικη ἡ
ζυγαριά, |
6
τοῦ κτᾶσθαι ἐν ἀργυρίῳ
καὶ πτωχοὺς καὶ πένητα ἀντὶ
ὑποδημάτων καὶ ἀπὸ παντὸς
γεννήματος ἐμπορευσόμεθα;
|
6
διὰ νὰ ἠμπορέσωμεν ἔτσι νὰ
ἀγοράσωμεν τοὺς πτωχοὺς ὡς δούλους
μας καὶ τὸν πένητα ἀντὶ ἑνὸς
ζεύγους ὑποδημάτων, καὶ νὰ ἐμπορευθῶμεν
κάθε εἴδους προϊόντα τῆς γῆς
εἰς πλουτισμόν μας;
|
6
διὰ νὰ ἠμπορέσωμεν ἔτσι νὰ
ἀγοράσωμεν καὶ τοὺς πτωχοὺς ὡς
δούλους μας καὶ τὸν τελείως ἄπορον ἀντὶ
ἐνὸς ζευγαριοῦ ὑποδημάτων καὶ
νὰ ἐμπορευθῶμεν παντὸς εἴδους
προϊόντα καὶ καρποὺς τῆς γῆς διὰ
νὰ πλουτίσωμεν;>. |
7
Ὀμνύει Κύριος κατὰ τῆς ὑπερηφανίας
Ἰακώβ, εἰ ἐπιλησθήσεται εἰς
νῖκος πάντα τὰ ἔργα ὑμῶν.
|
7
Ὁ Κύριος ὁρκίζεται ἐναντίον
τῆς ἐγωπαθοῦς αὐτῆς ἰδιοτελείας
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ λέγει,
ὅτι δὲν θὰ λησμονηθοῦν καὶ δὲν
θὰ ἐπικρατήσουν μέχρι τέλους
τὰ κακά σας ἔργα. |
7
Ὁ Κύριος ὁρκίζεται κατὰ τῆς μετ' αὐθαδείας
καὶ θράσους ἀδικίας τοῦ Ἰακώβ
<τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ) καὶ
λέγει: <Οὐδέποτε θὰ λησμονηθοῦν παντελῶς
καὶ δὲν θὰ συνεχισθοῦν μέχρι τέλους
ὅλα τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα σας.
|
8
Καὶ ἐπὶ τούτοις οὐ ταραχθήσεται
ἡ γῆ, καὶ πενθήσει πᾶς κατοικῶν
ἐν αὐτῇ, καὶ ἀναβήσεται
ὡς ποταμὸς συντέλεια καὶ καταβήσεται
ὡς ποταμὸς Αἰγύπτου.
|
8
Σεῖς νομίζετε ὅτι καθόλου δὲν
θὰ ταραχθῇ ἡ χώρα σας ἀπὸ
τὰ κακὰ αὐτὰ ἔργα σας. Ἀλλὰ
μάθετε τοῦτο· ὅτι ὅλοι, ὅσοι
κατοικοῦν εἰς τὴν Ἰσραηλιτικὴν
χώραν, θὰ πενθήσουν, διότι ἡ
μέλλουσα νὰ ἐπέλθῃ τιμωρία
καὶ καταστροφὴ θὰ εἶναι μεγάλη,
ὡσὰν πλημμύρα ποταμοῦ, ὡσὰν
ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἐπιφέρει
ὁ Νεῖλος, ὅταν ἀνεβοῦν καὶ
ξεχειλίσουν τὰ ὕδατά του ἀπὸ
τὴν κοίτην του καὶ πλημμυρίσουν τὴν
γῆν τῆς Αἰγύπτου.
|
8
Ἕνεκα τῶν ἀδικιῶν καὶ τῶν
ἁμαρτωλῶν αὐτῶν ἔργων σας νομίζετε
ὅτι δὲν θὰ συγκλονισθῇ ἡ γῆ
τοῦ Ἰσραήλ; <Θὰ συνταραχθῇ καὶ
θὰ ἀναστατωθῇ. Τότε> ὅλοι οἱ
κάτοικοι τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ
θὰ πενθήσουν, ἡ δὲ καταστροφὴ θὰ
ξεχυθῇ καὶ θὰ πλημμυρίσῃ τὴν
χώραν, ὅπως ἀνεβαίνουν καὶ πλημμυρίζουν
τὴν Αἴγυπτον τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ
Νείλου, τὰ ὁποῖα κατόπιν κατεβαίνουν καὶ
ἀποσύρονται πάλιν εἰς τὴν κοίτην τοῦ
μεγάλου αὐτοῦ ποταμοῦ τῆς Αἰγύπτου>.
|
9
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ, λέγει Κύριος ὁ
Θεός, καὶ δύσετοι ὁ ἥλιος μεσημβρίας
καὶ συσκοτάσει ἐπὶ τῆς γῆς
ἐν ἡμέρᾳ τὸ φῶς·
|
9
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
θὰ γίνῃ καὶ τοῦτο, λέγει
ὁ Κύριος. Ἐνῷ θὰ εἶναι
μεσημβρία, ὁ ἥλιος θὰ δύσῃ,
ἡ δὲ γῆ ἐν πλήρει ἡμέρᾳ
θὰ σκοτισθῇ καὶ θὰ χάσῃ
τὸ φῶς της.
|
9
<Καὶ κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην
ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο>, λέγει Κύριος
ὁ Θεός· <ὁ ἥλιος θὰ δύσῃ,
ἐνῷ θὰ εἶναι μεσημέρι, καὶ ἔτσι
ἡ γῆ, ἐνῷ θὰ εἶναι πλήρης
ἡμέρα, θὰ σκεπασθῇ ἀπὸ σκοτάδι
καὶ θὰ χάσῃ τὸ φῶς της.
|
10
καὶ μεταστρέψω τὰς ἑορτὰς ὑμῶν
εἰς πένθος καὶ πάσας τὰς ᾠδὰς
ὑμῶν εἰς θρῆνον καὶ ἀναβιβῶ
ἐπὶ πᾶσαν ὀσφὺν σάκκον
καὶ ἐπὶ πᾶσαν κεφαλὴν φαλάκρωμα
καὶ θήσομαι αὐτὸν ὡς πένθος
ἀγαπητοῦ καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ
ὡς ἡμέραν ὀδύνης. |
10
Θὰ μεταβάλω τὰς χαρμοσύνους ἑορτάς
σας εἰς ἡμέρας πένθους καὶ ὅλα
τὰ εὐφρόσυνα ᾄσματά σας εἰς
θρῆνον. Θὰ στείλω τέτοιαν θλῖψιν,
ὥστε ὅλοι σας θὰ ζωσθῆτε πένθιμον
σάκκινον ἔνδυμα, αἱ δὲ κεφαλαί
σας θὰ μαδήσουν καὶ θὰ γίνουν
φαλακραί. Ὁ θρῆνος σας θὰ εἶναι
τόσον πικρὸς καὶ δριμύς, ὡσὰν
ἐκείνου ποὺ γίνεται διὰ τὴν
ἀπώλειαν ἀγαπητοῦ προσώπου,
ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου οἱ
συγγενεῖς διέρχονται ἡμέραν ὀδύνης.
|
10
Θὰ μεταστρέψω τὶς εὐφρόσυνες ἐορτές
σας εἰς πένθος καὶ ὅλα τὰ χαρούμενα
ἄσματά σας εἰς θρήνους. Θὰ κάμω, ὥστε
ὅλοι νὰ ζωσθῆτε τρίχινον πένθιμον ἔνδυμα
<σάκκον> καὶ ὅλοι νὰ ξυρίσετε τὴν
κεφαλήν σας, ὥστε αὐτὴ νὰ φαίνεται
ὡσὰν φαλακρὴ εἰς ἔνδειξιν πένθους.
Θὰ κάμω, ὥστε ὁ θρῆνος νὰ εἶναι
ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ γίνεται διὰ
τὴν ἀπώλειαν πολυαγαπημένου μονογενοῦς υἱοῦ,
ἕνεκα τοῦ ὁποίου οἱ συγγενεῖς
<ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ σύμμαχοί
των> διέρχονται ἡμέρες, πικρίας καὶ ὀδύνης>.
|
11
Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει
Κύριος, καὶ ἐξαποστελῶ λιμὸν
ἐπὶ τὴν γῆν, οὐ λιμὸν
ἄρτων οὐδὲ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ
λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι τὸν λόγον
Κυρίου· |
11
Ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι, λέγει
ὁ Κύριος, καὶ ἐγὼ θὰ ἐξαποστείλω
εἰς τὴν χώραν σας πεῖναν, ὄχι
ἀπὸ ἔλλειψιν ἄρτων ἢ ὕδατος,
ἀλλὰ λιμὸν μεγάλον τοῦ νὰ
ἀκούσετε κάποιον παρήγορον λόγον
Κυρίου.
|
11
<Νά! ἔρχονται ἡμέρες>, λέγει ὁ Κύριος,
<κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ στείλω
πεῖναν εἰς τὴν χώραν, ὄχι πεῖναν
λόγῳ στερήσεως ψωμιοῦ, οὔτε δίψαν λόγῳ
στερήσεως νεροῦ, ἀλλὰ βαρυτάτην πεῖναν,
ποὺ θὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν μεγάλην
στέρησιν νὰ ἀκούετε τὸν παρήγορον λόγον
τῆς θείας διδασκαλίας καὶ τῆς προφητείας.
|
12
καὶ σαλευθήσονται ὕδατα ἀπὸ
τῆς θαλάσσης ἕως θαλάσσης, καὶ
ἀπὸ βορρᾶ ἕως ἀνατολῶν
περιδραμοῦνται ζητοῦντες τὸν λόγον
τοῦ Κυρίου καὶ οὐ μὴ εὕρωσιν.
|
12
Ὅπως ἀναταράσσονται τὰ ὕδατα
τῶν θαλασσῶν καὶ παρασύρονται ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ ἀπὸ τὰ διάφορα
ρεύματα, ἔτσι καὶ οἱ κάτοικοι
τῆς χώρας θὰ περιτρέχουν ἀπὸ
Βορρᾶ καὶ Ἀνατολῶν ζητοῦντες
φῶς καὶ παρηγορίαν ἀπὸ τὸν
λόγον τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ματαίως,
διότι δὲν θὰ εὐρίσκουν.
|
12
Οἱ κάτοικοι τῆς χώρας θὰ περιφέρωνται ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ ὅπως τὰ ὕδατα,
ἀναζητοῦντες ποῦ θὰ φανῇ κάποιος
προφήτης, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς πληροφορήσῃ
τὴν γνώμην τοῦ Θεοῦ· θὰ εἶναι
δὲ τόση ἡ ἀναταραχὴ τοῦ πλήθους,
ὥστε θὰ κινοῦνται ἀπὸ τὴν
Νεκρὰν Θάλασσαν <ἢ κατ' ἄλλους: Ἀπὸ
τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος) μέχρι τῆς Μεσογείου
θαλάσσης, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ
μέχρι τὰ δυτικὰ σύνορα τῆς χώρας, καὶ
ἀπὸ τὰ βόρεια μέχρι τὰ ἀνατολικά,
ἀναζητοῦντες νὰ ἀκούσουν τὸν
παρηγορητικὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ δὲν
θὰ τὸν εὐρίσκουν>.
|
13
Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἐκλείψουσιν αἱ παρθένοι αἱ καλαὶ
καὶ οἱ νεανίσκοι ἐν δίψει,
|
13
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
θὰ σβήσουν καὶ θὰ ἀφανισθοῦν
ἀπὸ τὴν δίψαν αἱ ὡραῖαι
νεάνιδες καὶ οἱ νεαροὶ ἄνδρες·
|
13
<Κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν
θὰ σβήσουν, θὰ ἑξαντληθοῦν καὶ
θὰ ἀφανισθοῦν ἀπὸ τὴν
δίψαν οἱ ὡραῖες νεαρὲς κόρες καὶ
τὰ νέα παλληκάρια, τὰ γεμᾶτα ζωὴν
καὶ δρᾶσιν· |
14
οἱ ὀμνύοντες κατὰ τοῦ ἱλασμοῦ
Σαμαρείας καὶ οἱ λέγοντες· ζῇ
ὁ Θεός σου, Δάν, καὶ ζῇ ὁ
Θεός σου, Βηρσαβεέ· καὶ πεσοῦνται
καὶ οὐ μὴ ἀναστῶσιν ἔτι.
|
14
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὁρκίζονται
εἰς τὸ εἰδωλολατρικὸν θυσιαστήριον
τῆς Σαμαρείας καὶ οἱ ὁποῖοι
λέγουν· Ζῇ ὁ θεός σου, ὦ
Δάν, ζῇ ὁ θεός σου, ὦ Βηρσαβεέ·
θὰ πέσουν καὶ δὲν θὰ ἀνεγερθοῦν
πλέον. |
14
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὁρκίζονται
ὄχι εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν
καὶ Κύριον τοῦ παντός, ἀλλ' εἰς τὸν
εἰδωλολατρικὸν βωμὸν τῆς Σαμαρείας
καὶ οἱ ὁποῖοι λέγουν: <Ζωντανὸς
εἶναι ὁ Θεός σου, πόλις Δάν, καὶ ζωντανὸς
εἶναι ὁ Θεός σου, πόλις Βηρσαβεέ!> Αὐτοὶ
θὰ πέσουν καὶ δὲν θὰ σηκωθοῦν
ποτὲ πλέον>. |