Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἶδον
τὸν Κύριον ἐφεστῶτα ἐπὶ
τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ εἶπε· πάταξον
ἐπὶ τὸ ἱλαστήριον καὶ
σεισθήσεται τὰ πρόπυλα καὶ διάκοψον
εἰς κεφαλὰς πάντων· καὶ τοὺς
καταλοίπους αὐτῶν ἐν ρομφαίᾳ
ἀποκτενῶ, οὐ μὴ διαφύγῃ
ἐξ αὐτῶν φεύγων, καὶ οὐ
μὴ διασωθῇ ἐξ αὐτῶν ἀνασῳζόμενος.
|
ἶδα
τὸν Κύριον νὰ ἵσταται ὄρθιος
πλησίον εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν
ναὸν καὶ νὰ λέγῃ εἰς τὸν
ἄγγελόν του· <κτύπησε τὸν
ναὸν αὐτόν. Τὰ προπύλαια τοῦ
ναοῦ ἀπὸ τὰ κτυπήματα θὰ
σεισθοῦν καὶ θὰ κρημνισθοῦν. Κόψε
τὰς κεφαλὰς ὅλων. Αὐτοὺς δέ,
ποὺ θὰ ἀπομείνουν ἀπὸ
τὴν καταστροφὴν θὰ θανατώσω μὲ
ἐχθρικὴν ρομφαίαν. Κανείς, ὅσον
καὶ ἂν τραπῇ εἰς φυγήν, δὲν
θὰ διαφύγῃ τὸν ὄλεθρον. Κανένας
δὲν θὰ κατορθώσῃ νὰ διασωθῇ
ἀπὸ αὐτούς.
|
ἶδα
τὸν Κύριον νὰ στέκεται ὄρθιος κοντὰ
καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸν
θυσιαστήριον· καὶ ὁ Κύριος εἶπεν <εἰς
ἕνα τῶν Ἀγγέλων του· κατ’ ἄλλους
εἰς τὸν προφήτην Ἀμώς>: <Κτύπησε
τὸ θυσιαστήριον <τὸν ναόν) αὐτό·
καὶ ἀπὸ τὸ κτύπημα θὰ σεισθοῦν
καὶ θὰ πέσουν ὄχι μόνον οἱ στῦλοι,
ἀλλὰ καὶ τὰ προπύλαια καὶ ὅλος
ὁ ναός. Κόψε τὶς κεφαλὲς ὅλων. Ὅσους
δὲ θὰ ἐναπομείνουν ἀπὸ
τὴν καταστροφήν, θὰ τοὺς φονεύσω μὲ
τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ
τοῦ ἐχθροῦ. Κανεὶς ἀπὸ
αὐτοὺς δὲν θὰ γλυτώσῃ καὶ
δὲν θὰ σωθῇ διὰ τῆς φυγῆς·
καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
δὲν θὰ σωθῇ, ἔστω καὶ ἂν
διαφύγῃ. |
2
Ἐὰν κατακρυβῶσιν εἰς ᾅδου, ἐκεῖθεν
ἡ χείρ μου ἀνασπάσει αὐτούς·
καὶ ἐὰν ἀναβῶσιν εἰς τὸν
οὐρανόν, ἐκεῖθεν κατάξω αὐτούς·
|
2
Καὶ ἐὰν ἀκόμη μερικοὶ
κατορθώσουν νὰ κατεβοῦν καὶ νὰ
κρυβοῦν εἰς τὸν ᾅδην, καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ τὸ χέρι μου θὰ τοὺς
ἀνασύρῃ. Ἐὰν δὲ καὶ
ἀναβοῦν εἰς τὸν οὐρανόν,
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ τοὺς
κρημνίσω κάτω.
|
2
Καὶ ἂν ἀκόμη ὡρισμένοι κατορθώσουν
να κατεβοῦν εἰς τὸν ἅδην καὶ
νὰ κρυβοῦν, τὸ χέρι μου θὰ τοὺς
σύρῃ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ θὰ
τοὺς ξερριζώσῃ. Ἐὰν πάλιν ἐπιτύχουν
νὰ ἀνεβοῦν εἰς τὸν οὐρανόν,
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ τοὺς
κρημνίσω κάτω. |
3
ἐὰν ἐγκατακρυβῶσιν εἰς τὴν
κορυφὴν τοῦ Καρμήλου, ἐκεῖθεν
ἐξερευνήσω καὶ λήψομαι αὐτούς·
καὶ ἐὰν καταδύσωσιν ἐξ ὀφθαλμῶν
μου εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης,
ἐκεῖ ἐντελοῦμαι τῷ δράκοντι
καὶ δήξεται αὐτούς·
|
3
Ἐὰν μὲ κάθε ἐπιμέλειαν
καὶ φροντίδα κρυβοῦν εἰς τὰς
κρύπτας τῆς κορυφῆς τοῦ ὅρους
Καρμήλου, ἐγὼ θὰ ἐξερευνήσω
τὴν περιοχὴν καὶ θὰ τοὺς συλλάβω.
Καὶ ἐὰν φύγουν μακρὰν ἀπὸ
τὰ μάτια μου καὶ καταδυθοῦν εἰς
τὰ βάθη τῆς θαλάσσης θὰ διατάξω
τοὺς δράκοντας τῆς θαλάσσης νὰ
τοὺς κατασπαράξουν. |
3
Ἐὰν κρυβοῦν καλὰ εἰς καποίαν
κρύπτην εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους
Κάρμηλον, θὰ ἐρευνήσω μὲ ἐπιμέλειαν,
θὰ τοὺς ἀνακαλύψω καὶ θὰ
τοὺς συλλάβω. Ἐὰν δὲ πάλιν ἐξαφανισθοῦν
ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ καταβυθισθοῦν
καὶ κρυφθοῦν εἰς τὰ σκοτεινὰ
βάθη τῆς θαλάσσης, θὰ διατάξω ἕνα ἀπὸ
τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα μεγάλα κήτη νὰ
τοὺς κατασπαράξῃ. |
4
καὶ ἐὰν πορευθῶσιν ἐν αἰχμαλωσίᾳ
πρὸ προσώπου τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν,
ἐκεῖ ἐντελοῦμαι τῇ ρομφαίᾳ
καὶ ἀποκτενεῖ αὐτούς. Καὶ
στηριῶ τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐπ'
αὐτοὺς εἰς κακὰ καὶ οὐκ
εἰς ἀγαθά. |
4
Ἐὰν συλληφθοῦν καὶ προχωροῦν
αἰχμάλωτοι ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν
των, καὶ ἐκεῖ θὰ διατάξω τὴν
ἐχθρικὴν ρομφαίαν νὰ τοὺς θανατώσῃ.
Θὰ ἔχω στηριγμένους τοὺς ὀφθαλμούς
μου ἐπάνω των πρὸς τιμωρίαν των καὶ
ὄχι διὰ τὸ καλόν των>!
|
4
Καὶ ἐὰν ὁδηγηθοῦν εἰς
αἰχμαλωσίαν μὲ τὴν συνοδίαν τῶν ἐχθρῶν
των, θὰ δώσω καὶ ἐκεῖ ἐντολὴν
εἰς τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον
ἐχθρικὸν σπαθὶ νὰ τοὺς φονεύσῃ.
Καὶ θὰ προσηλώσω τὸ βλέμμα μου ἐπάνω
των πρὸς τιμωρίαν καὶ ὄχι διὰ τὸ
καλὸν των!> |
5
Καὶ Κύριος Κύριος ὁ Θεὸς ὁ
παντοκράτωρ, ὁ ἐφαπτόμενος τῆς
γῆς καὶ σαλεύων αὐτήν, καὶ
πενθήσουσι πάντες οἱ κατοικοῦντες
αὐτήν, καὶ ἀναβήσεται ὡς
ποταμὸς συντέλεια αὐτῆς καὶ
καταβήσεται ὡς ποταμὸς Αἰγύπτου·
|
5
Κύριος, Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ
εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἐγγίζει τὴν γῆν καὶ σείει
αὐτὴν ὀλόκληρον. Ὅλοι ὅσοι
κατοικοῦν τὴν χώραν αὐτὴν τοῦ
Ἰσραὴλ θὰ πενθήσουν, διότι ἡ
καταστροφὴ θὰ ὁμοιάζῃ μὲ
τὸν Νεῖλον ποταμόν, τοῦ ὁποίου
τὰ νερὰ ἐκχειλίζουν καὶ καταπλημμυρίζουν
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
|
5
Ὁ Κύριος, Κύριος ὁ Θεός, εἶναι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ
τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν
του καὶ ὁ Ὁποῖος ἐγγίζει
ἁπλῶς τὴν γῆν, καὶ αὐτὴ
σείεται ὁλόκληρος. Καὶ ὅλοι, ὅσοι
κατοικοῦν τὴν χώραν αὐτὴν τοῦ
Ἰσραήλ, θὰ πενθήσουν, καθὼς ἡ καταστροφή
της θὰ ὁμοιάζῃ μὲ ἐκείνην
ποὺ προκαλεῖ ὁ Νεῖλος, ὁ ποταμὸς
τῆς Αἰγύπτου, τοῦ ὁποίου τὰ
ὕδατα ἀνεβαίνουν καὶ πλημμυρίζουν τὴν
Αἴγυπτον καὶ κατόπιν κατεβαίνουν καὶ ἀποσύρονται
πάλιν εἰς τὴν κοίτην του. |
6
ὁ οἰκοδομῶν εἰς τὸν οὐρανὸν
ἀνάβασιν αὐτοῦ καὶ τὴν
ἐπαγγελίαν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς
γῆς θεμελιῶν, ὁ προσκακαλούμενος τὸ
ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ ἐκχέων
αὐτὸ ἐπὶ πρόσωπον τῆς
γῆς· Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ
ὄνομα αὐτῷ. |
6
Ὁ Κύριος ἔχει οἰκοδομήσει εἰς
τοὺς οὐρανοὺς τὴν ὑψηλὴν
αὐτοῦ κατοικίαν, θεμελιώνει δὲ
καὶ πραγματοποιεῖ τὰς ὑποσχέσεις
αὐτοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους
τῆς γῆς. Αὐτὸς προκαλεῖ τὸ
νερὸ τῆς θαλάσσης ἐπάνω εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἔπειτα τὸ
χύνει εἰς ὁλόκληρον τὴν γῆν.
Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ,
αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του.
|
6
Ὁ παντοκράτωρ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος οἰκοδομεῖ εἰς
τὸν οὐρανὸν τὴν ὑψηλὴν
κατοικίαν του, θεμελιώνει δὲ καὶ πραγματοποιεῖ
τὶς ὑποσχέσεις του εἰς τοὺς κατοίκους
τῆς γῆς. Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος,
ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ, ὥστε
τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης (καὶ τῶν
λιμνῶν καὶ τῶν ποταμῶν> νὰ
ἐξατμίζεται, νὰ δημιουργὴ ὑδρατμούς,
ποὺ συγκεντρώνονται εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν
ὡς νέφη, καὶ ὁ Ὁποῖος ἐνεργεῖ,
ὥστε οἰ ὑδρατμοὶ νὰ ὑγροποιοῦνται
καὶ τὸ νερὸ νὰ χύνεται ὡς βροχὴ
εἰς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Τὸ
ὄνομά του εἶναι: <Κύριος ὁ Θεός,
ὁ Ὁποῖος ἐξουσιάζει καὶ κυβερνᾷ
τὰ πάντα μὲ τὴν παντοκρατορικὴν δύναμίν
του>. |
7
Οὐχ ὡς υἱοὶ Αἰθιόπων ὑμεῖς
ἐστε ἐμοί, υἱοὶ Ἰσραήλ;
Λέγει Κύριος. Οὐ τὸν Ἰσραὴλ
ἀνήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου
καὶ τοὺς ἀλλοφύλους ἐκ Καππαδοκίας
καὶ τοὺς Σύρους ἐκ βάθρου;
|
7
<Σεις ὦ Ἰσραηλῖται, μήπως τάχα
καὶ εἶσθε δι' ἐμὲ ὅπως οἱ
Αἰθίοπες; Λέγει ὁ Κύριος. Δὲν
εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
σᾶς ἀνεβίβασα ἐλευθέρους ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου; Δὲν
εἶμαι ἐγὼ αὐτός, ποὺ ἀνέσυρα
τοὺς Φιλισταίους ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν
καὶ τοὺς Σύρους ἀπὸ βόθρον;
|
7
<Δὲν μοῦ εἶσθε σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται
ὅμοιοι μὲ τοὺς Αἰθίοπας;>, λέγει
ὁ Κύριος. <Μήπως ἐγὼ δὲν εἶμαι
Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ὠδήγησα
καὶ ἔφερα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
εἰς τὴν γῆν Χαναὰν τοὺς Ἰσραηλίτες,
ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς Φιλισταίους ἀπὸ
τὴν Καππαδοκίαν καὶ τοὺς Σύρους ἀπὸ
τὸν βόθρον; |
-8
Ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὴν βασιλείαν
τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἐξαρῶ
αὐτὴν ἀπὸ προσώπου τῆς
γῆς· πλὴν ὅτι οὐκ εἰς τέλος
ἐξαρῶ τὸν οἶκον Ἰακώβ,
λέγει Κύριος. |
8
Ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ στρέφονται ὠργισμένοι
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν ἁμαρτωλῶν
Ἰσραηλιτῶν, τὴν ὁποίαν καὶ
θὰ ἐξαφανίσω ἀπὸ τὸ πρόσωπον
τῆς γῆς. Ἀλλὰ δὲν θὰ καταστρέψω
ἐξ ὁλοκλήρου τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακώβ.
|
8
Νά! Οἱ ὠργισμένοι ὀφθαλμοὶ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐστραμμένοι εἰς
τὸ ἁμαρτωλὸν βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ,
καὶ θὰ ἑξαφανίσω τὸ βασίλειον αὐτὸ
ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Πλὴν
ὅμως δὲν θὰ καταστρέψω καὶ δὲν
θὰ ἑξαφανίσω τελείως τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακώβ>, λέγει ὁ Κύριος.
|
9
Διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐντέλλομαι
καὶ λικμήσω ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι
τὸν οἶκον Ἰσραήλ, ὃν τρόπον
λικμᾶται ἐν τῷ λικμῷ καὶ οὐ
μὴ πέσῃ σύντριμμα ἐπὶ
τὴν γῆν. |
9
Διότι ἰδού, ἐγὼ διατάσσω
καὶ θὰ λιχνίσω καὶ θὰ διασκορπίσω
τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς ὅλα τὰ
ἔθνη, ὅπως λιχνίζει ὁ γεωργὸς
κατὰ τὰς ὥρας τοῦ λιχνίσματος
τὸ ἄχυρον. Ἀλλὰ δὲν θὰ
πέσῃ ὁ Ἰσραὴλ ἐξ ὁλοκλήρου
συντετριμμένος ἐπάνω εἰς τὴν
γῆν. |
9
<Διότι, νά! Ἐγὼ προστάσσω καὶ θὰ
λιχνίσω, θὰ διασκορπίσω τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν εἰς ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, ὅπως ὁ γεωργὸς λιχνίζει μὲ
τὸ λιχνιστήρι του τὸ ἄχυρον. Ἀλλ’
ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν θὰ
πέσῃ τελείως συντετριμμένος εἰς τὴν γῆν
δηλαδὴ δὲν θὰ καταστροφῇ ἐξ
ὁλοκλήρου. |
10
Ἐν ρομφαίᾳ τελευτήσουσι πάντες
ἁμαρτωλοὶ λαοῦ μου οἱ λέγοντες·
οὐ μὴ ἐγγίσῃ οὐδ' οὐ
μὴ γένηται ἐφ' ἡμᾶς τὰ
κακά. |
10
Θὰ θανατωθοῦν μὲ ἐχθρικὴν ρομφαίαν
ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ τοῦ λαοῦ
μου, οἱ ὁποῖοι λέγουν· Δὲν
θὰ μᾶς πλησιάσουν, οὔτε καὶ
θὰ πέσουν ἐπάνω μας τὰ κακά.
|
10
Θὰ θανατωθοῦν μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο
ἀμφίστομον ἐχθρικὸν σπαθὶ ὅλοι
οἰ ἁμαρτωλοὶ τοῦ <Ἰσραηλιτικοῦ>
λαοῦ μου, οἱ ὁποῖοι λέγουν: <Δὲν
θὰ μᾶς πλησιάσουν, οὔτε θὰ πέσουν
ἐπάνω μας τὰ κακὰ καὶ ἡ καταστροφή>.
|
11
Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἀναστήσω τὴν σκηνὴν Δαυὶδ τὴν
πεπτωκυῖαν καὶ ἀνοικοδομήσω τὰ
πεπτωκότα αὐτῆς καὶ τὰ κατεσκαμμένα
αὐτῆς ἀναστήσω καὶ ἀνοικοδομήσω
αὐτὴν καθὼς αἱ ἡμέραι
τοῦ αἰῶνος. |
11
Κατὰ τὴν μεγάλην καὶ ἐπίσημον
ἐκείνην ἡμέραν, θὰ ξαναστήσω
τὴν σκηνὴν τοῦ Δαβίδ, ἡ ὁποία
ἔχει πέσει. Θὰ ἀνοικοδομήσω
τὰ ἐρείπια τῆς χώρας αὐτῆς,
θὰ ἀνορθώσω καὶ θὰ ἀποκαταστήσω
αὐτήν, ὅπως ἦτο κατὰ τὴν
περααμένην ἐποχὴν τῆς δόξης
της. |
11
<Κατὰ τὴν ἐπίσημον καὶ εὐτυχῆ
ἡμέραν τοῦ Μεσαίου θὰ στήσω καὶ πάλιν
τὸν θρόνον καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ
Δαβίδ, ἡ ὁποία θὰ ἔχῃ καταπέσει·
θὰ ἀνοικοδομήσω καὶ πάλιν τὰ ἐρείπια
τῆς χώρας τοῦ Ἰσραήλ, τὰ ὁποῖα
θὰ ἔχουν κατασκαφῆ, τὰ δὲ κατεστραμμένα
καὶ ἀνεσκαμμένα ἐρείπιά της θὰ
τὰ ξανακτίσω· θὰ ἀνοικοδομήσω τὴν
χώραν καὶ θὰ τὴν ἀποκαταστήσω ἐνωμένην
εἰς ἕνα βασίλειον, ἔνδοξον καὶ λαμπράν,
ὅπως ἦταν κατὰ τὴν ἐποχὴν
τῶν ἐνδόξων βασιλέων της Δαβὶδ καὶ
Σολομῶντος <ἢ κατ’ ἄλλους: Εἰς
ἡμέρας μακράς>· |
12
Ὅπως ἐκζητήσωσιν οἱ κατάλοιποι
τῶν ἀνθρώπων καὶ πάντα τὰ
ἔθνη, ἐφ' οὓς ἐπικέκληται τὸ
ὄνομά μου ἐπ' αὐτούς, λέγει
Κύριος ὁ Θεός ὁ ποιῶν πάντα
ταῦτα. |
12
Ὥστε ὅλοι οἱ ἀπομείναντες Ἰσραηλῖται
καὶ ὅλα τὰ ἔθνη νὰ ἀναζητοῦν
καὶ ἐπικαλοῦνται τὸν ἀληθινὸν
Θεόν, διότι καὶ αὐτὰ θὰ
ἐπικαλεσθοῦν τὸ Ὄνομά μου λέγει
Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
πραγματοποιεῖ ὅλα αὐτά.
|
12
ἔτσι, ὥστε νὰ ζητήσουν μὲ τὴν
καρδιά των τὸν Κύριον, ἐκτὸς τῶν
Ἰουδαίων, οἱ ὑπόλοιποι τῶν ἀνθρώπων
καὶ ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη,
εἰς τὰ ὁποῖα θὰ ἔχουν
βάλει ὡς ὄνομα τὸ ὄνομά μου,
ὥστε νὰ εἶναι ἰδικοί μου>, λέγει
ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος πραγματοποιεῖ
ὅλα αὐτά. |
13
Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει
Κύριος, καὶ καταλήψεται ὁ ἀμητὸς
τὸν τρυγητόν, καὶ περκάσει ἡ
σταφυλὴ ἐν τῷ σπόρω, καὶ ἀποσταλάξει
τὰ ὄρη γλυκασμόν, καὶ πάντες
οἱ βουνοὶ σύμφυτοι ἔσονται·
|
13
Ἰδού, θὰ ἔλθουν ἡμέραι,
λέγει ὁ Κύριος, εὐτυχίας καὶ
εὐλογίας, ὥστε ὁ θερισμὸς τοῦ
σίτου θὰ φθάνῃ τὸν τρυγητὸν
τῶν ἀμπέλων, τὰ δὲ σταφύλια
θὰ ὠριμάζουν μέχρι τῆς ἐποχῆς,
ποὺ θὰ σπείρωνται τὰ σιτηρά.
Τὰ ὄρη θὰ σταλάζουν μέλι, θὰ
παρέχουν πλούσια τὰ προϊόντα των,
καὶ τὰ βουνὰ θὰ εἶναι κατάφυτα
καὶ καταπράσινα.
|
13
<Νά! ἔρχονται ἡμέρες>, λέγει ὁ
Κύριος, <κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ
εἶναι τόσος ὁ πλοῦτος καὶ ἡ
ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν, ὥστε ὁ
θερισμὸς τοῦ σιταριοῦ θὰ φθάνῃ
μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ τρύγου τῶν
σταφυλιῶν, καὶ τὰ σταφύλια θὰ ὡριμάζουν
μέχρι τὸν Νοέμβριον, δηλαδὴ τὴν ἐποχὴν
τῆς σπορᾶς. Τὰ ὅρη θὰ στάζουν
γλυκασμὸν καὶ μέλι ἀπὸ τοὺς
ποικίλους καρποὺς τῶν δένδρων καὶ ἀπὸ
τὸ γλυκὸ κρασί, ὅλοι δὲ οἱ λόφοι
θὰ εἶναι κατάφυτοι καὶ καταπράσινοι.
|
14
καὶ ἐπιστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν
τοῦ λαοῦ μου Ἰσραήλ, καὶ οἰκοδομήσουσι
πόλεις τὰς ἠφανισμένας καὶ κατοικήσουσι
καὶ φυτεύσουσιν ἀμπελῶνας καὶ
πίονται τὸν οἶνον αὐτῶν καὶ
ποιήσουσι κήπους καὶ φάγονται τὸν
καρπὸν αὐτῶν· |
14
Θὰ ἐπαναφέρω ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν
τὸν λαόν μου τὸν ἰσραηλιτικὸν
καὶ θὰ ἀνοικοδομήσουν αὐτοὶ
τὰς κατεστραμμένας πόλεις των, θὰ
κατοικήσουν, θὰ φυτεύσουν ἀμπελῶνας,
θὰ πίουν ἐν εἰρήνῃ τὸν
οἶνον των, θὰ καλλιεργήσουν τοὺς κήπους
καὶ θὰ φάγουν ἥσυχοι τοὺς καρπούς
των. |
14
Ἐπίσης θὰ ἐπαναφέρω καὶ θὰ ἀποκαταστήσω
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν μου ἀπὸ
τὴν αἰχμαλωσίαν. Τότε οἱ Ἰσραηλῖται
θὰ ξανακτίσουν τὶς ἐρειπωμένες πόλεις των
καὶ θὰ κατοικήσουν εἰς αὐτές. Θὰ
φυτεύσουν ἀμπελῶνες καὶ θὰ πιοῦν
τὸ κρασί των· θὰ φυτεύσουν καὶ θὰ
καλλιεργήσουν ἐπίσης κήπους καὶ θὰ φάγουν
τοὺς καρπούς των. |
15
καὶ καταφυτεύσω αὐτοὺς ἐπὶ
τῆς γῆς αὐτῶν, καὶ οὐ
μὴ ἐκσπασθῶσιν οὐκέτι ἀπὸ
τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς,
λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ.
|
15
Θὰ τοὺς καταφυτεύσω μονίμως εἰς
τὴν χώραν των καὶ δὲν θὰ ἀποσπασθοῦν
βιαίως ἀπὸ τὴν γῆν, τὴν
ὁποίαν ἔδωκα εἰς αὐτούς>,
λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ.
|
15
Θὰ ἐγκαταστήσω τοὺς Ἰσραηλῖτες,
θὰ τοὺς καταφυτεύσω μονίμως εἰς τὴν
πατρίδα των, καὶ οὐδέποτε πλέον θὰ ξερριζωθοῦν
βιαίως ἀπὸ τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν
τοὺς ἔχω δώσει>, λέγει ὁ Κύριος, ὁ
Θεὸς ὁ παντοκράτωρ. |