Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶδον ὅτι ἤνοιξε τὸ ἀρνίον
μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων·
καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν
τεσσάρων ζῴων λέγοντος, ὡς φωνὴ
βροντῆς· ἔρχου.
|
αὶ
εἶδα, ὅτι τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε
πράγματι τὴν πρώτην ἀπὸ τὰς
ἑπτὰ σφραγῖδας. Καὶ ἤκουσα τὸ
πρῶτον ἀπὸ τὰ τέσσαρα ζῶα,
ποὺ διακονοῦν εἰς τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ, νὰ λέγῃ μὲ φωνὴν
ἰσχυράν, σὰν βροντήν· <ἔλα>.
|
αὶ
εἶδα, ὅταν ἤνοιξε τὸ Ἀρνίον
τὴν πρώτην ἀπὸ τὰς ἑπτὰ
σφραγῖδας, τὸ πρῶτον ἀπὸ τὰ
τέσσερα ζῷα, ποὺ ὡς λειτουργικὰ πνεύματα
λαμβάνουν μέρος εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ
θείου σχεδίου, τὸ ἤκουσα νὰ λέγῃ μὲ
φωνήν, ποὺ ὠμοίαζε πρὸς βροντήν· Ἔλα.
|
2
Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος
λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ'
αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη
αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε
νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ.
|
2
Καὶ εἶδα· καὶ ἰδοὺ ἕνα
κατάλευκο ἄλογο. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω εἰς
αὐτό, εἶχε τόξον, σύμβολον τῆς
δυνάμεώς του. Καὶ τοῦ ἐδόθη
στέφανος, σύμβολον τῆς νίκης του καὶ
τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας του. Καὶ
ἀμέσως μόλις ἐξῆλθε, ἤρχισε
νὰ νικᾷ καὶ θὰ ἐξακολουθῇ
νὰ νικᾷ μέχρι συντελείας τῶν
αἰώνων. (Ἡ εἰκὼν συμβολίζει
τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ
ὁποῖον ἀπ' ἀρχῆς νικᾷ
καὶ θὰ νικᾷ τὸ κακὸν καὶ
τὸν πονηρὸν εἰς σωτηρίαν τῶν
ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ νίκη, ἡ
νικήσσασα τὸν κόσμον).
|
2
Καὶ εἶδα, καὶ ἰδοὺ ἕνα
ἄλογον ἄσπρο, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
ἐκάθητο ἀπ’ αὐτοῦ, εἶχε τόξον.
Καὶ τοῦ ἐδόθη στέφανος, σύμβολον τῆς
νίκης καὶ τῆς βασιλείας του. Καὶ ὁ
καβαλλάρης αὐτός, ποὺ ἐξεικόνιζε τὸ
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐβγῆκεν ἀμέσως
νικητὴς καὶ θὰ ἐξηκολούθει νὰ
νικᾷ μέχρι τέλους. |
3
Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα
τὴν δευτέραν, ἤκουσα τοῦ δευτέρου
ζῴου λέγοντος· ἔρχου. |
3
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε
τὴν δευτέραν σφραγῖδα, ἤκουσα τὸ
δεύτερον ζῶον νὰ λέγῃ·
<ἔλα>. |
3
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν
δευτέραν σφραγῖδα, ἤκουσα τὸ δεύτερον ζῷον
νὰ λέγῃ· Ἔλα νὰ ἴδῃς.
|
4
Καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυρρός,
καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ' αὐτὸν
ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν
εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ
ἵνα ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη
αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη.
|
4
Καὶ ἐβγῆκεν ἄλλος ἵππος κόκκινος,
(ποὺ συμβολίζει τοὺς αἱματηροὺς
ἐξωτερικοὺς καὶ ἐμφυλίους πολέμους),
καὶ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐκάθητο
ἐπάνω εἰς αὐτὸν τὸν ἵππον
παρεχωρήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ
ἄδεια, νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν
εἰρήνην ἀπὸ τὴν γῆν καὶ
νὰ σφαγοῦν μεταξύ των οἱ ἄνθρωποι.
Καὶ ἐδόθη εἰς αὐτὸν μάχαιρα
μεγάλη (σύμβολον τοῦ ὀλέθρου).
|
4
Καὶ ἐβγῆκεν ἄλλο ἄλογον κοκκινωπὸν
καὶ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐκάθητο
ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἐξεπροσωπεῖ
τὸν πόλεμον, ἐδόθη ἡ ἄδεια ἀπὸ
τὸν Θεὸν νὰ πάρῃ τὴν εἰρήνην
ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ νὰ σφαγοῦν
ἀναμεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι. Καὶ πρὸς
τὸν σκοπὸν αὐτὸν τοῦ ἐδόθη
μάχαιρα μεγάλη. |
5
Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα
τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου
ζῴου λέγοντος· ἔρχου. Καὶ εἶδον,
καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ
ὁ καθήμενος ἐπ' αὐτὸν ἔχων
ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ·
|
5
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε
τὴν τρίτην σφραγῖδα, ἤκουσα τὸ
τρίτον ζῶον νὰ λέγῃ· <ἔλα>.
Καὶ εἶδα· καὶ ἰδοὺ ἕνα
μαῦρο ἄλογο (ποὺ συμβολίζει τὰς
στερήσεις καὶ τοὺς λιμούς) καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω
του, εἶχε ζυγαριὰ εἰς τὸ χέρι
του. |
5
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν
τρίτην σφραγῖδα, ἤκουσα τὸ τρίτον ζῷον
νὰ λέγῃ· Ἔλα νὰ ἴδῃς.
Καὶ εἶδα· καὶ ἰδοὺ ἕνα
ἄλογον μαῦρον καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
ἐκάθητο ἐπ’ αὐτοῦ, ἐξεπροσώπει
τὴν πεῖναν καὶ τοὺς λιμούς, καὶ
εἶχε ζυγαριὰν εἰς τὸ χέρι του.
|
6
καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἐν μέσῳ
τῶν τεσσάρων ζῴων λέγουσαν· χοῖνιξ
σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνικες
κριθῇς δηναρίου, καὶ τὸ ἔλαιον
καὶ τὸν οἶνον μὴ ἀδικήσῃς.
|
6
Καὶ ἤκουσα σὰν φωνὴν ἀνάμεσα
ἀπὸ τὰ τέσσαρα ζῶα νὰ
λέγῃ· <ἕνα κιλὸν σίτου
ἔφθασε νὰ πωλῆται, λόγῳ τοῦ
λιμοῦ, ἕνα δηνάριον καὶ τρία
κιλὰ κριθαριοῦ, ἕνα δηνάριον. Τὸ
ἔλαιον ὅμως καὶ τὸν οἶνον μὴ
τὰ στερήσῃς· ἂς τὰ ἔχουν
μὲ κάποιαν ἀφθονίαν>.
|
6
Καὶ ἤκουσα σὰν φωνὴν ἀπὸ
τὸ μέσον τῶν τεσσάρων ζώων νὰ λέγῃ·
ἕνα κιλὸν σίτου νὰ ὑπερτιμηθῇ
λόγῳ τῆς ἐλλείψεως, ὥστε νὰ
πωλῆται ἕνα δηνάριον, δηλαδὴ δύο περίπου
χρυσᾶς δραχμὰς καὶ τρία κιλὰ κριθαριοῦ
ἕνα δηνάριον· καὶ εἰς τὸ ἔλαιον
καὶ τὸν οἶνον μὴ φέρῃς στέρησιν,
ἀλλ’ ἄφησέ τα ἀφθονώτερα.
|
7
Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα
τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν τοῦ
τετάρτου ζῴου λέγοντος· ἔρχου.
|
7
Καὶ ὅταν τὸ ἀρνίον ἤνοιξε
τὴν τετάρτην σφραγῖδα, ἤκουσα τὴν
φωνὴν τοῦ τετάρτου ζώου νὰ λέγῃ·
<ἔλα>. |
7
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν
τετάρτην σφραγῖδα, ἤκουσα τὴν φωνὴν
τοῦ τετάρτου ζώου νὰ λέγῃ· Ἔλα
νὰ ἴδῃς. |
8
Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος
χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω
αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος,
καὶ ὁ ᾁδῃς ἠκολούθει μετ'
αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ
ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον
τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ρομφαῖᾳ
καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ
καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς
γῆς. |
8
Καὶ εἶδα· Καὶ ἰδοὺ ἕνα
κίτρινο ἄλογο, (ποὺ συμβολίζει τὰς
ἐπιδημίας καὶ τὸ θανατικό) καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω
εἰς αὐτό, εἶχεν ὄνομά
του: Ὁ θάνατος. Καὶ ἀκολουθοῦσε
μαζῆ του ὁ Ἅδης, διὰ νὰ μαζεύῃ
τὰς ψυχὰς ἐκείνων, ποὺ θὰ
ἐπέθαιναν. Καὶ παρεχωρήθη εἰς
αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ
ἐξουσία ἐπάνω εἰς τὸ τέταρτον
τῶν κατοίκων τῆς γῆς, νὰ τοὺς
φονεύσῃ μὲ τὴν μάχαιραν καὶ
μὲ τὸν λιμὸν καὶ μὲ τὸ
θανατικὸ καὶ μὲ τὰ θηρία τῆς
γῆς, ποὺ θὰ κατασπαράξουν μερικούς.
|
8
Καὶ εἶδα καὶ ἰδοὺ ἕνα
ἄλογον κίτρινον καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
ἐκάθητο ἐπ’ αὐτοῦ, ἐξεπροσώπει
τὰς μολυσματικὰς ἀσθενείας καὶ ἐπιδημίας,
καὶ εἶχεν ὄνομα ὁ θάνατος. Καὶ
ἀκολουθοῦσε μαζί του ὁ Ἅδης διὰ
νὰ παραλαμβάνῃ τὰς ψυχὰς ἐκείνων,
ποὺ θὰ ἀπέθαιναν. Καὶ τοῦ ἐδόθη
ἐξουσία ἐπὶ τοῦ τετάρτου τῶν
κατοίκων τῆς γῆς, νὰ τοὺς φονεύσῃ
μὲ ρομφαίαν καὶ μὲ πεῖναν καὶ
μὲ θάνατον καὶ νὰ κατασπαραχθοῦν μερικοὶ
ἀπὸ τὰ θηρία τῆς γῆς.
|
9
Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα,
εἶδον ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου
τὰς ψυχὰς τῶν ἐσφαγμένων διὰ
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ
τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου ἣν
εἶχον· |
9
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε
τὴν πέμπτην σφραγῖδα, εἶδα κάτω
ἀπὸ τὸ οὐράνιον θυσιαστήριον
τὰς ψυχὰς τῶν μαρτύρων, ποὺ
εἶχαν σφαγῆ κατὰ τοὺς διωγμοὺς
διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ
διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἀρνίου,
τὴν ὁποίαν εἶχαν παραλάβει καὶ
ἐκρατοῦσαν ὡς ἀνεκτίμητον θησαυρόν.
|
9
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν
πέμπτην σφραγῖδα, εἶχε γίνει ἐν τῷ
μεταξὺ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ
τῆς γῆς, κατὰ τὸν ὁποῖον
ἐμαρτύρησαν πολλοί. Καὶ εἶδα κάτω ἀπὸ
τὸ οὐράνιον θυσιαστήριον τὰς ψυχὰς
ἐκείνων, ποὺ εἰς κάθε ἐποχὴν
εἶχαν σφαγῇ διὰ τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν, τὴν
ὁποίαν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Χριστὸν
καὶ τὴν ἐκράτησαν στερεά.
|
10
καὶ ἔκραξαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες·
ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος
καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις
καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν
ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς
γῆς; |
10
Καὶ ἔκραξαν μὲ φωνὴν μεγάλην
λέγοντες· <ἕως πότε, σὺ Κύριε,
ὁ ἀπόλυτος ἐξουσιαστὴς καὶ
κυρίαρχος τῶν πάντων, ὁ ἅγιος
καὶ ἀληθινός, δὲν κάμνεις δικαίαν
κρίσιν καὶ δὲν παίρνεις ἐκδίκησιν
καὶ δὲν ἐπιβάλλεις τιμωρίαν
διὰ τὸ αἷμα μας, ποῦ ἐχύθη
ἀδίκως ἀπὸ τοὺς κατοίκους
τῆς γῆς;> |
10
Καὶ ἐφώναξαν μὲ μεγάλην φωνὴν καὶ
εἶπαν· Ἕως πότε, Κύριε, ποὺ εἶσαι
ὁ δεσπότης καὶ κυρίαρχος, ὁ ἅγιος
καὶ ἀληθινός, θὰ μακροθυμῆς καὶ
δὲν θὰ κάνῃς κρίσιν καὶ δὲν
θὰ ζητῇς ἐκδίκησιν καὶ τιμωρίαν διὰ
τὸ ἀδικοχυμένον αἷμα μας ἀπὸ
τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς;
|
11
Καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ
στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς
ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον
μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ
σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ
αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι
ὡς καὶ αὐτοί.
|
11
Καὶ ἐδόθη εἰς καθένα ἀπὸ
αὐτοὺς στολὴ λευκή, ἀγγελική
(ποὺ συμβολίζει τὸν θρίαμβον καὶ
τὴν δόξαν), καὶ ἐλέχθη εἰς
αὐτοὺς νὰ ἀναπαυθοῦν καὶ
περιμένουν ὀλίγον ἀκόμη χρόνον,
ἕως ὅτου συμπληρώσουν τὸν ἀριθμὸν
τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων
οἱ σύνδουλοί των καὶ οἱ ἀδελφοί
των, ποὺ ἔμελλον νὰ μαρτυρήσουν καὶ
φονευθοῦν ἀπὸ τοὺς διώκτας,
ὅπως ἐμαρτύρησαν καὶ αὐτοί.
|
11
Καὶ ἐδόθη εἰς τὸν καθένα τους ἐνδυμασία
λευκή, σύμβολον δόξῃς καὶ μακαριότητος, καὶ
τοὺς ἐλέχθη νὰ ἀναπαυθοῦν ὀλίγον
χρόνον άκόμη ἕως ὅτου συμπληρωθῇ ὁ
ὡρισμένος ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν
ἀπὸ τοὺς συνδούλους των καὶ ἀδελφούς
των, ποὺ ἔμελλον νὰ φονευθοῦν καὶ
νὰ μαρτυρήσουν ὅπως ἐμαρτύρησαν καὶ
αὐτοί. |
12
Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα
τὴν ἕκτην, καὶ σεισμὸς μέγας
ἐγένετο, καὶ ὁ ἥλιος μέλας
ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος,
καὶ ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο
ὡς αἷμα, |
12
Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε
τὴν ἕκτην σφραγῖδα, εἶδα συνταρακτικὰ
γεγονότα εἰς τὸν φυσικὸν κόσμον.
Ἔγινε σεισμὸς μέγας, ποὺ συνεκλόνισε
τὴν γῆν, καὶ ὁ ἥλιος ἔχασε
τὸ φῶς του, ἐσκοτίσθη καὶ ἔγινε
μαῦρος σὰν σάκκος τρίχινος, καὶ
ὅλη ἡ ἐπιφάνεια τῆς σελήνης
ἔγινε κατακόκκινη σὰν αἷμα.
|
12
Καὶ εἶδα, ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε
τὴν ἕκτην σφραγῖδα, συνέβησαν θεομηνίαι
καὶ ἀναστατώσεις φυσικαὶ μεγάλαι, ποὺ
ἐτρόμαζαν τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς
ἀνθρώπους καὶ ἐσήμαιναν ὅλας τὰς
θεομηνίας καὶ τοὺς σεισμούς, ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ γίνουν καθ’ ὅλας τὰς ἐποχάς, καὶ
θὰ καταλήξουν εἰς τὴν καταστροφήν, ποὺ
θὰ προηγηθῇ τῆς ὁριστικῆς καταλύσεως
τοῦ κράτους τοῦ ἀντιχρίστου. Καὶ ἔγινε
σεισμὸς μεγάλος καὶ ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη
καὶ ἔγινε μαῦρος σὰν σάκκος τρίχινος.
Καὶ ἡ σελήνη ὁλόκληρος ἐκοκκίνισε
σὰν τὸ αἷμα, |
13
καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ
ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὡς συκῆ
βάλλουσα τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς,
ὑπὸ ἀνέμου μεγάλου σειομένη,
|
13
Καὶ τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ
ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὅπως ἡ
συκιά, ποὺ συγκλονιζομένη ἀπὸ
σφοδρὸν ἄνεμον ρίχνει τὰ ἄγουρα
σῦκα της. |
13
καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ
ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὅπως ρίπτει
ἡ συκῆ τὰ ἄγουρα σῦκα της, ὅταν
σείεται ἀπὸ μεγάλον ἄνεμον,
|
14
καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη
ὡς βιβλίον ἐλισσόμενον, καὶ
πᾶν ὅρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν
τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν·
|
14
Καὶ ὁ οὐρανὸς ἐξέκοψε
καὶ ἐχωρίσθη σὰν βιβλίο, ποὺ
τυλίγεται. Καὶ κάθε ὅρος καὶ
κάθε νῆσος μετεκινήθησαν ἀπὸ
τὸν τόπον των. |
14
καὶ ὁ οὐρανὸς ἄπλωσε καὶ
ἐχωρίσθη σὰν βιβλίον, ποὺ διπλώνεται. Καὶ
κάθε βουνὸν καὶ νῆσος μετεκινήθησαν ἀπὸ
τὰς θέσεις των. |
15
καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ
οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι
καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ
καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος
ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια
καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων,
|
15
Καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ
οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ ἄρχοντες
τῶν στρατῶν καὶ οἱ πλούσιοι
καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ κάθε
δοῦλος καὶ κάθε ἐλεύθερος ἔκρυψαν
τοὺς ἑαυτούς των εἰς τὰ σπήλαια
καὶ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς πέτρες
τῶν ὀρέων· |
15
Καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ
οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ ἀνώτεροι
ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοῦ καὶ
οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς
γῆς καὶ κάθε δοῦλος καὶ ἐλεύθερος
ἔκρυψαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς τὰ
σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν βουνῶν,
|
16
καὶ λέγουσι τοῖς ὅρεσι καὶ ταῖς
πέτραις· πέσατε ἐφ' ἡμᾶς
καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου
τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου
καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ
ἀρνίου, |
16
καὶ ἔλεγαν εἰς τὰ ὅρη καὶ
εἰς τοὺς βράχους· <πέσατε
ἐπάνω μας καὶ κρύψατέ μας ἀπὸ
τὸ φοβερὸν πρόσωπον ἐκείνου,
ποὺ κάθεται ἐπάνω εἰς τὸν
θρόνον, καὶ ἀπὸ τὴν ὀργὴν
τοῦ Ἀρνίου>. |
16
καὶ ἔλεγον εἰς τὰ βουνὰ καὶ
εἰς τὰς πέτρας· Πέσατε ἐπάνω μας καὶ
κρύψατέ μας ἀπὸ τὸ φοβερὸν πρόσωπον
ἐκείνου, ποὺ κάθεται ἐπὶ τοῦ
θρόνου καὶ ἀπὸ τὴν ὀργὴν
τοῦ Ἀρνίου. |
17
ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη
τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τίς
δύναται σταθῆναι; |
17
Διότι ἦλθε ἡ μεγάλη ἡμέρα,
ποὺ θὰ ἐκσπάσῃ καὶ θὰ
ἐκδηλωθῇ ἡ ὀργὴ αὐτοῦ.
Καὶ ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ
εἰς τὰ πόδια του, ἐμπρὸς εἰς
τὸν δικαίως ὠργισμένον Θεόν;
(Τὰ συμβολικὰ αὐτὰ γεγονότα
ὑποδουλώνουν τὰς διὰ μέσου τῶν
αἰώνων ἀναστατώσεις τῆς φύσεως
καὶ τὰς θεομηνίας, τὰ δὲ τελευταία
καὶ συνταρακώτερα ὅλων ὑποδηλώνουν
ἐκεῖνα, ποὺ θὰ προηγηθοῦν ἀπὸ
τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ κριτοῦ).
|
17
Διότι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη, ποὺ
θὰ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή του. Καὶ
ποῖος ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ καὶ
νὰ τὴν ἀντικρύσῃ; |