Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
Κύριος
εἶπε πρὸς τὸν Μωϋσῆν·
|
Κύριος
ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ
εἶπε: |
2
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ὅταν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν
τῆς κατοικήσεως ὑμῶν, ἣν ἐγὼ
δίδωμι ὑμῖν, |
2
<ὁμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
Ὅταν εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν
τῆς ὁριστικῆς ἐγκαταστάσεώς
σας, τὴν ὁποίαν ἐγὼ σᾶς
δίδω, |
2
<Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς· ὅταν
εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν
ὁποίαν πρόκειται νὰ ἐγκατασταθῆτε
καὶ κατοικήσετε ὁριστικῶς, τὴν χώραν
τὴν ὁποίαν ἐγὼ ὁ Θεὸς
σᾶς δίδω, |
3
καὶ ποιήσεις ὁλοκαυτώματα Κυρίῳ,
ὁλοκάρπωμα ἢ θυσίαν, μεγαλῦναι
εὐχὴν ἢ καθ' ἐκούσιον ἢ
ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑμῶν ποιῆσαι
ὀσμὴν εὐωδίας τῷ Κυρίῳ,
εἰ μὲν ἀπὸ τῶν βοῶν ἢ
ἀπὸ τῶν προβάτων,
|
3
θὰ προσφέρετε πρὸς τὸν Κύριον
θυσίας ὁλοκαυτωμάτων, αἱματηρὰν
ἢ ἀναίμακτον θυσίαν διὰ τὴν
ἐκπλήρωσιν ταξίματος ἢ ἄλλην
ἑκουσίαν προσφορὰν ἢ θυσίαν
κατὰ τὰς ἑορτάς σας, ὥστε αὐτὴ
νὰ γίνῃ εὐπρόσδεκτος ὡς
ὀσμὴ εὐωδίας πρὸς τὸν
Κύριον. Ἂν μὲν ἡ προσφορὰ εἶναι
ἀπὸ τὰ βόδια ἢ ἀπὸ
τὰ πρόβατα, |
3
θὰ προσφέρετε εἰς τὸν Κύριον θυσίες ὁλοκαυτωμάτων,
θυσίαν αἱματηρὰν ἢ θυσίαν ἀναίμακτον
διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν κάποιου ταξίματος
ἢ ἄλλην ἐθελοντικὴν προσφορὰν
ἢ θυσίαν εἰς τὶς καθωρισμένες ἐορτές
σας, διὰ νὰ εἶναι ἡ θυσία αὐτὴ
σὰν μυρωδιὰ ποὺ μοσχομυρίζει εἰς τὸν
Κύριον. Εἴτε ἀπὸ τὰ βόδια εἶναι
ἡ θυσία αὐτὴ εἴτε ἀπὸ
τὰ πρόβατα, |
4
καὶ προσοίσει ὁ προσφέρων τὸ
δῶρον αὐτοῦ Κυρίῳ θυσίαν
σεμιδάλεως δέκατον τοῦ οἰφὶ
ἀναπεποιημένης ἐν ἐλαίῳ
ἐν τετάρτῳ τοῦ ἴν·
|
4
ὁ προσφέρων αὐτὴν τὴν αἱματηρὰν
θυσίαν πρὸς τὸν Κύριον θὰ προσφέρῃ
συγχρόνως καὶ ἓν δέκατον τοῦ
οἰφί (δύο περίπου κιλά) σεμιγδάλι,
ζυμωμένο μὲ λάδι ἑνὸς τετάρτου
τοῦ ἴν (840 περίπου γραμμάρ.).
|
4
ἐκεῖνος ποὺ προσφερεῖ αὐτὴν
τὴν αἱματηρὰν θυσίαν εἰς τὸν
Κύριον, πρέπει νὰ προσφέρῃ καὶ τὴν
σχετικὴν ἀναίμακτον θυσίαν ἀπὸ τρεῖς
περίπου ὀκάδες (κατ' ἄλλους δύο περίπου
κιλὰ) σιμιγδάλι ζυμωμένο μὲ λάδι βάρους 500 περίπου
δραμίων (κατ’ ἄλλους 840 περίπου γραμμαρίων).
|
5
καὶ οἶνον εἰς σπονδὴν τὸ τέταρτον
τοῦ ἴν ποιήσετε ἐπὶ τῆς
ὁλοκαυτώσεως, ἢ ἐπὶ τῆς
θυσίας· τῷ ἀμνῷ τῷ ἑνὶ
ποιήσεις τοσοῦτο, κάρπωμα ὀσμὴν
εὐωδίας τῷ Κυρίῳ.
|
5
Εἰς τὴν αἱματηρὰν θυσίαν τοῦ
ὁλοκαυτώματος ἢ εἰς τὴν ἀναίμακτον
θυσίαν θὰ προσφέρετε πρὸς σπονδὴν
καὶ ἕνα τέταρτον τοῦ ἴν οἴνου
(840 περίπου γραμ.) εἰς κάθε θυσίαν
ἀμνοῦ θὰ προσφέρῃς καὶ
θυσίαν τοῦ οἴνου, ὥστε αὐτὴ
νὰ γίνεται εὐάρεστος ὀσμὴ
εὐωδίας εἰς τὸν Κύριον.
|
5
Εἰς τὴν αἱματηρὰν θυσίαν τοῦ
ὁλοκαυτώματος ἢ εἰς τὴν ἀναίμακτον
θυσίαν θὰ προσφέρετε κρασὶ βάρους 500 περίπου
δραμίων (κατ' ἄλλους 840 περίπου γραμμαρίων) ὡς
θυσίαν σπονδῆς. Διὰ κάθε θυσίαν ἐνὸς
ἀμνοῦ θὰ προσθέσῃς τὴν ἰδίαν
ποσότητα κρασιοῦ, διὰ νὰ γίνῃ ἡ
θυσία αὐτὴ σὰν μυρωδιά, ποὺ μοσχομυρίζει
εἰς τὸν Κύριον. |
6
Καὶ τῷ κριῷ, ὅταν ποιῆτε αὐτὸν
εἰς ὁλοκαύτωμα ἢ εἰς θυσίαν,
ποιήσεις θυσίαν σεμιδάλεως δύο δέκατα
ἀναπεποιημένης ἐν ἐλαίῳ,
τὸ τρίτον τοῦ ἴν·
|
6
Καὶ δι' ἑκάστην θυσίαν κριοῦ,
ποὺ προσφέρετε ὡς ὁλοκαύτωμα
ἢ ὡς θυσίαν ἄλλου εἴδους, θὰ
προσφέρῃς καὶ θυσίαν δύο δέκατα
σεμιγδάλι ζυμωμένο μὲ ἓν τρίτον
τοῦ ἲν ἐλαίου.
|
6
Καὶ διὰ κάθε θυσίαν κριαριοῦ, ὅταν
τὸ προσφέρετε ὡς ὁλοκαύτωμα ἢ ὡς
ἄλλην θυσίαν, θὰ προσθέσετε ὡς ἀναίμακτον
θυσίαν ἕξι ὀκάδες καὶ τριάντα δράμια
σιμιγδάλι ζυμωμένον μὲ 1,77 ὀκάδες λάδι.
|
7
καὶ οἶνον εἰς σπονδὴν τὸ τρίτον
τοῦ ἲν προσοίσετε εἰς ὀσμὴν
εὐωδίας Κυρίῳ.
|
7
Θὰ προσφέρετε ἐπίσης καὶ ἓν
τρίτον τοῦ ἲν οἴνου εἰς σπονδήν,
ὥστε ἡ θυσία σας νὰ γίνῃ
εὐπρόσδεκτος ὀσμὴ εὐωδίας
εἰς τὸν Κύριον. |
7
Καὶ θὰ προσθέσετε εἰς τὴν θυσίαν τοῦ
κριαριοῦ κρασὶ διὰ θυσίαν σπονδῆς
1,77 ὀκάδες, διὰ νὰ γίνῃ
ἡ θυσία εὐπρόσδεκτος σὰν μυρωδιά, ποὺ
μοσχομυρίζει εἰς τὸν Κύριον.
|
8
Ἐὰν δὲ ποιῆτε ἀπὸ τῶν
βοῶν εἰς ὁλοκαύτωσιν ἢ εἰς
θυσίαν μεγαλῦναι εὐχήν, ἢ εἰς
σωτήριον Κυρίῳ,
|
8
Ὅταν δὲ προσφέρετε βόδια ὡς
θυσίαν ὁλοκαυτώματος ἢ ὡς θυσίαν
εἰς ἐκτέλεσιν ταξίματος ἢ ὡς
σωτήριον πρὸς τὸν Κύριον,
|
8
Ὅταν δὲ προσφέρετε ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώματος
ἀπὸ τὰ βόδια ἢ δι' ἄλλην θυσίαν
διὰ νὰ ἐκπληρώσετε κάποιο τάξιμον ἢ
ὡς εἰρηνικὴν θυσίαν σωτηρίου εἰς τὸν
Κύριον, |
9
καὶ προσοίσει ἐπὶ τοῦ μόσχου
θυσίαν σεμιδάλεως τρία δέκατα ἀναπεποιημένης
ἐν ἐλαίῳ ἥμισυ τοῦ ἲν
|
9
ὁ προσφέρων θὰ προσθέσῃ εἰς
τὸν θυσιαζόμενον μόσχον, ὡς ἀναίμακτον
θυσίαν, τρία δέκατα σεμιγδάλι, ζυμωμένο
μὲ λάδι ἡμίσεως ἴν,
|
9
τότε αὐτὸς ποὺ προσφέρει τὴν
θυσίαν, θὰ προσφέρῃ μαζὶ μὲ τὸ
μοσχάρι καὶ ὡς ἀναίμακτον θυσίαν 9 ὀκάδες
καὶ 45 δράμια σιμιγδάλι ζυμωμένον μὲ 2,66 ὀκάδες
λάδι· |
10
καὶ οἶνον εἰς σπονδὴν τὸ ἥμισυ
τοῦ ἴν, κάρπωμα ὀσμὴν εὐωδίας
Κυρίῳ. |
10
καὶ οἶνον πρὸς σπονδὴν ἥμισυ
τοῦ ἴν, ὥστε ἡ θυσία νὰ
γίνῃ εὐπρόσδεκτος ὀσμὴ
εὐωδίας εἰς τὸν Κύριον.
|
10
ἀκόμη θὰ προσθέσετε εἰς τὴν
θυσίαν αὐτὴν καὶ 2,1/2 περίπου ὀκάδες
κρασὶ διὰ θυσίαν σπονδῆς, διὰ να γίνῃ
ἡ θυσία εὐπρόσδεκτος σὰν μυρωδιά, ποὺ
μοσχομυρίζει εἰς τὸν Κύριον.
|
11
Οὕτω ποιήσεις τῷ μόσχῳ τῷ
ἑνὶ ἢ τῷ κριῷ τῷ ἑνὶ
ἢ τῷ ἀμνῷ τῷ ἐνὶ
ἐκ τῶν προβάτων ἢ ἐκ τῶν
αἰγῶν· |
11
Τὸ αὐτὸ θὰ κάμῃς διὰ
τὴν θυσίαν ἑνὸς μόσχου ἢ
ἑνὸς κριοῦ ἢ ἑνὸς ἀμνοῦ
ἀπὸ τὰ πρόβατα ἢ ἀπὸ
τὰ γίδια. |
11
Τὸ ἴδιον θὰ κάμῃς διὰ κάθε θυσίαν
ἐνὸς μοσχαριοῦ ἢ ἐνὸς
κριαριοῦ ἢ ἐνὸς ἀμνοῦ
ἀπὸ τὰ πρόβατα ἢ ἀπὸ τὰ
γίδια· |
12
κατὰ τὸν ἀριθμὸν ὧν ἐὰν
ποιήσητε, οὕτως ποιήσετε τῷ ἐνὶ
κατὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν.
|
12
Ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν
προσφερομένων, ὡς θυσίαν, ζώων θὰ
κάμετε καὶ διὰ τὴν ἀναίμακτον
προσφορὰν σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμὸν
ἑνὸς ἑκάστου ἀπὸ αὐτά.
|
12
ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν
ζώων, ποὺ προσφέρετε ὡς θυσίαν εἰς τὸν
Θεόν, ἔτσι θὰ κάμετε καὶ διὰ τὴν
ἀνάλογον ἀναίμακτον προσφοράν, ποὺ θὰ
συνοδεύῃ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ προσφερόμενα
ζῶα. |
13
Πᾶς ὁ αὐτόχθων ποιήσει οὕτω;
Τοιαῦτα, προσενέγκαι καρπώματα εἰς
ὀσμὴν εὐωδίας Κυρίῳ.
|
13
Κάθε ἐντόπιος Ἰσραηλίτης ἔτσι
θὰ κάμνῃ προκειμένου νὰ προσφέρῃ
θυσίαν εἰς τὸν Κύριον, διὰ νὰ
γίνῃ εὐπρόσδεκτος ὡς ὀσμὴ
εὐωδίας εἰς τὸν Κύριον.
|
13
Ὅλοι οἰ ἐντόπιοι, αὐτόχθονες Ἰσραηλῖται
θὰ κάμουν ὅλα αὐτὰ κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον, ὅταν πρόκειται νὰ προσφέρουν
θυσίαν, διὰ νὰ γίνῃ ἡ θυσία εὐπρόσδεκτος
σὰν μυρωδιά, ποὺ μοσχομυρίζει εἰς τὸν
Κύριον. |
14
Ἐὰν δὲ προσήλυτος ἐν ὑμῖν
προσγένηται ἐν τῇ γῇ ὑμῶν,
ἢ ὃς ἂν γένηται ἐν ὑμῖν
ἐν ταῖς γενεαῖς ὑμῶν, καὶ
ποιήσει κάρπωμα ὀσμὴν εὐωδίας
Κυρίῳ, ὃν τρόπον ποιεῖτε ὑμεῖς,
οὕτω ποιήσει ἡ συναγωγὴ Κυρίῳ.
|
14
Ἐὰν ἔλθῃ ξένος εἰς τὴν
χώραν σας ἢ ἄλλος κανεὶς εὑρεθῇ
μεταξύ σας σήμερον καὶ εἰς τὰς
κατόπιν γενεᾶς σας καὶ θελήσῃ
νὰ προσφέρῃ θυσίαν εὐπρόσδεκτον,
ὡς εὐάρεστον εὐωδίαν εἰς
τὸν Κύριον, θὰ πράξῃ ὅπως
καὶ σεῖς κάμνετε. Ἔτσι θὰ προσφέρῃ
τὰς θυσίας του πρὸς τὸν Κύριον
ὅλος ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ.
|
14
Ἐὰν δὲ ἔλθῃ ξένος εἰς
τὴν χώραν σας, ἢ ἐὰν εὑρεθῇ
κάποιος ἄλλος μεταξύ σας εἰς τὶς μέλλουσες
γενεὲς καὶ ἐπιθυμῇ νὰ προσφέρῃ
θυσίαν εὐχάριστον σὰν μυρωδιά, ποὺ μοσχομυρίζει
εἰς τὸν Κύριον, θὰ προσφέρῃ τὴν
θυσίαν μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ποὺ τὴν
προσφέρετε σεῖς. Ἔτσι θὰ θυσιάζῃ ὅλη
ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς
τὸν Κύριον. |
15
Νόμος εἷς ἔσται ὑμῖν καὶ
τοῖς προσηλύτοις τοῖς προσκειμένοις
ἐν ὑμῖν, νόμος αἰώνιος
εἰς τὰς γενεᾶς ὑμῶν· ὡς
ὑμεῖς καὶ ὁ προσήλυτος ἔσται
ἔναντι Κυρίου. |
15
Ἕνας νόμος θὰ ὑπάρχῃ διὰ
σᾶς καὶ διὰ τοὺς ξένους, οἱ
ὁποῖοι εὑρίσκονται μεταξύ σας,
νόμος παντοτεινὸς εἰς ὅλας τὰς
γενεάς σας. Ὅπως σεῖς, ἔτσι καὶ
ὁ ξένος θὰ εἶναι καὶ θὰ
ἐνεργῇ ἀπέναντι τοῦ Κυρίου.
|
15
Ἕνας κοινὸς νόμος θὰ ἰσχύῃ
τόσον διὰ σᾶς τοὺς ἐντοπίους Ἰουδαίους,
ὅσον καὶ διὰ τοὺς ξένους, ποὺ
διαμένουν μαζί σας, νόμος αἰώνιος, παντοτινὸς
εἰς ὅλες τὶς γενεές σας· ὅπως
ἐνεργεῖτε σεῖς οἱ ἐντόπιοι Ἰουδαῖοι,
ἔτσι θὰ ἐνεργῇ ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου καὶ ὁ ξένος, ποὺ διαμένει μαζί
σας. |
16
Νόμος εἷς ἔσται καὶ δικαίωμα
ἓν ἔσται ὑμῖν καὶ τῷ προσηλύτῳ
τῷ προσκειμένῳ ἐν ὑμῖν.
|
16
Νόμος ἕνας, καθῆκον ἕνα θὰ ὑπάρχῃ
καὶ διὰ σᾶς καὶ διὰ τὸν
ξένον, ποὺ κατοικεῖ μεταξύ σας>.
|
16
Θὰ ἰσχύῃ ἕνας κοινὸς νόμος καὶ
μία κοινὴ διάταξις, ἕνα κοινὸν καθῆκον
θὰ ὑπάρχῃ διὰ σᾶς καὶ
διὰ τὸν ξένον, ποὺ κατοικεῖ μεταξύ
σας>. |
17
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
17
Ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν λέγων· |
17
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
18
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι ὑμᾶς
εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν ἐγὼ
εἰσάγω ὑμᾶς ἐκεῖ,
|
18
<ὁμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὅταν
εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, εἰς
τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ σᾶς
εἰσαγάγω, |
18
<Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες
καὶ να τοὺς εἰπῇς· ὅταν
θὰ εἰσέλθετε καὶ θὰ κατοικήσετε μονίμως
εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν
ἐγὼ ὁ Θεὸς σᾶς ὁδηγῶ
καὶ θὰ σᾶς εἰσαγάγω,
|
19
καὶ ἔσται ὅταν ἔσθητε ὑμεῖς
ἀπὸ τῶν ἄρτων τῆς γῆς,
ἀφελεῖτε ἀφαίρεμα ἀφόρισμα
Κυρίῳ· ἀπαρχὴν φυράματος
ὑμῶν |
19
καὶ ὅταν πρόκειται νὰ φάγετε
σεῖς ἀπὸ τοὺς ἄρτους τῆς
γῆς ἐκείνης, θὰ ἀφαιρέσετε,
διὰ νὰ ἀφιερώσετε εἰς τὸν
Κύριον, τὴν ἀπαρχὴν ἀπὸ
τοὺς ἐνζύμους ἄρτους σας.
|
19
τότε, ὅταν θὰ τρώγετε ἀπὸ τὸ
ψωμὶ τῆς χώρας ἐκείνης, θὰ ἀφαιρῆτε
καὶ θὰ ξεχωρίζετε ἕνα μέρος, τὸ ὁποῖον
θὰ ἀφιερώνετε εἰς τὸν Κύριον,
τὴν ἀπαρχήν (τὸν πρῶτον καρπόν)
τῶν ζυμωτῶν σας· |
20
ἄρτον ἀφοριεῖτε ἀφαίρεμα αὐτό·
ὡς ἀφαίρεμα ἀπὸ ἅλω, οὕτως
ἀφελεῖτε αὐτόν,
|
20
Θὰ ξεχωρίσετε ἕνα ἄρτον ὡς ἀφιέρωμα
θυσίας, ὡς <ἀφαίρεμα> πρὸς
τὸν Κύριον. Ὅπως προσφέρετε τὰς
ἀπαρχὰς ἀπὸ τὸ ἁλώνι,
ἔτσι θὰ προσφέρετε καὶ τὸν ἔνζυμον
ἄρτον. |
20
θὰ ξεχωρίσετε ἕνα ψωμί, διὰ νὰ τὸ
ἀφιερώσετε μὲ θυσίαν ὡς <ξεχώρισμα>
εἰς τὸν Κύριον. Ὅπως θὰ προσφέρετε
τὸν πρῶτον καρπὸν ἀπὸ τὸ
ἁλώνι εἰς κόκκους, ἔτσι θὰ ξεχωρίσετε
καὶ θὰ ἀφιερώσετε
|
21
ἀπαρχὴν φυράματος ὑμῶν, καὶ
δώσετε Κυρίῳ ἀφαίρεμα εἰς
τὰς γενεᾶς ὑμῶν.
|
21
Αὐτὸς ὁ ἄρτος θὰ εἶναι
ἡ ἀπαρχή, τὴν ὁποίαν ὡς
ἀφιέρωμα θὰ δώσετε εἰς τὸν
Κύριον. Αὐτὸ θὰ τὸ τηρῆτε
εἰς ὅλας τὰς γενεάς σας.
|
21
τὸ πρῶτον ἀπὸ τὸ ζυμωτὸν
ψωμί σας· καὶ αὐτὸ θὰ τὸ
προσφέρετε ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν Κύριον.
Αὐτὸ θὰ συνεχίζετε νὰ τὸ τηρῆτε
καὶ εἰς ὅλες τὶς γενεές, ποὺ
θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ τὴν ἰδικήν
σας. |
22
Ὅταν διαμάρτητε καὶ μὴ ποιήσητε
πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας, ἂς
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν,
|
22
῞Οταν δὲ ἁμαρτήσετε καὶ δὲν
ἐκτελέσετε αὐτὰς τὰς ἐντολάς,
τὰς ὁποίας ἔδωσε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν ὁ Κύριος, |
22
Ὅταν δὲ ἁμαρτήσετε καὶ δὲν ἐφαρμόσετε
ὅλες αὐτὲς τὶς ἐντολές,
τὶς ὁποῖες ὁ Κύριος ἔδωκε πρὸς
τὸν Μωϋσῆν. |
23
καθὰ συνέταξε Κύριος πρὸς ὑμᾶς
ἐν χειρὶ Μωυσῆ ἀπὸ τῆς
ἡμέρας, ᾗ συνέταξε Κύριος πρὸς
ὑμᾶς καὶ ἐπέκεινα εἰς
τὰς γενεὰς ὑμῶν,
|
23
ὅπως διέταξε διὰ τοῦ Μωϋσέως
εἰς σᾶς ἀπὸ τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν ἔδωσε τὰς
ἐντολὰς αὐτάς ὁ Κύριος
πρὸς σᾶς καὶ εἰς ὅλας τὰς
κατόπιν γενεάς σας, |
23
ὅπως ὥρισε τὶς ἐντολὲς αὐτὲς
ὁ Κύριος διὰ τοῦ Μωϋσῆ διὰ νὰ
τὶς ἐφαρμόζετε, ἀπὸ τὴν
ἡμέραν ποὺ ὁ Κύριος ἐνομοθέτησε τὶς
ἐντολὲς αὐτὲς πρὸς σᾶς
καὶ πρὸς ὅλους τοὺς μετέπειτα ἀπογόνους
σας, |
24
καὶ ἔσται ἐὰν ἐξ ὀφθαλμῶν
τῆς συναγωγῆς γενηθῇ ἀκουσίως,
καὶ ποιήσει πᾶσα ἡ συναγωγὴ
μόσχον ἕνα ἐκ βοῶν ἄμωμον εἰς
ὁλοκαύτωμα εἰς ὀσμὴν εὐωδίας
Κυρίῳ καὶ θυσίαν τούτου καὶ
σπονδὴν αὐτοῦ κατὰ τὴν σύνταξιν
καὶ χίμαρον ἐξ αἰγῶν ἕνα
περὶ ἁμαρτίας.
|
24
ἐὰν μὲν ἡ ἁμαρτία αὐτὴ
δὲν ὑποπέσῃ εἰς τὴν ἀντίληψιν
τῆς συναγωγῆς καὶ γίνῃ ἀκουσίως
ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ, ὅλος ὁ
λαὸς θὰ προσφέρῃ ἕνα μοσχάρι
ὑγιὲς καὶ ἀρτιμελὲς εἰς
θυσίαν ὁλοκαυτώματος, διὰ νὰ
γίνῃ αὐτὴ εὐάρεστος ὡς
ὀσμὴ εὐωδίας εἰς τὸν Κύριον.
Θὰ προσθέσετε εἰς τὴν αἱματηρὰν
αὐτὴν θυσίαν καὶ τὴν ἀνάλογον
θυσίαν τοῦ οἴνου, σύμφωνα μὲ
τὴν προαναφερθεῖσαν ἐντολήν, καὶ
ἕνα τράγον πρὸς θυσίαν περὶ
ἁμαρτίας. |
24
καὶ τὴν ἁμαρτίαν αὐτὴν δὲν
τὴν προσέξει ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός,
καὶ ἁμαρτήσῃ χωρὶς νὰ τὸ
θέλῃ, τότε ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ πρέπει νὰ προσφέρῃ
ἕνα βόδι μὲ ἀκέραια καὶ ὑγιῆ
ὅλα τὰ μέλη του ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώματος,
διὰ νὰ γίνῃ ἡ θυσία αὐτὴ
σὰν μυρωδιά, ποὺ μοσχομυρίζει εἰς τὸν
Κύριον. Εἰς τὴν αἱματηρὰν αὐτὴν
θυσίαν θὰ προσθέσετε καὶ τὴν ἀνάλογον
ἀναίμακτον θυσίαν, τὴν σχετικὴν θυσίαν σπονδῆς
τοῦ κρασιοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν
τάξιν, ποὺ ὡρίσθη προηγουμένως, καὶ ἕνα
τράγον ἀπὸ τὸ κοπάδι τῶν γιδιῶν
ὡς θυσίαν περὶ ἁμαρτίας, διὰ τὴν
συγχώρησίν της. |
25
Καὶ ἐξιλάσεται ὁ ἱερεὺς
περὶ πάσης συναγωγῆς υἱῶν Ἰσραήλ,
καὶ ἀφεθήσεται αὐτοῖς·
ὅτι ἀκούσιόν ἐστι, καὶ
αὐτοὶ ἤνεγκαν τὸ δῶρον αὐτῶν
κάρπωμα Κυρίῳ περὶ τῆς ἁμαρτίας
αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, περὶ τῶν
ἀκουσίων αὐτῶν.
|
25
Ὁ ἱερεὺς μὲ ὅλα αὐτὰ
θὰ ἐξιλεώσῃ ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν
καὶ θὰ συγχωρηθῇ εἰς αὐτοὺς
ἡ ἁμαρτία, διότι εἶναι ἀκουσία
καὶ διότι οἱ παραβάται προσέφεραν
διὰ τὴν ἁμαρτίαν των αὐτὴν
πρὸς τὸν Κύριον θυσίαν, ὅπως
ὁρίζει ὁ νόμος διὰ τὰ
ἀκούσια ἁμαρτήματά των.
|
25
Τότε ὁ ἱερεὺς θὰ ἐξιλεώσῃ
μὲ τὶς θυσίες αὐτὲς εἰς τὸν
Θεὸν ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, καὶ ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήσῃ
τὴν ἁμαρτίαν των, διότι εἶναι ἀθέλητον
ἁμάρτημα, καὶ διότι αὐτοὶ ποὺ
ἔχουν ἁμαρτήσει, ἔφεραν τὴν προσφοράν,
ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος, ὡς θυσίαν εἰς
τὸν Κύριον διὰ τὸ ἀθέλητον ἁμάρτημά
των. |
26
Καὶ ἀφεθήσεται κατὰ πᾶσαν συναγωγὴν
υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ τῷ προσηλύτῳ
τῷ προσκειμένῳ πρὸς ὑμᾶς.
Ὅτι παντὶ τῷ λαῷ ἀκούσιον.
|
26
Θὰ δοθῇ δὲ ἄφεσις εἰς ὅλον
τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ
εἰς τὸν ξένον, ὁ ὁποῖος
εὑρίσκεται μεταξύ σας, διότι ἡ
ἀκουσία αὐτὴ ἁμαρτία εἶναι
ὅλου του λαοῦ. |
26
Καὶ θὰ δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν
σογχώρησις εἰς ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ εἰς τὸν
ξένον, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ μεταξύ
σας· διότι τὸ ἀθέλητον αὐτὸ ἁμάρτημα
βαρύνει ὅλον τὸν λαόν. |
27
Ἐὰν τὲ ψυχὴ μία ἀμάρτῃ
ἀκουσίως, προσάξει αἶγα μίαν
ἐνιαυσίαν περὶ ἁμαρτίας,
|
27
Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσῃ
ἀκουσίως θὰ προσφέρῃ πρὸς
θυσίαν περὶ ἁμαρτίας μίαν αἶγα
ἑνὸς ἔτους. |
27
Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσῃ
χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ ἕνεκα τῆς
ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας, θὰ προσφέρῃ
μίαν αἶγα, ἡλικίας ἐνὸς ἔτους,
ὡς θυσίαν περὶ ἁμαρτίας·
|
28
καὶ ἐξιλάσεται ὁ ἱερεὺς
περὶ τῆς ψυχὴ ἀκουσιασθείσης
καὶ ἁμαρτούσης ἀκουσίως ἔναντι
Κυρίου ἐξιλασάσθαι περὶ αὐτοῦ.
|
28
Ὁ ἱερεὺς διὰ τῆς θυσίας
τῆς αἰγὸς θὰ ἐξιλεώσῃ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τὸν ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος ἀκουσίως καὶ
ἐν ἀγνοίᾳ του ἡμάρτησεν
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
28
Καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ ἐξιλεώσῃ
μὲ τὴν θυσίαν αὐτὴν εἰς τὸν
Θεὸν τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος ἁμάρτησε ἀπὸ ἄγνοιαν
καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, ἕνεκα
τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας του, ἐμπρὸς
εἰς τὸν Κύριον καὶ ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος θὰ λάβῃ συγχώρησιν ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
29
Τῷ ἐγχωρίῳ ἐν υἱοῖς
Ἰσραήλ, καὶ τῷ προσηλύτῳ
τῷ προσκειμένῳ ἐν αὐτοῖς
νόμος εἶς ἔσται αὐτοῖς, ὃς
ἐὰν ποιήσῃ ἀκουσίως.
|
29
Διὰ τὸν ἐντόπιον Ἰσραηλίτην,
ὅπως καὶ διὰ τὸν ξένον ποὺ
εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν,
ἕνας νόμος θὰ ἰσχύῃ δι'
αὐτούς, ὅταν κανεὶς ἀκουσίως
ἁμαρτήσῃ. |
29
Διὰ τὸν ἐντόπιον Ἰσραηλίτην καὶ
διὰ τὸν ξένον, ποὺ κατοικεῖ μεταξὺ
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ θὰ ὑπάρχῃ
καὶ θὰ ἰσχύῃ ἕνας κοινὸς
νόμος δι’ ὅλους, διὰ τὴν περίπτωσιν ποὺ
θὰ ἁμαρτήσῃ κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς
ἀπὸ ἄγνοιαν καὶ χωρὶς νὰ
τὸ θέλῃ. |
30
Καὶ ψυχή, ἥτις ποιήσει ἐν χειρὶ
ὑπερηφανίας ἀπὸ τῶν αὐτοχθόνων
ἢ ἀπὸ τῶν προσηλύτων, τὸν
Θεὸν οὗτος παροξυνεῖ, ἐξολοθρευθήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ λαοῦ
αὐτῆς, |
30
Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος ἀπὸ ὑπερηφάνειαν
καὶ πεῖσμα θὰ ἁμαρτήσῃ
ἐνσυνειδήτως καὶ ἐγωϊστικῶς,
εἴτε ἐντόπιος εἶναι εἴτε ξένος,
αὐτὸς θὰ ἐξοργίσῃ τὸν
Θεὸν καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇ ἐκ
μέσου τοῦ λαοῦ, |
30
Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ ἁμαρτήσῃ συνειδητά, μὲ
τὴν ἐλευθέραν θέλησίν του, κινούμενος ἀπὸ
ἐγωϊσμόν, ἐνῷ ἔχει γνῶσιν
τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, εἴτε εἶναι
ἐντόπιος Ἰσραηλίτης εἴτε εἶναι ξένος,
αὐτὸς περιφρονεῖ πεισματικά, ὑβρίζει
καὶ ἐξοργίζει τὸν Θεόν· διὰ
τοῦτο θὰ καταστραφῇ, θὰ ἐξολοθρευθῇ
ὁ ἐγωϊστὴς καὶ ὑβριστὴς
ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν
λαόν του, |
31
ὅτι τὸ ρῆμα Κυρίου ἐφαύλισε
καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ
διεσκέδασεν· ἐκτρῖψει ἐκτριβήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη, ἡ ἁμαρτία
αὐτῆς ἐν αὐτῇ.
|
31
διότι κατεφρόνησε τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου καὶ διεσκόρπισεν ὡς εἰς
τοὺς ἀνέμους τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ. Θὰ ἐξοντωθῇ ὁ ἄνθρωπος
αὐτός, διότι ἡ ἐν ἐπιγνώσει
αὐτὴ ἁμαρτία του εἶναι ἀσυγχώρητος>.
|
31
ἐπειδὴ ἐπεριφρόνησε, κατεπάτησε τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ παρέβη, ἀπέρριψε
τὶς ἐντολές του· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
θὰ συντριβῇ καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ
ὁπωσδήποτε, διότι εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου
ὑπεύθυνος, ἀφοῦ ἁμάρτησε συνειδητά,
μὲ τὴν ἐλευθέραν θέλησίν του, μὲ τρόπον
ἐγωϊστικόν>. |
32
Καὶ ἦσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ εὗρον
ἄνδρα συλλέγοντα ξύλα τῇ ἡμέρᾳ
τῶν σαββάτων |
32
Ἔμεναν τότε οἱ Ἰσραηλῖται εἰς
τὴν ἔρημον. Εἶδον ἕνα ἄνθρωπον
νὰ μαζεύῃ ξύλα κατὰ τὴν
ἡμέραν τοῦ Σαββάτου καὶ νὰ
καταλύῃ ἔτσι τὴν σαββατικὴν
ἀργίαν. |
32
Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται εὑρίσκοντο
εἰς τὴν ἔρημον, εὑρῆκαν ἕνα
ἄνδρα νὰ μαζεύῃ ξύλα τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου καὶ νὰ παραβαίνῃ ἔτσι
τὴν θείαν ἐντολὴν διὰ τὴν ἀργίαν
τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου.
|
33
καὶ προσήγαγον αὐτὸν οἱ εὑρόντες
συλλέγοντα ξύλα τῇ ἡμέρᾳ
τῶν σαββάτων πρὸς Μωυσῆν καὶ
Ἀαρὼν καὶ πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν
υἱῶν Ἰσραήλ.
|
33
Αὐτοί, ποὺ τὸν εὖρον νὰ
μαζεύῃ ξύλα κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου, τὸν ὡδήγησαν πρὸς
τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν
καὶ πρὸς ὅλον τὸν λαὸν τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
33
Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν εὐρῆκαν
νὰ μαζεύῃ ξύλα τὴν ἡμέραν τοῦ
Σαββάτου, τὸν ἔπιασαν, τὸν ὡδήγησαν
καὶ τὸν παρουσίασαν εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἰς
ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτες, ποὺ ἦσαν
συγκεντρωμένοι διὰ τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ.
|
34
Καὶ ἀπέθεντο αὐτὸν εἰς
φυλακήν, οὐ γὰρ συνέκριναν τί
ποιήσωσιν αὐτόν.
|
34
Τὸν ἔθεσαν εἰς τὴν φυλακήν,
διότι δὲν ἐγνώριζαν τί νὰ
κάμουν εἰς αὐτόν, ποίαν τιμωρίαν
νὰ τοῦ ἐπιβάλουν.
|
34
Καὶ αὐτοὶ τὸν ἔβαλαν εἰς
τὴν φυλακὴν κάτω ἀπὸ ἐπιτήρησιν
καὶ φρούρησιν, διότι δεν ἐγνώριζαν οὔτε
ἐτολμοῦσαν νὰ βγάλουν ἀπόφασιν διὰ
τὸ πῶς νὰ τὸν τιμωρήσουν. |
35
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· θανάτῳ θανατούσθω ὁ
ἄνθρωπος, λιθοβολήσατε αὐτὸν λίθοις
πᾶσα ἡ συναγωγή.
|
35
Ὁ Κύριος ὁμίλησε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπεν· <ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρηθῆ μὲ
θάνατον· νὰ τὸν λιθοβολήσῃ
ὅλος ὁ λαός>. |
35
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: <Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
νὰ τιμωρηθῇ ὁπωσδήποτε μὲ θάνατον·
νὰ τὸν θανατώσετε μὲ λιθοβολισμόν, εἰς
τὸν ὁποῖον θὰ πάρῃ μέρος
ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός>.
|
36
Καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν πᾶσα
ἡ συναγωγὴ ἔξω τῆς παρεμβολῆς,
καὶ ἐλιθοβόλησεν αὐτὸν πᾶσα
ἡ συναγωγὴ λίθοις ἔξω τῆς παρεμβολῆς,
καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ.
|
36
Ὡδήγησεν αὐτὸν ὅλος ὁ
λαὸς ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον
καὶ ἐλιθοβόλησαν ὅλοι αὐτὸν
ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, ὅπως
δίεταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
|
36
Ἔτσι ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς
τὸν ὠδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὸ
στρατόπεδον, ποὺ ἦσαν στρατοπεδευμένοι, καὶ
ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν
ἐλιθοβόλησαν μὲ πέτρες ἔξω ἀπὸ
τὸ στρατόπεδον, ὅπως ἀκριβῶς ὁ
Κύριος διέταξε τὸν Μωϋσῆν. |
37
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
37
Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Μωϋσῆν·
|
37
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
38
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτοὺς
καὶ ποιησάτωσαν ἑαυτοῖς κράσπεδα
ἐπὶ τὰ πτερύγια τῶν ἱματίων
αὐτῶν εἰς τὰς γενεᾶς αὐτῶν
καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τὰ κράσπεδα
τῶν πτερυγίων κλῶσμα ὑακίνθινον.
|
38
<ὁμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
Νὰ ράψουν ταινίαν εἰς τὰ κάτω
ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων των, νὰ θέσουν
εἰς τὰ ἄκρα τῶν ἱματίων
των κλῶσμα κυανοῦν. Αὐτὸ θὰ
γίνεται εἰς ὅλας των τὰς γενεάς.
|
38
<Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς νὰ κατασκευάζουν
εἰς ὅλες τὶς γενεές τους καὶ
νὰ ράβουν γύρω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ
ἐνδύματά τους εἰς τὸ κάτω μέρος μίαν
γιρλάντα, καὶ ἀπὸ τὶς ἄκρες
της νὰ βάλουν, ὥστε νὰ κρέμωνται κρόσσια,
φοῦντες ἀπὸ γαλάζιες κλωστές.
|
39
Καὶ ἔσται ὑμῖν ἐν τοῖς
κρασπέδοις καὶ ὄψεσθε αὐτὰ καὶ
μνησθήσεσθε πασῶν τῶν ἐντολῶν
Κυρίου καὶ ποιήσετε αὐτάς, καὶ
οὐ διαστραφήσεσθε ὀπίσω τῶν
διανοιῶν ὑμῶν καὶ τῶν ὀφθαλμῶν
ὑμῶν, ἐν οἷς ὑμεῖς ἐκπορνεύετε
ὀπίσω αὐτῶν,
|
39
Θὰ ὑπάρχουν αὐτὰ εἰς τὰ
ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων σας, θὰ τὰ
βλέπετε καὶ θὰ ἐνθυμῆσθε ὅλας
τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, διὰ
νὰ τὰς ἐφαρμόζετε· καὶ
δὲν θὰ διαφθαρῆτε παρασυρόμενοι ἀπὸ
τὰς ἀμαρτωλὰς ἐπιθυμίας τῆς
καρδίας σας καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ
θεάματα τῶν ὀφθαλμῶν σας, διὰ
τῶν ὁποίων ἀπομακρύνεσθε ἀπὸ
τὸν Θεὸν εἰς παραστρατημένην ζωήν.
|
39
Τὰ κρόσσια, οἱ φοῦντες αὐτές, θὰ
εὐρίσκωνται εἰς τὶς ἄκρες τῶν
ἐξωτερικῶν ἐνδυμάτων, καὶ θὰ
βλέπετε τὴν γιρλάνταν αὐτὴν μὲ τὶς
φοῦντες καὶ θὰ ἐνθυμῆσθε ὅλες
τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, διὰ
νὰ ἐφαρμόζετε τὶς ἐντολὲς
αὐτὲς καὶ ἔτσι δὲν θὰ
διαφθαρῆτε παρασυρόμενοι ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς
ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς καὶ τῶν
ματιῶν σας, ἐξ ἀφορμῆς τῶν ὁποίων
ἀπομακρύνεσθε καὶ χωρίζεσθε ἀπὸ τὸν
Θεὸν μὲ ἄπιστη καὶ παραστρατημένην
ζωήν. |
40
ὅπως ἂν μνησθῆτε καὶ ποιήσητε
πάσας τὰς ἐντολάς μου καὶ ἔσεσθε
ἅγιοι τῷ Θεῷ ὑμῶν.
|
40
Δι' αὐτῶν θὰ ἐνθυμῆσθε τὰς
ἐντολὰς ἐμοῦ τοῦ Κυρίου,
θὰ τὰς τηρῆτε καὶ θὰ γίνεσθε
ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σας.
|
40
Ὅταν θὰ ἔχετε συνεχῶς ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια σας τὴν γιρλάνταν αὐτὴν
μὲ τὰ κρόσσια, θὰ ἐνθυμῆσθε
τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ θὰ
ἐφαρμόζετε ὅλες τὶς ἐντολές
μου, καὶ θὰ εἶσθε χωρισμένοι ἀπὸ
τοὺς εἰδωλολάτρες, ἅγιοι δὲ
καὶ ἀφιερωμένοι εἰς τὸν ἀληθινὸν
Θεόν σας. |
41
Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν
ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου εἶναι ὑμῶν Θεός,
ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
41
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας, ὁ ὁποῖος σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ
εἶμαι Θεός σας. Ἐγώ, Κύριος
ὁ Θεός σας, δίδω αὐτάς τὰς
ἐντολάς>. |
41
Διότι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐχάρισα
τὴν ἐλευθερίαν καὶ σᾶς ἔβγαλα
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ
εἶμαι ὁ μόνος Θεός σας· ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σσς καὶ ἐγὼ
σᾶς δίδω ἐντολὲς δι' ὅλα αὐτά>.
|