Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κορὲ υἱὸς Ἰσσαάρ
υἱοῦ Καὰθ υἱοῦ Λευὶ καὶ
Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν υἱοὶ
Ἑλιὰβ καὶ Αὒν υἱὸς Φαλὲθ
υἱοῦ Ρουβήν, |
Κορέ,
υἱὸς τοῦ Ἰσσαὰρ υἱοῦ
τοῦ Καάθ, υἱοῦ τοῦ Λευΐ, συνεσκέφθη
καὶ συνώμοσε μὲ τὸν Δαθὰν καὶ
τὸν Ἀβειρών, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν υἱοὶ τοῦ Ἑλιάβ, καὶ
μὲ τὸν Αὔν, υἱὸν τοῦ Φαλὲθ
υἱοῦ τοῦ Ρουβήν,
|
Κορέ,
ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσσάαρ, υἱοῦ
τοῦ Καάθ, υἱοῦ τοῦ Λευΐ, καὶ
ὁ Δαθὰν καὶ ὁ Ἀβειρών, οἱ
υἱοὶ τοῦ Ἐλιάβ, καὶ ὁ
Αὔν, ὁ υἱὸς τοῦ Φαλέθ, τοῦ
υἱοῦ τοῦ Ρουβήν, ἐσυνωμότησαν
|
2
καὶ ἀνέστησαν ἔναντι Μωυσῆ,
καὶ ἄνδρες τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
πεντήκοντα καὶ διακόσιοι, ἀρχηγοὶ
συναγωγῆς, σύγκλητοι βουλῆς καὶ ἄνδρες
ὀνομαστοί, |
2
καὶ ἐστασίασαν ἐναντίον τοῦ
Μωϋσέως. Μαζῆ δὲ μὲ αὐτοὺς
ἐστασίασαν καὶ διακόσιοι πεντήκοντα
ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, οἱ
ὁποῖοι ἦσαν ἄρχοντες τοῦ λαοῦ,
ἐκλεκτὰ μέλη τῶν συνελεύσεων
τοῦ λαοῦ, ἄνδρες μὲ φήμην.
|
2
καὶ ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τοῦ
Μωϋσῆ μαζὶ μὲ διακοσίους πενῆντα ἄνδρες
ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες, οἱ
ὁποῖοι ἦσαν ἄρχοντες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, ἐπίσημα πρόσωπα, μέλη τῆς βουλῆς
τοῦ λαοῦ, ἄνδρες διάσημοι·
|
3
συνέστησαν ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν
καὶ εἶπαν· ἐχέτω ὑμῖν,
ὅτι πᾶσα ἡ συναγωγὴ πάντες ἅγιοι,
καὶ ἐν αὐτοῖς Κύριος, καὶ
διατὶ κατανίστασθε ἐπὶ τὴν συναγωγὴν
Κυρίου; |
3
Αὐτοὶ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον
τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀαρὼν
καὶ εἶπαν πρὸς αὐτούς·
<ἀκούσατε καὶ μάθετε σεῖς,
ὅτι ὁ λαὸς εἶναι ἅγιος, καὶ
ὁ Κύριος εἶναι μαζῆ μὲ τὸν
λαόν. Διατί, λοιπόν, σεῖς ὑψώνετε
τὸν ἑαυτόν σας ἀπέναντι τοῦ
λαοῦ καὶ κατακρατεῖτε τὴν ἀρχηγίαν;>
|
3
ὅλοι αὐτοὶ ἑνώθησαν καὶ
ἐστασίασαν κατὰ τοῦ Μωϋσῆ καὶ
τοῦ Ἀαρών, εἰς τοὺς ὁποίους
εἶπαν: <Ἐπροχωρήσατε πάρα πολύ·
λοιπὸν ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς σᾶς,
ὅτι δὲν εἶσθε μόνον σεῖς ἅγιοι
(ἀφιερωμένοι, ξεχωρισμένοι) ἐδῶ·
ἅγιοι εἶναι καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς καὶ εἰς ὅλους μας καὶ μαζὶ
μὲ ὅλους μας εἶναι ὁ Κύριος. Διατί,
Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών, ὑψώνετε τὸν
ἑαυτόν σας πάνω ἀπὸ τὸν λαὸν
τοῦ Κυρίου, παίρνετε ὅλα τὰ προνόμια καὶ
λαμβάνετε μόνοι σας τὴν ἀρχηγίαν τοῦ
λαοῦ;> |
4
Καὶ ἀκούσας Μωυσῆς ἔπεσεν
ἐπὶ πρόσωπον, |
4
Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ἤκουσεν αὐτά,
ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς
(προφανῶς ἕνεκα τοῦ πόνου του καὶ
διὰ νὰ προσευχηθῇ μυστικῶς πρὸς
τὸν Κύριον). |
4
Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ἄκουσε τὰ λόγια
αὐτά, ἔπεσε κάτω ἐμπρός των μὲ
τὸ πρόσωπον καταγῇς, ὡσὰν νὰ
ἦταν δοῦλος των, διὰ νὰ προσευχηθῇ
καὶ ζητήσῃ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Θεοῦ.
|
5
καὶ ἐλάλησε
πρὸς Κορὲ καὶ πρὸς πᾶσαν αὐτοῦ
τὴν συναγωγὴν λέγων· ἐπέσκεπται
καὶ ἔγνω ὁ Θεὸς τοὺς ὄντας
αὐτοῦ καὶ τοὺς ἁγίους,
καὶ προσηγάγετο πρὸς ἑαυτόν,
καὶ οὓς ἐξελέξατο ἐαυτῷ,
προσηγάγετο πρὸς ἑαυτόν. |
5
Ὡμίλησε πρὸς τὸν Κορὲ καὶ
τοὺς στασιαστάς, ποὺ τὸν εἶχον
ἀκολουθήσει, λέγων· <ὁ Θεὸς
εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἐπεσκέφθη, ἐγνώρισε καὶ ἐξέλεξε
τοὺς ἰδικούς του ἀνθρώπους ὡς
ἀφιερωμένους καὶ τοὺς ὠδήγησεν
εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του. Αὐτούς,
τοὺς ὁποίους ἐξέλεξε διὰ
τὸν ἑαυτόν του, αὐτοὺς ὁδήγησε
καὶ τοὺς κατέστησεν ἀξίους νὰ
τὸν ὑπηρετοῦν. |
5
ἀφοῦ ἔμεινε ἔτσι ἀρκετὴν
ὥραν, καὶ ἀφοῦ ἐφωτίσθη
ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐμίλησε πρὸς
τὸν Κορὲ καὶ πρὸς ὅλην τὴν
συνοδείαν του καὶ τοὺς εἶπε: < Ὁ
Θεὸς ἐπεσκέφθη, ἐδιάλεξε
καὶ ὥρισε ἐκείνους ποὺ εἶναι
ἰδικοί του καὶ τοὺς ἀφιερωμένους
καὶ τοὺς ὠδήγησε κοντά του διὰ
νὰ εἶναι ἱερεῖς καὶ λειτουργοί
του. |
6
Τοῦτο ποιήσατε· λάβετε ὑμῖν
αὐτοῖς πυρεῖα, Κορὲ καὶ πᾶσα
ἡ συναγωγὴ αὐτοῦ,
|
6
Διὰ νὰ καταδειχθῇ ὅμως, ἐὰν
ἐκεῖνοι ἢ σεῖς εἶσθε οἱ
ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, κάμετε τοῦτο·
λάβετε σεῖς, ὁ Κορὲ καὶ ὅλοι
ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν, πυροδοχεῖα,
|
6
Ἐπειδὴ ὅμως λέγετε ὅτι πρέπει νὰ
λάβετε μέρος εἰς τὴν διακονίαν τοῦ Θεοῦ
καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, κάμετε τοῦτο· αὔριον
τὸ πρωΐ πάρετε ὅλοι σας θυμιατήρια, ὁ
Κορὲ καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του,
|
7
καὶ ἐπίθετε ἐπ' αὐτὰ πῦρ,
καὶ ἐπίθετε ἐπ' αὐτὰ θυμίαμα
ἔναντι Κυρίου αὔριον· καὶ ἔσται
ὁ ἀνήρ, ὃν ἐκλέλεκται
Κύριος, οὗτος ἅγιος· ἱκανούσθω
ὑμῖν υἱοὶ Λευί.
|
7
θέσατε εἰς αὐτὰ πῦρ καὶ
ἐπάνω εἰς τὸ πῦρ θυμίαμα,
διὰ νὰ θυμιάσετε ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου αὔριο. Αὐτὸς δὲ ὁ
ἄνθρωπος τὸν ὁποῖον θὰ ἐκλέξῃ
ὁ Κύριος, δεχόμενος τὸ θυμίαμά
του, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἱερεύς.
Ἂς θεωρηθῇ αὐτὸ ἀξιόπιστος
καὶ ἱκανὴ μαρτυρία πρὸς σᾶς,
Λευῖται ἐπαναστάται>.
|
7
καὶ βάλετε εἰς αὐτὰ ἀναμμένα
κάρβουνα καὶ ἐπάνω εἰς τὰ κάρβουνα
βάλετε Θυμίαμα καὶ προσφέρετε τὸ Θυμίαμά
σας εἰς τὸν Κύριον. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
τοῦ ὁποίου τὸ θυμίαμα θὰ δεχθῇ
ὁ Κύριος, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος
τὸν ὁποῖον Θὰ ἐκλέξῃ
διὰ νὰ εἶναι ὁ πραγματικὸς ἱερεύς
του. Ἡ ἀπάντησις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ
ἂς εἶναι ἀρκετὴ διὰ σᾶς,
ἀπόγονοι τοῦ Λευΐ, ποὺ τολμᾶτε νὰ
ἐπαναστατῆτε κατὰ τῆς ἀποφάσεως
τοῦ Θεοῦ>. |
8
Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κορέ·
εἰσακούσατέ μου, υἱοὶ Λευί.
|
8
Εἶπεν ἀκόμη ὁ Μωϋσῆς πρὸς
τὸν Κορὲ καὶ τοὺς ἀκολούθους
του· <ἀκούσατε τὰ λόγια μου
σεῖς, ποὺ εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ
Λευί· |
8
Ὁ Μωϋσῆς εἶπεν ἀκόμη πρὸς
τὸν Κορέ: <Ἀκοῦστε ὅσα θὰ
σᾶς εἰπῶ, ἀπόγονοι τοῦ Λευΐ.
|
9
Μὴ μικρόν ἐστι τοῦτο ὑμῖν,
ὅτι διέστειλεν ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ
ὑμᾶς ἐκ συναγωγῆς Ἰσραὴλ
καὶ προσηγάγετο ὑμᾶς πρὸς ἑαυτὸν
λειτουργεῖν τὰς λειτουργίας τῆς σκηνῆς
Κυρίου καὶ παρίστασθαι ἔναντι τῆς
σκηνῆς λατρεύειν αὐτοῖς;
|
9
μικρὸν πράγμα γιὰ σᾶς εἶναι
τὸ ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ
σᾶς ἐξεχώρισεν ἀπὸ ὅλον
τὸν λαὸν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ
σᾶς προσέλαβε διὰ τὸν ἑαυτόν
του, ὥστε νὰ ὑπηρετῆτε καὶ νὰ
προσφέρετε ἱερὰς ὑπηρεσίας εἰς
τὴν Σκηνὴν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ
παρίστασθε ἐνώπιον αὐτῆς τῆς
Σκηνῆς καὶ νὰ προσφέρετε λατρευτικὰς
διαικονίας ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν
σας; |
9
Μικρὸν πρᾶγμα σᾶς φαίνεται, ὅτι δηλαδὴ
σᾶς ἐξεχώρισεν ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραὴλ ἀπὸ ὅλους τοὺς
ἄλλους Ἰσραηλίτες καὶ σᾶς ἐπῆρε
κοντά του διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῆτε
εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ
νὰ στέκεσθε ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν
καὶ νὰ λατρεύετε τὸν Θεὸν ὑπὲρ
τῶν ἀδελφῶν σας; |
10
Καὶ προσηγάγετό σε καὶ πάντας
τοὺς ἀδελφούς σου υἱοὺς Λευὶ
μετὰ σοῦ καὶ ζητεῖτε καὶ ἱερατεύειν;
|
10
Εἶναι μικρὸν πράγμα ὅτι προσέλαβεν
ὁ Θεὸς σὲ καὶ μαζῆ μὲ
σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς σου ἀπὸ
τὴν φυλὴν Λευὶ ὡς ὑπηρέτας
εἰς τὴν Σκηνὴν καὶ ζητεῖτε τώρα
νὰ γίνετε καὶ ἱερεῖς;
|
10
(Μικρὸν πρᾶγμα σᾶς φαίνεται) ὅτι ὁ
Θεὸς ἐπῆρε ἐσὲ τὸν Κορὲ
καὶ ὅλους τοὺς ἀδελφούς σου,
ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸν Λευΐ, μαζί
(σου) καὶ σᾶς ἔδωκε εἰδικὰ προνόμια,
τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν οἱ
ἄλλες φυλές, καὶ τώρα ἀντὶ νὰ
τὸν εὐγνωμονῆτε, ζητεῖτε νὰ
γίνετε καὶ ἱερεῖς; |
11
Οὕτως σὺ καὶ πᾶσα ἡ συναγωγή
σου ἡ συναθροισμένη πρὸς τὸν Θεόν·
καὶ Ἀαρὼν τίς ἐστιν, ὅτι
διαγογγύζετε κατ' αὐτοῦ;
|
11
Ἔτσι λοιπὸν φέρεσθε σύ, Κορὲ
καὶ οἱ ὁμόφρονές σου, οἱ
ὁποῖοι ὠργανώσατε συνωμοσίαν
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ! Τί δὲ
εἶναι ὁ Ἀαρών, ἐναντίον
τοῦ ὁποίου σεῖς γογγύζετε; Δὲν
εἶναι αὐτός, ποὺ ἔχει ἐκλεγῆ
ἀπὸ τὸν Θεόν;>
|
11
Καὶ ἔτσι ἐσὺ καὶ ὅλη ἡ
συνοδεία σου, ἀντὶ νὰ μένετε εὐχαριστημένοι,
παραπονεῖσθε καὶ συνωμοτεῖτε ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ· διότι τὶ εἶναι ὁ Ἀαρών,
ἐναντίον τοῦ ὁποίου γογγύζετε; Εἶναι
ἀρχιερεύς, ποὺ ἔχει ἐκλεγῆ ἀπὸ
τὸν Θεόν>. |
12
Καὶ ἀπέστειλε Μωυσῆς καλέσαι
Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν υἱοὺς
Ἐλιὰβ καὶ εἶπαν· οὐκ ἀναβαίνομεν·
|
12
Ἔστειλεν ὁ Μωϋσῆς καὶ ἐκάλεσε
τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρών,
τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἑλιάβ,
καὶ ἐκεῖνοι ἀπήντησαν·
<δὲν ἐρχόμεθα·
|
12
Κατόπιν ὁ Μωϋσῆς ἔστειλε νὰ καλέσουν
τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρών,
τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἐλιάβ,
διὰ νὰ συζητήσῃ καὶ μαζί των.
Αὐτοὶ ὅμως ἀπάντησαν μὲ
προκλητικότητα καὶ αὐθάδειαν: <Δὲν
ἐρχόμεθα! |
13
μὴ μικρὸν τοῦτο, ὅτι ἀνήγαγες
ἡμᾶς εἰς γῆν ρέουσαν γάλα
καὶ μέλι ἀποκτεῖναι ἡμᾶς
ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι κατάρχεις
ἡμῶν ἄρχων; |
13
μήπως εἶναι μικρὸν αὐτὸ ποὺ
μᾶς ἔκαμες, ὅτι μᾶς ἔβγαλες
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ
μᾶς ὁδηγήσῃς εἰς γῆν ρέουσαν
γάλα καὶ μέλι, εἰς δὲ τὴν
πραγματικότητα μᾶς ἔφερες εἰς τὴν
ἔρημον, διὰ νὰ μᾶς θανατώσῃς;
Καὶ θέλεις διὰ τῆς βὶας νὰ
καθήσῃς ἐπάνω μας ὡς ἄρχων;
|
13
Δὲν εἶναι μήπως ἀρκετόν (ἐπρόσθεσαν
μὲ εἰρωνείαν) ὅτι μᾶς ἔβγαλες
ἀπὸ τὴν εὔφορον Αἴγυπτον καὶ
μᾶς ὠδήγησες εἰς τὴν γῆν
αὐτήν, ποὺ ἀναβρύζει ἄφθονον γάλα
καὶ μέλι, (οὐσιαστικῶς ὅμως) διὰ
νὰ μᾶς ἐξολοθρεύσῃς εἰς
τὴν ἔρημον; Δεν εἶναι μήπως ἀρκετὸν
ὅτι σὺ ἔγινες ἄρχοντας καὶ ἐξουσιαστὴς
καὶ ἐμεῖς εἴμεθα δοῦλοι σου;
|
14
Εἰ καὶ εἰς γῆν ρέουσαν γάλα
καὶ μέλι εἰσήγαγες ἡμᾶς
καὶ ἔδωκας ἡμῖν κλῆρον ἀγροῦ
καὶ ἀμπελῶνας, τοὺς ὀφθαλμοὺς
τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ἂν
ἐξέκοψας· οὐκ ἀναβαίνομεν.
|
14
Ποὺ εἶναι ἡ γῆ ἡ ρέουσα
γάλα καὶ μέλι, εἰς τὴν ὁποίαν
μᾶς εἰσήγαγες καὶ τῆς ὁποίας
τοὺς ἀγροὺς καὶ τοὺς ἀμπελῶνας
μᾶς ἔδωκες κληρονομίαν; Ἀσφαλῶς
προσπαθεῖς νὰ τυφλώσῃς τοὺς
ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων τούτων.
Ἡμεῖς δὲν ἐρχόμεθα>.
|
14
Ἐὰν νομίζῃς ὅτι μᾶς ἔφερες
εἰς εὔφορον γῆν, ποὺ ἀναβρύζει
γάλα καὶ μέλι, καὶ ὅτι μᾶς ἐμοίρασες
ὡς κληρονομίαν τὰ χωράφια καὶ τὰ ἀμπέλια
της, τότε μὲ τὶς ὑποσχέσεις σου μᾶς
ἐτύφλωσες κυριολεκτικὰ καὶ ἔβγαλες
τὰ μάτια ὅλων μας, διὰ νὰ μὴ
βλέπωμεν τὶ εἶχες σκοπὸν νὰ μᾶς
κάμῃς καὶ ποὺ ἤθελες νὰ μᾶς
ὁδηγήσῃς. Λοιπὸν δεν ἐρχόμεθα!>
|
15
Καὶ ἐβαρυθύμησε Μωυσῆς σφόδρα
καὶ εἶπε πρὸς Κύριον· μὴ
πρόσχῃς εἰς τὴν θυσίαν αὐτῶν·
οὐκ ἐπιθύμημα οὐδενὸς αὐτῶν
εἴληφα, οὐδὲ ἐκάκωσα οὐδένα
αὐτῶν. |
15
Ἐλυπήθη καὶ ἐπικράνθη πάρα
πολὺ ὁ Μωϋσῆς καὶ εἶπε πρὸς
τὸν Κύριον· <μὴ δώσῃς
σημασίαν, Κύριε, καὶ μὴ δεχθῇς
τὴν θυσίαν θυμιάματος, ποὺ θὰ
σοῦ προσφέρουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί.
Ἐγὼ τίποτε δὲν ἐπεθύμησα
καὶ τίποτε δὲν ἔλαβα ἀπὸ
τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν
καὶ κανένα ἀπὸ αὐτοὺς
δὲν ἔχω ἀδικήσει>. |
15
Ὁ Μωϋσῆς ἐλυπήθη καὶ ἐπικράνθη
πάρα πολὺ καὶ γεμᾶτος παράπονον εἶπε
πρὸς τὸν Κύριον: <Μὴ ἀποδεχθῇς
τὴν θυσίαν τοῦ θυμιάματος, ποὺ πρόκειται
νὰ σοῦ προσφέρουν αὐτοί· δὲν ἐπῆρα
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς
χρήματα, οὔτε ἄλλο πρᾶγμα ἰδικόν των
ἐπεθύμησα· δὲν ἐδολιεύθηκα, οὔτε
ἐκακοποίησα κανένα ἀπὸ αὐτούς>.
|
16
Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κορέ·
ἁγίασον τὴν συναγωγὴν σου καὶ
γίνεσθε ἕτοιμοι ἔναντι Κυρίου σὺ
καὶ Ἀαρὼν καὶ αὐτοὶ αὔριον.
|
16
Εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Κορέ·
<αὔριον πάρε μαζῆ σου καὶ ξεχώρισε
τοὺς ὁμόφρονάς σου καὶ γίνεσθε
ἕτοιμοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου σὺ
καὶ οἱ δικοί σου ἀπὸ τὸ
ἕνα μέρος, ὁ Ἀαρὼν δὲ
ἀπὸ τὸ ἄλλο. |
16
Καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπε πρὸς τὸν
Κορέ: <Ξεχώρισε τὴν συνοδείαν σου καὶ ἐτοιμάσου
καὶ σὺ καὶ ὁ Ἀαρὼν καὶ
οἱ ἰδικοί σου νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρὸς
εἰς τὸν Κύριον αὔριον τὸ πρωΐ.
|
17
Καὶ λάβετε ἕκαστος τὸ πυρεῖον
αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσετε ἐπ'
αὐτὰ θυμίαμα καὶ προσάξετε ἔναντι
Κυρίου ἕκαστος τὸ πυρεῖον αὐτοῦ,
πεντήκοντα καὶ διακόσια πυρεῖα, καὶ
σὺ καὶ Ἀαρὼν ἕκαστος τὸ
πυρεῖον αὐτοῦ.
|
17
Ὁ καθένας σας ἂς πάρῃ τὸ
πυροδοχεῖον του καὶ ἂς θέσῃ
εἰς αὐτὸ θυμίαμα. Θὰ προσφέρετε
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὁ καθένας
σας τὸ πυροδοχεῖον του, διακόσια πεντήκοντα
πυροδοχεῖα τῶν ὁμοφρόνων σου καὶ
σὺ τὸ ἰδικόν σου, ὁ δὲ
Ἀαρὼν τὸ ἰδικόν του πυροδοχεῖον>.
|
17
Καὶ πάρετε ὁ καθένας σας τὸ
θυμιατήριόν του καὶ βάλετε εἰς αὐτὰ
ἀναμμένα κάρβουνα καὶ θυμίαμα καὶ φέρετε
ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον ὁ καθένας
τὸ θυμιατήριόν του, δηλαδὴ διακόσια πενῆντα
θυμιατήρια, καὶ σὺ καὶ ὁ Ἀαρών,
ὁ καθένας σας τὸ θυμιατήριόν του>.
|
18
Καὶ ἔλαβεν ἕκαστος τὸ πυρεῖον
αὐτοῦ καὶ ἐπέθηκαν ἐπ'
αὐτὰ πῦρ καὶ ἐπέβαλαν
ἐπ' αὐτὰ θυμίαμα. Καὶ ἔστησαν
παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ
μαρτυρίου Μωυσῆς καὶ Ἀαρών.
|
18
Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἐπῆρεν
ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ
πυροδοχεῖον του, ἔθεσεν εἰς αὐτὸ
πῦρ καὶ ἐπάνω εἰς τὸ πῦρ
τὸ θυμίαμα. Ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ
Ἀαρὼν ἐστάθησαν ὀρθοὶ
πλησίον εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου. |
18
Καὶ ἐπῆρεν ὁ καθένας τὸ
θυμιατήριόν του καὶ ἔβαλαν εἰς αὐτὰ
ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ἐπάνω εἰς
αὐτὰ ἔβαλαν θυμίαμα καὶ ἐστάθηκαν
κοντὰ εἰς τὴν πόρταν τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ
Ἀαρών. |
19
Καὶ ἐπισυνέστησεν ἐπ' αὐτοὺς
Κορὲ τὴν πᾶσαν αὐτοῦ συναγωγὴν
παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ
μαρτυρίου. Καὶ ὤφθη ἡ δόξα Κυρίου
πάσῃ τῇ συναγωγῇ.
|
19
Ὁ δὲ Κορὲ καὶ οἱ ὁμόφρονές
του συνεκεντρώθησαν ἀπέναντι αὐτῶν
πλησίον εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου. Ἀμέσως δὲ θεία
λάμψις ἐφάνη εἰς ὅλον τὸ
πλῆθος τοῦ Ἰσραήλ.
|
19
Καὶ ὁ Κορὲ ἐμάζευσεν ἀπέναντι
τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἀαρὼν
ὅλην τὴν συνοδείαν τῶν ἐπαναστατῶν
του κοντὰ εἰς τὴν πόρταν τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου. Ἔξαφνα ὅμως ἐκτυφλωτικὴ
λάμψις, ποὺ ἐφανέρωνε τὴν ἔνδοξον
δύναμιν τοῦ Κυρίου, ἔκαμε τὴν ἐμφάνισίν
της εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν· ὁ Κορὲ καὶ οἱ σύντροφοί
του παρέλυσαν ἀπὸ τὸν φόβον των καὶ
ἐμποδίσθησαν νὰ θυσιάσουν.
|
20
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
καὶ Ἀαρὼν λέγων·
|
20
Καὶ ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς
τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν
λέγων· |
20
Καὶ ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἰς τὸν Ἀαρὼν
καὶ τοὺς εἶπε: |
21
ἀποσχίσθητε ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς
ταύτης, καὶ ἐξαναλώσω αὐτοὺς
εἰσάπαξ. |
21
<ἀπομακρυνθῆτε μέσα ἀπὸ τὴν
συγκέντρωσιν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ,
διότι ἐγὼ μὲ ἕνα μου κτύπημα
θὰ τοὺς ἐξοντώσω>.
|
21
<Χωρισθῆτε καὶ φύγετε μακριὰ ἀπὸ
τὸν Κορὲ καὶ τὴν συνοδείαν του αὐτὴν
καὶ θὰ τοὺς κάψω ὅλους· θὰ
τοὺς κάμω στάχτην εὐθὺς ἀμέσως, μιὰ
γιὰ πάντα>. |
22
Καὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν
καὶ εἶπαν· Θεός, Θεὸς τῶν
πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, εἰ
ἄνθρωπος εἷς ἥμαρτεν, ἐπὶ πᾶσαν
τὴν συναγωγὴν ὀργὴ Κυρίου;
|
22
Ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν ἔπεσαν
μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ
εἶπον· <ὢ Θεέ! Σὺ ὁ
Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης
σαρκός, ἐὰν ἕνας μόνον ἄνθρωπος
ἡμάρτησεν ἀπέναντί σου, θὰ
ἐξαποστείλῃς τὴν ὀργήν
σου ἐναντίον ὅλης τῆς συναγωγῆς;>
|
22
Ἀλλὰ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν
ἔπεσαν κάτω μὲ τὰ πρόσωπα κατὰ γῆς
καὶ παρεκάλεσαν τὸν Θεόν: <Ὦ Θεέ, ποὺ
εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ
κριτὴς καὶ ἐξουσιασὴς ὅλων τῶν
λογικῶν ὄντων· ὦ Θεὲ τῶν
ἀΰλων καὶ ἀσωμάτων πνευμάτων, ποὺ
εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐκείνων
ποὺ φέρουν ὑλικὸν σῶμα καὶ εἶναι
ψυχὲς συνδεδεμένες μὲ σάρκα θνητήν, ἐὰν
ἁμάρτησε ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Κορέ,
θὰ πέσῃ ὁ δίκαιος θυμός σου τοῦ Κυρίου
εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν;>
|
23
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
23
Ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπε·
|
23
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
24
λάλησον τῇ συναγωγῇ λέγων· ἀναχωρήσατε
κύκλῳ ἀπὸ τῆς συναγωγῆς
Κορέ. |
24
<ὁμίλησε εἰς τὸν λαὸν καὶ
εἰπὲ εἰς αὐτούς· Φύγετε
καὶ ἀπομακρυνθῆτε γύρω ἀπὸ
τοὺς συνωμότας τοῦ Κορέ>.
|
24
<Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς·
φύγετε μακριὰ ἀπὸ τὸν Κορὲ καὶ
τὴν συνοδείαν τῶν ἐπαναστατῶν του>.
|
25
Καὶ ἀνέστη Μωυσῆς καὶ ἐπορεύθη
πρὸς Δαθὰν καὶ Ἀβειρών, καὶ
συνεπορεύθησαν μετ' αὐτοῦ πάντες οἱ
πρεσβύτεροι Ἰσραήλ.
|
25
Ἠγέρθη ὁ Μωϋσῆς, μετέβη πρὸς
τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρὼν
καὶ μαζῆ μὲ αὐτὸν ἐπορεύθησαν
ὅλοι οἱ γεροντώτεροι Ἰσραηλῖται.
|
25
Ὁ Μωϋσῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν
ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεόν,
ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγε πρὸς
τὸ μέρος ποὺ ἦσαν στημένες οἱ σκηνὲς
τοῦ Δαθὰν καὶ τοῦ Ἀβειρών· μαζί
του ἐπῆγαν καὶ ὅλοι οἱ γεροντότεροι
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
26
Καὶ ἐλάλησε πρὸς τὴν συναγωγὴν
λέγων· ἀποσχίσθητε ἀπὸ
τῶν σκηνῶν τῶν ἀνθρώπων τῶν
σκληρῶν τούτων, καὶ μὴ ἅπτεσθε
ἀπὸ πάντων, ὧν ἐστιν αὐτοῖς,
μὴ συναπόλησθε ἐν πάσῃ τῇ
ἁμαρτίᾳ αὐτῶν.
|
26
Ὁ Μωϋσῆς ὡμίλησε πρὸς τὸν
λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ εἶπε·
<ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τὰς σκηνὰς
τῶν σκληρῶν αὐτῶν ἀνθρώπων
καὶ μὴ ἐγγίζετε τίποτε, ἀπὸ
ὅσα πράγματα ἀνήκουν εἰς αὐτούς,
διὰ νὰ μὴ καταστραφῆτε μαζῆ
των ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας
των>. |
26
Ὁ Μωϋσῆς ἐμίλησε πρὸς τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ποὺ εὑρίσκετο ἐκεῖ,
καὶ εἶπε: <Χωρισθῆτε καὶ φύγετε
μακριὰ ἀπὸ τὶς σκηνὲς τῶν
ἀνυποτάκτων καὶ κακοήθων αὐτῶν ἀνθρώπων
καὶ μὴ ἀκουμβᾶτε σὲ κανένα πρᾶγμα,
ποὺ ἀνήκει εἰς αὐτούς, διὰ
νὰ μὴ καταστραφῆτε καὶ σεῖς
μαζί των, διότι τιμωροῦνται ἕνεκα τῆς
ἀποστασίας των>. |
27
Καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ τῆς
σκηνῆς Κορὲ κύκλῳ· καὶ
Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν ἐξῆλθον
καὶ εἱστήκεισαν παρὰ τὰς θύρας
τῶν σκηνῶν αὐτῶν καὶ αἱ
γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα
αὐτῶν καὶ ἡ ἀποσκευὴ αὐτῶν.
|
27
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεμακρύνθησαν
ὁλόγυρα ἀπὸ τὴν σκηνὴν
τοῦ Κορέ. Ὁ Δαθὰν ὅμως καὶ
ὁ Ἀβειρὼν ἐβγῆκαν ἀπὸ
τὰς σκηνάς των καὶ ἐστάθησαν
ἐγωϊσταὶ καὶ πείσμονες εἰς τὰς
θύρας τῶν σκηνῶν των αὐτοὶ καὶ
αἱ γυναῖκες των καὶ τὰ τέκνα
των καὶ αἱ ἀποσκευαί των.
|
27
Καὶ ἀποτραβήχθηκαν καὶ ἀπεσύρθησαν
ὅσοι εὑρίσκοντο γύρω ἀπὸ τὴν
σκηνὴν τοῦ Κορέ· ὅμως ὁ Δαθὰν
καὶ ὁ Ἀβειρὼν ἐβγῆκαν
ἔξω ἀπὸ τὶς σκηνές των καὶ
ἐστάθηκαν ἀσυγκίνητοι, καμαρωτοὶ καὶ
θρασεῖς κοντὰ εἰς τὶς πόρτες τῶν
σκηνῶν των, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ
γυναῖκες των, οἱ υἱοί των καὶ
τὰ μικρὰ παιδιά των (ἢ κατ' ἄλλην
ἑρμηνείαν μὲ ὅλην τὴν συνοδείαν των
καὶ τὰ ὑπάρχοντά των). |
28
Καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἐν τούτῳ
γνώσεσθε ὅτι Κύριος ἀπέστειλέ
με ποιῆσαι πάντα τὰ ἔργα ταῦτα,
ὅτι οὐκ ἀπ' ἐμαυτοῦ·
|
28
Εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς ὅλους αὐτούς·
<μὲ ὅσα θὰ γίνουν τώρα θὰ
μάθετε ὅτι ὁ Κύριος μὲ ἔστειλε
νὰ κάμω αὐτὰ τὰ ἔργα,
ὅτι δὲν ἦλθα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
μου αὐτόκλητος. |
28
Καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπε πρὸς αὐτούς:
<Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος, μὲ
τὸν ὁποῖον θὰ μάθετε ὅτι ὁ
Κύριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ
ἔστειλε καὶ μοῦ ἀνέθεσε νὰ κάμω
ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα καὶ ὅτι
δὲν ἐπῆρα τὴν ἐξουσίαν
μὲ τὸ χέρι μου καὶ αὐθαίρετα·
|
29
εἰ κατὰ θάνατον πάντων ἀνθρώπων
ἀποθανοῦνται οὗτοι, εἰ καὶ κατ'
ἐπίσκεψιν πάντων ἀνθρώπων ἐπισκοπὴ
ἔσται αὐτῶν, οὐχὶ Κύριος
ἀπεσταλκέ με· |
29
Ἐὰν ὁ Δαθὰν καὶ ὁ Ἐβειρὼν
ἀποθάνουν φυσιολογικὸν θάνατον, ὅπως
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν ἡ
ἐπίσκεψις τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτοὺς
εἶναι ὅπως καὶ πρὸς ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους, τότε αὐτὸ θὰ
εἶναι δεῖγμα, ὅτι δὲν μὲ ἔχει
στείλει ὁ Κύριος. |
29
ἐάν οἰ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀποθάνουν
μὲ θάνατον συνηθισμένον, ὅπως ἀποθνήσκουν
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· ἢ ἐάν, ὅταν
τοὺς ἐπισκεφθῇ ὁ Κύριος, διατηρηθοῦν
σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς καὶ γλυτώσουν
ἀπὸ κάθε κίνδυνον, τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις,
ὅτι δὲν μὲ ἔστειλεν ὁ Θεὸς
καὶ ὅτι ἐγὼ ἐπῆρα τὴν
ἐξουσίαν μόνος μου. |
30
ἀλλ' ἢ ἐν φάσματι δείξει Κύριος,
καὶ ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ στόμα
αὐτῆς καταπίεται αὐτοὺς καὶ
τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ τὰς
σκηνὰς αὐτῶν καὶ πάντα, ὅσα
ἐστὶν αὐτοῖς, καὶ καταβήσονται
ζῶντες εἰς ᾅδου, καὶ γνώσεσθε,
ὅτι παρώξυναν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι
τὸν Κύριον. |
30
Ἀλλ' ἐὰν ὁ Κύριος δείξη
θαῦμα τρομερὸν καὶ ἀνοίξῃ
ἡ γῆ τὸ στόμα της καὶ καταπίῃ
αὐτοὺς καὶ τὰς οἰκογενείας
των καὶ τὰς σκηνάς των καὶ ὅλα
ὅσα τοὺς ἀνήκουν, καὶ καταβοῦν
ἔτσι εἰς στιγμὴν χρόνου ζωντανοὶ
εἰς τὸν ἅδην, τότε θὰ μάθετε
καλὰ ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ
ἐξώργισαν τὸν Κύριον μὲ τὴν
ἐπανάστασίν των>.
|
30
Ἐὰν ὅμὼς ὁ Κύριος ἐνεργήσῃ
κάτι μὲ τρόπον πρωτοφανῆ, πρωτάκουστον καὶ
μὲ θαῦμα καταπληκτικόν, ἐὰν ἡ
γῆ ἀνοίξῃ τὸ στόμα της καὶ καταπιῇ
τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ τὶς
οἰκογένειές των καὶ τὶς σκηνὲς
των καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των
καὶ κατεβοῦν ὅλοι αὐτοὶ ἀμέσως
ζωντανοὶ εἰς τὸν ᾅδην, τότε θὰ
μάθετε ἀσφαλῶς, ὅτι οἱ ἄνθρωποι
αὐτοὶ ἐπεριφρόνησαν καὶ ἐξώργισαν
τὸν Κύριον>. |
31
Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν πάντας
τοὺς λόγους τούτους, ἐρράγη
ἡ γῆ ὑποκάτω αὐτῶν,
|
31
Μόλις δὲ ὁ Μωϋσῆς ἔπαυσε νὰ
λέγῃ τὰ λόγια αὐτά, ἐσχίσθη
ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
ἐκείνων, |
31
Μόλις δὲ ἔπαυσε ὁ Μωϋσῆς νὰ
λέγῃ τὰ λόγια αὐτά, ἐσχίσθη ἡ
γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν Δαθὰν
καὶ Ἀβειρών· |
32
καὶ ἠνοίχθη ἡ γῆ καὶ κατέπιεν
αὐτοὺς καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν
καὶ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς
ὄντας μετὰ Κορὲ καὶ τὰ κτήνη
αὐτῶν. |
32
ἤνοιξεν ἡ γῆ καὶ κατέπιεν αὐτοὺς
καὶ τὰς οἰκογενείας των καὶ
ὅλους ὅσοι ἦσαν μὲ τὸν Κορέ,
καὶ τὰ ζῶα των, |
32
ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ ἐσχηματίσθη
βαθύς, μεγάλος καὶ σκοτεινὸς τάφος, ὁ ὁποῖος
ἐκατάπιε ἀμέσως αὐτοὺς καὶ
τὶς οἰκογένειές των καὶ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν σχέσιν μὲ
τὸν Κορέ, καὶ τὰ ζῶα των.
|
33
Καὶ κατέβησαν αὐτοὶ καὶ ὅσα
ἐστὶν αὐτῶν ζῶντα εἰς
ᾅδου, καὶ ἐκάλυψεν αὐτοὺς
ἡ γῆ, καὶ ἀπώλοντο ἐκ
μέσου τῆς συναγωγῆς.
|
33
καὶ κατέβησαν αὐτοί, καὶ ὅσοι
ἄλλοι ἦσαν μὲ τὸ μέρος των,
ζωντανοὶ εἰς τὸν ἅδην, τοὺς
ἐσκέπασεν ἡ γῆ καὶ ἐχάθησαν
ἐκ μέσου τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
33
Ἔτσι κατέβησαν αὐτοὶ καὶ ὅλα
τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰ ζῶα των
ζωντανοὶ εἰς τὸν ᾅδην καὶ ἡ
γῆ ἔκλεισεν ἀπὸ πάνω τους καὶ
τοὺς ἐσκέπασε καὶ ἐχάθησαν
ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
|
34
Καὶ πᾶς Ἰσραὴλ οἱ κύκλῳ
αὐτῶν ἔφυγον ἀπὸ τῆς φωνῆς
αὐτῶν, ὅτι λέγοντες· μή
ποτε καταπίῃ ἡμᾶς ἡ γῆ.
|
34
Οἱ δὲ ἄλλοι Ἰσραηλῖται, ποὺ
ἦσαν γύρω καὶ εἰς ἀπόστασιν
ἀπὸ αὐτούς, ὅταν ἤκουσαν
τὰς σπαρακτικὰς φωνὰς ἐκείνων,
ἐτράπησαν εἰς φυγὴν λέγοντες·
<ἂς φύγωμεν μήπως καταπίῃ
καὶ ἡμᾶς ἡ γῆ>!
|
34
Ἐνῷ δὲ ἐφώναζαν καὶ ἐζητοῦσαν
βοήθειαν, κανεὶς δεν ἐτολμοῦσε νὰ
πλησιάσῃ· διότι ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός, ποὺ ἦταν γύρω τους, ἀκούοντας τὶς
φωνές τους ἐτράπη εἰς φυγὴν καὶ
ἔλεγε· <ἂς τρέξωμεν νὰ φύγωμεν, μήπως
ἡ γῆ καταπιῃ καὶ ἐμᾶς>.
|
35
Καὶ πῦρ ἐξῆλθε παρὰ Κυρίου
καὶ κατέφαγε τοὺς πεντήκοντα καὶ
διακοσίους ἄνδρας τοὺς προσφέροντας
τὸ θυμίαμα. |
35
Πῦρ δὲ προερχόμενον κατ' εὐθείαν
ἀπὸ τὸν Κύριον ἐξῆλθε
καὶ κατέφαγε τοὺς διακοσίους πεντήκοντα
ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν
τότε τὸ θυμίαμά των. |
35
Τὴν στιγμὴν ποὺ ἄνοιξε ἡ γῆ
καὶ ἐκατάπιε τὸν Λαθάν, τὸν
Ἀβειρὼν καὶ τοὺς συντρόφους των, φωτιὰ
σὰν ἀστροπελέκι ἔπεσε ἀπὸ
τὸν Κύριον καὶ ἔκαμε κάρβουνον καὶ
στάχτην τοὺς διακοσίους πενῆντα ἄνδρες,
ποὺ εἶχαν ἐπαναστατήσει μὲ τὸν
Κορέ, Δαθὰν καὶ βειρών, οἱ ὁποῖοι
ἐκείνην τὴν ὥραν ἐπρόσφεραν τὸ
θυμίαμά των. |