Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ
Ἀαρὼν λέγων·
|
μίλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ
τὸν Ἀαρὼν λέγων·
|
Κύριος
ἐμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσὴν καὶ
τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε:
|
2
αὕτη ἡ διαστολὴ τοῦ νόμου, ὅσα
συνέταξε Κύριος λέγων· λάλησον
τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ
λαβέτωσαν πρὸς σὲ δάμαλιν πυρρὰν
ἄμωμον, ἥτις οὐκ ἔχει ἐν αὐτῇ
μῶμον, καὶ οὐκ ἐπεβλήθη ἐπ'
αὐτὴν ζυγός. |
2
<ἰδού, ἡ τελετουργικὴ διάταξις
τοῦ νόμου, τὴν ὁποίαν ὁ
Κύριος ἔδωσε διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας·
εἰπὲ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
νὰ πάρουν καὶ νὰ φέρουν εἰς
σὲ μίαν ἐρυθρωπὴν δάμαλιν, ἄμωμον,
χωρὶς κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα,
καὶ ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν
δὲν ἐτέθη ζυγός.
|
2
<Αὐτὴ εἶναι ἡ τελετουργικὴ
διάταξις τοῦ νόμου, ποὺ ὥρισεν ὁ Κύριος,
ὁ ὁποῖος εἶπε: Μίλησε εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτες καὶ εἰπέ τους νὰ
σοῦ φέρουν μίαν δαμαλίδα ξανθὴν μὲ ἀκέραια
καὶ ὑγιῆ ὅλα τὰ μέλη της, ποὺ
νὰ μὴ ἔχῃ κανένα ἐλάττωμα καὶ
εἰς τὴν ὁποίαν δεν ἔχει φορτωθῆ
ποτὲ ζυγός. |
3
Καὶ δώσεις αὐτὴν πρὸς Ἐλεάζαρ
τὸν ἱερέα, καὶ ἐξάξουσιν
αὐτὴν ἔξω τῆς παρεμβολῆς εἰς
τόπον καθαρὸν καὶ σφάξουσιν αὐτὴν
ἐνώπιον αὐτοῦ.
|
3
Θὰ δώσῃς αὐτὴν πρὸς τὸν
Ἐλεάζαρ τὸν ἱερέα μερικοὶ
δὲ ἄνδρες θὰ ὁδηγήσουν αὐτὴν
ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, εἰς
καθαρὸν τόπον καὶ θὰ τὴν σφάξουν
ἐνώπιον αὐτοῦ.
|
3
Τὴν δαμαλίδα αὐτὴν θὰ τὴν παραδώσῃς
εἰς τὸν ἱερέα Ἐλεάζαρ, καὶ
ὡρισμένοι θὰ τὴν ὁδηγήσουν ἔξω
ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν
εἰς τόπον καθαρὸν καὶ θὰ τὴν
σφάζουν ἐμπρός του. |
4
Καὶ λήψεται Ἐλεάζαρ ἀπὸ
τοῦ αἵματος αὐτῆς καὶ ράνει
ἀπέναντι τοῦ προσώπου τῆς σκηνῆς
τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τοῦ αἵματος
αὐτῆς ἑπτάκις.
|
4
Ὁ Ἐλεάζαρ θὰ πάρῃ ἀπὸ
τὸ αἷμα αὐτῆς, θὰ ραντίσῃ
πρὸς τὸ ἔμπροσθεν μέρος τῆς
Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ἑπτὰ φορές.
|
4
Καὶ ὁ Ἐλεάζαρ θὰ πάρῃ
μὲ τὸ δάκτυλόν του ἀπὸ τὸ
αἷμα
τῆς σφαγμένης δαμαλίδος καὶ μὲ αὐτὸ
θὰ ραντίσῃ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς
ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου ἑπτὰ φορές.
|
5
Καὶ κατακαύσουσιν αὐτὴν ἐναντίον
αὐτοῦ, καὶ τὸ δέρμα καὶ
τὰ κρέα αὐτῆς καὶ τὸ αἷμα
αὐτῆς σὺν τῇ κόπρῳ αὐτῆς
κατακαυθήσεται. |
5
Κατόπιν δὲ θὰ καύσουν ἐξ ὁλοκλήρου
αὐτὴν ἐνώπιόν του· θὰ
καοῦν τὸ δέρμα της, τὸ κρέας,
τὸ αἷμα καὶ αὐτὴ ἀκόμη
ἡ κόπρος της. |
5
Ἔπειτα Θὰ κατακαύσουν τὴν σφαγμένην δαμαλίδα
ἐμπρὸς εἰς τὸν ἱερέα. Θὰ
φροντίσουν δὲ ὥστε νὰ καοῦν ὅλα,
καὶ τὸ δέρμα της καὶ τὸ κρέας της
καὶ τὸ αἷμα της καὶ αὐτὴ
ἀκόμη ἡ κοπρία της. |
6
Καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ξύλον
κέδρινον καὶ ὕσσωπον καὶ κόκκινον
καὶ ἐμβάλουσιν εἰς μέσον τοῦ
κατακαύματος τῆς δαμάλεως.
|
6
Θὰ λάβῃ ὁ ἱερεὺς ἕνα
ξύλον κέδρινον, ἕνα κλωναράκι ὑσσώπου,
μίαν κλωστὴν κοκκίνην καὶ θὰ
ρίψῃ αὐτὰ μέσα εἰς τὸ
πῦρ τῆς καιομένης δαμάλεως.
|
6
Καὶ θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς
ξύλον ἀπὸ κέδρον καὶ κλωνάρι ἀπὸ
ὕσσωπον καὶ νῆμα, ποὺ ἔχει χρῶμα
βαθὺ κόκκινον, καὶ θὰ τὰ ρίξῃ
εἰς τὴν φωτιὰν τῆς καιομένης ξανθῆς
δαμαλίδος. |
7
Καὶ πλύνει τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
ὁ ἱερεὺς καὶ λούσεται τὸ
σῶμα αὐτοῦ ὕδατι καὶ μετὰ
ταῦτα εἰσελεύσεται εἰς τὴν παρεμβολήν,
καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ὁ ἱερεὺς
ἕως ἑσπέρας. |
7
Θὰ πλύνῃ κατόπιν τὰ ἱμάτιά
του ὁ ἱερεύς, θὰ λούσῃ
τὸ σῶμα του μὲ νερὸ καὶ θὰ
εἰσέλθῃ εἰς τὴν κατασκήνωσιν.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος ἕως τὴν ἑσπέραν.
|
7
Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ πλύνῃ τὰ
ροῦχα του καὶ θὰ λούσῃ τὸ σῶμα
του μὲ νερὸν καὶ ὑστέρα θὰ ἐπιστρέψῃ
εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ· ὁ ἱερεὺς ὅμως θὰ
εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος ἕως τὸ
βράδυ. |
8
Καὶ ὁ κατακαίων αὐτὴν πλυνεῖ
τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ λούσεται
τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ ἀκάθαρτος
ἔσται ἕως ἑσπέρας.
|
8
Καὶ ὁ Ἰσραηλίτης ἐπίσης,
ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε καὶ ἔκαυσε
τὴν δάμαλιν, θὰ πλύνῃ τὰ
ἐνδύματά του, θὰ λούσῃ
τὸ σῶμα του, καὶ θὰ εἶναι πάλιν
ἀκάθαρτος ἕως τὴν ἑσπέραν.
|
8
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀνάβει τὴν
φωτιὰν καὶ κατακαίει τὴν δαμαλίδα, θὰ
πλύνῃ τὰ ροῦχα του καὶ θὰ λούσῃ
τὸ σῶμα του, θὰ εἶναι ὅμως νομικῶς
ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ.
|
9
Καὶ συνάξει ἄνθρωπος καθαρὸς τὴν
σποδὸν τῆς δαμάλεως καὶ ἀποθήσει
ἔξω τῆς παρεμβολῆς εἰς τόπον
καθαρόν, καὶ ἔσται τῇ συναγωγῇ
υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς διατήρησιν,
ὕδωρ ραντισμοῦ, ἅγνισμά ἐστι.
|
9
Ἕνας δὲ ἄλλος ἄνθρωπος, καθαρός,
θὰ μαζεύσῃ τὴν στάκτην τῆς
καείσης δαμάλεως καὶ θὰ τοποθετήσῃ
αὐτὴν εἰς τόπον καθαρόν, ἔξω
ἀπὸ τὸ στρατόπεδον. Θὰ φυλάσσεται
ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, νὰ τοῦ χρησιμεύῃ διὰ
τὸ ὕδωρ τοῦ ραντισμοῦ, θὰ εἶναι
πρὸς ἐξαγνισμόν, θὰ εἶναι ἅγνισμα.
|
9
Κατόπιν ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι
νομικῶς καθαρός, θὰ μαζεύσῃ τὴν στάχτην
τῆς δαμαλίδος καὶ θὰ τὴν ἀποθέσὴ
ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ εἰς τόπον καθαρόν. Ἐκεῖ θὰ
φυλάσσεται ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τῶν
Ἰσραηλιτῶν, ὥστε νὰ χρησιμοποιῆται
διὰ τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ·
ἡ ἀνάμιξις τῆς στάχτης μὲ τὸ
νερὸν θὰ χρησιμεύῃ διὰ τὸν ἑξαγνισμὸν
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
|
10
καὶ ὁ συνάγων τὴν σποδιὰν τῆς
δαμάλεως πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας,
καὶ ἔσται τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
καὶ τοῖς προσηλύτοις προσκειμένοις
νόμιμον αἰώνιον.
|
10
Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ μαζεύσῃ
τὴν στάκτην τῆς δαμάλεως, θὰ
πλύνῃ καὶ αὐτὸς τὰ ἐνδύματά
του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος ἕως
τὴν ἑσπέραν. Αὐτὸ θὰ εἶναι
διάταξις παντοτεινὴ τόσον διὰ τοὺς
Ἰσραηλίτας ὅσον καὶ διὰ τοὺς
ξένους, οἱ ὁποῖοι μένουν μεταξὺ
αὐτῶν. |
10
Καὶ αὐτὸς ποὺ μαζεύει τὴν στάχτην
τῆς καμένης δαμαλίδος, πρέπει νὰ πλύνῃ τὰ
ροῦχα του, θὰ εἶναι δὲ νομικῶς
ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ. Τοῦτο θὰ
εἶναι διὰ τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ
τοὺς ξένους, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν
μαζί των, νόμος παντοτινός, ποὺ θὰ ἰσχύῃ
εἰς τοὺς αἰῶνας.
|
11
Ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης
ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος ἔσται
ἑπτὰ ἡμέρας·
|
11
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐγγίσῃ
τὸ σῶμα νεκροῦ ἀνθρώπου, θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος ἐπὶ ἑπτὰ
ἡμέρας. |
11
Αὐτὸς ποὺ ἐγγίζει τὸ σῶμα
κάθε νεκροῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι νομικῶς
ἀκάθαρτος ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες·
|
12
οὗτος ἀγνισθήσεται τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ καὶ τῇ ἡμέρᾳ
τῇ ἑβδόμῃ καὶ καθαρὸς
ἔσται· ἐὰν μὴ ἀφαγνισθῇ
τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ
καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ,
οὐ καθαρὸς ἔσται.
|
12
Αὐτὸς θὰ καθαρισθῇ (διὰ ραντισμοῦ)
τὴν τρίτην καὶ τὴν ἑβδόμην
ἡμέραν, καὶ θὰ εἶναι κατόπιν
καθαρός. Ἐὰν ὅμως δὲν καθαρισθῇ
τὴν τρίτην καὶ τὴν ἐβδόμην
ἡμέραν, δὲν θὰ εἶναι καθαρός.
|
12
αὐτὸς θὰ καθαρισθῇ μὲ τὴν
στάχτην τῆς δαμαλίδος, ποὺ εἶναι ἀνακατεμένη
μὲ νερόν, τὴν τρίτην καὶ τὴν ἑβδόμην
ἡμέραν καὶ μετὰ θὰ εἶναι νομικῶς
καθαρός. Ἐὰν ὅμως δὲν καθαρισθῇ
τὴν τρίτην καὶ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν,
δὲν θὰ εἶναι νομικῶς καθαρός.
|
13
Πᾶς ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκόκος
ἀπὸ ψυχῆς ἀνθρώπου, ἐὰν
ἀποθάνῃ, καὶ μὴ ἀφαγνισθῇ,
τὴν σκηνὴν Κυρίου ἐμίανεν·
ἐκτριβήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη
ἐξ Ἰσραήλ, ὅτι ὕδωρ ραντισμοῦ
οὐ περιερραντίσθη ἐπ' αὐτόν,
ἀκάθαρτός ἐστιν, ἔτι ἡ
ἀκαθαρσία αὐτοῦ ἐν αὐτῷ
ἐστι. |
13
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ ἐγγίσῃ
τὸ νεκρὸν σῶμα οἰουδήποτε ἀνθρώπου
καὶ δὲν καθαρισθῇ, ὅπως ἐλέχθη
ἀνωτέρω, ἐμόλυνε τὴν Σκηνὴν
τοῦ Μαρτυρίου. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
θὰ ξερριζωθῇ ἀνάμεσα ἀπὸ
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι
δὲν ἐρραντίσθη μὲ τὸ ὕδωρ
τοῦ ἐξαγνισμοῦ, καὶ εἶναι ἀκάθαρτος·
ὁ μολυσμὸς μένει καὶ θὰ μένῃ
εἰς αὐτόν. |
13
Κάθε ἕνας ποὺ ἔγγιζει τὸ σῶμα
νεκροῦ ἀνθρώπου (ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου
ποὺ ἀπέθανε) καὶ δεν καθαρισθῇ (μὲ
τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ, ποὺ
ἔχει ἀναμιχθῇ μὲ τὴν στάχτην
τῆς δαμαλίδος), αὐτὸς ἐμόλυνε
τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. Ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς πρέπει νὰ ζερριζωθῇ καὶ
νὰ ἑξαφανισθῇ ἀπὸ τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι εἶναι ἀκάθαρτος,
ἀφοῦ δὲν ἐρραντίσθη μὲ
τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ τὸ ὁποῖον
ἑξαγνίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν·
ἑπομένως ἡ ἀκαθαρσία του συνεχίζει νὰ
μένῃ εἰς τὴν ψυχήν του.
|
14
Καὶ οὗτος ὁ νόμος ἄνθρωπος ἐὰν
ἀποθάνῃ ἐν οἰκίᾳ,
πᾶς ὁ εἰσπορευόμενος εἰς τὴν
οἰκίαν καὶ ὅσα ἐστὶν ἐν
τῇ οἰκίᾳ, ἀκάθαρτα ἔσται
ἑπτὰ ἡμέρας.
|
14
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τοῦ
καθαρισμοῦ εἰδικώτερον· ἐὰν
ἕνας ἄνθρωπος ἀποθάνῃ εἰς
τὴν οἰκίαν. Καθένας ποὺ εἰσέρχεται
εἰς αὐτὴν καὶ ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτήν, θὰ εἶναι ἀκάθαρτα
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας.
|
14
Εἰδικώτερον ὁ νόμος τοῦ καθαρισμοῦ
εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐὰν κάποιος
ἄνθρωπος ἀποθνήσκῃ εἰς τὸ
σπίτι (τὴν σκηνήν), τότε κάθε ἕνας, ποὺ
μπαίνει εἰς τὸ σπίτι αὐτό (τὴν
σκηνήν), καὶ ὄλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς
τὸ σπίτι αὐτό (τὴν σκηνήν), θὰ
εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτα ἐπὶ ἑπτὰ
ἡμέρες. |
15
Καὶ πᾶν σκεῦος ἀνεωγμένον, ὅσα
οὐχὶ δεσμὸν καταδέδεται ἐπ'
αὐτῷ, ἀκάθαρτα ἐστι.
|
15
Κάθε δοχεῖον ἀνοικτὸν καὶ ὅλα
τὰ δοχεῖα, τὰ ὁποία δὲν
εἶναι σκεπασμένα μὲ τὸ κάλυμμά
των, θὰ θεωροῦνται ἀκάθαρτα.
|
15
Καὶ κάθε δοχεῖον, ποὺ εἶναι ἀνοικτόν,
καὶ ὅσα δοχεῖα δὲν ἔχουν καλύμματα
δεμένα ἐπάνω τους, θὰ εἶναι νομικῶς
ἀκάθαρτα. |
16
Καὶ πᾶς, ὃς ἐὰν ἅψηται
ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου τραυματίου
ἢ νεκροῦ ἢ ὀστέου ἀνθρωπίνου
ἢ μνήματος, ἑπτὰ ἡμέρας
ἀκάθαρτος ἔσται.
|
16
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ ἐγγίσῃ
εἰς τὸ ἔδαφος πεδιάδος νεκρὸν
φονευθέντα ἢ φυσικῶς ἀποθανόντα
ἢ ἄνθρωπινον ὀστοῦν, ἢ μνῆμα,
θὰ εἶναι ἀκάθαρτος ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρας. |
16
Καὶ κάθε ἕνας, ὁ ὁποῖος θὰ
ἐγγίσῃ εἰς ἀνοικτὴν πεδιάδα
νεκρὸν ποὺ ἐφονεύθη, ἡ νεκρὸν
ποὺ ἀπέθανε μὲ φυσιολογικὸν θάνατον,
ἡ κόκκαλον ἀνθρώπου, ἡ μνῆμα, θὰ
εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρες. |
17
Καὶ λήψονται τῷ ἀκαθάρτῳ
ἀπὸ τῆς σποδιᾶς τῆς κατακεκαυμένης
τοῦ ἀγνισμοῦ καὶ ἐκχεοῦσιν
ἐπ' αὐτὴν ὕδωρ ζῶν εἰς
σκεῦος· |
17
Διὰ κάθε τέτοιον ἀκάθαρτον θὰ
πάρουν ἀπὸ τὴν πρὸς ἐξαγνισμὸν
στάκτην τῆς καείσης δαμάλεως θὰ
τὴν θέσουν εἰς δοχεῖον, ποὺ
περιέχει πηγαῖον ὕδωρ.
|
17
Δι' αὐτὸν τὸν νομικῶς ἀκάθαρτον
θὰ πάρουν ἀπὸ τὴν στάχτην τοῦ
καθαρισμοῦ τῆς δαμαλίδος, ποὺ ἔχει
καῇ, καὶ θὰ τὴν βάλουν εἰς
δοχεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ
χύσουν νερὸν πηγαῖον, τρεχούμενον (ὄχι ἀπὸ
πηγάδι ἡ στέρναν). |
18
καὶ λήψεται ὕσσωπον καὶ βάψει
εἰς τὸ ὕδωρ ἀνὴρ καθαρός,
καὶ περιρρανεῖ ἐπὶ τὸν οἶκον
καὶ ἐπὶ τὰ σκεύη καὶ ἐπὶ
τὰς ψυχάς, ὅσαι ἂν ὦσιν ἐκεῖ,
καὶ ἐπὶ τὸν ἡμμένον τοῦ
ὀστέου τοῦ ἀνθρωπίνου ἢ
τοῦ τραυματίου ἢ τοῦ τεθνηκότος
ἢ τοῦ μνήματος·
|
18
καί, ἄνθρωπος καθαρὸς θὰ πάρῃ
ὕσσωπον, θὰ βυθίσῃ αὐτὸν
εἰς τὸ ὕδωρ καὶ θὰ ραντίσῃ
τὸ σπίτι καὶ τὰ σκεύη καὶ
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὑπάρχουν
ἐκεῖ, θὰ ραντίσῃ καὶ ἐκεῖνον
ποὺ ἤγγισεν ἀνθρώπινον ὀστοῦν
ἢ φονευμένον ἢ φυσιολογικῶς ἀποθανόντα
ἢ μνῆμα. |
18
Καὶ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι
νομικῶς καθαρός, θὰ πάρῃ κλωνάρι ἀπὸ
ὕσσωπον, θὰ τὸ βουτήξῃ εἰς τὸ
νερὸν τοῦτο καὶ μὲ αὐτὸ
θὰ περιρραντίσῃ τὸ σπίτι (τὴν σκηνήν),
τὰ σκεύη καὶ τὰ ἔπιπλα καὶ τοὺς
ἀνθρώπους, ὅσοι τυχὸν εὐρεθοῦν
ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖνον ποὺ
ἄγγισε τὸ ἀνθρώπινον κόκκαλον, ἢ τὸν
νεκρὸν ποὺ ἐφονεύθη, ἢ ποὺ ἀπέθανε
μὲ φυσιολογικὸν θάνατον, ἢ τὸ μνῆμα.
|
19
καὶ περιρρανεῖ ὁ καθαρὸς ἐπὶ
τὸν ἀκάθαρτον ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ ἑβδόμῃ, καὶ ἀφαγνισθήσεται
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
καὶ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
καὶ λούσεται ὕδατι καὶ ἀκάθαρτος
ἔσται ἕως ἑσπέρας.
|
19
Ἕνας καθαρὸς ἄνθρωπος θὰ ραντίσῃ
τὸν ἀκάθαρτον τοῦτον τὴν τρίτην
ἡμέραν καὶ τὴν ἑβδόμην
ἡ μέραν, καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμην
ἡμέραν θὰ ἐξαγνισθῇ αὐτὸς
ἀπὸ τὸν μολυσμόν. Θὰ πλύνῃ
τὰ ἐνδύματά του, θὰ λουσθῆ
μὲ νερὸ καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος
ἕως τὸ βράδυ. |
19
Καὶ ὁ νομικῶς καθαρὸς θὰ περιρραντίσῃ
τὸν νομικῶς ἀκάθαρτον τὴν τρίτην καὶ
τὴν ἑβδόμην ἡμέραν· καὶ αὐτὸς
ποὺ ἐμολύνθη, θὰ καθαρισθῇ τὴν
ἑβδόμην ἡμέραν καὶ θὰ πλύνῃ
τὰ ροῦχα του καὶ θὰ λουσθῇ μὲ
νερόν· θὰ εἶναι ὅμως νομικῶς
ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ.
|
20
Καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μιανθῇ
καὶ μὴ ἀφαγνισθῇ, ἐξολοθρευθήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ μέσου
τῆς συναγωγῆς, ὅτι τὰ ἅγια Κυρίου
ἐμίανεν, ὅτι ὕδωρ ραντισμοῦ
οὐ περιερραντίσθη ἐπ' αὐτόν,
ἀκάθαρτος ἐστι.
|
20
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ὁ ὁποῖος
θὰ μολυνθῆ καὶ δὲν θὰ θελήσῃ
νὰ ἐξαγνισθῇ κατὰ τὰ ἀνωτέρω,
θὰ ἐξολοθρευθῇ ἀνάμεσα ἀπὸ
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι
ἐμόλυνε τὰ Ἅγια τοῦ Θεοῦ,
δὲν ἐρραντίσθη μὲ τὸ ὕδωρ
τοῦ ἐξαγνισμοῦ καὶ εἶναι ἀκάθαρτος.
|
20
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐκεῖνος, ποὺ
θὰ μολυνθῇ καὶ δὲν θὰ καθαρισθῇ
μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, πρέπει νὰ ξερριζωθῇ
καὶ νὰ ἑξαφανισθῇ ἀπὸ
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι ἐμόλυνεν,
τὸ θυσιαστήριον καὶ τὴν Σκηνὴν τοῦ
Μαρτυρίου ἐφ’ ὅσον δὲν ἐραντίσθη
μὲ τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ, ποὺ
ἑξαγνίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν,
εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος.
|
21
Καὶ ἔσται ὑμῖν νόμιμον αἰώνιον·
καὶ ὁ περιρραίνων ὕδωρ ραντισμοῦ
πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ,
καὶ ὁ ἁπτόμενος τοῦ ὕδατος
τοῦ ραντισμοῦ ἀκάθαρτος ἔσται
ἕως ἑσπέρας·
|
21
Αὐτὸ θὰ εἶναι παντοτεινὸς νόμος
διὰ σᾶς. Καὶ ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος θὰ ραντίσῃ τὸν
ἀκάθαρτον μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ
ἐξαγνισμοῦ, θὰ πλύνῃ τὰ
ἐνδύματά του. Καὶ ἐκεῖνος
ἀκόμη ποὺ ἐγγίζει τὸ ὕδωρ
τοῦ ραντισμοῦ, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος
ἕως τὴν ἑσπέραν.
|
21
Τοῦτο θὰ εἶναι διὰ σᾶς τοὺς
Ἰσραηλίτες νόμος παντοτινός, ὁ ὁποῖος
θὰ ἰσχύῃ εἰς τοὺς αἰῶνες.
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ περιρραντίζει τὸν
νομικῶς ἀκάθαρτον μὲ τὸ νερὸν
τοῦ ραντισμοῦ, πρέπει νὰ πλύνῃ
τὰ ροῦχα του· καὶ ἐκεῖνος ποὺ
ἐγγίζει τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ,
θὰ εἶναι νομικῶς σκάθαρτος ἕως τὸ
βράδυ. |
22
καὶ παντὸς οὐ ἐὰν ἅψητοι
αὐτοῦ ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτον
ἔσται, καὶ ψυχὴ ἡ ἁπτομένη
ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας.
|
22
Κάθε τι τὸ ὁποῖον θὰ ἐγγίζῃ
ὁ ἀκάθαρτος, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον·
καὶ ἐκεῖνος ἀκόμη ποὺ
θὰ ἐγγίσῃ τὸν ἀκάθαρτον,
θὰ εἶναι ἀκάθαρτος ἕως τὴν
ἑσπέραν. |
22
Καὶ ὅποιον ἀντικείμενον ἢ πρόσωπον
ἐγγίσῃ ὁ νομικῶς ἀκάθαρτος,
θὰ γίνεται καὶ αὐτὸ νομικῶς
ἀκάθαρτον. Καὶ κάθε ἕνας ποὺ θὰ
ἐγγίσῃ ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι
νομικῶς ἀκάθαρτος, θὰ γίνεται καὶ
αὐτὸς νομικῶς ἀκάθαρτος ἕως
τὸ βράδυ. |