Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
προσελθοῦσαι αἱ θυγατέρες Σαλπαὰδ
υἱοῦ Ὀφέρ, υἱοῦ Γαλαάδ,
υἱοῦ Μαχίρ, τοῦ δήμου Μανασσῆ,
τῶν υἱῶν Ἰωσήφ (καὶ ταῦτα
τὰ ὀνόματα αὐτῶν· Μααλὰ
καὶ Νουὰ καὶ Ἐγλὰ καὶ
Μελχὰ καὶ Θερσά)
|
ότε
προσῆλθον πρὸς τὸν Μωϋσῆν αἱ
θυγατέρες τοῦ Σαλπαάδ, υἱοῦ
τοῦ Ὀφέρ, υἱοῦ τοῦ Γαλαάδ,
ὁ ὁποῖος ἦτο υἱὸς τοῦ
Μαχίρ, καταγόμενοι ὅλοι ἀπὸ
τὴν φυλὴν Μανασσῆ, ἑνὸς ἀπὸ
τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰωσήφ.
(Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν
θυγατέρων τοῦ Σαλπαὰδ ἦσαν,
Μααλά, Νουά, Ἐγλά,
Μελχὰ καὶ Θερσά).
|
ότε
ἦλθαν οἱ θυγατέρες τοῦ Σαλπαάδ, ποὺ
ἦταν υἱὸς τοῦ Ὀφέρ, ὁ
ὁποῖος ἦταν υἱὸς τοῦ Γαλαάδ,
ὁ ὁποῖος (Γαλαὰδ) ἦταν υἱὸς
τοῦ Μαχίρ· Ὅλοι αὐτοὶ κατήγοντο
ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Μανασσῆ,
ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς
υἱοὺς τοῦ Ἰωσήφ· (τὰ ὀνόματα
δὲ τῶν θυγατέρων τοῦ Σαλπαὰδ ἦσαν
τὰ ἀκόλουθα: Μααλά, Νουά, Ἔγλα, Μελχὰ
καὶ Θερσά). |
2
καὶ στᾶσαι ἔναντι Μωυσῆ καὶ
ἔναντι Ἐλεάζαρ τοῦ ἱερέως
καὶ ἔναντι τῶν ἀρχόντων καὶ
ἔναντι πάσης συναγωγῆς ἐπὶ τῆς
θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου
λέγουσιν· |
2
Ἐστάθησαν ἐνώπιον τοῦ Μωϋσέως,
ἐνώπιον τοῦ ἀρχιερέως Ἐλεάζαρ,
ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων καὶ
ὅλου του λαοῦ, εἰς τὴν θύραν
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, καὶ
εἶπον·
|
2
Οἱ πέντε αὐτές θυγατέρες τοῦ Σαλπαάδ, ἀφοῦ
ἦλθαν καὶ ἐστάθησαν ἐμπρὸς εἰς
τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν ἀρχιερέα
Ἐλεάζαρ καὶ ἐμπρὸς εἰς
τοὺς ἄρχοντες καὶ ἐμπρὸς εἰς
ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς
τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου,
εἶπαν: |
3
ὁ πατὴρ ἡμῶν ἀπέθανεν
ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ αὐτὸς
οὐκ ἦν ἐν μέσῳ τῆς συναγωγῆς
τῆς ἐπισυστάσης ἔναντι Κυρίου
ἐν τῇ συναγωγῇ Κορέ, ὅτι δι'
ἁμαρτίαν αὐτοῦ ἀπέθανε,
καὶ υἱοὶ οὐκ ἐγένοντο
αὐτῷ· μὴ ἐξαλειφθήτω τὸ
ὄνομα τοῦ πατρὸς ἡμῶν ἐκ
μέσου τοῦ δήμου αὐτοῦ, ὅτι
οὐκ ἔστιν αὐτῷ υἱός·
δότε ἡμῖν κατάσχεσιν ἐν μέσῳ
ἀδελφῶν πατρὸς ἡμῶν.
|
3
<ὁ πατὴρ ἡμῶν ἀπέθανεν
εἰς τὴν ἔρημον. Δὲν ἀνῆκεν
αὐτὸς εἰς τὴν
ὁμάδα, ἡ ὁποία ἐπανεστάτησεν
ἐναντίον τοῦ Κυρίου μαζῆ μὲ
τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Κορέ. Ἀπέθανεν
ὅμως εἰς τὴν ἔρημον διὰ τὴν
ἄλλην ἁμαρτίαν, ὅπως καὶ οἱ
ἄλλοι Ἰσραηλῖται. Υἱοὺς δὲν
ἐπέκτησεν. Ἂς μὴ σβήσῃ
ὅμως τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μας
ἀπὸ τὸν δῆμον, εἰς τὸν
ὁποῖον ἀνῆκεν,
ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησεν υἱούς.
Ὅταν θὰ μοιράζετε τὴν γῆν τῆς
Χαναάν δώσατε εἰς ἡμᾶς ἀνάμεσα
εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας τὸν κλῆρον,
ποὺ ἀνήκει εἰς τὸν πατέρα
μας>. |
3
<Ὁ πατέρας μας ἀπέθανεν εἰς τὴν
ἔρημον. Δὲν ἀπέθανε διότι ἦταν μεταξὺ
τῆς ὁμάδος τοῦ Κορέ, ποὺ ἐστασίασαν
ἐναντίον τοῦ Κυρίου· ἀπέθανε μὲ
φυσικὸν θάνατον, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα
τῶν ἁμαρτιῶν του (ἀπέθανε ὅπως
οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται). Ἀπέθανε
καὶ δὲν ἀφῆκεν υἱοὺς ὡς
ἀπογόνους. Ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησε
υἱόν, ἂς μὴ ἑξαφανισθῇ τὸ
ὄνομα τοῦ πατέρα μας ἀπὸ τὸν
δῆμον (τὴν οἰκογενειάν) του. Δῶστε
εἰς ἡμᾶς τὸ μερίδιον τῆς κληρονομίας
τῆς γῆς Χαναάν, ποὺ ἀνήκει εἰς
αὐτόν, ὅταν θὰ κάμετε διανομὴν τῆς
γῆς τῆς Ἐπαγγελίας εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτες>. |
4
Καὶ προσήγαγε Μωυσῆς τὴν κρίσιν
αὐτῶν ἔναντι Κυρίου.
|
4
Ὁ Μωϋσῆς ἔφερεν τὴν ὑπόθεσιν
αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
4
Ὁ Μωϋσῆς, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε
πῶς νὰ τακτοποιήσῃ τὴν ὑπόθεσιν
αὐτήν, τὴν ἔφερε εἰς τὸν Θεὸν
καὶ ἐζήτησε ἀπὸ αὐτὸν
τὴν ἀπάντησιν. |
5
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
5
Ὁ Κύριος ὠμίλησε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπεν·
|
5
Καὶ ὁ Θεὸς ἐμίλησε εἰς
τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
|
6
ὀρθῶς θυγατέρες Σαλπαὰδ λελαλήκασι·
δόμα δώσεις αὐταῖς κατάσχεσιν
κληρονομίας ἐν μέσῳ ἀδελφῶν
πατρὸς αὐτῶν καὶ περιθήσεις
τὸν κλῆρον τοῦ πατρὸς αὐτῶν
αὐταῖς. |
6
<Ὀρθῶς ὡμίλησαν αἱ θυγατέρες
Σαλπαάδ. Θὰ δώσῃς, ὡς ἰδιοκτησίαν
των, κληρονομίαν εἰς αὐτὰς μεταξὺ
τῶν ἀδελφῶν τοῦ πατρός των καὶ
θὰ μεταβιβάσῃς εἰς αὐτὰς
τὸν κλῆρον, ποὺ ἐδικαιοῦτο ὁ
πατήρ των. |
6
<Αὐτὸ τὸ ὁποῖον ζητοῦν
οἱ θυγατέρες τοῦ Σαλπαάδ, εἶναι δίκαιον·
πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τοὺς δώσης ὡς
περιουσίαν κληρονομίαν μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν
τοῦ πατέρα των, τῶν Ἰσραηλιτῶν. Θὰ
μεταβιβάσῃς τὴν κληρονομικὴν μερίδα, ποὺ
ἀνήκει εἰς τὸν πατέρα των, εἰς
αὐτές. |
7
Καὶ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
λαλήσεις λέγων·
|
7
Εἰς δὲ τοὺς Ἰσραηλίτας θὰ
εἴπῃς τὰ ἑξῆς·
|
7
Νὰ ὁμιλήσῃς δὲ εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτες καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς:
|
8
ἄνθρωπος ἐὰν ἀποθάνῃ καὶ
υἱὸς μὴ ᾗ αὐτῷ, περιθήσετε
τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ τῇ θυγατρὶ
αὐτοῦ· |
8
Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἀποθάνῃ,
καὶ δὲν ἔχει ἀποκτήσει υἱόν,
ἡ κληρονομία του θὰ περιέλθῃ
εἰς τὴν θυγατέρα του.
|
8
Ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος ἀποθάνῃ
χωρὶς νὰ ἀφήσῃ ὡς κληρονόμον
του υἱόν, θὰ μεταβιβάσετε τὴν περιουσίαν
του (τὴν κληρονομικήν του μερίδα) εἰς τὴν
θυγατέρα του. |
9
ἐὰν δὲ μὴ ᾖ θυγάτηρ αὐτῷ,
δώσετε τὴν κληρονομίαν τῷ ἀδελφῷ
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ·
|
9
Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃ αὐτὸς
θυγατέρα, θὰ δώσετε τὴν κληρονομίαν
εἰς τὸν ἀδελὸν τοῦ ἀποθανόντος
πατρός. |
9
Καὶ ἐὰν δὲν ἔχῃ οὔτε
θυγατέρα, θὰ μεταβιβάσετε τὴν περιουσίαν του (τὴν
κληρονομικήν του μερίδα) εἰς τὸν ἀδελφόν
(τοῦ πατέρα) ἐκείνου ποὺ ἀπέθανε.
|
10
ἐὰν δὲ μὴ ὦσιν αὐτῷ
ἀδελφοί, δώσετε τὴν κληρονομίαν
τῷ ἀδελφῷ του πατρὸς αὐτοῦ·
|
10
Ἐὰν αὐτὸς δὲν ἔχῃ
ἀδελφούς, θὰ δώσετε τὴν κληρονομίαν
εἰς τὸν ἀδελφὸν τοῦ πατρός
του, τὸν θεῖον του. |
10
Ἐὰν δὲ αὐτὸς ποὺ ἀπέθανε
δὲν ἔχῃ οὔτε ἀδελφούς, τότε
νὰ μεταβιβάσετε τὴν περιουσίαν του (τὴν
κληρονομικήν του μερίδα) εἰς τὸν ἀδελφὸν
τοῦ πατέρα του (τὸν θεῖον του).
|
11
ἐὰν δὲ μὴ ὦσιν ἀδελφοὶ
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, δώσετε τὴν
κληρονομίαν τῷ οἰκείῳ τῷ
ἔγγιστα αὐτοῦ ἐκ τῆς φυλῆς
αὐτοῦ κληρονομῆσαι τὰ αὐτοῦ.
Καὶ ἔσται τοῦτο τοῖς υἱοῖς
Ἰσραὴλ δικαίωμα κρίσεως, καθὰ
συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ.
|
11
Ἐὰν δὲ δὲν ὑπάρχουν ἀδελφοὶ
τοῦ πατρός του, θὰ δώσετε τὴν
κληρονομίαν εἰς τὸν πλησιέστερον συγγενῆ
ἐκ τῆς φυλῆς του, διὰ νὰ παραλάβῃ
αὐτὸς τὴν κληρονομίαν ἐκείνου>.
Αὐτὸ θὰ εἶναι διὰ τοὺς
Ἰσραηλίτας τὸ κληρονομικὸν δίκαιον,
σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν ποὺ
ἔδωσε ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν.
|
11
Καὶ ἐὰν ὁ πατέρας ἐκείνου ποὺ
ἀπέθανε δὲν ἔχῃ ἀδελφούς, τότε
νὰ μεταβιβάσετε τὴν περιουσίαν τοι (τὴν
κληρονομικήν του μερίδα) εἰς τὸν στενώτερον
συγγενῆ του, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν
φυλήν του· αὐτὸς θὰ κληρονομήσῃ
τὴν περιουσίαν ἐκείνου ποὺ ἀπέθανε.
Αὐτὸ θὰ εἶναι διὰ τοὺς
Ἰσραηλίτες νομικὴ διάταξις, ποὺ θὰ
τακτοποιῇ τὶς κληρονομικὲς ὑποθέσεις·
τοῦτο θὰ γίνεται, ὅπως ἀκριβῶς
διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν>.
|
12
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν·
ἀνάβηθι εἰς τὸ ὄρος τὸ
ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου
(τοῦτο τὸ ὄρος Ναβαύ) καὶ ἰδὲ
τὴν γῆν Χαναάν, ἣν ἐγὼ
δίδωμι τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
ἐν κατασχέσει· |
12
Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Μωϋσῆν·
<ἀνέβα ἐπάνω εἰς τὸ
ὄρος, ποὺ εὑρίσκεται ἀνατολικὰ
ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην - εἰς
τὸ ὄρος Νααῦ - καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ ἰδὲ τὴν χώραν τῆς
Χαναάν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
δίδω πρὸς κατάκτησιν εἰς τους Ἰσραηλίτας.
|
12
Ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Μωϋσῆν:
<Ἀνέβα εἰς τὸ ὅρος τοῦτο,
ποὺ εὑρίσκεται ἀνατολικὰ τοῦ
ποταμοῦ Ἰορδάνη - τὸ ὅρος Ναβαῦ
- καὶ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ
ὅρους ἰδὲ τὴν χώραν τῆς Χαναάν,
τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ δώσω εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτες ὡς ἰδικόν τους
κτῆμα. |
13
καὶ ὄψῃ αὐτὴν καὶ προστεθήσῃ
πρὸς τὸν λαόν σου καὶ σύ, καθὰ
προσετέθη Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός
σου ἐν Ὢρ τῷ ὄρει,
|
13
Θὰ ἴδῃς αὐτὴν καὶ κατόπιν
θὰ ἀποθάνῃς, διὰ νὰ προστεθῇς
καὶ σὺ εἰς τὸν λαόν σου, ὅπως
προσετέθη ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἀαρών,
ὁ ὁποῖος ἀπέθανεν ἐπάνω
εἰς τὸ ὄρος Ὤρ.
|
13
Ἀφοῦ τὴν ἰδῇς ἀπὸ
τὸ ὅρος, θὰ ἀποθάνῃς καὶ
θὰ προστεθῇς εἰς τὸ πλῆθος τῶν
ἄλλων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἔφυγαν
ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν πρὶν
ἀπὸ σέ· ὅπως ἀκριβῶς ἔχει
προστεθῇ εἰς τὸ πλῆθος τοῦτο
καὶ ὁ ἀδελφός σου Ἀαρών, ὅταν
ἀπέθανε εἰς τὸ ὅρος Ὤρ.
|
14
διότι παρέβητε τὸ ρῆμά μου ἐν
τῇ ἐρήμῳ Σὶν ἐν τῷ
ἀντιπίπτειν τὴν συναγωγὴν ἁγιάσαι
με· οὐχ ἡγιάσατέ μὲ ἐν
τῷ ὕδατι ἔναντι αὐτῶν (τοῦτ'
ἔστι τὸ ὕδωρ ἀντιλογίας ἐν
Κάδης ἐν τῇ ἐρήμῳ Σίν).
|
14
Καὶ θὰ ἀποθάνετε, χωρὶς νὰ
εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν τῆς
Ἐπαγγελίας, διότι παρέβητε τὴν
ἐντολήν μου εἰς τὴν ἔρημον Σὶν
καὶ δὲν μὲ εὐπροσωπήσατε οὔτε
μὲ ἐδοξάσατε ἐνώπιον τῶν
Ἰσραηλιτῶν, ὅταν τὸ πλῆθος αὐτῶν
κατεφέρετο ἐναντίον μου διὰ τὴν
ἔλλειψιν τοῦ ὕδατος εἰς τὴν
ἔρημον Σίν (ἐπρόκειτο διὰ τὸ
ὕδωρ ποὺ ἐδόθη εἰς τους Ἰσραηλίτας
μετὰ τὸν γογγυσμόν των εἰς τὴν
πόλιν Κάδης ἐν τῇ ἐρήμῳ
Σὶν διὰ τὸ ὕδωρ τῆς ἀντιλογίας).
|
14
Τόσον ὁ Ἀαρών, ὅσον καὶ σὺ ἀποθνήσκετε
πρὶν φθάσετε εἰς τὴν Χαναάν, διότι δὲν
ὑπακούσατε εἰς τὴν ἐντολήν, ποὺ
σᾶς ἔδωσα εἰς τὴν ἔρημον Σίν,
ὥστε ὡς ἐντολοδόχοι ἰδικοί μου
νὰ μὲ ἐκπροσωπήσετε ἄξια καὶ
νὰ μὲ δοξάσετε ἐμπρὸς ες τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅταν ἀντιμίλησε,
ἐγόγγυσε καὶ ἐπανεστάτησε ἐναντίον
μου· ὅταν παρουσιάσθη ἡ ἔλλειψις τοῦ
νεροῦ, δὲν μὲ ἐδοξάσατε, μὲ
τὸ νὰ ἀναγνωρίσετε τὴν δύναμίν μου,
ἐμπρός των (δηλαδὴ διὰ τὸ νερὸν
τῆς ἀντιλογίας, ποὺ ἔδωσα εἰς
τοὺς Ἰσραηλῖτες μετὰ τὸν γογγυσμὸν
εἰς τὴν πόλιν τῆς Κάδης, ποὺ εἶναι
εἰς τὴν ἔρημον Σίν)>.
|
15
Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κύριον·
|
15
Παρεκάλεσε δὲ ὁ Μωϋσῆς τὸν Θεὸν
καὶ εἶπε· |
15
Ὁ Μωϋσῆς προσηυχήθη εἰς τὸν Κύριον
καὶ εἶπε: |
16
ἐπισκεψάσθω Κύριος ὁ Θεὸς τῶν
πνευμάτων καὶ πάσης σαρκὸς ἄνθρωπον
ἐπὶ τῆς συναγωγῆς ταύτης,
|
16
<Σύ, Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων
καὶ πάσης σαρκός, ἀφοῦ ἐν
τῇ δικαιοσύνῃ σου ὥρισες νὰ
ἀποθάνω ἐγὼ ἐν τῇ ἐρήμῳ,
ἂς θελήσῃς νὰ ἐκλέξῃς
ἄνθρωπον ἱκανὸν ἀπὸ τὸν
λαὸν αὐτόν, |
16
<Ὦ Θεέ, ποὺ εἶσαι ἡ πηγὴ
τῆς ζωῆς, ὁ κριτὴς καὶ ἐξουσιαστὴς
ὅλων τῶν λογικῶν ὅντων· ὦ
Θεὲ τῶν ἀΰλων καὶ ἀσωμάτων πνευμάτων,
ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ
ἐκείνων ποὺ φέρουν ὑλικὸν σῶμα
καὶ εἶναι ψυχὲς συνδεδεμένες μὲ σάρκα
θνητήν, σοῦ δέομαι, ἔκλεξε καὶ ὅρισε
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος θὰ ἡγηθῇ
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ αὐτοῦ λαοῦ·
|
17
ὅστις ἐξελεύσεται πρὸ προσώπου
αὐτῶν καὶ ὅστις εἰσελεύσεται
πρὸ προσώπου αὐτῶν καὶ ὅστις
ἐξάξει αὐτοὺς καὶ ὅστις
εἰσάξει αὐτούς, καὶ οὐκ
ἔσται ἡ συναγωγὴ Κυρίου ὡσεὶ
πρόβατα οἷς οὐκ ἔστι ποιμήν.
|
17
ὁ ὁποῖος ὡς ἀρχηγὸς θὰ
ἡγῆται καὶ θὰ προηγῆται ἀπὸ
ὅλους αὐτοὺς καὶ θὰ εἰσέρχεται
μὲ ἐξουσίαν ἐν μέσῳ αὐτῶν
καὶ ὁ ὁποῖος θὰ ἐξαγάγῃ
αὐτοὺς ἀπὸ ἐδῶ καὶ
θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ ἀσφαλεῖς
καὶ νικητὰς εἰς τὴν Χαναάν,
καὶ δὲν θὰ εἶναι ὁ λαὸς
τοῦ Κυρίου ὠσὰν πρόβατα, εἰς
τὰ ὁποία δὲν ὑπάρχει ποιμήν.
|
17
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ὡς ἀρχηγός
των θὰ ἡγῆται, θὰ τοὺς διοικῇ
καὶ θὰ συμπεριφέρεται μὲ ἀπόλυτον
ἐξουσίαν· ἀρχηγόν, ὁ ὁποῖος
θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ ἀπὸ
τὴν ἐδῶ ἔρημον καὶ θὰ
τοὺς φέρῃ νικητὰς εἰς τὴν γῆν
τῆς Ἐπαγγελίας. Ἔτσι δὲν θὰ
εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου ἀκυβέρνητος
καὶ ἀκέφαλος σὰν τὰ πρόβατα, τὰ
ὁποῖα δὲν ἔχουν ποιμένα>.
|
18
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· λάβε πρὸς σεαυτὸν
Ἰησοῦν υἱὸν Ναυῆ, ἄνθρωπον
ὃς ἔχει πνεῦμα ἐν ἐαυτῷ,
καὶ ἐπιθήσεις τὰς χεῖράς
σου ἐπ' αὐτὸν |
18
Ὁ Κύριος ὡμίλησεν πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπεν· <πάρε μαζῆ
σου τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν
τοῦ Ναυῆ, ἄνδρα ὁ ὁποῖος
ἔχει πνεῦμα Θεοῦ μέσα του, θὰ
θέσῃς ἐπάνω εἰς αὐτὸν
τὰ χέρια σου, |
18
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: <Πάρε μαζί σου τὸν Ἰησοῦν,
τὸν υἱὸν τοῦ Ναυῆ, ἄνθρωπον
ποὺ εἶναι ἱκανὸς καὶ ἔχει
μέσα τοῦ Πνεῦμα Θεοῦ καὶ θὰ
βάλῃς τὰ χέρια σου ἐπάνω εἰς
τὴν κεφαλήν του, διὰ νὰ τοῦ
μεταβιβάσῃς ἔτσι τὴν ἐξουσίαν.
|
19
καὶ στήσεις αὐτὸν ἔναντι Ἐλεάζαρ
τοῦ ἱερέως καὶ ἐντελῇ
αὐτῷ ἔναντι πάσης συναγωγῆς
καὶ ἐντελῇ περὶ αὐτοῦ
ἐναντίον αὐτῶν
|
19
θὰ παρουσιάσῃς αὐτὸν ἐνώπιον
τοῦ ἀρχιερέως Ἐλεάζαρ καὶ
θὰ δώσῃς εἰς αὐτὸν τὴν
ἐντολὴν καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ
ἀρχηγοῦ ἐνώπιον ὅλου του λαοῦ·
θὰ τὸν περιβάλῃς μὲ αὐτὴν
τὴν ἐξουσίαν ἐνώπιον ὅλων·
|
19
Καὶ θὰ τὸν παρουσιάσῃς ὄρθιον
ἐμπρὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ
καὶ θὰ τὸν ἐγκαταστήσῃς ἀρχηγὸν
ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν καὶ θὰ τὸν ὁρίσῃς
διάδοχόν σου ἐμπρὸς εἰς ὅλους.
|
20
καὶ δώσεις τῆς δόξης σου ἐπ'
αὐτόν, ὅπως ἂν εἰσακούσωσιν
αὐτοῦ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ.
|
20
καὶ θὰ τοῦ δώσῃς ἕνα μέρος
ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου κῦρος
καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου
ἐξουσίαν, ὥστε οἱ Ἰσραηλῖται
νὰ ὑπακούουν πλέον εἰς αὐτόν.
|
20
Καὶ θὰ δώσῃς εἰς αὐτὸν
μέρος ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου ἐξουσίαν,
ὥστε ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς
νὰ τὸν ὑπακούῃ καὶ νὰ
πειθαρχῇ εἰς αὐτόν. |
21
Καὶ ἔναντι Ἐλεάζαρ τοῦ ἱερέως
στήσεται, καὶ ἐπερωτήσουσιν αὐτὸν
τὴν κρίσιν τῶν δήλων ἔναντι
Κυρίου· ἐπὶ τῷ στόματι
αὐτοῦ ἐξελεύσονται καὶ ἐπὶ
τῷ στόματι αὐτοῦ εἰσελεύσονται
αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
ὁμοθυμαδὸν καὶ πᾶσα ἡ συναγωγή.
|
21
Ἐνώπιον τοῦ ἀρχιερέως Ἐλεάζαρ
θὰ παρουσιασθῇ αὐτός. Ὁ λαὸς
καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ
τὸν Ἐλεάζαρ θὰ ἐρωτοῦν
καὶ αὐτὸς θὰ ἀποκαλύπτῃ
τὴν γνώμην καὶ τὸ θέλημα τοῦ
Κυρίου. Κατόπιν ἐντολῆς αὐτοῦ
θὰ κινοῦνται καὶ θὰ ἐνεργοῦν
ὁ Ἰησοῦς του Ναυῆ καὶ οἱ
Ἰσραηλῖται, ὅλοι μαζῆ, ὅλος
ὁ λαός του Ἰσραὴλ μὲ μία
ψυχή>. |
21
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ θὰ παρουσιασθῇ
καὶ θὰ σταθῇ ἐμπρὸς εἰς
τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ. Τόσον ὁ
Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὅσον καὶ
ὁ λαὸς θὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ
τὸν Ἐλεάζαρ· αὐτὸν θὰ
ἐρωτοῦν καὶ αὐτὸς θὰ φανερώνῃ
εἰς τούτους τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
κάμῃ χρῆσιν τῶν ἀρχιερατικῶν
του διασήμων Δήλωσις καὶ Ἀλήθεια. Ὑπὸ
τὴν διαταγὴν τοῦ Ἐλεάζαρ τόσον
ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὅσον
καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς
θὰ κινοῦνται καὶ θὰ ἐνεργοῦν
ὅλοι μαζὶ εἰς ὅλες τὶς ὑποθέσεις
των καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν των>.
|
22
Καὶ ἐποίησε Μωυσῆς, καθὰ ἐνετείλατο
αὐτῷ Κύριος, καὶ λαβὼν τὸν
Ἰησοῦν ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον
Ἐλεάζαρ τοῦ ἱερέως καὶ
ἐναντίον πάσης συναγωγῆς
|
22
Ὁ Μωϋσῆς ἔκαμε ὅπως τὸν διέταξε
ὁ Κύριος. Ἐπῆρε τὸν Ἰησοῦν
τοῦ Ναυῆ, τὸν παρουσίασεν ἐνώπιον
τοῦ ἀρχιερέως Ἐλεάζαρ καὶ
ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ,
|
22
Ὁ Μωϋσῆς ἔκαμε ὅπως ἀκριβῶς
τοῦ ἔδωσεν ἐντολὴν ὁ Κύριος.
Ἀφοῦ παρέλαβε τὸν Ἰησοῦν, τὸν
ὠδήγησε καὶ τὸν παρουσίασε ἐμπρὸς
εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ καὶ
ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν. |
23
καὶ ἐπέθηκε τὰς χεῖρας αὐτοῦ
ἐπ' αὐτόν, καὶ συνέστησεν αὐτὸν
καθάπερ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ.
|
23
ἔθεσε τὰ χέρια του ἐπάνω εἰς
αὐτὸν καὶ ἐγκατέστησεν αὐτὸν
ὡς ἀρχηγὸν τοῦ λαοῦ, ὅπως
ὁ Κύριος εἶχε διατάξει τὸν Μωϋσῆν.
|
23
Καὶ ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω εἰς
τὴν κεφαλήν του καὶ τὸν ἀνεκήρυξε
διάδοχόν του καὶ τὸν ἐγκατέστησε ἀρχηγόν,
ὅπως ἀκριβῶς εἶχε δώσει ἐντολὴν
ὁ Θεὸς εἰς τὸν Μωϋσῆν.
|