Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐπὶ
δυσμῶν Μωὰβ παρὰ τὸν Ἰορδάνην
κατὰ Ἱεριχὼ λέγων·
|
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσῆν ἐκεῖ
εἰς τὸ δυτικὸν μέρος
τῆς χώρας Μωάβ,
πλησίον τοῦ Ἰορδάνου, ἀπέναντι
ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ καὶ εἶπεν·
|
Κύριος
ἐμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσῆν εἰς
τὸ δυτικὸν μέρος τῆς Μωάβ, κοντὰ εἰς
τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ἀπέναντι ἀπὸ
τὴν Ἱεριχῶ, καὶ εἶπε:
|
2
σύνταξον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
καὶ δώσουσι τοῖς Λευίταις ἀπὸ
τῶν κλήρων κατασχέσεως αὐτῶν
πόλεις κατοικεῖν καὶ τὰ προάστεια
τῶν πόλεων κύκλῳ αὐτῶν
δώσουσι τοῖς Λευίταις,
|
2
<διάταξε τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ
παραχωρήσουν εἰς τους Λευΐτας ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς κληρονομίας των, πόλεις
πρὸς ἐγκατάστασίν των· θὰ
δώσουν ἐπίσης εἰς αὐτοὺς
καὶ περιοχὴν γύρω ἀπὸ αὐτὰς
τὰς πόλεις.
|
2
<Διατάξε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν
νὰ δώσουν εἰς τοὺς Λευῖτες ἀπὸ
τὴν χώραν, ποὺ κατέχουν ὡς κληρονομίαν,
πόλεις διὰ νὰ κατοικήσουν· ἐπίσης νὰ
δώσουν εἰς τοὺς Λευῖτες καὶ κάποιαν
περιοχὴν γύρω ἀπὸ τὶς πόλεις αὐτές.
|
3
καὶ ἔσονται αὐτοῖς αἱ πόλεις
κατοικεῖν, καὶ τὰ ἀφορίσματα
αὐτῶν ἔσται τοῖς κτήνεσιν αὐτῶν
καὶ πᾶσι τοῖς τετράποσιν αὐτῶν.
|
3
Αὐταὶ αἱ πόλεις θὰ εἶναι
εἰς κατοικίαν τῶν Λευϊτῶν, αἱ
δὲ καθωρισμέναι περὶ
αὐτὰς περιοχαὶ θὰ εἶναι διὰ
τὴν βασκὴν τῶν ζώων των καὶ
δι' ὅλα τὰ τετράποδα αὐτῶν.
|
3
Οἱ πόλεις, ποὺ θὰ τοὺς δώσουν, θὰ
εἶναι διὰ τὴν κατοικίαν των, καὶ ἡ
γύρω ἀπὸ αὐτὲς περιοχὴ θὰ
εἶναι βοσκοτόπια διὰ τὰ κατοικίδια ζῶα
των καὶ δι’ ὅλα τὰ (τετράποδα) ζῶα
των. |
4
Καὶ τὰ συγκυροῦντα τῶν πόλεων
ἂς δώσετε τοῖς Λευίταις, ἀπὸ
τείχους τῆς πόλεως καὶ ἔξω δισχιλίους
πήχεις κύκλῳ·
|
4
Τὰ ὅρια τῶν περὶ τὰς πόλεις
περιοχῶν, ποὺ θὰ δώσετε εἰς
τοὺς Λευΐτας, θὰ ἐκτείνωνται γύρω
ἀπὸ τὸ τεῖχος κάθε πόλεως
κύκλῳ χίλια περίπου μέτρα.
|
4
Ἡ περιοχὴ τῶν πόλεων, τὴν ὁποίαν
θὰ δώσετε εἰς τοὺς Λευῖτες, θὰ
ἔχῃ ἔκτασιν ἀπὸ τὸ τεῖχος
τῆς πόλεως πρὸς τὰ ἔξω καὶ γύρω
- γύρω δύο χιλιάδες πήχεις (περίπου 1.000 μέτρα).
|
5
καὶ μετρήσεις ἔξω τῆς πόλεως
τὸ κλίτος τὸ πρὸς ἀνατολὰς
δισχιλίους πήχεις καὶ τὸ κλίτος
τὸ πρὸς λίβα δισχιλίους πήχεις
καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς θάλασσαν
δισχιλίους πήχεις καὶ τὸ κλίτος
τὸ πρὸς βορρᾶν δισχιλίους πήχεις,
καὶ ἡ πόλις μέσον τούτου ἔσται
ὑμῖν καὶ τὰ ὅμορα τῶν
πόλεων. |
5
Πρὸς τοῦτο θὰ μετρήσῃς δύο
χιλιάδας πήχεις (χίλια
περίπου μέτρα) πρὸς τὸ ἀνατολικὸν
μέρος τῆς πόλεως, δύο
χιλιάδας πήχεις πρὸς τὸ νότιον,
δύο χιλιάδας πήχεις πρὸς δυσμὰς
καὶ δύο χιλιάδας πήχεις πρὸς
βορρᾶν. Ἡ περιοχὴ αὐτή, ὅπως
καὶ ἡ πόλις ποὺ θὰ εὑρίσκεται
εἰς τὸ μέσον αὐτῆς, θὰ
ἀνήκουν εἰς τοὺς Λιευΐτας.
|
5
Καὶ θὰ μετρήσετε εἰς τὴν ἔξω
τῆς πόλεως περιοχὴν πρὸς τὴν ἀνατολικὴν
πλευρὰν δύο χιλιάδες πήχεις, καὶ πρὸς τὴν
νοτίαν πλευρὰν δύο χιλιάδες πήχεις, καὶ πρὸς
τὴν δυτικὴν πλευρὰν δύο χιλιάδες πήχεις,
καὶ πρὸς τὴν βορείαν πλευρὰν δύο χιλιάδες
πήχεις· καὶ ἡ πόλις, ποὺ θὰ εἶναι
εἰς τὸ μέσον (κέντρον) τῆς περιοχῆς
αὐτῆς, θὰ ἀνήκῃ εἰς
τοὺς Λευῖτες, ὅπως ἐπίσης καὶ
ἡ γύρω ἀπὸ αὐτὴν περιοχή.
|
6
Καὶ τὰς πόλεις δώσετε τοῖς Λευίταις,
τὰς ἓξ πόλεις τῶν φυγαδευτηρίων,
ἃς δώσετε φυγεῖν ἐκεῖ τῷ
φονεύσαντι, καὶ πρὸς ταύταις τεσσαράκοντα
καὶ δύο πόλεις·
|
6
Πόλεις, τὰς ὁποίας θὰ δώσετε
ἐπίσης εἰς τους Λευΐτας, θὰ
εἶναι καὶ αἱ ἓξ πόλεις
καταφύγια, εἰς τὰς
ὁποίας θὰ παρέχεται ἄσυλον
εἰς κάθε ἀκούσιον φονέα, ὥστε
νὰ καταφεύγῃ εἰς αὐτὰς
δι' ἀσφάλειαν. Καὶ ἐπὶ
πλέον ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτὰς
θὰ δώσετε ἄλλας τεσσαράκοντα δύο
πόλεις.
|
6
Μεταξὺ τῶν πόλεων, ποὺ θὰ δώσετε εἰς
τοὺς Λευῖτες, θὰ εἶναι καὶ ἕξι
πόλεις, ποὺ θὰ χρησιμεύουν ὡς ἄσυλα·
τὰ ἄσυλα αὐτὰ θὰ ὁρίσετε
ὡς καταφύγια διὰ τὸν ἀκούσιον
φονιᾶν, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ καταφεύγῃ
ἐκεῖ δι' ἀσφάλειαν. Μὲ τὶς ἕξι
αὐτὲς πόλεις θὰ δώσετε εἰς τοὺς
Λευῖτες καὶ ἄλλες σαράντα δύο πόλεις.
|
7
πάσας τὰς πόλεις δώσετε τοῖς
Λευίταις τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ
πόλεις, ταύτας, καὶ τὰ προάστεια
αὐτῶν. |
7
Ὅλαι δηλαδὴ αἱ πόλεις, τὰς ὁποίας
μετὰ τῶν περιοχῶν αὐτῶν θὰ
δώσετε εἰς τοὺς Λευΐτας, θὰ εἶναι
τεσσαράκοντὰ ὀκτώ.
|
7
Ὥστε ὅλες οἱ πόλεις, ποὺ θὰ
δώσετε εἰς τοὺς Λευῖτες, θὰ εἶναι
σαράντα ὀκτώ· θὰ δώσετε αὐτές, καθὼς
καὶ τὴν γύρω περιοχὴν ὡς βοσκοτόπια.
|
8
Καὶ τὰς πόλεις, ἂς δώσετε ἀπὸ
τῆς κατασχέσεως υἱῶν Ἰσραήλ,
ἀπὸ τῶν τὰ πολλὰ πολλά.
Καὶ ἀπὸ τῶν ἐλαττόνων
ἐλάττω· ἕκαστος κατὰ τὴν
κληρονομίαν αὐτοῦ, ἣν κατακληρονομήσουσι,
δώσουσιν ἀπὸ τῶν πόλεων τοῖς
Λευίταις. |
8
Αἱ πόλεις, τὰς ὁποίας ἀπὸ
τὴν χώραν, ποὺ κάθε φυλὴ κληρονομεῖ,
θὰ δώσετε εἰς τοὺς Λευΐτας, θὰ
εἶναι πολλαὶ ἀπὸ
τὰς φυλὰς ποὺ ἔλαβον
πολλὰς πόλεις, καὶ
θὰ εἶναι ὀλίγαι, ἀπὸ τὰς
φυλὰς ποὺ ἔλαβον
ὀλίγας. Κάθε φυλὴ ἀναλόγως
τῆς ἐκτάσεως, τὴν ὁποίαν
κληρονομεῖ θὰ δώσῃ καὶ τὸν
ἀριθμὸν τῶν πόλεων πρὸς τοὺς
Λευΐτας>. |
8
Οἱ πόλεις, ποὺ θὰ δώσετε εἰς τοὺς
Λευῖτες, θὰ εἶναι ἀπὸ τὴν
περιουσίαν ποὺ ἐκληρονόμησεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός· ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν
πολλὴν ἔκτασιν γῆς, θὰ δώσετε πολλὲς
πόλεις· ἐνῷ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
ἔχουν μικρὴν ἔκτασιν γῆς, θὰ
δώσετε λίγες πόλεις. Κάθε φυλή, ἀνάλογα μὲ τὴν
ἔκτασιν ποὺ θὰ κατέχῃ ὡς κληρονομίαν,
θὰ δώσῃ εἰς τοὺς Λευῖτες ἀνάλογον
ἀριθμὸν πόλεων>. |
9
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς
Μωυσῆν λέγων· |
9
Ὡμίλησεν ἀκόμη ὁ Κύριος
πρὸς τὸν Μωυσῆν λέγων·
|
9
Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
10
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην
εἰς γῆν Χαναάν
|
10
<Ὡμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
Σεῖς διαβαίνετε τώρα τὸν Ἰορδάνην,
διὰ νὰ καταλάβετε τὴν χώραν
Χαναάν. |
10
<Νὰ μιλήσῃς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς:
Τώρα περνᾶτε τὸν Ἰορδάνην, διὰ νὰ
εἰσέλθετε εἰς τὴν γῆν Χαναάν.
|
11
καὶ διαστελεῖτε ὑμῖν αὐτοῖς
πόλεις· φυγαδευτήρια ἔσται ὑμῖν
φυγεῖν ἐκεῖ τὸν φονευτήν, πᾶς
ὁ πατάξας ψυχὴν ἀκουσίως.
|
11
Ὅταν ἐγκατασταθῆτε εἰς αὐτὴν
θὰ ξεχωρίσετε διὰ τὸν ἑαυτόν
σας μερικὰς πόλεις, αἱ ὁποῖαι
θὰ εἶναι καταφύγια, διὰ νὰ καταφεύγῃ
εἰς αὐτὰς καὶ εὐρίσκῃ
ἀσφάλειαν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἀκουσίως διέπραξε φόνον.
|
11
Ὅταν φθάσετε ἐκεῖ, θὰ ξεχωρίσετε διὰ
τὸν ἑαυτόν σας ὠρισμένες πόλεις,
οἱ ὁποῖες θὰ εἶναι πόλεις -
ἄσυλα· ἐκεῖ θὰ καταφεύγῃ δι'
ἀσφάλειαν ὁ φονιᾶς, ὁ ὁποῖος
ἐσκότωσε κάποιον ἄνθρωπον ἀπὸ
ἀπροσεξίαν, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ.
|
12
Καὶ ἔσονται αἱ πόλεις ὑμῖν
φυγαδευτήρια ἀπὸ τοῦ ἀγχιτεύοντος
τὸ αἷμα, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνῃ
ὁ φονεύων ἕως ἂν στῇ ἔναντι
τῆς συναγωγῆς εἰς κρίσιν.
|
12
Αἱ πόλεις αὐταὶ θὰ εἶναι
ἄσυλα, διὰ νὰ προφυλάξουν τὸν
ἀκούσιον φονέα ἀπὸ ἐκδίκησιν
συγγενοῦς τοῦ φονευθέντος· εἰς
αὐτὰς θὰ διαφεύγῃ τὸν
θάνατον ὁ φονεὺς καὶ θὰ μένῃ
ἀτιμώρητος, ἕως ὅτου ὁδηγηθῇ
ἐνώπιον τοῦ λαοῦ καὶ δικασθῇ.
|
12
Οἱ πόλεις αὐτὲς θὰ εἶναι εἰς
σᾶς ἄσυλα, διὰ νὰ ἀσφαλίζουν
τὸν ἀκούσιον φονιᾶν ἀπὸ τὸν
στενώτερον συγγενῆ ἐκείνου ποὺ ἐφονεύθη·
ὥστε αὐτὸς ποὺ φονεύει ἀπὸ
ἀπροσεξίαν, νὰ μὴ θανατωθῇ, μέχρις
ὅτου παρουσιασθῇ ἐμπρὸς εἰς
τὴν συναγωγὴν τοῦ λαοῦ (τὴν
κοινότητα) καὶ δικασθῇ. |
13
Καὶ αἱ πόλεις ἂς δώσετε, τὰς
ἓξ πόλεις, φυγαδευτήρια ἔσονται ὑμῖν·
|
13
Αἱ ἓξ πόλεις, τὰς ὁποίας
θὰ δώσετε ὡς καταφύγια, θὰ εἶναι·
|
13
Καὶ ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ θὰ
δώσετε, οἱ ἕξι θὰ εἶναι πόλεις - καταφύγια,
πόλεις - ἄσυλα. |
14
τὰς τρεῖς πόλεις δώσετε πέραν
τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὰς τρεῖς
πόλεις δώσετε ἐν γῇ Χαναάν.
|
14
Αἱ τρεῖς ἀπὸ αὐτάς θὰ
εὑρίσκωνται πέραν ἀπὸ τὸν
Ἰορδάνην καὶ αἱ τρεῖς ἄλλαι
δυτικῶς ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην
εἰς τὴν χώραν Χαναάν.
|
14
Τὶς τρεῖς πόλεις θὰ τὶς δώσετε εἰς
τὴν περιοχήν, ποὺ ἐορίσκεται ἀνατολικὰ
το·υ Ἰορδάνη, καὶ τὶς ἄλλες τρεῖς
θὰ τὶς δώσετε εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ
εὐρίσκεται εἰς τὴν Χαναάν (δυτικὰ
τοῦ Ἰορδάνη). |
15
Φυγαδεῖον ἔσται τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,
καὶ τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ
παροίκῳ τῷ ἐν ὑμῖν ἔσονται
αἱ πόλεις αὐταὶ εἰς φυγαδευτήριον,
φυγεῖν ἐκεῖ παντὶ πατάξαντι
ψυχὴν ἀκουσίως.
|
15
Καταφύγια θὰ εἶναι αὐταὶ αἱ
πόλεις, ὄχι μόνον διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας,
ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ξένους,
ποὺ εὑρίσκονται μαζῆ σας καὶ
διὰ τοὺς παρεπιδημοῦντας. Αἱ πόλεις
αὐταὶ θὰ εἶναι καταφύγια, διὰ
νὰ καταφεύγῃ καὶ ἀσφαλίζεται
εἰς αὐτὰς ἀπὸ κάθε ἐκδίκησιν
ὁ ἀκουσίως φονεύσας ἄνθρωπον.
|
15
Οἱ πόλεις αὐτὲς θὰ εἶναι καταφύγια
τόσον διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅσον
καὶ διὰ τὸν προσήλυτον καὶ διὰ
τὸν ξένον, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται μεταξύ
σας. Οἱ πόλεις αὐτὲς θὰ εἶναι
δι’ αὐτοὺς καταφύγια, ὥστε νὰ καταφεύγῃ
ἐκεῖ καὶ νὰ ἀσφαλίζεται
κάθε ἕνας, ὁ ὁποῖος φονεύει ἄνθρωπον
ἀπὸ ἀπροσεξίαν, χωρὶς νὰ τὸ
θέλῃ. |
16
Ἐὰν δὲ ἐν σκεύει σιδήρου
πατάξῃ αὐτόν, καὶ τελευτήσῃ,
φονευτής ἐστι· θανάτῳ θανατούσθω
ὁ φονευτής. |
16
Ἐὰν κανεὶς ἑκουσίως κτυπήσῃ
θανασίμως κάποιον μὲ σιδερένιο ρόπαλον
καὶ ἀποθάνῃ ἐκεῖνος, ὁ
κτυπήσας εἶναι φονεὺς καὶ θὰ
τιμωρηθῇ διὰ θανάτου.
|
16
Ἐὰν ἕνας κτυπήσῃ κάποιον μὲ
σιδερένιο ἀντικείμενο ὥστε νὰ ἀποθάνῃ,
τότε αὐτὸς ποὺ τὸν ἐκτύπησε
θεωρεῖται φονιᾶς· ὁ φονιᾶς αὐτὸς
πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
|
17
Ἐὰν δὲ ἐν λίθῳ ἐκ
χειρός, ἐν ᾧ ἀποθανεῖται ἐν
αὐτῷ, πατάξῃ αὐτόν, καὶ
ἀποθάνῃ, φονευτής ἐστι·
θανάτῳ θανατούσθω ὁ φονευτής.
|
17
Ἐὰν κτυπήσῃ κάποιον μὲ
λίθον καὶ συνεπείᾳ τοῦ κτυπήματος
ἀποθάνῃ ὁ πληγείς, ὁ πλήξας
αὐτὸν εἶναι φονεύς. Μὲ θάνατον
θὰ τιμωρηθῇ καὶ αὐτὸς ὁ
φονεύς. |
17
Ἐὰν τὸν κτυπήσῃ μὲ πέτραν, τὴν
ὁποίαν κρατεῖ καὶ μὲ τὴν ὁποίαν
θανατώνεται ἄνθρωπος, αὐτὸς δὲ ποὺ
ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ, τότε ἐκεῖνος
ποὺ τὸν ἐκτύπησε εἶναι φονιᾶς·
ὁ φονιᾶς αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ
μὲ θάνατον. |
18
Ἐὰν δὲ ἐν σκεύει ξυλίνῳ
ἐκ χειρός, ἐξ οὗ ἀποθανεῖται
ἐν αὐτῷ, πατάξῃ αὐτόν,
καὶ ἀποθάνῃ, φονευτής ἐστι·
θανάτῳ θανατούσθω ὁ φονευτής.
|
18
Ἐὰν μὲ ξύλινον σκεῦος, ποὺ
κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα του, κτυπήσῃ
κάποιον καὶ ἐκεῖνος ἀποθάνῃ,
εἶναι φονεύς. Μὲ θάνατον θὰ
τιμωρηθῇ καὶ ὁ φονεὺς αὐτός.
|
18
Ἐὰν τὸν κτυπήσῃ μὲ ξύλινον ἀντικείμενον,
τὸ ὁποῖον κρατεῖ καὶ μὲ
τὸ ὁποῖον θανατώνεται ἄνθρωπος, αὐτὸς
δὲ ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ,
τότε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἐκτύπησε
εἶναι φονιᾶς· ὁ φονιᾶς αὐτὸς
πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
|
19
Ὁ ἀγχιστεύων τὸ αἷμα, οὗτος
ἀποκτενεῖ τὸν φονεύσαντα· ὅταν
συναντήσῃ αὐτῷ, οὗτος ἀποκτενεῖ
αὐτόν. |
19
Ὁ συγγενὴς τοῦ φονευθέντος θὰ
φονεύσῃ τὸν φονέα· θὰ τὸν
φονεύσῃ, ὅπου καὶ ὅταν τὸν
συναντήσῃ. |
19
Ὁ στενώτερος συγγενὴς ἐκείνου ποὺ
ἐφονεύθη, πρέπει νὰ φονεύσῃ τὸν φονιᾶν
μόλις τὸν συναντήσῃ, πρέπει νὰ τὸν
φονεύσῃ. |
20
Ἐὰν δὲ δι' ἐχθρὰν ὤσῃ
αὐτὸν καὶ ἐπιρρίψῃ ἐπ'
αὐτὸν πᾶν σκεῦος ἐξ ἐνέδρου,
καὶ ἀποθάνῃ,
|
20
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ ἐχθρότητα
κινούμενος, σπρώξῃ κάποιον ἢ
ἐνεδρεύων ρίψῃ ἐναντίον
του κάποιο ἀντικείμενον καὶ ἀποθάνῃ
ὁ κτυπηθείς, |
20
Ἐὰν ἕνας σπρώξῃ κάποιον ἀπὸ
μῖσος, ἢ πετάξῃ ἐναντίον τοῦ
ὁποιονδήποτε ἀντικείμενον ὕστερα ἀπὸ
ἐνέδραν, ποὺ τοῦ ἔστησε, καὶ
αὐτὸς ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ·
|
21
ἢ διὰ μῆνιν ἐπάταξεν αὐτὸν
τῇ χειρί, καὶ ἀποθάνῃ,
θανάτῳ θανατούσθω ὁ πατάξας,
φονευτής ἐστι· θανάτῳ θανατούσθω
ὁ φονεύων· ὁ ἀγχιστεύων
τὸ αἷμα ἀποκτενεῖ τὸν φονεύσαντα
ἐν τῷ συναντῆσαι αὐτῷ.
|
21
ἢ διὰ λόγους ὀργῆς κτυπήσῃ
αὐτὸν μὲ τὸ χέρι του καὶ
ἀποθάνῃ, ὁ κτυπήσας εἶναι
φονεὺς καὶ πρέπει νὰ τιμωρηθῇ
μὲ θάνατον. Ὁ συγγενὴς τοῦ φονευθέντος
θὰ θανατώσῃ τὸν φονέα, ὅταν
καὶ ὅπου τὸν συναντήσῃ.
|
21
ἢ τὸν κτυπήσῃ μὲ τὸ χέρι του
κινούμενος ἀπὸ ὀργὴν καὶ πάθος,
καὶ αὐτὸς ποὺ ἐκτυπήθη
ἀποθάνῃ, τότε ἐκεῖνος ποὺ
τὸν ἐκτύπησε πρέπει νὰ τιμωρηθῇ
μὲ θάνατον, διότι εἶναι φονιᾶς. Αὐτὸς
ποὺ φονεύει ἄλλον ἄνθρωπον, πρέπει νὰ
τιμωρῆται μὲ θάνατον. Ὁ στενώτερος συγγενὴς
ἐκείνου ποὺ ἐφονεύθη πρέπει νὰ φονεύσῃ
τὸν φονιᾶν, μόλις τὸν συναντήσῃ.
|
22
Ἐὰν δὲ ἐξάπινα οὐ δι'
ἔχθραν ὤσῃ αὐτὸν ἢ ἐπιρρίψῃ
ἐπ' αὐτὸν πᾶν σκεῦος οὐκ
ἐξ ἐνέδρου |
22
Ἐὰν ὅμως ἐξ ἀπροσεξίας,
ὄχι ἀπὸ ἐχθρότητα καὶ
μίσος, σπρώξῃ κανεὶς κάποιον
ἢ ρίψῃ ἐναντίον του κάποιο
ἀντικείμενον, ὄχι πονηρῶς ἐνεδρεύων,
|
22
Ἐὰν ὅμως τὸν σπρώξῃ ἔξαφνα
ἀπὸ ἀπροσεξίαν, χωρὶς ἔχθραν
καὶ πάθος· ἢ πετάξῃ ἐναντίον
του ὁποιονδήποτε ἀντικείμενον, ὄχι
ὕστερα ἀπὸ ἐνέδραν·
|
23
ἢ παντὶ λίθῳ, ἐν ᾧ ἀποθανεῖται
ἐν αὐτῷ, οὐκ εἰδώς, καὶ
ἐπιπέσῃ ἐπ' αὐτόν, καὶ
ἀποθάνῃ, αὐτὸς δὲ οὐκ
ἐχθρὸς αὐτοῦ ἦν, οὐδὲ
ζητῶν κακοποιῆσαι αὐτόν,
|
23
ἢ λίθον, ἀπὸ τὸ πλῆγμα
τοῦ ὁποίου θὰ ἀποθάνῃ
ὁ κτυπηθεῖς, αὐτὰ δὲ γίνουν
ἀσυναισθήτως καὶ ἀκουσίως, ὁ
δὲ φονεὺς δὲν εἶχε καμμίαν πρὸς
ἐκεῖνον ἐχθρότητα καὶ οὔτε
εἶχεν ἐπιδιώξει ποτὲ νὰ τοῦ
κάμῃ κακόν, |
23
ἢ τοῦ πετάξῃ ἀπὸ ἀπροσεξίαν
κάποιαν πέτραν, μὲ τὴν ὁποίαν θανατώνεται
ἄνθρωπος, αὐτὸ δὲ γίνῃ ἀσυναισθήτως
καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, καὶ
αὐτὸς ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ,
ἐκεῖνος δὲ ποὺ τὸν ἐσκότωσε
δὲν ἦταν ἐχθρός του οὔτε εἶχε
σκοπὸν νὰ τοῦ κάμῃ κακόν,
|
24
καὶ κρινεῖ ἡ συναγωγὴ ἀνὰ
μέσον τοῦ πατάξαντος καὶ ἀνὰ
μέσον τοῦ ἀγχιστεύοντος τὸ αἷμα,
κατὰ τὰ κρίματα ταῦτα,
|
24
ὁ φονεὺς αὐτὸς θὰ κριθῇ
καὶ θὰ δικασθῇ ὑπὸ τοῦ
λαοῦ ἐνώπιον τοῦ συγγενοῦς τοῦ
φονευθέντος καὶ θὰ γίνῃ ἔρευνα
ἐὰν ἀπὸ τὰς ἀνωτέρω
ἐλαφρυντικὰς συνθήκας ἔγινεν ὁ
φόνος. |
24
τότε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς (ἢ
κοινότητα) θὰ κρίνῃ καὶ θὰ δικάσῃ
τὸν φονιᾶν ἐμπρὸς εἰς τὸν
συγγενῆ ἐκείνου ποὺ ἐφονεύθη, σύμφωνα
μὲ τὶς διατάξεις αὐτές:
|
25
καὶ ἐξελεῖται ἡ συναγωγὴ τὸν
φονεύσαντα ἀπὸ τοῦ ἀγχιστεύοντος
τὸ αἷμα, καὶ ἀποκαταστήσουσιν
αὐτὸν ἡ συναγωγὴ εἰς τὴν
πόλιν τοῦ φυγαδευτηρίου αὐτοῦ,
οὗ κατάφυγε, καὶ κατοικήσει ἐκεῖ
ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ ἱερεὺς
ὁ μέγας, ὃν ἔχρισαν αὐτὸν
τῷ ἐλαίῳ τῷ ἁγίῳ.
|
25
Ἐὰν ναί, ὁ λαὸς θὰ ἀποσπάσῃ
ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ συγγενοῦς
τοῦ φονευθέντος τὸν φονέα, θὰ
τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὴν πόλιν
καταφύγιον, ὅπου εἶχε καὶ προηγουμένως
καταφύγει, διὰ νὰ ζήσῃ ἐκεῖ
μέχρι ὅτου ἀποθάνῃ ὁ ἀρχιερεύς,
τὸν ὁποῖον ἔχρισαν μὲ τὸ
ἅγιον ἔλαιον. |
25
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς (ἢ κοινότητα)
θὰ ἐλευθερώσῃ τὸν φονιᾶν ἀπὸ
τὰ χέρια τοῦ συγγενοῦς ἐκείνου ποὺ
ἀπέθανε καὶ θὰ τὸν στείλῃ πάλιν
εἰς τὴν πόλιν - ἄσυλον, εἰς τὴν
ὁποίαν εἶχε καταφύγει. Ὁ φονιᾶς θὰ
παραμείνῃ εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν
μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ θὰ ἀποθάνῃ
ὁ μέγας ἀρχιερεύς, τὸν ὁποῖον
ἔχρισαν ἀρχιερέα μὲ ἁγιασμένον
λάδι. |
26
Ἐὰν δὲ ἐξόδῳ ἐξέλθῃ
ὁ φονεύσας τὰ ὅρια τῆς πόλεως
εἰς ἣν κατέφυγεν ἐκεῖ,
|
26
Ἐὰν ὅμως ὁ φονεὺς ἐξέλθῃ
ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πόλεως,
εἰς τὴν ὁποίαν ὡς πρὸς
ἄσυλον κατέφυγεν, |
26
Ἐὰν δὲ ὁ φονιᾶς βγῇ ὀποτεδήποτε,
πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ μεγάλου
ἀρχιερέως, ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια
(τείχη) τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν
κατέφυγε, |
27
καὶ εὕρῃ αὐτὸν ὁ ἀγχιστεύων
τὸ αἷμα ἔξω τῶν ὁρίων
τῆς πόλεως καταφυγῆς αὐτοῦ καὶ
φονεύσῃ ὁ ἀγχιστεύων τὸ
αἷμα τὸν φονεύσαντα, οὐκ ἔνοχος
ἐστιν· |
27
καὶ ὁ συγγενὴς τοῦ φονευθέντος
εὕρῃ αὐτὸν ἔξω ἀπὸ
τὰ ὅρια τῆς πόλεως - καταφύγιον
καὶ τὸν φονεύσῃ, δὲν θὰ
εἶναι ἔνοχος φόνου. |
27
καὶ ὁ στενώτερος συγγενὴς ἐκείνου,
τὸν ὁποῖον ἐσκότωσε, τὸν
συναντήσῃ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη
τῆς πόλεως (τοῦ ἀσύλου του), ὅπου
κατέφυγε, καὶ τὸν σκοτώση, τότε αὐτὸς
ποὺ τὸν ἐσκότωσε (δηλαδὴ ὁ
στενώτερος συγγενὴς τοῦ θύματός του) δεν εἶναι
ἔνοχος φόνου. |
28
ἐν γὰρ τῇ πόλει τῆς καταφυγῆς
κατοικείτω, ἕως ἂν ἀποθάνῃ
ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας, καὶ
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν ἱερέα
τὸν μέγαν ἐπαναστραφήσεται ὁ
φονεύσας εἰς τὴν γῆν τῆς κατασχέσεως
αὐτοῦ. |
28
Εἰς τὴν πόλιν καταφύγιον
πρέπει νὰ μένῃ ὁ φονεὺς
μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ ἀρχιερέως.
Ὅταν ἀποθάνῃ ὁ ἀρχιερεύς,
θὰ ἐπιστρέψῃ ὁ φονεὺς
ἐλεύθερος εἰς τὴν πατρίδα του
καὶ εἰς τὴν κληρονομίαν του.
|
28
Διότι ὁ φονιᾶς πρέπει νὰ παραμένῃ
εἰς τὴν πόλιν - ἄσυλον μέχρι τῆς ἡμέρας,
ποὺ θὰ ἀποθάνῃ ὁ μέγας
ἀρχιερεύς. Ὅταν πλέον ἀποθάνῃ
ὁ μέγας ἀρχιερεύς, ὁ φονιᾶς θὰ
ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρίδα του, ἡ
ὁποία τοῦ ἐδόθη ὡς κληρονομία.
|
29
Καὶ ἔσται ταῦτα ὑμῖν εἰς
δικαίωμα κρίματος εἰς τὰς γενεὰς
ὑμῶν ἐν πάσαις ταῖς κατοικίαις
ὑμῶν. |
29
Αὐτὰ θὰ εἶναι καὶ θὰ ἰσχύουν
διὰ σᾶς, ὡς νόμοι ἀποδόσεως
δικαιοσύνης, εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους
σας καὶ εἰς ὅλας τὰς περιοχάς,
εἰς τὰς ὁποίας θὰ κατοικῆτε.
|
29
Ἡ διάταξις αὐτὴ θὰ εἶναι διὰ
σᾶς ὡς νομικὸν διάταγμα διὰ τὴν
ἀπόδοσιν δικαιοσύνης, εἰς ὅλες τὶς
γενεές, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ
ἀπὸ σᾶς, εἰς ὅλους τοὺς
τόπους τῆς κατοικίας σας. |
30
Πᾶς πατάξας ψυχήν, διὰ μαρτύρων
φονεύσας τὸν φονεύσαντα, καὶ μάρτυς
εἶς οὐ μαρτυρήσει ἐπὶ ψυχὴν
ἀποθανεῖν. |
30
Καθένας ποὺ ἐφόνευσεν ἄνθρωπον,
θὰ τιμωρηθῇ διὰ θανάτου ἐπὶ
τῇ βάσει μαρτύρων. Δὲν ἀρκεῖ
ἡ μαρτυρία ἑνὸς μάρτυρος, διὰ
νὰ καταδικασθῇ κανεὶς εἰς θάνατον.
|
30
Ὁποιοσδήποτε σκοτώσῃ ἄνθρωπον, ὁ
φονιᾶς αὐτὸς θὰ τιμωρηθῇ μὲ
θάνατον ὑστέρα ἀπὸ ἀπόφασιν περισσοτέρων
τοῦ ἑνὸς μαρτύρων· ἕνας μόνον μάρτυρας
δὲν εἶναι ἀρκετός, διὰ νὰ καταδικασθῇ
κάποιος εἰς θάνατον. |
31
Καὶ οὐ λήψεσθε λύτρα περὶ ψυχῆς
παρὰ τοῦ φονεύσαντος τοῦ ἐνόχου
ὄντος ἀναιρεθῆναι· θανάτῳ
γὰρ θανατωθήσεται. |
31
Δὲν θὰ δεχθῆτε χρήματα ἀπὸ
τὸν φονέα πρὸς ἐξαγορὰν τῆς
ζωῆς του, ἐφόσον εἶναι ἔνοχος
θανάτου. Αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ
διὰ θανάτου. |
31
Ἐκτὸς αὐτοῦ δεν πρέπει νὰ δεχθῆτε
χρήματα (λύτρα) ἐκ μέρους τοῦ ἐνόχου
φονιᾶ, διὰ νὰ γλυτώσετε τὴν ζωήν
του, ἐφ ὅσον αὐτὸς εἶναι ἔνοχος
θανάτου· ὁ ἔνοχος θανάτου πρέπει νὰ τιμωρηθῇ
μὲ θάνατον. |
32
Οὐ λήψεσθε λύτρα τοῦ φυγεῖν
εἰς πόλιν τῶν φυγαδευτηρίων, τοῦ
πάλιν κατοικεῖν ἐπὶ τῆς γῆς,
ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ ἱερεὺς
ὁ μέγας. |
32
Δὲν θὰ λάβετε ἐπίσης χρήματα,
διὰ νὰ φυγαδεύσετε φονέα εἰς
τὴν πόλι - καταφύγιον ἢ διὰ
νὰ ἀφήσετε αὐτὸν νὰ ἐπιστρέψῃ
εἰς τὴν πατρίδα του, πρὶν ἀποθάνῃ
ὁ ἀρχιερεύς. |
32
Ἀκόμη δὲν πρέπει νὰ δεχθῆτε χρήματα
(λύτρα), διὰ νὰ φυγαδεύσετε ἕνα φονιᾶν
εἰς τὴν πόλιν - ἄσυλον ἢ διὰ
νὰ ἐπιτρέψετε εἰς ἕνα φονιᾶν
νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πόλιν -ἄσυλον
καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν
πατρίδα του, πρὶν ἀποθάνῃ ὁ
μέγας ἀρχιερεύς. |
33
Καὶ οὐ μὴ φονοκτονήσητε τὴν
γῆν, εἰς ἣν ὑμεῖς κατοικεῖτε·
τὸ γὰρ αἷμα τοῦτο φονοκτονεῖ
τὴν γῆν, καὶ οὐκ ἐξιλασθήσεται
ἡ γῆ ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ
ἐκχυθέντος ἐπ' αὐτῆς, ἀλλ'
ἐπὶ τοῦ αἵματος τοῦ ἐκχέοντος.
|
33
Ἐὰν τηρήσετε αὐτὰ θὰ ἀποφύγετε
τοὺς φόνους εἰς τὴν χώραν, ὅπου
κατοικεῖτε. Τὸ ἀδίκως χυνόμενον
αἷμα πληθύνει τοὺς φόνους εἰς
τὴν χώραν, ἐφόσον μένει ἀτιμώρητος
ὁ φονεύς. Καὶ αὐτὴ δὲν
ἠμπορεῖ νὰ ἐξιλεωθῇ ἀπὸ
τὸ ἀδίκως χυνόμενον αἷμα, εἰμὴ
μόνον μὲ τὸ αἷμα τοῦ φονέως.
|
33
Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν δὲν θὰ
μολύνετε μὲ φόνους τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας,
εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε· διότι τὸ
αἷμα τῶν ἀδίκων αὐτῶν φόνων
μολύνει καὶ κηλιδώνει τὴν χώραν. Καὶ ἡ
χώρα δὲν καθαρίζεται ἀπὸ τὸ αἷμα
τῶν ἀθώων, ποὺ χύνεται ἐπάνω
της, παρὰ μόνον μὲ τὸ αἷμα τοῦ
φονιᾶ, ὁ ὁποῖος ἐθανάτωσε ἄνθρωπον.
|
34
Καὶ οὐ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἐφ'
ἧς κατοικεῖτε ἐπ αὐτῆς, ἐφ'
ἧς ἐγὼ κατασκηνῶ ἐν ὑμῖν·
ἐγὼ γὰρ εἰμι Κύριος κατασκηνῶν
ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
|
34
Δὲν θὰ μολύνετε τὴν χώραν, εἰς
τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε, καὶ ἐπὶ
τῆς ὁποίας ἐν μέσῳ ὑμῶν
κατοικῶ καὶ ἐγώ. Ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος κατοικῶ
μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν>.
|
34
Δὲν θὰ μολύνετε τὴν γῆν τῆς
Ἐπαγγελίας, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε,
καὶ εἰς τὴν ὁποίαν κατοικῶ μεταξύ
σας καὶ ἐγὼ ὁ Θεός. Διότι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος κατοικῶ
μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ>.
|