Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
στερεώθη
ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη
κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη
ἐπ' ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου,
εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου.
|
λυπημένη
καὶ κλονισμένη καρδία μου ἐστερεώθη
μὲ τὴν δύναμιν καὶ τὴν χάριν
τοῦ Κυρίου. Ἐξυψώθη ἡ δύναμίς
μου διὰ τοῦ Θεοῦ μου, τὸ στόμα
μου διάπλατα ἤνοιξεν ἐναντίον τῶν
ἐχθρῶν μου. Εἶμαι γεμάτη χαρὰν
ἀπὸ τὴν σωτηριώδη δύναμιν τοῦ
Κυρίου. |
πληγωμένη
καὶ ταραγμένη καρδιά μου ἐπῆρε δύναμιν
ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ ἐστερεώθη.
Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ μου ἐξυψώθη
ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα μου. Ἄνοιξε τὸ
στόμα μου καὶ ἠμπορῶ πλέον νὰ ὁμιλῶ
ἐλεύθερα πρὸς τοὺς ἐχθρούς μου,
ποὺ μὲ περιφρονοῦσαν διὰ τὴν
ἀτεκνίαν μου. Ἐγέμισα ἀπὸ χαρὰν
διὰ τὴν λύτρωσιν, ποὺ μοῦ ἐχάρισες,
Κύριε. |
2
Ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος,
καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ
Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος
πλήν σου. |
2
Διότι δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως
κανένας ἄλλος ἅγιος, ὅπως εἶναι
ὁ Κύριος, οὔτε κανένας ἄλλος
δίκαιος ὅπως εἶναι ὁ δίκαιος
Θεός μας. Δὲν ὑπάρχει κανένας
ἄλλος ἅγιος, πλὴν ἀπό σὲ
Κύριε. |
2
Διότι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι τόσον
ἅγιος, ὅπως ὁ Κύριος, καὶ κανεὶς
δὲν εἶναι τόσον δίκαιος, ὅπως ὁ Θεός
μας. Δὲν ὑπάρχει, ἐπαναλαμβάνω, κανεὶς
ἅγιος, ἕκτος ἀπὸ Σέ, Κύριε.
|
3
Μὴ καυχᾶσθε, καὶ μὴ λαλεῖτε
ὑψηλά, μὴ ἐξελθέτω μεγαλορρημοσύνη
ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, ὅτι
Θεὸς γνώσεων Κύριος καὶ Θεὸς
ἐτοιμάζων ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ.
|
3
Ἄνθρωποι, μὴ καυχᾶσθε καὶ μὴ
λαλῆτε ὑπερήφανα λόγια. Ἂς μὴ
ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ στόμα
σας ἀλαζονικὰ λόγια, διότι ὁ
Θεὸς εἶναι ὁ μόνος παντογνώστης
Κύριος. Αὐτὸς εἶναι, ποὺ φέρει
εἰς ἄριστον πέρας τὰ τέλεια
αὐτοῦ ἔργα. |
3
Μὴ καυχάσθε διὰ τὰ χαρίσματά σας,
ἄνθρωποι, καὶ μὴ λέγετε μεγάλα λόγια. Ἂς
μὴ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα σας λέξεις,
ποὺ φανερώνουν ἐγωϊσμὸν καὶ ὑπερηφάνειαν,
διότι ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ποὺ τὰ
γνωρίζει ὅλα - καὶ Αὐτὸς εἶναι
ποὺ χαρίζει καὶ τὴν γνῶσιν εἰς
τοὺς ἂνθρώπους. Εἶναι Θεός, ποὺ ρυθμίζει
μὲ σοφίαν καὶ κατὰ τρόπον τέλειον καὶ
ἀλάνθαστον τὰ σχέδια καὶ τὰ
ἔργα Του. |
4
Τόξον δυνατῶν ἠσθένησε, καὶ
ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν·
|
4
Δυνατῶν πολεμιστῶν τὰ τόξα ἀπεδείχθησαν
ἀνίσχυρα, ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου
ἄνθρωποι ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι
περιεζώσθησαν καὶ ἀπέκτησαν δύναμιν.
|
4
Ἡ δύναμις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐνόμιζαν
τοὺς ἑαυτούς των δυνατούς, ἐξησθένησε
καὶ ἀπεδείχθη μηδαμινή, ἐνῷ ἐκεῖνοι,
ποὺ ἦσαν ἀδύνατοι, ἐζώσθηκαν
μὲ δύναμιν καὶ ἀπεδείχθησαν ἰσχυροί.
|
5
πλήρεις ἄρτων ἠλαττώθησαν, καὶ
οἱ πεινῶντες παρῆκαν γῆν· ὅτι
στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ
πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησε.
|
5
Ἄνθρωποι πλούσιοι εἰς ὑλικὰ
ἀγαθὰ ἐπτώχυναν καὶ ἐπείνασαν,
ἐνῶ ἄνθρωποι πτωχοί, οἱ ὁποῖοι
ἐπεινοῦσαν, ἔγιναν πλούσιοι τόσον
πολύ, ὥστε ἐγκατεστάθησαν εἰς
εὔφορον χώραν. Ὑπῆρξε στεῖρα,
ἡ ὁποία ἐγέννησε πολλὰ
παιδιὰ καὶ ἐξ ἀντιθέτου ὑπῆρξε
πολύτεκνος μὲ πολλὰ παιδιά, ἡ
ὁποία ἐν τέλει ἔμεινε μόνη
της καὶ ἀπωρφανισμένη,
|
5
Ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀγαθὰ
τῆς γῆς ἔχασαν τὰς περιουσίας των,
ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ ἐπεινοῦσαν,
ἔγιναν τόσον πλούσιοι, ὥστε ἄφησαν τὴν
γῆν καὶ ἔπαυσαν νὰ δουλεύουν οἱ
ἴδιοι εἰς τοὺς ἀγρούς, ἄλλα
ἐπῆραν μισθωτοὺς ἐργάτας. Στεῖρα
γυναῖκα ἐπίσης ἀπέκτησε πολλὰ παιδιά,
ἐνῷ ἄλλη, ποὺ εἶχε πολλὰ
τέκνα, τὰ ἔχασε ὅλα καὶ ἔμεινε
μόνη καὶ ἐρήμη. |
6
Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει
εἰς ἅδου καὶ ἀνάγει·
|
6
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κύριος τοῦ
θανάτου καὶ τῆς ζωῆς. Αὐτὸς
θανατώνει καὶ αὐτὸς ζωογονεῖ,
αὐτὸς κατεβάζει τοὺς ἀνθρώπους
εἰς τὸν τάφον καὶ αὐτὸς
τοὺς ἐπαναφέρει πάλιν εἰς τὴν
ζωήν. |
6
Ὁ Κύριος σὰν ἐξουσιαστὴς τῶν
πάντων θανατώνει καὶ ζωογονεῖ, κατεβάζει τὸν
ἄνθρωπον εἰς τὰ βάθη τοῦ Ἅδου
καὶ τὸν ἀνεβάζει καὶ πάλιν.
|
7
Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει,
ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ.
|
7
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος καθιστᾷ πτωχοὺς τοὺς
πλουσίους καὶ κάμνει πλουσίους τοὺς
πτωχούς. Ταπεινώνει καὶ ἀνυψώνει.
|
7
Ὁ Κύριος κάμνει τὸν ἄνθρωπον πτωχὸν
καὶ πλούσιον, τὸν ταπεινώνει καὶ τὸν
ἀνυψώνει. |
8
Ἀνιστᾷ ἀπὸ γῆς πένητα
καὶ ἀπὸ κοπρίας ἐγείρει
πτωχὸν καθίσαι μετὰ δυναστῶν λαοῦ
καὶ θρόνον δόξης κατακληρονομῶν αὐτοῖς.
|
8
Αὐτὸς ἀνεγείρει ἀπὸ τὴν
γῆν τὸν κατάκοιτον πτωχόν· πεινῶντα
καὶ στερούμενον, ποὺ κοιμᾶται εἰς
τὴν κοπριάν, τὸν ἀνυψώνει καὶ
τὸν ἐνθρονίζει ὡς ἰσχυρὰν
μεταξὺ τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς.
Αὐτὸς ἀναδεικνύει τοὺς πτωχοὺς
καὶ ἀποκλήρους κληρονόμους θρόνων
ἐνδόξων. |
8
Ὁ Κύριος σηκώνει ἀπὸ τὴν ταπεινὴν
κατάστασιν τὸν πτωχὸν καὶ ἀνυψώνει
ἀπὸ τὴν κοπριὰν ἕνα ἄσημον
καὶ ἄπορον ἄνθρωπον, διὰ νὰ
τὸν βάλῃ νὰ καθήσῃ μαζὶ μὲ
τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ νὰ
τὸν ἀναδείξῃ κληρονόμον ἐνδόξου θρόνου.
|
9
Διδοὺς εὐχὴν τῷ εὐχομένῳ
καὶ εὐλόγησεν ἔτη δικαίου·
ὅτι οὐκ ἐν ἰσχύϊ δυνατὸς
ἀνήρ, |
9
Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἐκπληρώνει τὸ αἴτημα
τοῦ εὐσεβοῦς. Αὐτὸς ἐπλήθυνε
τὰ ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ δικαίου
δυνατὸς εἰς τὴν πραγματικότητα δὲν
εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἔχει σωματικὴν δύναμιν.
|
9
Ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ
συντελεῖ εἰς τὸ νὰ ἐκπληρώνωνται
τὰ αἰτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ
προσεύχεται μὲ πίστιν, καθὼς καὶ τὰ
τάματά του. Ἐκεῖνος ἐπίσης εὐλογεῖ
καὶ πληθαίνει τὰ ἔτη τῆς ζωῆς
τοῦ εὐσεβοῦς καὶ ἐναρέτου ἀνθρώπου.
Τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ Ἐκεῖνον,
διότι καὶ ἡ δύναμις κάποιου ἀνθρώπου,
ποὺ εἶναι δυνατός, δὲν στηρίζεται εἰς
τὰς ἰδικάς του σωματικὰς δυνάμεις
καὶ ἱκανότητας. |
10
Κύριος ἀσθενῆ ποιήσει ἀντίδικον
αὐτοῦ, Κύριος ἅγιος. Μὴ καυχάσθω
ὁ φρόνιμος ἐν τῇ φρονήσει αὐτοῦ,
καὶ μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν
τῇ δυνάμει αὐτοῦ, καὶ μὴ
καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ
αὐτοῦ, ἀλλ' ἐν τούτῳ καυχάσθω
ὁ καυχώμενος, συνιεῖν καὶ γινώσκειν
τὸν Κύριον καὶ ποιεῖν κρῖμα
καὶ δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς
γῆς. Κύριος ἀνέβη εἰς οὐρανοὺς
καὶ ἐβρόντησεν, αὐτὸς κρινεῖ
ἄκρα γῆς, καὶ δίδωσιν ἰσχὺν
τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ ὑψώσει
κέρας χριστοῦ αὐτοῦ.
|
10
Ὁ Κύριος καθιστᾷ ἀνίσχυρον τὸν
οἰονδήποτε ἐχθρόν του. Ὁ Κύριος
εἶναι ὁ μόνος ἅγιος. Λοιπόν,
ἂς μὴ καυχᾶται ὁ σοφός μὲ
τὴν σοφίαν αὐτοῦ οὔτε ὁ
δυνατός μὲ τὴν δύναμίν του,
οὔτε ὁ πλούσιος διὰ τὸν πλοῦτον
του. Ἀλλὰ εἰς τοῦτο πρέπει νὰ
καυχᾶται ὁ συνετὸς ἄνθρωπος, εἰς
τὸ γεγονὸς ὅτι γνωρίζει καὶ
σκέπτεται τὸν Κύριον καὶ πρὸ
παντὸς εἰς τὸ ὅτι ἐφαρμόζει
δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος ἀνέβη
εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ ἐξαπέλυσε βροντὰς καὶ
κεραυνούς. Αὐτὸς κρίνει καὶ
δικάζει τὴν οἰκουμένην μέχρι
τῶν περάτων τῆς γῆς. Δίδει δύναμιν
εἰς τοὺς βασιλεῖς μας, αὐτὸς
μεγαλώνει τὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως,
τὸν ὁποῖον αὐτὸς θὰ ἔχῃ
χρίσει>. |
10
Ὁ Κύριος θὰ ἀποδυναμώσῃ καὶ
θὰ συντρίψῃ κάθε ἀντίπαλόν Του, ὁ
Κύριος ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἅγιος. Ἂς
μὴ καυχᾶται ὁ σοφὸς διὰ τὴν
σοφίαν του. Καὶ ἂς μὴ καυχᾶται ὁ
δυνατὸς διὰ τὴν δύναμίν του. Ἀλλὰ
καὶ ὁ πλούσιος ἂς μὴ καυχᾶται
διὰ τὸν πλοῦτον του. Μόνον διὰ τὸ
ἑξῆς νὰ καυχᾶται αὐτὸς
ποὺ καυχᾶται: διὰ τὸ ὅτι τὸν
ἐφώτισεν ὁ Θεὸς νὰ σκέπτεται
καὶ νὰ γνωρίζῃ τὸ θέλημα τοῦ
Κυρίου, νὰ ἐφαρμόζῃ τὰς θείας
ἐντολὰς καὶ νὰ ζῇ με ἀρετὴν
καὶ δικαιοσύνην ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ Κύριος ἀνέβηκε σὰν ἐξουσιαστὴς
ἐπάνω εἰς τοὺς οὐρανοὺς
καὶ ἐβρόντησε τὸ μεγαλεῖον τοῦ
παντοῦ. Αὐτὸς εἶναι, ποὺ θὰ
κρίνῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ
κατοικοῦν ἕως τὰ πέρατα τῆς γῆς.
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ χαρίζει δύναμιν εἰς
τοὺς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντάς μας
καὶ θὰ μεγαλύνῃ καὶ θὰ ὑψώσῃ
τὴν δύναμιν ἐκείνου, ποὺ θὰ ἔχῃ
χρισθῇ ἀπὸ Αὐτόν>.
|
11
Καὶ κατέλιπεν αὐτὸν ἐκεῖ
ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀπῆλθεν
εἰς Ἀρμαθαίμ, καὶ τὸ παιδάριον
ἦν λειτουργῶν τῷ προσώπῳ Κυρίου
ἐνώπιον Ἡλὶ τοῦ ἱερέως.
|
11
Ἡ Ἄννα ἀφῆκε τὸ παιδίον
της, τὸν Σαμουήλ, ἐκεῖ ἐνώπιον
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ
ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Ἀρμαθαίμ.
Τὸ παιδίον της ἀνέλαβε νὰ ὑπηρετῇ
τὸν Θεὸν κοντὰ εἰς τὸν Ἡλὶ
τὸν ἀρχιερέα. |
11
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ
ἡ Ἄννα, ἄφησε τὸν Σαμουὴλ ἐκεῖ
ἐμπρὸς εἰς τὸν οἶκον τοῦ
Κυρίου καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν
Ἀρμαθαίμ. Τὸ δὲ μικρὸ παιδί, ὁ
Σαμουήλ, ὑπηρετοῦσεν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ Κυρίου, ἐμπρὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα
Ἡλί. |
12
Καὶ οἱ υἱοὶ Ἡλὶ τοῦ
ἱερέως υἱοὶ λοιμοὶ οὐκ
εἰδότες τὸν Κύριον, καὶ τὸ
δικαίωμα τοῦ ἱερέως παρὰ τοῦ
λαοῦ, παντὸς τοῦ θύοντος·
|
12
Οἱ υἱοὶ ὅμως τοῦ ἀρχιερέως
Ἡλὶ ἦσαν ἐλεεινοὶ καὶ
κακοήθεις, ἑστία μολύνσεως. Δὲν
ἐσέβοντο τὸν Κύριον καὶ δὲν
ἐζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον
νόμον. Ἔκανον κατάχρησιν τῶν δικαιωμάτων
τοῦ ἱερέως ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ, ἐνώπιον παντὸς Ἰσραηλίτου,
ὁ ὁποῖος προσήρχετο νὰ προσφέρῃ
τὴν θυσίαν. |
12
Οἱ υἱοὶ ὅμως τοῦ ἀρχιερέως
Ἡλὶ ἦσαν ἀσεβεῖς καὶ διεφθαρμένοι
καὶ δὲν εἶχαν κανένα ψυχικὸν σύνδεσμον
μὲ τὸν Κύριον. Διὰ τοῦτο δὲν
ἐφέροντο, ὅπως ἔπρεπεν, ὡς πρὸς
αὐτὰ ποὺ ἐδικαιοῦτο νὰ
παίρνῃ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸν
λαόν, ἀπὸ καθένα ποὺ προσέφερε θυσίαν.
|
13
καὶ ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ
ἱερέως, ὡς ἂν ἡψήθη τὸ
κρέας, καὶ κρεάγρα τριόδους ἐν
τῇ χειρὶ αὐτοῦ,
|
13
Ὁ δοῦλος τοῦ ἀρχιερέως Ἡλί,
κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Ὀφνὶ
καὶ Φινεές, προσήρχετο, πρὶν βράσῃ
τὸ κρέας τῆς θυσίας, κρατῶν
εἰς τὰ χέρια του ἕνα μεγάλο
πηρούνι μὲ τρία δόντια.
|
13
Ἐπήγαινε δηλαδὴ κατ' ἐντολὴν τῶν
υἱῶν τοῦ Ἡλὶ ὁ νεαρὸς
ὑπηρέτης τοῦ ἱερέως, πρὶν βράσῃ
τὸ κρέας τῶν θυσιῶν, ἐκεῖ ὅπου
τὸ ἔψηναν, καὶ ἐκρατοῦσεν εἰς
τὰ χέρια του ἕνα πηροῦνι μὲ τρία δόντια.
|
14
καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν εἰς
τὸν λέβητα τὸν μέγαν ἢ εἰς
τὸ χαλκεῖον ἢ εἰς τὴν χύτραν·
καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἀνέβη
ἐν τῇ κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν
ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς· κατὰ
τάδε ἐποίουν παντὶ Ἰσραὴλ
τοῖς ἐρχομένοις θῦσαι Κυρίῳ
ἐν Σηλώμ. |
14
Ἐβύθιζε τὸ πηρούνι εἰς τὸν
μεγάλον λέβητα ἢ εἰς τὴν χαλκίνην
χύτραν ἢ εἰς τὴν μικροτέραν
χύτραν, καὶ κάθε τι τὸ ὁποῖον
ἥρπαζε τὸ πηρούνι, ὁ δοῦλος
τὸ ἔπαιρνε διὰ τὸν ἱερέα
τὸν κύριόν του. Κατὰ πορόμοιον
τρόπον οἱ υἱοὶ τοῦ Ἡλὶ
ἐφέροντο πρὸς κάθε Ἰσραηλίτην,
ὁ ὁποῖος προσήρχετο νὰ θυσιάσῃ
εἰς Σηλώμ. |
14
Καὶ τὸ ἔχωνε μὲ ὁρμὴν
εἰς τὸ μεγάλο καζάνι, ἢ εἰς τὸ
μικρὸ χάλκινο καζάνι, ἢ εἰς τὴν χύτραν,
ὅπου ἔβραζαν τὰ κρέατα τῶν θυσιῶν,
καὶ ὀτιδήποτε ἔπιανε μὲ τὸ πηροῦνι,
τὸ ἔπαιρνε διὰ τὸν ἑαυτόν του
ὁ ἱερεύς. Ἔτσι ἔκαμναν δι' ὅλους
τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ ἐπήγαιναν εἰς
τὴν Σηλὼμ διὰ νὰ προσφέρουν θυσίας
εἰς τὸν Κύριον. |
15
Καὶ πρὶν θυμιαθῆναι τὸ στέαρ,
ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέως
καὶ ἔλεγε τῷ ἀνδρὶ τοῦ
θύοντι· δὸς κρέας ὀπτῆσαι
τῷ ἱερεῖ, καὶ οὐ μὴ λάβω
παρὰ σοῦ κρέας ἑφθὸν ἐκ
τοῦ λέβητος. |
15
Πρὶν δὲ τεθῇ τὸ λίπος τῶν
θυσιαζομένων ζώων εἰς τὸ θυσιαστήριον,
διὰ νὰ ἀνέλθῃ ὡς θυμίαμα
ὁ καπνὸς ἀπὸ αὐτό, ἤρχετο
ὁ δοῦλος τοῦ ἱερέως καὶ
ἔλεγεν εἰς τὸν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος
προσέφερε τὴν θυσίαν· <δός
μου κρέας νὰ ψήσωμε διὰ τὸν
ἱερέα καὶ δὲν θὰ πάρω
ἀπὸ σένα κρέας, τὸ ὁποῖον
βράζει εἰς τὸν λέβητα>.
|
15
Προτοῦ δὲ νὰ τοποθετηθῇ τὸ λίπος
τῶν σφακτῶν εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ
νὰ καῇ σὰν θυμίαμα πρὸς τὸν
Θεόν, ἐπλησίαζεν ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἱερέως
καὶ ἔλεγεν εἰς τὸν ἄνθρωπον,
ποὺ προσέφερε τὴν θυσίαν: <Δός μου κρέας νὰ
τὸ ψήσω διὰ τὸν ἱερέα καὶ δὲν
θὰ πάρω ἀπὸ σὲ κρέας βρασμένο
μέσα ἀπὸ τὸ καζάνι>.
|
16
Καὶ ἔλεγεν ὁ ἀνὴρ ὁ θύων·
θυμιαθήτω πρῶτον, ὡς καθήκει, τὸ
στέαρ, καὶ λάβε σεαυτῷ ἐκ πάντων,
ὧν ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου. Καὶ
εἶπεν· οὐχί, ὅτι νῦν δώσεις,
καὶ ἐὰν μή, λήψομαι κραταιῶς.
|
16
Ὁ δὲ Ἰσραηλίτης ὁ ὁποῖος
προσέφερε τὴν θυσίαν ἔλεγεν·
<ἂς καῇ πρῶτα τὸ λίπος ἐπάνω
εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὅπως ὁ
Θεὸς διατάσσει, καὶ ἔπειτα πάρε
ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐπιθυμεῖ ἡ
ψυχή σου>. <Ὄχι, ἀπαντοῦσε ὁ
δοῦλος. Τώρα θὰ μοῦ δώσῃς.
Καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι δὲν
μοῦ δώσῃς, ἐγὼ θὰ τὸ
πάρω διὰ τῆς βίας>.
|
16
Καὶ ἔλεγεν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ προσέφερε
τὴν θυσίαν: <Ἂς καῇ πρῶτα, ὅπως
ὁρίζει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸ
λίπος εἰς τὸ θυσιαστήριον σὰν θυμίαμα καὶ
πάρε ἔπειτα διὰ τὸν ἑαυτόν σου
ἀπὸ ὅλα, ὅσα ἐπιθυμεῖ
ἡ καρδία σου. Ὁ ὑπηρέτης ὅμως ἀπαντοῦσε:
<Ὄχι ἔπειτα! Τώρα θὰ μοῦ τὸ
δώσῃς! Καὶ ἐὰν δὲν δέχεσαι,
θὰ τὸ πάρω μὲ τὸ ἔτσι θέλω!>
|
17
Καὶ ἦν ἡ ἁμαρτία ἐνώπιον
Κυρίου τῶν παιδαρίων μεγάλη σφόδρα,
ὅτι ἠθέτουν τὴν θυσίαν Κυρίου.
|
17
Αὐτὸ ἦτο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
ἁμαρτία τῶν ὑπηρετῶν τῶν
ἱερέων, πάρα πολὺ μεγάλη, διότι
καταφρονοῦσαν τὴν θυσίαν τοῦ Κυρίου
καὶ ἀσεβοῦσαν πρὸς αὐτὸν
τὸν Κύριον. |
17
Ἡ ἁμαρτία αὐτὴ τῶν νέων
αὐτῶν παιδιῶν ἀπέναντι τοῦ Κυρίου
ἦτο πολὺ μεγάλη, διότι ἐφέροντο μὲ
περιφρόνησιν καὶ ἀσέβειαν πρὸς τὴν
θυσίαν, ποὺ προσεφέρετο πρὸς τὸν Κύριον.
|
18
Καὶ Σαμουὴλ ἦν λειτουργῶν ἐνώπιον
Κυρίου παιδάριον περιεζωσμένον ἐφοὺδ
βάρ, |
18
Τὸ παιδίον Σαμουὴλ προσέφερε τὰς
ὑπηρεσίας του πρὸς τὸν Κύριον·
ἦτο δὲ ἐζωσμένον μὲ ἕνα
λινὸν ἐφούδ. |
18
Ὁ δὲ Σαμουὴλ ἦτο μικρὸ παιδί,
ζωσμένο μὲ λινὸν ἐφοὺδ καὶ ὑπηρετοῦσε
εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου.
|
19
καὶ διπλοΐδα μικρὰν ἐποίησεν αὐτῷ
ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἀνέφερεν
αὐτῷ ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας
ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὴν
μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς
θῦσαι τὴν θυσίαν τῶν ἡμερῶν.
|
19
Ἐκτὸς τούτου, ἡ μητέρα του εἶχε
κατασκευάσει δι' αὐτὸν ἕνα μικρὸν
ἐπενδυτήν, τὸν ὁποῖον ἀνανέωνε
κάθε ἔτος φέρουσα καινούργιον, ὅταν
ἤρχετο μαζῆ μὲ τὸν σύζυγόν
της, διὰ νὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν.
|
19
Τοῦ ἔφτιαχνε δὲ ἡ μητέρα του καὶ
ἕνα μικρὸ ἐπανωφόρι καὶ τοῦ
τὸ ἔφερε κάθε χρόνον, κατὰ τὰς ἡμέρας
ποὺ ἀνέβαινε μὲ τὸν ἄνδρα της
εἰς τὴν Σηλώμ, διὰ νὰ προσφέρουν τὴν
καθωρισμένην θυσίαν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων
κάθε ἔτους. |
20
Καὶ εὐλόγησεν Ἡλὶ τὸν
Ἑλκανὰ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ
λέγων· ἀποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα
ἐκ τῆς γυναικὸς ταύτης ἀντὶ
τοῦ χρέους, οὐ ἔχρησας τῷ Κυρίῳ.
Καὶ ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος εἰς
τὸν τόπον αὐτοῦ,
|
20
Ὁ Ἡλί, ὁ ἀρχιερεύς, ηὐλόγησε
τὸν Ἑλκανὰ καὶ τὴν γυναῖκα
του λέγων· <εἴθε ὁ Κύριος
νὰ σοῦ δώσῃ πολλὰ παιδιὰ
ἀπὸ τὴν γυναῖκα αὐτὴν
ἀντὶ τοῦ τάματος, τὸ ὁποῖον
ἔδωκες εἰς αὐτόν, ἀντὶ
τοῦ παιδιοῦ σας τούτου>. Ὁ Ἑλκανὰ
ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του
τὴν Ἀρμαθαίμ. |
20
Καὶ εὐλόγησεν ὁ ἀρχιερεὺς Ἡλὶ
τὸν Ἑλκανὰ καὶ τὴν γυναῖκα
του καὶ εἶπε: <Εὔχομαι νὰ σοῦ
δώσῃ ὁ Κύριος ἀπογόνους ἀπὸ
αὐτὴν τὴν γυναῖκα σὰν ἐξόφλησιν
τοῦ δανείου, ποὺ τοῦ ἐπρόσφερες μὲ
τὸ νὰ Τοῦ δώσῃς ὡς ὑπηρέτην
Του τὸν Σαμουήλ>. Καὶ ἐπέστρεψεν ὁ
Ἑλκανὰ εἰς τὴν πατρίδα του.
|
21
καὶ ἐπεσκέψατο Κύριος τὴν Ἄνναν,
καὶ ἔτεκεν ἔτι τρεῖς υἱοὺς
καὶ δύο θυγατέρας. Καὶ ἐμεγαλύνθη
τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐνώπιον
Κυρίου. |
21
Ὁ Κύριος ἐπεσκέφθη καὶ πάλιν
τὴν εὐσεβῆ Ἄνναν. Ἔτσι δὲ
αὐτὴ ἀπέκτησε τρεῖς ἀκόμη
υἱοὺς καὶ δύο θυγατέρας. Τὸ
παιδίον Σαμουὴλ ἐμεγάλωνεν ἐνώπιον
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
|
21
Καὶ ἔδειξεν ὁ Κύριος τὴν εὔνοιάν
Του πρὸς τὴν Ἄνναν καὶ τὴν ἐβοήθησε
καὶ ἐγέννησεν ἄλλους τρεῖς υἱοὺς
καὶ δύο θυγατέρας. Τὸ δὲ μικρὸ παιδί,
ὁ Σαμουήλ, ἐμεγάλωνεν εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπροώδευε.
|
22
Καὶ Ἡλί πρεσβύτης σφόδρα·
καὶ ἤκουσεν ἃ ἐποίουν οἱ
υἱοὶ αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ, |
22
Ὁ Ἡλί, ὁ ἀρχιερεύς, ἐγήρασε
πλέον πολύ, ἐπληροφορεῖτο δὲ
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔκανον
οἱ υἱοί του μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
22
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἡλὶ εἶχε
γηράσει πολὺ καὶ δὲν ἡμποροῦσε
νὰ τὰ παρακολουθῇ καὶ νὰ τὰ
ἐλέγχῃ ὅλα. Ἔμαθε λοιπὸν αὐτό,
ποὺ ἔκαμναν τὰ παιδιά του εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας, |
23
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἱνατί
ποιεῖτε κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο,
ὃ ἐγὼ ἀκούω ἐκ στόματος
παντὸς τοῦ λαοῦ Κυρίου;
|
23
Ἔλεγε δὲ πρὸς τὰ παιδιά του·
<διατὶ πράττετε αὐτὸ τὸ κακόν,
τὸ ὁποῖον πληροφοροῦμαι ἀπὸ
τὸ στόμα ὅλου τοῦ λαοῦ τοῦ
Κυρίου; |
23
καὶ τοὺς εἶπε: <Διατὶ κάμνετε αὐτά,
ποὺ μοῦ λέγουν, καὶ τὰ ἀκούω
μάλιστα ἀπὸ τὸ στόμα ὅλου τοῦ
λαοῦ τοῦ Κυρίου; |
24
Μή, τέκνα, ὅτι οὐκ ἀγαθὴ
ἡ ἀκοή, ἣν ἐγὼ ἀκούω·
μὴ ποιεῖτε οὕτως, ὅτι οὐκ ἀγαθαὶ
αἱ ἀκοαί, ἃς ἐγὼ ἀκούω,
τοῦ μὴ δουλεύειν λαὸν Θεῷ.
|
24
Μή, παιδιά μου, μὴ πράττετε αὐτά,
διότι ὅσα ἀκούω διὰ σᾶς
δὲν εἶναι καθόλου καλὰ καὶ τιμητικά.
Μὴ φέρεσθε ἔτσι, διότι δὲν εἶναι
καθόλου καλαὶ αἱ πληροφορίαι, τὰς
ὁποίας ἐγὼ ἀκούω διὰ
τὴν κακὴν συμπεριφοράν σας καὶ ἐπὶ
πλέον γίνονται σκάνδαλον εἰς τὸν
λαόν, ὥστε νὰ μὴ σέβωνται καὶ
νὰ μὴ ὑπηρετοῦν τὸν Θεόν.
|
24
Μή, παιδιά μου, διότι δὲν εἶναι καλὰ αὐτά,
ποὺ ἀκούω ἐγώ. Μὴ φέρεσθε ἔτσι,
διότι δὲν εἶναι καλαὶ αἱ διαδόσεις,
ποὺ φθάνουν εἰς τὰ αὐτιά μου. Γίνεσθε
αἰτία νὰ μὴ λατρεύῃ ὁ λαὸς
τὸν Θεόν, ὅπως πρέπει. |
25
Ἐὰν ἁμαρτάνων ἁμάρτῃ
ἀνὴρ εἰς ἄνδρα, καὶ προσεύξονται
ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον·
καὶ ἐὰν τῷ Κυρίῳ ἁμάρτῃ,
τίς προσεύξεται ὑπὲρ αὐτοῦ;
Καὶ οὐκ ἤκουον τῆς φωνῆς τοῦ
πατρὸς αὐτῶν, ὅτι βουλόμενος
ἐβούλετο Κύριος διαφθεῖραι αὐτούς.
|
25
Ἐὰν ἔνας ἄνθρωπος πταίσῃ
ἀπέναντι ἑνὸς ἄλλου, εἶναι
δυνατὸν νὰ προσευχηθοῦν ἄλλοι διὰ
τὸν πταίστην καὶ νὰ ζητήσουν
συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Κύριον δι'
αὐτόν. Ἐὰν ὅμως κανεὶς
ἁμαρτήσῃ ἀπέναντι τοῦ
Κυρίου, ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος θὰ προσευχηθῇ δι' αὐτόν;>
Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἡλὶ
δὲν ἤκουον τὰς συμβουλὰς τοῦ
πατρός των. Ἐσκληρύνοντο εἰς τὴν
ἀσέβειάν των. Ὁ δὲ Κύριος
εἶχε λάβει ὁριστικὴν ἀπόφασιν
νὰ καταστρέψῃ αὐτούς.
|
25
Ἐὰν ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος κάνῃ
ἕνα σφάλμα καὶ βλάψῃ κάποιον συνάνθρωπόν
του, θὰ προσευχηθοῦν δι’ αὐτὸν εἰς
τὸν Κύριον οἱ ἱερεῖς καὶ θὰ
ἐξιλεωθῇ. Ἐὰν ὅμως παρανομήσῃ
κάποιος ἔναντι τοῦ Κυρίου καὶ γίνῃ
κατὰ κάποιον τρόπον ἐχθρός Του καὶ εἶναι
μάλιστα αὐτὸς καὶ ἱερεύς, ποῖος
θὰ προσευχηθῇ διὰ τὴν ἐξιλέωσίν
του;> Τὰ παιδιά του ὅμως δὲν ἄκουαν
τὰ λόγια τοῦ πατέρα των, ποὺ ἦσαν
βεβαίως σωστὰ ἀλλ’ ὄχι αὐστηρά. Ἔμεναν
ἀδιόρθωτα, διότι τὰ εἶχεν ἐγκαταλείψει
ὁριστικῶς ὁ Κύριος καὶ εἶχεν
ἀποφασίσει να τὰ καταστρέψῃ διὰ τὴν
ἀθεράπευτον ἀσέβειάν των.
|
26
Καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐπορεύετο
καὶ ἐμεγαλύνετο καὶ ἦν ἀγαθὸν
μετὰ Κυρίου καὶ μετὰ ἀνθρώπων.
|
26
Ὁ νεαρὸς Σαμουήλ, ὅσον παρήρχετο
ὁ χρόνος, τόσον καὶ ἐμεγάλωνε·
καὶ ἦτο ἐνάρετος ἐνώπιον
Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
|
26
Ἀντιθέτως τὸ μικρὸ παιδί, ὁ Σαμουήλ,
ἐζοῦσε καὶ ἐμεγάλωνε μὲ
προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν καὶ εἶχε
καλὴν ζωὴν ἐνώπιον Θεοῦ καὶ
ἀνθρώπων. |
27
Καὶ ἦλθον ὁ ἄνθρωπος Θεοῦ πρὸς
Ἡλὶ καὶ εἶπε· τάδε λέγει
Κύριος· ἀποκαλυφθεὶς ἀπεκαλύφθην
πρὸς οἶκον τοῦ πατρός σου ὄντων
αὐτῶν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ
δούλων τῷ οἴκῳ Φαραὼ
|
27
Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἕνας
προφήτης τοῦ Θεοῦ ἦλθε πρὸς
τὸν Ἡλὶ καὶ τοῦ εἶπε·
<αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος. Ἐγὼ
ἀπεκαλύφθην βεβαίως εἰς τοὺς
προγόνους σου, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν
εἰς τὴν πατρικήν σου οἰκογένειαν,
εἰς τὸν Ἀαρὼν καὶ τὸν
Μωϋσῆν, ὅταν ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς
τὴν Αἴγυπτον, δοῦλος τοῦ Φαραὼ
καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαραώ.
|
27
Καὶ ἦλθεν ἕνας ἀπεσταλμένος ἄνθρωπος
τοῦ Θεου πρὸς τὸν Ἡλὶ καὶ
τοῦ εἶπε: <Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος
Κύριος: Ἐφανέρωσα μὲ πολὺ ἔκδηλον
τρόπον τὸν ἑαυτόν μου εἰς τοὺς προγόνους
σου, τότε ποὺ ἦσαν αὐτοὶ δοῦλοι
τῆς δυναστείας τοῦ Φαραὼ εἰς τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου. |
28
καὶ ἐξελεξάμην τὸν οἶκον τοῦ
πατρός σου ἐκ πάντων τῶν σκήπτρων
Ἰσραὴλ ἐμοὶ ἱερατεύειν
καὶ ἀναβαίνειν ἐπὶ θυσιαστήριόν
μου καὶ θυμιᾶν θυμίαμα καὶ αἴρειν
ἐφοὺδ καὶ ἔδωκα τῷ οἴκῳ
τοῦ πατρός σου τὰ πάντα τοῦ
πυρὸς υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς
βρῶσιν· |
28
Μεταξὺ δὲ ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ ἐξέλεξα ἀπὸ τὴν ἰδικήν
σου φυλὴν τοὺς ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι
θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ὑπηρετοῦν
καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα
νὰ ἀνέρχωνται τὰς βαθμίδας τοῦ
θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων, νὰ
θυμιοῦν εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν
θυμιαμάτων καὶ νὰ φέρουν τὸ
ἱερατικὸν ἔνδυμα ἐφούδ. Ἐπίσης
εἰς τὴν πατρικήν σου φυλὴν ἔδωσα
ἐντολὴν νὰ περιέρχονται πρὸς
διατροφήν των τὰ ὑπόλοιπα ἀπὸ
ὡρισμένας θυσίας τῶν Ἰσραηλιτῶν,
αἱ ὁποῖαι θυσίαι περνοῦν ἀπὸ
τὸ πῦρ τοῦ θυσιαστηρίου τῶν
ὁλοκαυτωμάτων. |
28
Καὶ ἐδιάλεξα τιμητικῶς μέσα ἀπὸ
ὅλας τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ
τὴν φυλὴν τοῦ προπάτορός σου, τοῦ
Λευΐ, διὰ νὰ εἶναι ἰδική μου, νὰ
μὲ ὑπηρετῇ δηλαδὴ καὶ νὰ
ἀνεβαίνῃ εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου,
διὰ νὰ μοῦ προσφέρῃ τὰς θυσίας
καὶ νὰ θυμιάζῃ μὲ τὸ θυμίαμα
καὶ νὰ φορῇ τὸ εἰδικὸν
ἄμφιον ἐφούδ, μὲ τὸ ὁποῖον
ξεχωρίζουν οἱ λειτουργοί μου. Ἔδωσα ἐπίσης
εἰς τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας
σας τὸ δικαίωμα νὰ τρώγουν ὅλα, ὅσα
ὥρισα νὰ μένουν ἀπὸ τὰς
θυσίας, ποὺ προσφέρονται διὰ νὰ καοῦν
εἰς τὸ θυσιαστήριον. |
29
ἱνατὶ ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸ
θυμίαμά μου καὶ εἰς τὴν θυσίαν
μου ἀναιδεῖ ὀφθαλμῷ καὶ ἐδόξασας
τοὺς υἱούς σου ὑπὲρ ἐμὲ
ἐνευλογεῖσθαι ἀπαρχῆς πάσης
θυσίας τοῦ Ἰσραὴλ ἔμπροσθέν
μου; |
29
Σὺ ὅμως διατὶ ἐκύτταξες ὄχι
μὲ εὐλάβειαν ἀλλὰ μὲ ἀναιδὲς
βλέμμα εἰς τὰ προσφερόμενα ὁλοκαυτώματα
καὶ εἰς τὰ θυμιάματα ἐπάνω
εἰς τὸ θυσιαστήριον; Διατὶ ἐπροτίμησες
καὶ ἐτίμησες περισσότερον τοὺς
υἱούς σου ἀπὸ ἐμὲ καὶ
διατὶ ἀνέχεσαι νὰ γεύωνται ἀπὸ
τὰς προσφερομένας θυσίας τῶν Ἰσραηλιτῶν,
εὐθὺς ἀμέσως μόλις αὐταὶ
παρουσιάζονται, πρὶν ἀκόμη προσφερθοῦν
εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων;
|
29
Διατὶ λοιπὸν εἶδες τὸ θυμίαμα, ποὺ
μοῦ ἀνήκει, καὶ τὴν θυσίαν, ποὺ
εἶναι ἰδική μου, μὲ μάτι ἀδιάφορον
καὶ ἀναίσχυντον καὶ ἐτίμησες
τὰ παιδιά σου περισσότερον ἀπὸ ἐμὲ
καὶ ἠνέχθης νὰ ὠφελοῦνται αὐτὰ
ἐξ ἀρχῆς πρὶν ἀπὸ ἐμὲ
ἀπὸ κάθε θυσίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἐνώπιόν μου; |
30
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· εἶπα·
ὁ οἶκός σου καὶ ὁ οἶκος
τοῦ πατρός σου διελεύσεται ἐνώπιόν
μου ἕως αἰῶνος· καὶ νῦν
φησὶ Κύριος· μηδαμῶς ἐμοί,
ὅτι ἀλλ' ἢ τοὺς δοξάζοντάς
με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με
ἀτιμασθήσεται. |
30
Διὰ τὴν χλιαρὰν καὶ ἀσεβῆ
συμπεριφοράν σου αὐτὰ λέγει Κύριος,
ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ· Σοῦ
εἶπα ἄλλοτε καὶ ὑπεσχέθην ὅτι
οἱ πατρικοί σου πρόγονοι, ἐπομένως
καὶ ὁ ἰδικός σου οἶκος, θὰ
εἶναι πάντοτε μαζῆ μου διὰ νὰ
μὲ ὑπηρετοῦν. Ἀλλὰ τώρα
ὁ Κύριος λέγει· Κατ' οὐδένα
λόγον καὶ τρόπον δὲν ἀνέχομαι
πλέον αὐτό. Ἀλλὰ ἐγὼ
θὰ δοξάζω ἐκείνους, ποὺ μὲ
μὲ δοξάζουν καὶ μὲ σέβωνται,
καὶ θὰ καταφρονήσω καὶ θὰ ἐξουθενώσω
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ
καταφρονοῦν. |
30
Ἐπειδὴ ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀσέβεια,
αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραήλ: Εἶπα κάποτε ὅτι ἡ οἰκογένειά
σου καὶ γενικῶς ἡ προγονική σου οἰκογένεια
θὰ περάσῃ τὴν ζωήν της αἰωνίως
εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου. Τώρα λοιπὸν
ὁ Κύριος λέγει τὰ ἑξῆς: Ἐπ’
οὐδενὶ λόγῳ θὰ ἀνεχθῶ
περισσότερον αὐτὴν τὴν κατάστασιν· ἀλλ’
αὐτοὺς μὲν ποὺ μὲ τιμοῦν
καὶ μὲ δοξάζουν, θὰ τοὺς δοξάσω καὶ
Ἐγώ· ἐκεῖνον ὅμως ποὺ μὲ
περιφρονεῖ, θὰ τὸν ἀφήσω νὰ
περιφρονηθῇ καὶ νὰ ἀτιμασθῇ.
|
31
Ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι καὶ
ἐξολοθρεύσω τὸ σπέρμα σου καὶ
τὸ σπέρμα οἴκου πατρός σου.
|
31
Θὰ ἔλθῃ καιρός, κατὰ τὸν
ὁποῖον θὰ ἐξολοθρεύσω τοὺς
ἀπογόνους σου καὶ τοὺς ἀπογόνους
τῆς οἰκογενείας σου,
|
31
Νά! Πλησιάζουν αἱ ἡμέραι, ποὺ θὰ ἑξαφανίσω
τοὺς ἀπογόνους σου καὶ γενικῶς τοὺς
ἀπογόνους τῆς πατρικῆς σου οἰκογενείας.
|
32
Καὶ οὐκ ἔσται σοι πρεσβύτης ἐν
οἴκῳ μου πάσας τὰς ἡμέρας·
|
32
καὶ κανένας εἰς τὸ μέλλον ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους σου δὲν θὰ φθάνῃ
εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, ἄλλα
θὰ ἀποθνῄσκῃ πολὺ ἐνωρίς.
|
32
Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ εἰς
τὸ ἑξῆς καθ’ ὅλους τοὺς αἰῶνας
ἄνθρωπος τῆς φυλῆς σου, ποὺ νὰ
ζῇ πολλὰ χρόνια καὶ νὰ μὲ ὑπηρετῇ.
Θὰ πεθαίνουν νέοι. |
33
καὶ ἄνδρα οὐκ ἐξολοθρεύσω σοι
ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου μου ἐκλείπειν
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ
καταρρεῖν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καὶ
πᾶς περισσεύων οἴκου σου πεσοῦνται
ἐν ρομφαίᾳ ἀνδρῶν.
|
33
Ἐὰν δὲ καὶ δὲν ἐξολοθρεύσω
κάποιον ἄνδρα ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ ὑπηρετοῦν εἰς τὸ θυσιαστήριόν
μου, τοῦτο θὰ ὀφείλεται εἰς
τὸ ὅτι αὐτοῦ θὰ ἔχουν
σβήσει οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ θὰ
ἔχῃ καταρρεύσει ἡ ζωή του. Κατὰ
κανόνα ὅμως ὅλοι οἱ ἀπόγονοι
τοῦ οἴκου σου θὰ πέσουν ἀπὸ
κτυπήματα ρομφαίας. |
33
Δὲν θὰ ἑξαφανίζω δὲ ἀμέσως
ἀνεξαιρέτως κάθε ἄνδρα τῆς οἰκογενείας
σου ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον. Θὰ ἀφήνω
μερικοὺς νὰ ζοῦν δι’ ἕνα διάστημα,
διὰ νὰ σβήνουν τὰ μάτια των ἀπὸ
τὸ κλάμα καὶ να λειώνῃ ἡ ψυχή
των, καθὼς θὰ βλέπουν τὴν γενικὴν
καταστροφὴν καὶ θὰ πέφτουν κατόπιν καὶ
αὐτοὶ νεκροί. Ὅσοι δὲ ἀπὸ
τὴν οἰκογένειάν σου θὰ ἔχουν ἰσχυρὰν
κρᾶσιν καὶ περίσσειαν δυνάμεως καὶ
θὰ ἀντέχουν νὰ βλέπουν τὴν συμφοράν,
θὰ θανατώνωνται ἀπὸ μαχαίρι κάποιου
ἀνθρώπου. |
34
Καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον,
ὃ ἥξει ἐπὶ τοὺς δύο υἱούς
σου, Ὀφνὶ καὶ Φινεές· ἐν
μιᾷ ἡμέρᾳ ἀποθανοῦνται
ἀμφότεροι. |
34
Ἀπόδειξις καὶ ἐπικύρωσις αὐτῶν,
τὰ ὁποῖα σοῦ λέγω, θὰ
εἶναι αὐτό ποὺ θὰ ἐπέλθῃ
ἐναντίον τῶν δύο παιδιῶν σου,
τοῦ Ὀφνὶ καὶ τοῦ Φινεές.
Εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν
ἡμέραν θὰ ἀποθάνουν καὶ
οἱ δύο. |
34
Τὸ δὲ σημάδι, ποὺ θὰ σοῦ φανερώσῃ
ὅτι θὰ ἐπακολουθήσῃ τιμωρία, θὰ
εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ συμβῇ
εἰς τοὺς δύο υἱούς σου, τὸν
Ὀφνὶ καὶ τὸν Φινεές. Θὰ πεθάνουν
δηλαδὴ καὶ οἱ δύο τὴν ἰδίαν
ἡμέραν. |
35
Καὶ ἀναστήσω ἐμαυτῷ ἱερέα
πιστόν, ὃς πάντα τὰ ἐν τῇ
καρδίᾳ μου καὶ τὰ ἐν τῇ
ψυχῇ μου ποιήσει· καὶ οἰκοδομήσω
αὐτῷ οἶκον πιστόν, καὶ διελεύσεται
ἐνώπιον χριστοῦ μου πάσας τὰς
ἡμέρας. |
35
Ἐγὼ δὲ θὰ ἀναδείξω διὰ
τὸν ἑαυτόν μου ἀρχιερέα πιστὸν
εἰς ἐμὲ ὁ ὁποῖος θὰ
ἐφαρμόσῃ ὅλα ὅσα ἔχω εἰς
τὴν καρδίαν μου. Θὰ ἀναδείξω
τὸν οἶκον του πιστὸν καὶ ἀφωσιωμένον
εἰς ἐμέ. Καὶ αὐτὸς θὰ
διέρχεται ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς του πλησίον τοῦ χρισμένου βασιλέως.
|
35
Καὶ θὰ ἀναδείξω δι' ἐμὲ ἄλλον
ἀρχιερέα, ποὺ θὰ μοῦ εἶναι πιστὸς
καὶ θὰ κάνῃ ὅλα, ὅσα ἐπιθυμεῖ
ἡ καρδιά μου καὶ θέλει ἡ ψυχή μου.
Θὰ στερεώσω τὸν οἶκον του, ὥστε νὰ
εἶναι πιστὸς καὶ ἀφωσιωμενος εἰς
ἐμὲ διαρκῶς καὶ θὰ περάσῃ
ὅλην τὴν ζωήν του κοντὰ εἰς
ἐκεῖνον, ποὺ Ἐγὼ θὰ τὸν
ἔχω διαλέξει καὶ χρίσει βασιλέα.
|
36
Καὶ ἔσται ὁ περισσεύων ἐν οἴκῳ
σου ἥξει προσκυνεῖν αὐτῷ ὀβολοῦ
ἀργυρίου λέγων· παράρριψόν
με ἐπὶ μίαν τῶν ἱερατειῶν
σου φαγεῖν ἄρτον. |
36
Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος θὰ
απολειφθῇ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
σου, θὰ ἔλθῃ εἰς τοιαύτην ἀξιοδάκρυτον
κατάστασιν, ὥστε θὰ μεταβῇ καὶ
θὰ προσκυνήσῃ αὐτὸν τὸν
ἀρχιερέα ζητῶν ὑπηρεσίαν ἀντὶ
ἐλαχίστης ἀμοιβῆς, ἀντὶ
ἑνὸς ἀργυροῦ ὀβολοῦ λέγων·
Πέταξέ με εἰς κάποιαν ἱερατικὴν
ὑπηρεσίαν, διὰ νὰ τρώγω καὶ
ἐγὼ ἔστω καὶ ἄρτον μόνον>.
|
36
Θὰ συμβῇ δὲ καὶ τὸ ἑξῆς:
Αὐτὸς ποὺ θὰ ἀπομείνῃ
ζωντανὸς ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν
σου, θὰ ἔρχεται εἰς αὐτὸν τὸν
ἀρχιερέα καὶ θὰ τὸν προσκυνῇ
καὶ θὰ τὸν ἱκετεύῃ, διὰ
νὰ πάρῃ ἐλάχιστα χρήματα ἀντὶ
ὁποιασδήποτε ἐργασίας. Καὶ θὰ
τοῦ λέγῃ: <Ρῖξε με εἰς ὁποιανδήποτε
ἱερατικὴν ὑπηρεσίαν, ἔστω καὶ
τὴν πλέον κατωτέραν, ἀρκεῖ νὰ ἠμπορῶ
νὰ ἐξοικονομῶ ἕνα κόμματι ψωμί,
διὰ νὰ ζήσω>. |