Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο ὡς ἐγήρασε Σαμουήλ,
καὶ κατέστησε τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ
δικαστὰς τῷ Ἰσραήλ.
|
Σαμουήλ,
ἐπειδὴ πλέον εἶχε γηράσει, κατέστησεν
ὡς δικαστὰς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ τὰ παιδιά του.
|
ταν
λοιπὸν ἐγήρασεν ὁ Σαμουήλ, διώρισε δικαστὰς
τῶν Ἰσραηλιτῶν τοὺς υἱούς
του. |
2
Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν
υἱῶν αὐτοῦ· πρωτότοκος
Ἰωήλ, καὶ ὄνομα, τοῦ δευτέρου
Ἀβιά, δικασταὶ ἐν Βηρσαβεέ.
|
2
Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν υἱῶν
του εἶναι τὰ ἐξῆς· Ὁ πρωτότοκος
ὠνομάζετο Ἰωήλ, ὁ δὲ δευτερότοκος
ὠνομάζετο Ἀβιά. Καὶ οἱ
δύο αὐτοὶ ἦσαν δικασταὶ τῶν
Ἰσραηλιτῶν καὶ ἐδίκαζαν
εἰς τὴν πόλιν
Βηρσαβεέ.
|
2
Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν υἱῶν
του ἦσαν τὰ ἑξῆς: Ὁ πρωτότοκος
ὠνομάζετο Ἰωὴλ καὶ ὁ δεύτερος
ἐλέγετο Ἀβιά. Αὐτοὶ οἱ
δύο ἐδίκαζαν τὰς ὑποθέσεις τῶν
Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν πόλιν Βηρσαβεέ.
|
3
Καὶ οὐκ ἐπορεύθησαν οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ ἐν ὁδῷ αὐτοῦ
καὶ ἐξέκλιναν ὀπίσω τῆς
συντελείας καὶ ἐλάμβαναν δῶρα
καὶ ἐξέκλινον δικαιώματα.
|
3
Τὰ παιδιὰ ὅμως τοῦ
Σαμουὴλ δὲν ἠκολούθησαν τὸ
εὐσεβὲς παράδειγμα
τοῦ πατρός των, ἀλλὰ κυριευθέντες
ἀπὸ φιλαργυρίαν παρεξέκλιναν ἀπὸ
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ἐδωροδοκοῦντο
κατὰ τὴν ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης
καὶ καταπατοῦσαν τοιουτοτρόπως τὴν
δικαιοσύνην τοῦ
Θεοῦ.
|
3
Οἱ υἱοί του ὅμως δὲν ἐμιμήθησαν
τὴν συμπεριφοράν του, ἀλλὰ παρεξέκλιναν
καὶ ἀκολούθησαν τὴν διαφθοράν. Παρεσύρθησαν
ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ κέρδους
καὶ ἔπαιρναν δῶρα καὶ δὲν ἐδίκαζαν
μὲ τιμιότητα καὶ δικαιοσύνην.
|
4
Καὶ συναθροίζονται ἄνδρες Ἰσραὴλ
καὶ παραγίνονται εἰς Ἀρμαθαὶμ
πρὸς Σαμουήλ |
4
Τότε ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ συνεκεντρώθησαν, ἦλθον εἰς τὴν
πόλιν Ἀρμαθαὶμ πρὸς τὸν Σαμουὴλ
|
4
Καὶ ἐπειδὴ ἔγινε γνωστὴ ἡ
διαγωγή των, ἐμαζεύθηκαν ὡρισμένοι
ἐκπρόσωποι τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ
ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν Ἀρμαθαίμ,
πρὸς τὸν Σαμουήλ, |
5
καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἰδοὺ
σὺ γεγήρακας, καὶ οἱ υἱοί
σου οὐ πορεύονται ἐν τῇ ὁδῷ
σου· καὶ νῦν κατάστησον ἐφ' ἡμᾶς
βασιλέα δικάζειν ἡμᾶς, καθὰ
καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη.
|
5
καὶ τοῦ εἶπαν· <ἰδού,
σὺ πλέον ἔχεις γηράσει, τὰ δὲ
παιδιά σου δὲν ἀκολουθοῦν τὸ
ἰδικόν σου εὐσεβὲς παράδειγμα.
Διὰ τοῦτο ζητοῦμεν νὰ ἐγκαταστήσῃς
εἰς ἡμᾶς βασιλέα, διὰ
νὰ λύῃ αὐτὸς τὰς διαφοράς
μας, ὅπως ἀκριβῶς βασιλέα
ἔχουν καὶ τὰ
ἀλλὰ ἔθνη>.
|
5
καὶ τοῦ εἶπαν: <Εἶναι φανερὸν
πλέον ὅτι σὺ ἔχεις γηράσει καὶ οἱ
υἱοί σου δὲν ζοῦν συμφώνως πρὸς τὸ
παράδειγμά σου. Τώρα λοιπὸν θέλομεν νὰ ἐγκαταστήσῃς
εἰς τὴν χώραν μας ἕνα βασιλέα, διὰ
νὰ μᾶς δικάζῃ καὶ νὰ μᾶς
κυβερνᾷ, ὅπως γίνεται καὶ μὲ τοὺς
ἄλλους λαούς>. |
6
Καὶ πονηρὸν τὸ ρῆμα ἐν ὀφθαλμοῖς
Σαμουήλ, ὡς εἶπαν, δὸς ἡμῖν
βασιλέα δικάζειν ἡμᾶς· καὶ
προσηύξατο Σαμουὴλ πρὸς Κύριον.
|
6
Ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖον
εἶπαν οἱ Ἰσραηλῖται <δός
μας βασιλέα διὰ νὰ μᾶς διοικῇ>,
δὲν ἐφάνη καλὸς
εἰς τὸν Σαμουήλ. Διὰ τοῦτο ὁ
Σαμουὴλ προσηυχήθη πρὸς τὸν
Θεὸν καὶ ἐζήτησε
νὰ τοῦ φανερώσῃ τί
πρέπει νὰ κάμῃ.
|
6
Τὸ αἴτημα αὐτὸ ὅμὼς ἐθεωρήθη
ἀπὸ τὸν Σαμουὴλ πονηρὸν καὶ
ἐφάμαρτον. Ἐλυπήθη μόλις τοῦ εἶπαν·
<δός μας βασιλέα νὰ μᾶς δικάζῃ>.
Καὶ ἀμέσως κατέφυγεν ὁ Σαμουὴλ μὲ
τὴν προσευχὴν εἰς τὸν Κύριον καὶ
ἐζήτησε τὴν βοήθειάν του. |
7
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ·
ἄκουε τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ, καθὰ
ἂν λαλῶσί σοι· ὅτι οὐ σὲ
ἐξουθενήκασιν, ἀλλ' ἢ ἐμὲ
ἐξουθενήκασι τοῦ μὴ βασιλεύειν
ἐπ' αὐτῶν. |
7
Ὁ Κύριος ἀπήντησε πρὸς τὸν
Σαμουὴλ καὶ τοῦ
εἶπεν· <ἄκουσε τὸ
αἴτημα τοῦ λαοῦ, κάμε ὅ,τι
αὐτοὶ σοῦ ἐζήτησαν, διότι
μὲ τὸ αἴτημά
των αὐτὸ δὲν περιφρονοῦν σέ,
ἀλλὰ ἐμὲ περιφρονοῦν, ἐπειδὴ
δὲν θέλουν νὰ βασιλεύω ἐγὼ
εἰς αὐτούς.
|
7
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Σαμουήλ: <Ἄκουσε αὐτό, ποὺ σοῦ
λέγει ὁ λαός, καὶ ἰκανοποίησε τὸ αἴτημα,
ποὺ σοῦ ἀνέφεραν. Μὴ νομίζῃς
δὲ ὅτι περιφρονῆσαν ἐσὲ μὲ
αὐτὸ ποὺ ἐζήτησαν. Ἐμὲ
τὸν Ἴδιον ἔχουν περιφρονήσει καὶ
δὲν θέλουν νὰ εἶμαι πλέον βασιλεύς
των. |
8
Κατὰ πάντα τὰ ποιήματα, ἃ ἐποίησάν
μοι ἀφ' ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον
αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἕως
τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἐγκατέλιπόν
με καὶ ἐδούλευον θεοῖς ἑτέροις,
οὕτως αὐτοὶ ποιοῦσι καὶ σοί.
|
8
Ὅπως εἰς τὸ παρελθὸν ἐφέρθησαν
πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τὴν ἡμέραν
κατὰ τὴν ὁποίαν τοὺς ἔβγαλα
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅπως δηλαδὴ
ἐγκατέλιπον ἐμὲ καὶ ἐλάτρευσαν
ἄλλους θεούς, ἔτσι συμπεριφέρονται
καὶ αὐτοὶ τώρα πρὸς σέ.
|
8
Δείχνουν καὶ ἀπέναντί σου τὴν ἰδίαν
συμπεριφοράν, ποὺ ἔδειξαν ἀπέναντί μου,
ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ τοὺς
ἐσήκωσα καὶ τοὺς ἐγλύτωσα
ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῆς Αἰγύπτου
μέχρι σήμερα. Σὲ ἐγκαταλείπουν, ὅπως ἐγκατέλειψαν
καὶ ἐμὲ καὶ ἐλάτρευαν
κατὰ καιροὺς ἄλλους θεούς.
|
9
Καὶ νῦν ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῶν·
πλὴν ὅτι διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρῃ
αὐτοῖς καὶ ἀπαγγελεῖς αὐτοῖς
τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως, ὃς
βασιλεύσει ἐπ' αὐτούς.
|
9
Καὶ τώρα ἄκουσε τὸ αἴτημά
των. Μόνον θὰ διαμαρτυρηθῇς ἐντόνως
πρὸς αὐτοὺς καὶ θὰ προβάλῃς
τὰ δικαιώματα, τὰ ὁποῖα θὰ
ἔχῃ ἐπάνω των ὁ βασιλεύς>.
|
9
Τώρα λοιπὸν νὰ δεχθῇς καὶ νὰ
ἰκανοποιήσῃς τὸ αἴτημά
των· πλὴν ὅμως νὰ διαμαρτυρηθῇς ἐντόνως
καὶ νὰ τοὺς ἐξηγήσῃς τὰ
δικαιώματα καὶ τὴν κυριαρχικὴν ἐξουσίαν,
ποὺ θὰ ἔχῃ ἐπάνω των ὁ
βασιλεύς, ποὺ θὰ τοὺς κυβερνᾷ>.
|
10
Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πᾶν τὸ ρῆμα
τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν λαὸν τοὺς
αἰτοῦντας παρ' αὐτοῦ βασιλέα
|
10
Ὁ Σαμουὴλ ἀνεκοίνωσε τὸν λόγον
αὐτὸν τοῦ Κυρίου εἰς τὸν
λαόν, εἰς αὐτοὺς ποὺ ἐζητοῦσαν
βασιλέα |
10
Κατόπιν αὐτῶν ἀνεκοίνωσεν ὁ Σαμουὴλ
ὅλα, ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος,
πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, πρὸς
αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ τοῦ ἐζητοῦσαν
βασιλέα. |
11
καὶ εἶπε· τοῦτο ἔσται τὸ
δικαίωμα τοῦ βασιλέως, ὃς βασιλεύσει
ἐφ' ὑμᾶς· τοὺς υἱοὺς
ὑμῶν λήψεται, καὶ θήσεται αὐτοὺς
ἐν ἅρμασιν αὐτοῦ καὶ ἐν
ἰππεῦσιν αὐτοῦ καὶ προτρέχοντας
τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ
|
11
καὶ τοὺς εἶπεν· <αὐτὰ
θὰ εἶναι τὰ δικαιώματα τοῦ βασιλέως,
ὁ ὁποῖος θὰ βασιλεύσῃ
εἰς σᾶς· Θὰ πάρῃ τοὺς
υἱούς σας καὶ θὰ βάλῃ
αὐτοὺς ὁδηγοὺς εἰς τὰ
ἅρματά του, ἰππεῖς εἰς τὸ
ἱππικόν του, προπορευόμενους ἐμπρὸς
ἀπὸ τὰ ἄρματά του.
|
11
Τοὺς εἶπε τὰ ἑξῆς: <Αὐτὰ
θὰ ἔχῃ δικαίωμα νὰ κάνῃ ὁ
βασιλεύς, ποὺ θὰ βασιλεύῃ ἐπάνω σας:
Θὰ πάρῃ τοὺς υἱούς σας καὶ
θὰ τοὺς κάνῃ ὁδηγοὺς εἰς
τὰ ἅρματά του καὶ ἱππεῖς εἰς
τὸ ἱππικόν του καὶ θὰ τοὺς ὑποχρεώσῃ
νὰ τρέχουν ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ
ἅρματά του. |
12
καὶ θέσαι αὐτοὺς ἑαυτῷ
ἑκατοντάρχους καὶ χιλιάρχους καὶ
θερίζειν θερισμὸν αὐτοῦ καὶ
τρυγᾶν τρυγητὸν αὐτοῦ καὶ ποιεῖν
σκεύη πολεμικὰ αὐτοῦ καὶ σκεύη
ἁρμάτων αὐτοῦ·
|
12
Θὰ πάρῃ ἀπὸ αὐτοὺς
καὶ θὰ τοποθετήσῃ πρὸς ἐξυπηρέτησίν
του ἄλλους μὲν ἑκατοντάρχους καὶ
χιλιάρχους, ἄλλους δὲ ἐργάτας
διὰ νὰ θερίζουν τὰ σπαρτά του,
νὰ τρυγοῦν τὰ ἀμπέλια του, νὰ
κατασκευάζουν τὰ πολεμικά του ὅπλα
καὶ τὰ ἐξαρτήματα διὰ τὰ
ἅρματά του. |
12
Θὰ τοὺς τοποθετήσῃ ἐπίσης ἐπὶ
κεφαλῆς ἑκατὸν καὶ χιλίων ὑπηκόων
του διὰ τὴν ἰδικήν του ἀσφάλειαν καὶ
θὰ τοὺς βάλῃ νὰ θερίζουν τὰ
σιτηρά του καὶ νὰ τρυγοῦν τὰ
ἀμπέλια του καὶ νὰ φτιάχνουν ὅπλα
καὶ μηχανὰς πολεμικὰς καὶ ἐξαρτήματα
διὰ τὰ ἅρματά του. |
13
καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν λήψεται
εἰς μυρεψοὺς καὶ εἰς μαγειρίσσας
καὶ εἰς πεσσούσας·
|
13
Θὰ πάρῃ τὰς θυγατέρας σας, τὰς
ὁποίας θὰ κάμῃ μυροποιούς,
μαγείρισσας καὶ ἀρτοποιούς.
|
13
Θὰ πάρῃ καὶ τὰς θυγατέρας σας καὶ
θὰ τὰς χρησιμοποιῇ διὰ νὰ φτιάχνουν
τὰ μύρα του, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ
νὰ ζυμώνουν καὶ νὰ ψήνουν τὸ ψωμί
του. |
14
καὶ τοὺς ἀγροὺς ὑμῶν καὶ
τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν καὶ
τοὺς ἐλαιῶνας ὑμῶν τοὺς
ἀγαθοὺς λήψεται καὶ δώσει τοῖς
δούλοις ἑαυτοῦ.
|
14
Θὰ πάρῃ τοὺς ἀγρούς σας
καὶ τὰ ἀμπέλια σας καὶ τοὺς
καρποφόρους ἐλαιῶνας σας, καὶ θὰ
τὰ δώσῃ εἰς τοὺς δούλους
του. |
14
Θὰ πάρῃ καὶ τὰ καλύτερα χωράφια σας
καὶ τὰ ἀμπέλια σας καὶ τὰ ἐλαιοχώραφά
σας καὶ θὰ τὰ δώσῃ εἰς τοὺς
δούλους του. |
15
Καὶ τὰ σπέρματα ὑμῶν καὶ
τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν ἀποδεκατώσει
καὶ δώσει τοῖς εὐνούχοις αὐτοῦ
καὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ.
|
15
Θὰ πάρῃ τὸ δέκατον ἀπὸ
τὴν ἐσοδείαν τῶν σπαρτῶν σας
καὶ τῶν ἀμπελιῶν σας, καὶ θὰ
τὰ δώσῃ εἰς τοὺς εὐνούχους
καὶ τοὺς δούλους του.
|
15
Ἀπὸ δὲ τὰ κτήματα, ποὺ θὰ
σᾶς ἀπομείνουν, θὰ παίρνῃ ἐκεῖνος
τὸ ἓν δέκατον τῶν προϊόντων, ποὺ θὰ
μαζεύετε εἰς τὰς ἀποθήκας σας, καὶ
ἀπὸ τὰ σταφύλια, ποὺ θὰ μαζεύετε
ἀπὸ τὰ ἀμπέλια σας, καὶ θὰ
τὸ δίνῃ εἰς τοὺς εὐνούχους του
καὶ εἰς τοὺς δούλους του.
|
16
Καὶ τοὺς δούλους ὑμῶν καὶ
τὰς δούλας ὑμῶν καὶ τὰ
βουκόλια ὑμῶν τὰ ἀγαθὰ
καὶ τοὺς ὄνους ὑμῶν λήψεται,
καὶ ἀποδεκατώσει εἰς τὰ ἔργα
αὐτοῦ |
16
Ἀκόμη δὲ θὰ πάρῃ τοὺς
δούλους σας καὶ τὰς δούλας σας, τὰ
παχειὰ βόδια σας καὶ τοὺς ὄνους
σας καὶ τὸ δέκατον ἀπὸ τὰ
εἰσοδήματά σας διὰ τὰ ἔργα
του. |
16
Θὰ ἠμπορῇ ἐπίσης νὰ πάρῃ
καὶ τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τοὺς
δούλους ποὺ ἔχετε καὶ ἀπὸ τὰς
δούλας σας καὶ ἀπὸ τὰ καλὰ βόδια
σᾶς καὶ ἀπὸ τοὺς ὄνους
σας διὰ νὰ δουλεύουν διὰ λογαριασμόν
του εἰς τὰ ἔργα του. |
17
καὶ τὰ ποίμνια ὑμῶν ἀποδεκατώσει·
καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε αὐτῷ
δοῦλοι. |
17
Καὶ ἀπὸ τὰ ποίμνιά σας
θὰ πάρῃ τὸ δέκατον. Καὶ
ἐπὶ πλέον σεῖς θὰ εἶσθε
δοῦλοι του. |
17
Θὰ παίρνη ἀκόμη καὶ τὸ ἓν
δέκατον ἀπὸ τὰ κοπάδια τῶν προβάτων
σας. Καὶ θὰ γίνετε ὅλοι σας δοῦλοι
του. |
18
Καὶ βοήσεσθε ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ἐκ προσώπου βασιλέως
ὑμῶν, οὗ ἐξελέξασθε ἑαυτοῖς,
καὶ οὐκ ἐπακούσεται Κύριος ὑμῶν
ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις,
ὅτι ὑμεῖς ἐξελέξασθε ἑαυτοῖς
βασιλέα. |
18
Κατὰ τὴν ἐποχὴν δὲ ἐκείνην
καταπικραμμένοι σεῖς ἀπὸ τὴν
καταθλιπτικὴν αὐτὴν μεταχείρισιν ἐκ
μέρους τοῦ βασιλέως, τὸν ὁποῖον
οἱ ἰδιοι διὰ τὸν ἑαυτόν
σας ἔχετε ἐκλέξει, θὰ φωνάξετε
πρὸς τὸν Κύριον. Ἀλλὰ ὁ
Κύριος δὲν θὰ σᾶς ἀκούσῃ
τότε, ἐπειδὴ σεῖς αὐτοβούλως
ἐξελέξατε διὰ τὸν ἑαυτόν
σας βασιλέα>. |
18
Ἐξ αἰτίας δὲ τῆς καταπιέσεως, ποὺ
θὰ ὑφίστασθε ἀπὸ τὸν βασιλέα,
ποὺ τὸν ἐδιαλέξατε μόνοι σας διὰ
τοὺς ἑαυτούς σας, θὰ κραυγάζετε κατὰ
τὸν καιρὸν ποὺ θὰ ὑποφέρετε.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν θὰ σᾶς ἀκούῃ
κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκεῖνας ὁ
Κύριος, διότι μόνοι σας ἐδιαλέξατε νὰ ἔχετε
βασιλέα>. |
19
Καὶ οὐκ ἐβούλετο ὁ λαὸς
ἀκοῦσαι τοῦ Σαμουὴλ καὶ εἶπαν
αὐτῷ· οὐχί, ἀλλ' ἢ
βασιλεὺς ἔσται ἐφ' ἡμᾶς,
|
19
Ὁ λαὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ
ὑπακούσῃ εἰς τὸν Σαμουὴλ
καὶ ἀπήντησαν εἰς αὐτόν·
<Ὄχι! Ἡμεῖς θέλομεν ὀπωσδήποτε
νὰ ἔχωμεν βασιλέα. |
19
Παρὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὅμως
τοῦ Σαμουὴλ οἱ Ἰσραηλῖται δὲν
ἤθελαν νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ
τοῦ εἶπαν: <Ὄχι! Δὲν συμφωνοῦμεν
μαζί σου. Θέλομεν ὁπωσδήποτε νὰ ἀποκτήσωμεν
βασιλέα, ποὺ νὰ μᾶς κυβερνᾷ.
|
20
Καὶ ἐσόμεθα καὶ ἡμεῖς
καθὰ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ δικάσει
ἡμᾶς βασιλεὺς ἡμῶν καὶ
ἐξελεύσεται ἔμπροσθεν ἡμῶν καὶ
πολεμήσει τὸν πόλεμον ἡμῶν.
|
20
Θέλομεν καὶ ἡμεῖς νὰ εἴμεθα
καὶ νὰ διοικούμεθα, ὅπως καὶ
τὰ ἄλλα ἔθνη. Ὁ βασιλεὺς θὰ
μᾶς κυβερνᾷ καὶ θὰ δικάζῃ
τὰς διαφοράς μας. Εἰς περίπτωσιν δὲ
πολέμου αὐτὸς θὰ ἐξέρχεται
καὶ θὰ προπορεύεται ἐμπρὸς ἀπὸ
ἡμᾶς καὶ θὰ διεξάγῃ τὸν
πόλεμόν μας>. |
20
Ἔτσι θὰ γίνωμεν καὶ ἐμεῖς ὅπως
ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί. Καὶ θὰ δικάζῃ
ὁ βασιλεύς μας τὰς ὑποθέσεις μας καὶ
θὰ βγαίνῃ ἐπὶ κεφαλῆς
μας καὶ θὰ πολεμῇ, ὅταν ἔχωμεν
πόλεμον>. |
21
Καὶ ἤκουσε Σαμουὴλ πάντας τοὺς
λόγους τοῦ λαοῦ καὶ ἐλάλησεν
αὐτοὺς εἰς τὰ ὦτα Κυρίου.
|
21
Ὁ Σαμουὴλ ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τὰ
ἀνέφερεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
21
Καὶ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Σαμουὴλ
ὅλα τὰ λόγια τοῦ λαοῦ, τὰ διεβίβασε
μὲ τὴν προσευχήν του εἰς τὸν
Κύριον. |
22
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ·
ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῶν καὶ
βασίλευσον αὐτοῖς βασιλέα. Καὶ
εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ἄνδρας Ἰσραήλ·
ἀποτρεχέτω ἕκαστος εἰς τὴν πόλιν
αὐτοῦ. |
22
Ὁ Κύριος ἀπήντησεν εἰς τὸν
Σαμουήλ· <νὰ ὑπακούσῃς
εἰς τὴν ἀπαίτησιν αὐτῶν
καὶ νὰ ἀναδείξῃς εἰς αὐτοὺς
βασιλέα>. Ὁ Σαμουὴλ εἶπε τότε
πρὸς τοὺς ἀντιπροσώπους τοῦ
λαοῦ· <πηγαίνετε ὁ καθένας
σας εἰς τὴν πόλιν του καὶ τὸ
αἴτημά σας θὰ πραγματοποιηθῇ.
|
22
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Σαμουήλ:
<Κάνε δεκτὸν τὸ αἴτημά των καὶ
ἐγκατάστησε εἰς αὐτούς βασιλέα>.
Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ πρὸς τοὺς
ἄνδρας τοῦ Ἰσραήλ: <Πηγαίνετε ἀμέσως
εἰς τὴν πόλιν, ποὺ διαμένει ὁ καθένας
σας, καὶ περιμένετε τὴν ἐκπλήρωσιν
τοῦ αἰτήματός σας>. |