Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
γίνεται ἡ ἡμέρα καὶ εἶπεν
Ἰωνάθαν υἱὸς Σαοὺλ τῷ
παιδαρίῳ τῷ αἴροντι τὰ σκεύη
αὐτοῦ· δεῦρο, καὶ διαβῶμεν
εἰς Μεσσὰβ τῶν ἀλλοφύλων τὴν
ἐν τῷ πέραν ἐκείνῳ·
καὶ τῷ πατρὶ αὐτοῦ οὐκ
ἀπήγγειλε. |
ταν
ἐξημέρωσεν, ὁ Ἰωνάθαν ὁ
υἱὸς τοῦ Σαοὺλ εἶπεν εἰς
ἕνα νεαρὸν δοῦλον του, ὁ ὁποῖος
ἔφερε τὸν ὁπλισμόν του· <ἔλα,
ἂς περάσωμεν εἰς τὸ φυλάκιον
τῶν Φιλισταίων, ποὺ εὑρίσκεται
ἐκεῖ εἰς τὴν ἄλλην πλευράν>.
Δὲν ἀνέφερε δὲ τίποτε εἰς
τὸν πατέρα του διὰ τὸ διάβημα
αὐτό. |
όλις
λοιπὸν ἐξημέρωσεν, εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν,
ὁ υἱὸς τοῦ Σαούλ, εἰς τὸν
νεαρὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε τὸν
ὁπλισμόν του: <Ἔλα νὰ περάσωμεν
εἰς τὴν Μεσσάβ, ἐκεῖ εἰς τὴν
ἀπέναντι πλευράν, ὅπου εὐρίσκεται
τὸ τμῆμα ἐκεῖνο τοῦ στρατοῦ
τῶν Φιλισταίων>. Δὲν εἶπεν ὅμως
τίποτε εἰς τὸν πατέρα του διὰ τὸ σχέδιόν
του. |
2
Καὶ Σαοὺλ ἐκάθητο ἐπ' ἄκρου
τοῦ βουνοῦ ὑπὸ τὴν ροὰν
τὴν ἐν Μαγδών, καὶ ἦσαν μετ'
αὐτοῦ ὡς ἑξακόσιοι ἄνδρες·
|
2
Ὁ Σαοὺλ εὑρίσκετο εἰς τὸ
ἄκρον τοῦ ὑψώματος καὶ ἐκάθητο
κάτω ἀπὸ μίαν ροδιὰν εἰς
Μαγδών. Μαζῆ του ἦσαν ἑξακόσιοι
περίπου ἄνδρες. |
2
Ὁ δὲ Σαοὺλ ἦτο καθισμένος εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ κάτω ἀπὸ
μίαν ροδιάν, εἰς τὴν θέσιν Μαγδὼν καὶ
ἦσαν μαζί του ἑξακόσιοι περίπου ἄνδρες.
|
3
καὶ Ἀχιὰ υἱὸς Ἀχιτὼβ
ἀδελφοῦ Ἰωχαβὴδ υἱοῦ Φινεὲς
υἱοῦ Ἡλὶ ἱερεὺς τοῦ
Θεοῦ ἐν Σηλὼμ αἱρῶν ἐφούδ.
Καὶ ὁ λαὸς οὐκ ᾔδει ὅτι
πεπόρευται Ἰωνάθαν.
|
3
Ἐπίσης μαζῆ του ἦτο καὶ ὁ
ἀρχιερεὺς Ἀχιά, υἱὸς τοῦ
Ἀχιτὼβ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ
Ἰωχαβήδ, ὁ ὁποῖος ἦτο
υἱὸς τοῦ Φινεὲς υἱοῦ τοῦ
Ἡλί. Ὁ Ἀχιὰ ἦτο ἀρχιερεὺς
εἰς Σηλὼμ φορῶν τὸ ἀρχιερατικὸν
ἐφούδ. Οὔτε δὲ ὁ λαὸς
ἐγνώριζε τίποτε διὰ τὸ διάβημα
αὐτὸ τοῦ Ἰωνάθαν.
|
3
Ἦτο ἐκε καὶ ὁ ἀρχιερεὺς
τῆς Σηλὼμ Ἀχιά, ὁ υἱὸς
τοῦ Ἀχιτώβ, ποὺ ἦτο ἀδελφὸς
τοῦ Ἰωχαβήδ, τοῦ υἱοῦ
τοῦ Φινεές, ὁ ὁποῖος ἦτο υἱὸς
τοῦ Ἡλί. Ὁ Ἀχιὰ ἐφοροῦσε
καὶ τὸ ἄμφιον Ἐφὼδ ὡς
ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἤξευρε
δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας
ὅτι ἐξεκίνησεν ὁ Ἰωνάθαν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν. |
4
Καὶ ἀνὰ μέσον τῆς διαβάσεως,
οὗ ἐζήτει Ἰωνάθαν διαβῆναι
εἰς τὴν ὑπόστασιν τῶν ἀλλοφύλων,
καὶ ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου
καὶ ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου,
ὄνομα τῷ ἑνὶ Βασὲς καὶ
ὄνομα τῷ ἄλλῳ Σεννά·
|
4
Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ
ἄλλο τῆς στενωποῦ, ποὺ ἤθελε
νὰ διαβῇ ὁ Ἰωνάθαν διὰ
νὰ φθάσῃ ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχον
οἱ Φιλισταῖοι, ἦσαν δύο ἀπότομοι
βράχοι, ὁ ἕνας εἰς τὴν μίαν
πλευρὰν καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὴν
ἄλλην. Τὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς
βράχου ἦτο Βασές, τὸ δὲ ὄνομα
τοῦ δευτέρου Σεννά. |
4
Καὶ ὅταν ἔφθασεν ὁ Ἰωνάθαν
εἰς τὸ μέσον τῆς στενῆς διαβάσεως,
ἀπὸ τὴν ὁποῖαν ἐσκπτετο
νὰ περάσῃ εἰς τὴν θέσιν, ὅπου
εὑρίσκετο ἡ δύναμις τῶν Φιλισταίων,
εὑρεθῇ ἀνάμεσα εἰς δύο μυτεροὺς
βράχους, ποὺ ἔμοιαζαν σὰν δόντια, δεξιὰ
καὶ ἀριστερὰ τῆς διαβάσεως. Ὁ
ἕνας βράχος ὠνομάζετο Βασές, ποὺ σημαίνει
ἀστραφτερός, καὶ ὁ ἄλλος Σεννά,
ποὺ σημαίνει ἀγκάθι. |
5
ἡ ὁδὸς ἡ μία ἀπὸ
βορρᾶ ἐρχομένῳ Μαχμὰς καὶ
ἡ ὁδὸς ἡ ἄλλη ἀπὸ
νότου ἐρχομένῳ Γαβαέ.
|
5
Δύο δὲ δρόμοι ὠδηγοῦσαν πρὸς
τοὺς Φιλισταίους, ὁ ἔνας πρὸς
βορρᾶν ἀπέναντι τῆς Μαχμάς,
ὁ δὲ ἄλλος δρόμος ἦτο πρὸς
νότον ἀπέναντι τῆς Γαβαά.
|
5
Ἀπὸ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο
ἐπερνοῦσαν δύο δρόμοι, ἕνας πρὸς βορρᾶν
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Μαχμὰς καὶ
ἕνας πρὸς νότον ἀπέναντι ἀπὸ
τὴν Γαβαέ. |
6
Καὶ εἶπενἸωνάθαν πρὸς τὸ
παιδάριον τὸ αἶρον τὰ σκεύη
αὐτοῦ· δεῦρο διαβῶμεν εἰς
Μασσὰβ τῶν ἀπεριτμήτων τούτων,
εἴτι ποιήσαι Κύριος ἡμῖν·
ὅτι οὐκ ἔστι τῷ Κυρίῳ
συνεχόμενον σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ
ἐν ὀλίγοις. |
6
Ὁ Ἰωνάθαν εἶπεν εἰς τὸν
νεαρὸν δοῦλον του, ὁ ὁποῖος
ἐκρατοῦσε τὸν ὁπλισμόν του·
<ἔλα, ἂς περάσωμεν τὸ φυλάκιον
τῶν ἀπεριτμήτων αὐτῶν. Πιθανὸν
ὁ Κύριος νὰ μᾶς βοηθήσῃ,
διότι τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ
ἐμποδίσῃ τὸν Κύριον εἰς
τὸ νὰ σώσῃ, διὰ πολλῶν
ἢ δι' ὀλίγων, κάποιον, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς στενόχωρον θέσιν>.
|
6
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν εἰς
τὸν νεαρὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε
τὸν ὁπλισμόὸν τουῦ: <Ἔλα
νὰ περάσωμεν εἰς τὴν Μεσσάβ, εἰς
τὴν φρουρὰν αὐτῶν τῶν ἀπεριτμήτων
Φιλισταίων, καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ
μᾶς βοηθήσῃ ὁ Κύριος. Τίποτε ἄλλως
τε δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ
τὸν Κύριον, ὅταν θέλῃ νὰ σώσῃ
μὲ πολλοὺς ἤ μὲ ὀλίγους ἀνθρώπους
Του ἐκείνους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς
δύσκολον θέσιν>. |
7
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ αἴρων
τὰ σκεύη αὐτοῦ· ποίει πᾶν,
ὃ ἐὰν ἡ καρδία σου ἐκκλίνῃ,
ἰδοὺ ἐγὼ μετὰ σοῦ, ὡς
ἡ καρδία σου καρδία μου.
|
7
Ὁ νεαρὸς δοῦλος, ὁ φέρων τὸ
ὁπλισμὸν τοῦ Ἰωνάθαν, εἶπεν
εἰς αὐτόν· <κάμε ὅ,τι
ποθεῖ ἡ καρδιά σου. Ἐγὼ ἰδού,
θὰ εἶμαι μαζῆ σου. Ἡ καρδιά
σου εἶναι καρδιά μου, τὸ θέλημά
σου θέλημά μου>. |
7
Τοῦ εἶπε τότε ὁ νέος, ποὺ μετέφερε
τὸν ὁπλισμόν του: <Κάνε ὀτιδήποτε
ἀποφασίζει ἡ καρδιά σου, καὶ
σὲ διαβεβαιώνω ὅτι θὰ εἶμαι μαζί σου.
Ἡ καρδιά μου εἶναι ὅπως ἡ καρδιά
σου>. |
8
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· ἰδοὺ
ἡμεῖς διαβαίνομεν πρὸς τοὺς
ἄνδρας καὶ κατακυλισθησόμεθα πρὸς
αὐτούς. |
8
Ὁ Ἰωνάθαν εἶπεν· <ἰδού,
ἡμεῖς μεταβαίνομεν πρὸς τοὺς
Φιλισταίους, τοῦ ἄνδρας τῆς προφυλακῆς.
Θὰ παρουσιασθῶμεν ἔξαφνα ἐνώπιόν
των. |
8
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν: <Πρόσεξε!
Σὲ λίγο θὰ φθάσωμεν εἰς τὴν θέσιν,
ὅπου εὑρίσκονται οἱ στρατιῶται τῶν
Φιλισταίων, καὶ θὰ ἐμφανισθῶμεν αἰφνιδιαστικὰ
ἐμπρός των. |
9
Ἐὰν τάδε εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς·
ἀπόστητε ἐκεῖ ἕως ἂν ἀπαγγείλωμεν
ὑμῖν, καὶ στησόμεθα ἐφ' ἑαυτοῖς
καὶ οὐ μὴ ἀναβῶμεν ἐπ'
αὐτούς· |
9
Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνοι οἱ
ἄνδρες μας εἴπουν: Σταθῆτε αὐτοῦ
καὶ θὰ σᾶς δώσωμεν ἀπάντησιν
δὲν θὰ προχωρήσωμεν ἐναντίον
των. |
9
Ἐὰν λοιπὸν μᾶς ειποῦν: Σταθῆτε
ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεσθε, ἕως ὅτου
σᾶς ἀπαντήσωμεν>, θὰ σταθῶμεν ἐπὶ
τόπου καὶ δὲν θὰ ἀνεβῶμεν πρὸς
τὰς θέσεις των. |
10
ἐὰν τάδε εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς·
ἀνάβητε πρὸς ἡμᾶς, καὶ
ἀναβησόμεθα, ὅτι παραδέδωκεν αὐτοὺς
Κύριος εἰς χεῖρας ἡμῶν·
τοῦτο ἡμῖν τὸ σημεῖον.
|
10
Ἐὰν ὅμως μας εἴπουν: Ἐλᾶτε
κοντά μου θὰ μεταβῶμεν τότε πρὸς
αὐτούς, διότι αὐτὸ σημαίνει
ὅτι ὁ Κύριος τοὺς παρέδωκεν
εἰς τὰ χέρια μας. Αὐτὸ θὰ
εἶναι τὸ σημεῖον τῆς νίκης μας>.
|
10
Ἐὰν ὅμως μᾶς εἰποῦν: <Ἀνεβῆτε
πρὸς ἡμᾶς>, θὰ προχωρήσωμεν, διότι
εἶναι βέβαιον ὅτι τοὺς ἔχει παραδώσει
ὁ Κύριος εἰς τὰ χέρια μας. Αὐτὸ
θὰ εἶναι τὸ σημάδι διὰ τὴν ἐπιτυχίαν
τῆς ἀποπείρας μας>.
|
11
Καὶ εἰσῆλθον ἀμφότεροι εἰς
Μεσσὰβ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ
λέγουσιν οἱ ἀλλόφυλοι· ἰδοὺ
Ἑβραῖοι ἐκπορεύονται ἐκ τῶν
τρωγλῶν αὐτῶν, οὗ ἐκρύβησαν
ἐκεῖ. |
11
Καὶ οἱ δύο, ὁ Ἰανάθαν
καὶ ὁ δοῦλος του, ἐνεφανίσθησα
εἰς τὸ φυλάκιον τῶν Φιλισταίων.
Οἱ ἄνδρες τοῦ φυλακίου ἐκείνου
εἶπαν μεταξύ των· <ἰδού, οἱ
Ἑβραῖοι βγαίνουν ἀπὸ τὰς
τρώγλας ὅπου εἶχαν κρυφθῇ>.
|
11
Ἐπροχώρησαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μέσα
εἰς τὴν Μεσσάβ, ὅπου εὑρίσκετο ἡ
φρουρὰ τῶν Φιλισταίων. Καὶ μόλις τοὺς
εἶδαν οἱ Φιλισταῖοι, εἶπαν: <Νά,
οἱ Ἑβραῖοι βγαίνουν ἀπὸ τὰς
τρώγλας των, ἀπὸ τοὺς τόπους ὅπου
ἦσαν κρυμμένοι>. |
12
Καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ ἄνδρες Μεσσὰβ
πρὸς Ἰωνάθαν καὶ πρὸς τὸν
αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ
λέγουσιν· ἀνάβητε πρὸς ἡμᾶς,
καὶ γνωριοῦμεν ὑμῖν ρῆμα. Καὶ
εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς τὸν αἴροντα
τὰ σκεύη αὐτοῦ· ἀνάβηθι
ὀπίσω μου, ὅτι παρέδωκεν αὐτοὺς
Κύριος εἰς χεῖρας Ἰσραήλ.
|
12
Ὡμίλησαν δὲ οἱ ἄνδρες τοῦ
φυλακίου πρὸς τὸν Ἰωνάθαν καὶ
πρὸς τὸν ὑπηρέτην, ποὺ εἶχεν
τὸν πολεμικὸν ὁπλισμὸν τοῦ Ἰωνάθαν,
καὶ τοὺς εἶπαν· <ἀνεβῆτε
πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν νὰ
σᾶς ἀνακοινώσωμεν κάτι>. Εἶπε
τότε ὁ Ἰωνάθαν πρὸς αὐτόν,
ποὺ ἔφερε τὸν ὁπλισμόν του·
<ἀνέβα ὕστερα ἀπὸ ἐμέ,
διότι ὁ Κύριος ἔχει παραδώσει
αὐτοὺς εἰς τὰ χέρια ἡμῶν
τῶν Ἰσραηλιτῶν>. |
12
Καὶ ἐψώναζαν οἱ στρατιῶται τῆς
Μεσσάβ, τῆς φρουρᾶς δηλαδὴ τῶν Φιλισταίων,
πρὸς τὸν Ἰωνάθαν καὶ πρὸς
τὸν νέον, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν
του, καὶ εἶπαν: <Ἐλᾶτε ἐδῶ
ἐπάνω κοντά μας. Ἔχουμε κάτι νὰ σᾶς
ποῦμε>. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν
πρὸς τὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε
τὸν ὁπλισμόν του: <Ἀκολούθησέ με
καὶ ἀνέβα μαζί μου, διότι εἶναι βέβαιον
ὅτι ὁ Κύριος τοὺς παρέδωσε πλέον εἰς
τὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν>.
|
13
Καὶ ἀνέβη Ἰωνάθαν ἐπὶ
τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ ἐπὶ
τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ὁ
αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ·
καὶ ἐπέβλεψαν κατὰ πρόσωπον
Ἰωνάθαν, καὶ ἐπάταξεν αὐτούς,
καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ
ἐπεδίδου ὀπίσω αὐτοῦ.
|
13
Ὁ Ἰωνάθαν ἀνερριχήθη μὲ
τὰ χέρια καὶ μὲ τὰ πόδια
καὶ μαζῆ του, ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν,
ἀκολουθοῦσε καὶ ὁ νεαρὸς δοῦλος
του, ποὺ ἔφερε τὸν ὁπλισμόν
του. Ὁ Φιλισταῖοι εἶδον ἐνώπιόν
των τὸν Ἰωνάθαν. Ὁ Ἰωνάθαν
ὥρμησε τότε καὶ ἐφόνευσεν αὐτούς.
Πίσω ἀπὸ αὐτὸν ὁ δοῦλος
ποὺ ἔφερε τὸν ὁπλισμόν του,
ἔδιδεν εἰ τὸν Ἰωνάθαν ἀκόντια
καὶ λίθους, διὰ νὰ κτυπᾷ τοὺς
Φιλισταίους. |
13
Καὶ ἐσκαρφάλωσεν ἀμέσως ὁ Ἰωνάθαν
μὲ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ
ἀνέβη μαζὶ μὲ τὸν νεαρόν, ποὺ
μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του. Καὶ εἶδαν
ἀμέσως ἐμπρός των οἱ Φιλισταῖοι
τὸν Ἰωνάθαν, ὁ ὁποῖος
χωρὶς νὰ χάνῃ στιγμὴν τοὺς ἐκτύπησε
θανάσιμα, ἐνῶ συγχρόνως ὁ νεαρός, ποὺ
μετέφερε τὸν ὁπλισμόν του, τὸν ἐβοηθοῦσε
ἀπὸ πίσω του καὶ ἐθανάτωνε καὶ
ἐκεῖνος τοὺς ἐχθρούς.
|
14
Καὶ ἐγενήθη ἡ πληγὴ ἡ
πρώτη, ἣν ἐπάταξεν Ἰωνάθαν
καὶ ὁ αἱρῶν τὰ σκεύη αὐτοῦ,
ὡς εἴκοσιν ἄνδρες ἐν βαλίσι
καὶ ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι
τοῦ πεδίου. |
14
Ἡ αἰφνιδιαστικὴ αὐτὴ καὶ
ὁρμητικὴ ἐπίθεσις τοῦ Ἰωνάθαν
καὶ τοῦ δούλου, ποὺ ἔφερε τὸν
ὁ πλισμόν του, ἐναντίον τῶν
Φιλισταίων τούτων, εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα
τὸν θάνατον εἴκοσι ἀνδρῶν, οἱ
ὁποῖοι ἐφονεύθησαν μὲ ἀκόντιον,
μὲ πετροβολισμοὺς καὶ μὲ χαλίκια
ἀκόμα τῆς ὑπαίθρου.
|
14
Ὁ ἀπολογισμὸς τῆς πρώτης αὐτῆς
ἐπιθέσεως τοῦ Ἰωνάθαν καὶ τοῦ
βοηθοῦ του, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν
του, ἦτο εἴκοσι περίπου νεκροὶ στρατιῶται
τῶν Φιλισταίων, ποὺ ἐφονεύθησαν μὲ
ἀκόντια, μὲ πετροβολισμοὺς καὶ
μὲ χαλίκια ἀπὸ τοὺς ἀγρούς.
|
15
Καὶ ἐγενήθη ἔκστασις ἐν τῇ
παρεμβολῇ καὶ ἐν ἀγρῷ, καὶ
πᾶς ὁ λαὸς ὁ ἐν Μεσσὰβ
καὶ οἱ διαφθείροντες ἐξέστησαν,
καὶ αὐτοὶ οὐκ ἤθελον ποιεῖν·
καὶ ἐθάμβησεν ἡ γῆ, καὶ
ἐγενήθη ἔκστασις παρὰ Κυρίου.
|
15
Σύγχυσις καὶ πανικὸς ἐπεκράτησεν
εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων
εἰς τὴν ὕπαιθρον καὶ εἰς ὅλον
τὸν λαὸν τοῦ φυλακίου. Καὶ αὐτὸ
τὸ κύριον σῶμα τοῦ στρατοῦ τῶν
Φιλισταίων κατελήφθη ἀπὸ τρόμον
καὶ δὲν ἤθελαν νὰ κάμουν τίποτε
εἰς ἀπόκρουσιν τῆς ἐπιθέσεως.
Ἐσείσθη ἡ γῆ καὶ τρόμος
παρὰ Κυρίου κατέλαβεν ὅλους
|
15
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐπιθέσεως
τοῦ Ἰωνάθαν ἦτο νὰ πέσῃ
φόβος καὶ τρόμος εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν
ἀλλοφύλων καὶ εἰς ὅλην τὴν περιοχήν,
ποὺ κατεῖχαν οἱ Φιλισταῖοι. Ὅλος
ὁ στρατὸς τῶν ἀλλοφύλων, ποὺ
ἦτο εἰς τὴν Μεσσάβ, κατετρόμαξεν. Ἐτρόμαζαν
ἐπίσης καὶ οἱ στρατιῶται, ποὺ
ἐβγῆκαν εἰς τρία τμήματα διὰ νὰ
λεηλατήσουν καὶ καταστρέψουν τὴν χώραν, καὶ
δὲν ἤθελαν νὰ κάνουν τίποτε. Συνεκλονίσθη
ὅλη ἡ χώρα τῶν Φιλισταίων καὶ τὰ
ἔχασαν ὅλοι ἀπὸ ὑπερβολικὸν
φόβον καὶ τρόμον, ποὺ ἔστειλεν ἐπάνω
των ὁ Κύριος. |
16
Καὶ εἶδον οἱ σκοποὶ τοῦ
Σαοὺλ ἐν Γαβαὰ Βενιαμὶν καὶ
ἰδοὺ ἡ παρεμβολὴ τεταραγμένη
ἔνθεν καὶ ἔνθεν.
|
16
Οἱ σκοποὶ τοῦ Σαούλ, ποὺ ἦσαν
ἐκ Γαβαὰ τῆς φυλῆς Βενιαμίν,
παρετήρησαν μὲ ἔκπληξιν ὅτι τὸ
στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων εἶχε περιέλθει
εἰς μεγάλην ταραχὴν καὶ σύγχυσιν,
οἱ δὲ στρατιῶται ἐπγαινοήρχοντο
ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ. |
16
Καὶ παρετήρησαν οἱ σκοποὶ τοῦ Σαούλ,
ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Γαβαὰ τῆς
χώρας Βενιαμίν, καὶ εἶδαν ὅτι εἰς
τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων ἐπικρατοῦσε
ταραχὴ καὶ ὅτι ἔτρεχαν πρὸς
ὅλας τὰς κατευθύνσεις ἐδῶ καὶ
ἐκεῖ πανικόβλητοι. |
17
Καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ λαῷ τῷ
μετ' αὐτοῦ· ἐπισκέψασθε δὴ
καὶ ἴδετε τίς πεπόρευται ἐξ
ὑμῶν· καὶ ἐπεσκέψαντο,
καὶ ἰδοὺ οὐχ εὑρίσκετο
Ἰωνάθαν καὶ ὁ αἴρων τὰ
σκεύη αὐτοῦ. |
17
Εἶπε τότε ὁ Σαοὺλ εἰς τοὺς
ἀνθρώπους, τοὺς στρατιώτας ποὺ
τὸν περιέβαλλαν· <ἐξετάσατε,
λοιπόν, καὶ ἐξακριβώσατε ποιὸς
ἔχει φύγει ἀπὸ ἡμᾶς>.
Ἐξήτασαν, καὶ αἴφνης εἶδον ὅτι
δὲν εὑρίσκετο ὁ Ἰωνάθαν
μαζῆ των καὶ ὁ φέρων τὸν ὁπλισμὸν
νεαρὸς δοῦλος του. |
17
Εἶπε τότε ὁ Σαοὺλ εἰς τοὺς ἄνδρας,
ποὺ ἦσαν μαζί του: <Θέλω νὰ ἐξετάσετε
καλὰ καὶ νὰ βρῆτε ποιὸς ἔφυγεν
ἀπὸ σᾶς>. Ἐρεύνησαν πράγματι
ἐκεῖνοι καὶ διεπίστωσαν ὅτι
ἀπουσίαζεν ὁ Ἰωνάθαν μαζὶ μὲ
τὸν βοηθόν του, ποὺ μετέφερε τὸν ὁπλισμόν
του. |
18
Καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ Ἀχιᾷ·
προσάγαγε τὸ ἐφούδ· ὅτι
αὐτὸς ᾖρε τὸ ἐφοὺδ ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἐνώπιον Ἰσραήλ.
|
18
Ὁ Σαοὺλ εἶπεν εἰς τὸν Ἀχιά·
<φέρε ἐδῶ τὸ ἐφοὺδ
καὶ ρώτησε τὸν Θεόν, τί πρέπει
νὰ κάμωμεν>. Αὐτός, ὁ Ἀχιά,
ὡς ἀρχιερεύς ποὺ ἦτο, ἐφοροῦσε
κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην
ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν τὸ
ἱερατικὸν ἄμφιον, τὸ ἐφούδ.
|
18
Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ εἰς τὸν
ἀρχιερέα Ἀχιά, ποὺ εἶχεν ἐπάνω
του κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐμπρὸς
εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας τὸ ἄμφιον
Ἐφώδ: <Φέρε κοντά μου τὸ Ἐφώδ>.
|
19
Καὶ ἐγενέθη ὡς ἐλάλει
Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα, καὶ
ὁ ἦχος ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν
ἀλλοφύλων ἐπορεύετο πορευόμενος
καὶ ἐπλήθυνε· καὶ εἶπε
Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα· συνάγαγε
τὰς χεῖράς σου.
|
19
Καθ' ὃν χρόνον ὠμιλοῦσεν ὁ Σαοὺλ
πρὸς τὸν ἀρχιερέα τὸν Ἀχιά,
ὁ θόρυβος καὶ ἡ ὀχλοβοή,
ποὺ προήρχετο ἀπὸ τὸ πανικοβληθὲν
στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων, ὁλοένα
καὶ ἐμεγάλωνεν. Ὁ Σαοὺλ εἶπε
τότε πρὸς τὸν ἀρχιερέα Ἀχιά·
<ἀπόσυρε τὰ χέρια σου καὶ
παῦσε νὰ ἐρωτᾷς τὸν Θεόν>.
|
19
Ἐνῷ δὲ ὡμιλοῦσε ὁ Σαούλ
μὲ τὸν ἀρχιερέα, ὁ θόρυβος εἰς
τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων ἐμεγάλωνε
ὁλοὲν καὶ περισσότερον. Καὶ εἶπεν
εἰς τὸν ἀρχιερέα ὁ Σαούλ: <Κατέβασε
τὰ χέριά σου. Δὲν χρειάζεται πλέον νὰ ἐρωτήσῃς
τὸν Κύριον διὰ τὸ τὶ πρέπει νὰ
γίνῃ>. |
20
Καὶ ἀνέβη Σαοὺλ καὶ πᾶς
ὁ λαὸς ὁ μετ' αὐτοῦ καὶ
ἔρχονται ἕως τοῦ πολέμου, καὶ
ἰδοὺ ἐγένετο ρομφαία ἀνδρὸς
ἐπὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ,
σύγχυσις μεγάλη σφόδρα,
|
20
Ἔπειτα ὁ ἴδιος ὁ Σαοὺλ καὶ
ὅλος ὁ στρατός, ποὺ ἦτο μαζῆ
του, ἐπροχώρησαν καὶ ἔφθασαν εἰς
τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων εἰς
τὴν πεδιάδα τῆς μάχης. Καὶ ἰδού,
εἶδον ὅτι ἡ ρομφαία τοῦ ἑνὸς
Φιλισταίου ἐστρέφετο φονικὴ κατὰ
τοῦ ἄλλου καὶ ἔτσι ἐπικρατοῦσε
μεταξύ των πολὺ μεγάλη σύγχυσις.
|
20
Καὶ ἀμέσως ὁ Σαοὺλ καὶ ὅλος
ὁ στρατός, ποὺ ἦτο μαζί του, ἀνέβηκαν
τὰ ὑψώματα καὶ ἔφθασαν εἰς τὸν
τόπον τοῦ πολέμου καὶ εἶδαν ὅτι ἐπικρατοῦσε
πολὺ μεγάλη σύγχυσις μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν.
Ἐκτυπῶντο μεταξυ των οἱ στρατιῶται
τῶν Φιλισταίων μὲ τὰς ρομφαίας των.
|
21
καὶ οἱ δοῦλοι οἱ ὄντες ἐχθὲς
καὶ τρίτην ἡμέραν μετὰ τῶν
ἀλλοφύλων οἱ ἀναβάντες εἰς
τὴν παρεμβολὴν ἐπεστράφησαν καὶ
αὐτοὶ εἶναι μετὰ Ἰσραὴλ
τῶν μετὰ Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν.
|
21
Οἱ δὲ δοῦλοι τῶν Φιλισταίων,
οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι
εἶχον λιποτακτήσει προηγουμένως εἰς
τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων, ἐπέστρεψαν
πρὸς τοὺς ὁμοεθνεῖς των τοὺς
Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν
μαζῆ μὲ τὸν Σαοὺλ καὶ μὲ
τὸν Ἰωνάθαν. |
21
Οἱ δὲ δοῦλοι, ποὺ ὑπηρετοῦσαν
ἕως τότε τοὺς Φιλισταίους καὶ εἶχαν
ἀνέβη μαζί των εἰς τὸ στρατόπεδον,
ἔφυγαν ἀπὸ κοντά των καὶ ἐπῆγαν
καὶ ἐνώθηκαν μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας,
ποὺ ἦσαν μὲ τὸν Σαοὺλ καὶ
τὸν Ἰωνάθαν. |
22
Καὶ πᾶς Ἰσραὴλ οἱ κρυπτόμενοι
ἐν τῷ ὅρει Ἐφραὶμ καὶ
ἤκουσαν ὅτι πεφεύγασιν οἱ ἀλλόφυλοι,
καὶ συνάπτουσι καὶ αὐτοὶ ὀπίσω
αὐτῶν εἰς πόλεμον.
|
22
Ὅλοι δὲ οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ
ὁποῖοι ἐκρύπτοντο εἰς τὴν
ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Ἐφραίμ,
ὅταν ἐπληφορήθησαν ὅτι οἱ Φιλισταῖοι
ἐτράπησαν εἰς φυγήν, ἔσπευσαν
καὶ ἠνώθησαν μὲ τοὺς ἄλλους
Ἰσραηλίτας καὶ ἔλαβον μέρος
εἰς τὴν καταδίωξιν τῶν Φιλισταίων.
|
22
Καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ
ἦσαν κρυμμένοι εἰς τὰ βουνὰ τῆς
χώρας τῆς φυλῆς Ἐφραίμ, ὅταν
ἔμαθαν ὅτι ἔφυγαν τρομαγμένοι οἱ Φιλισταῖοι,
ἐνώθηκαν καὶ ἐπολεμοῦσαν καὶ
αὐτοὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους
καὶ κατεδίωκαν τοὺς ἐχθρούς.
|
23
Καὶ ἔσωσε Κύριος ἐν τῇ ἡμέρα
ἐκείνῃ τὸν Ἰσραήλ. Καὶ
ὁ πόλεμος διῆλθε τὴν Βαμώθ,
καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἦν μετὰ
Σαοὺλ ὡς δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν·
καὶ ἦν ὁ πόλεμος διεσπαρμένος
εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἐν τῷ
ὅρει Ἐφραίμ. |
23
Ἔτσι ὁ Κύριος ἔσωσε κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαὸν ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους. Ἡ
μάχη ὅμως ἐσυνεχίζετο καὶ ἔφθασε
μέχρι τῆς Βαμώθ. Ὅλος ὁ ἰσραηλιτικος
λαός, ὁ ὁποῖος ἦτο μαζῆ
μὲ τὸν Σαούλ, ἀνήρχετο τώρα
εἰς δέκα χιλιάδες ἄνδρας. Ὁ
δὲ πόλεμος εἶχεν ἐπεκταθῆ εἰς
ὅλας τὰς πόλεις τῆς ὀρεινῆς
περιοχῆς τῆς φυλῆς Ἐφραίμ.
|
23
Καὶ ἔσωσεν ἔτσι ὁ Κύριος κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν.
Ὁ
πόλεμος ὅμως ἐσυνεχίσθη καὶ ἔφθασε
ἕως τὴν Βαμώθ. Ὅλοι δὲ οἱ πολεμισταὶ
Ἰσραηλῖται, ποὺ ἀκολουθοῦσαν
τὸν Σαούλ, ἦσαν περίπου δέκα χιλιάδες ἂνδρες.
Καὶ ἐξηπλώθη ὁ πόλεμος εἰς κάθε
πόλιν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν ὀρεινὴν
περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ.
|
24
Καὶ Σαοὺλ ἠγνόησαν ἄγνοιαν μεγάλην
ἐν τῇ ἡμέρα ἐκείνῃ
καὶ ἀρᾶται τῷ λαῷ λέγων·
ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς
φάγεται ἄρτον ἕως ἑσπέρας, καὶ
ἐκδικήσω τὸν ἐχθρόν μου·
καὶ οὐκ ἐγεύσατο πᾶς ὁ
λαὸς ἄρτου. Καὶ πᾶσα ἡ γῆ
ἠρίστα. |
24
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς καταδιώξεως τῶν Φιλισταίων ὁ
Σαοὺλ διέπραξε μίαν μεγάλην ἀπερισκεψίαν,
διότι ὥρκισε τὸν λαόν του εἰπών·
<κατηραμένος θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος, ποὺ θὰ φάγῃ κάτι
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
ἕως τὴν ἑσπέραν. Διότι θέλω
νὰ ἐξοντώσω τοὺς ἐχθρούς
μου τοὺς Φιλισταίους>. Κανεὶς πράγματι
ἀπὸ τὸν λαὸν δὲν ἔφαγε
τίποτε. Ὅλοι ἐνήστευσαν.
|
24
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὅμως
χωρὶς πολλὴν σκέψιν ὁ Σαοὺλ ἔκανε
μίαν πολὺ ἀσύνετον ἐνέργειαν καὶ ὥρκισε
τὸν λαὸν μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
<Νὰ εἶναι καταράμενος ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος, ποὺ θὰ βάλῃ κάτι εἰς
τὸ στόμα του μέχρι τὸ βράδυ, διότι ἀπεφάσισα
νὰ ἐκδικηθῶ καὶ νὰ ἐξοντώσω
τοὺς ἐχθρούς μου>. Καὶ δὲν ἔβαλαν
πράγματι τίποτε εἰς τὸ στόμα των ὅλοι οἱ
Ἰσραηλῖται κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
Ὅλη ἡ χώρα ἐνήστευεν.
|
25
Καὶ Ἰάαλ δρυμὸς ἦν μελισσῶνος
κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ,
|
25
Εἰς τὸ δάσος τῆς Ἰάαλ
ὑπῆρχε μελισσὼν εἰς μίαν ἀνοικτὴν
περιοχήν. |
25
Εἰς μίαν δὲ περιοχήν, ποὺ ἐλέγετο
Ἰάαλ, ὑπῆρχεν ἕνα δάσος, ὅπου
ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα χωράφι ὑπῆρχαν
μελίσσια. |
26
καὶ εἰσῆλθεν ὁ λαὸς εἰς
τὸν μελισσῶνα, καὶ ἰδοὺ ἐπορεύετο
λαλῶν, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν
ἐπιστρέφων τὴν χεῖρα αὐτοῦ
εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ ὅτι
ἐφοβήθη ὁ λαὸς τὸν ὅρκον
Κυρίου. |
26
Ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς διῆλθε διὰ
τοῦ μελισσῶνος αὐτοῦ καὶ ἐπροχωροῦσε
συζητῶν. Κανεὶς ὅμως δὲν ἐτόλμησε
νὰ φέρῃ μὲ τὸ χέρι του
εἰς τὸ στόμα του τροφὴν καὶ
νὰ φάγῃ κάτι, διότι ὅλοι
ἐφοβήθησαν τὸ τάξιμον ποὺ εἶχε
κάμει ὁ Σαουλ εἰς τὸν Κύριον.
|
26
Ἐπέρασαν λοιπὸν οἱ Ἰσραηλῖται
μέσα ἀπὸ τὸ δάσος μὲ τὰ μελίσσια
καί, ἐνῷ ἐβάδιζαν, συζητοῦσαν
μεταξύ των, ἀσφαλῶς καὶ διὰ
τὴν ἀπαγορευτικὴν διαταγὴν τοῦ
βασιλέως των. Κανεὶς ὄμως δὲν ἄπλωσε
τὸ χέρι του, διὰ νὰ πάρῃ κάτι καὶ
νὰ φάγῃ, διότι ἐφοβήθη ὁ λαὸς
τὸν ὅρκον τοῦ Κυρίου.
|
27
Καὶ Ἰωνάθαν οὐκ ἀκηκόει
τῷ ὁρκίζειν τὸν πατέρα αὐτοῦ
τὸν λαόν· καὶ ἐξέτεινε
τὸ ἄκρον τοῦ σκήπτρου αὐτοῦ
τοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ
καὶ ἔβαψεν αὐτὸ εἰς τὸ
κηρίον τοῦ μέλιτος καὶ ἐπέστρεψε
τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ
στόμα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβλεψαν
οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ.
|
27
Ὁ Ἰωνάθαν ὅμως δὲν εἶχεν
ἀκούσει τὸν πατέρα του,
ὅταν ἐνόρκως ἐδέσμευε
τὸν λαὸν νὰ μὴ
φάγῃ τίποτε ἕως τὴν ἑσπέραν.
Δι' αὐτὸ ἄπλωσε τὴν ράβοον,
ποὺ ἐκρατοῦσε εἰς
τὸ χέρι του, καὶ ἐβύθισε
τὸ ἄκρον αὐτῆς εἰς
κηρήθραν. Ἔστρεψε κατόπιν τὸ
ἄκρον τῆς ράβδου
του, ποὺ κρατοῦσε εἰς τὸ χέρι
του, τὸ ἔφερε εἰς τὸ στόμα του
καὶ ἔφαγε τὸ
μέλι ποὺ εἶχε κολλήσει εἰς
αὐτήν. Ἔτσι οἱ ὀφθαλμοί
του μὲ τὴν ἐλαχίστην αὐτὴν
τροφὴν ἐζωήρευσαν.
|
27
Ὁ Ἰωνάθαν ὅμως δὲν ἦτο
παρὼν καὶ δὲν εἶχεν ἀκούσει
τὸν πατέρα του, τότε ποὺ ὥρκιζε τὸν
λαόν. Ἄπλωσε λοιπὸν τὸ ραβδί, ποὺ
ἐκρατοῦσε εἰς τὰ χέρια του σὰν
ἔμβλημα ἐξουσίας, καὶ ἐβούτησε
τὴν ἄκρην του εἰς τὴν κηρήθραν καὶ
ἐμάζευσε τὸ μέλι μὲ τὸ χέρι
του. Τὸ ἔβαλε κατόπιν εἰς τὸ στόμα
του καὶ ἐζωήρευσαν ἀμέσως τὰ
ἑξαντλημένα ἀπὸ τὴν ἀσιτίαν
μάτια του. |
28
Καὶ ἀπεκρίθη εἰς ἐκ τοῦ
λαοῦ καὶ εἶπεν· ὁρκίσας
ὥρκισε τὸν λαὸν ὁ πατήρ σου
λέγων· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος
ὃς φάγεται ἄρτον σήμερον, καὶ
ἐξελύθη ὁ λαός.
|
28
Ἕνας δὲ ἐκ τοῦ
λαοῦ ἀπεκρίθη
καὶ εἶπεν εἰς
τὸν Ἰωνάθαν· <ὁ πατήρ
σου ἐδέσμευσε μὲ ὅρκον τὸν λαὸν
καὶ εἶπε· Καταράμενος ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ θὰ φάγῃ σήμερον ὁποιαδήποτε
τροφήν>. Ἔτσι δὲ ὁ λαὸς
εἶχεν ἐξαντληθῆ ἀπὸ τὴν
πεῖναν.
|
28
Ἐπῆρε ὅμως τὸν λόγον κάποιος ἀπὸ
τὸν λαὸν καὶ εἶπε: <Ὁ πατέρας
σου ὥρκισεν ἐπισήμως τὸν λαὸν καὶ
εἶπε: <Νὰ εἶναι καταράμενος ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ θὰ φάγῃ ὁποιανδήποτε τροφὴν
σήμερα>. Ἐξ αἰτίας δὲ τοῦ ὅρκου
αὐτοῦ ἐξηντλήθη ὁ λαός>.
|
29
Καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν καὶ εἶπεν·
ἀπήλλαχεν ὁ πατήρ μου τὴν γῆν·
ἰδὲ δὴ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί
μου ὅτι ἐγευσάμην βραχύ τι τοῦ
μέλιτος τούτου·
|
29
Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν ἔμαθε τὸν
ὅρκον τοῦ πατρός του, εἶπεν·
<ὁ πατέρας μου ἔβλαψε τὸν λαόν.
Κυττάξτε ὅτι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν
μου ἐζωήρευσε μὲ τὸ ὀλίγον
μέλι τὸ ὁποῖον ἐγεύθην.
|
29
Καὶ ἀφοῦ ἔμαθε τὰ σχετικὰ
μὲ τὸν ὅρκον ὁ Ἰωνάθαν
εἶπε: <Ὁ πατέρας μου ἔβλαψε τὴν
πατρίδα μας μὲ τὸν ὅρκον του. Πρόσεξε
καὶ θὰ διαπιστώσῃς ὅτι, μόλις ἐγεύθηκα
ὀλίγον ἀπὸ αὐτὸ τὸ μέλι,
ἐζωήρευσαν τὰ μάτια μου.
|
30
ἀλλ' ὅτι εἰ ἔφαγεν ἔσθων σήμερον
ὁ λαὸς τῶν σκύλων τῶν ἐχθρῶν
αὐτῶν, ὧν εὗρεν, ὅτι νῦν
ἂν μείζων ἦν ἡ πληγὴ ἡ
ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις.
|
30
Ἐὰν ὁ λαὸς ἔτρωγε σήμερον
ἀπὸ τὴν πολεμικὴν λείαν, ἀπὸ
τὰ λάφυρα ποὺ περιῆλθον εἰς
τὰ χέρια του, θὰ ἐνισχύετο καὶ
ἡ θραῦσις κατὰ τῶν Φιλισταίων
θὰ ἦτο πολὺ μεγαλυτέρα>.
|
30
Ἐὰν λοιπὸν ἔτρωγε κανονικὰ ὁ
λαὸς σήμερα ἀπὸ τὰς τροφάς, ποὺ
τὰς εὑρῆκεν ὡς λάφυρα τῶν ἐχθρῶν
του, θὰ ἔπαιρνε δύναμιν καὶ θὰ ἐπέφερεν
εἰς τοὺς ἀλλοφύλους κτύπημα μεγαλύτερον
ἀπὸ τὸ τωρινόν>. |
31
Καὶ ἐπάταξεν ἐν τῇ ἡμέρα
ἐκείνῃ ἐκ τῶν ἀλλοφύλων
ἐν Μαχμάς, καὶ ἐκοπίασεν ὁ
λαὸς σφόδρα. |
31
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐν τούτοις
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
ἐκτύπησε τὸ τμῆμα
τῶν Φιλισταίων, ποὺ
εὑρίσκετο εἰς Μαχμάς, ἀλλὰ
ἐκοπίασε πολὺ καὶ περιέπεσεν
εἰς μεγάλην ἐξάντλησιν λόγῳ
τῆς πείνης.
|
31
Κατετρόπωσαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸν στρατὸν
τῶν Φιλισταίων, ποὺ ἦτο εἰς τὴν
Μαχμάς, ἀλλ’ ἐκόπιασαν πολὺ ἐξ
αἰτίας καὶ τῆς ἀσιτίας.
|
32
Καὶ ἐκλήθη ὁ λαὸς εἰς
τὰ σκυλα, καὶ ἔλαβεν ὁ λαὸς
ποίμνια καὶ βουκόλια καὶ τέκνα
βοῶν καὶ ἔσφαξεν ἐπὶ τὴν
γῆν, καὶ ἔσθιεν ὁ λαὸς σὺν
τῷ αἵματι. |
32
Μετὰ τὸ πέρας τῆς νηστείας,
ὁ λαὸς προσεκλήθη εἰς
τὰ λάφυρα τῶν Φιλισταίων νὰ
λάβῃ καὶ νὰ φάγῃ. Ἔλαβαν
λοιπὸν πρόβατα, βόδια, μοσχάρια, τὰ
ὁποῖα ἔσφαζαν κάτω εἰς τὸ
χῶμα καὶ ἔφαγαν τὸ κρέας πρὶν
ἀκόμη στραγγίσῃ τὸ αἷμα.
|
32
Μετὰ ταῦτα προσεκλήθη ὁ λαὸς τοῦ
Ἰσραήλ, διὰ νὰ πάρῃ μέρος εἰς
τὴν διανομὴν τῶν λαφύρων. Καὶ ἐπῆραν
οἱ Ἰσραηλῖται κοπάδια πρόβατα καὶ
βόδια καὶ μοσχάρια καὶ τὰ ἔσφαξαν
κατὰ γῆς. Τὰ ἔψησαν ὅμως βιαστικὰ
καὶ τὰ ἔτρωγαν, πρὶν νὰ χυθῇ
τελείως τὸ αἷμα των, πρᾶγμα ποὺ ἀπηγορεύετο
ἀπὸ τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου.
|
33
Καὶ ἀπηγγέλη Σαοὺλ λέγοντες·
ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς τῷ Κυρίῳ
φαγῶν σὺν τῷ αἵματι. Καὶ εἶπε
Σαοὺλ ἐκ Γεθθαίμ· κυλίσατέ
μοι λίθον ἐνταύθα μέγαν.
|
33
Ἐγνωστοποιήθη εἰς τὸν Σαοὺλ
τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ
ὁ λαὸς ἡμάρτησεν ἀπέναντι
τοῦ Κυρίου, διότι ἔφαγε
κρέας μαζῆ μὲ τὸ αἷμα,
πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀπηγόρευεν
ὁ Θεός. Ὁ Σαοὺλ ὁ ὁποῖος
εὑρίσκετο εἰς
Γεθθαίμ, εἶπε·
<κυλίσατέ μου καὶ
φέρετε ἐδῶ ἕνα μεγάλον
λίθον.
|
33
Ἔτρεξαν τότε καὶ ἔφεραν τὴν εἴδησιν
εἰς τὸν Σαοὺλ καὶ τοῦ εἶπαν:
<Ἔχει ἁμαρτήσει ὁ λαὸς ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, διότι ἔφαγε τὰ κρέατα μὲ
τὸ αἷμα των>. Καὶ εἶπεν ὁ
Σαοὺλ ἀπὸ τὴν θέσιν Γεθθαίμ, ὅπου
εὑρίσκετο: <Νὰ κυλίσετε καὶ νὰ
μοῦ φέρετε ἐδῶ μίαν μεγάλην πέτραν>.
|
34
Καὶ εἶπε Σαούλ· διασπάρητε ἐν
τῷ λαῷ καὶ εἴπατε αὐτοῖς
προσαγαγεῖν ἐνταῦθα ἕκαστος τὸν
μόσχον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸ
πρόβατον αὐτοῦ, καὶ σφαζέτω
ἐπὶ τούτου, καὶ οὐ μὴ
ἁμάρτητε τῷ Κυρίῳ τοῦ
ἐσθίειν σὺν τῷ αἵματι·
καὶ προσῆγεν ὁ λαὸς ἕκαστος
τὸ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ
ἔσφαζον ἐκεῖ. |
34
Εἶπεν ἀκόμη Σαούλ· <διασκορπισθῆτε
ἀνάμεσα εἰς ὅλον τὸν λαὸν
καὶ εἴπατε εἰς τοὺς ἀνθρώπους
νὰ φέρῃ ὁ
καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ἐδῶ
τὸ μοσχάρι του, τὸ πρόβατόν
του καὶ ἂς σφάξουν αὐτὰ
εἰς τὸ μέρος
τοῦτο. Ἔτσι, δὲν θὰ ἁμαρτήσετε
τρώγοντες τὰς σάρκας μαζῆ μὲ
τὸ αἷμα>. Πράγματι ὁ καθένας
ἐκ τοῦ λαοῦ ἔφερε τὸ ζῶον,
ποὺ ἦτο εἰς
τὴν κατοχήν του, τὸ
ἔσφαζεν ἐκεῖ καὶ
τὸ αἷμα ἐχύνετο κοντὰ εἰς
τὸν λίθον, ποὺ ἐπεῖχε θέσιν
θυσιαστηρίου.
|
34
Εἶπε κατόπιν ὁ Σαούλ: <Σκορπισθῆτε μέσα
εἰς τὸν λαὸν καὶ νὰ τοὺς
εἰπῆτε νὰ φέρῃ ἐδῶ καθάνας
τὸ μοσχάρι του καὶ ἄλλος τὸ ἀρνί
του καὶ νὰ τὸ σφάζῃ ἐπάνω εἰς
αὐτὴν τὴν πέτραν ὡς εἰς ἄλλο
θυσιαστήριον καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἁμαρτάνετε
ἐνώπιον Κυρίου. Διότι τὸ αἷμα των θὰ
στραγγίζῃ εἰς τὴν πέτραν καὶ δὲν
θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὰ σφαχτά,
ποὺ θὰ τρώγετε>. Καὶ ἔφεραν οἱ
Ἰσραηλῖται, καθένας αὐτὸ ποὺ
εἶχε πάρει διὰ τὸν ἑαυτόν του
καὶ τὰ ἔσφαζαν ἐκεῖ.
|
35
Καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Σαοὺλ
θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ· τοῦτο
ἤρξατο Σαοὺλ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον
τῷ Κυρίῳ. |
35
Ἔτσι ὁ Σαοὺλ οἰκοδόμησεν
ἐκεῖ θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν
τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ δὲ ἦτο
τὸ πρῶτον θυσιαστήριον,
τὸ ὁποῖον οἰκοδόμησεν ὁ
Σαοὺλ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου.
|
35
Ἔκτισε δὲ ἐκεῖ ὁ Σαοὺλ
θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ
μάλιστα τὸ θυσιαστήριον ἦτο τὸ πρῶτον,
ποὺ ἀνήγειρεν ὁ Σαοὺλ πρὸς τιμὴν
τοῦ Κυρίου. |
36
Καὶ εἶπε Σαούλ· καταβῶμεν ὀπίσω
τῶν ἀλλοφύλων τὴν νύκτα καὶ
διαρπάσωμεν ἐν αὐτοῖς ἕως διαφαύσῃ
ἡμέρα, καὶ μὴ ὑπολείπωμεν
ἐν αὐτοῖς ἄνδρα. Καὶ εἶπαν·
πᾶν τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιόν
σου ποίει. Καὶ εἶπεν ὁ ἱερεύς·
προσέλθωμεν ἐνταύθα πρὸς τὸν
Θεόν. |
36
Εἶπε τότε ὁ Σαοὺλ εἰς τὸν
λαόν του· <ἂς καταβῶμεν καὶ
νὰ συνεχίσωμεν τὴν καταδίωξιν τῶν
Φιλισταίων κατὰ τὴν νύκτα. Ἂς
λεηλατήσωμεν αὐτούς, ἕως ὅτου
ἐξημερώσῃ, καὶ ἂς μὴ ἀφήσωμεν
κανένα ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ζήσῃ>.
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπήντησαν·
<ὅ,τι σοῦ φαίνεται καλόν, αὐτὸ
καὶ κάμε>. Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς
Ἀχιὰ ἐπρότεινεν· <ἂς
πλησιάσωμεν καὶ ἂς ἐρωτήσωμεν
διὰ τοῦτο τὸν Θεόν>.
|
36
Καὶ εἶπεν ὁ Σαούλ: <Ἂς πάρωμεν
τὸν κατηφορικὸν δρόμον πίσω ἀπὸ τοὺς
ἐχθροὺς κατὰ τὴν νύκτα καὶ ἂς
ἁρπάξωμεν τὰ ὑπάρχοντά των μέχρι
νὰ χαράξῃ ἡ ἡμέρα καὶ ἂς
μὴ ἀφήσωμεν ζωντανὸν κανένα ἄνδρα
ἀπὸ αὐτούς>. Καὶ τοῦ εἶπαν:
<Κάνε ὅ,τι νομίζεις καλόν>. Εἶπεν ὅμως
ὁ ἀρχιερεύς: <Ἂς πλησιάσωμεν προηγουμένως
ἐδῶ εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ
ἂς ἐρωτήσωμεν τὸν Θεὸν δι’ αὐτό,
ποὺ σχεδιάζεις νὰ κάνής>.
|
37
Καὶ ἐπηρώτησε Σαοὺλ τὸν Θεόν·
εἰ καταβῶ ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων,
εἰ παραδώσεις αὐτοὺς εἰς χεῖρας
Ἰσραήλ; Καὶ οὐκ ἀπεκρίθη
αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ. |
37
Ὁ Σαοὺλ ἠρώτησε τὸν Θεόν·
<νὰ καταβῶ καὶ νὰ συνεχίσω
τὴν καταδίωξιν τῶν Φιλισταίων; Θὰ
παραδώσῃς αὐτοὺς εἰς τὰ
χέρια ἡμῶν τῶν Ἰσραηλιτῶν;>
Ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἀπήντησε
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
|
37
Καὶ ἐρώτησε ὁ Σαοὺλ τὸν
Θεόν: <Νὰ κατεβῶ διὰ νὰ καταδιώξω
τοὺς Φιλισταίους; Θὰ τοὺς παραδώσῃς
ἄραγε εἰς τὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν;>
Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τοῦ ἀπεκρίθη
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
|
38
Καὶ εἶπε Σαούλ· προσαγάγετε ἐνταύθα
πάσας τὰς γωνίας τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ἐν τίνι
γέγονεν ἡ ἁμαρτία αὕτη σήμερον·
|
38
Ὁ Σαοὺλ ἔδωσεν ἐντολὴν καὶ
εἶπε· <φέρετε ἐδῶ ὅλους
τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ. Ἐξετάσατε
καὶ μάθετε, ποῖος διέπραξε τὴν
ἁμαρτίαν αὐτὴν σήμερον.
|
38
Εἶπε τότε ὁ Σαούλ: <Νὰ φέρετε ἐδῶ
ὅλους τοὺς ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ νὰ ἐρευνήσετε
καὶ νὰ μάθετε ποῖος ἀπὸ ὅλους
μας διέπραξε σήμερα τὴν σοβαρὰν αὐτὴν
ἁμαρτίαν, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας
δὲν μᾶς ἀπαντᾷ ὁ Κύριος.
|
39
ὅτι ζῇ Κύριος ὁ σώσας τὸν
Ἰσραήλ, ὅτι ἐὰν ἀποκριθῇ
κατὰ Ἰωνάθαν του υἱοῦ μου, θανάτῳ
ἀποθανεῖται. Καὶ οὐκ ἦν ὁ
ἀποκρινόμενος ἐκ παντὸς τοῦ
λαοῦ. |
39
Διότι, ὁρκίζομαι εἰς τὸν ζῶντα
Κύριον, ὁ ὁποῖος ἔσωσε τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅτι καὶ ἂν
ἀκόμη ἡ ἀπάντησις εἶναι
ἐναντίον τοῦ υἱοῦ μου τοῦ
Ἰωνάθαν, θὰ καταδικασθῇ καὶ
αὐτὸς εἰς θάνατον>. Κανεὶς
ὅμως ἀπὸ τὸν λαὸν δὲν
ἀπήντησεν εἰς τὴν ἔνορκον αὐτὴν
ἔκκλησιν τοῦ Σαούλ. |
39
Ὁρκίζομαι δὲ εἰς τὸν Κύριον, ποὺ
ζῇ καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, ὅτι
καὶ ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ υἱός
μου, ὁ Ἰωνάθαν, ἀποδειχθῇ ἔνοχος
τῆς ἁμαρτίας, θὰ τιμωρηθῇ μὲ
θάνατον ὁπωσδήποτε>. Κανεὶς ὅμως ἀπὸ
ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας δὲν ἔδιδε
κάποιαν ἀπάντησιν εἰς τὸν βασιλέα.
|
40
Καὶ εἶπε παντὶ ἀνδρὶ Ἰσραήλ·
ὑμεῖς ἔσεσθε εἰς δουλείαν, καὶ
ἐγὼ καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱός
μου ἐσόμεθα εἰς δουλείαν. Καὶ
εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ·
τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου
ποίει. |
40
Ὁ Σαοὺλ εἶπε τότε εἰς τοὺς
σιωπῶντας Ἰσραηλίτας· <σεῖς
μὲ τὴν σιωπήν σας, ποὺ δὲν ἀποκαλύπτετε
τὸν ἔνοχον, ὁδηγεῖτε τὸν ἑαυτόν
σας εἰς ὑποδούλωσιν. Μαζῆ δὲ
μὲ σᾶς θὰ γίνωμεν δοῦλοι τῶν
Φιλισταίων καὶ ἐγὼ καὶ ὁ
Ἰωνάθαν>. Ὁ λαὸς τότε ἀπήντησε·
<κάμε ὅ,τι θέλεις>.
|
40
Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ εἰς ὅλους
τοὺς ἄνδρας τοῦ Ἰσραήλ: <Μὲ
τὴν στάσιν ποὺ τηρεῖτε, θὰ σκλαβωθῆτε
καὶ σεῖς, συγχρόνως δὲ θὰ γίνωμεν
σκλάβοι καὶ ἐγώ καὶ ὁ υἱός μου
ὁ Ἰωνάθαν>. Καὶ εἶπεν ὁ
λαὸς εἰς τὸν Σαούλ: <Κάνε ὅ,τι
σοῦ φαίνεται καλόν>. |
41
Καὶ εἶπε Σαούλ· Κύριε ὁ
Θεὸς Ἰσραήλ, τί ὅτι οὐκ
ἀπεκρίθης τῷ δούλῳ σου σήμερον;
Εἰ ἐν ἐμοὶ ἢ ἐν Ἰωνάθαν
τῷ υἱῷ μου ἡ ἀδικία; Κύριε
ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ δὸς δήλους·
καὶ ἐὰν τάδε εἴπῃς, ἐν
τῷ λαῷ σου Ἰσραήλ, δὸς δὴ
ὁσιότητα. Καὶ κληροῦται Ἰωνάθαν
καὶ Σαούλ, καὶ ὁ λαὸς ἐξῆλθε.
|
41
Εἶπε τότε ὁ Σαοὺλ πρὸς τὸν
Θεόν· <Κύριε, Θεὲ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, διατὶ δὲν ἀπήντησες εἰς
ἐμὲ τὸν δοῦλον σου σήμερον,
ποὺ σὲ ἡρώτησα; Ἐὰν ἡ
παράβασις ἔγινεν ἀπὸ ἐμὲ
ἢ ἀπὸ τὸν Ἰωνάθαν, ὦ
Κύριε, Θεὲ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, φανέρωσε τοῦτο μὲ τὴν
δήλωσιν ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ
ἀρχιερατικὸν ἐφούδ. Ἐὰν
ὅμως ἡ ἐνοχὴ βαρύνῃ τὸν
λαόν, φανέρωσον τοῦτο μὲ τὴν
ἀλήθειαν ποὺ ὑπάρχει εἰς
τὸ ἐφούδ>. Ἔγινε κλῆρος καὶ
ὁ κλῆρος ἔπεσε καὶ ὥρισεν ὡς
ἐνόχους τὸν Ἰωνάθαν καὶ
τὸν Σαούλ. Ὁ λαὸς ἀπηλλάγη
ἀπὸ κάθε εὐθύνην.
|
41
Καὶ εἶπεν ὁ Σαούλ: <Κύριε, σὺ ποὺ
εἶσαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, διατὶ
δὲν ἔδωσες ἀπάντησιν σήμερα εἰς τὸν
δοῦλον σου; Μήπως ἡ ἐνοχὴ τῆς
παρανομίας βαρύνει ἐμὲ ἢ τὸν υἱόν
μου Ἰωνάθαν; Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραήλ, φανέρωσέ το μὲ τὴν <Δήλωσιν>,
ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ ἐφώδ.
Ἐὰν ὅμως ἡ ἐνοχή, τὴν
ὁποίαν γνωρίζεις, βαρύνῃ τὸν λαόν, φανέρωσέ
το μὲ τὴν <Ὁσιότητα> (τὸ δεύτερον
δηλαδὴ σκεῦος ποὺ ὑπῆρχεν εἰς
τὸ Ἐφὼδ καὶ τὸ ὁποῖον
ἐλέγετο καὶ <Ἀλήθεια>), Μὲ αὐτὰ
τὰ δύο σκεύη σὰν μὲ κλήρους ἐφανέρωνε
ὁ Θεὸς τὸ θέλημά Του. Καὶ ἔπεσεν
ὁ κλῆρος μαζὶ εἰς τὸν Ἰωνάθαν
καὶ τὸν Σαούλ, ὁ δὲ λαὸς ἀπηλλάγη
ἀπὸ κάθε ἐνοχήν.
|
42
Καὶ εἶπε Σαούλ· βάλετε ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον
Ἰωνάθαν του υἱοῦ μου· ὃν
ἂν κατακληρώσηται Κύριος, ἀποθανέτω.
Καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ·
οὐκ ἔστι τὸ ρῆμα τοῦτο. Καὶ
κατεκράτησε Σαοὺλ τοῦ λαοῦ, καὶ
βάλλουσιν ἀνὰ μέσον αὐτοῦ
καὶ ἀνὰ μέσον Ἰωνάθαν
του υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ κατακληροῦται
Ἰωνάθαν. |
42
Εἶπε τότε ὁ Σαούλ· <βάλτε
κλήρους δι' ἐμὲ καὶ διὰ τὸν
υἱόν μου τὸν Ἰωνάθαν. Ἐκεῖνος
δέ, τὸν ὁποῖον διὰ τοῦ
κλήρου θὰ δείξῃ ὁ Κύριος,
θὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον>. Ὁ
λαὸς ἀπήντησε· <δὲν ἠμπορεῖ
νὰ γίνῃ κάτι τέτοιο>. Ἀλλὰ,
ἡ γνώμη τοῦ Σαοὺλ ἐπεκράτησεν.
Ἔγινε κλήρωσις μεταξὺ αὐτοῦ
καὶ τοῦ υἱοῦ του τοῦ Ἰωνάθαν,
ὁ δὲ κλῆρος ἔδειξεν ὡς ἔνοχον
τὸν Ἰωνάθαν. |
42
Εἶπε τότε ὁ Σαούλ: <Βάλετε κλήρους μεταξὺ
ἐμοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ μου
Ἰωνάθαν. Αὐτόν, ποὺ θὰ δείξῃ
ὁ Κύριος μὲ τοὺς κλήρους ὡς ἔνοχον,
νὰ τὸν θανατώσετε ἀμέσως>. Καὶ
εἶπεν ὁ λαὸς εἰς τὸν Σαούλ:
<Δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ αὐτό>.
Ἐπέβαλεν ὅμως τὴν γνώμην του εἰς τὸν
λαὸν ὁ Σαοὺλ καὶ ἔβαλαν κλήρους
μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ
του Ἰωνάθαν καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος
εἰς τὸν Ἰωνάθαν.
|
43
Καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Ἰωνάθαν·
ἀπάγγειλόν μοι τί πεποίηκας.
Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰωνάθαν
καὶ εἶπε· γευόμενος ἐγευσάμην
ἐν ἄκρῳ τῷ σκήπτρω τῷ
ἐν τῇ χειρί μου βραχὺ μέλι,
καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνῄσκω.
|
43
Ὁ Σαοὺλ ἠρώτησε τὸν Ἰωνάθαν·
<πές μου, τί ἔκαμες;> Ὁ Ἰωνάθαν
ἀνέφερεν εἰς αὐτὸν καὶ
εἶπεν· <μὲ τὸ ἄκρον τῆς
ράβδου μου, ποὺ εὑρίσκετο εἰς
τὰ χέρια μου, ἐπῆρα καὶ ἐγεύθην
ὀλίγον μέλι. Καὶ νά, τώρα
ἐγὼ διὰ τοῦτο καταδικάζομαι
εἰς θάνατον>. |
43
Εἶπε τότε ὁ Σαοὺλ εἰς τὸν Ἰωνάθαν:
<Πές μου, τὶ ἔκανες;> Καὶ ὡμολόγησεν
ὁ Ἰωνάθαν τὴν πρᾶξιν του καὶ
εἶπεν: <Ἐπῆρα μὲ τὴν ἄκρην
τοῦ σκήπτρου, αὐτοῦ τοῦ ραβδιοῦ,
ποὺ κρατῶ εἰς τὸ χέρι μου, λίγο μέλι
καὶ μόλις ποὺ τὸ ἐγεύθηκα καὶ
νὰ τώρα ὅτι εξ αἰτίας αὐτοῦ
κρίνομαι ὡς ἔνοχος θανάτου>.
|
44
Καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαούλ· τάδε
ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε
προσθείη, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ
σήμερον. |
44
Ὁ Σαοὺλ εἶπεν εἰς αὐτόν·
<οἰανδήποτε τιμωρίαν καὶ ἂν
θέλῃ ἂς μοῦ ἐπιβάλῃ
ὁ Κύριος, καὶ τὴν ἀκόμη
βαρυτέραν ἂς προσθέσῃ, ἐὰν
δὲν καταδικασθῇς σήμερον εἰς θάνατον>.
|
44
Καὶ ὁ Σαοὺλ τοῦ εἶπε: <Νὰ
μοῦ στείλῃ ὁ Θεὸς ὁποιανδήποτε
τιμωρίαν καὶ ἂς προσθέσῃ καὶ ὅ,τι
ἄλλο θέλει, ἐὰν δὲν τηρήσω τὸν
ὅρκον μου. Ἐφ’ ὅσον τὸ εἶπα,
θὰ τιμωρηθῇς ὁπωσδήποτε σήμερα μὲ
θάνατον>. |
45
Καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ·
εἰ σήμερον θανατωθήσεται ὁ ποιήσας
τὴν σωτηρίαν τὴν μεγάλην ταύτην
ἐν Ἰσραήλ; Ζῇ Κύριος, εἰ
πεσεῖται τριχὸς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ
ἐπὶ τὴν γῆν· ὅτι ὁ
λαὸς τοῦ Θεοῦ ἐποίησε τὴν
ἡμέραν ταύτην. Καὶ προσηύξατο
ὁ λαὸς περὶ Ἰωνάθαν ἐν
τῇ ἡμέρα ἐκείνῃ, καὶ
οὐκ ἀπέθανε. |
45
Ὁ ἰσραηλιτικὸς ὅμως λαὸς εἶπεν
εἰς τὸν Σαούλ· <θὰ θανατωθῇ
λοιπὸν ὁ Ἰωνάθαν σήμερον, αὐτὸς
ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ αἴτιος
τῆς μεγάλης νίκης τῶν Ἰσραηλιτῶν;
Ὁ Κύριος ζῇ καὶ δὲν θὰ
πέσῃ οὔτε τρίχα ἀπὸ τὴν
κεφαλὴν τοῦ Ἰωνάθαν>. Ὁ λαὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπέτυχε
τὴν νίκην ἐκείνην, αὐτὸς
προσηυχήθη ὑπὲρ τοῦ Ἰωνάθαν
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
καὶ ἔτσι δὲν κατεδικάσθη αὐτὸς
εἰς θάνατον. |
45
Εἶπεν ὅμως ὁ λαὸς εἰς τὸν
Σαούλ: <Εἶναι σωστὸν νὰ θανατωθῇ
σήμερα αὐτός, ποὺ προεκάλεσε αὐτὴν
τὴν μεγάλην νίκην καὶ σωτηρίαν τοῦ Ἰσραήλ;
Ὁρκιζόμαστε εἰς τὸν Κύριον, ποὺ ζῇ
καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, ὅτι δὲν
θὰ ἀφήσωμεν νὰ πέσῃ εἰς
τὴν γῆν οὔτε τρίχα ἀπὸ τὸ
κεφάλι του. Ἐμεῖς εἴμαστε ἄλλως τε
ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμεγαλούργησε
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν, καὶ πρέπει
νὰ εἰσακουσθῇ τὸ αἴτημά
μας>. Καὶ προσηυχήθη ὁ λαὸς ὑπὲρ
τοῦ Ἰωνάθαν κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην καὶ δὲν ἐθανατώθη.
|
46
Καὶ ἀνέβη Σαοὺλ ἀπὸ ὄπισθεν
τῶν ἀλλοφύλων, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι
ἀπῆλθον εἰς τὸν τόπον αὐτῶν.
|
46
Ὁ Σαοὺλ συνέχισε τὴν καταδίωξιν
τῶν Φιλισταίων εἰς Γαβαά, οἱ
δὲ Φιλισταῖοι πανικόβλητοι ἐπανῆλθον
εἰς τὴν χώραν των. |
46
Κατεδίωξε δὲ τοὺς Φιλισταίους ὁ Σαοὺλ
καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἔφυγαν κυνηγημένοι
εἰς τὴν χώραν των. |
47
Καὶ Σαοὺλ κατακληροῦται ἔργον ἐπὶ
Ἰσραήλ. Καὶ ἐπολέμει κύκλῳ
παντὸς τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ,
εἰς τὸν Μωὰβ καὶ εἰς τοὺς
υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ εἰς τοὺς
υἱοὺς Ἐδὼμ καὶ εἰς τὸν
Βαιθεὼρ καὶ εἰς βασιλέα Σουβὰ
καὶ εἰς τοὺς ἀλλοφύλους·
οὗ ἂν ἐστράφη, ἐσῴζετο.
|
47
Ὁ Σαοὺλ εἶχε λάβει μὲ θεῖον
κλῆρον τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν
ἐπὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
καὶ ἐπολέμησε τοὺς γύρω ἐχθρούς
του, δηλαδὴ τοὺς Μωαβίτας, τοὺς Ἀμμωνίτας,
τοὺς Ἰδουμαίους, τοὺς κατοικοῦντας
Βαιθεώρ, τὸν βασιλέα Σουβὰ καὶ
τοὺς Φιλισταίους. Ὅπουδήποτε δὲ
καὶ ἂν ἔστρεφε τὰς πολεμικάς
του ἐπιχειρήσεις, ἐνικοῦσε.
|
47
Ὁ δὲ Σαοὺλ μετὰ τὴν ἐκλογήν
του ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶχεν ὡς
ἔργον του νὰ κυβερνᾷ τὸν Ἰσραὴλ
καὶ νὰ μάχεται ἐναντίον ὅλων τῶν
ἐχθρῶν του, ποὺ τὸν περιεκύκλωναν·
μὲ τοὺς Μωαβίτας, μὲ τοὺς Ἀμμωνίτας,
μὲ τοὺς Ἰδουμαίους, μὲ τοὺς
κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Βαιθεώρ, μὲ
τὸν βασιλέα Σουβὰ καὶ μὲ τοὺς
Φιλισταίους. Παντοῦ δέ, ὅπου ἐστράφη καὶ
ἐπολέμησεν, ἐνικοῦσε.
|
48
Καὶ ἐποίησε δύναμιν καὶ ἐπάταξε
τὸν Ἀμαλὴκ καὶ ἐξείλατο
τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς τῶν
καταπατούντων αὐτόν.
|
48
Συνεκέντρωσε δὲ πολὺν στρατὸν καὶ
ἐπολέμησε τοὺς Ἀμαληκίτας, τοὺς
ἐνίκησε καὶ ἔτσι ἀπήλλαξε
τὸν ἰσραηλιτικόν λαὸν ἀπὸ
τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν των, κάτω
ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ὁποίων
εὑρίσκοντο καὶ συνεχῶς ἐλεηλατοῦντο.
|
48
Καὶ συνεκέντρωσε μεγάλην πολεμικὴν δύναμιν καὶ
κατετρόπωσε τοὺς Ἀμαληκίτας καὶ ἐλυτρωσε
τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὰ χέρια
ἐκείνων, ποὺ τοὺς ἐτυραννοῦσαν.
|
49
Καὶ ἦσαν οἱ υἱοὶ Σαοὺλ
Ἰωνάθαν καὶ Ἰεσσιοὺ καὶ
Μελχισά· καὶ ὀνόματα τῶν
δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ὄνομα τῇ
πρωτοτόκῳ Μερόβ, καὶ ὄνομα τῇ
δευτέρᾳ Μελχόλ·
|
49
Οἱ υἱοὶ τοῦ Σαοὺλ ἦσαν·
Ὁ Ἰωνάθαν, ὁ Ἰεσσιοὺ καὶ
ὁ Μελχισά. Αἱ δὲ δύο θυγατέρες
του ὠνομάζοντο, ἡ μὲν πρωτότοκος
ὠνομάζετο Μερόβ, ἡ δὲ δευτερότοκος
ὠνομάζετο Μελχόλ. |
49
Υἱοὶ δὲ τοῦ Σαοὺλ ἦσαν
ὁ Ἰωνάθαν, ὁ Ἰεσσιοὺ καὶ
ὁ Μελχισά. Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν
δύο θυγατέρων του ἦσαν τὰ ἑξῆς: Ἡ
πρωτότοκος ὠνομάζετο Μερὸβ καὶ ἡ δευτέρα
ἐλέγετο Μελχόλ. |
50
καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ αὐτοῦ
Ἀχινοὸμ θυγάτηρ Ἀχιμάας. Καὶ
ὄνομα τῷ ἀρχιστρατήγῳ αὐτοῦ
Ἀβεννήρ, υἱὸς Νήρ, υἱοῦ
οἰκείου Σαούλ·
|
50
Ἡ σύζυγος τοῦ Σαοὺλ ὠνομάζετο
Ἀχινοόμ, ἦτο δὲ θυγάτηρ τοῦ
Ἀχιμάας. Ὁ ἀρχιστράτηγός
του ὠνομάζετο Ἀβεννὴρ καὶ ἦτο
υἱὸς τοῦ Νήρ, υἱοῦ τοῦ
θείου τοῦ Σαούλ. |
50
Ἡ δὲ γυναῖκα του, ποὺ ἦτο κόρη
τοῦ Ἀχιμάας, ἐλέγετο Ἀχινόομ. Ὁ
δὲ ἀρχιστράτηγός του ὠνομάζετο Ἀβεννὴρ
καὶ ἦτο υἱὸς τοῦ Νήρ, ποὺ
ἦτο συγγενής (θεῖος) τοῦ Σαούλ.
|
51
καὶ Κὶς πατὴρ Σαοὺλ καὶ Νὴρ
πατὴρ Ἀβεννὴρ υἱὸς Ἰαμὶν
υἱοῦ Ἀβιήλ.
|
51
Ὁ πατὴρ τοῦ Σαοὺλ ὠνομάζετο
Κίς. Ὁ δὲ πατὴρ τοῦ Ἀβεννὴρ
ὠνομάζετο Νήρ, ἦτο δὲ υἱὸς
τοῦ Ἰαμίν, ὁ ὁποῖος πάλιν
ἦτο υἱὸς τοῦ Ἀβιήλ.
|
51
Ὁ δὲ Κὶς ἦτο πατέρας τοῦ Σαοὺλ
καὶ ὁ Νὴρ πατέρας τοῦ Ἀβεννήρ.
Ἦτο δὲ ὁ Νὴρ υἱὸς τοῦ
ἰαμΊν, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ
Ἀβιήλ. |
52
Καὶ ἦν ὁ πόλεμος κραταιὸς ἐπὶ
τοὺς ἀλλοφύλους πάσας τὰς ἡμέρας
Σαούλ. Καὶ ἰδὼν Σαοὺλ πάντα
ἄνδρα δυνατὸν καὶ πάντα ἄνδρα
υἱὸν δυνάμεως καὶ συνήγαγεν
αὐτοὺς πρὸς αὐτόν. |
52
Καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς
τοῦ Σαοὺλ ὁ πόλεμος τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἐναντίον τῶν Φιλισταίων ὑπῆρξεν
ἔντονος. Ὁ Σαούλ, ὅταν ἔβλεπε
ἄνδρα δυνατὸν καὶ ἱκανόν, τὸν
προσελάμβανεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν
του. |
52
Καθ' ὅλον δὲ τὸ χρονικὸν διάστημα
τῆς βασιλείας τοῦ Σαοὺλ ὁ πόλεμος
ἐναντίον τῶν Φιλισταιων ἦτο πεισματώδης
καὶ σκληρός. Κάθε ἄνδρα δὲ δυνατόν, ποὺ
ἔβλεπεν ὁ Σαούλ, ὅπως καὶ κάθε ἄνδρα
μὲ ἱκανότητας καὶ ἀντοχήν, τοὺς
ἐμάζευεν ὅλους κοντὰ του ὡς
στρατιώτας του. |