Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἔγνω Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ὅτι
ἡ καρδία τοῦ βασιλέως ἐπὶ
Ἀβεσσαλώμ. |
Ἱωάβ,
ὁ υἱὸς τῆς Σαρουΐας, ἀδελφὸς
τοῦ Δαυίδ, ἀντελήφθη ὅτι ἡ
καρδία τοῦ βασιλέως εἶχε πραϋνθῆ
καὶ διέκειτο συμπαθῶς πρὸς τὸν
Ἀβεσσαλώμ. |
ταν
δὲ ὁ Ἰωάβ, ὁ υἱὸς
τῆς ἀδελφῆς τοῦ Δαβὶδ ποὺ
ὠνομάζετο Σαρουΐα, ἀντελήφθη ὅτι εἶχεν
ἀλλάξει ἡ διάθεσις τοῦ βασιλέως καὶ
δὲν ἐστρέφετο πλέον ἡ καρδία του ἐναντίον
τοῦ Ἀβεσσαλώμ, ὥστε νὰ θέλῃ
τὴν τιμωρίαν του, ἔκανε τὸ ἑξῆς:
|
2
Καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ εἰς
Θεκωέ, καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν γυναῖκα
σοφὴν καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν·
πένθησον δὴ καὶ ἔνδυσαι ἱμάτια
πενθικὰ καὶ μὴ ἀλείψῃ
ἔλαιον καὶ ἔσῃ ὡς γυνὴ
πενθοῦσα ἐπὶ τεθνηκότι τοῦτο
ἡμέρας πολλὰς |
2
Ἔστειλε λοιπὸν εἰς τὴν πόλιν
Θεκωὲ ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
ἐπῆρεν ἀπὸ ἐκεῖ μίαν
σοφὴν γυναῖκα καὶ τὴν ὁδήγησε
πρὸς τὸν Ἰωάβ. Ὁ Ἰωὰβ
εἶπε πρὸς αὐτήν· <προσποιήσου,
ὅτι πενθεῖς. Φόρεσε πένθιμα ἐνδύματα,
μὴ ἀλειφθῇς μὲ ἀρωματῶδες
ἔλαιον καὶ γενικῶς θὰ φαίνεσαι
σὰν γυναίκα, ἡ ὁποία πενθεῖ
διὰ κάποιον νεκρὸν καὶ ὅτι τὸ
πένθος αὐτὸ χρονολογεῖται ἀπὸ
πολὺν χρόνον. |
2
Ἔστειλεν ὁ ἀρχιστράτηγος Ἰωὰβ
ἀπεσταλμένους του εἰς τὴν πόλιν Θεκωὲ
καὶ ἐπῆρε ἀπὸ ἐκεῖ
μίαν ἔξυπνην καὶ συνετὴν γυναῖκα καὶ
τῆς εἶπε: <Θέλω νὰ προσποιηθῇς
ὅτι ἔχεις πένθος. Νὰ φορέσῃς λοιπὸν
πένθιμα ἐνδύματα καὶ νὰ μὴ ἀλειφθῇς
μὲ λάδι ἀμωματικόν, ὅπως κάνεις
ἄλλοτε, ἀλλὰ νὰ φαίνεσαι σὰν
γυναῖκα ποὺ πενθεῖ ἐπὶ πολὺν
καιρὸν διὰ κάποιον νεκρὸν συγγενῆ
της. |
3
καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν βασιλέα
καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτὸν κατὰ
τὸ ρῆμα τοῦτο· καὶ ἔθηκεν
Ἰωὰβ τοὺς λόγους ἐν τῷ
στόματι αὐτῆς.
|
3
Ἔτσι, θὰ παρουσιασθῇς πρὸς τὸν
βασιλέα καὶ θὰ πῇς πρὸς αὐτόν,
ὅπως ἐγὼ θά σὲ συμβουλεύσω>.
Ὁ Ἰωὰβ τὴν συνεβούλευσε, τί
συγκεκριμένως νὰ πῇ.
|
3
Θὰ παρουσιασθῇς κατόπιν εἰς τὸν βασιλέα
καὶ θὰ τοῦ εἰπῇς αὐτά,
ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ>. Καὶ
τῆς εἶπεν ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἰωὰβ
τί καὶ τί θὰ ἔλεγεν ἡ
ἴδια εἰς τὸν Δαβίδ. |
4
Καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ ἡ
Θεκωῖτις πρὸς τὸν βασιλέα καὶ
ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς
εἰς τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν
αὐτῷ καὶ εἶπε· σῶσον, βασιλεῦ,
σῶσον. |
4
Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἀπὸ τὴν
πόλιν Θεκωὲ παρουσιάσθη εἰς τὸν
βασιλέα Δαυίδ, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον
κατὰ γῆς, προσεκύνησεν αὐτὸν
καὶ τοῦ εἶπε· <σῶσε με, βασιλεῦ,
σῶσε με> |
4
Καὶ πράγματι ἡ γυναῖκα ἐκείνη τῆς
Θεκωὲ ἐπαρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς
τὸν βασιλέα καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπροσκύνησε
μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς, τοῦ
εἶπε:<Σῶσέ με, βασιλιᾶ μου! Σῶσέ
με, μεγαλειότατε!> |
5
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ
βασιλεύς· τί ἐστί σοι; Ἡ
δὲ εἶπε· καὶ μάλα γυνὴ
χήρα ἐγὼ εἰμι, καὶ ἀπέθανεν
ὁ ἀνήρ μου. |
5
Ὁ βασιλεὺς τὴν ἠρώτησε <τί
σοῦ συμβαίνει;> Ἐκείνη ἀπήντησεν·
<εἶμαι ἐγὼ μιὰ δυστυχισμένη
χήρα. Ὁ σύζυγός μου ἔχει ἀποθάνει.
|
5
<Τί σοῦ συμβαίνει;> τὴν ἐρώτησεν
ἀμέσως ὁ βασιλεύς. <Εἶμαι μιὰ δυστυχισμένη
χήρα γυναῖκα>, ἀπήντησεν ἐκείνη, <καὶ
ἔχω μείνει ἀπὸ καιρὸν χωρὶς
τὸν ἄνδρα μου, ποὺ πέθανε.
|
6
Καί γε τῇ δούλῃ σου δύο υἱοί,
καὶ ἐμαχέσαντο ἀμφότεροι ἐν
τῷ ἀγρῷ, καὶ οὐκ ἦν ὁ
ἑξαιρούμενος ἀνὰ μέσον αὐτῶν,
καὶ ἔπαισεν ὁ εἶς τὸν ἕνα
ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἐθανάτωσεν
αὐτόν. |
6
Εἶχα δὲ ἐγὼ ἡ δούλη σου
δύο παιδιά, τὰ ὁποῖα κάποιαν
ἡμέραν ἐφιλονείκησαν μεταξύ
των εἰς τοὺς ἀγροὺς εἰς ἔρημον
τόπον. Κανεὶς δὲν ἦτο νὰ τοὺς
χωρίσῃ. Ὅ ἕνας ἐκτύπησε
τὸν ἀδελφόν του καὶ τὸν ἐφόνευσε.
|
6
Εἶχα λοιπὸν δύο υἱοὺς καὶ αὐτοὶ
ἐφιλονίκησαν μεταξύ των, ἐνῷ
ἦσαν εἰς τὸ χωράφι. Δὲν ὑπῆρχε
δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν ἐρημιὰ
κανεὶς νὰ τοὺς χωρίσῃ καὶ ἔτσι
ἐκτύπησεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
ποὺ ἦτο ἀδελφός του, καὶ τὸν
ἐσκότωσε. |
7
Καὶ ἰδοὺ ἐπανέστη ὅλη
ἡ πατριὰ πρὸς τὴν δούλην σου
καὶ εἶπαν· δὸς τὸν παίσαντα
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ
θανατώσομεν αὐτὸν ἀντὶ τῆς
ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ,
οὖ ἀπέκτεινε, καὶ ἐξαροῦμεν
καί γε τὸν κληρονόμον ὑμῶν·
καὶ σβέσουσι τὸν ἄνθρακά μου
τὸν καταλειφθέντα, ὥστε μὴ θέσβαι
τῷ ἀνδρί μου κατάλειμμα καὶ
ὄνομα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς.
|
7
Καὶ νά, ὅλο τὸ συγγενολόγι μου
ἠγέρθη καὶ ἦλθε πρὸς ἐμέ,
τὴν δούλην σου, καὶ μοῦ εἶπαν·
Παράδωσε εἰς ἡμᾶς τὸν φονέα
τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν υἱόν
σου, διὰ νὰ τὸν θανατώσωμεν καὶ
ἔτσι νὰ πληρώσῃ αὐτὸς
μὲ τὴν ζωήν του τὴν ζωὴν τοῦ
ἀδελφοῦ του, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσε
καὶ θὰ ἐξοντώσωμεν αὐτόν,
τὸν κληρονόμον τῆς περιουσίας σας.
Ἔτσι δὲ αὐτοὶ θέλουν νὰ
σβήσουν τὸν τελευταῖον καὶ μοναδικὸν
σπινθῆρα, τὸν κληρονόμον, ὥστε νὰ
μὴ εὑρεθῇ κανεὶς διάδοχος καὶ
κληρονόμος τοῦ ἀνδρός μου καὶ
χαθῇ τοιουτοτρόπως τὸ ὄνομά
του ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς>.
|
7
Καὶ τώρα ἐξεσηκώθηκαν ὅλοι οἰ
συγγενεῖς καὶ ἦλθαν εἰς ἐμέ,
τὴν δούλην σου, καὶ μοῦ λέγουν: <Δός
μας τὸν ἀδελφοκτόνον, διὰ νὰ τὸν
τιμωρήσωμεν μὲ θάνατον καὶ νὰ πληρώσῃ
μὲ τὴν ζωήν του τὴν ζωὴν τοῦ
ἀδελφοῦ του, τὸν ὁποῖον ἐθανάτωσε.
Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ ἐξοντώσωμεν
τὸν κληρονόμον σας>. Θέλουν δηλαδή, μεγαλειότατε,
νὰ σβήσουν τὸν σπινθῆρα, ποὺ μοῦ
ἀπέμεινε, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρξῃ
κανεὶς διάδοχος τοῦ ἀνδρός μου καὶ
νὰ ἑξαλειφθῇ τὸ ὄνομά του ἀπὸ
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς>.
|
8
Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν
γυναῖκα· ὑγιαίνουσα βάδιζε εἰς
τὸν οἶκόν σου, κἀγὼ ἐντελοῦμαι
περί σοῦ. |
8
Εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν γυναῖκα·
<πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου καὶ
ἐγὼ θὰ δώσω τὴν σχετικὴν
ἐντολὴν διὰ σέ>.
|
8
Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν
γυναῖκα: <Πήγαινε ἥσυχη εἰς τὸ
σπίτι σου καὶ ἐγὼ θὰ δώσω ἐντολὴν
νὰ τακτοποιηθῇ τὸ θέμα σου>.
|
9
Καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ Θεκωῖτις
πρὸς τὸν βασιλέα· ἐπ' ἐμέ,
κύριέ μου βασιλεῦ, ἡ ἀνομία
καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ
πατρός μου, καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ
ὁ θρόνος αὐτοῦ ἀθῷος.
|
9
Ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία κατήγετο
ἀπὸ τὴν πόλιν Θεκωέ, εἶπε
μὲ κάποιον ἀνησυχίαν πρὸς τὸν
βασιλέα· <ἂς τιμωρηθῶ ἐγὼ
καὶ ἡ πατρική μου οἰκογένεια,
διότι δὲν ἐφήρμοσα τὸν νόμον
τῆς ἀνταποδόσεως ἐναντίον τοῦ
υἱοῦ μου. Εὔχομαι δὲ ὁ βασιλεύς
μου καὶ ὁ θρόνος του νὰ μείνουν
ἀθῶοι ἀπὸ τὴν ὑπόθεσιν
αὐτήν>. |
9
Εἶπε δὲ πάλιν πρὸς τὸν βασιλέα ἡ
γυναῖκα ἀπὸ τὴν Θεκωέ: <Κύριέ μου,
βασιλιᾶ μου, μάκαρι νὰ τιμωρηθῶ ἐγὼ
καὶ ἡ πατρική μου οἰκογένεια διὰ τὴν
παράβασιν τοῦ Νόμου τῆς ἀνταποδόσεως, ὁ
δὲ βασιλεὺς καὶ ὁ θρόνος του νὰ
μὴ ἔχουν καμμίαν ἐνοχὴν καὶ
εὐθύνην>. |
10
Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τίς
ὁ λαλῶν πρός σε; Καὶ ἄξεις αὐτὸν
πρὸς ἐμέ, καὶ οὐ προσθήσει
ἔτι ἅψασθαι αὐτοῦ.
|
10
Ὁ βασιλεὺς εἶπε τότε πρὸς αὐτήν.
<Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποῦ
θὰ σοῦ ἀντιμιλήσῃ; Θὰ
τὸν ὁδηγήσῃς ἀμέσως πρὸς
ἐμὲ καὶ δὲν θὰ τολμήσῃ
οὔτε νὰ ἐγγίσῃ ἁπλῶς
τὸν υἱόν σου>. |
10
<Ἐὰν τολμήσῃ κάποιος νὰ σοῦ
εἰπῇ κάτι>, τῆς ἀπεκρίθη
ὁ βασιλεύς, <νὰ τὸν φέρῃς ἐδῶ
ἐμπρός μου καὶ δὲν θὰ ἐπιχειρήσῃ
πλέον νὰ ἐγγίσῃ τὸν υἱόν
σου>. |
11
Καὶ εἶπε· μνημονευσάτω δὴ ὁ
βασιλεὺς τὸν Κύριον Θεὸν αὐτοῦ
πληθυνθῆναι ἀγχιστέα τοῦ αἵματος
τοῦ διαφθεῖραι καὶ οὐ μὴ ἐξάρωσι
τὸν υἱόν μου· καὶ εἶπε·
ζῇ Κύριος, εἰ πεσεῖται ἀπὸ
τῆς τριχὸς τοῦ υἱοῦ σου ἐπὶ
τὴν γῆν. |
11
Εἶπε τότε ἐκείνη πρὸς τὸν
Δαυίδ· <ἂς εὐαρεστηθῇ ὁ
βασιλεύς μου νὰ προφέρῃ τὸ ὄνομα
Κυρίου τοῦ Θεοῦ του, ὁρκιζόμενος
εἰς αὐτό, ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ
νὰ παρουσιασθῇ ἐκδικητής, συγγενὴς
τοῦ φονευθέντος υἱοῦ μου, καὶ
ὅτι δὲν θὰ ἐξοντώσουν τὸν
ζῶντα υἱόν μου>. Εἶπεν ὁ
Δαυίδ· <ὁρκίζομαι εἰς τὸν
ζῶντα Κύριον, ὅτι οὔτε μιὰ τρίχα
δὲν θὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν
κεφαλὴν τοῦ παιδιοῦ σου εἰς τὴν
γῆν>. |
11
Καὶ εἶπεν ἡ γυναῖκα εἰς τὸν
Δαβίδ: <Ἂς ὁρκισθῇ, παρακαλῶ, ὁ
βασιλεύς μου εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου
καὶ Θεοῦ του ὅτι θὰ ἐμποδίσῃ
τοὺς συγγενεῖς μας ἐξ αἵματος, ποὺ
θὰ ἐπιχειρήσουν πολλὲς φορὲς νὰ
ἐκδικηθοῦν διὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν
καὶ νὰ αὐξήσουν τὴν συμφοράν μου.
Μόνον ἔτσι θὰ εἶμαι βεβαία ὅτι
δὲν θὰ φονευθῇ ὁ υἱός μου>.
Καὶ εἶπεν ὁ Δαβίδ: <Ὁρκίζομαι εἰς
τὸν Κύριον, ποὺ ζῇ καὶ παρακολουθεῖ
τὰ πάντα, ὅτι δὲν θὰ ἀφήσω νὰ
πέσῃ εἰς τὴν γῆν οὔτε μία τρίχα
τοῦ υἱοῦ σου>. |
12
Καὶ εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω
δὴ ἡ δούλη σου πρὸς τὸν κύριόν
μου βασιλέα ρῆμα. Καὶ εἶπε· λάλησον.
|
12
Ἡ γυνὴ εἶπε τότε πρὸς τὸν
βασιλέα· <θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς,
σὲ παρακαλῶ, νὰ ὁμιλήσω καὶ
πάλιν ἐγὼ ἡ δούλη σου πρὸς
τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα ἕνα
ἀκόμη λόγον>. Ὁ βασιλεὺς
ἀπήντησεν· <ὁμίλησον>.
|
12
Καὶ εἶπε πάλιν ἡ γυναῖκα: <Ἔχω
τὴν ἄδειαν, ἡ δούλη σου, νὰ εἰπῶ
κάτι ἀκόμη πρὸς τὸν κύριόν μου καὶ
βασιλέα μου;> <Μίλησε ἐλεύθερα>, τῆς
ἀπεκρίθη ὁ Δαβίδ. |
13
Καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἱνατὶ
ἐλογίσω τοιοῦτο ἐπὶ λαὸν
Θεοῦ; Ἦ ἐκ στόματος τοῦ βασιλέως
ὁ λόγος οὗτος ὡς πλημμέλεια
τοῦ μὴ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα
τὸν ἐξωσμένον αὐτοῦ;
|
13
Προσέθεσε τότε ἡ γυνή· <διατὶ
σὺ ἐσκέφθης ἕνα τέτοιο παρόμοιον
κακὸν ἐναντίον τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ; Ἡ
διαταγή, ἡ ὁποία ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ βασιλέως,
νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ ὁ Ἀβεσσαλώμ,
ὁ διωγμένος μακρὰν τὴν Ἱερουσαλήμ,
δὲν ἀποτελεῖ ἀδικίαν;
|
13
Καὶ εἶπεν ἡ γυναῖκα: <Διατί λοιπὸν
ἐσκέφθης καὶ σύ, μεγαλειότατε, κάτι τέτοιο διὰ
τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς
τὸ θέμα ποὺ ἐνδιαφέρει ὅλους
μας; Μετὰ τὸν ὅρκον αὐτὸν δηλαδή,
ποὺ ἐβγῆκε μόλις τώρα ἀπὸ τὸ
στόμα τοῦ βασιλέως, δὲν παρουσιάζεται ἄδικος
ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, μὲ τὸ νὰ
μὴ ἐπιτρέπῃ τὴν ἐπιστροφὴν
τοῦ υἱοῦ του Ἀβεσσαλώμ, ποὺ
ἔφυγεν εἰς ἄλλην χώραν;
|
14
Ὅτι θανάτῳ ἀποθανούμεθα, καὶ
ὥσπερ τὸ ὕδωρ τὸ καταφερόμενον
ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ οὐ συναχθήσεται·
καὶ λήψαται ὁ Θεὸς ψυχήν, καὶ
λογιζόμενος τοῦ ἐξῶσαι ἀπ' αὐτοῦ
ἐξεωσμένον. |
14
Ἂς μὴ λησμονοῦμεν δὲ ὅτι ὅλοι
θὰ ἀποθάνωμεν.
Καὶ ὅπως τὸ νερό, τὸ
ὁποῖον χύνεται
καὶ ρέει εἰς τὴν γῆν,
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μαζευθῇ,
ἔτσι εἴμεθα καὶ ὅλοι ἡμεῖς.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπέθανε,
δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐπανέλθῃ
εἰς τὴν ζωήν. (Ὁ Ἀμνὼν
ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
Δὲν ἐπανέρχεται). Ὁ δὲ Θεὸς
θὰ θέσῃ ὑπὸ τὴν προστασίαν
του ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος σκέπτεται
νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν ἐξωρισμένον
Ἀβεσσαλώμ.
|
14
Ἐὰν πονῇς ἀκόμη διὰ τὸν
Ἀμνών, σκέψου ὅτι θὰ πεθάνωμεν ὁπωσδήποτε
ὅλοι μας κάποτε. Ὅπως δὲ τὸ νερό,
ποὺ χύνεται εἰς τὴν γῆν, δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ μαζευθῇ, ἔτσι
παίρνει ὁριστικῶς ὁ Θεὸς τὴν
ψυχὴν κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ὁ ἴδιος
ὁ Θεός (ποὺ δὲν θέλει τὸν θάνατον
τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου) θὰ εὐλογήσῃ
ἐκεῖνον, ποὺ θὰ σκεφθῇ καὶ
θὰ ἀποφασίσῃ νὰ ἐπανέλθῃ
ὁ ἐξόριστος ἀπὸ τὸν τόπον τῶν
εἰδωλολατρῶν (ὅπου ζῇ τώρα καὶ
κινδυνεύει νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ ἐκείνους).
|
15
Καὶ νῦν ὃ ἦλθον λαλῆσαι πρὸς
τὸν βασιλέα τὸν κύριόν μου τὸ
ρῆμα τοῦτο, ὅτι ὄψεταί με ὁ
λαός, καὶ ἐρεῖ ἡ δούλη
σου· λαλησάτω δὴ πρὸς τὸν Κύριόν
μου τὸν βασιλέα, εἴπως ποιήσει ὁ
βασιλεὺς τὸ ρῆμα τῆς δούλης
αὐτοῦ· |
15
Καὶ τώρα ἦλθα νὰ θέσω ὑπ'
ὄψιν τοῦ βασιλέως μου καὶ κυρίου
μου αὐτὰ τὰ πράγματα, ὅτι μὲ
ἔχει τρομάξει τὸ συγγενολόγι μου (μήπως
καὶ ζητήσῃ νὰ ἐφαρμόσω
τὸν νόμον τῆς ἀντιδικίας).
Ἀπεφάσισα λοιπόν, νὰ ἀναφερθῶ
εἰς σέ, μήπως σὺ ὁ βασιλεύς
μου, ἠμπορέσῃς νὰ ἐκπληρώσῃς
τὸ αἴτημα τῆς χάριτος ἐμοῦ
τῆς δούλης σου.
|
15
Καὶ ἦλθα τώρα ἐγὼ πρὸς τὸν
βασιλέα καὶ κύριόν μου καὶ ἀνέφερα τὴν
ὑπόθεσίν μου αὐτήν, διότι μὲ εἶδαν
μὲ ἀγρίας διαθέσεις οἱ συγγενεῖς
μας καὶ θὰ ἔλθουν καὶ πάλιν διὰ
νὰ ἐφαρμόσουν τὸν Νόμον τῆς
ἐκδικήσεως. Εἶπα λοιπὸν μέσα μου ἡ
δούλη σου: <Ἂς ἀναφέρω τὸ θέμα μου εἰς
τὸν κύριόν μου καὶ βασιλέα μου, μήπως καὶ
εὐαρεστηθῇ ὁ βασιλεὺς νὰ ἀναλάβῃ
τὴν ὑπόθεσιν τῆς δούλης του καὶ νὰ
ἐκπληρώσῃ τὸ αἴτημά της>.
|
16
ὅτι ἀκούσει ὁ βασιλεύς·
ρυσάσθω τὴν δούλην αὐτοῦ ἐκ
χειρὸς τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ζητοῦντος
ἐξᾶραί με καὶ τὸν υἱόν
μου ἀπὸ κληρονομίας Θεοῦ.
|
16
Ἐσκέφθην καὶ ἐπίστευσα ὅτι
ὁ βασιλεὺς θὰ ἀκούσῃ αὐτὴν
τὴν αἴτησίν μου. Ἂς ἀπαλλάξῃ
ἐμὲ τὴν δούλην του ἀπὸ
τὰ χέρια τοῦ
ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ζητεῖ
νὰ βγάλῃ ἐμὲ καὶ τὸν
υἱόν μου ἀπὸ τὴν κληρονομίαν,
ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός>.
|
16
Ἤμουν δὲ βεβαία ὅτι θὰ ἐπρόσεχε
ὁ βασιλεὺς τὴν παράκλησίν μου. Ἂς
σώσῃ λοιπὸν τώρα τὴν δούλην του ἀπὸ
τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζητεῖ
νὰ ἐξοντώσῃ καὶ ἐμὲ
καὶ τὸν υἱόν μου καὶ να μᾶς
ἐξαφανίσῃ ἀπὸ τὴν γῆν,
ποὺ εἶναι ἡ κληρονομία τοῦ λαοῦ
τὸν Θεοῦ>. |
17
Καὶ εἶπεν ἡ γυνή· εἴη δὴ
ὁ λόγος τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως
εἰς θυσίαν, ὅτι καθὼς ἄγγελος
Θεοῦ, οὕτως ὁ κύριός μου ὁ
βασιλεὺς τοῦ ἀκούειν τὸ ἀγαθὸν
καὶ τὸ πονηρόν, καὶ Κύριος ὁ
Θεός σου ἔσται μετὰ σοῦ.
|
17
Ἡ γυναίκα συνεχίζουσα εἶπε· <ἂς
εἶναι λοιπὸν ὁ εὐμενὴς αὐτὸς
λόγος τοῦ κυρίου μου
καὶ βασιλέως μου ὡς θυσία ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ κύριός
μου καὶ βασιλεύς μου εἶναι σὰν ἄγγελος
Θεοῦ, ποὺ ἀκούει τὸ ἀγαθὸν
καὶ τὸ κακόν. Καὶ ὁ Κύριος
ὁ Θεὸς θὰ εἶναι πάντοτε μαζῆ
σου>.
|
17
Καὶ ἡ γυναῖκα ἐπρόσθεσε: <Μάκαρι
ὁ λόγος αὐτός, ποὺ εἶπε μὲ ὅρκον
ὁ βασιλεὺς καὶ κύριος μου, νὰ εἶναι
ὡς ἄλλη θυσία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Διότι ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς εἶναι
σὰν ἄγγελος καὶ ἐκπρόσωπος τοῦ
Θεοῦ καὶ ἠμπορεῖ νὰ ἀκούσῃ
κάθε ὑπόθεσιν καὶ νὰ διακρίνῃ τὸ
καλὸν καὶ τὸ κακόν. Εὔχομαι δὲ
νὰ εἶναι μαζί σου ὁ Κύριος καὶ
Θεός σου>. |
18
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ
εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· μὴ
δὴ κρύψῃς ἀπ' ἐμοῦ ρῆμα,
ὃ ἐγὼ ἐπερωτῶ σε. Καὶ
εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω δὴ
ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς.
|
18
Ὁ βασιλεύς, κάτι ὑποπτευθείς,
ἀπήντησε πρὸς αὐτὴν τὴν
γυναῖκα· <μὴ ἀρνηθῇς,
σὲ παρακαλῶ, νὰ μοῦ
πῇς καθαρὰν τὴν ἀλήθειαν εἰς
ὅ,τι θὰ σὲ ἐρωτήσω>. Ἡ
γυναίκα ἀπήντησεν· <ἂς ὁμιλήσῃ,
λοιπόν, ὁ βασιλεὺς καὶ κύριός
μου καὶ ἐγὼ θὰ ἀπαντήσω>.
|
18
Ἀπεκρίθη τότε ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν
γνναῖκα καὶ τῆς εἶπε: <Θέλω νὰ
μοῦ εἰπῇς ὅλην τὴν ἀλήθειαν,
χωρὶς νὰ κρύψῃς ἀπὸ ἐμὲ
τίποτε δι’ αὐτὸ ποὺ θὰ σὲ ρωτήσω>.
Καὶ ἡ γυναῖκα τὸν εἶπε: <Ἂς
μιλήση, παρακαλῶ, ὁ κύριός μου καὶ βασιλεὺς
καὶ ἂς ρωτήσῃ ὅ,τι θέλει>,
|
19
Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· μὴ
ἡ χεὶρ Ἰωὰβ ἐν παντὶ τούτῳ
μετὰ σοῦ; Καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ
τῷ βασιλεῖ· ζῇ ἡ ψυχή σου,
κύριέ μου βασιλεῦ, εἰ ἔστιν
εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ
ἀριστερὰ ἐκ πάντων, ὧν ἐλάλησεν
ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι
ὁ δοῦλός σου Ἰωὰβ αὐτὸς
ἐνετείλατό μοι, καὶ αὐτὸς
ἔθετο ἐν τῷ στόματι τῆς δούλης
σου πάντας τοὺς λόγους τούτους·
|
19
Ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τὴν ἠρώτησε·
<μήπως ὁ Ἰωὰβ
σὲ συνεβούλευσε νὰ μοῦ πῇς
ὅλα αὐτά;> Ἀπήντησεν ἡ
γυναίκα πρὸς τὸν βασιλέα· <ὁρκίζομαι
εἰς τὴν ζωήν σου, κύριέ μου
βασιλεῦ, ὅτι δὲν ἠμπορεῖ ἐνώπιόν
σου νὰ διαφύγῃ κανεὶς οὔτε πρὸς
τὰ δεξιὰ οὔτε πρὸς τὰ ἀριστερά·
καὶ ἐγὼ
δὲν ἠμπορῶ νὰ
ἀποκρύψω ἢ νὰ ἀρνηθῶ
τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶπες σύ,
ὁ κύριός μου καὶ βασιλεύς μου.
Ὅτι δηλαδὴ πράγματι ὁ δοῦλος
σου ὁ Ἰωάβ, αὐτός μοῦ
ἔδωσε τὴν ἐντολὴν καὶ αὐτὸς
ἔβαλεν εἰς τὸ στόμα τῆς δούλης
σου ὅλα τὰ λόγια αὐτά.
|
19
Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς: <Μήπως ἔβαλε
τὸ χέρι του εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν
ὁ Ἰωὰβ καὶ σοῦ τὰ εἶπεν
ὅλα αὐτά;> Καὶ ἀπεκρίθη ἡ
γυναῖκα: <Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν
σου, κύριε μου, βασιλιᾶ μου, ὅτι δὲν συμβαίνει
τίποτε περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ἀπὸ
ὅλα αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ κύριος
καὶ βασιλεύς μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ
ἀληθεία. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο οὔτε
δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Ὁ δοῦλος
σου ὁ Ἰωὰβ πράγματι ἦταν ἐκεῖνος,
ποὺ μὲ διέταξε νὰ ἔλθω πρὸς
σέ, ὅπως μὲ βλέπεις, καὶ αὐτὸς
ἔβαλε εἰς τὸ στόμα τῆς δούλης σου
ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ σοῦ
εἶπα. |
20
ἕνεκεν τοῦ περιελθεῖν τὸ πρόσωπον
τοῦ ρήματος τούτου ἐποίησεν
ὁ δοῦλός σου Ἰωὰβ τὸν
λόγον τοῦτον, καὶ ὁ κύριός
μου σοφὸς καθὼς σοφία ἀγγέλου
τοῦ Θεοῦ τοῦ γνῶναι πάντα τὰ
ἐν τῇ γῇ. |
20
Διὰ νὰ δώσῃ ἄλλην τροπὴν
εἰς τὸ θλιβερὸν τοῦτο ζήτημα,
ἐχρησιμοποίησεν ὁ δοῦλος σου ὁ
Ἰωὰβ τὸν τρόπον αὐτόν.
Σὺ ὅμως, ὁ κύριός
μου, εἶσαι σοφός. Ἡ σοφία σου
εἶναι σὰν τοῦ ἀγγέλου τοῦ
Θεοῦ, ὥστε νὰ γνωρίζῃς ὅλα
ὅσα συμβαίνουν εἰς τὴν γῆν>.
|
20
Ἐχρησιμοποίησε δὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
ὁ δοῦλος σου ὁ Ἰωάβ, διὰ
νὰ ἀλλάξῃ ἡ κατάστασις, ποὺ
ἐδημιουργήθη μὲ τὸν θάνατον τὸν Ἀμνὼν
καὶ τὴν φυγὴν τὸν Ἀβεσσαλώμ.
Ὁ κύριός μου ὅμως, ὁ βασιλεύς, εἶναι
σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ ἔχει τὴν
σοφίαν τοῦ ἀγγέλου καὶ ἐκπροσώπου
τοῦ Θεοῦ καὶ ἠμπορεῖ νὰ
ἐννοῇ καὶ νὰ διακρίνῃ ὅλα,
ὅσα συμβαῖνουν εἰς τὴν γῆν>.
|
21
Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἰωάβ·
ἰδοὺ δὴ ἐποίησά σοι κατὰ
τὸν λόγον σου τοῦτον· πορεύου,
ἐπίστρεψον τὸ παιδάριον τὸν
Ἀβεσσαλώμ. |
21
Ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς
τὸν Ἰωὰβ καὶ
τοῦ εἶπεν· <ἰδού,
λοιπόν, θὰ σοῦ κάμω
τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν
μοῦ ἐζήτησες. Πήγαινε νὰ ἐπαναφέρῃς
τὸ παιδί μου, τὸν Ἀβεσσαλώμ>.
|
21
Καὶ εἶπε μετὰ ταῦτα ὁ βασιλεὺς
εἰς τὸν Ἰωάβ: <Αἴ, λοιπόν!
Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα σου! Θὰ κάνω
αὐτὸ ποὺ ζητεῖς. Πήγαινε καὶ
φέρε πίσω τὸ μικρὸ παιδί μου, τὸν
Ἀβεσσαλώμ>. |
22
Καὶ ἔπεσεν Ἰωὰβ ἐπὶ πρόσωπον
αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ
προσεκύνησε καὶ εὐλόγησε τὸν
βασιλέα, καὶ εἶπεν Ἰωάβ·
σήμερον ἔγνω ὁ δοῦλός σου ὅτι
εὖρον χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου,
κύριέ μου βασιλεῦ, ὅτι ἐποίησεν
ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τὸν
λόγον τοῦ δούλου αὐτοῦ.
|
22
Ὁ Ἰωὰβ ἔπεσε κατὰ γῆς
μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὸ ἔδαφος,
προσεκύνησε καὶ ηὐχαρίστησε τὸν
βασιλέα. Εἶπε δὲ εἰς τὸν Δαυίδ·
<σήμερα ἐγὼ ὁ δοῦλος σου
ἐπείσθην, ὅτι ἀπολαμβάνω ἐκτιμήσεως
πλησίον σου, κύριέ μου βασιλεῦ, διότι
ἐξεπλήρωσες αὐτὸ τὸ αἴτημα
τοῦ δούλου σου>. |
22
Ἔπεσε τότε ἀμέσως ὁ Ἰωὰβ μὲ
τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησε
καὶ ἐδοξολόγησε καὶ εὐχαρίστησε
τὸν βασιλέα. Εἶπε δὲ ὁ Ἰωὰβ
καὶ τὰ ἑξῆς: <Σήμερα κα τάλαβα
ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, ὅτι μὲ ἐκτιμᾷς
καὶ μὲ ὑπολογίζεις, κύριε μου βασιλεῦ,
διότι εὐηρεστήθη ὁ κύριος μου καὶ
βασιλεὺς νὰ κάνῃ αὐτό, ποὺ
τοῦ ἐζήτησεν ὁ δοῦλος του>.
|
23
Καὶ ἀνέστη Ἰωὰβ καὶ ἐπορεύθη
εἰς Γεδσοὺρ καὶ ἤγαγε τὸν Ἀβεσσαλὼμ
εἰς Ἱερουσαλήμ.
|
23
Ἀμέσως ὁ Ἰωὰβ ἐσηκώθη,
μετέβη εἰς τὴν Γεδσούρ, ἐπῆρεν
ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπανέφερε
τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
23
Καὶ ἐσηκώθη κατόπιν ὁ Ἰωὰβ
καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γεδοοὺρ
καὶ ἔφερε τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ. |
24
Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀποστραφήτω
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ
τὸ πρόσωπόν μου μὴ βλεπέτω.
Καὶ ἀπέστρεψεν Ἀβεσσαλὼμ εἰς
τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τὸ
πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδε.
|
24
Ὁ βασιλεὺς εἶπεν· <ὁ Ἀβεσσαλὼμ
ἂς ἐπιστρέψῃ καὶ ἂς μείνῃ
εἰς τὸν οἶκον του. Ἀλλὰ ἂς
μὴ ἰδῇ ποτὲ τὸ πρόσωπόν
μου>. Ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐπέστρεψε
πράγματι εἰς τὸν οἶκον του καὶ
δὲν ἔβλεπε πλέον τὸ πρόσωπον
τοῦ βασιλέως· δὲν παρουσιάσθη
ποτὲ εἰς αὐτόν.
|
24
Εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς: <Ἂς γυρίσῃ
εἰς τὸ σπίτι του, ἀλλὰ νὰ μὴ
ἐμφανισθῇ ἐνώπιόν μου>. Καὶ πράγματι
ἐπέστρεψεν ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀπὸ
τὴν ἐξορίαν εἰς τὸ σπίτι του, ἀλλὰ
δὲν ἐπαρουσιάσθη νὰ ἰδῇ
τὸν βασιλέα πατέρα του. |
25
Καὶ ὡς Ἀβεσσαλὼμ οὐκ ἦν
ἀνὴρ ἐν παντὶ Ἰσραὴλ αἰνετὸς
σφόδρα, ἀπὸ ἴχνους ποδὸς αὐτοῦ
καὶ ἕως κορυφῆς αὐτοῦ οὐκ
ἦν ἐν αὐτῷ μῶμος.
|
25
Μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν δὲν ὑπῆρχεν
ἄλλος τόσον θαυμαστός, ὅσον ἦτο
ὁ Ἀβεσσαλώμ, κατὰ τὴν ὡραιότητα.
Οὖτος ἀπὸ τοῦ ἄκρου τῶν
ποδῶν του μέχρι καὶ τῆς κεφαλῆς
του δὲν εἶχε κανένα ψεγάδι.
|
25
Δὲν ὑπῆρχε δὲ μεταξὺ ὅλων
τῶν Ἰσραηλιτῶν κανεὶς ἄνδρας
σὰν τὸν Ἀβεσσαλώμ, τόσον ἐξακουστὸς
διὰ τὴν ὡραιότητα καὶ σωματικήν
του διάπλασιν. Ἀπὸ τὸ πέλμα του μέχρι τὸ
κεφάλι του δὲν εἶχε κανένα ἀπολύτως σωματικὸν
ἐλάττωμα. |
26
Καὶ ἐν τῷ κείρεσθαι αὐτὸν
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ - καὶ ἐγένετο
ἀπ' ἀρχῆς ἡμερῶν εἰς ἡμέρας,
ὡς ἂν ἐκείρετο, ὅτι κατεβαρύνετο
ἐπ' αὐτὸν καὶ κειρόμενος
αὐτὴν ἔστησε τὴν τρίχα τῆς
κεφαλῆς αὐτοῦ διακοσίους σίκλους
ἐν τῷ σίκλω τῷ βασιλικῷ.
|
26
Αὐτὸς ἐκουρεύετο μιὰ φορὰ
τὸ ἔτος, διότι ηὔξανεν ὑπερβολικὰ
καὶ τὸν ἐβάρυνεν ἡ κόμη
του. Ὅταν δὲ ἐκούρευε τὴν κεφαλήν
του, τὸ βάρος τῆς κουρεμένης κόμης
του ἐζύγιζεν· διακοσίους βασιλικοὺς
σίκλους, δύο καὶ πλέον χιλιόγραμμα.
|
26
Ἐκουρεύετο δὲ κάθε χρόνον, μὲ τὴν
συμπλήρωσιν τοῦ ἔτους, ἀφοῦ
ἐμεγάλωναν καὶ ἐβάρυναν πολὺ
τὰ μαλλιά του. Τότε δὲ ποὺ ἐκούρευε
τὸ κεφάλι του, τὰ μαλλιὰ ποὺ ἔκοβε
ἐζύγιζαν διακοσίους σίκλους, μὲ βάσιν τὸν
βασιλικὸν σίκλον, δύο δηλαδὴ κιλὰ καὶ
πλέον. |
27
Καὶ ἐτέχθησαν τῷ Ἀβεσσαλὼμ
τρεῖς υἱοὶ καὶ θυγάτηρ μία,
καὶ ὄνομα αὐτὴ Θημάρ· αὕτη
ἦν γυνὴ καλὴ σφόδρα καὶ γίνεται
γυνὴ τῷ Ροβοὰμ υἱῷ Σαλωμὼν
καὶ τίκτει αὐτῷ τὸν Ἀβιά.
|
27
Ἀπέκτησε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ
τρεῖς υἱοὺς καὶ μίαν θυγατέρα.
Ἡ θυγάτηρ του ὠνομάζετο Θημάρ.
Αὐτὴ ἦτο ὡραιοτάτη γυναῖκα
καὶ ἔγινε σύζυγος τοῦ Ροβοάμ,
τοῦ υἱοῦ τοῦ Σολομῶντος. Αὐτὴ
ἐγέννησεν εἰς τὸν Ροβοὰμ παιδί,
τὸν Ἀβιά. |
27
Ἀπέκτησε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ τρεῖς
υἱοὺς καὶ μίαν κόρην, ἡ ὁποία
ὠνομάζετο Θημάρ. Ἡ Θημὰρ ἦτο πολὺ
ὡραία γυναῖκα καὶ ἔγινε σύζυγος τοῦ
Ροβοάμ, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Σολομῶντος,
καὶ τοῦ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά.
|
28
Καὶ ἐκάθισεν Ἀβεσσαλὼμ ἐν
Ἱερουσαλὴμ δύο ἔτη ἡμερῶν,
καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως
οὐκ εἶδε. |
28
Ὁ Ἀβεσσαλὼμ παρέμεινεν εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ δύο ἔτη,
κατὰ τὸ διάστημα τῶν ὁποῖον
δὲν εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως
Δαυίδ. |
28
Ἐκάθησε λοιπὸν ὁ Ἀβεσσαλὼμ
δύο ὁλόκληρα χρόνια εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ δὲν
εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως.
|
29
Καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς
Ἰωὰβ ἀποστεῖλαι αὐτὸν
πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ οὐκ ἠθέλησεν
ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν καὶ
ἀπέστειλεν ἐκ δευτέρου πρὸς
αὐτόν, καὶ οὐκ ἠθέλησε
παραγενέσθαι. |
29
Ἔστειλε δὲ ἄνθρωπόν του εἰς
τὸν Ἰωὰβ καὶ ἐζήτησεν
ἀπὸ αὐτὸν νὰ μεσιτεύσῃ,
διὰ νὰ παρουσιασθῇ πρὸς τὸν
βασιλέα. Ὁ Ἰωὰβ ὅμως δὲν
ἐνέκρινε καὶ δὲν ἠθέλησε
νὰ ἔλθῃ αὐτὸς πρὸς τὸν
βασιλέα. Ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀπέστειλε
δευτέραν φορὰν ἄνθρωπον πρὸς τὸν
Ἰωὰβ καλῶν αὐτόν, ἀλλὰ
ἐκεῖνος δὲν ἠθέλησε νὰ
προσέλθῃ. |
29
Ἔστειλε δὲ ἄνθρωπόν του ὁ Ἀβεσσαλὼμ
πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον Ἰωάβ,
διὰ να τὸν χρησιμοποιήσῃ ὡς
μεσολαβητὴν εἰς τὸν βασιλέα, ἀλλ'
ἐκεῖνος δὲν ἠθέλησε να τὸν ἀκούσῃ
καὶ νὰ ἔλθῃ. Ἔστειλε μάλιστα
ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ διὰ δευτέραν
φορὰν ἄνθρωπόν του εἰς τὸν Ἰωὰβ
διὰ τὸ ἴδιον θέμα. Καὶ πάλιν ὅμως
δὲν ἠθέλησε να ἔλθῃ ὁ Ἰωάβ,
διὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ πιθανὸν συνένοχός
του, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶχεν ἀποκαταστήσει
πλήρως ὁ βασιλεὺς τὸν Ἀβεσσαλώμ.
|
30
Καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τοὺς
παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε, ἡ
μερὶς ἐν ἀγρῷ τοῦ Ἰωὰβ
ἐχόμενά μου, καὶ αὐτῷ
ἐκεῖ κριθαί, πορεύεσθε καὶ ἐμπρήσατε
αὐτὴν ἐν πυρί· καὶ ἐνέπρησαν
οἱ παῖδες Ἀβεσσαλὼμ τὴν μερίδα.
Καὶ παραγίνονται οἱ δοῦλοι Ἰωὰβ
πρὸς αὐτὸν διερρηχότες τὰ ἱμάτια
αὐτῶν καὶ εἶπον· ἐνεπύρισαν
οἱ δοῦλοι Ἀβεσσαλὼμ τὴν μερίδα
ἐν πυρί. |
30
Εἶπε τότε ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἰς
τοὺς δούλους του· <προσέξατε, ἕνας
ἀγρὸς τοῦ Ἰωὰβ εὑρίσκεται
κοντὰ εἰς τὸν ἰδικόν μου. Εἰς
αὐτὸν ἔχει καλλιεργηθῆ δι' αὐτὸν
κριθάρι, ποὺ εἶναι ὥριμον πρὸς
θερισμόν. Πηγαίνετε καὶ βάλετε φωτιὰ
καὶ καύσατέ το>. Οἱ δοῦλοι
τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἦλθον, ἔβαλαν
φωτιὰ καὶ ἔκαυσαν τὸ κριθάρι
τοῦ ἀγροῦ τοῦ Ἰωάβ. Οἱ
δὲ δοῦλοι τοῦ Ἰωὰβ ἦλθον
πρὸς τὸν κύριόν των μὲ σχισμένα
τὰ ἱμάτιά των καὶ εἶπαν·
<οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ
ἔκαυσαν τὸ σπαρμένον χωράφι σου>.
|
30
Εἶπε τότε ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τοὺς
δούλους του: <Προσέξατε! Τὸ χωράφι, ποὺ εἶναι
δίπλα εἰς τὸ ἰδικόν μου, ἀνήκει
κληρονομικῶς εἰς τὸν Ἰωάβ. Ἐκεῖ
ἔχει τὸ κριθάρι του. Πηγαίνεται λοιπὸν καὶ
νὰ βάλετε φωτιὰ εἰς τὸ χωράφι μὲ
τὸ κριθάρι>. Καὶ ἔκαυσαν πράγματι οἱ
δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ τὸ χωράφι,
ποὺ ἀνῆκεν εἰς τὸν Ἰωάβ.
Ἔρχονται τότε οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰωὰβ
εἰς τὸν κύριον των μὲ σχισμένα τὰ
ἐνδύματά των, διὰ νὰ δείξουν τὴν
λύπην των, καὶ τοῦ λέγουν: <Οἱ δοῦλοι
τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἔβαλαν φωτιὰ εἰς
τὸ χωράφι σου>. |
31
καὶ ἀνέστη Ἰωὰβ καὶ ἦλθε
πρὸς Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸν οἶκον
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν·
ἱνατὶ ἐνεπύρισαν οἱ παῖδες
σου τὴν μερίδα τὴν ἐμὴν ἐν
πυρί; |
31
Ὁ Ἰωὰβ ἀγανακτῶν ἠγέρθη
καὶ μετέβη εἰς τὸν οἶκον τοῦ
Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοῦ εἶπε·
<διατὶ οἱ δοῦλοι σου ἔκαυσαν τὸ
σπαρμένον χωράφι μου;> |
31
Σηκώνεται λοιπὸν ἀμέσως ὁ Ἰωὰβ
καὶ ἔρχεται εἰς τὸν Ἀβεσσαλὼμ
εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ λέγει: <Διατὶ
ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔκαυσαν οἱ
δοῦλοι σου τὸ χωράφι μου;>
|
32
Καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Ἰωάβ·
ἰδοὺ ἀπέστειλα πρός σε λέγων·
ἧκε ὧδε, καὶ ἀποστελῶ σε πρὸς
τῶν βασιλέα λέγων· ἱνατί
ἦλθον ἐκ Γεδσούρ; Ἀγαθόν μοι
ἦν εἶναι ἐκεῖ· καὶ νῦν
ἰδοὺ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως
οὐκ εἶδον· εἰ δέ ἐστιν
ἐν ἐμοὶ ἀδικία, καὶ θανάτωσόν
με. |
32
Ὁ Ἀβεσσαλὼμ τοῦ ἀπήντησεν·
<ἰδού, ἐγὼ ἔστειλα ἄνθρωπον
εἰς σὲ καὶ σοῦ εἶπα· Ἔλα
ἐδῶ, διότι θέλω νὰ σε στείλω
σὰν πρεσβευτὴν πρὸς τὸν βασιλέα
καὶ νὰ τοῦ πῇς· Διατὶ ἐπέστρεψα
ἀπὸ τὴν Γεδσούρ; Προτιμότερον
ἦτο νὰ ἕμενα ἐκεῖ, διότι
μέχρι τώρα δὲν εἶδα καθόλου
τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως μου. Ἐὰν
ἔχω διαπράξει θανάσιμον ἔγκλημα, ἂς
μὲ θανατώσῃ>. |
32
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἀβεσσαλὼμ εἰς
τὸν Ἰωάβ: <Ἀπὸ καιρὸ
σοῦ ἔστειλα ἄνθρωπόν μου καὶ σοῦ
εἶπα: Ἔλα ἐδῶ, διὰ νὰ
σὲ στείλω εἰς τὸν βασιλέα νὰ τοῦ
εἰπῇς τὰ ἑξῆς: «Διατὶ
ἦλθα πάλιν ἐδῶ καὶ ἔφυγα ἀπὸ
τὴν Γεδσούρ; Μοῦ ἦτο καλύτερον νὰ
μένω ἀκόμη ἐκεῖ. Διότι ἕως τώρα,
ἐδῶ καὶ δύο χρόνια, δὲν εἶδα
τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶναι
καὶ πατέρας μου. Ἐὰν εἶμαι ἔνοχος
ἀδικίας καὶ ἀνομίας, δέχομαι νὰ τιμωρηθῶ
μὲ θάνατον>. Σὺ ὅμως δὲν μὲ
ἐβοήθησες>. |
33
Καὶ εἰσῆλθεν Ἰωὰβ πρὸς
τὸν βασιλέα, καὶ ἀπήγγειλεν
αὐτῷ, καὶ ἐκάλεσε τὸν
Ἀβεσσαλώμ. Καὶ εἰσῆλθε πρὸς
τὸν βασιλέα καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ
καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ
ἐπὶ τὴν γῆν κατὰ πρόσωπον
τοῦ βασιλέως, καὶ κατεφίλησεν ὁ
βασιλεὺς τὸν Ἀβεσσαλώμ. |
33
Ὁ Ἰωὰβ παρουσιάσθη τότε ἐνώπιον
τοῦ βασιλέως καὶ ἀνέφερεν εἰς
αὐτὸν ὅ,τι τοῦ εἶχεν εἴπει
ὁ Ἀβεσσαλώμ. Ὁ δὲ βασιλεὺς
ἐκάλεσε τὸν Ἀβεσσαλώμ. Ὁ
Ἀβεσσαλὼμ παρουσιάσθη εἰς τὸν
βασιλέα, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ κάτω εἰς τὴν γῆν
ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. Ὁ δὲ
βασιλεὺς κατεφίλησε τὸν Ἀβεσσαλώμ.
|
33
Κατόπιν τούτου ὁ Ἰωὰβ ἐπαρουσιάσθη
εἰς τὸν βασιλέα καὶ ἀνεκοίνωσε τὰ
ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Ἀβεσσαλώμ.
Καὶ ὁ Δαβὶδ ἐκάλεσε τὸν Ἀβεσσαλὼμ
νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ ἀνάκτορόν
του. Καὶ ἐπαρουσιάσθη πράγματι ὁ Ἀβεσσαλὼμ
ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ἔπεσεν ἐμπρός
του μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ
ἐπροσκύνησε τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ Δαβὶδ
ἐφίλησε τὸν Ἀβεσσαλὼμ μὲ πατρικὴν
ἀγάπην. |