Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπεν Ἀχιτόφελ πρὸς Ἀβεσσαλώμ·
ἐπιλέξω δὴ ἐμαυτῷ δώδεκα
χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἀναστήσομαι
καὶ καταδιώξω ὀπίσω Δαυὶδ τὴν
νύκτα· |
Ἀχιτόφελ
εἶπε κατόπιν πρὸς τὸν Ἀνβεσσαλώμ·
<δός μου, σὲ παρακαλῶ, τὴν ἄδειαν
νὰ διαλέξω δώδεκα χιλιάδας ἄνδρας
καὶ μὲ αὐτοὺς νὰ σηκωθῶ
καὶ νὰ καταδιώξω τὸν Δαυίδ,
αὐτὴν τὴν νύκτα.
|
αὶ
εἶπεν ὁ Ἀχιτόφελ εἰς τὸν Ἀβεσσαλώμ:
<Θέλω τὴν ἔγκρισίν σου, ὥστε νὰ
διαλέξω δώδεκα χιλιάδας πολεμιστὰς καὶ νὰ
ξεκινήσω διὰ νὰ καταδιώξω αὐτὴν τὴν
νύκτα τὸν Δαβίδ. |
2
καὶ ἐπελεύσομαι ἐπ' αὐτόν,
καὶ αὐτὸς κοπιῶν καὶ ἐκλελυμένος
χερσί, καὶ ἐκστήσω αὐτόν,
καὶ φεύξεται πᾶς ὁ λαὸς ὁ
μετ' αὐτοῦ, καὶ πατάξω τὸν βασιλέα
μονώτατον· |
2
Θὰ ἐπέλθω αἰφνιδίως ἐναντίον
του. Αὐτὸς θὰ εἶναι κουρασμένος
ἀπὸ τὴν πορείαν καὶ ἐπομένως
ἀνίκανος εἰς ἀντίστασιν. Θὰ
τὸν αἰφνιδιάσω καὶ ὅλος ὁ
στρατός, ὁ ὁποῖος εἶναι μαζῆ
του, θὰ τραπῇ εἰς φυγήν. Καὶ
θὰ μείνῃ αὐτὸς τελείως
μόνος· ἔτσι δὲ ἐγὼ θὰ
φονεύσω τὸν βασιλέα.
|
2
Θὰ ἐπιτεθῶ ἐναντίον του τώρα, ποὺ
αὐτὸς εἶναι κατάκοπος καὶ ἐξηντλημένος
καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ,
καὶ θὰ τὸν αἰφνιδιάσω. Εἶμαι
δὲ βέβαιος ὅτι θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν
ἀμέσως ὅλοι, ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν.
Ἔτσι θὰ χτυπήσω καὶ θὰ θανατώσω τὸν
βασιλέα Δαβίδ, ποὺ θὰ ἔχῃ μείνει ἐντελῶς
μόνος. |
3
καὶ ἐπιστρέψω πάντα τὸν λαὸν
πρός σε, ὃν τρόπον ἐπιστρέφει
ἡ νύμφη πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς·
πλὴν ψυχὴν ἀνδρὸς ἑνὸς
σὺ ζητεῖς, καὶ παντὶ τῷ λαῷ
ἔσται εἰρήνη. |
3
Θὰ ἐπαναφέρω δὲ κατόπιν ὅλον
τὸν λαὸν ὑποτεταγμένον πρὸς
σέ, ὅπως ἡ νύμφη ἐπιστρέφει
ὑποτεταγμένη εἰς τὸν ἄνδρα της.
Ἑνὸς ἀνθρώπου τὴν ζωὴν
σὺ θὰ ἀφαιρέσῃς καὶ εἰς
ὅλον τὸν λαὸν ἔπειτα θὰ ἐπικρατήσῃ
εἰρήνη>. |
3
Κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ πάθη τίποτε. Ἀπ'
ἐναντίας θὰ σοῦ φέρω πίσω ἐδῶ
ὅλον τὸν στρατόν του, ὅπως ἀκριβῶς
ἐπιστρέφει ἡ νύμφη εἰς τὸν ἄνδρα
της. Ἔτσι, μὲ τὸ νὰ σκοτώσῃς
ἕνα μόνον ἄνθρωπον, εἰρηνεύει πλέον ὅλος
ὁ λαός>. |
4
Καὶ εὐθὺς ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς
Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς
πάντων τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ·
|
4
Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ ἐφάνη
λογικὴ καὶ ὠφέλιμος ἐνώπιον
τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐνώπιον
ὅλων τῶν πρεσβυτέρων τοῦ Ἰσραήλ.
|
4
Ἡ πρότασις αὐτὴ τοῦ Ἀχιτόφελ
ἐφάνη πολὺ σωστὴ εἰς τὴν κρίσιν
τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ὅλων τῶν
προεστῶν τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ τὸν
εἶχαν ἀκολουθήσει. |
5
καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλώμ· καλέσατε
δὴ καί γε τὸν Χουσὶ τὸν Ἀραχί,
καὶ ἀκούσωμεν τί ἐν τῷ
στόματι αὐτοῦ καί γε αὐτοῦ.
|
5
Διέταξε δὲ ὁ Ἀβεσσαλώμ·
<προσκαλέσατε ἐδῶ καὶ τὸν
Χουσί, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀραχί,
διὰ νὰ ἀκούσωμεν, τί θὰ
μᾶς εἴπῃ καὶ αὐτός>.
|
5
Εἶπεν ὅμως τότε ὁ Ἀβεσσαλώμ:
<Θέλω να καλέσετε ἐδῶ καὶ τὸν Χουσί,
τὸν υἱὸν τοῦ Ἀραχί, διὰ
νὰ ἀκούσωμεν τί ἔχει νὰ εἰπῇ
καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ θέματος
αὐτοῦ>. |
6
Καὶ εἰσῆλθε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ·
καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς αὐτὸν
λέγων· κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο
ἐλάλησεν Ἀχιτόφελ· εἰ ποιήσομεν
κατὰ τὸν λόγον αὐτοῦ; Εἰ
δὲ μή, σὺ λάλησον·
|
6
Παρουσιάσθη ὁ Χουσὶ εἰς τὸν
Ἀβεσσαλὼμ καὶ ὁ Ἀβεσσαλὼμ
τὸν ἠρώτησεν· <αὐτὰ
μᾶς εἶπεν ὁ Ἀχιτόφελ. Νὰ
ἐφαρμόσωμεν τὴν συμβουλὴν αὐτοῦ;
Ἐὰν ἔχῃς διάφορον γνώμην,
ὁμίλησε>. |
6
Καὶ ἐπαρουσιάσθη ἀμέσως εἰς
τὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ Χουσὶ καὶ
ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: <Αὐτὰ
καὶ αὐτὰ ἐσκέφθη ὁ Ἀχιτόφελ.
Τί γνώμην ἔχεις; Νὰ ἐνεργήσωμεν
ὅπως προτείνει; Ἐὰν δὲν συμφωνῇς,
νὰ μᾶς εἰπῇς τὴν ἄποψίν
σου>. |
7
καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ·
οὐκ ἀγαθὴ αὕτη ἡ βουλή,
ἣν ἐβουλεύσατο Ἀχιτόφελ τὸ
ἅπαξ τοῦτο. |
7
Εἶπε δὲ ὁ Χουσὶ πρὸς τὸν
Ἀβεσσαλώμ· <εἶναι ἡ μοναδικὴ
φορά, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν
εἶναι ὀρθὴ καὶ ὠφέλιμος
αὐτὴ ἡ συμβουλή, τὴν ὁποίαν
ἐσκέφθη καὶ ἔδωσεν ὁ Ἀχιτόφελ>.
|
7
Καὶ εἶπεν ὁ Χουσὶ εἰς τὸν
Ἀβεσσαλώμ: <Εἶναι ἡ πρώτη καὶ
μοναδικὴ φορά, ποὺ δὲν εἶναι ὀρθὴ
ἡ πρότασις, τὴν ὁποίαν ἐσκέφθη ὁ
Ἀχιτόφελ. |
8
Καὶ εἶπε Χουσί· σὺ οἶδας
τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἄνδρας
αὐτοῦ, ὅτι δυνατοὶ εἰσι σφόδρα
καὶ κατάπικροι τῇ ψυχῇ αὐτῶν,
ὡς ἄρκος ἠτεκνωμένη ἐν ἀγρῷ
καὶ ὡς ὗς τραχεῖα ἐν τῷ
πεδίῳ, καὶ ὁ πατήρ σου ἀνὴρ
πολεμιστὴς καὶ οὐ μὴ καταλύσῃ
τὸν λαόν· |
8
Καὶ ἐν συνεχείᾳ προσέθεσε·
<σὺ γνωρίζεις τὸν πατέρα σου καὶ
τοὺς ἄνδρας του, ὅτι εἶναι πολὺ
ἰσχυροὶ καὶ γεμᾶτοι πικρίαν
εἰς τὴν ψυχήν των. Ὁμοιάζουν
μὲ ἄρκτον εἰς τὴν ὕπαιθρον,
ἡ ὁποία ἔχασε τὰ
παιδιά της. Ὁμοιάζουν μὲ ἀγριόχοιρον
εἰς τὰ χωράφια. Ὁ πατέρας σου
εἶναι ἔμπειρος εἰς πολέμους
καὶ δὲν θὰ
διαλύσῃ τὸν στρατόν του. Θὰ
τὸν ἔχῃ μαζῆ του, διὰ νὰ
πολεμήσῃ.
|
8
Σύ, βασιλεῦ, γνωρίζεις καλὰ τὸν πατέρα
σου>, συνέχισεν ὁ Χουσί, <καθὼς ἐπίσης
καὶ τοὺς ἄνδρας, ποὺ εἶναι μαζί
του. Ξέρεις ὅτι εἶναι πολὺ δυναμικοὶ
καὶ καταπικραμμένοι καὶ ὠργισμένοι ἐναντίον
σου. Μοιάζουν μὲ τὴν ἀρκούδα, ποὺ
τῆς ἅρπαξαν τὰ παιδιά της καὶ
γυρίζει εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ μὲ
τὸν φοβερὸν ἀγριόχοιρον, ποὺ ζῇ
εἰς τὰ χωράφια. Ἀλλὰ καὶ ὁ
πατέρας σου εἶναι ἱκανὸς πολεμιστής. Δὲν
πρόκειται νὰ διαλύσῃ τὸν στρατόν του
κατὰ τὴν νύκτα, ὡσὰν νὰ ἦτο
ἀμέριμνος. |
9
ἰδοὺ γὰρ αὐτὸς νῦν κέκρυπται
ἐν ἑνὶ τῶν βουνῶν ἢ ἐν
ἑνὶ τῶν τόπων καὶ ἔσται
ἐν τῷ ἐπιπεσεῖν αὐτοῖς
ἐν ἀρχῇ καὶ ἀκούσῃ
ὁ ἀκούων καὶ εἴπῃ·
ἐγενήθη θραῦσις ἐν τῷ λαῷ
τῷ ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ,
|
9
Καὶ νά, κάπου αὐτὸς τώρα
κρύβεται εἰς κάποιο ὕψωμα ἢ
εἰς κάποιον ἄλλον τόπον. Ἐὰν
λοιπὸν ἐπιτεθῶμεν τώρα ἐναντίον
του καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν
τοῦ πολέμου ἡττηθῶμεν, θὰ γίνῃ
τοῦτο γνωστὸν καὶ θὰ διαδοθῇ,
ὅτι ἔγινε μεγάλη θραῦσις εἰς
τὸν στρατόν, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν
Ἀβεσσαλώμ.
|
9
Τώρα μάλιστα αὐτὸς ἔχει κρυβῆ εἰς
κάποιο ἀπὸ τὰ βουνὰ ἢ εἰς
κάποιον ἄλλον τόπον καὶ περιμένει. Ἐὰν
λοιπὸν γίνῃ ἐπίθεσις ἐναντίον του
καὶ ἔχωμεν ἀποτυχίαν, τώρα εἰς τὴν
ἀρχὴν τῆς βασιλείας σου, θὰ γίνῃ
γνωστὸν καὶ θὰ διαδοθῇ ἀμέσως
ὅτι ἔπαθε πανωλεθρίαν ὁ στρατός, ποὺ
ἀκολουθεῖ τὸν Ἀβεσσαλώμ, πρᾶγμα
ποὺ δὲν μᾶς συμφέρει.
|
10
καί γε αὐτὸς υἱὸς δυνάμεως,
οὗ ἡ καρδία καθὼς ἡ καρδία
τοῦ λέοντος, τηκομένη τακήσεται, ὅτι
οἵδε πᾶς Ἰσραὴλ ὅτι δυνατὸς
ὁ πατήρ σου καὶ υἱοὶ δυνάμεως
οἱ μετ' αὐτοῦ.
|
10
Θὰ ἐπιπέσῃ δὲ τόσος πανικὸς
εἰς ὅλους μας, ὥστε καὶ ὁ
πλέον ψύχραιμος καὶ
δυνατὸς ἀπὸ ἡμᾶς,
τοῦ ὁποίου ἡ
καρδιὰ εἶναι σὰν τὴν καρδιὰ
τοῦ λιονταριοῦ, θὰ λυώσῃ ἀπὸ
τὸν φόβον, διότι ὅλος
ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς γνωρίζει καλά, ὅτι ὁ
πατέρας σου εἶναι δυνατὸς καὶ ὅλοι
ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν εἶναι
ἐπίσης δυνατοί.
|
10
Μὴ ἀμφιβάλλῃς δὲ ὅτι τότε καὶ
ὁ πλέον δυνατὸς ἄνδρας, ποὺ ἔχει
καρδιὰν γενναίαν καὶ μοιάζει μὲ λεοντάρι,
θὰ λειώσῃ ἀπὸ τὸν τρόμον του.
Διότι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται γνωρίζουν
ὅτι ὁ πατέρας σου εἶναι ἀνδρεῖος
καὶ ὅτι ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν
εἶναι ἐπίσης γενναῖοι καὶ δυνατοὶ
ἄνδρες. |
11
Ὅτι οὕτως συμβουλεύων ἐγὼ συνεβούλευσα,
καὶ συναγόμενος συναχθήσεται ἐπὶ
σὲ πᾶς Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν
καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ὡς ἡ ἄμμος
ἡ ἐπὶ τῆς θαλάσσης εἰς
πλῆθος, καὶ τὸ πρόσωπόν σου
πορευόμενον ἐν μέσῳ αὐτῶν,
|
11
Διὰ τοῦτο ἐγώ,
σοῦ δίδω τὴν ἑξῆς συμβουλὴν
καὶ ἐπιμένω εἰς αὐτήν·
Νὰ συγκεντρωθῇ ὁλόγυρά
σου ὅλος ὁ ἰσραηλιτικὸς λαός,
ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν ἀπὸ τὴν
βορειοτέραν πόλιν τὴν
Δάν, μέχρι καὶ
τὴν νοτιωτέραν πόλιν τὴν Βηρσαβεέ.
Ὁ στρατὸς αὐτὸς θὰ εἶναι
τόσον πολυάριθμος, ὅση εἶναι ἡ
ἄμμος τῆς θαλάσσης·
ἀρχηγὸς δὲ τοῦ πολυαρίθμου
αὐτοῦ στρατοῦ θὰ εἶσαι σὺ
προσωπικῶς. |
11
Ἐφ' ὅσον ζητεῖς τὴν γνώμην μου, ἐγὼ
θὰ ἐπρότεινα τὸ ἑξῆς: Νὰ
συγκεντρωθοῦν γύρω σου ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται
ἀπὸ τὴν πόλιν Δάν, ποὺ εἶναι
εἰς τὸν βορρᾶν, ἕως τὴν Βηρσαβεέ,
ποὺ εἶναι εἰς τὸν νότον τῆς
χώρας μας. Ἔτσι θὰ ἔχῃς στρατὸν
πολὺν σὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.
Ἐπὶ κεφαλῆς των δέ, εἰς τὸ μέσον
ὅλων αὐτῶν, νὰ βαδίζῃς ὁ
ἴδιος προσωπικῶς ὡς ἡγέτης ἀνδρεῖος.
|
12
καὶ ἥξομεν πρὸς αὐτὸν εἰς
ἕνα τῶν τόπων, οὗ ἐὰν
εὕρωμεν αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ
παρεμβαλοῦμεν ἐπ' αὐτόν, ὡς
πίπτει δρόσος ἐπὶ τὴν γῆν
καὶ οὐχ ὑπολειψόμεθα ἐν αὐτῷ
καὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ' αὐτοῦ
καί γε ἕνα· |
12
Ἔτσι θὰ ἐξορμήσωμεν ἐναντίον
τοῦ πατρός σου εἰς
τὸ μέρος, ὅπου τυχὸν θὰ κρύπτεται,
θὰ στρατοπεδεύσωμεν
γύρω του καὶ θὰ
ἐπιπέσωμεν ἀπὸ ὅλα τὰ
σημεῖα ἐναντίον του, ὅπως πέφτει
ἡ δροσιὰ ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν. Δὲν θὰ ἀφήσωμεν
νὰ διαφύγῃ οὔτε
αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἀπὸ
τοὺς ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι εἶναι
μαζῆ του. |
12
Θὰ φθάσωμεν λοιπὸν πρὸς τὸν Δαβίδ,
εἰς τὸν τόπον ὅπου θὰ τὸν εὕρωμεν,
καὶ θὰ λάβωμεν θέσιν μάχης καὶ θὰ
πέσωμεν ἐπάνω του, ὅπως πέφτει ἡ δροσιὰ
εἰς τὴν γῆν. Ἔτσι δὲν θὰ
ἠμπορέσῃ νὰ ἀντιδράσῃ
καθόλου. Καὶ δὲν θὰ ἀφήσωμεν
νὰ γλυτώσῃ κανείς, οὔτε ὁ ἴδιος
οὔτε κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς
ἄνδρας του. |
13
καὶ ἐὰν εἰς τὴν πόλιν
συναχθῇ, καὶ λήψεται πᾶς Ἰσραὴλ
πρὸς τὴν πόλιν ἐκείνην σχοινία
καὶ συροῦμεν αὐτὴν ἕως εἰς
τὸν χειμάρρουν, ὅπως μὴ καταλειφθῇ
ἐκεῖ μηδὲ λίθος.
|
13
Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ Δαυίδ,
μαζῆ μὲ τὸν λαὸν ποὺ τὸν
ἀκολουθεῖ, ἀποσυρθῇ
καὶ ἀναβῇ εἰς πόλιν τινὰ
ἐπάνω εἰς ὕψωμα, ὅλοι οἱ
Ἰσραηλῖται, ποὺ ἀκολουθοῦν ἡμᾶς,
θὰ φέρουν σχοινία πρὸς τὴν πόλιν
ἐκείνην, θὰ τὴν δέσωμεν καὶ
θὰ τὴν σύρωμεν εἰς τὴν χαράδραν,
ὥστε νὰ μὴ μείνῃ
οὔτε ἕνας λίθος εἰς τὴν πόλιν
ἐκείνην>.
|
13
Ἀκόμη καὶ ἐὰν ὑποθέσωμεν ὅτι
θὰ ἀσφαλισθῇ μέσα εἰς κάποιαν
πόλιν, θὰ πάρουν καὶ θὰ φέρουν πρὸς
τὴν πόλιν ἐκείνην ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
σχοινιὰ καὶ θὰ τὴν σύρωμεν ὁλόκληρον
ἕως τὸν χείμαρρον ἔτσι, ὥστε νὰ
μὴ μείνῃ οὔτε πέτρα ἀπὸ αὐτήν>.
|
14
Καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ πᾶς
ἀνὴρ Ἰσραήλ· ἀγαθὴ
ἡ βουλὴ Χουσὶ τοῦ Ἀραχὶ
ὑπὲρ τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ·
καὶ Κύριος ἐνετείλατο διακεδάσαι
τὴν βουλὴν τοῦ Ἀχιτόφελ τὴν
ἀγαθήν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ
Κύριος ἐπὶ Ἀβεσσαλὼμ τὰ
κακὰ πάντα. |
14
Ὁ Ἀβεσσαλὼμ
καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ παρευρίσκοντο
εἰς τὴν συνομιλίαν αὐτήν,
ἀπήντησαν· <ἡ γνώμη
τοῦ Χουσὶ εἶναι
καλυτέρα καὶ προτιμοτέρα ἀπὸ
τὴν γνώμην τοῦ Ἀχιτόφελ>.
Ἔτσι δὲ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
ἠθέλησε καὶ ἐξουδετέρωσε
τὴν γνώμην τοῦ
Ἀχιτόφελ, τὴν
τόσον συμφέρουσαν
διὰ τὸν Ἀβεσσαλώμ,
διὰ νὰ τιμωρήσῃ
αὐτὸν διὰ τὰς κακάς του
πράξεις. |
14
Ὅταν ἄκουσαν τὴν γνώμην αὐτὴν
τοῦ Χουσὶ ὁ Ἀβεσσαλὼμ καὶ
ὅλοι οἱ παρόντες Ἰσραηλῖται, εἶπαν:
<Ἡ πρότασις τοῦ Χουσί, τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἀραχί, εἶναι πολὺ καλὴ
καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ ἐκείνην τοῦ
Ἀχιτόφελ>. Καὶ μὲ τὸν τρόπον
αὐτὸν ἔγινε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου,
ὁ Ὁποῖος ἀπεφάσισε νὰ ματαιώσῃ
τὴν ἔξυπνον γνώμην τοῦ Ἀχιτόφελ,
διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἀβεσσαλὼμ
δι’ ὅλας τὰς παρανομίας του.
|
15
Καὶ εἶπε Χουσὶ ὁ τοῦ Ἀραχὶ
πρὸς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ τοὺς
ἱερεῖς· οὕτως καὶ οὕτως
συνεβούλευσεν Ἀχιτόφελ τῷ Ἀβεσσαλὼμ
καὶ τοῖς πρεσβυτέροις Ἰσραήλ,
καὶ οὕτως καὶ οὕτως συνεβούλευσα
ἐγώ. |
15
Ὁ Χουσί, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀραχί,
ἐγνωστοποίησε πρὸς τὸν Σαδὼκ
καὶ τὸν Ἀβιάθαρ, τοὺς ἀρχιερεῖς,
αὐτά. <Αὐτὰ καὶ αὐτὰ
συνεβούλευσεν ὁ Ἀχιτόφελ τὸν
Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοὺς γεροντοτέρους
ἐκ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Αὐτὸ
καὶ αὐτὸ συνεβούλευσα ἐγὼ
αὐτόν.
|
15
Ἀμέσως μετὰ τὴν συνάντησίν του μὲ
τὸν Ἀβεσσαλὼμ ὁ Χουσί, ὁ
υἱὸς τοῦ Ἀραχί, εἰδοποίησε
τοὺς ἀρχιερεῖς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ
καὶ τοὺς εἶπε: <Αὐτὰ καὶ
αὐτὰ ἐπρότεινεν ὁ Ἀχιτόφελ
εἰς τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοὺς
προεστοὺς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ αὐτὰ
καὶ αὐτὰ ἐπρότεινα ἐγώ.
|
16
Καὶ νῦν ἀποστείλατε ταχὺ καὶ
ἀναγγείλατε τῷ Δαυὶδ λέγοντες·
μὴ αὐλισθῇς τὴν νύκτα ἐν
Ἀραβώθ τῆς ἐρήμου καί
γε διαβαίνων σπεῦσον, μή ποτε καταπείσῃ
τὸν βασιλέα καὶ πάντα τὸν λαὸν
τὸν μετ' αὐτοῦ.
|
16
Καὶ λοιπόν, τώρα στεῖλτε ἀμέσως
καὶ εἰδοποιῆστε τὸν Δαυὶδ λέγοντες·
Νὰ μὴ παραμείνῃς κατὰ τὴν
νύκτα αὐτὴν εἰς τὴν πεδιάδα
τῆς ἐρήμου τῆς
Ἀραβώθ. Ἀλλὰ σπεῦσε νὰ
περάσῃς τὸν Ἰορδάνην, μήπως
τυχὸν ὁ Ἀχιτόφελ ἀλλάξῃ
τὴν γνώμην τοῦ βασιλέως καὶ
ὁδηγήσῃ αὐτὸν καὶ ὅλον
τὸν στρατόν του ἐναντίον σου>.
|
16
Τώρα λοιπὸν νὰ στείλετε γρήγορα ἀγγελιαφόρον
καὶ νὰ ἐνημερώσετε τὸν Δαβὶδ
καὶ νὰ τοῦ εἰπῆτε: <Νὰ
μὴ διανυκτερεύσῃς ἀπόψε εἰς τὴν
κοιλάδα Ἀραβὼθ τῆς ἐρήμου, ἀλλὰ
νὰ σπεύσῃς νὰ περάσῃς εἰς
τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου.
Ὑπάρχει ἐνδεχόμενον νὰ πείσῃ τελικῶς
μὲ τὸν τρόπον του ὁ Ἀχιτόφελ
τὸν βασιλέα Ἀβεσσαλὼμ καὶ ὅλον
τὸν λαόν, ποὺ εἶναι μαζί του, καὶ
νὰ ἐκτελεσθῇ τὸ ἰδικόν του σχέδιον>.
|
17
Καὶ Ἰωνάθαν καὶ Ἀχιμάας
εἰστήκεισαν ἐν τῇ πηγῇ Ρωγήλ,
καὶ ἐπορεύθη ἡ παιδίσκη καὶ
ἀνήγγειλεν αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ
πορεύονται καὶ ἀναγγέλλουσι τῷ
βασιλεῖ Δαυίδ, ὅτι οὐκ ἠδύναντο
ὀφθῆναι τοῦ εἰσελθεῖν εἰς
τὴν πόλιν. |
17
Ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἀχιμάας
ἵσταντο πλησίον εἰς τὴν πηγὴν
Ρωήλ. Πρὸς αὐτοὺς μετέβη κάποια
ὑπηρέτρια καὶ
τοὺς ἀνήγγειλε τὰ
γεγονότα αὐτά. Αὐτοὶ
δὲ ἔρχονται καὶ τὰ ἀναγγέλλουν
εἰς τὸν βασιλέα Δαυίδ. Ὁ Ἰωνάθαν
καὶ ὁ Ἀχιμάας ἔμεναν εἰς
τὴν πηγὴν Ρωγήλ, (διὰ
νὰ λαμβάνουν ἐκεῖ τὰς πληροφορίας),
ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ
φαίνωνται ὅτι εἰσέρχονται εἰς
τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ.
|
17
Οἱ δύο δὲ υἱοὶ τῶν ἀρχιερέων,
ποὺ ἦσαν ἔμπιστοι τοῦ Δαβίδ, δηλαδὴ
ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἀχιμάας,
ἔστεκαν κοντὰ εἰς τὴν πηγὴν
Ρωγὴλ καὶ ἐπερίμεναν ἐκεῖ διὰ
νὰ μάθουν νέα, διότι δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν πόλιν.
Ἐπῆγε λοιπὸν μία ὑπηρέτρια εἰς
τὴν πηγὴν καὶ τοὺς εἶπε τὰ
καθέκαστα καὶ αὐτοὶ ἔφυγαν ἀμέσως,
διὰ νὰ ἐνημερώσουν τὸν βασιλέα
Δαβίδ. |
18
Καὶ εἶδεν αὐτοὺς παιδάριον κοὶ
ἀνήγγειλε τῷ Ἀβεσσαλώμ, καὶ
ἐπορεύθησαν οἱ δύο ταχέως καὶ
εἰσῆλθαν εἰς οἰκίαν ἀνδρὸς
ἐν Βαουρίμ, καὶ οὕτω λάκκος
ἐν τῇ αὐλῇ. Καὶ κατέβησαν
ἐκεῖ. |
18
Κάποιος ὅμως νεαρὸς τοὺς ἀντελήφθη
καὶ κατέστησε γνωστὸν τοῦτο εἰς
τὸν Ἀβεσσαλώμ,
ὁ ὁποῖος καὶ
ἀπέστειλεν ἀνθρώπους,
διὰ νὰ τοὺς συλλάβουν. Ὁ
Ἰωνάθαν ὅμως καὶ ὁ Ἀχιμάας
ἐπέσπευσαν τὸ βῆμα των καὶ εἰσῆλθαν
εἰς τὴν οἰκίαν ἐνὸς ἀνδρὸς
εἰς τὴν πόλιν Βαουρίμ. Εἰς τὴν
αὐλὴν τῆς οἰκίας τοῦ ἀνθρώπου
αὐτοῦ ὑπῆρχε κάποιος λάκκος.
Κατέβηκαν καὶ ἐκρύφθησαν ἐκεῖ.
|
18
Τοὺς εἶδεν ὅμως ἕνας νεαρὸς
καὶ τὸ ἀνεκοίνωσεν ἀμέσως εἰς
τὸν Ἀβεσσαλώμ. Κατόπιν τούτου οἰ δύο
ἄνθρωποι τοῦ Δαβὶδ ἔφυγαν γρήγορα
καὶ ἐμβῆκαν εἰς τὸ σπίτι κάποιου
Ἰσραηλίτου εἰς τὴν πόλιν Βαουρίμ.
Εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ σπιτιοῦ
αὐτοῦ ὑπῆρχεν ἕνας λάκκος, ὅπου
καὶ ἐχώθησαν διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν.
|
19
Καὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ διεπέτασε
τὸ ἐπικάλυμμα ἐπὶ πρόσωπον
τοῦ λάκκου καὶ ἔψυξεν ἐπ' αὐτῷ
ἄραφωθ, καὶ οὐκ ἐγνώσθη ρῆμα.
|
19
Ἡ σύζυγος τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου,
ἐπῆρε καὶ ἔβαλε τὸ σκέπασμα
εἰς τὸ στόμιον αὐτοῦ τοῦ
λάκκου καὶ ἐσκόρπισεν ἐπάνω
εἰς αὐτὸ τὸ σκέπασμα,
δῆθεν διὰ νὰ
ξηρανθῇ, σῖτον κοπανισμένον καὶ ἔτσι
δὲν ἐφαίνετο, τί ἦτο
κάτω ἀπὸ αὐτόν.
|
19
Ἡ δὲ οἰκοδέσποινα ἐπῆρε κάποιο
κάλυμμα καὶ τὸ ἄπλωσε ἐπάνω
ἀπὸ τὸν λάκκον καὶ ἔβαλεν ἐπάνω
του κοπανισμένο σιτάρι, ὡσὰν νὰ ἤθελε
νὰ τὸ ξηράνῃ εἰς τὸν ἥλιον.
Ἔτσι δὲν ἐφαίνετο τίποτε καὶ δὲν
ἠμποροῦσε νὰ ὑποπτευθῇ κανεὶς
τίποτε. |
20
Καὶ ἦλθαν οἱ παῖδες Ἀβεσσαλὼμ
πρὸς τὴν γυναῖκα εἰς τὴν οἰκίαν
καὶ εἶπαν· ποῦ Ἀχιμάας
καὶ Ἰωνάθαν; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς
ἡ γυνή· παρῆλθαν μικρὸν τοῦ
ὕδατος, καὶ ἐζήτησαν καὶ οὐχ
εὖραν καὶ ἀνέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ.
|
20
Οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ ἔφθασαν
εἰς τὴν οἰκίαν πρὸς τὴν
γυναῖκα καὶ τὴν ἠρώτησαν·
<ποῦ εἶναι ὁ Ἀχιμάας καὶ
ὁ Ἰωνάθαν;> Ἐκείνη ὅμως
τοὺς ἀπήντησεν· <ἐπέρασαν
πρὸ ὀλίγου αὐτὸ τὸ ρυάκιον>.
Οἱ ἀπεσταλμένοι ἠρεύνησαν πρὸς
ὅλας τὰς κατευθύνσεις, δὲν τοὺς
εὖρον καὶ ἐπέστρεψαν εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
20
Ἦλθαν λοιπὸν οἱ δοῦλοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ
εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ ἐρώτησαν
τὴν οἰκοδέσποιναν: <Ποὺ εἶναι ὁ
Ἀχιμάας καὶ ὁ Ἰωνάθαν;>
Καὶ ἐκείνη τοὺς εἶπε: <Μόλις πρὸ
ὀλίγου ἐπέρασαν ἐκεῖνο ἐκεῖ
τὸ ρυάκι>. Καὶ ἐρεύνησαν οἱ
ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καί,
ἀφοῦ δὲν εὑρῆκαν κανένα, ἐπέστρεψαν
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. |
21
Ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ ἀπελθεῖν
αὐτοὺς καὶ ἀνέβησαν ἐκ
τοῦ λάκκου καὶ ἐπορεύθησαν καὶ
ἀπήγγειλαν τῷ βασιλεῖ Δαυὶδ
καὶ εἶπαν πρὸς Δαυίδ· ἀνάστητε
καὶ διάβητε ταχέως τὸ ὕδωρ,
ὅτι οὕτως ἐβουλεύσατο περὶ ὑμῶν
Ἀχιτόφελ. |
21
Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν
τῶν δούλων τοῦ Ἀβεσσαλώμ, ὁ
Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἀχιμάας
ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν λάκκον,
ἐπορεύθησαν καὶ ἔφθασαν εἰς
τὸν βασιλέα Δαυίδ, εἰς τὸν ὁποῖον
καὶ ἀνήγγειλαν τὰ ἑξῆς·
<ἐτοιμασθῆτε καὶ διαβῆτε γρήγορα
τὸν Ἰορδάνην, διότι
αὐτὸ καὶ αὐτὸ συνεβούλευσεν
ὁ Ἀχιτόφελ τὸν Ἀβεσσαλὼμ
ἐναντίον σας>.
|
21
Ὅταν δὲ ἀνεχώρησαν οἱ ἄνθρωποι
τοῦ Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐπέρασε ὁ
κίνδυνος, ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἀχιμάας
ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν λάκκον καὶ
ἐπῆγαν καὶ ἀνεκοίνωσαν εἰς τὸν
βασιλέα Δαβὶδ τὰ καθέκαστα καὶ τοῦ
εἶπαν: <Σηκωθῆτε γρήγορα καὶ βιασθῆτε
νὰ περάσετε τὸ ποτάμι, διότι αὐτὰ
καὶ αὐτὰ ἐσχεδίασε καὶ
ἐπρότεινε διὰ σᾶς ὁ Ἀχιτόφελ>.
|
22
Καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ πᾶς
ὁ λαὸς ὁ μετ' αὐτοῦ καὶ
διέβησαν τὸν Ἰορδάνην ἕως τοῦ
φωτὸς τοῦ πρωῒ ἕως ἑνὸς
οὐκ ἔλαθεν ὃς οὐ διῆλθε τὸν
Ἰορδάνην. |
22
Πράγματι ὁ Δαυὶδ ἠγέρθη ἀμέσως,
μαζῆ του δὲ καὶ ὅλος ὁ λαός,
καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν
μέχρι τῆς ἑπομένης ἡμέρας.
Κανεὶς δὲν ἔμεινε, ποὺ νὰ μὴ
διῆλθε κρυφίως τὸν Ἰορδάνην
ποταμόν. |
22
Καὶ ἐσηκώθη ἀμέσως ὁ Δαβὶδ
καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ ἦτο μαζί
του, καὶ ἐπέρασαν τὸν Ἰορδάνην. Μέχρι
νὰ φωτίσῃ ὁ ἥλιος τὸ πρωί, εἶχαν
περάσει ὅλοι. Καὶ δὲν ὑπῆρχε
οὔτε ἕνας, ποὺ νὰ ἔγινε ἀντιληπτὸς
καὶ νὰ μὴ ἐπρόλαβε νὰ περάσῃ
τὸν Ἰορδάνην. |
23
Καὶ Ἀχιτόφελ εἶδεν ὅτι οὐκ
ἐγενήθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ,
καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ,
καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθεν
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς
τὴν πόλιν αὐτοῦ· καὶ ἐνετείλατο
τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ ἀπήγξατο
καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη
ἐν τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ. |
23
Ὁ Ἀχιτόφελ εἶδεν, ὅτι δὲν
ἔγινε δεκτὴ ἡ συμβουλή του, ἐσαμάρωσε
τὴν ὄνον του, ἐσηκώθη, ἐπῆγεν
εἰς τὴν πόλιν του καὶ εἰσῆλθεν
εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀφοῦ
ἐτακτοποίησε τὰς ὑποθέσεις τῆς
οἰκογενείας του, ἐκρεμάσθη καὶ
ἀπέθανε. Ἐτάφη δὲ εἰς
τὸν τάφον τοῦ πατρός του.
|
23
Ὅταν ὁ Ἀχιτόφελ εἶδεν ὅτι
δὲν εἱσηκούσθη ἡ πρότασίς του, ἐσαμάρωσε
τὸν ὅνον του καὶ ἐσηκώθη καὶ
ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν
εἰς τὸ σπίτι του, εἰς τὴν πατρίδα
του. Καὶ ἀφοῦ ἐτακτοποίησε τὰς
διαφόρους ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ του, ἐκρεμάσθη
καὶ αὐτοκτόνησε. Τὸν ἔθαψαν δὲ
εἰς τὸν τάφον τοῦ πατέρα του.
|
24
Καὶ Δαυὶδ διῆλθεν εἰς Μαναΐμ, καὶ
Ἀβεσσαλὼμ διέβη τὸν Ἰορδάνην
αὐτὸς καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ
μετ' αὐτοῦ. |
24
Ὁ Δαυὶδ ἐν τῷ μεταξὺ διέβη
τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν καὶ ἔφθασεν
εἰς τὴν Μαναΐμ. Διέβη δὲ τὸν
ποταμὸν καὶ ὁ Ἀβεσσαλώμ, μαζῆ
δὲ μὲ αὐτὸν καὶ ὅλος ὁ
ἰσραηλιτικὸς στρατός του.
|
24
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Δαβὶδ ἐπέρασε
τὸν Ἰορδάνην καὶ ἔφθασεν εἰς
τὴν πόλιν Μαναΐμ. Ὁ δὲ Ἀβεσσαλώμ,
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας
ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὰς διαταγάς
του, τὸν κατεδίωξε καὶ ἐπέρασε καὶ
αὐτὸς τὸν Ἰορδάνην.
|
25
Καὶ τὸν Ἀμεσσαῒ κατέστησεν Ἀβεσσαλὼμ
ἀντὶ Ἰωὰβ ἐπὶ τῆς
δυνάμεως· καὶ Ἀμεσσαῒ υἱὸς
ἀνδρὸς καὶ ὄνομα αὐτῷ
Ἰοθὸρ ὁ Ἰσραηλίτης, οὗτος,
εἰσῆλθε πρὸς Ἀβιγαίαν θυγατέρα
Νάας ἀδελφὴν Σαρουΐας μητρὸς Ἰωάβ.
|
25
Ὁ Ἀβεσσαλὼμ διώρισε ἀντὶ
τοῦ Ἰωὰβ ἀρχιστράτηγον τοῦ
ἰσραηλιτικοῦ στρατοῦ τὸν Ἀμεσσαΐ.
Αὐτὸς δὲ ὁ Ἀμεσσαῒ ἦτο
υἱὸς τοῦ Ἰσραηλίτου Ἰοθόρ,
ὁ ὁποῖος ἦλθεν εἰς ἕνωσιν
μὲ τὴν Ἀβιγαίαν, τὴν θυγατέρα
Νάας, ἀδελφὴν δὲ Σαρουΐας τῆς
μητρὸς τοῦ Ἰωάβ.
|
25
Ὥρισε δὲ ὁ Ἀβεσσαλὼμ ὡς
ἀρχιστράτηγόν του, εἰς τὴν θέσιν τοῦ
Ἰωάβ, τὸν Ἀμεσσαΐ. Ὁ δὲ
Ἀμεσσαῒ ἦτο υἱὸς ἐνὸς
ἀνδρός, ποὺ ὠνομάζετο Ἰοθὸρ
ὁ Ἰσραηλίτης. Ὁ Ἰοθὸρ εἶχε
πάρει ὠς σύζυγόν του τὴν Ἀβιγαίαν,
τὴν κόρην τοῦ Νάας καὶ ἀδελφὴν
τῆς Σαρουΐας, ποὺ ἦτο μητέρα τοῦ Ἰωάβ.
|
26
Καὶ παρενέβαλε πᾶς Ἰσραὴλ καὶ
Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν γῆν Γαλαάδ.
|
26
Ἔτσι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ
ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἐστρατοπέδευσαν
εἰς τὴν χώραν Γαλαάδ.
|
26
Ἐστρατοπέδευσαν δὲ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
μὲ τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν
χώραν Γαλαάδ. |
27
Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἦλθε
Δαυὶδ εἰς Μαναΐμ, καὶ Οὐεσβὶ
υἱὸς Νάας ἐκ Ραββάθ υἱῶν
Ἀμμὼν καὶ Μαχὶρ υἱὸς Ἀμιὴλ
ἐκ Λωδαβὰρ καὶ Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης
ἐκ Ρωγελλὶμ |
27
Ὅταν δὲ ὁ Δαυὶδ ἦλθεν εἰς
Μαναΐμ, ὁ Οὐεσβί, υἱὸς τοῦ
Νάας, ἀπὸ τὴν πρωτεύουσαν τῶν
Ἀμμωνιτῶν τὴν Ραββάθ, ἦλθε πρὸς
τὸν Δαυίδ. Ἐπίσης καὶ ὁ
Μαχίρ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀμιὴλ
ἀπὸ τὴν Λωδαβάρ, καὶ ὁ
Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης, ὁ ὁποῖος
κατήγετο ἀπὸ τὴν Ρωνελλίμ.
|
27
Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Δαβὶδ εἰς
τὴν Μαναΐμ, τὸν ἐπεσκέφθησαν ὁ Οὐεσβί,
ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ Νάας καὶ
κατήγετο ἀπὸ τὴν Ραββάθ, τὴν πρωτεύουσαν
τῶν Ἀμμωνιτῶν, καὶ ὁ Μαχίρ,
ὁ υἱὸς τοῦ Ἀμιὴλ ἀπὸ
τὴν Ἀωδαβάρ, καὶ ὁ Βερζελλί, ὁ
Γαλααδίτης, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Ρωγελλίμ.
|
28
ἤνεγκαν δέκα κοίτας καὶ ἀμφιτάπους
καὶ λέβητας δέκα καὶ σκεύη κεράμου
καὶ πυροὺς καὶ κριθὰς καὶ ἄλευρον
καὶ ἄλφιτον καὶ κύαμον καὶ φακὸν
|
28
Αὐτοὶ ἔφεραν καὶ ἔδωκαν εἰς
τὸν Δαυὶδ δέκα κρεββάτια, πολυτελεῖς
τάπητας, δέκα λέβητας, οἰκιακὰ
πήλινα σκεύη, σιτάρι, κριθάρι, ἀλεύρι,
χονδροαλεσμένην κριθήν, κουκιά, φακές,
|
28
Αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἔφεραν εἰς
τὸν Δαβὶδ δέκα κρεββάτια καὶ ὡραῖα
χαλιὰ διπλῆς ὄψεως, δέκα καζάνια καὶ
πήλινα σκεύη, κοκκινοσίταρο, κριθάρι, ἀλεύρι,
κριθάλευρο, κουκιὰ καὶ φακές.
|
29
καὶ μέλι καὶ βούτυρον καὶ πρόβατα
καὶ σαφφὼθ βοῶν καὶ προσήνεγκαν
τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ λαῷ τῷ
μετ' αὐτοῦ φαγεῖν, ὅτι εἶπαν
ὁ λαὸς πεινῶν καὶ ἐκλελυμένος
καὶ διψῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ.
|
29
μέλι, βούτυρον, πρόβατα καὶ τυρὶ
ἀπὸ ἀγελάδες. Αὐτὰ προσέφεραν
εἰς τὸν Δαυὶδ καὶ εἰς τὸν
στρατόν, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε,
διὰ νὰ φάγουν, ἐπειδὴ ἐσκέφθησαν
καὶ εἶπαν, ὅτι ὁ λαὸς αὐτὸς
εἶναι πεινασμένος καὶ ταλαιπωρημένος
καὶ διψασμένος εἰς αὐτὴν τὴν
ἔρημον. |
29
Τοῦ ἔφεραν ἐπίσης μέλι καὶ βούτυρο
καὶ πρόβατα καὶ τυρὶ ἀγελάδος. Προσέφεραν
δὲ τὰ τρόφιμα αὐτὰ εἰς τὸν
Δαβὶδ καὶ τὸν στρατόν, ποὺ ἦτο
μαζί του, διὰ να τὰ φάγουν, διότι ἐσκέφθησαν
καὶ εἶπαν: <Ὁ λαὸς αὐτὸς
πεινᾷ καὶ διψᾷ καὶ ἔχει ἐξαντληθῆ
εἰς τὴν ἔρημον>. |