Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ΑΙ
ἦν ἀνὴρ οἰκῶν ἐν Βαβυλῶνι,
καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰωακείμ.
|
πῆρχεν
ἕνας ἀνήρ, κάτοικος τῆς Βαβυλῶνος,
ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Ἰωακείμ.
|
πῆρχε
κατὰ τοὺς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας
τῶν Ἰουδαίων κάποιος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος
κατοικοῦσε εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ
ὠνομάζετο Ἰωακείμ. |
2
Καὶ ἔλαβε γυναῖκα, ᾖ ὄνομα Σωσάννα,
θυγάτηρ Χελκίου, καλὴ σφόδρα καὶ
φοβουμένη τὸν Κύριον·
|
2
Αὐτὸς ἐπῆρεν ὡς σύζυγον
του μίαν γυναῖκα, ἡ ὁποία ὠνομάζετο
Σωσάννα καὶ ἦτο θυγάτηρ τοῦ
Χελκίου. Αὐτὴ ἦτο ὠραιοτάτη
καὶ πολὺ εὐσεβὴς ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου.
|
2
Αὐτὸς ἐνυμφεύθη μίαν γυναῖκα,
ἡ ὁποία ὠνομάζετο Σωσάννα καὶ ἦταν
κόρη τοῦ Χελκίου. Ἡ Σωσάννα ἦταν πάρα πολὺ
ὡραία, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ εὐσεβὴς
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. |
3
καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς δίκαιοι
καὶ ἐδίδαξαν τὴν θυγατέρα αὐτῶν
κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ. |
3
Ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς της ἐπίσης
ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι.
Ἐδίδαξαν δὲ καὶ ἐμόρφωσαν
τὴν θυγατέρα αὐτῶν σύμφωνα μὲ
τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως.
|
3
Καὶ οἱ γονεῖς της ἐπίσης ἦσαν
εὐσεβεῖς, ἀγαθοὶ καὶ ἐνάρετοι,
ἐδίδαξαν δὲ καὶ καθωδήγησαν τὴν θυγατέρα
των σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσῆ.
|
4
Καὶ ἦν Ἰωακεὶμ πλούσιος σφόδρα,
καὶ ἦν αὐτῷ παράδεισος γειτνιῶν
τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· καὶ
πρὸς αὐτὸν προσήγοντο οἱ Ἰουδαῖοι
διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐνδοξότερον
πάντων. |
4
Ὁ Ἰωακεὶμ ἦτο πολὺ πλούσιος,
εἶχε δὲ πλησίον τῆς οἰκίας
του ἕνα ὡραῖον δενδροφυτευμένον κῆπον.
Εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἰωακεὶμ
προσήρχοντο τακτικὰ οἱ Ἰουδαῖοι,
διότι αὐτὸς ἦτο ὁ ἐπισημότερος
μεταξὺ ὅλων τῶν ἐκεῖ ἐγκατεστημένων
Ἰουδαίων.
|
4
Ἦταν δὲ ὁ Ἰωακεὶμ πάρα πολὺ
πλούσιος καὶ εἶχε κοντὰ εἰς τὸ
σπίτι του εὐρύχωρον, ὡραῖον, δενδροφυτευμένον
κῆπον. Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν
νὰ ἐπισκέπτωνται καὶ νὰ συχνάζουν
πλησίον τοῦ Ἰωακείμ, διότι αὐτὸς ἦταν
ὁ πλέον ἔνδοξος καὶ σεβαστὸς μεταξὺ
ὅλων τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἦσαν
ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
|
5
Καὶ ἀπεδείχθησαν δύο πρεσβύτεροι
ἐκ τοῦ λαοῦ κριταὶ ἐν τῷ
ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ, περὶ ὧν
ἐλάλησεν ὁ δεσπότης, ὅτι ἐξῆλθεν
ἀνομία ἐκ Βαβυλῶνος ἐκ πρεσβυτέρων
κριτῶν, οἳ ἐδόκουν κυβερνᾶν
τὸν λαόν. |
5
Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἀνεδείχθησαν
ὡς δικασταὶ τοῦ λαοῦ δύο κατὰ
τὴν ἡλικίαν πρεσβύτεροι Ἰουδαῖοι.
Διὰ κάτι τέτοιους τύπους εἶχεν
εἴπει κάπου ὁ Κύριος· ἡ
παρανομία ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν
Βαβυλῶνα, ἀπὸ γέροντας δικαστὰς
οἱ ὁποῖοι ἐθεωροῦντο καὶ
ἐνεφανίζοντο ὡς κυβερνῆται τοῦ
λαοῦ. |
5
Ἐξελέγησαν δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν
καὶ ὡρίσθησαν κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο
δύο πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἡλικίαν, διὰ
νὰ ἐνεργοῦν ὡς κριταὶ καὶ
δικασταί. Διὰ τοὺς τέτοιου εἴδους ἀνόμους
κριτὰς ὁ Κύριος εἶπεν: <Ἡ παρανομία
ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα,
ἀπὸ πρεσβυτέρους κατὰ τὴν ἡλικίαν
κριτάς, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζοντο καὶ
ἐκαμάρωναν ὡς κυβερνῆται καὶ
καθοδηγηταὶ τοῦ λαοῦ>!
|
6
Οὗτοι προσεκαρτέρουν ἐν τῇ οἰκίᾳ
Ἰωακείμ, καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτοὺς
πάντες οἱ κρινόμενοι.
|
6
Αὐτοὶ προσήρχοντο συχνότερον καὶ
ἕμενον ἐπὶ μακρότερον χρόνον
εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἰωακείμ.
Πρὸς αὐτοὺς δὲ προσήρχοντο καὶ
ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, ὅσοι εἶχαν
μεταξύ των διαφοράς.
|
6
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὡς δικασταὶ
ποὺ ἦσαν, ἐσύχναζαν καὶ παρέμεναν
ἐπὶ μακρὰν χρόνον εἰς τὸ σπίτι
τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Σωσάννας,
τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς
δικαστήριον τῶν Ἰουδαίων. Εἰς τοὺς
πρεσβυτέρους δὲ αὐτοὺς προσήρχοντο καὶ
προσέφευγαν ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι οἱ
ὁποῖοι εἶχαν μεταξύ των διαφορὲς
πρὸς ἐκδίκασιν. |
7
Καὶ ἐγέντο ἡνίκα ἀπέτρεχεν
ὁ λαὸς μέσον ἡμέρας, εἰσεπορεύετο
Σωσάννα καὶ περιεπάτει ἐν τῷ
παραδείσῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς.
|
7
Κατὰ τὴν μεσημβρίαν, ὅταν οἱ
ἐπισκέπται ἀπήρχοντο, ἡ Σωσάννα
ἔκαμνε τὸν περίπατόν της εἰς
τὸν κῆπον τοῦ ἀνδρός της.
|
7
Συνέβαινε δὲ τοῦτο: Ὅταν πλέον ὁ λαὸς
ἀπέσυρετο καὶ ἔφευγε κατὰ τὸ
μεσημέρι, ἡ Σωσάννα ἐπήγαινε καὶ ἔκαμνε
τὸν περίπατόν της εἰς τὸν κῆπον
τοῦ συζύγου της. |
8
Καὶ ἐθεώρουν αὐτὴν οἱ
δύο πρεσβύτεροι καθ' ἡμέραν εἰσπορευομένην
καὶ περιπατοῦσαν καὶ ἐγένοντο
ἐν ἐπιθυμία αὐτῆς.
|
8
Οἱ δύο αὐτοὶ προχωρημένης ἡλικίας
δικασταὶ τὴν περιειργάζοντο κάθε ἡμέραν,
ὅταν αὐτὴ εἰσήρχετο εἰς
τὸν κῆπον καὶ περιπατοῦσε. Ἐκυριεύθησαν
δὲ ἀπὸ πονηρὰν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν
δι' αὐτήν.
|
8
Οἱ δύο πρεσβύτεροι - δικασταὶ τὴν ἔβλεπαν
μὲ προσοχὴν καὶ τὴν παρακολουθοῦσαν
μὲ ἔνοχον περιέργειαν κάθε ἡμέραν, ὅταν
αὐτὴ εἰσήρχετο καὶ ἔκαμνε τὸν
περίπατόν της εἰς τὸν κήπον· ἡ
συχνὴ αὐτὴ θέα ἔγινε ἀφορμὴ
ὥστε νὰ κυριευθοῦν οἱ δύο πρεσβύτεροι
ἀπὸ ἁμαρτωλὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν
πρὸς αὐτήν. |
9
Καὶ διέστρεψαν τὸν ἑαυτῶν νοῦν
καὶ ἐξέκλιναν τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν εἰς
τὸν οὐρανόν, μηδὲ μνημονεύειν
κριμάτων δικαίων. |
9
Ὁ νοῦς των διεστράφη καὶ ἐσκοτίσθη
καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ ἀνυψώσουν
τὰ βλέμματά των πρὸς τὸν οὐρανόν,
πρὸς τὸν δίκαιον καὶ παντεπόπτην
Θεόν, οὔτε καὶ νὰ ἐνθυμηθοῦν
τὰς δικαίας ἐντολὰς καὶ κρίσεις
τοῦ Θεοῦ.
|
9
Ἀπὸ τὴν θέαν αὐτὴν ἡ λογικὴ
σκέψις των παρεμορφώθη, ὁ νοῦς των ἐσκοτίσθη
καὶ διεστράφη, καὶ δὲν κατέβαλαν καμμίαν
προσπάθειαν εἰς τὸ νὰ στρέφουν τὰ
βλέμματά των εἰς τὸν Οὐρανόν, εἰς
τὸν δίκαιον καὶ πανάγιον Θεόν, ἀλλ’ οὔτε
καὶ ἐνεθυμήθησαν τὶς δίκαιες ἐντολὲς
καὶ κρίσεις τοῦ Θεοῦ.
|
10
Καὶ ἦσαν ἀμφότεροι κατανενυγμένοι
περὶ αὐτῆς καὶ οὐκ ἀνήγγειλαν
ἀλλήλοις τὴν ὀδύνην αὐτῶν,
|
10
Εἶχαν καὶ οἱ δύο πληγωθῆ ἀπὸ
τὸ σαρκικὸν πάθος των πρὸς αὐτήν.
Δὲν ἀνεκοίνωσαν δὲ ὁ ἕνας
πρὸς τὸν ἄλλον τὸν ἐσωτερικόν
των πόνον ἀπὸ τὴν σφοδρότητα
τοῦ σαρκικοῦ πάθους,
|
10
Εἶχαν δὲ καὶ οἱ δύο κυριευθῆ
καὶ πληγωθῆ ἀπὸ τὴν σαρκικὴν
ἐπιθυμίαν των πρὸς αὐτήν· ὅμως
δὲν ἐγνωστοποίησεν ὁ ἕνας εἰς
τὸν ἄλλον τὸν πόνον ποὺ ἐδοκίμαζαν
εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς των ἀπὸ
τὴν σφοδρότητα τοῦ σαρκικοῦ πάθους,
|
11
ὅτι ᾐσχύνοντο ἀναγγεῖλαι τὴν
ἐπιθυμίαν αὐτῶν ὅτι ἤθελον
συγγενέσθαι αὐτῇ. |
11
διότι ἐντρέποντο νὰ καταστήσῃ
ὁ ἐνας πρὸς τὸν ἄλλον γνωστὴν
τὴν ἐπιθυμίαν των, ὅτι δηλαδὴ
εἶχαν πόθον νὰ ἔλθουν εἰς σαρκικὴν
ἔνωσιν μὲ ἐκείνην.
|
11
διότι ἐντρέποντο νὰ ἀναγγείλῃ
ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν
λάγνον ἐπιθυμίαν ποὺ εἶχαν, νὰ ἔλθουν
εἰς σαρκικὴν σχέσιν μὲ αὐτήν.
|
12
Καὶ παρετηροῦσαν φιλοτίμως καθ' ἡμέραν
ὁρᾶν αὐτήν. |
12
Μὲ ἐπιμονὴν δὲ ἐξεμεταλλεύοντο
κάθε εὐκαιρίαν, διὰ νὰ τὴν
παρακολουθοῦν καὶ νὰ τὴν βλέπουν
κάθε ἡμέραν.
|
12
Συνέχιζαν δὲ μὲ ἐπιμονήν, ἀνυπομονησίαν
καὶ ἁμαρτωλὸν πόθον νὰ τὴν παρακολουθοῦν
καὶ νὰ τὴν προσέχουν κάθε ἡμέραν.
|
13
Καὶ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ·
πορευθῶμεν δὴ εἰς οἶκον, ὅτι
ἀρίστου ὥρα ἐστί. Καὶ
ἐξελθόντες διεχωρίσθησαν ἀπ' ἀλλήλων,
|
13
Κάποιαν μεσημβρίαν, ὅταν ὅλοι
εἶχαν ἀποχωρήσει, εἶπεν ὁ ἐνας
εἰς τὸν ἄλλον· <ἂς πάμε
πλέον εἰς τὸ σπίτι μας, διότι
τώρα εἶναι ὥρα τοῦ γεύματος>.
Ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν
κῆπον καὶ ἐχωρίσθησαν
ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον.
|
13
Ἕνα μεσημέρι, ὅταν ὡς συνήθως εἶχεν
ἀποχωρήσει ὁ λαός, οἱ δύο πρεσβύτεροι
- δικασταὶ <προσπαθοῦντες νὰ ἐξαπατήσουν
ἀλλήλους> εἶπαν ὁ ἕνας εἰς
τὸν ἄλλον: <Ἂς πάμε λοιπὸν εἰς
τὸ σπίτι μας, διότι εἶναι ἡ ὥρα τοῦ
γεύματος>. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν
ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐχωρίσθησαν ὁ
ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον.
|
14
καὶ ἀνακάμψαντες ἦλθον ἐπὶ
τὸ αὐτὸ καὶ ἀνετάζοντες
ἀλλήλους τὴν αἰτίαν, ὡμολόγησαν
τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν· καὶ
τότε κοινῇ συνετάξαντο καιρὸν ὅτε
αὐτὴν δυνήσονται εὑρεῖν μόνην,
|
14
Ὅμως ὁ καθένας ἰδιαιτέρως ἐπέστρεψεν
εἰς τὸν κῆπον τοῦ Ἰωακείμ,
συνηντήθησαν, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν,
καὶ ἠρώτησαν ὁ
ἔνας τὸν ἄλλον τὴν αἰτίαν,
διὰ τὴν ὁποίαν ἐπέστρεψαν.
Ὁμολόγησαν καὶ οἱ δύο τὴν
ἐπιθυμίαν των. Τότε
συνεφώνησαν μεταξύ των καὶ ὥρισαν
καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ
ἠμποροῦσαν νὰ εὔρουν αὐτὴν
μόνην.
|
14
Ἐχωρίσθησαν ὅμως προσωρινῶς· διότι,
ἀφοῦ ἐπέστρεψαν πάλιν ὁ καθένας
χωριστά, σννηντήθησαν, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν,
εἰς τὸ ἴδιον μέρος, εἰς τὸν
κῆπον, καὶ οἱ δύο! Μὴ δυνάμενοι δὲ
πλέον νὰ κρύπτωνται μεταξύ των, ἠρώτησαν
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον τὸν λόγον διὰ
τὸν ὁποῖον ἐπέστρεψαν ὡμολόγησαν
δὲ καὶ οἱ δύο τὴν ἀσελγῆ
ἐπιθυμίαν των. Τότε συνεφώνησαν μεταξύ των καὶ
ὥρισαν χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον
θὰ ἠμποροῦσαν νὰ εὔρουν μόνην
της τὴν Σωσάνναν. |
15
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ παρατηρεῖν
αὐτοὺς ἡμέραν εὔθετον εἰσῆλθέ
ποτε καθὼς ἐχθὲς καὶ τρίτης
ἡμέρας μετὰ δύο μόνων κορασίων
καὶ ἐπεθύμησε λούσασθαι ἐν τῷ
παραδείσῳ, ὅτι καῦμα ἦν.
|
15
Συνέβη δέ, ἐνῷ αὐτοὶ ἐπερίμεναν
νὰ εὔρουν τὴν κατάλληλον ἡμέραν,
ἡ Σωσάννα, ὅπως ἐσυνήθιζε καὶ
κατὰ τὰς ἄλλας ἡμέρας, εἰσῆλθεν
εἰς τὸν κῆπον,
συνοδευομένη ἀπὸ δύο μόνον μικρὰς
ὑπηρετρίας χωρὶς κανένα ἄλλον,
διὰ νὰ λουσθῇ εἰς τὸν
κῆπον, διότι ἔκαμνε ζέστη.
|
15
Σννέβη λοιπὸν τοῦτο: Ἐνῷ οἱ
δύο πρεσβύτεροι ἐπερίμεναν τὴν κατάλληλον ἡμέραν
διὰ νὰ τὴν εὔρουν μόνην της καὶ
πραγματοποιήσουν τὸν σκοπόν των, ἡ Σωσάννα
εἰσῆλθεν εἰς τὸν κῆπον, ὅπως
συνήθιζε καὶ ἄλλοτε, χθὲς καὶ τὴν
προχθεσινὴν ἡμέραν, μὲ δύο μόνον νεαρὲς
ὑπηρέτριές της, διὰ νὰ λουσθῇ
εἰς τὸν κῆπον, διότι ἔκαμνε ζέστην.
|
16
Καὶ οὐκ ἦν οὐδεὶς ἐκεῖ
πλὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι κεκρυμμένοι
καὶ παρατηροῦντες αὐτήν. |
16
Ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε κανένας
ἄλλος πλὴν τῶν δύο πρεσβυτέρων,
οἱ ὁποῖοι ἦσαν κρυμμένοι καὶ
παρατηροῦσαν ἐμπαθῶς τὴν Σωσάνναν.
|
16
Ἐκεῖ δὲ εἰς τὸν κῆπον
δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄλλος, ἐκτὸς
ἀπὸ τοὺς δύο πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν κρυμμένοι καὶ τὴν παρακολουθοῦσαν
κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴν
ἐπιθυμίαν. |
17
Καὶ εἶπε τοῖς κορασίοις· ἐνέγκατε
δή μοι ἔλαιον καὶ σμήγματα καὶ
τὰς θύρας τοῦ παραδείσου κλείσατε,
ὅπως λούσωμαι. |
17
Ἡ Σωσάννα εἶπεν εἰς τὰς δύο
ὑπηρετρίας της· <φέρετέ μου
ἀρωματικὸν ἔλαιον καὶ τὰ ἄλλα
εἴδη καθαριότητος, καὶ κλείσατε τὰς
θύρας τοῦ κήπου, διὰ
νὰ λουσθῶ>.
|
17
Ἡ Σωσάννα εἶπεν εἰς τὶς δύο νεαρὲς
ὑπηρέτριές της: <Φέρετέ μου ἀρωματικὸν
λάδι, βάλσαμον καὶ ἄλλα εἴδη καθαριότητος
καὶ κλεῖστε τὶς θύρες τὸν κήπου, διὰ
νὰ λουσθῶ>. |
18
Καὶ ἐποίησαν καθὼς εἶπε καὶ
ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου
καὶ ἐξῆλθαν κατὰ τὰς πλαγίας
θύρας ἐνέγκαι τὰ προστεταγμένα
αὐταῖς καὶ οὐκ εἴδοσαν τοὺς
πρεσβυτέρους, ὅτι ἦσαν κεκρυμμένοι.
|
18
Αἱ κορασίδες ἐκεῖναι ἔκαμαν
ὅπως εἶπεν εἰς αὐτὰς ἡ
Σωσάννα. Ἔπειτα ἐβγῆκαν
ἀπὸ τὰς πλαγίας θύρας τοῦ
κήπου, διὰ νὰ φέρουν ἐκεῖνα
που ἡ κυρία των τὰς εἶχε διατάξει.
Δὲν εἶδαν δὲ τοὺς πρεσβυτέρους,
διότι ἐκεῖνοι ἦσαν κρυμμένοι.
|
18
Οἱ δύο ὑπηρέτριες ἔκαμαν ὅπως τοὺς
εἶπεν ἡ Σωσάννα καὶ ἔκλεισαν τὶς
θύρες τοῦ κῆπου. Κατόπιν ἐβγῆκαν ἀπὸ
τὶς πλάγιες θύρες τοῦ κῆπου, διὰ νὰ
φέρουν ἀπὸ τὸ σπίτι ὅσα τοὺς
εἶχε προστάξει. Δὲν εἶδαν δὲ οἱ
δύο ὑπηρέτριες τοὺς πρεσβυτέρους, διότι αὐτοὶ
ἦσαν κρυμμένοι. |
19
Καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν
τὰ κοράσια, καὶ ἀνέστησαν οἱ
δύο πρεσβῦται καὶ ἐπέδραμον
αὐτῇ |
19
Ὅταν, λοιπόν, ἐξῆλθαν τὰ δύο
κοράσια, ἐσηκώθησαν οἱ δύο αὐτοὶ
πρεσβύτεροι καὶ ἔτρεξαν πρὸς τὴν
Σωσάνναν
|
19
Τότε ὅμως σννέβη τοῦτο: Μόλις ἐβγῆκαν
ἀπὸ τὸν κῆπον οἱ δύο νεαρὲς
κόρες, οἱ δύο πρεσβύτεροι ἐπήδησαν ἀπὸ
τὸν κρυψῶνα των, ὥρμησαν πρὸς τὴν
Σωσάνναν |
20
καὶ εἶπον· ἰδοὺ αἱ θύραι
τοῦ παραδείσου κέκλεινται, καὶ οὐδεὶς
θεωρεῖ ἡμᾶς, καὶ ἐν ἐπιθυμίᾳ
σού ἐσμεν· διὸ συγκατάθου ἡμῖν
καὶ γενοῦ μεθ' ἡμῶν·
|
20
καὶ εἶπαν· <ἰδοὺ αἱ
θύραι τοῦ κήπου εἶναι κλεισταὶ
καὶ κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Ἐπιθυμοῦμεν
νὰ ἐνωθοῦμε σαρκικῶς μαζῆ σου.
Λοιπόν, χωρὶς καμμίαν
ἀντίστασιν, ἐνώσου μαζῆ
μας. |
20
καὶ εἶπαν: <Ἰδού· οἱ θύρες τὸν
κήπου εἶναι κλειστὲς καὶ κανεὶς δὲν
μᾶς βλέπει. Ποθοῦμεν νὰ σννευρεθῶμεν
μαζί σου. Δῶσε λοιπὸν τὴν συγκατάθεσίν σου
χωρὶς κανένα δισταγμὸν καὶ ἑνώσου
μαζί μας. |
21
εἰ δὲ μή, καταμαρτυρήσομέν σου
ὅτι ἦν μετὰ σοῦ νεανίσκος καὶ
διὰ τοῦτο ἐξαπέστειλας τὰ κοράσια
ἀπὸ σοῦ. |
21
Εὰν τυχὸν καὶ δὲν ὑποχωρήσῃς
εἰς τὴν πρότασίν μας, θὰ καταθέσωμεν
μαρτυρίαν ἐναντίον σου, ὅτι κάποιος
νέος ἦτο μαζῆ σου καὶ δι' αὐτὸν
τὸν λόγον ἀπεμάκρυνες
ἀπὸ κοντά σου τὰ δύο κοράσια>.
|
21
Διαφορετικά, ἐὰν δὲν ὑποχωρήσῃς
εἰς αὐτὸ ποὺ σοῦ προτείνομεν,
θὰ μαρτυρήσωμεν ἐναντίον σου ὅτι ἦταν
μαζί σου κάποιος νεαρὸς καὶ δι' αὐτὸ
ἀπεμάκρυνες τὶς νεαρὲς ὑπηρέτριες
ἀπὸ κοντά σου>! |
22
Καὶ ἀνεστέναξε Σωσάννα καὶ εἶπε·
στενά μοι πάντοθεν· ἐάν τε γὰρ
τοῦτο πράξω, θάνατός μοί ἐστιν,
ἐάν τε μὴ πράξω, οὐκ ἐκφεύξομαι
τὰς χεῖρας ὑμῶν.
|
22
Ἡ Σωσσάνα ἀνεστέναξε καὶ εἶπε·
<ἀπὸ παντοῦ ὑπάρχει στενοχωρία.
Εὑρίσκομαι εἰς ἀδιέξοδον, διότι
ἐὰν ὑποχωρήσω
καὶ πράξω αὐτό, ποὺ μοῦ
προτείνετε, μὲ περιμένει ὁ θάνατος
ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία. Ἐὰν
ἀρνηθῶ νὰ πράξω τὸ πονηρόν,
δὲν θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὰ
χέρια σας.
|
22
Ἡ Σωσάννα ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀπειλὴν
αὐτὴν ἀνεστέναξε βαθιὰ καὶ εἶπεν:
<Εἶμαι στριμωγμένη, παγιδευμένη ἀπὸ παντοῦ·
δὲν ὑπάρχει διέξοδος! Διότι ἐὰν συγκατατεθῶ
καὶ πράξω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητεῖτε,
μὲ περιμένει θάνατος· ἐὰν ἀρνηθῶ
καὶ δὲν τὸ πράξω, δὲν θὰ γλυτώσω
ἀπὸ τὰ χέρια σας. |
23
Αἱρετώτερόν μοί ἐστι μὴ
πράξασαν ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας
ὑμῶν ἢ ἁμαρτεῖν ἐνώπιον
Κυρίου. |
23
Ὅμως εἶναι προτιμότερον δι' ἐμὲ
νὰ μὴ ἁμαρτήσω καὶ νὰ
πέσω εἰς τὰ χέρια σας, παρὰ
νὰ ἁμαρτήσω ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου>.
|
23
Εἶναι προτιμότερον ὅμως εἰς ἐμὲ
νὰ μὴ τὸ πράξω καὶ νὰ πέσω ἀθώα
καὶ καθαρὴ εἰς τὰ χέρια σας, παρὰ
νὰ ἁμαρτήσω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου>!
|
24
Καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ
Σωσάννα, ἐβόησαν δὲ καὶ οἱ
δύο πρεσβῦται κατέναντι αὐτῆς.
|
24
Ἀμέσως ἡ Σωσάννα ἐφώναξε
μὲ μεγάλην κραυγήν. Ἐφώναξαν
ταυτοχρόνως καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι,
ποὺ εὑρίσκοντο πλησίον της.
|
24
Καὶ ἀμέσως ἡ ἁγνὴ Σωσάννα ἐφώναξε
μὲ πολὺ δυνατὴν φωνὴν ταυτοχρόνως
ὅμως ἐφώναξαν καὶ οἱ δύο
πρεσβύτεροι, ποὺ εὑρίσκοντο πλησίον της, διὰ
νὰ καλύψουν τὴν ἐνοχήν των.
|
25
Καὶ δραμὼν ὁ εἶς ἤνοιξε τὰς
θύρας τοῦ παραδείσου.
|
25
Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔτρεξε
καὶ ἤνοιξε τὰς θύρας, τοῦ κήπου.
|
25
Ὁ ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς δύο
ἔτρεξε καὶ ἄνοιξε τὶς θύρες τοῦ
κήπου. |
26
Ὡς δὲ ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐν
τῷ παραδείσῳ οἱ ἐκ τῆς
οἰκίας, εἰσεπήδησαν διὰ τῆς
πλαγίας θύρας ἰδεῖν τὸ συμβεβηκὸς
αὐτῇ. |
26
Ὅταν δὲ οἱ ὑπηρέται τῆς
οἰκίας τοῦ Ἰωακεὶμ ἤκουσαν
τὰς εἰς τὸν κῆπον κραυγάς, εἰσώρμησαν
ἀπὸ τὴν πλαγίαν θύραν τοῦ
κήπου, διὰ νὰ ἴδουν τί εἶχε
συμβῆ εἰς τὴν Σωσάνναν.
|
26
Μόλις οἱ ὑπηρέται τοῦ σπιτιοῦ τοῦ
Ἰωακεὶμ ἄκουσαν τὶς δυνατὲς
φωνὲς εἰς τὸν κῆπον, ὥρμησαν
μέσα εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὴν
πλαγίαν εἴσοδόν του, διὰ νὰ ἴδουν
τὶ συμβαίνει εἰς τὴν κυρίαν των, τὴν
Σωσάνναν. |
27
Ἡνίκα δὲ εἶπαν οἱ πρεσβῦται
τοὺς λόγους αὐτῶν, κατῃσχύνθησαν
οἱ δοῦλοι σφόδρα, ὅτι πώποτε
οὐκ ἐρρήθη λόγος τοιοῦτος περὶ
Σωσάννης. |
27
Ὅταν οἱ δύο ἐκεῖνοι πρεσβύτεροι
εἶπαν τὰς ψευδολογίας των ἐναντίον
τῆς Σωσάννης, κατεντροπιάσθησαν οἱ
ὑπηρέται, διότι ποτὲ ἄλλοτε
δὲν εἶχε λεχθῇ τέτοιος πονηρὸς
λόγος διὰ τὴν Σωσάνναν.
|
27
Ὅταν δὲ οἱ δύο πρεσβύτεροι εἶπαν τὶς
ψευδεῖς κατηγορίες των κατὰ τῆς Σωσάννας,
οἱ ὑπηρέται ἐδοκίμασαν πολὺ μεγάλην
ἐντροπήν, διότι οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχε
λεχθῇ τέτοιος βαρὺς καὶ πονηρὸς λόγος
διὰ τὴν Σωσάνναν. |
28
Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον
ὡς συνῆλθεν ὁ λαὸς πρὸς τὸν
ἄνδρα αὐτῆς Ἰωακείμ, ἦλθον
οἱ δύο πρεσβῦται πλήρεις τῆς
ἀνόμου ἐννοίας κατὰ Σωσάννης
τοῦ θανατῶσαι αὐτὴν καὶ εἶπαν
ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ·
|
28
Κατὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν
ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων συνεκεντρώθη
εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀνδρὸς
τῆς Σωσάννης, τοῦ Ἰωακείμ. Ἐκεῖ
προσῆλθον καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι
ἔχοντες στερεὰν τὴν ἀπόφασιν
τῆς παρανομίας εἰς τὸν ἐσκοτισμένον
νοῦν των ἐναντίον τῆς Σωσάννης,
διὰ νὰ τὴν καταδικάσουν εἰς
θάνατον. Αὐτοὶ λοιπὸν εἶπαν
ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ·
|
28
Τὴν ἑπομένην ἡμέραν συνέβη τοῦτο:
Ὅταν συνεκεντρώθη ὁ λαὸς εἰς τὸ
σπίτι τοῦ συζύγου τῆς Σωσάννας, τοῦ Ἰωακείμ,
προσῆλθαν οἱ δύο πρεσβύτεροι μὲ σταθερὰν
εἰς τὸν νοῦν των τὴν συκοφαντικὴν
καὶ ἄνομον ἀπόφασιν κατὰ τῆς
Σωσάννας, διὰ νὰ τὴν καταδικάσουν εἰς
θάνατον. Καὶ οἱ ἀναίσχυντοι πρεσβύτεροι
ἀπηυθύνθησαν πρὸς τὸ συγκεντρωμένον πλῆθος
καὶ εἶπαν: |
29
ἀποστείλατε ἐπὶ Σωσάνναν θυγατέρα
Χελκίου, ἥ ἐστι γυνὴ Ἰωακείμ·
οἱ δὲ ἀπέστειλαν.
|
29
<Στείλατε ἄνθρωπον καὶ φέρετε ἐδῶ
τὴν Σωσάνναν, τὴν θυγατέρα τοῦ
Χελκίου, ἡ ὁποία εἶναι σύζυγος
τοῦ Ἰωακείμ>. Ἐκεῖνοι ἀπέστειλαν
πρὸς τοῦτο ἀνθρώπους.
|
29
<Στείλετε κάποιον καὶ φέρετε ἐδῶ τὴν
Σωσάνναν, τὴν θυγατέρα τοῦ Χελκίου, ἡ ὁποία
εἶναι σύζυγος τὸν Ἰωακείμ>. Ἡ δὲ
συνάθροισις τοῦ λαοῦ ἀπέστειλε διὰ
τὸν σκοπὸν τοῦτον ἀνθρώπους.
|
30
Καὶ ἦλθεν αὐτὴ καὶ οἱ
γονεῖς αὐτῆς καὶ τὰ τέκνα
αὐτῆς καὶ πάντες οἱ συγγενεῖς
αὐτῆς· |
30
Ἡ Σωσάννα ἦλθε. Μαζῆ δὲ μὲ
αὐτὴν ἦλθαν οἱ γονεῖς της, τὰ
τέκνα της καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς
της. |
30
Ἦλθεν ἡ Σωσάννα, μαζὶ δὲ μὲ
αὐτὴν καὶ οἱ γονεῖς της καὶ
τὰ τέκνα της καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς
της. |
31
ἡ δὲ Σωσάννα ἦν τρυφερὰ σφόδρα
καὶ καλὴ τῷ εἴδει.
|
31
Ἡ Σωσάννα ἦτο τρυφερώτατον καὶ
ὠραιότατον πλάσμα.
|
31
Ἦταν δὲ ἡ Σωσάννα πάρα πολὺ χαριτωμένη,
τρυφερή, μὲ λεπτὰ χαρακτηριστικὰ καὶ
ὡραιότατη εἰς τὴν ὄψιν.
|
32
Οἱ δὲ παράνομοι ἐκέλευσαν ἀποκαλυφθῆναι
αὐτήν, ἦν γὰρ κατακεκαλυμμένη,
ὅπως ἐμπλησθῶσι τοῦ κάλλους
αὐτῆς· |
32
Ἐπειδὴ δὲ ἡ Σωσσάνα ἦτο
σκεπασμένη, οἱ παράνομοι ἐκεῖνοι
πρεσβύτεροι δικασταί της διέταξαν νὰ
ἀφαιρέσουν τὴν καλύπτραν της, διὰ
νὰ ἴδουν πάλιν ἐμπαθῶς καὶ
χορτάσουν βλέποντες τὸ κάλλος της.
|
32
Ἐπειδὴ δὲ ἦταν σκεπασμένη μὲ
πέπλον, οἱ ἀχρεῖοι καὶ παράνομοι κριταὶ
της διέταξαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴν καλύπτραν
τῆς κεφαλῆς της διὰ νὰ χορτάσουν βλέποντες
ἐμπαθῶς τὸ ἐξαίρετον κάλλος της!
|
33
ἔκλαιον δὲ οἱ παρ' αὐτῆς καὶ
πάντες οἱ ἰδόντες αὐτήν.
|
33
Οἱ συγγενεῖς της καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι τὴν εἶχαν γνωρίσει,
ἔκλαιαν.
|
33
Ἔκλαιαν δὲ ὅλοι οἰ συγγενεῖς
της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν ἐγνώριζαν
<κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὅσοι τὴν
εἶδαν>. |
34
Ἀναστάντες δὲ οἱ δύο πρεσβῦται
ἐν μέσῳ τῷ λαῷ ἔθηκαν
τὰς χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν
αὐτῆς· |
34
Ἐσηκώθησαν τότε οἱ δύο πρεσβύτεροι
ἐν μέσῳ τοῦ συγκεντρωθέντος
πλήθους καὶ ἔθεσαν τὰ χέρια
των ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς
Σωσάννης. |
34
Τότε οἱ δύο πρεσβύτεροι, ἀφοῦ ἐσηκώθησαν
μεταξὺ τοῦ λαοῦ ποὺ εἶχε συγκεντρωθῆ,
ἔθεσαν τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς τὴν
κεφαλήν της, ὁρκιζόμενοι μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπον καὶ βεβαιώνοντες διὰ τὴν
ἐνοχήν της. |
35
ἡ δὲ κλαίουσα ἀνέβλεψεν εἰς
τὸν οὐρανόν, ὅτι ἦν ἡ
καρδία αὐτῆς πεποιθυῖα ἐπὶ
τῷ Κυρίῳ. |
35
Ἐκείνη κλαίουσα ὕψωσε τὰ βλέμματά
της εἰς τὸν οὐρανόν, διότι ἡ
καρδία της εἶχεν ἀπόλυτον πεποίθησιν
εἰς τὸν Κύριον.
|
35
Ἡ δὲ Σωσάννα κλαίουσα ὕψωσε τὸ βλέμμα
της εἰς τὸν οὐρανόν, διότι ἡ ἁγνὴ
καρδία της εἶχεν ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς
τὸν παντογνώστην καὶ καρδιογνώστην Κύριον.
|
36
Εἶπον δὲ οἱ πρεσβῦται· περιπατούντων
ἡμῶν ἐν τῷ παραδείσῳ μόνων,
εἰσῆλθεν αὕτη μετὰ δύο παιδισκῶν
καὶ ἀπέκλεισε τὰς θύρας τοῦ
παραδείσου καὶ ἀπέλυσε τὰς παιδίσκας·
|
36
Οἱ δύο πρεσβύτεροι εἶπαν· <τὴν
ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡμεῖς
περιπατούσαμεν μόνοι εἰς τὸν κῆπον,
εἰσῆλθεν αὐτὴ μαζῆ μἐ
δύο ὑπηρετρίας καὶ ἔκλεισε τὰς
θύρας τοῦ κήπου, ἔδιωξε δὲ τὰς
ὑπηρετρίας της.
|
36
Καὶ οἱ δύο πρεσβύτεροι κριταὶ εἶπαν:
<Ἐνῷ ἐπεριπατούσαμε μόνοι μας εἰς
τὸν κῆπον, ἡ γυναῖκα αὐτὴ
εἰσῆλθεν εἰς τὸν κῆπον μὲ
δύο ὑπηρέτριες, ἔκλεισε τὶς πόρτες τοῦ
κῆπου καὶ ἀπέλυσε τὶς ὑπηρέτριες.
|
37
καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὴν νεανίσκος,
ὃς ἦν κεκρυμμένος, καὶ ἀνέπεσε
μετ' αὐτῆς. |
37
Τότε ἦλθε πρὸς αὐτὴν ἔνας
νεαρὸς ἀνήρ, ὁ ὁποῖος
ἦτο κάπου ἐκεῖ κρυμμένος, καὶ
ἔπεσε μαζῆ μὲ αὐτὴν διὰ
τὴν ἁμαρτίαν.
|
37
Τότε ἦλθε πρὸς αὐτὴν ἕνας νεαρός,
ὁ ὁποῖος ἦταν κρυμμένος, καὶ
ἔπεσε μαζί της διὰ τὴν ἁμαρτίαν.
|
38
Ἡμεῖς δὲ ὄντες ἐν τῇ γωνίᾳ
τοῦ παραδείσου, ἰδόντες τὴν
ἀνομίαν ἐδράμομεν ἐπ' αὐτούς·
καὶ ἰδόντες συγγινομένους αὐτούς,
|
38
Ἡμεῖς εὑρισκόμενοι εἰς κάποιαν
γωνίαν τοῦ κήπου, εἴδαμεν μὲ
τὰ μάτια μας τὴν παρανομίαν αὐτὴν
καὶ ἐτρέξαμεν πρὸς αὐτούς.
Τοὺς εἴδαμεν νὰ ἁμαρτάνουν.
|
38
Ἡμεῖς δέ, εὑρισκόμενοι εἰς κάποιαν
γωνίαν τοῦ κήπου, ὅταν εἴδαμε τὴν
παρανομίαν αὐτήν, ἐτρέξαμε πρὸς τὸ
μέρος των. Καὶ ἐνῷ τοὺς εἴδαμε
νὰ ἁμαρτάνουν, |
39
ἐκείνου μὲν οὐκ ἠδυνήθημεν
ἐγκρατεῖς γενέσθαι διὰ τὸ ἰσχύειν
αὐτὸν ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ
ἀνοίξαντα τὰς θύρας ἐκπεπηδηκέναι,
|
39
Ἐκεῖνον, βεβαίως, τὸν νεαρὸν
ἄνδρα δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ τὸν
συλλάβωμεν, διότι ἦτο ἰσχυρότερος
ἀπὸ ἡμᾶς. Ἤνοιξε τὴν θύραν
καὶ ἐπήδησε ἔξω ἀπὸ τὸν
κῆπον.
|
39
δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ συλλάβωμεν καὶ
κρατήσωμεν τὸν νεαρὸν ἐκεῖνον ἄνδρα,
διότι αὐτὸς ἦταν πιὸ δυνατὸς
ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἄνοιξε τὴν
θύραν τοῦ κήπου, ἐπήδησεν ἔξω καὶ
ἐτράπη εἰς φυγήν. |
40
ταύτης δὲ ἐπιλαβόμενοι ἐπηρωτῶμεν·
τίς ἦν ὁ νεανίσκος,
|
40
Συνελάβομεν ὅμως αὐτὴν καὶ τὴν
ἐρωτούσαμεν: Ποιὸς ἦτο ὁ νεαρὸς
ἐκεῖνος ἀνήρ;
|
40
Συνελάβαμε ὅμως αὐτὴν καὶ ἀρχίσαμε
νὰ τὴν ἐρωτῶμεν νὰ μᾶς
εἰπῇ ποῖος ἦταν ὁ νεαρὸς
ἐκεῖνος. |
41
καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἀγγεῖλαι
ἡμῖν. Τοῦτα μαρτυροῦμεν. Καὶ
ἐπίστευσεν αὐτοῖς ἡ συναγωγὴ
ὡς πρεσβυτέροις τοῦ λαοῦ καὶ
κριταῖς καὶ κατέκριναν αὐτὴν
ἀποθανεῖν. |
41
Αὐτὴ δὲν ἠθέλησε νὰ μᾶς
τὸν φανερώσῃ. Αὐτὰς τὰς
μαρτυρίας καταθέτομεν>. Ὅλος ὁ
συγκεντρωμένος ἐκεῖ λαὸς ἐπίστευσεν
εἰς τὴν καταμαρτυρίαν ἐκείνων,
διότι ἦσαν μεγαλύτεροι κατὰ τὴν
ἡλικίαν καὶ δικασταὶ ὡς πρὸς
τὸ ἀξίωμα. Ὅλοι κατεδίκασαν
τὴν Σωσάνναν εἰς θάνατον.
|
41
Ἀλλ' αὐτὴ ἠρνήθη νὰ μᾶς
ἀπαντήσῃ καὶ νὰ μᾶς τὸν
φανερώσῃ. Αὐτὰ τὰ γεγονότα καταθέτομεν
ὡς μαρτυρίες>. Ἐφ’ ὅσον δὲ αὐτοὶ
ἦσαν πρεσβύτεροι <ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν>
καὶ κριταὶ <δικασταὶ κατὰ τὸ
ἀξίωμα>, ἡ συνάθροισις τοῦ λαοῦ
ἐπίστευσεν εἰς τὴν μαρτυρίαν των. Ἔτσι
ὅλοι ὅσοι ἦσαν συγκεντρωμένοι κατεδίκασαν
τὴν Σωσάνναν εἰς θάνατον. |
42
Ἀνεβόησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ
Σωσάννα καὶ εἶπεν· ὁ
Θεὸς ὁ αἰώνιος ὁ τῶν
κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδὼς τὰ
πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν,
|
42
Ἡ Σωσάννα ἔκραξε τότε μὲ μεγάλην
φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·
<Σὺ ὁ αἰώνιος Θεός, ὁ
ὁποῖος γνωρίζεις τὰ κρυπτὰ τῶν
ἀνθρώπων, γνωρίζεις τὰ πάντα
καὶ πρὶν ἀκόμη γίνουν,
|
42
Τότε ἡ ἀθώα Σωσάννα ἐφώναξε
μὲ πολὺ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπεν:
<Αἰώνιε Θεέ, Σὺ ὁ ὁποῖος
γνωρίζεις τὰ μυστικά, τὰ κρυμμένα καὶ ἀπόρρητα
τῶν ἀνθρώπων Σὺ ὁ ὁποῖος
γνωρίζεις τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν·
|
43
σὺ ἐπίστασαι ὅτι ψευδῆ μου κατεμαρτύρησαν·
καὶ ἰδοὺ ἀποθνῄσκω μὴ
ποιήσασα μηδὲν ὧν οὗτοι ἐπονηρεύσαντο
κατ' ἐμοῦ. |
43
σὺ γνωρίζεις πολὺ καλά, ὅτι
ψεύδη εἶναι ὅλα ὅσα κατέθεσαν
αὐτοὶ ἐναντίον μου. Ἰδού,
ἐξ αἰτίας τῆς ψευδολογίας των
κατεδικάσθην εἰς θάνατον. Πεθαίνω
χωρὶς νὰ ἔχω πράξει τίποτε ἀπὸ
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα αὐτοὶ
ἐν τῇ πονηρίᾳ των ἐμηχανορράφησαν
ἐναντίον μου>.
|
43
Σύ, Κύριε, γνωρίζεις πολὺ καλὰ ὅτι ὅλα
ὅσα κατέθεσαν εἰς βάρος μου εἶναι ψευδῆ.
Καὶ τώρα, νά! Κατεδικάσθην εἰς θάνατον καὶ
πρόκειται νὰ ἀποθάνω, χωρὶς νὰ ἔχω
κάμει τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα
αὐτοὶ μὲ πονηρίαν ἐδολοπλόκησαν
καὶ ἐραδιούργησαν ἐνάντίον μου!>
|
44
Καὶ εἱσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς
αὐτῆς. |
44
Ὁ Κύριος ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς
προσευχῆς της.
|
44
Καὶ ὁ παντογνώστης καὶ δικαιοκρίτης Θεὸς
ἄκουσε τὴν φωνὴν τῆς προσευχῆς
της. |
45
Καὶ ἀπαγομένης αὐτῆς ἀπολέσθαι,ὁ
Θεός ἐξήγειρε τὸ πνεῦμα τὸ
ἅγιον παιδαρίου νεωτέρου, ᾧ ὄνομα
Δανιήλ, |
45
Καὶ ἰδού, ἐνῷ ἐκείνη
ὠδηγεῖτο εἰς θανατικὴν ἐκτέλεσιν,
ὁ Θεὸς διήγειρε καὶ ἐφώτισε
τὴν ἁγίαν ψυχὴν ἑνὸς νεαροῦ
παιδαρίου, ποὺ ὠνομάζετο Δανιήλ.
|
45
Ἐνῷ λοιπὸν ἡ Σωσάννα ὡδηγεῖτο
πρὸς θανατικὴν ἐκτέλεσιν, ὁ
Θεὸς διήγειρε, παρεκίνησε καὶ διέθεσεν εὐμενῶς
ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ἁγίαν ψυχὴν
ἐνὸς νεαροῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
ὠνομάζετο Δανιήλ· |
46
καὶ ἐβόησε φωνὴ μεγάλη·
ἀθῷος ἐγὼ ἀπὸ τοῦ
αἵματος ταύτης. |
46
Αὐτὸς μὲ μεγάλην φωνὴν ἐφώναξε
καὶ εἶπε· <ἀθῶος εἶμαι
ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐθύνην
τοῦ ἀδίκου αὐτοῦ αἵματος,
ποὺ πρόκειται νὰ χυθῇ>. |
46
Ὁ Δανιὴλ αὐτὸς ἐφώναξε
μὲ πολὺ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπεν:
<Ἐγὼ εἶμαι ἀθῶος ἀπὸ
τὴν ἄδικον καταδίκην εἰς θάνατον τῆς
γυναίκας αὐτῆς!> |
47
Ἐπέστρεψε δὲ πᾶς ὁ λαὸς
πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπαν· τίς
ὁ λόγος οὗτος, ὃν σὺ λελάληκας;
|
47
Ὅλος ὁ λαὸς ἐστράφη πρὸς
τὸν Δανιὴλ καὶ τοῦ εἶπαν·
<τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος,
τὸν ὁποῖον εἶπες;>
|
47
Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν
ὅλος ὁ λαὸς ἐστράφη πρὸς τὸν
Δανιὴλ καὶ τὸν ἐρώτησαν: <Τί
σημαίνει ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖον
σὺ εἶπες;> |
48
Ὁ δὲ στὰς ἐν μέσῳ αὐτῶν
εἶπεν· οὕτως μωροὶ οἱ υἱοὶ
Ἰσραήλ; Οὐκ ἀνακρίναντες οὐδὲ
τὸ σαφὲς ἐπιγνόντες κατεκρίνατε
θυγατέρα Ἰσραήλ;
|
48
ὁ Δανιὴλ ἐστάθη ἀνάμεσα
ἀπὸ αὐτοὺς καὶ εἶπε·
<τόσον μωροὶ εἶσθε σεῖς, οἱ
Ἰσραηλῖται; Χωρὶς νὰ ἐρευνήσετε
τὴν ὑπόθεσιν, χωρὶς τίποτε τὸ
σαφὲς καὶ συγκεκριμένον νὰ γνωρίζετε,
κατεδικάσατε τὴν θυγατέρα αὐτὴν
τοῦ Ἰσραὴλ εἰς θάνατον;
|
48
Τότε ὁ Δανιήλ, ἀφοῦ ἐστάθη εἰς
τὸ μέσον τοῦ πλήθους, ἀπάντησε: <Τόσον
πολὺ ἀνόητοι εἶσθε, ἀπόγονοι τοῦ
Ἰσραήλ! Χωρὶς νὰ ἐρευνήσετε μὲ
προσοχὴν τὴν ὑπόθεσιν καὶ χωρὶς
νὰ ἔχετε μάθει κάτι τὸ συγκεκριμένον, τὸ
ἀληθινὸν καὶ τὸ σαφές, κατεδικάσατε
εἰς θάνατον μίαν θυγατέρα τοῦ Ἰσραήλ;
|
49
Ἀναστρέψατε εἰς τὸ κριτήριον·
ψευδῆ γὰρ οὗτοι κατεμαρτύρησαν αὐτῆς.
|
49
Ἐπιστρέψατε εἰς τὸ δικαστήριον,
διότι αὐτοὶ οἱ πρεσβύτεροι κατέθεσαν
ψευδεῖς μαρτυρίας ἐναντίον της>.
|
49
Μὴ προχωρεῖτε· γυρίστε πίσω εἰς τὸ
δικαστήριον. Διότι οἰ πρεσβύτεροι αὐτοὶ
κριταί, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν κατήγοροι
καὶ μάρτυρες, κατέθεσαν ἐναντίον τῆς ψευδεῖς
μαρτυρίες>. |
50
Καὶ ἀνέστρεψε πᾶς ὁ λαὸς
μετὰ σπουδῆς. Καὶ εἶπαν αὐτῷ
οἱ πρεσβύτεροι· δεῦρο κάθισον
ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ ἀνάγγειλαν
ἡμῖν, ὅτι σοὶ δέδωκεν ὁ
Θεὸς τὸ πρεσβεῖον.
|
50
Ὅλος ὁ λαὸς ἐπέστρεψε βιαστικὰ
εἰς τὸ δικαστήριον. Οἱ πρεσβύτεροι
μὲ προφανῆ εἰρωνείαν εἶπαν εἰς
τὸν Δανιήλ· <ἔλα, λοιπόν,
κάθισε ἀνάμεσά μας καὶ εἰπὲ
τὴν γνώμην σου, διότι φαίνεται ὅτι
ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς σὲ τὸ
δικαίωμα τοῦ πρεσβυτέρου, νὰ κρίνῃς
καὶ νὰ δικάζῃς>!
|
50
Τότε ὅλος ὁ λαὸς ἐπέστρεψε βιαστικὰ
εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ δικαστηρίου.
Καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἶπαν
εἰς τὸν Δανιήλ: <Ἔλα, κάθησε μεταξύ
μας καὶ πές μας τὶ ἀκριβῶς ἐννοεῖς,
διότι φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς παρεχώρησεν εἰς
σὲ τὸ δικαίωμα καὶ τὴν τιμὴν
ποὺ ἔχουν οἱ πρεσβύτεροι νὰ δικάζουν
καὶ νὰ κρίνουν>. |
51
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Δανιήλ·
διαχωρίσατε αὐτοὺς ἀπ' ἀλλήλων
μακράν, καὶ ἀνακρινῶ αὐτούς.
|
51
Ὁ Δανιὴλ εἶπε πρὸς τὸν λαόν·
<χωρίσατε τὸν ἕνα μακρυὰ ἀπὸ
τὸν ἄλλον καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς
ἐξετάσω ἰδιαιτέρως>.
|
51
Καὶ ὁ Δανιὴλ εἶπε πρὸς αὐτούς:
<Χωρίσατε τὸν ἕνα πρεσβύτερον - κριτήν
<κατήγορον τῆς Σωσάννας> μακριὰ ἀπὸ
τὸν ἄλλον, καὶ ἐγὼ θὰ
τοὺς ἀνακρίνω, θὰ τοὺς ἐξετάσω
χωριστά>. |
52
Ὡς δὲ διεχωρίσθησαν εἷς ἀπὸ
τοῦ ἑνός, ἐκάλεσε τὸν
ἕνα αὐτῶν καὶ εἶπε πρὸς
αὐτόν· πεπαλαιωμένε ἡμερῶν
κακῶν, νῦν ἥκασιν αἱ ἁμαρτίαι
σου, ἃς ἐποίεις τὸ πρότερον
|
52
Ὅταν ἐχώρισαν τὸν ἕνα ἀπὸ
τὸν ἄλλον, ἐκάλεσε τὸν πρῶτον
ἀπὸ τοὺς δύο ὁ Δανιὴλ
καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν·
|
52
Ὅταν δὲ τοὺς ἐχώρισαν, ὁ Δανιὴλ
ἐκάλεσε τὸν ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς
καὶ τοῦ εἶπε: <Γέρικο λείψανον, ποὺ
ἐγήρασες μέσα εἰς τὴν ἀνομίαν
καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἦλθεν ὁ καιρὸς
νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἁμαρτιές
σου, τὶς ὁποῖες ἔκαμες εἰς τὸ
παρελθόν. |
53
κρίνων κρίσεις ἀδίκους καὶ τοὺς
μὲν ἀθῴους κατακρίνων, ἀπολύων
δὲ τοὺς αἰτίους, λέγοντος τοῦ
Κυρίου· ἀθῷον καὶ δίκαιον
οὐκ ἀποκτενεῖς·
|
53
<ἐξέδιδες ἀδίκους ἀποφάσεις,
διὰ τῶν ὁποίων τοὺς μὲν
ἀθώους κατεδίκαζες, τοὺς δὲ
ἐνόχους ἠθώωνες καὶ ἀπέλυες,
μολονότι ὁ Κύριος ἔλεγε: Δὲν
θὰ καταδικάσῃς καὶ δὲν θὰ
παραδώσῃς εἰς θάνατον ἀθῷον
καὶ δίκαιον ἄνθρωπον.
|
53
Μέχρι τώρα ἐξέδιδες ἄδικες ἀποφάσεις, μὲ
τὶς ὁποῖες κατεδίκαζες ὡς ἐνόχους
τοὺς ἀθώους, ἀθώωνες δὲ καὶ
ἄφηνες ἐλευθέρους τοὺς ἐνόχους, παρ’
ὅλον ὅτι ὁ Κύριος λέγει· <ἄνθρωπον
ἀθῶον καὶ δίκαιον δὲν θὰ καταδικάσῃς
εἰς θάνατον>. |
54
νῦν οὖν ταύτην εἴπερ εἶδες,
εἰπόν· ὑπὸ τί δένδρον
εἶδες αὐτοῦς ὁμιλοῦντας ἀλλήλους;
Ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ σχῖνον.
|
54
Ἐάν, λοιπόν, πράγματι εἶδες
τὴν γυναῖκα αὐτὴν νὰ ἁμαρτάνῃ,
εἰπέ μας τώρα, κάτω ἀπὸ
ποιὸ δένδρον εἶδες αὐτὴν καὶ
τὸν νεαρὸν νὰ διαπράττουν ἁμαρτίαν;>
Ὁ γέρων ἐκεῖνος ἀπήντησε·
<κάτω ἀπὸ ἕνα σχῖνον>.
|
54
Τώρα λοιπόν, ἐφ' ὅσον, ὅπως ἰσχυρίζεσαι,
εἶδες μὲ τὰ μάτια σου αὐτήν
<τὴν Σωσάνναν> νὰ ἁμαρτάνῃ,
πές μας· κάτω ἀπὸ ποιὸ δένδρον
εἶδες αὐτούς <τὴν Σωσάνναν καὶ
τὸν νεαρόν> νὰ ἁμαρτάνουν;>
Καὶ ὁ πρεσβύτερος - κριτὴς ἀπάντησε:
<Κάτω ἀπὸ ἕνα σχῖνον>.
|
55
Εἶπε ὁ Δανιήλ· ὀρθῶς ἔψευσαι
εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· ἤδη
γὰρ ἄγγελος Θεοῦ λαβὼν φάσιν
παρὰ τοῦ Θεοῦ σχίσει σε μέσον.
|
55
Ὁ Δανιὴλ τοῦ ἀπήντησε·
<ὁλοφάνερα καὶ ἀναισχύντως
ψεύδεσαι εἰς βάρος ὅμως τοῦ
κεφαλιοῦ σου, εἰς βάρος τῆς ζωῆς
σου. Διότι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ
ἔλαβε πλέον ἐντολὴν παρὰ τοῦ
Θεοῦ νὰ σὲ σχίσῃ εἰς τὸ
μέσον>.
|
55
Τότε ὁ Δανιὴλ τοῦ εἶπεν: <Ὡραῖα
τὰ λέγεις! Ψεύδεσαι ὅμως ἀσύστολα
εἰς βάρος τοῦ ἰδικοῦ σου κεφαλιοῦ,
τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς! Διότι ἤδη
ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
παρέλαβε τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον
σου καταδικαστικὴν ἀπόφασιν, θὰ σὲ
σχίσῃ εἰς τὸ μέσον!>
|
56
Καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἐκέλευσε
προσαγαγεῖν τὸν ἕτερον· καὶ εἶπεν
αὐτῷ· σπέρμα Χαναὰν καὶ
οὐκ Ἰούδα, τὸ κάλλος ἐξηπάτησέ
σε, καὶ ἐπιθυμία διέστρεψε τὴν
καρδίαν σου· |
56
Ἀφοῦ ἀπεμάκρυνεν αὐτόν,
διέταξε νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιόν
του ὁ ἄλλος πρεσβύτερος καὶ ἠρώτησεν
αὐτόν· <πονηρὲ ἀπόγονε
τοῦ ἁμαρτωλοῦ Χαναὰν καὶ ὄχι
τοῦ Ἰούδα, σὲ ἐξηπάτησε
τὸ κάλλος καὶ διέστρεψε τὴν
καρδίαν σου ἡ πονηρὰ ἐπιθυμία.
|
56
Ἀφοῦ δὲ ὁ Δανιὴλ ἀπεμάκρυνε
τὸν πρεσβύτερον ποὺ ἀνέκρινε, διέταξε νὰ
παρουσιασθῇ ἐνώπιόν του ὁ ἄλλος.
Ὅταν δὲ παρουσιάσθη, ὁ Δανιὴλ εἶπε
πρὸς αὐτόν: <Ἀπόγονε τῶν ἁμαρτωλῶν
καὶ καταραμένων ἀπὸ τὸν Θεὸν
Χαναναίων καὶ ὄχι τοῦ εὐλογημένου
Ἰούδα, τὸ ἐξαίρετον κάλλος της <τῆς
Σωσάννας> σὲ ἐξηπάτησε καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ
ἐπιθυμία διέφθειρε τὴν καρδιά σου.
|
57
οὕτως ἐποιεῖτε θυγατράσιν Ἰσραήλ,
καὶ ἐκεῖναι φοβούμεναι ὡμίλουν
ὑμῖν, ἀλλ' οὐ θυγάτηρ Ἰούδα
ὑπέμεινε τὴν ἀνομίαν ὑμῶν.
|
57
Τέτοιες παρανομίες διεπράττετε μὲ
τὰς θυγατέρας τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ
δὲ ἐκεῖναι σᾶς ἐφοβοῦντο,
ὑποχωροῦσαν εἰς τὰς ἀνηθίκους
προτάσεις σας καὶ ἤρχοντο εἰς σχέσεις
μαζῆ σας. Ἀλλ' ἰδοὺ ὅτι μία
θυγάτηρ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα
δὲν ἠνέχθη τὴν παρανομίαν σας.
|
57
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔχετε συμπεριφερθῆ
καὶ οἱ δύο σας πρὸς τὶς θυγατέρες
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ <τοῦ
βορείου βασιλείου, ποὺ εἶχεν ἀποστατήσει
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐζοῦσε
εἰς τὴν ἁμαρτίαν>, καὶ ἐκεῖνες,
ἐπειδὴ σᾶς ἐφοβοῦντο, δὲν
ἀνθίσταντο καὶ ὑποχωροῦσαν εἰς
τοὺς ἐκβιασμούς σας καὶ συνευρίσκοντο
μαζί
σας. Ἀλλ’ ἐδῶ ὑπάρχει, μία θυγατέρα
τοῦ Ἰούδα <τοῦ νοτίου βασιλείου, ποὺ
εἶχε μείνει πιστὸν εἰς τὸν ἀληθινὸν
Θεόν>, ἡ ὁποία δὲν ὑπεχώρησε καὶ
δὲν ἠνέχθη τὴν ἀνήθικον πρότασίν
σας, τὴν παρανομίαν σας! |
58
Νῦν οὖν λέγε μοι· ὑπὸ τί
δένδρον κατέλαβες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας
ἀλλήλοις; Ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ
πρῖνον. |
58
Τώρα, λοιπόν, εἰπέ μου· κάτω
ἀπὸ ποιὸ δένδρον συνέλαβες αὐτοὺς
νὰ ἁμαρτάνουν;> Ἐκεῖνος εἶπε·
<κάτω ἀπὸ ἕνα πρινάρι>.
|
58
Τώρα λοιπὸν πές μου· κάτω ἀπὸ
ποιὸ δένδρον τοὺς συνέλαβες <τὴν Σωσάνναν
καὶ τὸν νεαρόν> νὰ ἁμαρτάνουν;>
Ὁ δὲ πρεσβύτερος - κριτὴς ἀπάντησε:
<Κάτω ἀπὸ ἕνα πουρνάρι>.
|
59
Εἶπε δὲ αὐτῷ Δανιήλ· ὀρθῶς
ἔψευσαι καὶ σὺ εἰς τὴν σεαυτοῦ
κεφαλήν· μένει γὰρ ὁ ἄγγελος
τοῦ Θεοῦ τὴν ρομφαίαν ἔχων πρίσαι
σε μέσον, ὅπως ἐξολοθρεύσῃ ὑμᾶς.
|
59
Ὁ Δανιὴλ τοῦ ἀπήντησε·
<ὁλοφάνερα καὶ ἀναισχύντως
ψεύδεσαι καὶ σὺ εἰς βάρος τοῦ
κεφαλιοῦ σου, εἰς βάρος τῆς ζωῆς
σου. Διότι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ
μὲ τὴν ρομφαίαν εἰς τὸ χέρι
περιμένει τὴν στιγμὴν νὰ σὲ
πριονίσῃ εἰς τὸ μέσον καὶ
νὰ ἐξολοθρεύσῃ καὶ τοὺς
δυό σας>. |
59
Καὶ ὁ Δανιὴλ τοῦ εἶπε: <Μάλιστα!
Ψεύδεσαι ὅμως καὶ σὺ ὁλοφάνερα
καὶ ἀσύστολα εἰς βάρος τοῦ ἰδικοῦ
σου κεφαλιοῦ, τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς!
Διότι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος κρατεῖ τὸ πλατὺ καὶ
μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί, ἀναμένει τὴν ὥραν
ποὺ θὰ σὲ πριονίσῃ εἰς τὸ
μέσον, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ ἔτσι
καὶ τοὺς δύο σας>. |
60
Καὶ ἀνεβόησε πᾶσα ἡ συναγωγὴ
φωνῇ μεγάλῃ καὶ εὐλόγησαν
τῷ Θεῷ τῷ σῴζοντι τοὺς ἐλπίζοντας
ἐπ' αὐτόν. |
60
Τότε ὅλος ὁ λαὸς ὁ συγκεντρωμένος
ἐκραύγασε μὲ φωνὴν μεγάλην καὶ
ἐδόξασαν τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
σῴζει τοὺς ἀθώους ἀνθρώπους
ποὺ στηρίζουν εἰς αὐτὸν τὰς
ἐλπίδας των.
|
60
Τότε ὅλος ὁ συγκεντρωμένος λαός, ποὺ παρηκολούθησε
τὴν ἀνάκρισιν, ἐφώναξε δυνατὰ
μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν καὶ ἐδόξασαν
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σώζει τὶς
ψυχὲς ὅλων ὅσοι στηρίζουν μὲ πίστιν
τὶς ἐλπίδες των εἰς Ἐκεῖνον.
|
61
Καὶ ἀνέστησαν ἐπὶ τοὺς
δύο πρεσβύτας, ὅτι συνέστησεν αὐτοὺς
Δανιὴλ ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν
ψευδομαρτυρήσαντας, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς
ὃν τρόπον ἐπονηρεύσαντο τῷ πλησίον,
|
61
Ἐξηγέρθησαν δὲ ἐναντίον τῶν
δύο ἐκείνων πρεσβυτέρων, διότι
ὁ Δανιὴλ τοὺς ἀπέδειξεν ἀπὸ
τὰς ἰδίας αὐτῶν μαρτυρίας
ὅτι ἐψευδομαρτύρηοαν, ἐπέβαλαν
ὁμοφώνως εἰς αὐτοὺς τὴν
ποινήν, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι
ἐν τῇ πονηρίᾳ των ἤθελαν νὰ
ἐπιβάλουν εἰς τὴν πλησίον των,
τὴν Σωσάνναν.
|
61
Καὶ τὸ συγκεντρωμένον πλῆθος ἐξηγέρθη
ἐναντίον τῶν δύο πρεσβυτέρων, διότι ὁ Δανιὴλ
τοὺς ἀπέδειξεν ἀπὸ τὶς ἰδικές
των καταθέσεις, οἱ ὁποῖες δὲν συμφωνοῦσαν
μεταξύ των, ὅτι εἶναι ψευδομάρτυρες. Καὶ
ὁ λαὸς ἐπέβαλεν εἰς αὐτοὺς
τὴν ἰδίαν ποινὴν τὴν ὁποίαν
ἐκεῖνοι μὲ τὴν κακίαν καὶ πονηρίαν
των ἐπροσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν εἰς
τὸν πλησίον <τὴν Σωσάνναν>.
|
62
ποιῆσαι κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ,
καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς·
καὶ ἐσώθη αἷμα ἀναίτιον
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
|
62
Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ δὲ ὁ
νόμος τοῦ Μωϋσέως, ποὺ διατάσσει
νὰ ἐπιβάλλεται εἰς τὸν ψευδομάρτυρα
ἡ ποινή ποὺ θὰ ἐπεβάλλετο
εἰς τὸν ἀδίκως κατασυκοφαντούμενον,
τοὺς ἐφόνευσαν. Καὶ ἔτσι διεσώθη
ἀπὸ βέβαιον θάνατον κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην μία ἀθώα
ὕπαρξις.
|
62
Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ δὲ ὁ
Νόμος τοῦ Μωϋσῆ <ποὺ ὁρίζει νὰ
τιμωρῆται ὁ ψευδομάρτυς μὲ τὴν ἰδίαν
τιμωρίαν μὲ τὴν ὁποίαν ἐπεχείρησε
νὰ τιμωρήσῃ τὸ πρόσωπον ποὺ ἐσυκοφάντησε>,
τοὺς ἐφόνευσαν. Τοιουτοτρόπως κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην διεσώθη ἀπὸ τὴν
εἰς θάνατον καταδίκην ἕνας ἀθῶος ἄνθρωπος
<ἡ Σωσάννα>. |
63
Χελκίας δὲ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ
ᾖνεσαν τὸν Θεὸν περὶ τῆς θυγατρὸς
αὐτῶν μετὰ Ἰωακεὶμ τοῦ
ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ τῶν συγγενῶν
πάντων, ὅτι οὐχ εὑρέθη ἐν
αὐτῇ ἄσχημον πρᾶγμα. |
63
Ὁ Χελκίας καὶ ἡ σύζυγος του
ἐδόξασαν τὸν Θεὸν διὰ τὴν
σωτηρίαν τῆς θυγατρός των, μαζῆ μὲ
τὸν Ἰωακείμ, τὸν σύζυγον τῆς
Σωσάννης, καὶ μὲ ὅλους τοὺς
συγγενεῖς των. Διότι δὲν εὑρέθη
καμμία πονηρὰ πρᾶξις, καμμία ἐνοχὴ
εἰς αὐτήν.
|
63
Ὁ Χελκίας δὲ καὶ ἡ σύζυγός του ἐδόξασαν
τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἀθώωσιν
τῆς θυγατρός των, τῆς Σωσάννας, μαζὶ
μὲ τὸν σύζυγόν της, τὸν Ἰωακείμ,
καὶ μὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς
των· διότι δὲν διεπιστώθη εἰς βάρος της καμμία
ἐνοχὴ διὰ κάτι τὸ ἄτιμον καὶ
ἐπονείδιστον. |
64
Καὶ Δανιὴλ ἐγένετο μέγας ἐνώπιον
τοῦ λαοῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας
ἐκείνης καὶ ἐπέκεινα.
|
64
Ὁ δὲ Δανιὴλ ἀπὸ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην καὶ ἔπειτα ἀνεδείχθη
μέγας ἐνώπιον τοῦ ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ. |
64
Ὁ δὲ Δανιὴλ ἐξετιμήθη, ἀνεγνωρίσθη
καὶ ἀνεδείχθη μέγας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ
τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην καὶ ἔπειτα. |