Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
νῦν, Ἰσραήλ, ἄκουε τῶν δικαιωμάτων
καὶ τῶν κριμάτων, ὅσα ἐγὼ
διδάσκω ὑμᾶς σήμερον ποιεῖν,
ἵνα ζῆτε καὶ πολυπλασιασθῆτε καὶ
εἰσελθόντες κληρονομήσητε τὴν γῆν,
ἣν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων
ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν.
|
αὶ
τώρα, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἄκουσε
τὸν Νόμον καὶ τὰς κρίσεις τοῦ
Θεοῦ, ὅσα ἐγὼ σᾶς διδάσκω
σήμερον νὰ τηρῆτε, διὰ νὰ ζῆτε
καὶ πολλαπλασιασθῆτε καί, εἰσελθόντες
εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας,
νὰ κληρονομήσετε αὐτήν, τὴν
ὁποίαν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων σας δίδει πρὸς σᾶς.
|
αὶ
τώρα, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, ἄκουσε τὰς
ἐντολὰς καὶ διαταγάς, τὰς ὁποίας
ἐγὼ σᾶς διδάσκω σήμερον νὰ τηρῆτε,
διὰ νὰ ζῆτε καὶ πληθυνθῆτε καὶ
ἀφοῦ εἰσέλθετε νὰ κληρονομήσετε τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν σᾶς δίδει ὁ Κύριος,
ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας.
|
2
Οὐ προσθήσετε πρὸς τὸ ρῆμα ὃ
ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καὶ
οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ' αὐτοῦ·
φυλάσσεσθε τὰς ἐντολὰς Κυρίου
τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσα ἐγὼ
ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον.
|
2
Εἰς τὰς ἐντολάς, τὰς ὁποίας
ἐγὼ σᾶς δίδω, δὲν θὰ προσθέσετε
τίποτε οὔτε καὶ θὰ ἀφαιρέσετε
τίποτε ἀπὸ αὐτάς. Προσέξατε
καὶ προσπαθήσατε, ὥστε νὰ τηρῆτε
τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σας, ὅσα ἐγὼ σήμερον σᾶς διατάσσω.
|
2
Δὲν θὰ προσθέσετε τίποτε ἀπολύτως εἰς
τὰς ἐντολάς, ποὺ ἐγὼ σᾶς
παραγγέλλω, οὔτε θὰ ἀφαιρέσετε κάτι
ἀπὸ αὐτάς. Νὰ φυλάσσετε μὲ προσοχὴν
τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ
σας, τὰς ὁποίας ἐγὼ σᾶς παραγγέλλω
σήμερον. |
3
Οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ἑωράκασι
πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ
Θεὸς ἡμῶν τῷ Βεελφεγώρ, ὅτι
πᾶς ἄνθρωπος, ὅστις ἐπορεύθη
ὀπίσω Βεελφεγώρ, ἐξέτριψεν αὐτὸν
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐξ
ὑμῶν. |
3
Μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια εἴδατε
ὅλα ὅσα ἔκαμε Κύριος ὁ Θεός
μας εἰς τὸ εἴδωλον Βεελφεγώρ·
ὅτι δηλαδὴ κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ
σᾶς, ὁ ὁποῖος ἐξέκλινε
καὶ ἠκολούθησε τὸν εἰδωλικὸν
θεὸν Βεελφεγώρ, συνετρίβη ἐκ μέρους
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας καὶ ἐξηφανίσθῃ
ἀπ' ἀνάμεσά σας.
|
3
Τὰ μάτια σᾶς εἶδαν ὅλα, ὅσα
ἔκανε Κύριος ὁ Θεὸς μας εἰς τὸν
ψευδοθεὸν Βεελφεγώρ. Διότι κάθε ἄνθρωπος, ποὺ
ἐπίστευσε καὶ ἐλάτρευσε τὸν Βεελφεγώρ,
ἐτιμωρήθη ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ
Θεόν σας καὶ ἐξηφανίσθη ἀπὸ
ἀνάμεσά σας. |
4
Ὑμεῖς δὲ οἱ προσκείμενοι Κυρίῳ
τῷ Θεῷ ὑμῶν ζῆτε πάντες
ἐν τῇ σήμερον.
|
4
Ἀλλὰ σεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐμείνατε
πιστοὶ κοντὰ εἰς τὸν Κύριον,
ζῆτε ὅλοι σήμερον. |
4
Ἀντιθέτως σεῖς, ποὺ ἐτάχθητε μὲ
τὸ μέρος Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας, ζῆτε
ὅλοι κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν.
|
5
Ἴδετε, δέδειχα ὑμῖν δικαιώματα
καὶ κρίσεις, καθὰ ἐνετείλατό
μοι Κύριος, ποιῆσαι οὕτως ἐν τῇ
γῇ, εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε
ἐκεῖ κληρομεῖν αὐτήν·
|
5
Ἰδέτε! Σᾶς ἔδειξα τὸν Νόμον
τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς κρίσεις τοῦ
Θεοῦ, ὅπως ὁ Κύριος μὲ διέταξε
νὰ ἐφαρμόζετε αὐτὰ εἰς
τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν
εἰσέρχεσθε, διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε
καὶ ἐγκατασταθῆτε εἰς αὐτήν.
|
5
Προσέξατε! Σᾶς ἔχω δείξει νόμους καὶ ἐντολάς,
ὅπως μὲ διέταξεν ὁ Κύριος, διὰ να
τὰ ἐφαρμόζετε εἰς τὴν χώραν,
μέσα εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε ἤδη
διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε.
|
6
καὶ φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε, ὅτι
αὕτη ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις
ὑμῶν ἐναντίον πάντων τῶν
ἐθνῶν, ὅσοι ἐὰν ἀκούσωσι
πάντα τὰ δικαιώματα ταῦτα καὶ
ἐροῦσιν· ἰδοὺ λαὸς σοφὸς
καὶ ἐπιστήμων τὸ ἔθνος τὸ
μέγα τοῦτο. |
6
Θὰ φυλάξετε καὶ θὰ ἐφαρμόσετε
ὅλα αὐτά, διότι αὐτὰ
εἶναι ἡ σοφία
καὶ ἡ σύνεσις,
τὸ καύχημα καὶ ἡ ὑπεροχή
σας ἐνώπιον ὅλων τῶν ἐθνῶν.
Ὅσοι δὲ θὰ ἀκούσουν
ὅλους αὐτοὺς
τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, θὰ
εἴπουν: Ἰδοὺ λαὸς σοφὸς καὶ
συνετός, τὸ ἰσχυρὸν καὶ ἔνδοξον
αὐτὸ ἔθνος!
|
6
Καὶ νὰ φυλάξετε καὶ νὰ τηρήσετε τὰς
ἐντολὰς αὐτάς, διότι ἐδῶ εὑρίσκεται
ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσίς σας ἐνώπιον
ὅλων τῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα,
ὅταν ἄκουσουν τὰς ἐντολὰς αὐτάς,
θὰ εἰποῦν: <Ἰδοὺ τὸ
μέγα τοῦτο ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ
εἶναι λαὸς σοφὸς καὶ γνωστικός>.
|
7
Ὅτι ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν
αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς,
ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν
ἐν πάσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν
ἐπικαλεσώμεθα; |
7
Διότι ποῖον ἄλλο ἔθνος εἶναι
τόσον μέγα, ἐφόσον πλησίον αὐτοῦ
εὑρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
καὶ ἐπικοινωνεῖ μὲ αὐτό,
ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν,
εἰς κάθε τι καὶ διὰ κάθε τι,
διὰ τὸ ὁποῖον θὰ τὸν ἐπικαλεσθῶμεν;
|
7
Διότι ποῖον ἄλλο μεγάλο ἔθνος ὑπάρχει,
εἰς τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι
τόσον πλησίον ὁ θεός των, ὅπως εἶναι
δι ἠμᾶς ὁ Κύριος καὶ Θεός μας
εἰς ὅλα, διὰ τὰ ὁποῖα
θὰ χρειασθῇ νὰ ζητήσωμεν τὴν βοήθειάν
Του; |
8
Καὶ ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστὶν
αὐτῷ δικαιώματα καὶ κρίματα
δίκαια κατὰ πάντα τὸν νόμον
τοῦτον, ὃν ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον
ὑμῶν σήμερον; |
8
Ποῖον ἄλλο ἔθνος εἶναι τόσον
μέγα, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπάρχουν
οἱ νόμοι καὶ
αἱ δίκαιαι ἐντολαί, ὅπως εἶναι
ὁ Νόμος αὐτός, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ δίδω πρὸς σᾶς σήμερον;
|
8
Καὶ ποῖον ἄλλο μεγάλο ἔθνος ὑπάρχει
ἐπίσης, ποὺ νὰ ἔχῃ νόμους καὶ
ἐντολὰς τόσον δικαίας καὶ ὀρθάς, ὅπως
ὅλος αὐτὸς ὁ νόμος, τὸν ὁποῖον
σᾶς δίδω ἐγὼ σήμερον;
|
9
Πρόσεχε σεαυτῷ καὶ φύλαξον τὴν
ψυχήν σου σφόδρα, μὴ ἐπιλάθῃ
πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἑωράκασιν
οἱ ὀφθαλμοί σου· καὶ μὴ
ἀποστήτωσαν ἀπὸ τῆς καρδίας
σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου, καὶ συμβιβάσεις τους υἱούς σου
καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν
σου |
9
Ἰσραηλιτικὲ λαέ! Πρόσεχε εἰς
τὸν ἑαυτόν σου, φύλαξε πολὺ
τὴν ψυχήν σου, μήπως
τυχὸν καὶ λησμονήσῃς
ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ
τὰ γεγονότα, ποὺ εἶδον οἱ ὀφθαλμοί
σου! Νὰ μὴ φύγουν ποτὲ
ἀπὸ τὴν καρδίαν σου ὅλας
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Θὰ
κρατῇς αὐτὰ μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν
καὶ θὰ τὰ διδάξῃς εἰς
τὰ παιδιά σου καὶ εἰς τὰ
παιδιὰ τῶν παιδιῶν σου.
|
9
Πρόσεχε λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν
σου καὶ φύλαξε μὲ μεγάλην προσοχὴν τὴν
ψυχήν σου, διὰ νὰ μὴ λησμονήσεις ὅλα
τὰ γεγονότα, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια σου.
Καὶ ἂς μὴ φεύγουν ἀπὸ τὴν
καρδιά σου ποτὲ εἰς ὅλας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Καὶ νὰ
διδάσκῃς μὲ αὐτὰ τὰ παιδιά σου
καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν σου.
|
10
ἡμέραν, ἣν ἔστητε ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐν
Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας,
ὅτι εἶπε Κύριος πρός με· ἐκκλησίασον
πρός με τὸν λαόν, καὶ ἀκουσάτωσαν
τὰ ρήματά μου, ὅπως μάθωσι φοβεῖσθαί
με πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς αὐτοὶ
ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ
τοὺς υἱοὺς αὐτῶν διδάξουσι.
|
10
Κρατῆστε καλὰ εἰς τὴν μνήμην
σας τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν
ὄρθιοι ἐσταθήκατε ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σας εἰς Χωρήβ, κατὰ
τὴν ἡμέραν ποὺ σᾶς συνεκέντρωσα
ἐκεῖ διότι τότε ὁ Κύριος
μοῦ εἶχε πεῖ· Συγκέντρωσε ἐνώπιόν
μου ὅλον τὸν λαὸν καὶ ἂς ἀκούσουν
τὰ λόγια μου, διὰ νὰ μάθουν
νὰ μὲ εὐλαβοῦνται καὶ νὰ
μὲ ὑπακούουν ὅλας τὰς ἡμέρας,
ποὺ θὰ ζοῦν ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ νὰ διδάξουν αὐτὰ
εἰς τὰ παιδιά των.
|
10
Σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν ἡμέραν, κατὰ
τὴν ὁποίαν ἐσταθήκατε ἐμπρὸς
εἰς Κύριον τὸν Θεόν μας εἰς τὸ
βουνὸ Χωρήβ, τὴν ἡμέραν δηλαδὴ τῆς
συγκεντρώσεως ὅλου τοῦ λαοῦ. Διότι μου εἶπεν
ὁ Κύριος:<Συγκέντρωσε κοντά μου ὅλον τὸν
λαὸν καὶ ἂς ἀκούσουν τοὺς
λόγους μου, διὰ νὰ μάθουν νὰ μὲ φοβοῦνται
ὅλας τὰς ἡμέρας, ποὺ θὰ ζοῦν
εἰς τὴν γῆν, καὶ νὰ διδάξουν
σχετικῶς καὶ τὰ παιδιά των>.
|
11
Καὶ προσήλθετε καὶ ἔστητε ὑπὸ
τὸ ὄρος, καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο
πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, σκότος,
γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη.
|
11
Προσήλθατε τότε καὶ ἐσταθήκατε
ὄρθιοι κοντὰ εἰς τὰς ὑπωρείας
τοῦ ὄρους Σινά. Τὸ ὄρος ἐκαίετο
ἀπὸ πῦρ, τὸ ὁποῖον ἔφθανεν
ἕως τὸν οὐρανόν, ἐκαλύπτετο
ἀπὸ σκότος καὶ γνόφον, συνεκλονίζετο
ἀπὸ θύελλαν καὶ ἠκούετο
ἰσχυρὰ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
|
11
Καὶ ἐπλησιάσατε καὶ ἐσταθήκατε
εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ. Τὸ
δὲ βουνὸ ἐκαίετο μὲ φωτιά, ποὺ
ἔφθανε μέχρι τὸν οὐρανόν. Ὑπῆρχε
δὲ καὶ σκοτάδι καὶ καταχνιὰ καὶ
θύελλα καὶ ἠκούοντο καὶ βρονταὶ δυναταί.
|
12
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς
ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς φωνὴν ρημάτων,
ἣν ὑμεῖς ἠκούσατε, καὶ
ὁμοίωμα οὐκ εἴδετε, ἀλλ' ἢ
φωνήν· |
12
Ὡμίλησε τότε ὁ Κύριος πρὸς
σᾶς μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ
ὄρους καὶ εἶπε αὐτὰ τὰ
λόγια, τὰ ὁποῖα σεῖς μὲ
τὰ αὐτιά σας ἠκούσατε. Τὴν
μορφὴν τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν εἴδατε,
ἀλλὰ μόνον τὴν φωνὴν αὐτοῦ
ἡκούσατε.
|
12
Καὶ ὡμίλησεν ἐκεῖ ὁ Κύριος πρὸς
σᾶς μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ μὲ
λόγια ἀνθρώπου, ποὺ τὰ ἀκούσατε οἱ
ἴδιοι. Δὲν εἴδατε ὅμως καμμίαν μορφήν,
ἀλλὰ μόνον φωνὴν ἀκούσατε.
|
13
καὶ ἀνήγγειλεν ὑμῖν τὴν
διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ἐνετείλατο
ὑμῖν ποιεῖν, τὰ δέκα ρήματα,
καὶ ἔγραψεν αὐτὰ ἐπὶ δύο
πλάκας λιθίνας. |
13
Ἀνήγγειλεν εἰς σᾶς τὴν διαθήκην
του, τὴν ὁποίαν σᾶς διέταξε
νὰ τηρῆτε, τὰς δέκα δηλαδὴ ἐντολάς,
τὰς ὁποίας ὁ ἴδιος ἐχάραξεν
ἐπάνω εἰς δύο λιθίνας πλάκας.
|
13
Καὶ σᾶς ἀνεκοίνωσε τὴν διαθήκην Του,
τὴν ὁποίαν σᾶς διέταξε νὰ τηρῆτε,
τὰς δέκα δηλαδὴ ἐντολάς· καὶ τὰς
ἐχάραξεν εἰς δύο λιθίνας πλάκας.
|
14
Καὶ ἐμοὶ ἐνετείλατο Κύριος
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διδάξαι
ὑμᾶς δικαιώματα καὶ κρίσεις,
ποιεῖν ὑμᾶς αὐτὰ ἐπὶ
τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς
εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομῆσαι
αὐτήν. |
14
Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον διέταξεν
ὁ Κύριος καὶ ἐμὲ τὸν ἴδιον
νὰ σᾶς διδάξω τὸν Νόμον καὶ
τὰς ἐντολάς του, διὰ
νὰ ἐφαρμόζετε αὐτὰ πάντοτε,
μάλιστα δὲ εἰς τὴν γῆν τῆς
Ἐπαγγελίας, πρὸς τὴν ὁποῖον
ἐβαδίζατε, διὰ νὰ τὴν καταλάβετε
καὶ τὴν κληρονομήσετε.
|
14
Διέταξε δὲ καὶ ἐμὲ ὁ Κύριος
κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ
σᾶς διδάξω νόμους καὶ ἐντολάς, διὰ
νὰ τὰς τηρῆτε εἰς τὴν χώραν,
εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε ἤδη
διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε.
|
15
Καὶ φυλάξεσθε σφόδρα τὰς ψυχὰς
ὑμῶν, ὅτι οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα
ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἐλάλησε
Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν Χωρὴβ
ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ
πυρός. |
15
Προσέξατε λοιπὸν πάρα πολὺ εἰς
τὸν ἑαυτόν σας, διότι δὲν εἴδατε
καμμίαν εἰκόνα, κανένα ὁμοίωμα
κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ὡμίλησε
πρὸς σᾶς εἰς τὸ ὄρος Χωρὴβ
ἐκ μέσου τοῦ πυρός,
|
15
Καὶ νὰ προσέξετε πολὺ εἰς τοὺς
ἑαυτούς σας, διότι δὲν εἴδατε καμμίαν
μορφὴν εἰδώλου τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
κατὰ τὴν ὁποίαν ὡμίλησε πρὸς
σᾶς ὁ Κύριος εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ,
μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ.
|
16
Μὴ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε ὑμῖν
ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα πᾶσαν
εἰκόνα ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ
ἢ θηλυκοῦ, |
16
προσέξατε μὴ παρασυρθῆτε
εἰς παρανομίαν καὶ κατασκευάσετε διὰ
τὸν ἑαυτόν σας εἰκόνα τινὰ
γλυπτήν, ὁμοίωμα πρὸς οἰονδήποτε
ὅν, ἀρσενικὸν ἢ θηλυκόν,
|
16
Νὰ μὴ παρανομήσετε καὶ κάμετε διὰ
τοὺς ἑαυτούς σας εἴδωλον γλυπτόν,
κάθε εἴδους εἰκόνα ποὺ νὰ ἔχῃ
μορφὴν ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ,
|
17
ὁμοίωμα παντὸς κτήνους τῶν ὄντων
ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντὸς
ὀρνέου πτερωτοῦ, ὃ πέταται ὑπὸ
τὸν οὐρανόν, |
17
ὁμοίωμα πρὸς οἱονδήποτε ζῶον
ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν, ὁμοίωμα παντὸς
πτηνοῦ ποὺ πετάει εἰς τὸν οὐρανόν,
|
17
ἢ μορφὴν κάθε ζώου ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν
εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς,
ἢ μορφὴν κάθε πτηνοῦ, ποὺ ἔχει
πτερὰ καὶ πετᾷ κάτω ἀπὸ τὸν
οὐρανόν. |
18
ὁμοίωμα παντὸς ἐρπετοῦ, ὃ
ἔρπει ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα
παντὸς ἰχθύος, ὅσα ἐστὶν
ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς
γῆς. |
18
εἰκόνα οἰουδήποτε ἐρπετοῦ,
ποὺ σύρεται εἰς τὴν γῆν ἢ
οἰουδήποτε ἰχθύος, ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν εἰς
τὰ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν
τῆς γῆς ὕδατα, (εἰς τοὺς ποταμοὺς
καὶ τὰς θαλάσσας).
|
18
Δὲν θὰ κάνετε ἐπίσης μορφὴν κάθε ἑρπετοῦ
ποὺ σύρεται εἰς τὸ ἔδαφος, ἢ
μορφὴν κάθε ψαριοῦ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα
ποὺ εὑρίσκονται μέσα εἰς τὰ νερά,
κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς
γῆς. |
19
Καὶ μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ ἰδὼν τὸν ἥλιον
καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας
καὶ πάντα τὸν κόσμον του οὐρανοῦ,
πλανηθεὶς προσκυνήσῃς αὐτοῖς
καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ἃ
ἀπένειμε Κύριος ὁ Θεός σου αὐτὰ
πᾶσι τοῖς ἔθνεσι τοῖς ὑποκάτω
τοῦ οὐρανοῦ. |
19
Προσέξατε ἐπίσης μήπως τυχὸν
παρατηροῦντες τὸν οὐρανὸν ἄνω
καὶ βλέποντες τὸν ἥλιον καὶ
τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας
καὶ ὅλον τὸν διάκοσμον τοῦ οὐρανοῦ,
πλανηθῆτε καὶ προσκυνήσετε αὐτὰ
καὶ λατρεύσετε αὐτά, τὰ ὁποία
Κύριος ὁ Θεός σας ἔδωσεν εἰς
ὅλα τὰ ἔθνη, ὅσα ζοῦν κάτω
ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
19
Καὶ πρόσεξε ὥστε, ὅταν σηκώσῃς
τὰ βλέμματά σου πρὸς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἴδῃς τὸν ἥλιον καὶ
τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα καὶ
ὅλον τὸν στολισμὸν τοῦ οὐρανοῦ,
νὰ μὴ πλανηθῇς ἀπὸ τὸ
μεγαλεῖον των καὶ προσκυνήσῃς καὶ
λατρεύσῃς σὰν θεοὺς αὐτά, ποὺ
τὰ ἔδωσε Κύριος ὁ Θεός σου πρὸς βοήθειαν
ὅλων τῶν ἐθνῶν, ποὺ κατοικοῦν
κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
20
Ὑμᾶς δὲ ἔλαβεν ὁ Θεὸς
καὶ ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ τῆς
καμίνου τῆς σιδηρᾶς, ἐξ Αἰγύπτου,
εἶναι αὐτῷ λαὸν ἔγκληρον ὡς
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ·
|
20
Σᾶς ἐπῆρεν ὁ Θεὸς καὶ
σᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν σιδηρᾶν
χοάνην τῆς καμίνου, ἀπὸ τὴν
σκληρὰν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου,
διὰ νὰ εἶσθε λαός του καὶ κληρονόμοι
τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, ὅπως
ἀκριβῶς βλέπετε
νὰ πραγματοποιῆται αὐτὸ σήμερον.
|
20
Νὰ προσέχετε, διότι σᾶς ἐπῆρεν ὁ
Θεὸς καὶ σᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ
τὸ σιδερένιο καμίνι, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
διὰ νὰ εἶσθε λαός Του καὶ κληρονόμος
τῶν ἐπαγγελιῶν Του, ὅπως εἶσθε
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν.
|
21
καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἐθυμώθη
μοι περὶ τῶν λεγομένων ἐφ' ὑμῶν
καὶ ὤμοσεν ἵνα μὴ διαβῶ τὸν
Ἰορδάνη τοῦτον καὶ ἵνα μὴ
εἰσέλθω εἰς τὴ γῆν, ἣν
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι
ἐν κλήρῳ·
|
21
Ἐνθυμηθῆτε ἀκόμη ὅτι Κύριος
ὁ Θεός, ὠργίσθη ἐναντίον
μου, ἐξ αἰτίας τῶν γογγυσμῶν
καὶ μεμψιμοιριῶν σας, καὶ ὡρκίσθη
να μὴ διαβῶ ἐγὼ τοῦτον τὸν
Ἰορδάνην καὶ νὰ μὴ εἰσέλθω
εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας
τὴν ὁποῖον ὁ Κύριος σᾶς
δίδει ὡς κληρονομίαν σας.
|
21
Ἐθύμωσε μάλιστα Κύριος ὁ Θεὸς ἐναντίον
μου δι' ὅσα ἐλέγατε σεῖς καὶ
ἐγογγύζατε ἐκεῖ εἰς τὴν
περιοχὴν Κάδης. Καὶ ὡρκίσθη νὰ μὴ
περάσω αὐτὸν ἐδῶ τὸν Ἰορδάνην
καὶ νὰ μὴ εἰσέλθω εἰς
τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σοῦ δίδει ὡς
κληρονομίαν Κύριος ὁ Θεός σου. |
22
ἐγὼ γὰρ ἀποθνήσκω ἐν τῇ
γῇ ταύτῃ καὶ οὐ διαβαίνω
τὸν Ἰορδάνην τοῦτον, ὑμεῖς
δὲ διαβαίνετε καὶ κληρονομήσετε τὴν
γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην.
|
22
Ἐγὼ θὰ ἀποθάνω εἰς τὴν
ξένην αὐτὴν γῆν, ποὺ τώρα
εὑρισκόμεθα, καὶ δὲν θὰ διαβῶ
τὸν Ἰορδάνην. Ἀλλὰ σεῖς
θὰ τὸν διαβῆτε,
θὰ γίνετε κληρονόμοι καὶ κύριοι
τῆς εὐφόρου καὶ πλουσίας
αὐτῆς χώρας.
|
22
Ἐγὼ πλέον θὰ πεθάνω εἰς αὐτὴν
ἐδῶ τὴν χώραν καὶ δἐν πρόκειται
νὰ διαβῶ τὸν Ἰορδάνην, ποὺ εἶναι
ἐμπρός μας, ἐνῷ σεῖς θὰ
τὸν περάσετε καὶ θὰ κληρονομήσετε τὴν
ὡραίαν αὐτὴν χώραν. |
23
Προσέχετε ὑμεῖς, μὴ ἐπιλάθησθε
τὴν διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν, ἣν διέθετο πρὸς ὑμᾶς,
καὶ ἀνομήσητε, καὶ ποιήσητε
ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα
πάντων ὧν συνέταξέ σοι Κύριος
ὁ Θεός σου· |
23
Πάλιν σᾶς λέγω,
προσέξατε, μήπως τυχὸν καὶ λησμονήσετε
τὴν διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν, τὴν ὁποίαν συνῆψε
μὲ σᾶς, καὶ κατασκευάσετε ὡς
θεόν σας γλυπτὴν εἰκόνα ἀπὸ
ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα σᾶς
ἔχει ἀπαγορεύσει Κύριος
ὁ Θεός σας.
|
23
Προσέχετε λοιπόν, νὰ μὴ λησμονήσετε ποτὲ
τὴν Διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, τὴν
ὁποίαν συνῆψε μαζί σας, καὶ παρανομήσετε
καὶ κάμετε διὰ τοὺς ἑαυτούς
σας γλυπτὸν ὁμοίωμα καὶ εἴδωλον ἀπὸ
ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ σοῦ ἀπηγόρευσε
Κύριος ὁ Θεός σου. |
24
ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον
ἐστί, Θεὸς ζηλωτής.
|
24
Διότι Κύριος ὁ
Θεός σου εἶναι φωτιά, ποὺ
καταφλέγει καὶ ἐξαφανίζει,
εἶναι Θεὸς ζηλότυπος.
|
24
Πρόσεχε, λαέ μου, διότι Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι
πῦρ, φωτιά, ποὺ κατακαίει καὶ κατατρώγει.
Εἶναι Θεὸς ζηλότυπος καὶ δεν ἀνέχεται
νὰ λατρεύετε ἄλλον ἀντὶ αὐτοῦ.
|
25
Ἐὰν δὲ γεννήσῃς υἱοὺς
καὶ υἱοὺς τῶν υἱῶν σου
καὶ χρονίσητε ἐπὶ τῆς γῆς
καὶ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε γλυπτὸν
ὁμοίωμα παντὸς καὶ ποιήσητε
τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ ὑμῶν παροργίσαι αὐτόν,
|
25
Ἐὰν δὲ ἀποκτήσετε παιδιὰ
καὶ ἐγγονοὺς καὶ ζήσετε ἐπὶ
μακρὰ ἔτη εἰς τὴν γῆν καὶ
τυχὸν παρανομήσετε, ὥστε νὰ κατασκευάσετε
γλυπτὴν εἰκόνα οἰουδήποτε ὄντος
καὶ διαπράξετε αὐτὸ τὸ πονηρὸν
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας,
ὥστε νὰ τὸν παροργίσετε ἐναντίον
σας,
|
25
Ἐὰν δὲ ἀποκτήσῃς παιδιὰ
καὶ παιδιὰ τῶν παιδιῶν σου καὶ
ζήσετε ἐπὶ πολὺν καιρὸν εἰς
τὴν χώραν καὶ παρανομήσετε καὶ κατασκευάσετε
γλυπτὸν εἴδωλον δι' ὀτιδήποτε ἀπὸ
αὐτά, ποὺ ἀπηγόρευσεν ὁ Θεός, καὶ
διαπράξετε ἔτσι τὸ κακὸν ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σας, ὥστε νὰ τὸν παροργίσετε,
|
26
διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τὸν
τὲ οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν,
ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε
ἀπὸ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς
διαβαίνετε τὸν Ιορδάνην ἐκεῖ
κληρονομῆσαι αὐτήν. Οὐχὶ πολυχρονιεῖτε
ἡμέρας ἐπ' αὐτῆς, ἀλλ'
ἢ ἐκτριβῇ ἐκτριβήσεσθε.
|
26
ἐγὼ ἐπικαλοῦμαι σήμερον ὡς
μάρτυρας ἐναντίον σας τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν, καὶ σᾶς διαβεβαιώνω,
ὅτι ἀσφαλῶς καὶ
βεβαίως θὰ καταστραφῆτε καὶ
θὰ ἐξαφανισθῆτε ἀπὸ τὴν
ὥραν, τὴν ὁποίαν, διαβαίνοντες
τὸν Ἰορδάνην, πηγαίνετε νὰ τὴν
κληρονομήσετε. Τὸ τονίζω· δὲν
θὰ ζήσετε πολὺν
χρόνον πάνω εἰς αὐτήν, ἀλλὰ
ὁλοκληρωτικῶς θὰ ξεριζωθῆτε ἀπὸ
ἐκεῖ.
|
26
ἐπικαλοῦμαι ἐμπρός σας σήμερον μάρτυρας
καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν, ὅτι θὰ ἐξολοθρευθῆτε ὁπωσδήποτε.
Καὶ θὰ χαθῆτε ἀπὸ τὴν
χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε μετὰ
τὴν διάβασιν τοῦ Ἰορδάνου διὰ νὰ
τὴν κληρονομήσετε. Δὲν πρόκειται νὰ διαμείνετε
ἐπὶ πολὺν χρόνον εἰς αὐτήν,
ἀλλὰ θὰ ἑξαφανισθῆτε ὁλοσχερῶς.
|
27
Καὶ διασπερεῖ Κύριος ὑμᾶς ἐν
πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καὶ καταλειφθήσεσθε
ὀλίγοι ἀριθμῷ ἐν πᾶσι
τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς εἰσάξει
Κύριος ὑμᾶς ἐκεῖ.
|
27
Θὰ σᾶς διασκορπίσῃ ὁ Κύριος
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ
ἀπομείνετε ὀλίγοι μεταξὺ τῶν
ἐθνῶν, ἀνάμεσα εἰς τὰ
ὁποία θὰ σᾶς
διασκορπίσῃ ὁ Κύριος,
|
27
Καὶ θὰ σᾶς διασκορπίσῃ ὁ Κύριος
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ
καταλήξετε νὰ εἶσθε ὀλιγάριθμοι μέσα
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, εἰς ὅσα
θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ὁ Κύριος.
|
28
Καὶ λατρεύσετε ἐκεῖ θεοῖς ἐτέροις,
ἔργοις χειρῶν ἀνθρώπων, ξύλοις
καὶ λίθοις, οἳ οὐκ ὄψονται οὐδὲ
μὴ ἀκούσωσιν οὔτε μὴ φάγωσιν
οὔτε μὴ ὀσφρανθῶσι.
|
28
Ἐκεῖ θὰ λατρεύσετε ἄλλους θεούς,
ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, ξύλα καὶ
λίθους, θεούς, οἱ ὁποῖοι δὲν
θὰ βλέπουν, δὲν θὰ ἀκούουν,
δὲν θὰ τρώγουν, οὔτε
θὰ ὀσφραίνωνται, διότι θὰ
εἶναι ἄψυχα εἴδωλα.
|
28
Καὶ θὰ λατρεύσετε ἐκεῖ θεοὺς
ἄλλους, ποὺ θὰ εἶναι κατασκευασμένοι
ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, θὰ εἶναι
δηλαδὴ ξύλα καὶ λίθοι, ποὺ δὲν θὰ
βλέπουν, οὔτε θὰ ἀκούουν οὔτε θὰ
τρώγουν καὶ οὔτε θὰ ὀσφραίνωνται.
|
29
Καὶ ζητήσετε ἐκεῖ Κύριον τὸν
Θεὸν ὑμῶν καὶ εὑρήσετε
αὐτόν, ὅταν ἐκζητήσητε αὐτὸν
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ
ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου ἐν τῇ
θλίψει σου. |
29
Ἐκεῖ εἰς τὴν θλῖψιν τῆς
ξορίας σας θὰ ἀναζητήσετε Κύριον
τὸν Θεόν σας καὶ θὰ τὸν εὕρετε,
ὅταν ὑπὸ τὸ βάρος τῆς
θλίψεώς σας τὸν ζητήσετε μὲ
ὅλην τὴν καρδίαν σας καὶ μὲ
ὅλην τὴν ψυχήν σας.
|
29
Καὶ θὰ ζητήσετε ἐκεῖ εἰς τοὺς
τόπους τῆς διασπορᾶς καὶ συμφορᾶς
σας Κύριον τὸν Θεόν σας καὶ θὰ τὸν
εὐρῆτε, ὅταν τὸν ζητήσετε ἐπιμόνως
μὲ ὅλην τὴν καρδίαν σας καὶ μὲ
ὅλην τὴν ψυχήν σας μέσα εἰς τὴν
θλῖψιν σας. |
30
Καὶ εὑρήσουσί σε πάντες οἱ
λόγοι οὗτοι ἐπ' ἐσχάτῳ
τῶν ἡμερῶν, καὶ ἐπιστραφήσῃ
πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ
εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ·
|
30
Ὅλα αὐτά, ποὺ λέγω εἰς
σᾶς σήμερον, θὰ σᾶς εὔρουν,
μέχρις ὅτου κατὰ τὰς τελευταίας
ἡμέρας θὰ ἐπιστρέψτε ἐν
μετανοίᾳ πρὸς Κύριον τὸν Θεόν
σας καὶ θὰ ἀκούσετε τὴν φωνὴν
αὐτοῦ. |
30
Καὶ εἰς τὰς τελευταίας ἡμέρας θὰ
συναντήσεις εἰς τὴν ζωήν σου ὅλα αὐτά,
ποὺ σοῦ εἶπα. Καὶ τότε θὰ ἐπιστρέψῃς
ἐν μετανοίᾳ πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου
καὶ θὰ ἀκούσῃς τὴν φωνήν
Του νὰ σοῦ ὁμιλῇ καὶ πάλιν.
|
31
ὅτι Θεὸς οἰκτίρμων Κύριος ὁ
Θεός σου, οὐκ ἐγκαταλείψει σε οὐδὲ
μὴ ἐκτρίψῃ σε, οὐκ ἐπιλήσεται
τὴν διαθήκην τῶν πατέρων σου, ἣν
ὤμοσεν αὐτοῖς Κύριος.
|
31
Ὁ Κύριος θὰ σᾶς δεχθῇ, διότι
Κύριος Θεός σου εἶναι εὔσπλαγχνος,
δὲν θὰ σᾶς ἐγκαταλείψη, οὔτε
θὰ σᾶς ξεριζώσῃ ἐξ ὁλοκλήρου,
οὔτε θὰ λησμονήσῃ τὴν διαθήκην,
τὴν ὁποίαν μὲ ὅρκον ἔκαμε
πρὸς τοὺς πατέρας σας ὁ Κύριος.
|
31
Διότι Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι Θεὸς οἰκτίρμων.
Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ, οὔτε
θὰ σὲ ἐξολοθρεύσῃ. Καὶ
δὲν θὰ λησμονήσῃ ποτὲ τὴν Διαθήκην
τῶν πατέρων σου, τὴν ὁποίαν συνῆψεν
ὁ Κύριος μὲ αὐτούς μὲ ὅρκον.
|
32
Ἐπερωτήσατε ἡμέρας προτέρας
τὰς γενομένας προτέρας σου ἀπὸ
τῆς ἡμέρας, ἧς ἔκτισεν ὁ
Θεὸς ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς,
καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ
ἕως τοῦ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ,
εἰ γέγονε κατὰ τὸ ρῆμα τὸ
μέγα τοῦτο, εἰ ἤκουσται τοιοῦτο·
|
32
Ἐρωτήσατε τοὺς ἀνθρώπους τῶν
προηγουμένων γενεῶν, ἀπὸ τὴν
ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν
ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον
ἐπὶ τῆς γῆς,
ἐρωτήσατε τὴν ὑφήλιον
ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ
ἕως τὸ ἄλλο, ἐὰν ἄλλην
ποτὲ φορὰν ἔγινε κανένα ἄλλο
πράγμα ὅμοιον μὲ τὸ μεγάλο τοῦτο
γεγονός, ἢ ἐὰν ποτὲ ἠκούσθη
κάτι τέτοιο·
|
32
Ἐρωτήσατε τοὺς ἀνθρώπους τῶν προηγουμένων
ἀπὸ σὲ γενεῶν καὶ ζητήσατε νὰ
μάθετε ἂν ἔγινε, ἀπὸ τὴν ἡμέραν
ποὺ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἀπὸ
τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ
ἕως τὸ ἄλλο, κάτι παρόμοιον σὰν αὐτό,
ποὺ ἔκανε διὰ σᾶς ὁ Θεός, ἢ
ἂν ἔχῃ ἀκουσθῆ ποτὲ κάτι
τέτοιο. |
33
εἰ ἀκήκοεν ἔθνος φωνὴν Θεοῦ
ζῶντος λαλοῦντος ἐκ μέσου τοῦ
πυρός, ὃν τρόπον ἀκήκοας σὺ
καὶ ἔζησας· |
33
ἐὰν δηλαδὴ ποτὲ κανένα ἔθνος
ἤκουσε τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ τοῦ
ζῶντος νὰ ὁμιλῇ ἐκ μέσου
τοῦ πυρός, ὅπως ἠκούσατε σεῖς,
καὶ οἱ ὁποῖοι ἐν τούτοις
ἐζήσατε καὶ δὲν ἀπεθάνατε,
ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ μεγαλειώδους
γεγονότος.
|
33
Ἔχει δηλαδὴ ἀκούσει ποτὲ κάποιο ἔθνος
τὴν φωνὴν τοῦ ζῶντος Θεοῦ νὰ
ὁμιλῇ μέσα ἀπὸ τὴν φωτιάν, ὅπως
ἔχεις ἀκούσει σὺ καὶ πάρα ταῦτα
ἔζησες; |
34
εἰ ἐπείρασεν ὁ Θεὸς εἰσελθὼν
λαβεῖν ἑαυτῷ ἔθνος ἐκ μέσου
ἔθνους ἐν πειρασμῷ καὶ ἐν σημείοις
καὶ ἐν τέρασι καὶ ἐν πολέμῳ
καὶ ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν
βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν ὁράμασι
μεγάλοις κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν
Αἰγύπτῳ ἐνώπιόν σου βλέποντος·
|
34
Ἢ ἐὰν ὁ Θεὸς ἐπεχείρησε
νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ πάρῃ
διὰ τὸν ἑαυτόν του ἔθνος ἀπὸ
ἄλλο ἔθνος, χρησιμοποιῶν τὴν
πανταδυναμίαν του, μὲ δοκιμασίας
καὶ μὲ θαύματα καὶ μὲ καταπληκτικὰ
γεγονότα καὶ μὲ πόλεμον, διὰ
τῆς παντοδυνάμου δεξιᾶς του καὶ τῆς
ἐνδόξου δυνάμεώς του, μὲ ὁράματα
καὶ γεγονότα μεγάλα καὶ τρομερά,
ὅσα ἔκαμε Κύριος ὁ Θεός μας
εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια
σας. |
34
Ἐπεχείρησεν ἐπίσης ποτὲ ὁ Θεὸς
νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν ἱστορίαν
κάποιον λαοῦ καὶ νὰ πάρῃ διὰ
τὸν ἑαυτόν Του ἕνα ἔθνος (τὸν
Ἰσραήλ) μέσα ἀπὸ ἄλλο ἔθνος
(τοὺς Αἰγυπτίους) μὲ δοκιμασίας καὶ
μὲ σημεῖα καὶ τέρατα καὶ μὲ
πόλεμον καὶ μὲ τὸ χέρι Του τὸ παντοδύναμον
καὶ μὲ τὸν ἀκατανίκητον καὶ
ὑψηλὸν βραχίονά Του καὶ μὲ μεγάλα
καὶ τρομερὰ γεγονότα, ὅπως ἀκριβῶς
τὸ ἔκανε ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια σου εἰς τὴν Αἴγυπτον Κύριος ὁ
Θεός μας; |
35
ὥστε εἰδῆσαί σε ὅτι Κύριος
ὁ Θεός σου, οὗτος Θεός ἐστι,
καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ.
|
35
Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν, διὰ νὰ
γνωρίσῃς σὺ καλά, ὅτι Κύριος
ὁ Θεός σου, αὐτὸς εἶναι ὁ
ἀληθινὸς Θεὸς καὶ δὲν ὑπάρχει
ἄλλος πλὴν αὐτοῦ.
|
35
Καὶ ἔγιναν αὐτά, διὰ νὰ ἀντιληφθῇς
ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, Αὐτὸς
καὶ μόνον εἶναι Θεὸς καὶ δὲν
ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ
Αὐτόν. |
36
Ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀκουστὴ
ἐγένετο ἡ φωνὴ αὐτοῦ παιδεῦσαί
σε, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἔδειξέ
σοι τὸ πῦρ αὐτοῦ τὸ μέγα,
καὶ τὰ ρήματα αὐτοῦ ἤκουσας
ἐκ μέσου τοῦ πυρός.
|
36
Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἠκούσθη
ἡ φωνὴ αὐτοῦ πρὸς σέ,
διὰ νὰ σὲ παιδαγωγήσῃ καὶ
μορφώσῃ, καὶ ἐπὶ
τῆς γῆς ἔδειξεν εἰς σὲ τὸ
ἰσχυρὸν καὶ θαυμαστὸν αὐτοῦ
πῦρ, καὶ ἤκουσες
τὰ λόγια του νὰ βγαίνουν
μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ.
|
36
Ἔγινεν ἀκουστὴ ἡ φωνή Του ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ σὲ παιδαγωγήσῃ.
Καὶ σοῦ ἔδειξεν ἐπὶ γῆς
τὸ θαυμαστόν Του πῦρ καὶ ἄκουσες
τοὺς λόγους Του μέσα ἀπὸ τὴν φωτιάν.
|
37
Διὰ τὸ ἀγαπῆσαι αὐτὸν
τοὺς πατέρας σου καὶ ἐξελέξατο
τὸ σπέρμα αὐτῶν μετ' αὐτοὺς
ὑμᾶς καὶ ἐξήγαγέ σε αὐτὸς
ἐν τῇ ἰσχύι αὐτοῦ τῇ
μεγάλῃ ἐξ Αἰγύπτου
|
37
Καὶ αὐτά, διότι ὁ Θεὸς
ἠγάπησε τοὺς προπάτοράς σου,
ἐξέλεξε σᾶς τοὺς ἀπογόνους
των, ὕστερα ἀπὸ αὐτούς, καὶ
αὐτὸς σὲ ἔφερε μὲ τὴν
παντοδύναμον δεξιάν του ἐλεύθερον
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
|
37
Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξ αἰτίας
τοῦ ὅτι ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τοὺς
προγόνους σου καὶ ἐδιάλεξε σᾶς τοὺς
ἀπογόνους των μετὰ ἀπὸ ἐκείνους.
Καὶ σὲ ἔβγαλε ὁ ἴδιος μὲ
τὴν δύναμίν Του τὴν μεγάλην ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον, |
38
ἐξολοθρεῦσαι ἔθνη μεγάλα καὶ
ἰσχυρότερά σου πρὸ προσώπου
σου, εἰσαγαγεῖν σὲ δοῦναί σοι
τὴν γῆν αὐτῶν κληρονομεῖν, καθὼς
ἔχεις σήμερον. |
38
διὰ νὰ ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ
ἐμπρός σου ἔθνη μεγάλα καὶ ἰσχυρότερά
σου, νὰ σὲ εἰσαγάγῃ καὶ
νὰ δώσῃ τὴν χώραν αὐτῶν
εἰς σὲ ὡς κληρονομίαν σου, ὅπως
βλέπετε νὰ πραγματοποιῆται αὐτὸ
σήμερον.
|
38
ὥστε νὰ ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ
ἐμπρός σου ἔθνη μεγάλα καὶ κατὰ πολὺ
δυνατώτερα ἀπὸ σὲ καὶ νὰ σὲ
βάλῃ μέσα εἰς τὴν χώραν των· καὶ νὰ
σοῦ τὴν χαρίσῃ διὰ νὰ τὴν
κληρονομήσῃς, ὅπως συμβαίνει σήμερον.
|
39
Καὶ γνώσῃ σήμερον καὶ ἐπιστραφήσῃ
τῇ διανοίᾳ ὅτι Κύριος ὁ
Θεός σου οὗτος Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ
ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω,
καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ·
|
39
Θὰ μάθῃς σήμερον καὶ θὰ
ἐντυπώσῃς εἰς τὸν νοῦν
καὶ τὴν καρδίαν σου, ὅτι Κύριος
ὁ Θεός σου αὐτὸς εἶναι ὁ
ἀληθινὸς Θεός, ἄνω εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ κάτω εἰς τὴν
γῆν, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος
πλὴν αὐτοῦ.
|
39
Καὶ θὰ γνωρίσῃς σήμερον καὶ θὰ
τὸ ἐντυπώσῃς καλὰ εἰς
τὴν διάνοιάν σου ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου,
Αὐτὸς καὶ μόνον εἶναι Θεὸς ἐπάνω
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κάτω εἰς
τὴν γῆν καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς
ἄλλος ἐκτὸς Αὐτοῦ.
|
40
καὶ φυλάξασθε τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ
καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα
ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον,
ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ τοῖς
υἱοῖς σου μετὰ σέ, ὅπως μακροήμεροι
γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς
Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι
πάσας τὰς ἡμέρας.
|
40
Προσέξατε, ὥστε νὰ φυλάξετε τὰς
ἐντολάς του καὶ τὸν Νόμον του,
ὅλα ὅσα ἐγὼ σᾶς διατάσσω
σήμερον διὰ νὰ ζήσετε εὐτυχεῖς,
σὺ καὶ τὰ παιδιά σου ἔπειτα
ἀπὸ σέ, νὰ γίνετε μακροχρόνιοι
εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας,
τὴν ὁποίαν σᾶς δίδει ὁ
Κύριος ὡς παντοτεινὴν
ἰδιοκτησίαν σας>.
|
40
Καὶ νὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς Του καὶ
τὰ προστάγματά Του, ὅσα σοῦ παραγγέλλω ἑγὼ
σήμερον, διὰ νὰ εὐτυχῇς καὶ
σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου μετὰ
ἀπὸ σὲ καὶ νὰ εἶσθε πολύχρονοι
εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοὺ δίδει Κύριος
ὁ Θεός σου καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς σου>. |
41
Τότε ἀφώρισε Μωυσῆς τρεῖς πόλεις
πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἀπὸ
ἀνατολῶν ἡλίου
|
41
Τότε ὁ Μωϋσῆς ἐξεχώρισε καὶ
ὥρισε τρεῖς πόλεις πρὸς ἀνατολάς
τοῦ Ἰορδάνου,
|
41
Τότε ἐξεχώρισεν ὁ Μωυσῆς τρεῖς
πόλεις πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἀπὸ τὴν
ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ ποταμοῦ,
|
42
φυγεῖν ἐκεῖ τὸν φονευτήν, ὃς
ἂν φονεύσῃ τὸν πλησίον οὐκ
εἰδώς, καὶ οὗτος οὐ μισῶν
αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς καὶ
τῆς τρίτης καὶ καταφεύξεται εἰς
μίαν τῶν πόλεων τούτων καὶ ζήσεται·
|
42
διὰ νὰ καταφεύγῃ ἐκεῖ
ὁ φονεύς, ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε
τὸν πλησίον του ἐξ ἀγνοίας καὶ
χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, χωρὶς
νὰ ἔχῃ κανένα μίσος ἐναντίον
αὐτοῦ κατὰ τὸ παρελθόν. Αὐτὸς
ὁ φονεὺς θὰ καταφύγῃ εἰς
μίαν ἀπὸ τὰς τρεῖς αὐτάς
πόλεις καὶ θὰ σώσῃ ἐκεῖ
τὴν ζωήν του.
|
42
διὰ νὰ καταφεύγῃ καὶ εὑρίσκῃ
ἄσυλον ἐκεῖ κάθε φονεύς, ποὺ
θὰ ἔχῃ φονεύσει ἀκουσίως καὶ
ἒν ἀγνοίᾳ του τὸν πλησίον του,
ἐνῷ δὲν εἶχε μῖσος ἐναντίον
του μέχρι τότε. Καὶ θὰ καταφεύγῃ εἰς
μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτὰς καὶ
θὰ ζῇ, χωρὶς τὸν κίνδυνον νὰ
τιμωρηθῇ διὰ τὸν φόνον ποὺ διέπραξε.
|
43
τὴν Βοσὸρ ἐν τῇ ἐρήμῳ
ἐν τῇ γῇ τῇ πεδινῇ τῷ
Ρουβὴν καὶ τὴν Ραμὼθ ἐν Γαλαὰδ
τῷ Γαδδὶ καὶ τὴν Γαυλὼν ἐν
Βασὰν τῷ Μανασσῇ.
|
43
Αἱ πόλεις αὐταὶ εἶναι·
Ἡ Βοσὸρ εἰς τὴν ἀκατοίκητον
πεδινὴν περιοχήν, ἡ ὁποία ἀνήκει
εἰς τὴν φυλὴν Ρουβήν, ἡ Ραμὼθ
εἰς Γαλαὰδ ποὺ ἀνήκει εἰς
τὴν φυλὴν Γάδ, καὶ ἡ Γαυλὼν
τῆς χώρας Βοσάν, ποὺ ἀνήκει
εἰς τὴν φυλὴν Μανασσῆ.
|
43
Ἐξεχώρισε τὴν Βοσόρ, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὴν ἔρημον τῆς πεδινῆς περιοχῆς
καὶ ἀνήκει εἰς τὴν φυλὴν
τοῦ Ρουβήν, καὶ τὴν Ραμώθ, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὴν Γαλαὰδ καὶ ἀνήκει
εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Γάδ, καὶ τὴν
Γαυλῶν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν
Βασὰν καὶ ἀνήκει εἰς τὴν
φυλὴν τοῦ Μανασσῆ. |
44
Οὗτος ὁ νόμος, ὃν παρέθετο Μωυσῆς
ἐνώπιον υἱῶν ᾿Ισραήλ·
|
44
Αὐτὸς εἶναι ὁ Νόμος, τὸν
ὁποῖον παρέδωκεν ὁ Μωϋσῆς εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας. |
44
Αὐτὸς εἶναι ὁ Νόμος, τὸν ὁποῖον
ἐπαρουσίασεν ὁ Μωυσῆς ἐνώπιον
τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
45
ταῦτα τὰ μαρτύρια καὶ τὰ δικαιώματα
καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐλάλησε
Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,
ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς
Αἰγύπτου |
45
Αὐταὶ εἶναι αἱ ἐντολαί,
οἱ νόμοι καὶ οἱ θεσμοί, τοὺς
ὁποίους εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς
τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅτε ἐξῆλθον
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον,
|
45
Αὐταὶ εἶναι αἱ ἐντολαὶ
καὶ τὰ προστάγματα καὶ αἱ διατάξεις,
ποὺ παρήγγειλεν ὁ Μωυσῆς εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας, ὅταν ἐβγῆκαν αὐτοὶ
ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
46
ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου,
ἐν φάραγγι, ἐγγὺς οἴκου Φογώρ,
ἐν γῇ Σηὼν βασιλέως τῶν Ἀμορραίων,
ὃς κατῴκει ἐν Ἐσεβών, ὃν
ἐπάταξε Μωυσῆς καὶ οἱ υἱοὶ
Ἰσραήλ, ἐξελθόντων αὐτῶν
ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
46
εἰς τὴν ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου
περιοχήν, εἰς κάποια κοιλάδα, κοντὰ
εἰς τὸν ναὸν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
θεοῦ Φογώρ, εἰς τὴν χώραν τοῦ
Σηών, βασιλέως τῶν Ἀμορραίων,
ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε εἰς τὴν
Ἐσεβὼν καὶ τὸν ὁποῖον
ἐκτύπησαν μέχρις ἐξοντώσεως
ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Ἰσραηλῖται,
ὅταν ἐξῆλθον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
46
Εὑρίσκοντο δὲ εἰς τὸ φαράγγι
πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, κοντὰ
εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναὸν
τοῦ Φογώρ, εἰς τὴν χώραν τοῦ Σηὼν
τοῦ βασιλέως τῶν Ἀμορραίων, ποὺ κατοικοῦσε
εἰς τὴν Ἐσεβών. Τὸν βασιλέα
αὐτὸν τὸν ἐξώντωσεν ὁ
Μωϋσῆς μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅταν
ἐβγῆκαν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον. |
47
Καὶ κληρονόμησαν τὴν γῆν αὐτοῦ
καὶ τὴν γῆν Ὢγ βασιλέως τῆς
Βασάν, δύο βασιλέων τῶν Ἀμορραίων,
οἳ ἦσαν πέραν τοῦ Ἰορδάνου
κατὰ ἀνατολὰς ἡλίου,
|
47
Ἔγιναν τότε κληρονόμοι καὶ κάτοχοι
τῆς χώρας του, ὅπως ἐπίσης καὶ
τῆς χώρας τοῦ Ὤγ, βασιλέως τῆς
Βασάν· οἱ δύο αὐτοὶ Ἀμορραῖοι
βασιλεῖς ἦσαν πέραν ἀπὸ τὸν
Ἰορδάνην πρὸς ἀνατολάς, |
47
Καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν χώραν του καὶ
τὴν χώραν τοῦ Ὤγ, τοῦ βασιλέως τῆς
Βασάν, δυο βασιλέων τῶν Ἀμορραίων, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν ἐγκατεστημένοι πρὸς ἀνατολὰς
καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου.
|
48
ἀπὸ Ἀροήρ, ἥ ἐστιν ἐπὶ
τοῦ χείλους χειμάρρου Ἀρνῶν,
καὶ ἐπί τοῦ ὄρους τοῦ
Σηὼν ὅ ἐστιν Ἀερμών,
|
48
καὶ κατεῖχον τὰς χώρας ἀπὸ
Ἀροήρ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται
εἰς τὴν ὄχθην τοῦ χειμάρρου
Ἀρνῶν, μέχρι τοῦ ὄρους Σηών,
τοῦ ἐπονομαζομένου Ἑρμών,
|
48
Ἐκληρονόμησαν τὰς περιοχὰς ἀπὸ
τὴν πόλιν Ἀροήρ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς
τὴν ὄχθην τοῦ χειμάρρου Ἀρνῶν,
ἕως τὸ βουνὸ Σηών, δηλαδὴ τὸ
Ἀερμών, |
49
πᾶσαν τὴν Ἄραβα πέραν τοῦ Ἰορδάνου
κατὰ ἀνατολὰς ἡλίου ὑπὸ
Ἀσηδὼθ τὴν λαξευτήν. |
49
ὅλην τὴν κοιλάδα ἀνατολικῶς
πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ἕως τὰς
ὑπωρείας Ἀσηδὼθ τοῦ ὄρους
Ναυάβ. |
49
καὶ ὅλην τὴν κοιλάδα Ἄραβα πέραν τοῦ
Ἰορδάνου πρὸς ἀνατολὰς ἕως τὴν
λαξευτὴν περιοχὴν Ἀσηδὼθ τοῦ
ὅρους Ναβαῦ. |