Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ᾶν
ρῆμα ὃ ἐγὼ ἐντέλλομαι
ὑμῖν σήμερον, τοῦτο φυλάξῃ
ποιεῖν· οὐ προσθήσεις ἐπ' αὐτὸ
οὐδὲ ἀφελεῖς ἀπ' αὐτοῦ.
|
άθε
ἐντολήν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
σήμερα σᾶς δίδω, θὰ ἐπιμεληθῆτε
νὰ τὴν ἐφαρμόσετε. Οὔτε θὰ
προσθέσετε τίποτε εἰς αὐτάς,
οὔτε καὶ θὰ ἀφαιρέσετε.
|
άθε
ἐντολήν, ποὺ σᾶς παραγγέλλω ἐγὼ
σήμερον, θὰ προσέξῃς νὰ τὴν
ἐφαρμόζῃς ἐπακριβῶς. Δὲν
θὰ προσθέσῃς τίποτε ἄλλο εἰς
αὐτήν, οὔτε θὰ ἀφαιρέσῃς
κάτι ἀπὸ αὐτήν. |
2
Ἐὰν δὲ ἀναστῇ ἐν σοὶ
προφήτης ἢ ἐνυπνιαζόμενος τὸ
ἐνύπνιον καὶ δῷ σοι σημεῖον
ἢ τέρας |
2
Ἐὰν δὲ παρουσιασθῇ μεταξύ σας
προφήτης (διδάσκαλος ψευδής) ἢ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος βλέπει καὶ ἑρμηνεύει
ὄνειρα καὶ σᾶς, εἴπῃ ὅτι
θὰ δώσῃ κάποιο σημάδι ἢ,
θὰ κάμῃ κάποιο καταπληκτικὸ
θαῦμα, |
2
Ἐὰν δὲ ἐμφανισθῇ μεταξύ
σας κάποιος, ποὺ προφητεύει ἢ ἀσχολεῖται
μὲ ὄνειρα, καὶ σοῦ ὑποσχεθῇ
κάποιο σημάδι ἢ μεγάλο θαῦμα,
|
3
καὶ ἔλθῃ τὸ σημεῖον ἢ
τὸ τέρας, ὃ ἐλάλησε πρός
σε λέγων· πορευθῶμεν καὶ λατρεύσωμεν
θεοῖς ἔτεροις, οὓς οὐκ οἴδατε,
|
3
καὶ πραγματοποιήσῃ ἔστω τὸ σημάδι
ἢ τὸ θαῦμα, ποὺ σᾶς προανήγγειλε,
ἔπειτα δὲ σᾶς εἴπη· <Ἂς
πᾶμε νὰ λατρεύσωμεν ἄλλους θεούς,
τοὺς ὁποίους δὲν γνωρίζετε>,
|
3
καὶ συμβῇ νὰ πραγματοποιηθῇ τὸ
σημάδι καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ὑπεσχέθη,
καὶ σοῦ εἰπῇ αὐτὸς κατόπιν:
<Ἂς πάμε νὰ λατρεύσωμεν ἄλλους θεούς>,
θεοὺς ποὺ εἶναι ἄγνωστοι εἰς
σᾶς, |
4
οὐκ ἀκούσεσθε τῶν λόγων τοῦ
προφήτου ἐκείνου ἢ τοῦ ἐνυπνιαζομένου
τὸ ἐνύπνιον ἐκεῖνο, ὅτι
πειράζει Κύριος ὁ Θεός σου ὑμᾶς
εἰδέναι, εἰ ἀγαπᾶτε τὸν
Θεὸν ὑμῶν ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας ὑμῶν καὶ ἐξ ὅλης
τῆς ψυχῆ ὑμῶν.
|
4
δὲν θὰ δώσετε καμμίαν προσοχὴν
εἰς τὰ λόγια τοῦ ψευδοῦς ἐκείνου
προφήτου ἢ τοῦ ἐνιπνιαστοῦ ἀλλὰ
νὰ σκεφθῆτε ὅτι Κύριος ὁ Θεός
σου ἐπέτρεψε νὰ γίνουν τὰ σημεῖα
αὐτά, διὰ νὰ σᾶς δοκιμάσῃ
καὶ νὰ γνωρίσῃ, ἐὰν πράγματι
ἀγαπᾶτε τὸν Θεόν σας μὲ ὅλην
σας τὴν καρδίαν καὶ μὲ ὅλην
σας τὴν ψυχήν. |
4
δὲν πρέπει νὰ ἀκούσετε τὰ λόγια τοῦ
προφήτου ἐκείνου. Δὲν πρέπει νὰ δεχθῆτε
τὰς συμβουλὰς αὐτοῦ ποὺ ἀσχολεῖται
μὲ τὰ ὄνειρα ἐκεῖνα. Χρειάζεται
προσοχή, διότι Κύριος ὁ Θεός σου ἐπιτρέπει νὰ
δοκιμάζεσθε μὲ αὐτά, διὰ νὰ γίνῃ
γνωστόν, ἐὰν ἀγαπᾶτε τὸν Θεόν
σας μὲ ὅλην τὴν καρδία σας καὶ μὲ
ὅλην τὴν ψυχήν σας. |
5
Ὀπίσω Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν
πορεύσεσθε καὶ τοῦτον φοβηθήσεσθε
καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσεσθε
καὶ αὐτῷ προστεθήσεσθε.
|
5
Κύριον τὸν Θεόν σας, αὐτὸν μόνον
θὰ ἀκολουθῆστε, αὐτὸν θὰ
φοβῆσθε, αὐτοῦ τὰς ἐντολὰς
θὰ ἀκούετε καὶ εἰς αὐτὸν
θὰ προσκολληθῆτε. |
5
Θὰ βαδίζετε μόνον τὸν δρόμον τῆς ζωῆς,
ποὺ σᾶς ὑποδεικνύει Κύριος ὁ Θεός
σας. Αὐτὸν καὶ μόνον θὰ φοβῆσθε
καὶ μόνον τὴν ἰδικήν Του φωνὴν θὰ
προσέχετε καὶ εἰς Ἐκεῖνον θὰ
εἶσθε προσκεκολλημένοι. |
6
Καὶ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἢ
ὁ τὸ ἐνύπνιον ἐνυπνιαζόμενος
ἐκεῖνος ἀποθανεῖται· ἐλάλησε
γὰρ πλανῆσαί σε ἀπὸ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου τοῦ ἐξαγαγόντος
σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, τοῦ λυτρωσαμένου
σε ἐκ τῆς δουλείας, ἐξῶσαί
σε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλατό
σοι Κύριος ὁ Θεός σου πορεύεσθαι ἐν
αὐτῇ· καὶ ἀφανιεῖς τὸ
πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.
|
6
Ὁ δὲ προφήτης ἐκεῖνος ἢ
ὁ ἐνυπνιαστὴς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ
διὰ θανάτου, διότι ἐδίδαξε ψευδῆ
διὰ νὰ σὲ παραπλανήσῃ καὶ
σὲ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ Κύριον
τὸν Θεόν σου, ὁ ὁποῖος σὲ
ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου καὶ σὲ ἠλευθέρωσε
ἀπὸ τὴν δουλείαν. Αὐτὸς
ὁ προφήτης ἠθέλησε νὰ σὲ
ὠθήσῃ ἔξω ἀπὸ τὸν
δρόμον, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς
σὲ διέταξε νὰ ἀκολουθῇς. Πρέπει
νὰ τὸν τιμωρήσῃς μὲ θάνατον,
διὰ νὰ ἐξαφανίσῃς ἀπὸ
ἀνάμεσά σας τὸ κακόν, τὸ
ὁποῖον ἐκεῖνος ἤθελε νὰ
σᾶς κάμῃ. |
6
Ὁ δὲ προφήτης ἐκεῖνος, ἢ ὁ
ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἀσχολεῖται
μὲ τὰ ὄνειρα, πρέπει νὰ θανατωθῇ·
διότι ὡμίλησε μὲ σκοπὸν νὰ σὲ
ἐξαπατήσῃ καὶ νὰ σὲ ἀπομακρύνῃ
ἀπὸ Κύριον τὸν Θεόν σου, ὁ ὁποῖος
σὲ ἔβγαλεν ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ ἔσωσεν
ἀπὸ τὴν σκλαβιά. Εἶχε σκοπὸν
νὰ σὲ βγάλῃ ἔξω ἀπὸ τὴν
πορείαν, ποὺ σὲ διέταξε νὰ ἀκολουθῇς
Κύριος ὁ Θεός σου. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἑξαφανίσῃς
τὸ κακὸν ἀπὸ ἀνάμεσά σας.
|
7
Ἐὰν δὲ παρακαλέσῃ σε ὁ
ἀδελφός σου ἐκ πατρός σου ἢ
ἐκ μητρός σου ἢ ὁ υἱός
σου ἢ ἡ θυγάτηρ ἢ ἡ γυνή
σου ἡ ἐν κόλπῳ σου ἢ φίλος
ἴσος τῇ ψυχῇ σου λάθρα λέγων·
βαδίσωμεν καὶ λατρεύσωμεν θεοῖς ἑτέροις,
οὓς οὐκ ᾔδεις σὺ καὶ οἱ
πατέρες σου, |
7
Ἐὰν δὲ ἀκόμη καὶ αὐτὸς
ὁ ἀδελφός σου, ὁ ὁμοπάτριος
σὲ παρακαλέσῃ ἢ ὁ ὁμομήτριος,
ἢ ὁ υἱός σου, ἢ ἡ κόρη
σου, ἢ ἡ σύζυγος, ποὺ κρατεῖς
εἰς τὴν ἀγκάλην σου, ἢ ὁ
ἰσόψυχος φίλος σου καὶ σοῦ εἴπῃ
κρυφίως <πᾶμε νὰ λατρεύσωμεν ἄλλους
θεούς, τοὺς ὁποίους οὔτε σὺ
ἐγνώριζες, οὔτε οἱ πατέρες σου,
|
7
Ἐὰν ἐπίσης σὲ παρακαλέσῃ ὁ
ἀδελφός σου ἀπὸ τὸν ἴδιον
πατέρα ἢ ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα,
ἢ ὁ υἱός σου ἢ ἡ κόρη σου, ἢ
καὶ αὐτὴ ἡ γυναῖκα σου, ποὺ
εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀγκάλην σου, ἢ
ὁ πιὸ ἀγαπητὸς καὶ ἔμπιστος
φίλος σου καὶ σοῦ εἰπῇ κρυφά: <Ἂς
πάμε νὰ λατρεύσωμεν ἄλλους θεούς>, ποὺ
δὲν τοὺς ἤξευρες ἕως τώρα σὺ
κα·ι οἱ πρόγονοί σου· |
8
ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν
τῶν περικύκλῳ ὑμῶν, τῶν
ἐγγιζόντων σοι ἢ τῶν μακρὰν
ἀπὸ σοῦ, ἀπ' ἄκρου τῆς
γῆς ἕως ἄκρου τῆς γῆς,
|
8
οἱ ὁποῖοι θεοὶ εἶναι ἀπὸ
τοὺς θεοὺς τῶν γύρω μας εἰδωλολατρικῶν
λαῶν>, αὐτῶν ποὺ εὑρίσκονται
πλησίον σου ἢ μακρὰν ἀπὸ σέ,
εἰς τὸ ἕνα ἢ, εἰς τὸ ἄλλο
ἄκρον τῆς γῆς, |
8
ἀπὸ τοὺς θεοὺς δηλαδὴ ποὺ
λατρεύουν τὰ ἔθνη, ποὺ εἶναι ὁλόγυρά
σας, ὅσα συνορεύουν μὲ σᾶς ἢ ὅσα
εὑρίσκονται μακριὰ ἀπὸ σᾶς,
ἀπὸ τὸ ἕνα ἕως τὸ ἄλλο
ἄκρον τῆς γῆς, |
9
οὐ συνθελήσεις αὐτῷ καὶ οὐκ
εἰσακούσῃ αὐτοῦ καὶ οὐ
φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ'
αὐτῷ, οὐκ ἐπιποθήσεις ἐπ'
αὐτῷ οὐδ' οὐ μὴ σκεπάσῃς
αὐτόν· |
9
ὄχι μόνον δὲν θὰ συμφωνήσῃς
μὲ αὐτὸν καὶ δὲν θὰ δεχθῇς
τὰς πονηρὰς προτάσεις του, ἀλλὰ
δὲν θὰ τὸν λυπηθῇ τὸ μάτι
σου, δὲν θὰ τὸν λυπηθῇς καὶ
οὔτε θὰ τὸν συγκαλύψῃς.
|
9
δὲν θὰ συμφωνήσῃς μὲ τὴν
πρότασίν του αὐτήν. Δὲν θὰ τὸν ἀκούσῃς
καὶ δὲν θὰ τὸν λυπηθῇ τὸ
μάτι σου. Δὲν θὰ τὸν συμπαθήσῃς καὶ
δὲν θὰ τὸν συγκαλψῃς.
|
10
ἀναγγέλλων ἀναγγελεῖς περὶ αὐτοῦ,
καὶ αἱ χεῖρές σου ἔσονται ἐπ'
αὐτὸν ἐν πρώτοις ἀποκτεῖναι
αὐτόν, καὶ αἱ χεῖρες παντὸς
τοῦ λαοῦ ἐπ' ἐσχάτῳ,
|
10
Θὰ τὸν καταγγείλῃς ἀμέσως,
διὰ νὰ καταδικασθῆ εἰς θάνατον·
καὶ εἰς τὸν λιθοβολισμόν του αἱ
χεῖρες σου θὰ ρίψουν πρῶται τὸν
λίθον ἐναντίον του, διότι σὺ
ὑπῆρξες ὁ μάρτυς τῆς κατηγορίας,
καὶ ἔπειτα αἱ χεῖρες τοῦ λαοῦ
θὰ τὸν λιθοβολήσουν.
|
10
Ἀντιθέτως θὰ γνωστοποιήσῃς ἀμέσως
εἰς τοὺς Κριτὰς τὰ ὅσα σοῦ
ἐπρότεινε. Τὰ ἰδικά σου χέρια μάλιστα θὰ
εἶναι τὰ πρῶτα, ποὺ θὰ ὑψωθοῦν
διὰ νὰ τὸν θανατώσουν μὲ λιθοβολισμόν,
καὶ τελευταία θὰ ὑψωθοῦν τὰ
χέρια ὅλου τοῦ λαοῦ. |
11
καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν
λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται, ὅτι
ἐζήτησεν ἀποστῆσαί σε ἀπὸ
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ ἐξαγαγόντος
σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου
δουλείας. |
11
Θὰ τὸν θανατώσουν διὰ λιθοβολισμοῦ,
θὰ τιμωρηθῇ διὰ θανάτου, διότι
ἐπεζήτησε νὰ σὲ ἀπομακρύνῃ
ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ Θεόν
σου, ὁ ὁποῖος σὲ ἔβγαλε ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ τὴν χώραν
τῆς δουλείας. |
11
Θὰ τὸν λιθοβολήσουν δὲ καὶ θὰ
πεθάνῃ, διότι ἐπεχείρησε νὰ σὲ κάνῃ
νὰ ἀποστατήσῃς ἀπὸ τὸν
Κύριον καὶ Θεόν σου, ποὺ σὲ ἔβγαλεν
ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου, ἀπὸ τὸν τόπον τῆς
σκλαβιᾶς,. |
12
Καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἀκούσας
φοβηθήσεται καὶ οὐ προσθήσωσι ποιῆσαι
ἔτι κατὰ τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν
τοῦτο ἐν ὑμῖν.
|
12
Ὅταν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται πληροφορηθοῦν
τὴν τιμωρίαν αὐτήν, θὰ φοβηθοῦν
καὶ δὲν θὰ τολμήσῃ κανεὶς
νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν κακὴν
αὐτὴν πράξιν μεταξύ σας.
|
12
Καὶ ὅταν ἄκουσουν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
τὸ γεγονός, θὰ φοβηθοῦν καὶ δὲν
θὰ θελήσουν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ
κάνουν ἀνάμεσά σας κάτι παρόμοιον πρὸς τὴν
πονηρὰν αὐτὴν πράξιν.
|
13
Ἐὰν δὲ ἀκούσῃς ἐν
μιᾷ τῶν πόλεών σου, ὧν Κύριος
ὁ Θεός σου δίδωσι σοι κατοικεῖν σε
ἐκεῖ, λεγόντων·
|
13
Ἐὰν δὲ εἰς μίαν ἀπὸ
τὰς πόλεις, τὴν ὁποίαν Κύριος
ὁ Θεός σας ἔδωσε ὡς κατοικίαν
σας, ἀκούσῃς νὰ λέγουν·
|
13
Ἐὰν δὲ εἰς κάποιαν ἀπὸ
τὰς πόλεις σου, ποὺ σο·ῦ χαρίζει ὁ
Κύριος διὰ νὰ κατοικῇς ἐκεῖ,
ἀκούσῃς νὰ λέγουν: |
14
ἐξῆλθοσαν ἄνδρες παράνομοι ἐξ
ὑμῶν καὶ ἀπέστησαν πάντας
τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν αὐτῶν
λέγοντες· πορευθῶμεν καὶ λατρεύσωμεν
θεοῖς ἐτέροις, οὓς οὐκ ᾔδειτε,
|
14
<ἐβγῆκαν παράνομοι ἄνδρες ἀπὸ
σᾶς καὶ ἀπεμάκρυναν ἀπὸ
τὸν Θεὸν τοὺς κατοίκους τῆς
πολεώς των, λέγοντες δολίως, ἂς πᾶμε
νὰ λατρεύσωμεν ἄλλους θεούς, τοὺς
ὁποίους δὲν ἐγνωρίζατε>,
|
14
<Ἐβγῆκαν μέσα ἀπὸ σᾶς ἄνδρες
παράνομοι καὶ παρέσυραν εἰς ἀποστασίαν ἀπὸ
τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ὅλους τοὺς
κατοίκους τῆς πόλεως των λέγοντας: <Ἂς πᾶμε
νὰ λατρεύσωμεν ἄλλους θεούς>, θεοὺς ποὺ
δὲν τοὺς ἐγνωρίζατε ἕως τότε>,
πρέπει νὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς:
|
15
καὶ ἐτάσεις καὶ ἐρωτήσεις
καὶ ἐρευνήσεις σφόδρα, καὶ ἰδοὺ
ἀληθὴς σαφῶς ὁ λόγος, γεγένηται
τὸ βδέλυγμα τοῦτο ἐν ὑμῖν,
|
15
σύ, θὰ ἐξετάσῃς, θὰ ἐρωτήσῃς,
θὰ ἐρευνήσῃς μὲ πολλὴν
ἐπιμέλειαν καὶ προσοχὴν καὶ
ἐὰν ἀποδειχθῇ ἀληθινὴ
καὶ βεβαία αὐτὴ ἡ κατηγορία,
ἐὰν δηλαδὴ ὄντως ἔλαβε χώραν
μεταξύ σας αὐτὸ τὸ βδελυρὸν
γεγονός, |
15
Θὰ ἐξετάσῃς, θὰ ἐρωτήσῃς
καὶ θὰ ἐρευνήσῃς μὲ πολλὴν
προσοχήν, καὶ ἐὰν διαπιστωθῇ ὅτι
ἡ διάδοσις αὐτὴ περὶ ἀποστασίας
ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν
εἶναι ἀπολύτως ἀληθινὴ καὶ ὅτι
συνέβη πράγματι μεταξύ σας τὸ βδελυκτὸν
αὐτὸ γεγονός, |
16
ἀναιρῶν ἀνελεῖς πάντας τοὺς
κατοικοῦντας ἐν τῇ γῇ ἐκείνη
ἐν φόνῳ μαχαίρας, ἀναθέματι
ἀναθεματιεῖτε αὐτὴν καὶ πάντα
τὰ ἐν αὐτῇ
|
16
σεῖς τότε θὰ φονεύσετε ὅλους
τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως ἐκείνης
ἐν στόματι μαχαίρας, θὰ ἀναθεματίσετε
ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὴν καὶ
ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν.
|
16
θὰ σκοτώσῃς ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν
εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην, μὲ μαχαίρι.
Θὰ ἀναθεματίσῃς μὲ ἀποστροφὴν
καὶ τὴν πόλιν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτήν. |
17
καὶ πάντα τὰ σκῦλα αὐτῆς
συνάξεις εἰς τὰς διόδους αὐτῆς
καὶ ἐμπρήσεις τὴν πόλιν ἐν
πυρὶ καὶ πάντα τὰ σκῦλα αὐτῆς
πανδημεὶ ἐναντίον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου, καὶ ἔσται ἀοίκητος
εἰς τὸν αἰῶνα, οὐκ ἀνοικοδομηθήσεται
ἔτι. |
17
Ὅλα δὲ τὰ λάφυρα αὐτῆς
θὰ τὰ συγκεντρώσετε εἰς τοὺς
δρόμους της καὶ θὰ παραδώσετε εἰς
τὸ πῦρ, τὴν πόλιν καὶ ὅλα
τὰ λάφυρά της, ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου καὶ θὰ μείνῃ
ἡ πόλις ἐκείνη ἀκατοίκητος
παντοτεινά· οὐδέποτε πλέον θὰ
ἀνοικοδομηθῇ. |
17
Καὶ θὰ μαζεύσῃς ὅλα τὰ λάφυρά
της εἰς τὰ περάσματα καὶ τὰ
σταυροδρόμια της καὶ θὰ βάλῃς φωτιὰ
εἰς τὴν πόλιν. Θὰ καύσῃς ἐπίσης
δημοσίως καὶ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ λάφυρά
της ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ
θὰ μείνῃ εἰς τὸ ἑξῆς ἀκατοίκητος
διὰ παντός. Δὲν θὰ ἀνοικοδομηθῇ
ποτὲ πλέον εἰς τὸ μέλλον.
|
18
Καὶ οὐ προσκολληθήσεται οὐδὲν
ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος ἐν
τῇ χειρί σου, ἵνα ἀποστραφῇ
Κύριος ἀπὸ θυμοῦ τῆς ὀργῆς
αὐτοῦ καὶ δώσῃ σοι ἔλεος
καὶ ἐλεήσῃ σε καὶ πληθύνῃ
σε, ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι
σου, |
18
Τίποτε ἀπὸ τὰ ἀναθεματισμένα
πράγματα τῆς πόλεως ἐκείνης
δὲν θὰ κρατήσῃ τὸ χέρι
σου, διὰ νὰ ἀποστρέψῃ ἔτσι
ὁ Κύριος τὸν θυμὸν καὶ τὴν
ὀργήν του ἀπὸ σᾶς, νὰ
σᾶς εὐσπλαγχνισθῇ, νὰ σᾶς ἐλεήσῃ,
νὰ σᾶς αὐξήσῃ καὶ πολλαπλασιάσῃ,
ὅπως ὡρκίσθη εἰς τοὺς προγόνους
σας. |
18
Τίποτε δὲ ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς
πόλεως, ποὺ ἔχουν ἀναθεματισθῆ, δὲν
θὰ πάρῃ τὸ χέρι σου, διὰ νὰ
τὸ ἔχῃς ἰδικόν σου. Ἔτσι μόνον
θὰ σταματήσῃ καὶ ὁ Κύριος τὸν
θυμὸν τῆς ὀργῆς Του καὶ θὰ
σοῦ χαρίσῃ τὸ ἔλεός Του καὶ
θὰ σὲ εὐσπλαγχνισθῇ. Καὶ θὰ
σὲ πληθύνῃ καὶ πάλιν, ὅπως ἀκριβῶς
τὸ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον εἰς
τοὺς προγόνους σου. |
19
ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, φυλάσσειν τὰς
ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ
ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ποιεῖν
τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀρεστὸν
ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
19
Καὶ ἡ εὐλογία αὐτὴ τοῦ
Κυρίου θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ
μείνῃ εἰς σᾶς, ἐὰν ἀκούσετε
τὴν φωνήν του, ὥστε νὰ τηρῆτε
τὰς ἐντολάς του, τὰς ὁποίας
ἐγὼ σήμερον σᾶς διατάσσω, νὰ
πράττετε τὸ κολὸν καὶ τὸ εὐάρεστον
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας.
|
19
Θὰ ἀπολαύσῃς δὲ αὐτὴν
τὴν εὐλογίαν, ἐὰν ἀκούσῃς
τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὥστε
νὰ τηρῇς τὰς ἐντολάς Του, τὰς
ὁποίας σου παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον, καὶ
νὰ ἐφαρμόζῃς ὅ,τι εἶναι
καλὸν καὶ εὐάρεστον ἐνώπιον Κυρίου
τοῦ Θεοῦ σου. |